Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και οι Καππαδόκαι
Συγγραφέας: kantonopou στις 12 Οκτωβρίου, 2012
Η παρουσία μιας εκλεκτής τριάδος ιεραρχών, η οποία περιλαμβάνει, τον Μέγαν Βασίλειον, τον Γρηγόριον Θεολόγον και τον Ιωάννην Χρυσόστομον, έχει επιβληθή κατά τρόπον εντυπωσιακόν εις την συνείδησιν της Ορθοδοξίας.
Δεν είναι τόσον δύσκολον να εξηγηθή, διατί μεταξύ των πολλών αξιολόγων προσωπικοτήτων, τας οποίας ανέδειξεν η Χριστιανική Εκκλησία κατά τους χρόνους των Πατέρων, εξεχωρίσθησαν τρεις δια ν’ αποτελέσουν αυτήν την διακεκριμένην ομάδα. Η εξύψωσις τριών μεγάλων ιεραρχών δύναται να θεωρηθή ως ενέργεια αποβλέπουσα εις την προβολήν ενώπιον των Χριστιανών μιας εξαιρέτου επιγείου εκπροσωπήσεως της τριαδικής θεότητος. Οι δε λόγοι δια τους οποίους μεταξύ πολλών εξεχωρίσθησαν αυτοί οι τρεις είναι προφανώς ποικίλοι. Ήτο φανερόν ότι θα εξηρούντο όλοι οι μεγάλοι άνδρες της περιόδου των διωγμών, διότι δεν ήτο δυνατόν να ανταποκριθούν καθ’ όλήν την γραμμήν προς τα ορθόδοξα κριτήρια τα οποία επεκράτησαν μετ’ αυτήν. Ήτο επίσης φανερόν ότι θα εξηρούντο όλοι οι μεγάλοι άνδρες οι οποίοι ανεφάνησαν από τον ε’ αιώνα και εξής. Η πατερική τριας έπρεπε να συγκροτηθή από άνδρας ανήκοντας εις την εποχήν κατά την οποίαν το τριαδολογικόν πρόβλημα ευρίσκετο εις ιδιαιτέραν έξαρσιν και ασχοληθέντας ζωηρώς με το πρόβλημα τούτο.
Φαίνεται ότι ελήφθησαν υπ’ όψιν δύο ακόμη προσόντα• το να ανήκουν εις εκείνο το τμήμα της Εκκλησίας, το οποίον τον ια’ αιώνα, όταν εθεσπίσθη η κοινή εορτή των, απετέλει τον κύριον κορμόν του οικουμενικού πατριαρχείου, και να έχουν ακολουθήσει την ανθρωπιστικήν παιδείαν, η οποία εθεωρείτο απαραίτητον συμπλήρωμα της χριστιανικής παιδείας κατά την ιδίαν εποχήν.
Εκείνο το οποίον παρουσιάζεται μάλλον παράδοξον είναι ότι την θέσιν του τρίτου δεν καταλαμβάνει ο Γρηγόριος Νύσσης, ο μεγαλοφυής αδελφός του Βασιλείου, ο οποίος εθεμελίωσε την βαθυστόχαστον περί του πνευματικού θεωρίαν της Ορθοδοξίας. Τίποτε δεν θα ήτο φυσικώτερον από το να εορτάζεται εις μίαν ημέραν η μνήμη της διασήμου αυτής εις την ιστορίαν της χριστιανικής σκέψεως θεολογικής τριάδος. Προφανώς ωρισμέναι δολιχοδρομίαι του Γρηγορίου Νύσσης, εμπνευσμέναι, από ωριγενιστικάς και πλατωνικάς αντιλήψεις, προεκάλουν την αντίθεσιν πολλών δογματικώς ακριβολογούντων θεολόγων.
Εξ άλλου ο Ιωάννης Χρυσόστομος φαίνεται εκ πρώτης όψεως αταίριαστος εις αυτήν την ομάδα, διότι, πλην του ότι η ακμή του συμπίπτει εις χρόνον μεταγενέστερον του θανάτου των άλλων δύο, ανήκει και εις άλλην σχολήν σκέψεως. Εις την σύντομον αυτήν μελέτην θα παρουσιάσω ωρισμένα στοιχεία, τα οποία δεικνύουν ότι η εντύπωσις αυτή δεν ανταποκρίνεται πλήρως εις τα πράγματα.
Ποία ήτο η θέσις του Ιωάννου έναντι των Καππαδοκών; Περί του ότι τους εγνώριζεν δεν είναι δυνατόν να έχωμεν οποιανδήποτε αμφιβολίαν. Οι Καππαδόκαι ήσαν παρόντες εις την ζωήν και την σκέψιν του• παρόντες δια μέσου των φίλων των και των βιβλίων των.
Υπάρχει μάλιστα εν πρόσωπον, το οποίον αποτελεί τον ζωντανόν σύνδεσμον μεταξύ αυτού και του Μεγάλου Βασιλείου, ο αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας Μελέτιος. Αυτός καθωδήγησε τον Ιωάννην εις τα πρώτα του θεολογικά βήματα και τον εχειροτόνησε διάκονον. Ο Μελέτιος αντεμετώπιζε δυσχερείς καταστάσεις, αι οποίαι προήρχοντο αρχικώς μεν από τον εναντίον του διωγμόν εκ μέρους της φιλαρειανικής πολιτικής εξουσίας, η οποία τον εκράτησεν επί μακρόν χρόνον εξόριστον, έπειτα δε και από τον ανταγωνισμόν εκ μέρους μικράς μερίδος ζηλωτών υπερορθοδόξων, συσπειρωμένων περί τον αντεπίσκοπον Παυλίνον. Ο δε άνθρωπος, ο οποίος έθεσεν ως ένα των μεγάλων στόχων της εκκλησιαστικής πολιτικής του την επίτευξιν της αναγνωρίσεως του Μελετίου από ολόκληρον την Εκκλησίαν, ακόμη και από την φιλικώς διακειμένην ηγεσίάν της Αλεξανδρείας και της Ρώμης, ήτο ο Μέγας Βασίλειος. Αξιόλογον μέρος της σωζομένης αλληλογραφίας αυτού δεικνύει πόσον πολύ απησχόλει την σκέψιν του η αναζήτησις τρόπου αποκαταστάσεως του Μελετίου εις την έδραν του. Του αφιέρωσεν όλην την φροντίδα, την οποίαν συναντώμεν εις πάσαν σελίδα αυτών των υπερεκχειλιζουσών από αγάπην και συμπάθειαν επιστολών. Από το άλλο μέρος ο Ιωάννης αφιέρωσεν εις τον ίδιον όλον του τον σεβασμόν, ο οποίος μαρτυρείται πλην άλλων και από τον εγκωμιαστικόν προς αυτόν λόγον του. Δεν είναι φυσικά δυνατόν να ηγνόει όλας αυτάς τας ενεργείας του Βασιλείου ο αφωσιωμένος μαθητής εκείνου Ιωάννης. Η αφοσίωσις αυτού και η αγάπη του πρώτου συνηντώντο εις το πρόσωπον του αρχιεπισκόπου Αντιοχείας.
Εξ άλλου με τον Μελέτιον είχον σύνδεσμον και οι δύο Γρηγόριοι. Ο πρώτος, ο Θεολόγος, τον διεδέχθη εις την προεδρείαν της Β’ οικουμενικής συνόδου, αποθανόντα (381), ο δε δεύτερος, ο Νύσσης, εξεφώνησε τον επικήδειον προς τιμήν του λόγον.
Βραδύτερον, συνδετικόν πρόσωπον έπαιξεν η διακόνισσα Ολυμπιάς, προϊσταμένη των φιλανθρωπικών έργων του Χρυσοστόμου εις την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η ευγενής και ευσεβής γυνή ήτο θυγάτηρ της Θεοδοσίας, αδελφής του Αμφιλοχίου Ικονίου και εξαδέλφης του Γρηγορίου Θεολόγου. Όταν υπανδρεύθη τον νεαρόν έπαρχον Κωνσταντινουπόλεως Νεβρίδιον, το 385, ο Γρηγόριος, μη δυνάμενος να παραστή εις τους γάμους λόγω ασθενείας, απέστειλεν ωραίον ποίημα εις τους νεονύμφους(1). Χηρεύσασα ενωρίς, υπηρέτησε την Εκκλησίαν υπό τους αρχιεπισκόπους Νεκτάριον και Χρυσόστομον. Αλλά βεβαίως κατά την δευτέραν φάσιν του διακονικού σταδίου της οι μεγάλοι Καππαδόκαι δεν έζων πλέον.
Αξίζει δε να σημειωθή ότι ο Βασίλειος διετήρει αλληλογραφίαν τόσον με τον Νεκτάριον τούτον, καταγόμενον εκ Ταρσού και γείτονα επομένως του Αντιοχέως Ιωάννου, όσον και με τον Διόδωρον, επίσκοπον Ταρσού και διδάσκαλον του Ιωάννου.
Αι κοιναί γνωριμίαι με τρίτα πρόσωπα αποτελούν μίαν μόνον πλευράν των σχέσεων του Χρυσοστόμου με τους Καππαδόκας, η οποία μάλιστα παρουσιάζεται ως επιφανειακή. Εις την πραγματικότητα αύται πρέπει να έπαιξαν σοβαρόν ρόλον εις την πνευματικήν εξέλιξιν του ανδρός. Αι εκπληκτικαί ομοιότητες περιβάλλοντος και συνθηκών βίου κατά την νεανικήν ηλικίαν των τριών ανδρών ήσαν μέχρις ενός σημείου τυχαίαι: ευγενής και πλουσία οικογένεια, ενάρετοι γονείς, και κατ’ εξοχήν διακεκριμένη μήτηρ, κλασικαί σπουδαί υπό αξιολόγους καθηγητάς, των οποίων ο διασημότερος, ο Λιβάνιος, ήτο εις όλους κοινός, ενασχόλησις με την δικηγορίαν η την διδασκαλίαν της ρητορικής επί σύντομον διάστημα. Πράγματι, αν απεσιωπώντο τα ονόματα προσώπων και πόλεων, εις ωρισμένας περιπτώσεις δεν θα εγνώριζε κανείς περί ποίου εκ των τριών γίνεται λόγος.
Η ομοιότης προχωρεί εις όλας τας φάσεις της σταδιοδρομίας των: μετά την δικηγορίαν θεολογικαί σπουδαί, πρόσκαιρος ερημιτική άσκησις, ανάληψις ανωτάτων ευθυνών εις τον εκκλησιαστικόν οργανισμόν, οξεία κριτική κατά της αδικίας, σύγκρουσις με την κρατικήν εξουσίαν. Εις τας τελευταίας ταύτας φάσεις όμως η ομοιότης δεν είναι τυχαία.
Εβάδισαν και οι τρεις τον ίδιον ακριβώς δρόμον, οι δύο από συμφώνου και κατ’ αλληλεπίδρασιν, ο τρίτος έχων ενώπιόν του το παράδειγμα τούτων, το οποίον τον ενέπνεε και τον καθωδήγει.
Εις μίαν περίοδον του βίου των, όταν ήσαν 25 – 30 ετών, ηκολούθησαν και οι τρεις την ερημιτικήν μοναχικήν άσκησιν, καθ’ ον χρόνον αύτη είχε περισσοτέρους επικριτάς από υπερασπιστάς. Εμόχθησαν δια την οργάνωσιν και δικαίωσιν του βίου αυτού, οι μεν Καππαδόκαι με γραπτάς κανονιστικάς διατάξεις, ο δε Χρυσόστομος με διαφωτιστικάς πραγματείας. Η είσοδος εις το στάδιον αυτό απετέλεσε την χαρακτηριστικήν τομήν εις τον βίον των με την εγκατάλειψιν των κοσμικών ενασχολήσεων και συνεδυάσθη με την μελέτην της χριστιανικής αληθείας. Αλλά κανείς από αυτούς δεν το εθεώρησεν ως οριστικόν και μόνιμον. Εμιμήθησαν τον Κύριον, ο οποίος πριν αναλάβη ενεργώς και επισήμως την αποστολήν του απεσύρθη εις την έρημον, και τον απόστολον Παύλον. Δια τους μεγάλους ιεράρχας η έρημος ήτο σχολείον, εις το οποίον ελάμβανον την απαραίτητον δια την αποστολήν των θεολογικήν κατάρτισιν και ηθικήν συγκρότησιν.
Ενώ δε ήρχισαν το χριστιανικόν των στάδιον ως ερημίται, το έστεψαν με την κατάληψιν ηγετικών θέσεων εις την εκκλησιαστικήν κοινωνίαν. Ηγάπησαν μεν και υπερήσπισαν τον μοναχικόν βίον, αλλ’ εις την συνείδησίν των υπερίσχυσεν η αγάπη προς το εκκλησιαστικόν έργον. Ήσαν χαρακτήρες κατ’ εξοχήν κοινωνικοί, μη δυνάμενοι ν’ αποκλεισθούν εις την μόνωσιν της ερημίας. Ηδυνήθησαν άλλωστε ν’ ασκήσουν και εντός της κοινωνίας τας αρετάς, τας οποίας πας ερημίτης επιδιώκει• έζησαν εις την ερημίαν ως μέλη της κοινωνίας και εντός του κόσμου ως απόκοσμοι.
Δεν πρέπει να παραβλέψωμεν το γεγονός ότι υπήρξαν και οι τρεις εκ των επιφανεστάτων επιστολογράφων της ιστορίας. Δι’ αυτούς η επιστολογραφία δεν ήτο απλή λογοτεχνική άσκησις, επέκτασις των συνηθιζομένων τότε εις τας ρητορικάς σχολάς ασκήσεων, αλλά ζωντανόν μέσον επικοινωνίας με τον συνάνθρωπον και μεταδόσεως πνοής. Εκφράζουν με αυτήν την αγάπην προς τον άνθρωπον, μετέχουν εις τον πόνον του, διευθετούν υποθέσεις των ταπεινών και επιλύουν τα προβλήματα της Εκκλησίας. Εξ άλλου το να διατυπώνουν διδασκαλίαν επί των θεμελιωδών αρχών της Χριστιανικής πίστεως εις μίαν επιστολήν —όπως και εις μίαν ομιλίαν— είναι ενδεικτικόν της πεποιθήσεώς των περί του στενού συνδέσμου μεταξύ θεολογίας και διαγωγής. Το δόγμα δεν είναι αντικείμενον αποτελούμενον από μίαν σειράν ξηρών λέξεων, αλλ’ είναι ζωντανός λόγος απευθυνόμενος προς τον άνθρωπον, και οι εργάται του λόγου τούτου είναι υπηρέται του ανθρώπου.
Η σοβαρότης με την οποίαν οι δύο Καππαδόκαι ιεράρχαι ανταπεκρίνοντο εις τας υποχρεώσεις των αντικατοπτρίζεται εις την στάσιν των έναντι της αναλήψεως υψηλών ευθυνών. Άνδρες των ιδικών των ικανοτήτων δεν ήτο δυνατόν να μη κληθούν κάποτε, και μάλιστα πολύ ενωρίς, εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας. Είναι γνωστόν, πως αντέδρασε κατά την περίστασιν αυτήν ο Γρηγόριος Θεολόγος• με την φυγήν, δια την οποίαν ηναγκάσθη να συντάξη την θαυμασίαν πραγματείαν Περί φυγής. Εκείνο το οποίον δεν είναι πολύ γνωστόν, λόγω της σχετικής ασαφείας των περιστατικών, είναι ότι και ο Βασίλειος ησθάνετο κάποιον δισταγμόν ενώπιον του ενδεχομένου ν’ αναλάβη φορτίον βαρύ δια τους ώμους, εξ ου και αντέδρασε με παρομοίαν φυγήν.
Εάν και ο Χρυσόστομος ενεφάνισέ ποτε τοιαύτην αντίδρασιν είναι άγνωστον και αβέβαιον. Το βέβαιον όμως είναι ότι, όταν ηθέλησε να καταστρώση εν ποιμαντικόν πρόγραμμα και να προσφέρη εις όλους το ιδεώδες του καλού ποιμένος —πιθανώς κατά τας παραμονάς της εισόδου του εις το κληρικόν στάδιον— έθεσεν ενώπιόν του ως πρότυπον τας σκέψεις και ενεργείας των δύο Καππαδοκών. Όχι μόνον ιδέαι και παραστάσεις και φραστική του Περί Ιερωσύνης έργου του Χρυσοστόμου υπενθυμίζουν αντίστοιχα χωρία της μνημονευθείσης πραγματείας του Γρηγορίου, αλλά και ολόκληρον το σκηνικόν αυτού είναι εμπνευσμένον από τας σχέσεις μεταξύ Γρηγορίου και Βασιλείου και ωρισμένας ενεργείας αυτών. Είτε συνέβη είτε δεν συνέβη το περιγραφόμενον υπό του Χρυσοστόμου επεισόδιον, αυτή η επίδρασις κατά την λογοτεχνικήν αναπαράστασιν αυτού είναι αναμφισβήτητος.
Η φιλολογική έρευνα δύναται ν’ ανεύρη εις τα συγγράμματα του Χρυσοστόμου άφθονα καππαδοκικά στοιχεία, των οποίων πολλά είναι και εκ πρώτης όψεως εμφανή. Μολονότι ούτος έχει βεβαίως ιδικήν του σκέψιν και ιδικόν του τρόπον εκφράσεως, ο οποίος είναι ανεπανάληπτος, πολύ συχνά ενεπνέετο από τους Καππαδόκας εις την εκλογήν και παρουσίασιν των θεμάτων.
Ούτω πλην των ανωτέρω περιπτώσεων δυνάμεθα ν’ αναφέρωμεν τους λόγους Περί ακαταλήπτου του Θεού, εις τους οποίους παρουσιάζει τας απόψεις του επί θέματος τόσον πολύ απασχολήσαντος τον Βασίλειον και τον Γρηγόριον μερικά έτη ένωριτερον. Εις μίαν σειράν δε ομιλιών του περί της παρουσίας του κάκου εις τον κόσμον εμπνέεται από την γνωστήν επί του ιδίου θέματος ομιλίαν του Βασιλείου(2). Το ίδιον δύναται να λεχθή και περί της Λειτουργίας αυτού, έστω και αν η σημερινή μορφή της δεν είναι η αρχική. Η συγγένεια αυτής προς την του Βασιλείου οφείλεται προφανώς εις το ότι αύτη είχεν ως πρότυπον εκείνην. Είναι πιθανόν ότι ο Γρηγόριος Θεολόγος, ελθών εις την Κωνσταντινούπολιν ως αναδιοργανωτής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εισήγαγεν εκεί λειτουργίαν προερχομένην από τον Βασίλειον, και αυτήν είχεν υπ’ όψιν του ο Χρυσόστομος κατά την επεξεργασίάν της ιδικής του.
Επειδή η συγγραφική παραγωγή του Χρυσοστόμου είναι ογκώδης και κατά κάποιον τρόπον χαώδης, δεν εδόθη η δέουσα προσοχή υπό των ερευνητών εις το σημείον τούτο της φιλολογικής εξαρτήσεως αυτού από των Καππαδοκών. Το αληθές δε είναι ότι δεν εδόθη προσοχή ούτε εις το πρόβλημα της θεολογικής εξαρτήσεως, το οποίον είναι και ουσιωδέστερον.
Όσα έχουν ήδη λεχθή ανωτέρω περί της υπό του Χρυσοστόμου σιωπηράς αλλά βαθείας εκτιμήσεως προς την εν γένει προσφοράν των Καππαδοκών εις την Εκκλησίαν υποδηλώνουν και ανάλογον υιοθέτησιν αυτής. Πόσον βαθέως εισχωρεί η επίδρασις, είναι δυνατόν να δειχθή και δια συντόμου μόνον αναφοράς εις μερικά από τα θεμελιώδη στοιχεία της θεολογίας αυτού.
Ενδιαφέρουσαι είναι αι απόψεις του επί του προβλήματος της περιπετείας του πρωτοπλάστου. Οι Αντιοχειανοί, ήδη από του Θεοφίλου κατά τον β’αιώνα, εμφανίζουν τον άνθρωπον του παραδείσου, τον πρωτόπλαστον, ως ευρισκόμενον εις αφελή και νηπιακήν και αδύναμον ηθικήν κατάστασιν, η οποία συν τω χρόνω ήτο δυνατόν να προαχθή και βελτιωθή. Συνεπώς το δια της πτώσεως απολλύμενον αγαθόν δεν είναι κατ’ αυτούς τόσον σπουδαίον. Βεβαίως αι αντιλήψεις αυταί έχουν επιπτώσεις εις την θεώρησιν της πορείας της θείας οικονομίας, διότι η αποκατάστασις μικράς σχετικώς ζημίας απαιτεί ανάλογον ενέργειαν. Ο άνθρωπος αυτοδυνάμως και με μίαν μικράν βοήθειαν παρά του Θεού δύναται ν’ αποκαταστήση την απώλειαν. Η χριστολογία των Αντιοχειανών γενικώς και πολύ περισσότερον η σωτηριολογία αυτών είναι διαποτισμέναι από τας αντιλήψεις ταύτας.
Οι Καππαδόκαι, χωρίς να φθάνουν εις τας ακραίας θέσεις των παλαιών Αλεξανδρινών, δίδουν μίαν εξιδανικευμένην εικόνα της παραδεισίας ζωής. Ο άνθρωπος ως εικών του αφθάρτου Θεού απεικόνιζε το αρχέτυπον κάλλος ευθύς εξ αρχής και ήτο απαθής. Λοιπόν ο Χρυσόστομος διδάσκει ομοίως ότι ο άνθρωπος ήτο εξ αρχής αθάνατος και είχε σώμα άφθαρτον, ως χρυσούν άγαλμα ρίπτον εκθαμβωτικήν λάμψιν καθώς εξέρχεται του χωνευτηρίου(3). Συνέβαινεν όμως να μη είναι πλήρως απηρτισμένη η εξαίρετος αυτή κατάστασις των πρωτοπλάστων, να μη είναι φυσική ιδιότης η αφθαρσία του σώματος, αλλά δυνατότης(4). Εάν συνεξετάσωμεν και μερικά άλλα στοιχεία της εν προκειμένω διδασκαλίας του Χρυσοστόμου, όπως είναι επί παραδείγματι ο ορισμός της απωλείας του αρχικού αγαθού του πρωτοπλάστου ως «Θεού αλλοτριώσεως»(5), παρατηρούμεν ότι ούτος δεν ενεργεί αρνητικώς αλλά και θετικώς, ήτοι αφ’ ενός μεν αφίσταται κατά τι των άλλων Άντιοχειανών και πλησιάζει κατά τι προς τας θέσεις των Καππαδοκών. Είναι φανερόν ότι καταβάλλει συνειδητήν προσπάθειαν να χαράξη μέσην οδόν μεταξύ αντιοχειανής και καππαδοκικής θεολογίας.
Παρομοίαν τάσιν ευρίσκομεν και εις την χριστολογίαν αυτού. Ο διδάσκαλός των Διόδωρος Ταρσού και ο φίλος του Θεόδωρος Μοψουεστίας, επιθυμούντες να προβάλουν εντυπωσιακώς το πρόσωπον του Ιησού εν τη ιστορία, τονίζουν την πληρότητα και αυτοτέλειάν της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, κατά συνέπειαν δε εξασθενίζουν την εν αυτώ παρουσίαν του θείου Λόγου η τουλάχιστον παριστάνουν χαλαράν την μεταξύ των δύο σύνδεσιν. Αντιθέτως οι Αλεξανδρινοί, επιθυμούντες να εξάρουν τον προαιώνιον Θεόν Λόγον, μειώνουν την πληρότητα και αυτοτέλειαν της ανθρωπίνης φύσεως. Προς δήλωσιν της σχέσεως μεταξύ των δύο φύσεων του Χριστού οι πρώτοι χρησιμοποιούν τον όρον «συνάφεια» και είναι χωριστικοί, οι δε δεύτεροι χρησιμοποιούν τον όρον «ένωσις» και είναι συνθετικοί.
Επί του προκειμένου θέματος ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζεται υπό των νεωτέρων δυτικών ερευνητών συνήθως ως γνήσιος αντιοχειανός, αν και μετά προσφάτους ερεύνας κατεβλήθη προσπάθεια να χαρακτηρισθή ως αλεξανδρινός. Εις την πραγματικότητα δεν είναι ούτε το εν ούτε το άλλο, διότι συνδυάζων και τους δύο ως άνω όρούς —ένωσις και συνάφεια— ακολουθεί ιδικήν του γραμμήν• «τη γαρ ενώσει και τη συναφεία εν εστιν ο Θεός Λόγος και η σαρξ, ου συγχύσεως γενομένης των ουσιών, αλλά ενώσεως αρρήτου τινός και αφράστου»(6). Εις την Δ’ οικουμενικήν σύνοδον Χαλκηδόνος (451) το χωρίον τούτο μαζί με κείμενα άλλων πατέρων προσήχθη εις απόδειξίν της ομοουσιότητος του Χριστού ταυτοχρόνως και με τον Πατέρα και με τους ανθρώπους(7).
Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι ολίγα έτη ενωρίτερον, εν όψει της διδασκαλίας των Καππαδοκών, οι Καππαδόκαι χρησιμοποιούν επίσης αδιακρίτως τους όρους συνάφεια και ένωσις, όπως και άλλους σχετικούς όρους, και με αυτούς εννοούν την εν τω Χριστώ παρουσίαν δύο φύσεων ασυγχύτως ηνωμένων, ο,τι δηλαδή και ο Χρυσόστομος μετά ταύτα. Είναι εμφανής και εις το σημείον τούτο η επίδρασις της καππαδοκικής χριστολογίας εις την χρυσοστομικήν διατύπωσιν.
Αξιοσημείωτον είναι εξ άλλου ότι ο Χρυσόστομος, αν και ως αντιοχειανός γενικώς ενδιατρίβει εις την κυριολεκτικήν έννοιαν των βιβλικών κειμένων, δεν αποκρούει καθ’ ολοκληρίαν την τυπολογικήν εξήγησιν, οπουδήποτε τούτο είναι επιτρεπτόν και αναγκαίον(8), όπως έπρατταν επίσης οι Καππαδόκαι. Όταν ο Επιφάνιος Κωνσταντίας τον κατηγορεί ως ωριγενιστήν, δεν φαίνεται να έχη προς τούτο άλλην σοβαράν αφορμήν πέραν του ότι παρουσιάζει τοιαύτην στροφήν προς μίαν ερμηνευτικήν μέθοδον, η οποία είναι απαράδεκτος δι’ ένα γνήσιον αντιοχειανόν.
Από την ανωτέρω έκθεσιν, η οποία είναι απλώς δειγματοληπτική, καθίσταται φανερόν ότι ο Χρυσόστομος έπραξεν έναντι της αντιοχειανής θεολογίας ο,τι οι Καππαδόκαι έπραξαν έναντι της αλεξανδρινής. Εμετρίασαν αμφότεροι τας ακραίας θέσεις των δύο σχολών και, όπως ήτο επόμενον, συνηντήθησαν εις πολλά σημεία. Εκείνο το οποίον διακρίνει τον Χρυσόστομον από τους Άντιοχειανούς είναι αυτό το οποίον τον ενώνει με τους Καππαδόκας και αναμφιβόλως προήλθεν εξ επιδράσεως από της σκέψεως αυτών.
Εκεί πάντως, όπου ο Χρυσόστομος μιμείται σαφώς τους Καππαδόκας, αν και πάντοτε με τον ίδικόν του τρόπον και με τας ιδικάς του εκφράσεις, είναι η καθ’ αυτό θεολογία. Οι Περί ακαταλήπτου του Θεού λόγοι του ευρίσκονται εις την ιδίαν γραμμήν με τον Ανατρεπτικόν του Απολογητικού του Ευνομίου του Βασιλείου, τους λόγους Περί Θεολογίας του Γρηγορίου Θεολόγου και τους Αντιρρητικούς Προς Ευνόμιον του Γρηγορίου Νύσσης. Έχουν το ίδιον θέμα με εκείνους και είναι εκ των αξιολογωτέρων κειμένων της πατερικής γραμματείας όπως εκείνοι. Ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος Θεολόγος συντάσσοντες τα έργα των ανταπεκρίνοντο εις πραγματικάς ανάγκας της Εκκλησίας, διότι έγραφον εις εποχήν εξάρσεως της αιρέσεως των Ανομοίων. Αλλ’ ο Ιωάννης, διακονών εις εποχήν κατά την οποίαν η αίρεσις αυτή ήτο εις ύφεσιν και σχεδόν υπό διάλυσιν, δεν επιέζετο καθ’ όμοιον τρόπον από πραγματικάς ανάγκας. Και παρά ταύτα συνέταξε το έργον τούτο, και μάλιστα εις πέντε λόγους, όσοι είναι και οι του Γρηγορίου.
Εις την αριστοτελίζουσαν αντίληψιν Ανόμοιων περί δυνατότητος καθορισμού της ουσίας του Θεού και πλήρους γνώσεως αυτού απαντά όπως εκείνα, με μίαν κατηγορηματικήν άρνησιν. Θαυμασμός, έκπληξις και σκοτοδίνη καταλαμβάνουν τον άνθρωπον ενώπιον του Θεού(9), και πάσα περιεργασία της θείας ουσίας είναι ματαία(10). Είναι πολύ χαρακτηριστική η ταυτότης μερικών παραστάσεων επί του προκειμένου, αι οποίαι απαντούν και εις τους τρεις Ιεράρχας, ενίοτε μάλιστα επί λέξει, ως η κατωτέρω:
Βασιλείου• «ότε (ο Παύλος) εις τους μερικούς της οικονομίας διέκυψε λόγους, οίον ιλιγγιάσας προς το της θεωρίας αδιεξόδευτον, εκείνην συνεβούλευσε την φωνήν,
‘ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού, ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού’»(11).
Χρυσοστόμου• «Μικρόν τε (ο Παύλος) εξετάσας της προνοίας αυτού… και προς τούτο το μικρόν μέρος εις πέλαγος άπειρον ιλιγγιάσας και βάθος ιδών αχανές απεπήδησεν ευθύς και μέγα ανεβόησεν ειπών, ‘ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού, ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού’»(12).
Γρηγορίου Θεολόγου• «Οράς όπως ιλιγγιώμεν περί τον λόγον και ουκ εχομεν οι προέλθωμεν η τοσούτον όσον ειδέναι αγγέλους τινάς»(13).
Όλοι επιδιώκουν να θέσουν φραγμόν εις την υπερφίαλον απόπειραν των Ανομοίων να εισέλθουν εις τα μυστήρια του Θεού, χρησιμομοιούντες ως όργανον τας λογικάς κατασκευάς. Αλλ’ η άρνησις μεταβάλλεται εις θέσιν δια της παραδοχής της διακρίσεως εν τω Θεώ μεταξύ ουσίας και ενεργειών. Ούτως ενώ δεν γνωρίζομεν την ουσίαν, δυνάμεθα να γνωρίσωμεν τας ενεργείας του Θεού, τας οποίας ο Χρυσόστομος ονομάζει οικονομίας. Αναφερόμενος εις το χωρίον του Παύλου περί μερικής γνώσεως του Θεού, σημειώνει, «ου περί της ουσίας τούτο λέγει, αλλά περί των οικονομιών»(14).
Πρώτοι εισαγαγόντες σαφώς την διάκρισιν ταύτην εις την χριστιανικήν θεολογίαν είναι οι Καππαδόκαι, ενώ οι Ησυχασταί πολλούς αιώνας βραδύτερον επεξειργάσθησαν ταύτην λεπτομερώς. Σχετικόν χωρίον του Βασιλείου έχει ως εξής. «Ημείς δ’ εκ των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν ημών, τη δε ουσία αυτή προσεγγίζειν ουχ υπισχνούμεθα. Αι μεν γαρ ενέργειαι αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αύτού μένει απρόσιτος»(15). Ο Βασίλειος έχει το σχήμα ουσία-ενέργειαι, ο Χρυσόστομος το σχήμα ουσία-οικονομίαι, αλλ’ η έννοια παραμένει η αυτή. Ο ακατάληπτος κατά την ουσίαν Θεός προσφέρει τας ενεργείας του εις τους ανθρώπους, οι οποίοι δια της μεθέξεως αυτών κατανοούν τούτον• κατανοούν δε όχι το τι είναι αυτός αλλά το ότι είναι, δηλαδή την ύπαρξιν και την προσωπικότητα του Θεού.
Δύναται εν συμπεράσματι να υποστηριχθή ότι οι δύο Καππαδόκαι (και εν μέρει ο τρίτος) και ο Χρυσόστομος συγκροτούν ομού μίαν ιδιαιτέραν και αυτοτελή σχολήν θεολογικής σκέψεως και χριστιανικής πρακτικής. Η ορθόδοξος συνείδησις δεν ήτο δυνατόν να διαψευσθή εις το σημείον τούτο και δικαίως τους ήνωσεν εις μίαν θεολογικήν τριάδα κατά τον ια’ αιώνα.
——————————————————————————
Σημειώσεις
1. Έπη 11, 2, PG 37, 1542.
2. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Προς τους λέγοντας ότι δαίμονες τα ανθρώπινα διοικούσι και Διατί ουκ εκ μέσου γέγονεν ο διάβολος, ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός.
3. Εις Ανδριάντας 11, 2, PG 49, 121.
4. Προς Σταγείριον 1, 5, PG 47, 435. Εις Α’ Προς Κορινθίους 17, 3, PG 61, 143.
5. Εις Γένεσιν 17, 3, PG 53, 137 = ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός 6 ε., PG 31, 344 ε.
6. Εις Ιωάννην 11, 2, PG 59, 8. Το χωρίον απαντά και αλλαχού.
7. MANSI, 7, 468 – 469.
8. Βλ. Εις Γαλάτας 4, 3, PG 61, 612.
9. Περί Ακαταλήπτου του Θεού 1, 12.
10. Αυτόθι 2, 2.
11. Ανατρεπτικός του Απολογητικού Ευθυμίου 1, 12 (βλ. Ρωμ. 11, 33).
12. Περί Ακαταλήπτου του Θεού 1, 5 (βλ. Ρωμ. 11, 33). Το χωρίον είναι απόδοσις του αντιστοίχου χωρίου του Βασιλείου, άλλοτε με τας αυτάς και άλλοτε με διαφορετικάς λέξεις.
13. Λόγος (θεολογικός 2) 29, 31.
14. Περί Ακαταλήπτου του Θεού 1, 5.
15. Επιστολή 23, 4, 1
Πηγή: agiazoni.gr, Χρήστου Παναγιώτης
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.