Γέρων Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης – 3
Συγγραφέας: kantonopou στις 19 Απριλίου, 2013
Πατρικές συμβουλές και νουθεσίες του μακαρίου Γέροντος Ιερωνύμου
Περί του νοερού πολέμου
… Ο εχθρός, αδελφή μου, είναι απ’ αρχής ανθρωποκτόνος και έργον του έχει παντοτεινόν με κάθε τρόπον και μέσον να εμποδίζη και να βλάπτη την σωτηρίαν μας και δεν είναι παράδοξον, ότι μας πολεμεί, αφού αυτόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν ετόλμησεν ο παμμίαρος να πολεμήση. Αλλά και ο Κύριος ημών με το ιδικόν του παράδειγμα μας εδίδαξε πώς να πολεμώμεν και ημείς τον πειράζοντα. Εκείνος μας πολεμεί με τα πάθη και ημείς με την προσοχήν εις τάς κακούργους μηχανάς του και με τάς αρετάς· εκείνος μας πολεμεί με την γαστριμαργίαν, την σάρκα και τάς ηδονάς, ημείς να τον πολεμώμεν με την νηστείαν, την αγρυπνίαν και την προσευχήν· εκείνος με την φιλοκοσμίαν, ημείς με την άρνησιν του κόσμου και την ησυχαστικήν ζωήν. Εκείνος με την αφιλαργυρίαν; ημείς με την απροσπάθειαν και την ακτημοσύνην. Εκείνος με την αμέλειαν; ημείς με την σπουδήν. Εκείνος με τον θυμόν; ημείς με την μακροθυμίαν και την πραότητα. Εκείνος με την βλασφημίαν; ημείς με την δοξολογίαν και την προσευχήν. Εκείνος με την υπερηφάνειαν, το πρώτον του και μεγαλύτερον όπλον; ημείς με την ταπείνωσιν, τον φοβερώτερον εχθρόν του. Λοιπόν εάν σου φέρη λογισμούς ατόπους και εναντίους και αμέλειαν εις την πνευματικήν σου εργασίαν, ή και ό,τι άλλο εναντίον της σωτηρίας της ψυχής σου και της αγάπης του Χριστού και του θείου πόθου, με ό,τι συμβαίνει να βλέπης ή να ακούης, επειδή ζής εις τον κόσμον, αντιπολέμει τον και σύ εις τους κακούς λογισμούς, με την σωτήριον προσευχήν εσωτερικώς με το «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι.
Περί Μοναχικής Πολιτείας
… Στάδιον και αγώνες και οδός και ζυγός και φορτίον είναι και η πνευματική αύτη ζωή. Όσον δε ανώτερον είναι το πνεύμα της σαρκός, η ψυχή του σώματος, τα νοερά των αισθητών και τα άϋλα της ύλης, τόσον ανώτερος είναι και ο πνευματικός αγών και περισσότερον χρειάζεται την επιμέλειαν και προθυμίαν και προσοχήν, ίνα και τον μισθόν λάβωμεν επάξιον των κόπων και των αγώνων. Αλλά αι λέξεις ας μή πτοούν τον λογισμόν. Διότι μεγάλοι αγώνες, μεγάλα βραβεία, καθώς λέγει και ο σοφός Θεοτόκης με αξιόπιστον μάρτυρα τον Θεόν αυτόν, όστις διά τους αγωνισαμένους καλώς τον καλόν αγώνα από τούδε προλέγει την εξαίρετον θέσιν μεταξύ των μακαρίων. Και δώσω, λέγει, αυτοίς εν τω οίκω μου και εν τω τείχει μου τόπον ονομαστόν κρείττω υιών και θυγατέρων (Ησ. κ΄ 56). Ει δε και ο αγών είναι σκληρός και ο ανταγωνιστής δεινός και κακομήχανος, μηδέ τούτο ας μή μας θορυβή. Διότι, επειδή ημείς ακούσαντες την πρόσκλησιν του Θεού και ακολουθήσαντες αυτόν, ήσθάνθημεν αυτόν κρούοντα την θύραν της ψυχής μας εις την οποίαν ηυδόκησε να εισέλθη και να κατοικήση εις αυτήν, ανοίξαντες και υποδεχθέντες αυτόν καλώς, γινόμεθα άξιον κατοικητήριον αυτού και βοηθόν έχομεν την χάριν εναντίον των δαιμόνων. Δεν αρκεί τούτο εκ μέρους της αγαθότητος του Θεού. Αλλ’ εις εκείνον όστις νικήση θα τον ανταμείψω με τοιαύτην ανταπόδοσιν να καθίση μετ’ εμού εν τω θρόνω μου καθώς και εγώ ενίκησα και εκάθησα μετά του πατρός μου εις τον θρόνον αυτού.
(Εν Αγίω Όρει τη 9 Ιουνίου 1913)
Περί καθαράς εξομολογήσεως
Αγαπητόν και επιπόθητόν μοι εν Κυρίω τέκνον,
Ο Χριστός και η Παναγία να μας είναι σκέπη και βοηθός εναντίον των παγίδων του εχθρού και να μας φωτίζη και στηρίζη εις το άγιόν Του θέλημα. Αμήν.
Έλαβον, παιδί μου, την απάντησίν σου εγκαίρως και ευχαριστώ που μου έγραψες καθαρώτερα και τούτο είναι το φρόνιμον και προτιμότερον. Τα περιττά να φεύγωμεν, και να φανερώνωνται τα πραγματικά. Διότι αν μέν είπωμεν πολλά απ’ ό,τι είναι πράγματα, καταδικάζομεν τον εαυτόν μας καθώς κάμνουν οι καλώς μετανοούντες. Αλλά προκειμένου να εξολογούμεθα εις τον πνευματικόν μας πατέρα, που θα μας δώση τα απαιτούμενα φάρμακα, διότι κάθε ασθένεια θέλει το φάρμακόν της. Εάν πάλιν δεν φανερώσωμεν, από το εν μέρος δεν γίνεται η θεραπεία, από το άλλο πρέπει να γνωρίζωμεν ότι μας γνωρίζει ο καρδιογνώστης Θεός, και αν θελήσωμεν να κρυφθώμεν, μας φανερώνει καθώς την Σαμαρείτιδα, η οποία όταν είπεν ότι δεν έχει άνδρα, της είπεν ο Κύριος ότι επέρασε τους πέντε και ο έκτος που είχε τότε δεν ήτο ιδικός της. Και η ιδία έπειτα ωμολογούσεν ότι της είπεν ό,τι έκαμε –πάντα όσα εποίησα. Βλέπετε, ότι εις τον Θεόν δεν είναι τίποτε άγνωστον. Φανερώσου εις τον πνευματικόν σου, παιδί μου, που σου έδωκε πατέρα ο Θεός, να θεραπευθής και να απαλλαγής από το βάρος που ή ολίγον είναι ή πολύ βαρύ ή ελαφρόν, αφού είναι βάρος και φορτίον περιττόν και μας καταστρέφει την υγείαν της ψυχής και να βαδίσωμεν δεν ημπορούμεν τον δρόμον του Θεού, πρέπει να το ρίψωμεν από επάνω μας και να βαδίζωμεν ελαφρά, σταθερά και άφοβα. Καλώς είπας ότι δεν είναι η πρώτη επιστολή το πραγματικόν, αλλά γνωρίζομεν και τάς πανουργίας του πονηρού, ο οποίος και τα καλά ακόμη μεταχειρίζεται με τρόπον να μας κολάση. Λοιπόν προσοχή.
(Εν Αγίω Όρει τη 8/21 Δεκεμβρίου 1927)
Περί αγάπης προς τον πλησίον
… Αδελφή μου εν Κυρίω Πηνελόπη, το λογικόν και η συνείδησις με την οποίαν επροίκισεν ο Θεός τον άνθρωπον, υπαγορεύει φυσικήν υποχρέωσιν εις αυτόν και τον πείθει να σχηματίζη φιλίαν και σχέσεις αγαθάς προς τους ομοίους του ανθρώπους και να τρέφη αισθήματα ευγενή ανταποκρινόμενος εις την αγαθήν προαίρεσιν, την οποίαν βλέπει εις τον πλησίον του και προσπαθών να αναδειχθή αν όχι ανώτερος, αν δύναται, τουλάχιστον ίσος προς τους αγαπώντας αυτόν ικανοποιών ούτω την φυσικήν υποχρέωσιν ην έχει προς τον όμοιόν του άνθρωπον, καθώς λέγει και το γνωμικόν. Όμοιος το όμοιον αγαπά. Ημείς δε οι οποίοι, χάριτι Χριστού, ηξιώθημεν να έχωμεν ιδιαίτερον χάρισμα και δώρον από τον Κύριον και Πλάστην μας να είμεθα χριστιανοί και γνήσια τέκνα μιάς και της αυτής μητρός της αγίας ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, γεννηθέντες ως εις μίαν κοιλίαν με το Άγιον Βάπτισμα εις την κολυμβήθραν, έχομεν ιδιαιτέραν υποχρέωσιν κατά την εντολήν του Κυρίου ν’ αγαπώμεν αλλήλους, και μας εσύστησεν ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα, ότι είμεθα χριστιανοί, την αγάπην προς αλλήλους.
Και δεν μας εσύστησεν απλώς την κοινήν κατά τους ανθρωπίνους λογισμούς αγάπην, την οποίαν πάς τις αισθάνεται προς τους αγαπώντας αυτόν, αλλ’ επρόσθεσε το ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν γνώρισμα ημών των χριστιανών, την υποχρεωτικήν αγάπην και προς αυτούς ακόμη τους εχθρούς μας και να αγαθοποιούμεν τους μισούντας ημάς και να ευχώμεθα διά τους βλάπτοντας ημάς. Τόσον δε απαιτεί την αγάπην αυτήν ο Θεός από ημάς, ώστε χωρίς αυτής δεν ευρίσκομεν σωτηρίαν, καθώς είπεν ο Χριστός προς τον νομικόν, όταν τον ρώτησε τί να κάμη διά να κληρονομήση την αιώνιον ζωήν. Και του εσύστησε την προς τον Θεόν αγάπην, η οποία είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή και την προς τον πλησίον, η οποία είναι μέν δευτέρα την τάξιν, αλλά ομοία με την πρώτην. Καθώς μαρτυρεί και ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής εις την α΄ επιστολήν του (Κεφ δ΄ Στιχ. 20-21). Και ότι όλη η διδασκαλία των Αγίων Γραφών αυτήν την αγάπην διδάσκουν, ίνα ευαρεστήση ο άνθρωπος τον Θεόν και κληρονομήση την αιώνιον ζωήν. Εν ταύταις ταίς δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται.
(Άγιον Όρος, 5 Οκτωβρίου 1915)
Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος Χατζηνικολάου
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.