ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – π. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Ιουλίου, 2012
(Ματθ. ΙΔ΄, 14 – 22)
Όλοι οι πιστοί από τα μικρά τους χρόνια, γνωρίζουν την Ευαγγελική περικοπή της Η’ Κυριακής του Ματθαίου. Η συγκλονιστική άλλωστε ακολουθία της αρτοκλασίας που τελούμε στις εορτές, αυτό ακριβώς το περιστατικό του χορτασμού των πεντακισχιλίων ανδρών “άνευ γυναικών και παίδων” μας υπενθυμίζει.
Και όπως πάντοτε, έτσι και εδώ, πολλά διδάγματα βγαίνουν από τον κάθε στίχο του λόγου του Θεού. Διδάγματα που φωτίζουν τον νου και θερμαίνουν την καρδιά στο να αγαπήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, αλλά και να βιώσουμε την αγία αυτή διδασκαλία.
Εμείς, θα σταθούμε σ’ ένα σημείο, σ’ ένα λόγο που σημειώνει ο Ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος και θα προσπαθήσουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας, αφού αποκαλύπτει την ευσπλαγχνία του Χριστού στους ανθρώπους: “Ο Ιησούς είδεν πολύν όχλον και ευσπλαγνίσθη επ’ αυτοίς”! Βεβαίως, όταν κανείς μελετά με προσοχή τον λόγο του Θεού, βλέπει ότι δεν είναι η μόνη φορά που ο Κύριος έδειξε την ευσπλαγχνία Του. Συνεχώς, παντού και πάντοτε έδειχνε με τα έργα της Θεϊκής του Αγάπης το πόσο αγαπά και σπλαγχνίζεται τον άνθρωπο. Και αυτή η ευλογία δεν σταματούσε, ούτε φυσικά σταματά ποτέ, αρκεί ο άνθρωπος να βλέπει και να βιώνει την πραγματικότητα.
Ευσπλαγχνία που μεταφράζεται σε ευεργεσία. Αγάπη που στοχεύει τόσο στην ψυχική όσο και στην σωματική θεραπεία. Ευσπλαγχνία που αποδεικνύει ότι πράγματι “ούτω ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον” (Ιωάν. Γ’, 16). Όταν εμείς οι άνθρωποι κάνουμε λόγο περί της ευσπλαγχνίας, περιορισμένοι μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία μας, δεν μπορούμε να συλλάβουμε το ύψος αυτής της αρετής στο Θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού. Εμείς για παράδειγμα, αγαπούμε και σπλαγχνιζόμαστε τα πρόσωπα που μας ανταποδίδουν αυτό που τους προσφέρουμε ή έχουν κάτι το θελκτικό στην όλη ύπαρξή τους. Θα λέγαμε ότι η δική μας ευσπλαγχνία έχει ιδιοτέλεια, όταν σταματά μπροστά στους δήθεν εχθρούς μας. Αντιθέτως την αγάπη και ευσπαγχνία του Θεού, δεν μπορεί να την σταματήσει κανένα είτε ηθικό είτε υλικό εμπόδιο. Σπλαγχνίζεται και τον τελευταίο αμαρτωλό, όπως και τον μεγάλο άγιο. Ίσως μάλιστα τον αποστάτη άνθρωπο ακόμα περισσότερο, αφού έχει μεγαλύτερη ανάγκη “ως πρόβατο μη έχον ποιμένα”. Και δεν θα είμαστε εκτός πραγματικότητας εάν υποστηρίξουμε ότι αυτή η ευσπλαγχνία που απορρέει από την αγάπη του Ιησού, είναι ένα μυστήριο. Ένα μεγάλο μυστήριο που η πεπερασμένη και διεφθαρμένη ύπαρξή μας είναι αδύνατο να το συλλάβει.
Κάνοντας όμως λόγο περί της ευσπαγχνίας και της αγάπης του Ιησού, δεν εννοούμε ότι η ουσία του Θεού είναι αγάπη, όπως ισχυρίζονται εντελώς λανθασμένα πολλοί αθεολόγητοι οικουμενιστές. Άνθρωποι δηλ.των οποίων η διδασκαλία και κυρίως ο τρόπος ζωής δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με την διδαχή και τον βίο των αγίων Πατέρων μας, με αποτέλεσμα “στο πέρασμά τους” να ισοπεδώνουν τα πάντα. Για να ακριβολογούμε και να μην αστοχούμε στην ερμηνεία της Γραφής, αλλά και για να αισθανόμαστε σωστά την αποκεκαλυμμένη αλήθεια του Θεού, και στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονίσουμε ότι, ο Θεός, είναι μεν αγάπη, αλλά η αγάπη δεν είναι Θεός. Αυτό ας το προσέξουμε, διότι τελευταίως πολλή αγαπολογία διατρέχει την περιρρέουσα εκκλησιαστική και εν γένει ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται και η Ορθόδοξη διδασκαλία, αλλά και αυτή η αγάπη στην ουσία της.
Και μετά απ’ αυτά, ας περάσουμε στα καθημερινά επίπεδα, και στα οποία συνήθως χωλαίνουμε, αφού η πίστις εάν δεν έχει την πρακτική της εφαρμογή, παραμένει νεκρά ή απλώς καταντά “θρησκευτική φιλολογία”. Μια αποκρουστική φιλολογία, την οποία μπορούν άνετα να κηρύττουν ακόμα και άθεοι.
Εννοείται πως όταν γίνεται λόγος περί ευσπλαγχνίας, δεν εννοούμε απλά μια ανθρώπινη συμπεριφορά και μια κοινωνική συμπόρευση. Δεν στεκόμαστε μόνο σ’ αυτό που έλεγε ο Μένανδρος:“Ξένους πένητας μή παραδράμης ιδών”. Αυτό βεβαίως είναι εκ των ων ουκ άνευ. Όταν οι πιστοί ανοίγονται στους πλατείς ορίζοντες της ευσπλαγχνίας, γνωρίζουν ότι η αρετή αυτή φιλτράρεται και μορφοποιείται μέσα από το αιώνιο πρότυπό μας. Τον Κύριο και Θεό μας. Πιο συγκεκριμένα, σε κάθε αδελφό, βλέπουμε αυτόν τον Ιησού και αυτό είναι κάτι που επιτέλους πρέπει να αρχίσουμε να το συνειδητοποιούμε.
Οπωσδήποτε φίλοι μου, ο λόγος περί χριστιανικής ευσπλαγχνίας μας οδηγεί στις ιερές μας υποχρεώσεις και μας επιβάλλει ασυζητητί τα καθήκοντα της αγάπης έναντι όλων των ανθρώπων.
Ξεκάθαρος και αφυπνιστικός και στο σημείο αυτό ο Κυριακός λόγος: “Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί” (Λουκ. ΣΤ΄, 36). Δείξτε δηλ. ευσπλαγχνία και συμπόνοια, καλοσύνη και έλεος στις δυστυχίες και στις ανάγκες των άλλων, και προς αυτούς ακόμη τους αχάριστους και τους εχθρούς, όπως και ο ουράνιος Πατέρας σας!
Το δε θαυμαστό στην αρετή αυτή είναι τούτο. Ότι η ευσπλαγχνία ως πνευματική περιουσία, στην ανάπτυξή της, είναι αντιστρόφως ανάλογη από την υλική περιουσία. Στα υλικά, αγωνιά ο άνθρωπος για να συλλέξει και ν’ αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα. Αντιθέτως, εδώ στην αρετή της ευσπλαγχνίας, που είναι μητέρα και θυγατέρα της αγάπης, όσο περισσότερο προσφέρει κανείς τόσο και περισσότερα του χαρίζει ο Θεός διά των δωρεών του Αγίου Πνεύματος.
Διότι πράγματι, όταν κάνουμε λόγο περί ευσπλαγχνίας, ομιλούμε περί υψίστης δωρεάς, αλλά και συνόλου αρετών, οι οποίες βεβαίως χρειάζεται να καλλιεργούνται συνειδητά και από τον ίδιο τον άνθρωπο. Και η αρετή αυτή ξεκινά από τη δύσκολη μεν, αλλά ευλογημένη και αναγκαία συγχωρητικότητα, και φθάνει έως τα δυσθεώρητα ύψη της αγάπης, ολοκλήρου της δημιουργίας του Θεού, με αποκορύφωμα βεβαίως την αγάπη προς τους “εχθρούς”. Της αγάπης με έργα, που περικλείουν θυσία ζωής και προσφοράς.
Αυτή ακριβώς την πραγματικότητα καταγράφει και ο χρυσούς ποταμός της εκκλησίας μας, ο ιερός Χρυσόστομος, και μας την προσφέρει σε κάθε εποχή: “Ού γαρ δύναται πατέρα καλείν, τον φιλάνθρωπον Θεόν, ο την γνώμην έχων θηριώδη και απάνθρωπον, ουδέ γαρ σώζει τους χαρακτήρας της εν τω επουρανίω Πατρί αγαθότητος, αλλ’ εις το θηριώδες είδος εαυτόν μετεμόρφωσε και της θεϊκής ευγενείας εξέπεσε”. Αυτή είναι η πραγματικότητα, αδελφοί μου, και ας μη μας διαφεύγει ποτέ από την οθόνη της συνειδήσεώς μας ότι: “η ευσπλαγχνία είναι μια διάλεκτος που ο άλαλος μπορεί να την μιλήσει και ο κουφός να την ακούσει και να την καταλάβει”. Αμήν.
Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος ΚόνιτσαEmail: ioil.konitsa@gmail.com
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.