Η πρώτη χριστιανική Εκκλησία επί ευρωπαϊκού εδάφους. Ο αρχαιολογικός χώρος των Φιλίππων.
Συγγραφέας: kantonopou στις 19 Μαΐου, 2012
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στην περιοχή των Φιλίππων οργανωμένη ζωή υπήρξε πολύ πριν από τον βασιλιά Φίλιππο, ήδη από την προϊστορική εποχή. Αφετηρία θεωρείται το 5.000 π.Χ. και η ανθρώπινη παρουσία συνεχίστηκε αδιάλειπτα ως την πρώιμη εποχή του σιδήρου (μεταξύ 1050 και 700 π.Χ.). Ο οικισμός εκείνος εγκαταλείφθηκε για να αναπτυχθεί ένας άλλος πιο δυτικά, στην κορυφή του οχυρού λόφου.
Κατά την περίοδο ανάπτυξής της, στα Ελληνιστικά χρόνια, η πόλη απέκτησε το τείχος της, το θέατρο, δημόσια οικοδομήματα και ιδιωτικές κατοικίες. Η διέλευση μέσα από τους Φιλίππους της «Εγνατίας οδού», το 2ο π.Χ. αιώνα, προσέδωσε στην πόλη μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς την μετέτρεψε σε σημείο αναφοράς της περιοχής.
Ένα άλλο σημαντικό γεγονός όμως έμελλε και πάλι να αλλάξει τη φυσιογνωμία της πόλης. Το πέρασμα του Αποστόλου Παύλου από τους Φιλίππους, το χειμώνα του 49 μ.Χ., αποτέλεσε καίρια τομή στην ιστορία των Φιλίππων. Την εποχή αυτή, η πόλη με τη στρατηγική θέση που έλεγχε διαβάσεις, εύφορη γη και μεταλλεία, μετρούσε ήδη έναν αιώνα ζωής ως ρωμαϊκή αποικία. Ο απόστολος και η συνοδεία του κήρυξαν τη νέα θρησκεία σ’ έναν τόπο, όπου κυριαρχούσε η λατινική γλώσσα και η ρωμαϊκή παράδοση, μ’ ένα μικτό πληθυσμό από Ρωμαίους, Εβραίους, γηγενείς Έλληνες και εξελληνισμένους Θράκες. Το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της πρώτης χριστιανικής κοινότητας σε ευρωπαϊκό έδαφος. Με την επικράτηση του χριστιανισμού, τον 4ο αιώνα μ.Χ., ως επίσημης θρησκείας της νέας οικουμενικής αυτοκρατορίας και η μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη προσέδωσαν αίγλη στους Φιλίππους και ανέδειξε την πόλη σε μητρόπολη του Χριστιανισμού. Στα σημεία όπου βρίσκονταν κατεστραμμένα δημόσια κτίρια υψώθηκαν μεγαλόπρεποι χριστιανικοί ναοί (τρεις από τους οποίους υπάρχουν σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο). Η ανάμνηση της επίσκεψης και της φυλάκισης του Παύλου και του Σίλα έμεινε βαθιά τυπωμένη στη μνήμη των Χριστιανών και έδωσε έναν οικουμενικό χριστιανικό προσκυνηματικό χαρακτήρα στην πόλη.
Κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια (4ος-6ος μ.Χ. αιώνες), στη θέση των ρωμαϊκών κτιρίων, ιδρύθηκαν το συγκρότημα του «Οκταγώνου», με το μητροπολιτικό ναό αφιερωμένο στον Απόστολο Παύλο, καθώς και τρεις μεγαλόπρεπες βασιλικές. Τα μεγάλα θρησκευτικά οικοδομήματα και προσκυνηματικά κέντρα, λόγω θέσης και όψης, άλλαξαν τον πολεοδομικό ιστό και την εικόνα της πόλης. Ήδη όμως από τον 4ο αιώνα, οι Φίλιπποι βρέθηκαν πάνω στο δρόμο βαρβαρικών επιδρομών. Το 473 μ.Χ., οι Γότθοι έφθασαν μπροστά από τα τείχη της πόλης και πυρπόλησαν τα προάστιά της.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ
Στα τέλη του 6ου αιώνα-αρχές 7ου μ.Χ. αιώνα, η πόλη δοκιμάστηκε από μεγάλους καταστρεπτικούς σεισμούς που, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, έπληξαν ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία. Τα μεγάλα κτίρια καταστράφηκαν και στα ερείπιά τους ιδρύθηκαν μικρότεροι χώροι λατρείας. Την ίδια εποχή οι σλαβικές επιδρομές στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής επέτειναν τα φαινόμενα παρακμής και αποσάθρωσης του αρχαίου αστικού βίου. Η περιτειχισμένη έκταση αρχίζει σταδιακά να εγκαταλείπεται, οι κάτοικοι αποτραβήχτηκαν στα ορεινά. Η πόλη σταδιακά έχασε τη σημασία της ως διοικητικό, οικονομικό και θρησκευτικό αστικό κέντρο και μεταβλήθηκε σε οχυρωμένη ακρόπολη.
Μεταξύ 963 και 969 μ.Χ., ανοικοδομούνται τα τείχη της πόλης και κτίζονται οι πύργοι και το τείχος της ακρόπολης. Επιγραφή που αναφέρει επισκευή της οχύρωσής της στα χρόνια του Νικηφόρου Φωκά (963-969) αποδίδεται στην επανοχύρωση της ακρόπολης. Δεν είναι απίθανο όμως να συνδέεται με τον περίβολο που εντοπίστηκε τελευταία γύρω από τη δυτική είσοδο του αρχικού περιβόλου, περιορίζοντας έτσι τους μεσοβυζαντινούς Φιλίππους σε τμήμα της αρχαίας και παλαιοχριστιανικής πόλης, φαινόμενο συνηθισμένο στη μεσοβυζαντινή εποχή (Αμφίπολη-Άβδηρα-Μαρώνεια). Η θέση της πάντως πάνω στη βασική οδική αρτηρία Ανατολής-Δύσης είναι ο λόγος που δεν έχασε τελείως τη σημασία της και η πόλη επιζεί ως οχυρό φρούριο.
Στα μέσα του 12ου αιώνα την επισκέφθηκε ο Άραβας γεωγράφος Ιdrisi, που την περιέγραψε ως εμπορικό κέντρο με ζωηρή κίνηση.
Στον 14ο αιώνα το όνομα των Φιλίππων αναφέρεται αρκετά συχνά σε σχέση με τις κινήσεις των αντιμαχόμενων πλευρών κατά την εμφύλια διαμάχη. Η άλωση των Σερρών στα 1383 και της Θεσσαλονίκης στα 1387 σήμανε και την οριστική ενσωμάτωση της περιοχής στο Οθωμανικό κράτος. Είναι άγνωστο πότε και γιατί ερημώθηκαν τελείως.
Στα 1546-49, που την επισκέφθηκε ο περιηγητής Belon, υπήρχαν 5-6 σπίτια. Από το λαμπρό παρελθόν της έστεκαν όρθιοι, φάροι μιας ένδοξης εποχής, οι τεράστιοι πεσσοί της Βασιλικής Β’ που έδωσαν και το τουρκικό όνομα στην περιοχή: DIRECLER, τουρκική λέξη με την οποία αποδίδεται κάθε ψηλό κατακόρυφο στήριγμα.
ΤΑ ΤΕΝΑΓΗ
Αιώνες πριν, οι απέραντες εκτάσεις που αντικρίζουμε γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων και ονομάζονται τενάγη, ήταν έλος. Η πιο αξιόλογη προσπάθεια για την αποξήρανσή τους (εκτός από αυτήν που έγινε το 1930 για να μοιραστούν αγροτικοί κλήροι στους πρόσφυγες) ανήκει στον Φίλιππο Β’ βασιλιά της Μακεδονίας, τον 4ο αιώνα π.Χ. Κι αυτό, επειδή αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι η νέα πόλη που δημιούργησε και βάφτισε δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί όσο τα έλη έφταναν στις παρυφές της και εξαφάνιζαν την καλλιεργήσιμη γη.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Η ανασκαφική έρευνα άρχισε στους Φιλίππους στα 1914, από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η Αρχαιολογική Εταιρεία διενήργησαν συστηματικές ανασκαφές. Σήμερα, η Αρχαιολογική Υπηρεσία, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκη και η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή συνεχίζουν την αρχαιολογική έρευνα. Τα ευρήματα των ανασκαφών εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Φιλίππων.
Αναστηλωτικές εργασίες έχουν γίνει στα περισσότερα μνημεία του αρχαιολογικού χώρου Φιλίππων. Σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη ένα πρόγραμμα στερέωσης, αναστήλωσης και ανάπλασης του αρχαίου θεάτρου, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος 1994 «Ιστορικά Κτήρια και Χώροι Θεαμάτων».
ΤΑ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ
Οι πληροφορίες σχετικά με την πόλη που ίδρυσε ο Φίλιππος είναι λίγες σε σχέση με τις πόλεις των επόμενων περιόδων, επειδή τα μνημεία που έχουν ανασκαφεί ανήκουν κυρίως στους ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Ο επισκέπτης φτάνει σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο Φιλίππων, ακολουθώντας την παλιά εθνική οδό Καβάλας-Δράμας, που αν και δε χρησιμοποιείται πια, χωρίζει τον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων σχεδόν στη μέση. Οι αρχαιολόγοι έχουν διακρίνει το βόρειο από το νότιο τμήμα. Στο βόρειο τμήμα εντάσσονται:
Το αρχαίο θέατρο των Φιλίππων είναι αυτό που θα δείτε πρώτο μπαίνοντας στον αρχαιολογικό χώρο. Έχει γίνει ακόμη πιο διάσημο τα τελευταία χρόνια χάρη στα πολιτιστικά δρώμενα που διοργανώνονται εδώ, με σημαντικότερο το φεστιβάλ αρχαίου δράματος. Το εντυπωσιακό αυτό μνημείο είναι από τα αρχαιότερα και πιο σημαντικά οικοδομήματα της πόλης. Η σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα διαδοχικών κτιριακών αλλαγών, που αντιπροσωπεύουν διάφορες φάσεις της ιστορίας της πόλης. Βρίσκεται στη ΝΑ πλαγιά του λόφου της ακρόπολης, σε επαφή με το ανατολικό τείχος της πόλης, στο οποίο και στηρίζεται.
Η αρχική φάση του, που είναι σύγχρονη με τα τείχη της πόλης, ανάγεται στα χρόνια του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β’ (μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.) και οι διαστάσεις του αποδεικνύουν ότι πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα της αρχαιότητας. Από τη φάση αυτή σώζονται οι αναλημματικοί τοίχοι (κατακόρυφοι τοίχοι που στήριζαν το κοίλο του θεάτρου) του κοίλου, δηλαδή του χώρου όπου κάθονται οι θεατές, και των παρόδων, των διαδρόμων που οδηγούσαν προς την ορχήστρα του θεάτρου. Την εποχή αυτή η ορχήστρα, ο υπαίθριος κεντρικός χώρος όπου «παίζουν» οι ηθοποιοί, είχε σχήμα πετάλου. Το θέατρο αυτό, εξακολούθησε να χρησιμοποιείται κι από τους Ρωμαίους αποίκους, αφού διασκευάστηκε για να προσαρμοστεί στα νέα θεάματα της ρωμαϊκής κοινωνίας και για να δεχθεί πολυάριθμους θεατές. Τον 2ο αιώνα μ.Χ., το θέατρο αποκτά τυπική ρωμαϊκή μορφή, με μεγαλοπρεπές τριώροφο κτίριο σκηνής, ορχήστρα στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες και κοίλο που επεκτείνεται πάνω από τις παρόδους, που καλύπτονται με θολωτές κατασκευές. Μια εικόνα της μορφής αυτής του θεάτρου μας δίνει η νότια στοά του κτιρίου της σκηνής, που αναστηλώθηκε πρόσφατα και φέρει στα μέτωπα των πεσσών ανάγλυφες πλάκες με παραστάσεις που σχετίζονται με το θεό Διόνυσο (μαινάδες κ.ά.).
Τον 3ο αιώνα μ.Χ., το θέατρο μετατρέπεται σε αρένα για τις θηριομαχίες. Κατεδαφίζεται το προσκήνιο και αφαιρούνται οι πρώτες σειρές των καθισμάτων του κοίλου. Στην περιφέρεια της ορχήστρας υψώνεται τοίχος, ύψους 1,20 μ., με κιγκλίδωμα για την προστασία των θεατών από τα θηρία. Μάλιστα για την παραμονή και την πιο εύκολη μεταφορά των θηρίων στην αρένα, δημιουργήθηκε στο νότιο άκρο της ορχήστρας, ένας μεγάλος ορθογώνιος υπόγειος χώρος. Στη φάση αυτή θα πρέπει να κατασκευάστηκε και το επιθέατρο, μία καμαροσκέπαστη κατασκευή στο ψηλότερο μέρος του κοίλου, που στήριζε νέες σειρές εδωλίων και αύξησε την χωρητικότητα του θεάτρου.
Στη διάρκεια των πρώιμων Βυζαντινών χρόνων το κτίριο της σκηνής και η περιοχή στα ΝΑ του θεάτρου φιλοξενεί εργαστήρια. Τέλος, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο λιθόστρωτος δρόμος, που ως τις αρχές του 20ου αιώνα ένωνε την Καβάλα με τη Δράμα, διασχίζοντας τον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων, περνά μπροστά από το θέατρο.
Οι πρώτες πληροφορίες που έχουμε για το θέατρο στη σύγχρονη εποχή προέρχονται από τους Ευρωπαίους περιηγητές που επισκέπτονται την περιοχή από τα μέσα του 16ου αιώνα. Η συστηματική ανασκαφή του θεάτρου ξεκινά το 1921-1927 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και συνεχίζεται στο τέλος της δεκαετίας του ’50 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία με τον Δ. Λαζαρίδη. Στο διάστημα αυτό το θέατρο δέχθηκε γρήγορες και πρόχειρες επεμβάσεις για να μπορέσει να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του φεστιβάλ Φιλίππων. Κατά την αποκατάσταση του θεάτρου των Φιλίππων το 1950 έγινε εκτεταμένη χρήση τσιμέντου. Παρ’ όλα αυτά το μνημείο έχει αναστηλωθεί στο μεγαλύτερο μέρος του και το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Το θέατρο Κάθε καλοκαίρι ο δήμος Καβάλας διοργανώνει εκεί το Φεστιβάλ Φιλίππων, το δεύτερο παλαιότερο φεστιβάλ της χώρας έπειτα από εκείνο της Επιδαύρου. Η ΙΗ’ ΕΠΚΑ Καβάλας ξανάρχισε το 1974 τις ανασκαφικές έρευνες και από το 1993, σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ., ξεκίνησε πρόγραμμα με ανασκαφικές έρευνες, μελέτες συντήρησης, αποκατάστασης και αναστήλωσης του θεάτρου, που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ Α’
Το επόμενο αξιόλογο μνημείο μπροστά στο οποίο θα βρεθείτε είναι η Βασιλική Α’. Μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος στην ανατολική πλευρά, που χρονολογείται στο τέλος του 5ου αιώνα και διακρίνεται για τη μεγαλοπρέπεια του γλυπτικού διακόσμου (κιονόκρανα, επίκρανα, θωράκια). Χρονολογείται γύρω στα 500 μ.Χ. Το μέγεθος και η θέση της αποτελούν στοιχεία για να αντιληφθεί κανείς πόσο πολύ σπουδαία και λαμπρή ήταν. Έχει μήκος 136 μ. και πλάτος μαζί με τα προκτίσματα της βόρειας πλευράς 50 μ. Πρόκειται δηλαδή για τη μεγαλύτερη βασιλική που έχει ανασκαφεί. Στο ιερό βήμα μετά την πελώρια αψίδα της κόγχης υπήρχε τεράστιο σύνθρονο και μπροστά του, στη θέση της Αγίας τράπεζας, αποκαλύφθηκε το εγκαίνιο με μορφή τετράγωνης τάφρου. Μέσα σε αυτήν τοποθετούσαν το μαρμάρινο ή μεταλλικό κιβώτιο που περιείχε τεμάχια ιερών λειψάνων μαρτύρων τυλιγμένα μέσα σε ύφασμα. Στον κυρίως ναό και στα δεξιά του κεντρικού κλίτους σώζεται η βάση του μεγάλου και επιβλητικού άμβωνα. Μετά το νάρθηκα ήταν η φιάλη ή κρήνη στη μέση της αυλής, που επεκτείνονταν μέχρι τον δυτικό τοίχο, στου οποίου στη μια από τις πέντε κόγχες, τη μεσαία και υπερυψωμένη στεκόταν ο Επίσκοπος κατά το προλειτουργικό στάδιο. Η φιάλη ήταν διόροφη. Κίονες βάσταζαν τόξα διακοσμημένα και έδιναν στο τεράστιο οικοδόμημα χαρακτήρα μνημειώδη και μεγαλοπρεπή. Στη βόρεια πλευρά, μεταξύ του βορείου τοίχου του ναού και του λαξευμένου βράχου του λόφου της Ακρόπολης, διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση το βαπτιστήριο και άλλοι χώροι απαραίτητοι στην τέλεση του βαπτίσματος. Το δάπεδο του βαπτιστηρίου και των προθαλάμων ήταν στρωμένο με πλάκες πολύχρωμων μαρμάρων, ενώ οι τοίχοι καλυπτόταν με τοιχογραφίες. Από τον προθάλαμο του βαπτιστηρίου ξεκινούσε το κλιμακοστάσιο, που οδηγούσε στα υπερώα της Βασιλικής. Μετά από 100 χρόνια λειτουργίας του ναού, πιθανόν το 600 μ.Χ., ο ναός ισοπεδώνεται μάλλον από σεισμό, χωρίς να ξανακτισθεί. Ο χώρος του βαπτιστηρίου διαμορφώθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους σε ναϊσκο, διατηρώντας και μαρτυρώντας την ιερότητα του χώρου.
ΦΥΛΑΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
Σύμφωνα με την παράδοση πιστεύεται ότι στο χώρο αυτό φυλακίστηκε ο Παύλος. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μια ρωμαϊκή δεξαμενή, που μετατράπηκε σε λατρευτικό χώρο.
ΑΡΧΑΙΑ ΑΓΟΡΑ-FORUM
Κατευθυνόμενοι προς τη Βασιλική Β’, θα περπατήσετε λίγο στο χώρο της ρωμαϊκής Αγοράς (forum), που αποτελούσε το διοικητικό κέντρο των Φιλίππων στη ρωμαϊκή εποχή. Βρίσκεται στο κέντρο της αρχαίας πόλης, ανάμεσα σε δυο μεγάλους παράλληλους πλακόστρωτους δρόμους, από τους οποίους ο βόρειος έχει ταυτιστεί με την αρχαία Εγνατία οδό. Η οδός αυτή συνέδεε δύο πύλες των τειχών της πόλης και αποτελεούσε τον decumanus maximus της ρωμαϊκής αποικίας. Πρόκειται για ενιαία σχεδιασμένο συγκρότημα δημοσίων κτηρίων (ναοί, δικαστήρια, βιβλιοθήκη, καταστήματα), τα ερείπια των οποίων θα δείτε να απλώνονται γύρω από μια κεντρική πλατεία, με μνημειακά κτίσματα, τον ΒΑ αφιερωμένο στην αυτοκρατορική λατρεία και τον ΒΔ ναό ή curia. Η αρχαιότερη φάση της ρωμαϊκής αγοράς των Φιλίππων χρονολογείται στον 1ο αιώνα μ.Χ., στην ιουλιοκλαυδιανή περίοδο και έχει χτιστεί πάνω σε κτίρια της πόλης των ελληνιστικών και πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων. Στην εποχή των Αντωνίνων, περίοδο μεγάλης άνθησης για τη ρωμαϊκή αποικία των Φιλίπων, χτίστηκε στην ίδια θέση ένα νέο forum στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου (161-187 μ.Χ.). Στο forum της εποχής των Αντωνίνων διατηρήθηκε η αρχική κεντρική πλατεία, γύρω όμως από αυτήν χτίστηκαν νέα κτίρια, πολύ πιο μνημειακά, τα ερείπια των οποίων δεσπόζουν σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο. Η αγορά έχει αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό, λόγω της ανέγερσης της Βασιλικής Β’.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ Β’
Το πιο διάσημο μνημείο του νότιου τμήματος του αρχαιολογικού χώρου είναι η επιβλητική Βασιλική Β’, που είναι χτισμένη στη νότια πλευρά της ρωμαϊκής αγοράς. Η μεγάλη και ωραία Βασιλική Β’, στο κεντρικότερο σημείο της πόλης των Φιλίππων κτίσθηκε το 550 μ.Χ περίπου. Πριν όμως ολοκληρωθούν οι εξωραϊστικές εργασίες του εσωτερικού χώρου, κατέρρευσε ο τρούλος. Μένουν επιβλητικά υψωμένοι οι παράπλευροι τοίχοι να φθείρονται από τον χρόνο και τους ανθρώπους. Η αναστήλωση του μνημείου έγινε το 1995-96. Το οικοδόμημα απομακρύνεται ως προς την αρχιτεκτονική του από τον τύπο της ελληνικής βασιλικής και πλησιάζει τον τύπο της βασιλικής με τρούλο, όπως είναι η Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως. Δύο κιονοστοιχίες με 6 κολώνες η κάθε μια χώριζαν το εσωτερικό σε τρία κλίτη, με ολικό πλάτος 31 μ. Το μεσαίο κλίτος στεγαζόταν με μια μεγάλη καμάρα. Η αρχή των τόξων που την στήριζαν, φαίνεται ψηλά στους πεσσούς. Επάνω από τα πλάγια κλίτη και το νάρθηκα ήταν ο γυναικωνίτης που είχε μορφή Π. Ο μαρμάρινος στηλοβάτης του τέμπλου σώζεται στη θέση του και το ιερό στην ανατολική του πλευρά έχει μια μεγάλη ημικυκλική αψίδα. Συμμετρικά στην αψίδα του ιερού είναι κτισμένες δυο μικρές αψίδες στη ΒΑ και ΝΑ γωνία της εκκλησίας, που ανήκουν στα προκτίσματα.
Στα ΒΑ βρίσκεται το βαπτιστήριο, ένα τετράγωνο δωμάτιο (6,89Χ5,57 μ.). Το δάπεδό του πλακοστρωμένο άλλοτε, έχει στο μέσο μια τετράγωνη αβαθή λεκάνη (2,51Χ1,83 μ.), εφοδιασμένη με αγωγό για την αποχέτευση του νερού. Το βαπτιστήριο επικοινωνεί στα ανατολικά του με ένα στενόμακρο δωμάτιο που καταλήγει σε μια μικρή αψίδα. Το δωμάτιο αυτό χρησιμοποιούνταν κατά την τελετή του βαπτίσματος και ίσως ήταν κατηχουμενείο ή χρισμάριο. Στη ΒΑ γωνία υπάρχει χώρος που μάλλον ήταν το διακονικό της εκκλησίας κι όταν αυτή καταστράφηκε, τότε το δωμάτιο μεταβλήθηκε σε παρεκκλήσι. Τα τρία κλίτη του ναού επικοινωνούν με το νάρθηκα με τρεις εισόδους.
ΠΑΛΑΙΣΤΡΑ
Στα δυτικά της παλαιοχριστιανικής Βασιλικής Β’ οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει τα ερείπια της παλαίστρας που χρονολογείται στο 2ο αιώνα μ.Χ. Το κτίριο επικοινωνούσε με τη μεγάλη Εμπορική οδό. Η περίστυλη κεντρική αυλή ήταν χώρος ασκήσεων. Στα δυτικά υπήρχαν δωμάτια και στα ανατολικά ένα μικρό αμφιθέατρο με επτά σειρές εδωλίων. Ο καλύτερα διατηρημένος χώρος είναι οι βεσπασιανές στη νοτιοανατολική γωνία του κτιρίου. Με κλίμακα, από την οποία σώζονται εννέα βαθμίδες, κατεβαίνουμε σ’ έναν προθάλαμο που οδηγεί στην αίθουσα των βεσπασιανών. Στις τρεις πλευρές της αίθουσας υπάρχει συνεχόμενο έδρανο με 42 κυκλικές οπές. Κάτω από το έδρανο υπάρχει βαθιά υπόνομος με συνεχή ροή νερού, με την οποία εξασφαλιζόταν η μόνιμη καθαριότητα του χώρου. Το κτιριακό συγκρότημα της παλαίστρας χτίστηκε στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. και καταστράφηκε με το τέλος της αρχαίας πόλης και την ανέγερση της παλαιοχριστιανικής Βασιλικής Β’ στην περιοχή αυτή.
Το συγκρότημα του Οκταγώνου βρίσκεται στη νότια πλευρά του αρχαιολογικού χώρου και έχει δική του περίφραξη και φύλαξη. Ένα κίτρινο τόξο θα σας δείξει το δρόμο προς τη λεγόμενη τρίκλιτη στοά του Οκταγώνου. Ναός Παλαιοχριστιανικός οκταγωνικού τύπου, στην ανατολική πλευρά της Αγοράς, που άρχισε να ανασκάπτεται στη δεκαετία του ’60 από το Στυλιανό Πελεκανίδη, καθηγητή της Βυζαντινής αρχαιολογίας, έφερε στο φως άλλους δύο επάλληλους αρχαιότερους ναούς και καθώς συνεχίζονταν οι ανασκαφές των προκτισμάτων και κοντινών άλλων οικοδομημάτων, άρχισε να γίνεται πλέον λόγος για το συγκρότημα του Οκταγώνου. Γύρω από τον Οκταγωνικό ναό αναπτύσσονται βαπτιστήριο και άλλα προκτίσματα, δημόσιος λουτρώνας, επισκοπικό μέγαρο και αποθήκες.
ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟ
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.