Ο «άλλος» Χριστός των αιρέσεων.
Συγγραφέας: kantonopou στις 7 Φεβρουαρίου, 2014
Είναι συνηθισμένο, πολλές φορές να ακούμε από ανθρώπους αιρετικούς ότι έχουν την αλήθεια, επειδή πιστεύουν στον Χριστό. Ασχέτως τι εννοούν όταν λένε «πιστεύω στον Χριστό», και ασχέτως ότι τα ίδια επικαλούνται όλοι όσοι ανήκουν στις 33.000 αιρέσεις του Προτεσταντισμού- με διαφορετικά «πιστεύω», συμπεριλαμβανομένου και του κινήματος των Πεντηκοστιανών. Λένε πολλές φορές· «Πιστεύω στον Χριστό, και αυτό δεν είναι ανθρώπινο. Είναι από το Άγιο Πνεύμα. Άρα, είμαι στην αλήθεια!». Μάλιστα, χρησιμοποιούν αρκετά συχνά και ένα αγιογραφικό χωρίο, προκειμένου να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους. «[..] Ουδείς λαλών διά Πνεύματος Θεού λέγει ανάθεμα τον Ιησούν, και ουδείς δύναται να είπη Κύριον Ιησούν, ειμή διά Πνεύματος Αγίου» (Ά Κορινθίους, 12:3). Και μας λένε· «Να, βλέπετε τι γράφει ο απόστολος Παύλος; Μιλάμε υπέρ του Χριστού, και φυσικά δεχόμαστε τον Ιησού ως Κύριο, όπως λέει το εδάφιο. Συνεπώς, λαλούμε δια Αγίου Πνεύματος». Είναι όμως σωστός αυτός ο ισχυρισμός; Τι μπορεί να συμβαίνει; Είναι τόσο επιφανειακός ο λόγος αυτός της Αγίας Γραφής, ή έχει περισσότερο βάθος;
«Άλλος Χριστός», «άλλο ευαγγέλιο», «άλλο πνεύμα».
Αυτό το οποίο διαφεύγει από αρκετούς, είναι ότι υπάρχει και ο «άλλος» Χριστός, όπως υπάρχει και το «άλλο» Ευαγγέλιο, και άλλη «πνευματική χάρη». Στο σημείο αυτό, ίσως κάποιος διερωτηθεί· «Υπάρχει άλλος Χριστός;». Βέβαια, ο Χριστός είναι ένας και δεν μερίζεται (Ά Κορινθίους, 1:13). Όπως και το Χριστιανικό Ευαγγέλιο που είναι ένα, όμως διάφοροι ήθελαν να το διαστρέψουν ήδη από την πρώτη αποστολική εποχή, επειδή δεν θεωρούσαν την Θυσία του Κυρίου αρκετή για την σωτηρία μας, αλλά προσπαθούσαν να βάλουν και την περιτομή, όπως και τόσα άλλα Ιουδαϊκά έθιμα. Αυτό, θα είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση του Χριστιανικού Ευαγγελίου, και εκεί έδωσε την μάχη της η Εκκλησία, και βγήκε νικήτρια (Γαλάτες, 1:6-9). Όπως λοιπόν υπάρχει και το «άλλο» ευαγγέλιο, το αλλοιωμένο, έτσι υπάρχει και ο «άλλος» Χριστός, ένας «Χριστός» διαφορετικός από αυτόν που αποκαλύφθηκε και σύστησε την Εκκλησία του το 33 μ Χ.
Ο απόστολος Παύλος γράφει: «Διότι είμαι ζηλότυπος προς εσάς κατά ζηλοτυπίαν Θεού· επειδή σας ηρραβώνισα με ένα άνδρα, διά να σας παραστήσω παρθένον αγνήν εις τον Χριστόν. Φοβούμαι όμως μήπως, καθώς ο όφις εξηπάτησε την Εύαν διά της πανουργίας αυτού, διαφθαρή ούτως ο νούς σας, εκπεσών από της απλότητος της εις τον Χριστόν. Διότι εάν ο ερχόμενος κηρύττη προς εσάς άλλον Ιησούν, τον οποίον ημείς δεν εκηρύξαμεν, ή λαμβάνητε άλλο πνεύμα, το οποίον δεν ελάβετε, ή άλλο ευαγγέλιον, το οποίον δεν εδέχθητε, καλώς ηθέλετε υποφέρει αυτόν» (Β’ Κορινθίους, 11:2-4).
Εκφράζει έναν φόβο· φοβάται μην πλανηθεί κάποιος ή κάποιοι από τους εν Χριστώ αδελφούς, και παρασυρθεί, και εξαπατηθεί, και εκπέσει από την απλότητα του Χριστού. Φοβόταν, μην πάει κάποιος αυτόκλητος και κηρύξει έναν «άλλο» Χριστό, ένα «άλλο» Ευαγγέλιο, ή μεταδώσει «άλλο» πνεύμα, ξένο προς την αλήθεια. Από αυτά τα εδάφια, γίνεται σαφές ότι υπάρχει και ο «άλλος Χριστός», ο αλλοιωμένος, που καμία σχέση δεν έχει με τον πραγματικό Χριστό.
Στην ίδια επιστολή, λίγο παρακάτω, γράφει πάλι σχετικά ο απόστολος Παύλος:
«Οι τοιούτοι είναι ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εις αποστόλους Χριστού. Και ουδέν θαυμαστόν· διότι αυτός ο Σατανάς μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός. Δεν είναι λοιπόν μέγα αν και οι διάκονοι αυτού μετασχηματίζωνται εις διακόνους δικαιοσύνης, των οποίων το τέλος θέλει είσθαι κατά τα έργα αυτών» (Β’ Κορινθίους, 11:13-15).
Επρόκειτο περί ψευδαποστόλων, ανθρώπων αυτόκλητων και αιρετικών, που συστήνονταν δήθεν ως απόστολοι Χριστού, και έκαναν ζημιά στις τοπικές Εκκλησίες του Χριστού, διδάσκοντας άλλα πράγματα από εκείνα που δίδασκε η Εκκλησία. Αυτούς, τους ονομάζει επίσης και «διακόνους του Σατανά», σύμφωνα με το χωρίο.
Ο Χριστός και η Εκκλησία είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι.
Από πού μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο Χριστός των αιρέσεων, είναι ο «άλλος Χριστός»; Υπάρχουν πάρα πολλά κριτήρια. Πέρα από τις δογματισμένες θέσεις της Εκκλησίας περί του προσώπου του Χριστού, οι οποίες στηρίζονται στην αποκάλυψη που δόθηκε από τον ίδιο τον Χριστό στους αποστόλους και δια των αποστόλων στην Εκκλησία Του, υπάρχει και το κριτήριο που είναι η ίδια η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού.
Γράφει ο απόστολος Παύλος:
«[..] αυτός είναι η κεφαλή του σώματος, της εκκλησίας [..]» (Κολασσαείς, 1:18).
«[..] και πάντα υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού, και έδωκεν αυτόν κεφαλήν υπεράνω πάντων εις την εκκλησίαν, ήτις είναι το σώμα αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρούντος [..]» (Εφεσίους, 1:22-23).
«[..] ο Χριστός κεφαλή της εκκλησίας, και αυτός είναι σωτήρ του σώματος» (Εφεσίους, 5:23).
Αλλά και ο ευαγγελιστής Ματθαίος, γράφει τα σαφέστατα λόγια του Χριστού, όταν περιγράφει τα εξής:
«Λέγει προς αυτούς· Αλλά σεις τίνα με λέγετε ότι είμαι; Και αποκριθείς ο Σίμων Πέτρος είπε· Συ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτόν· Μακάριος είσαι, Σίμων, υιέ του Ιωνά, διότι σαρξ και αίμα δεν σοι απεκάλυψε τούτο, αλλ’ ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Και εγώ δε σοι λέγω ότι συ είσαι Πέτρος, και επί ταύτης της πέτρας θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου, και πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ’ αυτής. Και θέλω σοι δώσει τα κλειδία της βασιλείας των ουρανών, και ό,τι εάν δέσης επί της γης, θέλει είσθαι δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ό,τι εάν λύσης επί της γης, θέλει είσθαι λελυμένον εν τοις ουρανοίς» (Κατά Ματθαίον, 16:15-19).
Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει: «Και το πιο θαυμαστό είναι ότι όχι μόνο η θύελλα δεν διέλυσε το πλοίο αλλά ότι το πλοίο διέλυσε την θύελλα. Γιατί οι αδιάκοποι διωγμοί, όχι μόνο δεν καταπόντισαν την Εκκλησία αλλά και διαλύθηκαν από την Εκκλησία. Πως και με ποιο τρόπο και από πού; Από απόφαση εκείνη που λέγει, ‘’οι πύλες του Άδη δεν θα την κατανικήσουν’’. Πόσα έκαμαν οι ειδωλολάτρες για να εξαλείψουν το λόγο αυτό, για να ακυρώσουν την απόφαση και δεν μπόρεσαν να την καταργήσουν; Γιατί η απόφαση ήταν του Θεού [..] Μην δεις βέβαια πώς ήταν ένας λόγος, αλλά πως ήταν λόγος του Θεού. Γιατί και τον ουρανό ο Θεός τον στερέωσε με λόγο, και την γη με λόγο την θεμελίωσε πάνω στα νερά, κάνοντας την πυκνή αυτή και βαριά φύση και την θάλασσα την αβάστακτη στην ορμή της, εκείνη που έχει τόσα κύματα, με ένα λόγο την τείχισε από παντού με αδύνατο τείχος, την άμμο. Εκείνος λοιπόν που με ένα λόγο στερέωσε τον ουρανό, θεμελίωσε τη γη, περιέφραξε την θάλασσα, γιατί απορείς αν την Εκκλησία που είναι πιο πολύτιμη από τον ουρανό και την γη και την θάλασσα, την τείχισε πάλι με τον λόγο αυτόν; » (Άγιος Ι. Χρυσόστομος, «Πνευματικά Μαργαριτάρια», τόμος δεύτερος, σελ 116-118).
Γίνεται φανερό από τα παραπάνω εδάφια, ότι η Εκκλησία, αφ ενός είναι μία και ιστορική, αφ ετέρου είναι το Σώμα του Χριστού.
Εφόσον είναι ιστορική, τότε οπωσδήποτε ανιχνεύεται μέσα στην ιστορία. Και γίνεται φανερή, δια της αδιάκοπης Αποστολικής Διαδοχής.
Τέτοια διαδοχή, έχει μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Μάλιστα, στα τελευταία χωρία από τον ευαγγελιστή Ματθαίο, είναι ξεκάθαρο ότι η Εκκλησία οικοδομείται «επί ταύτης της πέτρας», δηλαδή στην ομολογία του αποστόλου Πέτρουότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος. Αυτή η ομολογία, είναι η αποκάλυψη που δίνει ο Πατέρας δια του Αγίου Πνεύματος, κατά το χωρίο του αποστόλου Παύλου, στην Ά Κορινθίους, 12:3.
Η αποστολική εξουσία του «δεσμείν και λύειν», δεν δίδεται μόνο στον απόστολο Πέτρο, αλλά δίδεται η ίδια εξουσία και στους υπόλοιπους (Ματθαίος 18:15-20). Και είναι επακόλουθο, καθώς στην πνευματική οικοδομή της Εκκλησίας, οι απόστολοι είναι το θεμέλιο, και ο Ιησούς Χριστός ο ακρογωνιαίος λίθος (Εφεσίους, 2:19-22). Με την ευκαιρία, αναφέρω ότι η προς «Εφεσίους» επιστολή του αποστόλου Παύλου, περιέχει φοβερή εκκλησιολογία. Μελετώντας την κανείς, μπορεί να βρει ακόμα παραπάνω πράγματα σχετικά με το θέμα μας.
«Εκκλησιολογία», η αχίλλειος πτέρνα των αιρετικών συνάξεων.
Τι συμβαίνει όμως με τον κάθε ένα που δεν ανήκει στην Μία Εκκλησία του Χριστού, όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, αλλά ισχυρίζεται ότι είναι στην αλήθεια, επειδή ομολογεί τον Χριστό; Όλοι αυτοί ανήκουν σε θρησκευτικές ομάδες που είναι χιλιάδες καιδιαφορετικές, όχι μόνο μεταξύ αυτών και της Ορθοδοξίας, αλλά και μεταξύ τους. Διότι, δεν είναι θέμα μόνο «ταμπέλας», αλλά διδασκαλίας. Άλλωστε, πίσω από κάθε ταμπέλα, υπάρχουν διαφορετικές διδασκαλίες. Εφόσον όμως η Εκκλησία είναι μία, με συγκεκριμένο πρεσβυτέριοπου άφησε ο Χριστός, και οι οποίοι άφησαν τους διαδόχους τους, δια της πράξης της χειροτονίας («Πράξεις Αποστόλων» 14, 23), ενώ οι διάφοροι προέρχονται από διαφορετικές θρησκευτικές ομάδες, εκτός ιστορικής Εκκλησίας (για την οποία είναι και όλες οι παραπάνω αναφορές από την Καινή Διαθήκη), πως είναι δυνατόν να έχουν πράγματι αποκάλυψη και να «κινούνται» δια Πνεύματος Αγίου;
Το Άγιο Πνεύμα, δίδει ενότητα πίστεως στην Εκκλησία και την καθιστά «στύλο και βάση της αληθείας» (Α’ Τιμοθέου: 3, 15).
«[..] σπουδάζοντες να διατηρήτε την ενότητα του Πνεύματος διά του συνδέσμου της ειρήνης. Εν σώμα και εν Πνεύμα, καθώς και προσεκλήθητε με μίαν ελπίδα της προσκλήσεώς σας· εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα· εις Θεός και Πατήρ πάντων, ο ων επί πάντων και διά πάντων και εν πάσιν υμίν» (Εφεσίους, 4: 3-6).
Όπως παρατηρούμε, όλα είναι ένα. Και σε όλα τα παραπάνω, εκδηλώνεται η ενότητα του Αγίου Πνεύματος, που οφείλουμε να διατηρούμε. Η σπουδή μας, η φροντίδα μας, και το μέλημά μας, είναι να διατηρούμε την ενότητα που δίδει το Άγιο Πνεύμα.
Αλλά, είναι ποτέ δυνατόν, το Άγιο Πνεύμα να οδηγεί σε χιλιάδες διαφορετικές «αποκαλύψεις», που οδηγούν τους ανθρώπους σε άλλες συνάξεις, έξω από το Σώμα του Χριστού;
Αδύνατο και αντίθετο με βάση τα λόγια του Χριστού: «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θέλει σας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν· διότι δεν θέλει λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση θέλει λαλήσει, και θέλει σας αναγγείλει τα μέλλοντα» (Κατά Ιωάννην, 16:13).
«Και εγώ θέλω παρακαλέσει τον Πατέρα, και θέλει σας δώσει άλλον Παράκλητον, διά να μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας [..]» (Κατά Ιωάννην, 14:16).
Το Άγιο Πνεύμα «κατήλθε» την ημέρα της Πεντηκοστής, οδηγεί σε όλη την αλήθεια, και θα είναι μαζί με την Εκκλησία την ιστορική για πάντα.
Όπως δεν είναι δυνατό η Βαβυλώνα των αιρέσεων και των παραθρησκειών να είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, έτσι δεν είναι δυνατό, όλοι αυτοί να ομιλούν δια Πνεύματος Αγίου, διότι θα ήταν ένα, θα πίστευαν το ίδιο, και θα ήταν ενταγμένοι στο σώμα της Εκκλησίας.
Το χωρίο Ά Κορινθίους 12:3, με μια βαθύτερη ματιά.
Όποιος δεν λέει «ανάθεμα τον Ιησού», και ομολογεί με το στόμα τον Ιησού ως Κύριο, δηλαδή Κύριο και Θεό, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτό γίνεται δια «Πνεύματος Αγίου». Διότι, στο εδάφιο ο απ. Παύλος, δεν μιλάει για μία εγκεφαλική γνώση απλά, ούτε για μία -από καλής διάθεσης- καρδιά να δεχτεί τον Χριστό.
Οφείλουμε να ομολογήσουμε, ότι υπάρχουν άνθρωποι στις αιρέσεις που είναι καλοπροαίρετοι, και αγαπάνε τον Θεό. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό, διότι αυτό από μόνο του δεν τους εντάσσει στο Σώμα του Χριστού. Στο Σώμα του Χριστού, εντάσσεται κανείς μόνο όπως διδάσκει το Ευαγγέλιο. Δια του αγίου βαπτίσματος υπό των «οικονόμων» των Μυστηρίων του Χριστού, οι οποίοι έχουν την εξουσία να το κάνουν (και όχι αυθαίρετα), και δια του αγίου Χρίσματος. Έπειτα, αφού πια εντάχθηκε κανείς, συνεχίζει να ζει πνευματικά τρεφόμενος με το αληθινό Σώμα και το Αίμα του Κυρίου (το οποίο στερούν στις αιρέσεις), και ακολουθώντας την υγιαίνουσα διδασκαλία και μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.
Όσοι επιστρέφουν από αιρέσεις στην Ορθοδοξία, ομολογούν από κοινού, ότι εκεί που ήταν, μπορεί να αγαπούσαν τον Χριστό, να αγωνιζόντουσαν για τον Χριστό με κάθε ειλικρίνεια, να είχαν βάλει τον Χριστό ως θεμέλιο στην ζωή τους, αλλά όταν διαπίστωσαν την πλάνη της αιρετικής σύναξης όπου βρίσκονταν, και μετά από κόπο και πόνο ήρθαν στην Ορθοδοξία, όταν επέστρεψαν συνειδητοποίησαν ότι περπατούσαν «εν φαντασία».
Δεν στηρίζονταν πραγματικά στον αποκαλυφθέντα Χριστό, αλλά στον Χριστό, όπως οι τυφλοί οδηγοί τους, τους τον πλάσαραν. Όχι μόνο από δογματικής πλευράς, αν ήταν μόνο Θεός ή μόνο άνθρωπος στην γη, ή θεάνθρωπος, αλλά και από πλευράς υποσχέσεων. Υποσχέσεις πολλές, δήθεν από τον Χριστό, ειδικά αν κάποιος έχει περάσει από ψευτοχαρισματικές ομάδες. Αυτές, συστήνουν έναν Χριστό, που θα στα «δώσει όλα», κυριολεκτικά, σε αυτήν εδώ την ζωή. Όταν ο άνθρωπος όμως, έρχεται στην αλήθεια, τότε καταλαβαίνει το μέγεθος της πλάνης. Διαβάζοντας την Φιλοκαλία, που στην ουσία είναι το Ευαγγέλιο στην πράξη, βλέπει έναν δρόμο τελείως διαφορετικό από αυτόν των αιρέσεων. Με την Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, όταν την ζει συνειδητά, έρχεται η Θεία Χάρη, και μπαίνει στην πνευματική διαδικασία να γνωρίζει τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του, και τότε διαπιστώνει ότι ο Κύριος δεν υπόσχεται κανένα «ευαγγέλιο ευημερίας», καμία αποκατάσταση ηθική ή υλική εδώ στη γη, αλλά τον Σταυρό τον δικό Του, την θεραπεία της ψυχής και γενικά της ύπαρξής του οντολογικά, την πρόγευση της Βασιλείας των ουρανών, και στο τέλος, την αιώνια ζωή.
Βέβαια, ο Κύριος βλέπει την καρδιά και όχι το φαινόμενο. Εμείς βλέπουμε έναν άνθρωπο πλανεμένο και αιρετικό, αλλά ο Θεός βλέπει έναν άνθρωπο στην πλάνη μεν, αλλά που τον αγαπά, και που διψά για Εκείνον. Αργά ή γρήγορα, ο Θεός θα του δώσει την ευκαιρία να τον γνωρίσει πραγματικά, μέσω του αγίου Σώματός του, της Εκκλησίας Του. Να μετέχει στην ίδια αποκαλυπτική αλήθεια, που δόθηκε στην Εκκλησία, και που μετείχαν όλοι οι Χριστιανοί ανά μέσω των αιώνων, από το 33 μ Χ μέχρι την συντέλεια, χωρίς κενά διαστήματα σε αυτήν την μακραίωνη ιστορική πορεία, καθώς ο Κύριος τόνισε: « ιδού, εγώ είμαι μεθ’ υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Κατά Ματθαίον, 28:20).
Το μεγάλο πρόβλημα των αιρετικών ομάδων, είναι ότι υπάρχουν ξεκομμένοι από το Σώμα του Χριστού. Δηλαδή, συστήνουν το κεφάλι, ενώ απορρίπτουν το υπόλοιπο σώμα. Πέρα από τους ισχυρισμούς τους, ότι οι συνάξεις τους είναι «εκκλησίες», εμείς βάση του Ευαγγελίου του Χριστού, ξέρουμε ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι ορατή, ιστορική, υπάρχει από το 33 μ Χ αδιάκοπα, και ότι οι λειτουργοί της έχουν αποστολική διαδοχή. Αυτό το τελευταίο, δεν είναι μόνο η σειρά των διαδοχικών χειροτονιών που ανάγονται στους αποστόλους και φανερώνουν την Εκκλησία ιστορικά, αλλά δηλώνει και την μετοχή στην ίδια Αποκαλυπτική αλήθεια. Σε αντίθεση με τους αιρετικούς, που είτε δεν δέχονται κάποια μέρη της αλήθειας αυτής, είτε τα δέχονται διαστρεβλωμένα, είτε δέχονται πράγματα εντελώς καινοφανή.
Ώστε το χωρίο που επικαλούνται, «Διά τούτο σας γνωστοποιώ ότι ουδείς λαλών διά Πνεύματος Θεού λέγει ανάθεμα τον Ιησούν, και ουδείς δύναται να είπη Κύριον Ιησούν, ειμή διά Πνεύματος Αγίου» (Ά Κορινθίους, 12:3), δεν είναι αρκετό για τον ισχυρισμό τους ότι βρίσκονται στην αλήθεια. Διότι, είτε εκείνοι νομίζουν ότι ομολογούν τον Χριστό (ενώ ομολογούν έναν «άλλο» Χριστό), είτε πράγματι τους βοηθά ο Θεός εν μέρει (ανάλογα με την διάθεση της καρδιάς τους), είτε το λένε επιπόλαια, σε κάθε μια περίπτωση, ο Χριστός (η κεφαλή) είναι ξεκομμένος από την Εκκλησία Του (το σώμα). Ενώ, ο απόστολος δεν αποσυνδέει τον Χριστό από την ιστορική και ορατή εκκλησία προς την οποία απευθύνεται!
Πως είναι δυνατό να Τον δέχεσαι πραγματικά, ετερόδοξε φίλε μου, ως Κύριο τον Ιησού, αλλά να πιστεύεις παράλληλα ότι δεν μπόρεσε να κρατήσει την Εκκλησία Του την ιστορική, σε αντίθεση με όσα υποσχέθηκε;
Πως τον δέχεσαι ως Κύριο, ενώ παράλληλα δέχεσαι την αποστασία της Εκκλησίας του, επειδή στο είπαν οι ψευδοδιδάσκαλοι, και σου έδειξαν ορισμένα χωρία, διαστρέφοντάς τα; Δηλαδή, η κυριότητα του Ιησού φτάνει σε σένα, και στην συνάθροισή σου, αλλά δεν έφτασε ούτε μέχρι την Εκκλησία, με αποτέλεσμα ξαφνικά να αποστατήσει τον 4ο αιώνα; Η Γραφή που κρατάς στα χέρια σου,και από την οποία λείπουν 10 ολόκληρα βιβλία, είναι απόφασησυνόδων της Ορθόδοξης Εκκλησίας του 4ου αιώνος, που όμως κατά τους βλάσφημους διδασκάλους σου, την εποχή εκείνη, ήδη είχε πέσει σε ”αποστασία”. Δεν νομίζεις ότι είναι αντιφατικό, μια αποστατημένη Εκκλησία, μία Πόρνη Εκκλησία (όπως λένε βλάσφημα οι αιρετικοί), να σου έδωσε την Αγία Γραφή;
Κατά πόσο, όμως, γνωρίζουμε τον Χριστό, ακόμα και εμείς που ανήκουμε στο άγιο Σώμα του; Ή, είναι άραγε τόσο εύκολο, να ομολογήσει ο πιστός τον Ιησού ως Κύριο; Είναι φανερό από το ίδιο το εδάφιο, ότι το Άγιο Πνεύμα είναι που φωτίζει και αποκαλύπτει τον Ιησού. Όμως αυτό, δεν είναι κάτι της στιγμής.
Ο απ Παύλος, γράφει: «[..] διά να γνωρίσω αυτόν και την δύναμιν της αναστάσεως αυτού και την κοινωνίαν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος με τον θάνατο αυτού [..]» (Φιλιππησίους, 3:10). Μήπως δεν του αποκαλύφθηκε στην οδό προς την Δαμασκό; Μήπως δεν έκανε σημεία στο όνομά του; Μήπως δεν ήξερε ο απόστολος ποιον κηρύττει; Όχι βέβαια. Ήξερε πολύ καλά. Αλλά, θέλει να δείξει ο απόστολος ότι η σχέση με τον Χριστό είναι σχέση βαθιά, που δεν εξαντλείται μόνο στην αποκάλυψη ότι είναι ο ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού, ο Δημιουργός των πάντων, αλλά η γνωριμία φτάνει ακόμα βαθύτερα, μέχρι την δύναμη της Αναστάσεώς του. Αναστήθηκε ο Χριστός, αφού πρώτα έπαθε, πέθανε, και ετάφη. Το ίδιο καλείται να περάσει ο απόστολος, αλλά και όλοι οι πιστοί. Στο πάθος, τον θάνατο, για να μπορούν να μετέχουν και στην Ανάσταση. Και ενώ ο θάνατος για μας είναι ως προς τον κόσμο, για μερικούς αξίους είναι και ως προς τον κόσμο, αλλά και το μαρτύριο. Δεν είναι θέμα γνώσης λοιπόν.
Ώστε, δεν είναι απλό να πει κανείς «έμαθα τον Χριστό».
Ο άγιος Μάξιμος, στα «Κεφάλαια περί αγάπης», στην Δ’ Εκατοντάδα, αναφέρει: «Εκείνος που μπόρεσε να αποκτήσει τέλεια αγάπη και ρύθμισε όλη την ζωή του σύμφωνα με αυτήν, αυτός μπορεί να ονομάζει Κύριο τον Ιησού, επικαλούμενος το Άγιο Πνεύμα. Είναι φανερό ότι το αντίθετο πράγμα συμβαίνει στην αντίθετη περίπτωση» (Τ. Φ 14, σελ. 325).
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αναφερόμενος στο γεγονός της Αναστάσεως, λέει ότι πολλοί άνθρωποι την πιστεύουν, αλλά λίγοι την βλέπουν στην ζωή τους. Και το σχετίζει με το εδάφιο του αποστόλου Παύλου.
«Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού, όμως πολύ λίγοι είναι εκείνοι που την βλέπουν καθαρά, και αυτοί βέβαια που δεν την είδαν ούτε να προσκυνήσουν μπορούν τον Ιησού Χριστό ως άγιο και Κύριο. Διότι λέγει· ‘’Κανένας δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού, παρά μόνο με το Πνεύμα το Άγιο»
(Τ. Φ 19Δ, σελ. 113).
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.