«Εν αρχή ην», και «εν αρχή εποίησε». Ποια η διαφορά. (Μ. Αθανάσιος).
Συγγραφέας: kantonopou στις 9 Δεκεμβρίου, 2013

Η αίρεση του Αρειανισμού, της οποίας κατάλοιπα υπάρχουν ως σήμερα, αμφισβητούσε την θεότητα του Λόγου. Έλεγαν ότι ο Λόγος είναι κατά χάρη θεός και όχι κατά την ουσία. Ότι δεν είναι «ομοούσιος τω Πατρί». Συνέχεαν το «γέννημα» και με το «ποίημα». Είναι ξεκάθαρο από την Αγία Γραφή ότι τα πάντα τα έκτισε ο Θεός δια του Λόγου Του εν Αγίω Πνεύματι. Ο Λόγος είναι δημιουργός. Ο χρόνος και οι αιώνες είναι κτίσμα του Λόγου, επομένως ο Λόγος υπάρχει πριν τον χρόνο. Για αυτό και είναι προαιώνιος. Συνεπώς, ναι μεν είναι άρρητος, ανέκφραστος με ανθρώπινα κτιστά σχήματα και νοήματα ο τρόπος της προαιώνιας γέννησης του Λόγου από τον Πατέρα, αλλά είναι σαφέστατο ότι μεταξύ Πατρός και Υιού Λόγου, δεν υπάρχει καμία χρονική διαφορά. Είναι μεν δύο ξεχωριστές υποστάσεις, αλλά είναι της μίας και αυτής ουσίας, όπως και το Άγιο Πνεύμα που εκπορεύεται προαιωνίως από τον Πατέρα. Είναι το Μυστήριο του Θεού, όπως βιώνεται θεοπνεύστως από τους αγίους και εκφράζεται ανθρωπίνως με κτιστά νοήματα. Ο Μ. Αθανάσιος, στους φοβερούς λόγους του«Κατά των Αρειανών», τους οποίους γράφει καταδιωκόμενος από τους Αρειανόφρονες, που εκείνο τον καιρό κατέκλυζαν την Εκκλησία του Θεού, αποδεικνύει ότι η διδασκαλία τους αντιτίθεται στην Θεία Αποκάλυψη, όπως αυτή εκφράζεται μέσα στην Αγία Γραφή. Στο παρακάτω απόσπασμα, αναφέρεται ο άγιος στην διαφορά των λέξεων «ΗΝ- ΕΓΕΝΝΗΣΕΝ» και «ΕΠΟΙΗΣΕΝ». Οι πρώτες χρησιμοποιούνται στην Γραφή για τον Υιό, ενώ η δεύτερη για τα κτίσματα. Επίσης, πρέπει να επισημάνουμε την διαφορά της λέξης «γέννημα» με δύο «ν», που θα πει «αυτό που γεννήθηκε», και της λέξης «γένημα», που θα πει «αυτό που έγινε, αυτό που δημιουργήθηκε»
Δια τούτο λοιπόν για την κτίση ο Μωυσής δεν είπε «εν αρχή εγέννησε», ούτε «εν αρχή ην», αλλά «εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και τη γην» (Γεν. 1:1)· ούτε ο Δαβίδ έψαλε·«αι χείρες Σου» με εγέννησαν, αλλά «εποίησάν με και έπλασάν με» (Ψαλμ. 118,73)· λέει δηλαδή παντού για τα κτίσματα το «εποίησε», ενώ για τον Υιό το αντίθετο. Για τον Υιό δηλαδή δεν είπε «εποίησα», αλλά «εγέννησα» (Ψαλμ. 2:7. Ψαλμ. 109:3) και «γεννάν με»(Παροιμ. 8:25), και «εξηρεύξατο η καρδίαν μου λόγον αγαθόν» (Ψαλμ. 44:2). Και επί μεν της κτίσεως λέει· «εν αρχή εποίησεν», επί τον Υιό όμως «εν αρχή ην ο Λόγος» (Ιωάν.1:1). Τούτο όμως διαφέρει, διότι τα κτίσματα τα δημιούργησε και τα έθεσε υπό κάποια αρχή, και αυτά έχουν αρχή υπάρξεως καθοριζόμενη από χρονικό διάστημα, για αυτό και εκείνο που λέγεται για αυτά, «εν αρχή εποίησεν» είναι το ίδιο, σαν να έλεγε για αυτά το «απ’ αρχής εποίησεν», όπως ο Κύριος, επειδή γνώριζε αυτό που δημιούργησε, δίδαξε όταν καυτηρίαζε τους Φαρισαίους και έλεγε· «Απ’ αρχής δε ο κτίσας αυτούς, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Ματθ. 19:4). Διότι μετά από κάποια αρχή, πριν από την οποία δεν υπήρχαν, έγιναν και κτίστηκαν τα γενητά. Τούτο τονίζει και το Άγιο Πνεύμα στους Ψαλμούς όταν λέει· «Και συ κατ’ αρχάς, Κύριε, την εθεμελίωσας» (Ψαλμ. 101:26), και πάλι «Μνήσθητι της συναγωγής σου, ης εκτήσω απ’ αρχής» (Ψαλμ. 73:2). Είναι φανερό, ότι αυτό που γίνεται κατ’ αρχάς έχει αρχή της δημιουργίας, και ότι την συναγωγή απέκτησε ο Θεός σε ορισμένο χρόνο. Ότι το «εν αρχή εποίησεν» εννοεί ότι άρχισε να δημιουργεί με το να λέει ότι «εποίησε», ο ίδιος ο Μωυσής το φανερώνει διότι μετά από την τελεσιουργία των πάντων λέει· «Και ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την εβδόμην, και ηγίασεν αυτήν, ότι εν αυτή κατέπευσεν από πάντων των έργων αυτού, ων ήρξατο ο Θεός ποιήσαι».
Λοιπόν τα μεν κτίσματα άρχισαν να δημιουργούνται, όμως ο Λόγος του Θεού, αφού δεν έχει αρχή υπάρξεως, είναι εύλογο ότι δεν άρχισε και να υπάρχει ούτε άρχισε να γίνεται, αλλά υπήρχε πάντοτε. Και τα μεν έργα έχουν αρχή στο να γίνονται και η αρχή προηγείται των δημιουργημάτων, ο Λόγος όμως επειδή δεν ανήκει σε εκείνα που γίνονται, γίνεται μάλλον Δημιουργός αυτών που έχουν αρχή. Και η μεν ύπαρξη των γενητών μετράται με την δημιουργία τους, και μετά από κάποια αρχή αρχίζει να δημιουργεί ο Θεός δια του Λόγου, ώστε να είναι γνωστό ότι δεν υπήρχαν αυτά πριν δημιουργηθούν, ο Λόγος όμως έχει την αρχή της υπάρξεώς του όχι κάπου αλλού, αλλά στον Πατέρα, ο οποίος και κατά την γνώμη εκείνων είναι άναρχος, για να υπάρχει και αυτός ανάρχως εν τω Πατρί, αφού είναι γέννημα και όχι κτίσμα αυτού.
Έτσι διαφοροποιεί η Γραφή το γέννημα και τα ποιήματα και αποδεικνύει ότι το μεν γέννημα είναι Υιός, και δεν άρχισε από κάποια αρχή, αλλά υπήρχε αιδίως, το ποίημα όμως, επειδή είναι έργο του Δημιουργού προερχόμενο από έξωθεν του, τονίζει ότι άρχισε να δημιουργείται. Έτσι λοιπόν και ο Ιωάννης, όταν θεολογεί περί του Υιού, επειδή γνωρίζει την διαφορά των λέξεων, δεν λέει «εν αρχή γέγονε» ή «πεποίηται», αλλά «εν αρχήην ο Λόγος», με τρόπο ώστε το γέννημα να συνυπονοείται με το «ην», και να μην σκεφτεί κανείς ότι υπήρχε χρονική διαφορά, αλλά να πιστεύει ότι πάντοτε υπήρχε ο Υιός και αιδίως.
(Έργα Μ. Αθανασίου ΕΠΕ 2, σελ. 373- 377, Β’ Λόγος Κατά Αρειανών).
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.