kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Νόμος και επιθυμία· δύο αιχμές αυτογνωσίας

Συγγραφέας: kantonopou στις 3 Σεπτεμβρίου, 2012

Η καθολική κυριαρχία της δαιμονικής βίας, πάνω στο ανθρώπινο πρόσωπο, δεν αποτελούσε ασφαλώς οριστική και αμετάκλητη δουλεία του προσώπου αυτού σ’ ένα ακατανίκητο δυνάστη και εξουσιαστή της μοίρας του!

Αυτό το γεγονός το αντιλήφθηκε η ανθρωπίνη αυτοσυνειδησία, παρά την αμαύρωση του οπτικού της πεδίου από την παράβαση της εντολής του Θεού, τη στιγμή που ο Θεός κατεδίκαζε τον υποβολέα και πρωταίτιο αυτής της παραβάσεως αρχέκακο όφι, το διάβολο!

Εξάλλου η προειδοποίηση αυτή του Θεού (το “πρωτευαγγέλιο”) προς τον αρχέκακο αυτόν όφι, ότι θα έλθει η στιγμή, που θα συντριβεί η κεφαλή του και θα απολέσει το δαιμονικό, τον τόσο καταλυτικό για την ανθρωπίνη ελευθερία, δυναμισμό του, βρήκε μια ασφαλή, από δαιμονικές προσβολές αμνησίας της αγάπης του Θεού, θέση, σε κάποια άκρη της αυτοσυνειδησίας αυτής, όπου απέμεινε να σιγοκαίει μία σπίθα (παρήγορο υπόλειμμα) νηπτικών δυνάμεων του “κατ’ εικόνα”!

Η ανθρωπίνη αυτοσυνειδησία διατηρούσε πάντοτε, στον πιό εσώτερο χώρο της, την προειδοποίηση αυτή του Θεού, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε με μια λανθάνουσα, αλλά πάντως υπαρκτή, ανάμνηση, σημαντική της αληθινής (θεογενούς) ζωής και της πραγματικής ελπίδος και λυτρώσεως και σωτηρίας από το αδυσώπητο πέλμα της δαιμονικής βίας.

Το πρώτο στάδιο της θεϊκής διεργασίας της οικονομίας της απελευθερώσεως του ανθρώπου, από το θανάσιμο εγκλωβισμό του στην καταπίεση και καταδυνάστευση της δαιμονικής βίας, έπρεπε να είναι στάδιο αυτογνωσίας!

Έπρεπε να αντιληφθεί ο άνθρωπος και να κατανοήσει·

α) την αδιάκοπη μαρτυρία της παρουσίας του Θεού στη ζωή του και

β) τις πραγματικές, δικές του, ανθρώπινες δυνατότητες, για μια λυτρωτική προσπάθεια απελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της δαιμονικής βίας.

Και οι δύο αυτοί υπαρξιακοί (λανθάνοντες;) στόχοι του ανθρώπου, εποπτευόμενοι από την αγαθή πρόνοια του Θεού, ήταν ουσιαστικά στόχοι αυτογνωσίας, αφού το καθρέπτισμα της ταλαίπωρης ζωής του στην αίσθηση της παρουσίας του Θεού, θα έρριχνε “φως αληθινό” στην εικόνα του εαυτού, που προέκυψε από την τραγωδία της παραβάσεως του θελήματος του Θεού μέσα στον Παράδεισο!

Επομένως η σκληρή και μαρτυρική ζωή του ανθρώπου, όπως προαγγέλθηκε και περιγράφηκε από το Θεό, την ημέρα της εξόδου του αδαμικού ζεύγους από τον Παράδεισο, είχε ουσιαστικά το νόημα μιας πορείας αυτογνωσίας! Μιας πορείας προοδευτικής και σωτήριας αυτογνωσίας!

Ποιά θα ήταν άραγε η πρώτη μεγάλη θύρα αυτογνωσίας, που θα άνοιγε, ενώπιον του μαρτυρικού αυτού οδοιπόρου, η αγάπη του Θεού;

Σίγουρα ο νόμος! Δηλ. μια νέα εντολή για μια νέα επιλογή, για μια νέα ευκαιρία ενός νέου ξεκινήματος για τον κεντρικό υπαρξιακό στόχο του ανθρώπου· τη θέωση!

Όπως ήταν φυσικό, η ψυχολογία του παραβάτη της πρώτης εντολής διαμορφώθηκε, με την ανεπιτυχή υπαρξιακή του επιλογή, σε μια αυτοσυνειδησία ενός εαυτού εγκλωβισμένου, όπως ήδη υπομνήσθηκε “εν χώρα και σκιά θανάτου”. Ο αδαμικός άνθρωπος, εξερχόμενος από τη θανατηφόρα εμπειρία της επιλογής αυτής, ήταν πλέον αμετάκλητα συγκεχυμένος και διαταραγμένος.

Εξάλλου, επειδή όλες οι ψυχικές και πνευματικές του δυνάμεις διαβρώθηκαν και διασαλεύθηκαν, στο βαθμό μιας πραγματικής αλλοτριώσεως του θεοκτίστου εαυτού του, ο άνθρωπος αυτός δεν είχε καμμιά δυνατότητα, για μια υποψία έστω, αυτής της ενδοψυχικής του καταστάσεως!

Έτσι ζούσε, όπως ζούσε! Δηλ. ζούσε την ύπαρξή του χωρίς κανένα κριτήριο για μια σαφή και ενσυνείδητη διάκριση μεταξύ πονηρού και αγαθού. Κάθε πράξη του και κάθε εσώτερη αίσθηση των δρωμένων μέσα του είχε, για την αυτοσυνειδησία του, μια αξιολογικά ουδέτερη ποιότητα. Όλα όσα ζούσε και έπραττε, όσα διελογίζετο και όσα αποφάσιζε, είχαν το ίδιο αξιολογικό χρώμα και την ίδια ποιότητα και αξία!

Ένας τέτοιος τρόπος ζωής έδειχνε βέβαια, πρώτα- πρώτα, απουσία κάθε δυνατότητος αυτογνωσίας αλλά επίσης και μια αποτελμάτωση και υποταγή στην ασυδοσία των ποικίλων, πονηρών και κακοποιών, για την ανθρωπίνη φύση, απαιτήσεων της δαιμονικής λογικής και επομένως της δαιμονικής βίας.

Αν και, αμέσως μετά την παράβαση της εντολής του Θεού, η αντίδραση του παραβάτη αδαμικού άνθρωπου, να καλύψει με φύλλα συκής την ασχημοσύνη της εικόνος του εαυτού, έδειχνε ότι η ικανότητα της διακρίσεως μεταξύ πονηρού και αγαθού, ως απόκτημα της παραβάσεως αυτής, θα απέβαινε θετικός συμπαραστάτης στη μελλοντική υπαρξιακή πορεία του ανθρώπου, εν τούτοις η μακρόχρονη θητεία του ανθρώπου αυτού στη δουλεία της δαιμονικής βίας, αποδυνάμωσε το θετικό χαρακτήρα της ικανότητος της διακρίσεως αυτής, σε μηδενικό σχεδόν βαθμό, έτσι, ώστε η υποταγή του και η προσαρμογή του στις πονηρές υποβολές και απαιτήσεις της δαιμονικής βίας να αποτελεί πλέον το αμετάτρεπτο κατεστημένο του τρόπου της ζωής και της υπάρξεώς του.

“Έρρεγχε”, λοιπόν, ο παραβάτης της εντολής του Θεού άνθρωπος, μέσα στο βαθύ και τυφλωτικό ύπνο μιας κυριολεκτικά δαιμονικής αυτοσυνειδησίας, χωρίς καμμιά δυνατότητα αυ¬τοδύναμης αφυπνίσεώς του! Σ’ αυτή την κατάσταση δεν μπορούσε ο άνθρωπος αυτός να αντιληφθεί την κυριαρχία του πνευματικού θανάτου στη συνολική του ύπαρξη και ζωή. Έτσι, όπως ζούσε, νόμιζε ότι ζούσε!

Έπρεπε όμως να ξυπνήσει! Έπρεπε να του ανοιχθεί παράθυρο κάποιου δυνατού προβολέα, αφυπνιστικού της ναρκωμένης δαιμονικής του αυτοσυνειδησίας!

Αυτόν ακριβώς το ρόλο επρόκειτο να παίξει ο νόμος με την πρωτότοκη θυγατέρα του, την εντολή!

Ο Απόστολος Παύλος, στην προς Ρωμαίους επιστολή του και μάλιστα στα κεφ. 4-7 ξεκαθαρίζει, με θεοφώτιστη σαφήνεια, το πνευματικό νόημα και την αφυπνιστική, για την ανθρωπίνη αυτοσυνειδησία, λειτουργία του νόμου, που έδωσε ο Θεός στους Ισραηλίτες “διά Μωϋσέως”!

Όπου δεν υπάρχει νόμος, δεν υπάρχει παράβαση, θα υπογραμμίσει σε στυλ αξιώματος, λογικά και ηθικά μη αμφισβητουμένου.

Ο παραβάτης της εντολής του Θεού αδαμικός άνθρωπος, βγήκε από τον παράδεισο για να ξεκινήσει τη νέα υπαρξιακή του πορεία χωρίς γραπτό ή προφορικό νόμο! Χωρίς καμμιά εντολή, χωρίς κανένα κριτήριο της αξιολογικής ποιότητος των σκέψεων του και των πράξεων του. Ό,τι, επομένως, πονηρό και κακό έπραττε, δεν αποτελούσε παράβαση κάποιας συγκεκριμένης εντολής του Θεού, κάποιου κώδικα ηθικής και πνευματικής συμπεριφοράς!

Αλλά, όπως ήταν φυσικό, σ’ όλη αυτή την περίοδο της “αδιάκριτης” υπαρξιακής πορείας του ανθρώπου, υπήρχε στον κόσμο η αμαρτία, το κορυφαίο γέννημα και θανατηφόρο δηλητήριο της δαιμονικής βίας. Έτσι ο άνθρωπος ζούσε μέσα στην αμαρτία. Ήταν ολόκληρος η ίδια, η ένσαρκη αμαρτία, αφού ήταν “πεπραμένος” (πουλημένος) στην αμαρτία. Συγχρόνως όμως απουσίαζε κάθε δυνατότητα καταλογισμού και αποδείξεως, ότι ζώντας την αμαρτία, ήταν παραβάτης κάποιου νόμου ή κάποιας εντολής του Θεού!

“Μέχρι λοιπόν να εμφανισθεί ο νόμος (ο Μωσαϊκός), η αμαρτία υπήρχε στον κόσμο, ζωντανή και δραστήρια, αλλά δεν κατελογίζετο ως αμαρτία, εφ’ όσον δεν υπήρχε νόμος, που να αποκαλύπτει και να κάνει φανερή την αμαρτία μέσα στον κόσμο, δηλ. στην προσωπική ζωή και συμπεριφορά του άνθρωπου”.

Η δαιμονική επομένως λογική και η δαιμονική βία κυριαρχούσε ανεμπόδιστα (κυριολεκτικά “αλώνιζαν”) μέσα στο χώρο της ανθρωπίνης ζωής, χωρίς καμμιά δυνατότητα αποκαλύψεως (από οποιονδήποτε) της θανάσιμης, για το ανθρώπινο πρόσωπο, συμπεριφοράς της.

Αλλά ο νόμος, όπως δόθηκε, λειτουργούσε, ευθύς εξ αρχής, ως αποκάλυψη της πραγματικότητος και του ολεθρίου ρόλου της αμαρτίας, στη ζωή του προσώπου αυτού και άρα ως το πρώτο στάδιο της αυτογνωσίας του και της αισθήσεως της αξιολογικής λειτουργίας της ανθρωπίνης αυτοσυνειδησίας του.

— Ποιό ήταν όμως το κεντρικό ψυχοδυναμικό στοιχείο του ανθρωπίνου προσώπου, που προκάλεσε ο νόμος, ως ερέθισμα αυτογνωσίας, του προσώπου αυτού; Ασφαλώς η επιθυμία]

“Δεν εγνώρισα και δεν κατενόησα και δεν αντιλήφθηκα την ύπαρξη και το ρόλο της αμαρτίας παρά μόνο με το καθρέπτισμα της ζωής μου μέσα στο νόμο”. Και πιό συγκεκριμένα, δεν θα εγνώριζα ποτέ την επιθυμία, εάν ο νόμος (με τις εντολές του) δεν μου έλεγε· “Ουκ επιθυμήσεις”. Δεν θα επιθυμήσεις!

Να λοιπόν μια εισβολή αυτογνωσίας, με το αφυπνιστικό όχημα του νόμου, σ’ ένα κεντρικό υπαρξιακό πυρήνα της ανθρω¬πίνης ζωής· την επιθυμία!

Καθώς ζούσα, όπως ήθελα και όπως νόμιζα, δεν εγνώριζα, ότι ανταποκρινόμουνα, με άκριτο (ασυνείδητο;) τρόπο, σ’ ένα πλήθος (άγνωστο σ’ εμένα και ανεξάρτητο, από πλευράς βαθμού ψυχοδυναμικού αναγκασμού και βιαιότητος) επιθυμιών, ορμήσεων, ενστικτικών και άλλων ψυχοδυναμικών ροπών και διαθέσεων.

Έτσι η αυτοσυνειδησία της επιθυμίας μου, του επιθυμητικού ψυχοδυναμικού μου εαυτού, μου άνοιξε πράγματι μια διάπλατη θύρα αυτογνωσίας, με πρώτο στόχο την κατανόηση του τρόπου αλλά και του βαθμού της τυφλής υποταγής μου στις άλογες απαιτήσεις της ανελέητης, για τη μοίρα μου, δαιμονικής βίας!

-Αλλά πώς με είχε παγιδεύσει, άραγε, η δαιμονική βία στη δεσποτική της κυριαρχία και τυραννία;

-Μα, με την απάτη! Και να με ποιό τρόπο·

“Η αμαρτία, που ποτέ δεν κοιμάται και ατονεί, αφού είναι πρωτότοκο γέννημα της δαιμονικής βίας, έλαβε αφορμή από την εντολή, που απηγόρευε την επιθυμία, και ξύπνησε μέσα μου, με κάθε δαιμονική λογική και “σοφία”, κάθε επιθυμία”.

“ Όσο δεν υπήρχε ο νόμος, η αμαρτία ήταν νεκρή (σαν να μην υπήρχε)”. “Μόλις όμως ήλθε η εντολή (η απαγόρευση), η αμαρτία ξαναζωντάνευσε και αφού έλαβε την αφορμή από την απαγόρευση αυτή, με εξαπάτησε και με την απαγόρευση αυτή με εφόνευσε”.

Το ξύπνημα (η συνειδητοποίηση) της αμαρτίας, μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα, με αφορμή την απαγόρευση της επιθυμίας, έδωσε τη δυνατότητα στην αμαρτία (την πάντοτε ανύστακτη και άγρυπνη δαιμονική βία) να παίξει το γνωστό ρόλο της, να ενεργήσει την άπατη της αυτοσυνειδησίας αυτής.

-Πώς όμως διεργάσθηκε η αμαρτία αυτή την απάτη και βέβαια πώς εξακολουθεί πάντοτε να την μεθοδεύει και να την “κατεργάζεται”, ώστε να φονεύει πραγματικά την ανθρωπίνη αυτοσυνειδησία, όταν αυτή εμπλέκεται στο θανατηφόρο της δόκανο;

Η αμαρτία, όπως γεννήθηκε από τη μητέρα της τη δαιμονική βία, κάτω από το δένδρο του απαγορευμένου καρπού, ως καρπός απάτης, λειτουργεί έκτοτε και πάντοτε ως άπατη. Και όπως τότε, η ουσία της απάτης συνίστατο στη δαιμονική κολακεία της ανθρωπίνης φιλαυτίας, και φιλαρέσκειας, έτσι και τώρα, μόλις ο νόμος με την εντολή απαγόρευσε την επιθυμία, η αμαρτία λειτουργούσε ως θωπεία, υποστήριξη, και γοητεία της επιθυμίας, που εκφράζει τον εσώτατο πυρήνα της φιλαυτίας και του εγωκεντρισμού του ανθρωπίνου προσώπου.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο! Η δαιμονική βία ενεδρεύει και περιμένει υπομονετικά να κτυπήσει, μόλις το πρόσωπο αυτό βρεθεί μπροστά σε μια απαγόρευση, προστατευτική της υπαρξιακής του αξιοπρέπειας.

Η απαγόρευση, κάθε απαγόρευση και ιδιαίτερα εκείνη, που αποτρέπει από κάθε πονηρή επιθυμία, ελκύει και δραστηριοποιεί και αφυπνίζει (αν κοιμάται ποτέ!) το θανατηφόρο δυναμισμό της δαιμονικής βίας, εναντίον του ανθρωπίνου προσώπου, προκειμένου να φονεύσει οριστικά κάθε πιθανή ζωντανή αντίδρασή του, στην απόρριψη της πονηρής επιθυμίας του και επομένως στην αποδοχή της απαγορευτικής εντολής και στη συμμόρφωσή του με την αξιολογική της επιταγή!

Από την άποψη αυτή, κάθε απαγόρευση, ενέχει, για τον παραλήπτη της, τον κίνδυνο να τον φέρει πιό κοντά στο αδηφάγο στόμα της δαιμονικής βίας, επειδή μια απαγόρευση λειτουργεί συχνά και ως ισχυροποίηση του ψυχοδυναμισμού της επιθυμίας!

Έτσι, όπου απαγόρευση, εκεί και η δαιμονική βία. Στημένη πάντα κάτω από το “δένδρο” του απαγορευμένου καρπού της επιθυμίας, ελπίζει σε μια πρόθυμη συνεργασία, με τον αμαρτητικό αυτό ψυχοδυναμισμό, για να εκτελέσει το καταχθόνιο έργο της να φονεύσει την αξιολογική συνείδηση του θύματος της!

Ναι! Είναι γεγονός! Ό,τι απαγορεύεται, σε προτρέπει, μάλλον σε εκβιάζει, να το επιθυμήσεις, κι’ αν ακόμη το έχεις ξεχάσει ή δεν σε ενδιαφέρει! Όταν στέκεσαι μπροστά σε μια απαγορευτική εντολή, αφυπνίζεται συχνά μέσα σου η δαιμονική υποβολή να την αθετήσεις, να την παραβείς!

Ιδιαίτερα όταν μια απαγόρευση σου κλείνει το δρόμο στην ικανοποίηση μιας ενσυνείδητης επιθυμίας σου, σου συνειδητοποιεί πιό έντονα την άμεση υπαρξιακή, για σένα, σημασία και “αξία” αυτής της ικανοποιήσεως.

Τότε ίσως ξαναβλέπεις (όπως η Εύα) την απαγόρευση, την εξετάζεις προσεκτικά, με τα γυαλιά μιας εσωτερικής προτροπής δαιμονικής αποχρώσεως, και βλέπεις (και πείθεσαι) “ότι καλόν”, ότι δηλ. αυτό που απαγορεύεται έχει και καλά και χρήσιμα προσόντα, για την αμεσότητα (εδώ και τώρα) της προσωπικής σου ζωής και υπάρξεως. Και τότε γυρίζεις… την πλάτη στην απαγόρευση!

Είναι αλήθεια! Η αμαρτία είναι πάντοτε ο συνήγορος της επιθυμίας στην αντιδικία της με την εντολή. Ο μακρινός απόηχος της αρχέγονης θανάσιμης, για το ανθρώπινο πρόσωπο, δαιμονικής διαβεβαιώσεως• “Ου θανάτω αποθανείσθε”, λειτουργεί και πάλι ως επιχείρημα απάτης, δηλ. εγκλωβισμού του ανθρωπίνου ψυχισμού στην παγίδα της δαιμονικής βίας, που εκείνη στήνει στον “ιερό” βωμό της επιθυμίας!

Η αποκάλυψη από τον Μωσαϊκό νόμο της απάτης της αμαρτίας, που λειτουργεί δυνάμει του ψυχαναγκασμού της επιθυμίας (και που μπορεί να αποτείνει την ανθρωπίνη συνείδηση) αποτελεί φωτιστική εισαγωγή στο πρόβλημα της απελευθερώσεως του ανθρώπου από τα θανάσιμα δεσμά της δαιμονικής βίας.

Η αποκάλυψη αυτή δείχνει ότι η λύση του προβλήματος αυτού είναι συγχρόνως λύση του προβλήματος (δηλ. της δυνατότητος) της αυτογνωσίας του ανθρώπου, ο οποίος λειτουργεί (είτε το γνωρίζει είτε όχι) δυνάμει της κυριαρχικής πάνω σ’ αυτόν εξουσίας της δαιμονικής βίας.

Κι’ αυτό σημαίνει ότι, όσο προχωρεί κανείς στον εσώτερο χώρο του ανθρωπίνου ψυχισμού, που δαιμονοποιήθηκε με την πράξη της παραβάσεως του θελήματος του Θεού, τόσο περισσότερο καθαρώτερα αντιλαμβάνεται το μέγεθος της δυσκολίας και μάλλον το εντελώς αδύνατο της αυτοδύναμης απελευθερώσεως και απεμπλοκής του ανθρώπου από τη δαιμονοποίηση αυτή!

Αυτό θέλει να καταδείξει ο Απ. Παύλος με την παρουσίαση της αδυσώπητα προβληματισμένης αυτοσυνειδησίας του σαρκικού ανθρώπου, του “πεπραμένου”, δηλ. του πουλημένου και παραδομένου ολοκληρωτικά στα δεσμά της αμαρτίας, της πρωτότοκης θυγατέρας της δαιμονικής βίας!

(Ιωάννη Κορναράκη, «Βία. Η οδός του Θεού», εκδ. Αφων Κυριακίδη, Θεσ/νἰκη, σ. 87-97)

http://www.pemptousia.gr

Αφήστε μια απάντηση