Sir Steven Runciman, Άγιοι Τόποι. Οι προσκυνητές του Χριστού
Συγγραφέας: kantonopou στις 24 Απριλίου, 2012
Φωτό από εδώ
Α Γ Ι Ο Ι Τ Ο Π Ο Ι
ΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
«ἑστῶτες ἦσαν οἱ πόδες ἡμῶν ἐν ταῖς αὐλαῖς σου, ῾Ιερουσαλήμ.» ΨΑΛΜΟΣ 121, 2
Sir STEVEN RUNCIMAN
Η επιθυμία να γίνει κανείς προσκυνητής είναι βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση. Να σταθούμε εκεί που εκείνοι που σεβόμαστε είχαν σταθεί, να δούμε τα μέρη όπου γεννήθηκαν και μόχθησαν και πέθαναν, μας δίνει ένα αίσθημα μυστικής επαφής μαζί τους και είναι πρακτική έκφραση του σεβασμού μας. Και αν οι μεγάλοι άνθρωποι του κόσμου έχουν τα ιερά τους στα οποία οι θαυμαστές τους έρχονται από μακριά, ακόμα πιο πολύ συρρέουν οι άνθρωποι με προθυμία στους τόπους όπου, όπως πιστεύουν, το θείο έχει αγιάσει τη γη.
Στις αρχαιότερες ημέρες του Χριστιανισμού τα προσκυνήματα ήσαν σπάνια. Οι παλαιότεροι χριστιανοί θεωρούσαν ότι έπρεπε να τονίζουν περισσότερο την θεότητα και την οικουμενικότητα του Χριστού παρά την ανθρώπινη φύση του, και οι ρωμαϊκές αρχές δεν ενθάρρυναν ταξίδια στην Παλαιστίνη. Η ίδια η Ιερουσαλήμ, καταστρεμμένη από τον Τίτο, έμενε ερειπωμένη ώσπου ο Αδριανός την ξανάχτισε ως την ρωμαϊκή πόλη Αιλία. Αλλά οι χριστιανοί δεν λησμόνησαν τη σκηνή του δράματος της ζωής του Χριστού. Ο σεβασμός τους προς τον τόπο του Γολγοθά υπήρξε τέτοιος ώστε ο Αδριανός επίτηδες ίδρυσε εκεί έναν ναό στην Αφροδίτη Καπιτωλίνα. Τον τρίτο αιώνα η σπηλιά της Βηθλεέμ όπου είχε γεννηθεί ο Χριστός ήταν πολύ γνωστή σ’ αυτούς· και οι χριστιανοί ταξίδευαν εκεί και στο Όρος των Ελαιών και στον Κήπο της Γεθσημανή και στον τόπο της Αναλήψεως. Μια επίσκεψη σ’ αυτούς τους ιερούς χώρους προς τον σκοπό της προσευχής και για ν’ αποκτήσουν πνευματική αξία αποτελούσε ήδη ένα μέρος από τις χριστιανικές συνήθειες[i].
Με τον θρίαμβο του σταυρού η συνήθεια απλώθηκε. Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ήταν ευτυχής να δίνει δύναμη στη θρησκεία που είχε διαλέξει. Η μητέρα του, η αυτοκράτειρα Ελένη, η πιο εξαίρετη και η πιο επιτυχής από τους μεγάλους αρχαιολόγους του κόσμου, ξεκίνησε για την Παλαιστίνη για ν’ ανακαλύψει τον Γολγοθά και να βρει όλα τα λείψανα του αγίου πάθους. Ο αυτοκράτωρ επικύρωσε την ανακάλυψή της κτίζοντας εκεί μια εκκλησία, η οποία παρ’ όλες της τις περιπέτειες παρέμεινε το ανώτατο ιερό της Χριστιανοσύνης, η Εκκλησία του Παναγίου Τάφου[ii].
Αμέσως άρχισε να συρρέει ένα κύμα προσκυνητών στους τόπους των μόχθων της Ελένης. Δεν μπορούμε να πούμε τον αριθμό τους επειδή οι περισσότεροι δεν άφησαν μνημόνιο του ταξιδιού των. Αλλά, ήδη το 333, πριν ακόμα τελειώσουν οι ανασκαφές της, ένας ταξιδιώτης που έγραψε για το ταξίδι του, έκανε όλον το δρόμο από το Bordeaux στην Παλαιστίνη[iii]. Λίγο αργότερα βρίσκομε την περιγραφή ενός γύρου που έγινε από μια ακάματη κυρία γνωστή άλλοτε ως Etheria και άλλοτε ως Αγία Silvia of Aquitaine[iv]. Προς το τέλος του αιώνα, ένας από τους μεγάλους πατέρες της λατινικής Χριστιανοσύνης, ο Άγιος Ιερώνυμος, εγκαταστάθηκε στην Παλαιστίνη και τράβηξε πίσω του τον κύκλο των πλουσίων και κοσμικών γυναικών, που κάθονταν μπροστά στα πόδια του στην Ιταλία. Στο κελί του, στην Βηθλεέμ, δεχόταν μια συνεχή συνοδεία ταξιδιωτών, οι οποίοι έρχονταν να του υποβάλουν τα σέβη τους αφού είχαν ιδεί τους Αγίους Τόπους[v]. Ο Άγιος Αυγουστίνος, ο πιο πνευματικός από τους δυτικούς πατέρες, θεωρούσε τα προσκυνήματα άτοπα και μάλιστα επικίνδυνα και οι Έλληνες πατέρες έτειναν να συμφωνήσουν μαζί του[vi], αλλά ο Άγιος Ιερώνυμος, αν και δεν υποστήριζε ότι η παραμονή στην Ιερουσαλήμ είχε πνευματική αξία, τόνιζε ότι ήταν πράξη πίστεως να προσεύχεται κανείς εκεί που είχαν πατήσει τα πόδια του Χριστού[vii]. Η άποψή του ήταν πιο δημοφιλής από τη γνώμη του Αυγουστίνου. Τα προσκυνήματα πολλαπλασιάστηκαν, ενθαρρυνόμενα από τις αρχές. Στα πρώτα χρόνια του επόμενου αιώνα λένε ότι υπήρχαν ήδη διακόσια μοναστήρια και ξενοδοχεία στην Ιερουσαλήμ ή γύρω απ’ αυτήν, για να δέχονται τους προσκυνητές και σχεδόν όλα κάτω από την αιγίδα του αυτοκράτορα[viii].
Κατά τα μέσα της πέμπτης εκατονταετηρίδας αυτή η αρχική προτίμηση για την Ιερουσαλήμ έφθασε στο ανώτατο σημείο της. Η αυτοκράτειρα Ευδοκία, που γεννήθηκε ως κόρη ενός ειδωλολάτρη φιλοσόφου των Αθηνών, εγκαταστάθηκε εκεί ύστερ’ από μια δυστυχισμένη ζωή που είχε περάσει στην αυλή. Πολλά ευλαβή μέλη της βυζαντινής αριστοκρατίας την ακολούθησαν. Κατά τα διαστήματα, όταν δεν έγραφε ύμνους, υποστήριζε τη νέα μόδα να μαζεύουν άγια λείψανα· η ίδια έβαλε το θεμέλιο της μεγάλης συλλογής στην Κωνσταντινούπολη στέλνοντας εκεί την εικόνα της Παναγίας ζωγραφισμένη από τον Άγιο Λουκά[ix].
Το παράδειγμά της ακολούθησαν προσκυνητές από τη Δύση όπως και από την Κωνσταντινούπολη. Από αμνημονεύτους χρόνους οι υλικές πολυτέλειες της ζωής έρχονταν από την Ανατολή. Τώρα πήγαιναν προς τη Δύση και θρησκευτικές πολυτέλειες. Ο Χριστιανισμός ήταν στην αρχή ανατολική θρησκεία. Οι περισσότεροι από τους πρώτους χριστιανούς αγίους και μάρτυρες ήταν ανατολίτες. Υπήρχε μια επεκτεινόμενη τάση να λατρεύονται οι άγιοι. Αυθεντίες, όπως ο Προυδέντιος και ο Εννόδιος, δίδασκαν ότι στους τάφους των μπορούσε να βρεθεί θεία βοήθεια και ότι τα σώματά τους ήσαν ικανά να κάνουν θαύματα[x]. Άνδρες και γυναίκες ταξίδευαν τώρα μακριά για να δουν ένα λείψανο. Ακόμα πιο πολύ, επιχειρούσαν ν’ αποκτήσουν ένα, να το πάρουν στο σπίτι τους και να το τοποθετήσουν στο τοπικό τους ιερό. Τα σπουδαιότερα λείψανα παρέμειναν στην Ανατολή, του Χριστού στην Ιερουσαλήμ, ώσπου μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και των αγίων ως επί το πλείστον στις γενέτειρές των. Αλλά δευτερεύοντα λείψανα άρχισαν να εισδύουν στη Δύση, που τα έφερνε κάποιος τυχερός προσκυνητής ή κάποιος επιχειρηματικός έμπορος, ή στέλνονταν ως δώρα σε κάποιον ηγεμόνα. Σε λίγο ακολούθησαν μικρές ποσότητες από σπουδαιότερα λείψανα, κατόπιν σημαντικά λείψανα στο ακέραιο. Όλ’ αυτά συνετέλεσαν για να τραβήξουν την προσοχή της Δύσεως προς την Ανατολή. Οι κάτοικοι της Langres, υπερήφανοι για την κατοχή ενός δαχτύλου του αγίου Μάμαντος, ήθελαν οπωσδήποτε να επισκεφθούν την Καισάρεια της Καππαδοκίας όπου ο Άγιος είχε ζήσει[xi]. Οι καλογριές της Chamalières, με τα κόκαλα της Θέκλας στο παρεκκλήσι τους, έδειχναν προσωπικό ενδιαφέρον για την γενέτειρά της, την Σελεύκεια των Ισαύρων[xii]. Όταν μία κυρία από την Maurienne έφερε από τα ταξίδια της τον αντίχειρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστή, όλοι οι φίλοι της ένοιωσαν την επιθυμία ν’ αναζητήσουν το σώμα του στη Σαμάρεια και την κάρα του στη Δαμασκό[xiii]. Ολόκληρες πρεσβείες στέλνονταν με την ελπίδα να εξασφαλίσουν έναν τέτοιο θησαυρό, ίσως ένα μπουκαλάκι από το Άγιο Αίμα ή ένα κομμάτι από τον ίδιο τον Τίμιο Σταυρό. Εκκλησίες ιδρύθηκαν στη Δύση στο όνομα ανατολιτών αγίων ή του Παναγίου Τάφου. Και πολύ συχνά, ένα ποσοστό από τα έσοδά των έμπαινε κατά μέρος για να σταλεί στους αγίους τόπους από τους οποίους είχαν πάρει τα ονόματά τους.
Αυτή η αμοιβαία σχέση υποβοηθήθηκε από το εμπόριο που εξακολουθούσε να γίνεται γύρω στις ακτές της Μεσογείου. Σιγά-σιγά κι αυτό παρήκμαζε εξ αίτιας της αυξανόμενης φτώχειας της Δύσεως και κατά καιρούς σταματούσε, όπως όταν οι Βάνδαλοι πειρατές κατά τα μέσα του πέμπτου αιώνα είχαν καταστήσει τις θάλασσες ανασφαλείς για άοπλους εμπόρους. Η δυσαρέσκεια και οι αιρέσεις στην Ανατολή πρόσθεσαν και άλλες δυσκολίες. Αλλά υπάρχουν πολλά οδοιπορικά γραμμένα κατά τον έκτο αιώνα από δυτικούς προσκυνητές που είχαν ταξιδέψει στην Ανατολή με ελληνικά ή σύρια εμπορικά πλοία· και οι ίδιοι οι έμποροι μετέφεραν θρησκευτικές ειδήσεις και κουτσομπολιά όπως επιβάτες και εμπορεύματα. Χάρη στους περιηγητές και στους εμπόρους ο ιστορικός Γρηγόριος της Τύρου ήταν καλά πληροφορημένος για τα ζητήματα της Ανατολής. Υπάρχει το κείμενο μιας συνομιλίας μεταξύ του Αγίου Συμεών του Στυλίτη και ενός Σύρου εμπόρου ο οποίος τον είδε απάνω στη στήλη του κοντά στο Χαλέπι, κατά την οποία ο Άγιος Συμεών ζήτησε πληροφορίες για την Αγία Γενεβιέβη των Παρισίων και της έστειλε ένα προσωπικό μήνυμα[xiv]. Παρά τις θρησκευτικές και πολιτικές έριδες των ανωτέρων αρχών, οι σχέσεις μεταξύ των ανατολικών και των δυτικών χριστιανών παρέμεναν πολύ εγκάρδιες και στενές.
Με τις αραβικές κατακτήσεις αυτή η περίοδος τελείωσε. Σύριοι έμποροι δεν έφθαναν πια στις ακτές της Γαλλίας και της Ιταλίας, φέρνοντας τα εμπορεύματά τους και τις ειδήσεις των. Υπήρχαν πάλι πειρατές στη Μεσόγειο. Οι μωαμεθανοί κυβερνήτες της Παλαιστίνης έβλεπαν με υποψία τους χριστιανούς ταξιδιώτες από το εξωτερικό. Το ταξίδι ήταν δαπανηρό και δύσκολο, και πολύ λίγος πλούτος είχε απομείνει στη δυτική Χριστιανοσύνη. Αλλά η επικοινωνία δεν είχε διακοπεί εντελώς. Οι δυτικοί χριστιανοί εξακολουθούσαν να σκέπτονται τους Αγίους Τόπους της Ανατολής με συμπάθεια και με πόθο. Όταν, το 682, ο Πάπας Μαρτίνος Ι κατηγορήθηκε ότι είχε φιλικές σχέσεις με τους μωαμεθανούς, εξήγησε ότι το κίνητρό του ήταν να πάρει άδεια να στείλει ελεημοσύνες στην Ιερουσαλήμ[xv]. Το 670, ο Φράγκος επίσκοπος Arnulf ξεκίνησε για την Ανατολή και κατόρθωσε να κάνει έναν πλήρη γύρο της Αιγύπτου, της Συρίας και της Παλαιστίνης και να επιστρέψει μέσω Κωνσταντινουπόλεως· αλλά το ταξίδι διήρκεσε αρκετά χρόνια κι αυτός ο ίδιος συνάντησε πολλές αντιξοότητες και υπέστη πολλές κακουχίες[xvi]. Ξέρομε τα ονόματα άλλων προσκυνητών της εποχής, όπως του Vulphy από την Rue της Πικαρδίας, ή του Bercaire από το Montier-en-Der της Βουργουνδίας και του φίλου του Waimer[xvii]. Αλλά οι ιστορίες των έδειξαν ότι μόνο σκληροί και επιχειρηματικοί άνθρωποι μπορούσαν να ελπίσουν ότι θα έφθαναν στην Ιερουσαλήμ. Γυναίκες δεν φαίνεται να είχαν διακινδυνεύσει το προσκύνημα.
Κατά την όγδοη εκατονταετηρίδα ο αριθμός των προσκυνητών αυξήθηκε. Έφθασαν μάλιστα και μερικοί από την Αγγλία, από τους οποίους ο πιο διάσημος υπήρξε ο Willibald, που πέθανε το 781 ως επίσκοπος του Eichstadt στη Βαυαρία. Κατά τη νεότητά του είχε πάει στην Παλαιστίνη· έφυγε από τη Ρώμη το 722 και ξαναγύρισε εκεί, ύστερ’ από πολλές δυσάρεστες περιπέτειες, μόνο το 729[xviii]. Προς το τέλος του αιώνα φαίνεται ότι υπήρξε κάποια απόπειρα να οργανωθεί το προσκύνημα, υπό την αιγίδα του Καρόλου του Μεγάλου. Ο Κάρολος είχε αποκαταστήσει την τάξη και κάποια ευημερία στη Δύση και είχε συνάψει καλές σχέσεις με τον χαλίφη Αρούν αλ-Ρασίδ. Τα ξενοδοχεία που είχαν ανεγερθεί με τη βοήθειά του στους Αγίους Τόπους δείχνουν ότι στην εποχή του πρέπει να είχαν φθάσει πολλοί προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ και γυναίκες μεταξύ των. Καλογριές από την χριστιανική Ισπανία είχαν σταλεί να υπηρετήσουν στον Πανάγιο Τάφο[xix]. Αλλ’ αυτή η δραστηριότητα δεν διήρκεσε πολύ. Η καρολίνεια αυτοκρατορία έπεσε σε παρακμή. Μωαμεθανοί πειρατές εμφανίσθηκαν πάλι στην ανατολική Μεσόγειο. Από τη Δύση ήρθαν Νορβηγοί πειρατές. Όταν ο Βερνάρδος ο Σοφός από την Βρετανία, επεσκέφθη την Παλαιστίνη το 870, βρήκε τα ιδρύματα του Καρόλου ακόμα σε λειτουργία, αλλά αδειανά και ν’ αρχίζουν να χαλούν. Ο Βερνάρδος είχε κατορθώσει να κάνει το ταξίδι παίρνοντας ένα διαβατήριο από τις μωαμεθανικές αρχές που τότε κυβερνούσαν στο Bari, στη νότια Ιταλία αλλά κι αυτό το διαβατήριο δεν υπήρξε ικανό να του επιτρέψουν ν’ αποβιβασθεί στην Αλεξάνδρεια[xx].
Η μεγάλη εποχή του προσκυνήματος αρχίζει με τον δέκατο αιώνα. Οι Άραβες έχασαν τις τελευταίες πειρατικές φωλιές τους στην Ιταλία και τη νότια Γαλλία κατά την διάρκεια του αιώνα, και η Κρήτη είχε αποσπασθεί από αυτούς το 961. Ήδη εκείνο τον καιρό, το βυζαντινό ναυτικό είχε για ένα διάστημα αρκετά την κυριαρχία στις θάλασσες ώστε να έχει τελείως αναζωογονηθεί το θαλάσσιο εμπόριο στη Μεσόγειο. Ελληνικά και ιταλικά εμπορικά πλοία έπλεαν ελεύθερα μεταξύ των λιμανιών της Ιταλίας και της αυτοκρατορίας και είχαν αρχίσει, με την καλή θέληση των μωαμεθανικών αρχών, ν’ ανοίγουν εμπόριο με την Συρία και την Αίγυπτο. Ήταν εύκολο για έναν προσκυνητή να εξασφαλίσει μια θέση κατ’ ευθείαν από τη Βενετία ή το Bari για την Τρίπολη ή την Αλεξάνδρεια, αν και οι περισσότεροι ταξιδιώτες προτιμούσαν να σταματούν στην Κωνσταντινούπολη για να δουν τη μεγάλη συλλογή της από άγια λείψανα και κατόπιν να συνεχίζουν δια θαλάσσης ή από το δρόμο της ξηράς, τον οποίον οι πρόσφατες βυζαντινές στρατιωτικές επιτυχίες είχαν καταστήσει ασφαλή. Στην ίδια την Παλαιστίνη, οι μωαμεθανικές αρχές, είτε αββασίδικες, φατιμίδικες ή ισχίδικες, σπάνια δημιουργούσαν δυσκολίες, αλλά, μάλλον δέχονταν καλά τους ταξιδιώτες για τον πλούτο που έφερναν στην επαρχία.
Η βελτίωση των συνθηκών του προσκυνήματος είχε την επίδρασή της στην δυτική θρησκευτική σκέψη. Δεν είναι βέβαιο σε ποια εποχή τα προσκυνήματα καθορίστηκαν για πρώτη φορά ως κανονικές ποινές. Τα παλιά μεσαιωνικά poenitentialia συνιστούσαν όλα ένα προσκύνημα, συνήθως όμως χωρίς να δίνουν καθορισμένο τόπο. Μεγάλωνε όμως η πεποίθηση ότι ορισμένοι άγιοι τόποι είχαν ειδική πνευματική αρετή η οποία επιδρούσε σ’ εκείνους που τους επισκέπτονταν και μάλιστα μπορούσαν να δίνουν συγχώρηση από αμαρτίες. Έτσι ο προσκυνητής ήξερε ότι όχι μόνο θα μπορούσε να προσκυνήσει τα γήινα λείψανα και εκείνα που περιέβαλλαν τον Θεό και τους αγίους του και έτσι να έρθει σε μυστική επαφή μ’ αυτούς, αλλ’ επίσης θα μπορούσε να πάρει τη συγχώρηση του Θεού για τις κακές του πράξεις. Από τον δέκατο αιώνα και έπειτα τέσσερα ιερά είχαν τη φήμη πως κατείχαν αυτή τη δύναμη, του Αγίου Ιακώβου στην Κομποστέλλα της Ισπανίας και του Αγίου Μιχαήλ στο Μόντε Γκαργκάνο στην Ιταλία, πολλά ιερά μέρη στη Ρώμη, και, πάνω απ’ όλα, οι Άγιοι Τόποι στην Παλαιστίνη. Τώρα ήταν πια ευκολότερο να πάει κανείς σε όλα αυτά, χάρη στην αποχώρηση ή στην καλή θέληση των μωαμεθανών. Αλλά το ταξίδι δεν έπαυε να είναι αρκετά μακρύ και κουραστικό για να επιδράσει στην λογική και στο θρησκευτικό αίσθημα του μεσαιωνικού ανθρώπου. Ήταν φρόνιμο ν’ απομακρύνεται ένας εγκληματίας για χρονικό διάστημα ενός χρόνου ή και περισσότερο από τη σκηνή του εγκλήματός του. Οι κακουχίες και τα έξοδα του ταξιδιού του θα ήσαν μια τιμωρία γι’ αυτόν, ενώ η εκπλήρωση της αποστολής του και η συναισθηματική ατμόσφαιρα του τόπου του προορισμού του θα του έδιναν ένα αίσθημα πνευματικής καθάρσεως και δυνάμεως. Επέστρεφε καλύτερος άνθρωπος[xxi].
Τυχαίες παραπομπές στους χρονογράφους μας λένε για συχνά προσκυνήματα, αν και τα ονόματα των προσκυνητών που έχομε είναι αναγκαστικά μόνο των μεγαλυτέρων προσωπικοτήτων. Από τους μεγάλους άρχοντες και κυρίως της Δύσεως ήταν η Χίλντα, κόμισσα της Σουηβίας η οποία πέθανε στο ταξίδι της το 969, και η Ιουδίθ, δούκισσα της Βαυαρίας, γυναικαδέλφη του αυτοκράτορα Όθωνος Ι, της οποίας η περιήγηση έγινε το 970. Οι κόμητες της Ardèche, της Βιέννης, του Βερντέν, του Αρσύ, της Ανχάλτης και της Γκορίτζια, όλοι υπήρξαν προσκυνητές. Ανώτεροι κληρικοί ήσαν ακόμα πιο τακτικοί. Ο Άγιος Conrad, επίσκοπος της Constance, έκανε τρία χωριστά ταξίδια στην Ιερουσαλήμ και ο Άγιος Ιωάννης, επίσκοπος της Πάρμας, όχι λιγότερα από έξι. Ο επίσκοπος της Ολιβόλα ήταν εκεί το 920. Μεταξύ των αββάδων προσκυνητών ήσαν ο του Saint-Cylar, του Φλαβινύ, του Ωριγιάκ, του Saint Aubin d’Angers και του Montier-en-Der. Όλοι αυτοί οι εξέχοντες ταξιδιώτες έφερναν μαζί τους ομάδες από ταπεινούς άνδρες και γυναίκες των οποίων τα ονόματα δεν ενδιέφεραν τους συγγραφείς της εποχής[xxii].
Αυτή η δραστηριότητα ήταν κυρίως αποτέλεσμα ιδιωτικής επιχειρήσεως. Αλλά μια νέα δύναμη εμφανιζόταν στην ευρωπαϊκή πολιτική, η οποία ανάμεσα στα αλλά της έργα ανέλαβε και την οργάνωση της κινήσεως των προσκυνητών. Το 910 ο κόμης William I of Aquitaine ίδρυσε το Αββαείο του Cluny. Στο τέλος του αιώνα, το Cluny, που έτυχε να έχει μια σειρά από αξιόλογους αββάδες, ήταν το κέντρο ενός ευρύτατου εκκλησιαστικού δικτύου, καλά διευθυνομένου, με σφιχτή συνοχή και στενά συνδεδεμένο με την παποσύνη. Οι Κλουνιακοί θεωρούσαν τους εαυτούς των ως τους φρουρούς της συνειδήσεως της δυτικής Χριστιανοσύνης. Το δόγμα τους ενέκρινε το προσκύνημα. Ήθελαν να του παρέχουν πρακτική συμπαράσταση. Στις αρχές του επόμενου αιώνα τα προσκυνήματα στα μεγάλα ισπανικά ιερά ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά κάτω από τον δικό τους έλεγχο. Σύγχρονα άρχισαν να οργανώνουν και να εκλαϊκεύουν ταξίδια στην Ιερουσαλήμ. Χάρη στη δική τους πειθώ ο αββάς του Stavelot ξεκίνησε για τους Αγίους Τόπους το 990 και ο κόμης του Verden το 997. Η επιρροή τους καταφαίνεται από τη μεγάλη αύξηση κατά τον ενδέκατο αιώνα των προσκυνητών από τη Γαλλία και τη Λωρραίνη, από περιοχές που ήσαν κοντά στο Cluny και στα θυγατρικά του ιδρύματα. Αν και υπήρχαν ακόμα πολλοί Γερμανοί μεταξύ των προσκυνητών του ενδέκατου αιώνα, όπως οι αρχιεπίσκοποι του Trier και του Mainz και ο επίσκοπος της Βαμβέργης, και πολλοί προσκυνητές από την Αγγλία, οι Γάλλοι και οι Λωρραινοί προσκυνητές τους ξεπερνούσαν τώρα κατά πολύ σε αριθμό. Οι δύο μεγάλες δυναστείες της βόρειας Γαλλίας, οι κόμητες του Anjou και οι δούκες της Νορμανδίας, ήσαν και οι δύο, παρά την αμοιβαία αντιζηλία τους, στενοί φίλοι του Cluny και οι δύο υποστήριζαν το ανατολικό προσκύνημα. Ο τρομερός Fulk Nerra του Anjou πήγε στην Ιερουσαλήμ το 1002 και ξαναγύρισε αργότερα εκεί δύο φορές. Ο δούκας Richard III της Νορμανδίας έστειλε εκεί ελεημοσύνες και ο δούκας Robert ήταν επί κεφαλής μιας μεγάλης ομάδος που πήγε εκεί το 1035. Όλα αυτά τα προσκυνήματα έχουν πιστά καταχωρηθεί από τον Κλουνιακό ιστορικό, τον μοναχό Glaber[xxiii].
Οι Νορμανδοί ακολούθησαν το παράδειγμα των δουκών τους. Έτρεφαν ιδιαίτερο σεβασμό προς τον Άγιο Μιχαήλ και πολλοί απ’ αυτούς έκαναν το ταξίδι στο Μόντε Γκαργκάνο. Από εκεί, οι πιο επιχειρηματικοί πήγαιναν στην Παλαιστίνη. Στα μισά του αιώνα αποτελούσαν τόσο μεγάλη και τόσο ένθερμη αναλογία των προσκυνητών της Παλαιστίνης, ώστε η κυβέρνηση της Κωνσταντινουπόλεως, θυμωμένη εναντίον των Νορμανδών για τις επιδρομές τους κατά της βυζαντινής Ιταλίας, άρχισε να δείχνει κάποια κακή θέληση προς την κίνηση των προσκυνητών[xxiv]. Οι εξάδελφοί τους από την Σκανδιναβία έδειχναν σχεδόν παρόμοιο ενθουσιασμό. Οι Σκανδιναβοί συνήθιζαν από πολύ καιρό να επισκέπτονται την Κωνσταντινούπολη· και ο πλούτος και τα θαυμάσιά της τους έκαναν μεγάλη εντύπωση. Μιλούσαν στις βόρειες εστίες τους για την Micklegarth όπως ονόμαζαν τη μεγάλη πόλη, που κατά καιρούς ταύτιζαν με την Asgard, την κατοικία των θεών. Ήδη το 930 υπήρχαν άνθρωποι του βορρά στο στρατό του αυτοκράτορα. Στις αρχές του ενδέκατου αιώνα ήσαν τόσοι πολλοί απ’ αυτούς ώστε είχαν συγκροτηθεί ιδιαίτερα συντάγματα από Νορβηγούς, η περίφημη φρουρά των Βαράγγων. Οι Βαράγγοι απέκτησαν σε λίγο τη συνήθεια να περνούν την άδειά τους σ’ ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ. Το πρώτο που βρίσκουμε γραμμένο είναι το ταξίδι κάποιου Kolskeggr, που ήταν στην Παλαιστίνη το 992. Ο Χάραλδ Χαρδράδα, ο διασημότερος από τους Βαράγγους, ήταν εκεί το 1034. Κατά τον ενδέκατο αιώνα υπήρχαν πολλοί Νορβηγοί, Ισλανδοί και Δανοί που περνούσαν πέντε ή περισσότερα χρόνια στην αυτοκρατορική υπηρεσία, κατόπιν έκαναν το προσκύνημα πριν γυρίσουν πλούσιοι από τις οικονομίες τους, στα σπίτια τους στο βορρά. Παρακινούμενοι από τις ιστορίες τους οι φίλοι τους κατέβαιναν στο νότο απλώς και μόνο για να κάνουν το προσκύνημα. Ο απόστολος στην Ισλανδία Thorvald Kodransson Vidtförli, βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ γύρω στα 990. Πολλοί Νορβηγοί προσκυνητές ισχυρίζονταν ότι είχαν δει εκεί τον Όλαφ Τρύγκβασαν, πρώτον χριστιανό βασιλέα της Νορβηγίας, μετά την μυστηριώδη εξαφάνισή του το έτος 1000. Ο Όλαφ ο II είχε σκοπό ν’ ακολουθήσει το παράδειγμά του, αλλά το ταξίδι του δεν έγινε ποτέ εκτός μόνο στο θρύλο. Αυτοί οι βόρειοι ηγεμόνες ήσαν βίαιοι άνθρωποι, συχνά ένοχοι φόνων και συχνά βρίσκονταν στην ανάγκη να κάνουν κάποιαπράξη για εξιλέωση. Ο μισό-Δανός Swein Godwinsson ξεκίνησε με ένα σώμα Άγγλων το 1051 για να εξιλεωθεί για έναν φόνο, αλλά πέθανε από το κρύο στα βουνά της Ανατολίας το επόμενο φθινόπωρο. Είχε πάει ξυπόλυτος εξ αιτίας των αμαρτιών του. Ο Lagman Gadrödsson, Νορβηγός βασιλεύς του Μαν, που είχε σκοτώσει τον αδελφό του, ζήτησε παρόμοια συγχώρηση από τον Θεό. Οι περισσότεροι Σκανδιναβοί προσκυνητές προτιμούσαν να κάνουν το γύρο ερχόμενοι από την θάλασσα δια μέσου των στενών του Γιβραλτάρ και επιστρέφοντας δια ξηράς μέσω της Ρωσίας[xxv].
Προσκυνητές του δέκατου αιώνα από τη Δύση ήταν αναγκασμένοι να ταξιδεύουν δια θαλάσσης διασχίζοντας την Μεσόγειο ως την Κωνσταντινούπολη ή τη Συρία. Αλλά τα ναύλα ήσαν ακριβά και δεν εύρισκαν εύκολα θέση στα πλοία. Το 975 οι ηγεμόνες της Ουγγαρίας προσηλυτίσθηκαν στον Χριστιανισμό. Έτσι άνοιξε ένας δρόμος δια ξηράς που ακολουθούσε τον ρου του Δούναβη και έπειτα μέσ’ από τη Βαλκανική στην Κωνσταντινούπολη. Ως το 1019, όταν το Βυζάντιο επέβαλε τελικά πλήρη έλεγχο σ’ ολόκληρη τη Βαλκανική Χερσόνησο, ο δρόμος αυτός ήταν επικίνδυνος· αλλά από τότε και έπειτα, ένας προσκυνητής μπορούσε να ταξιδέψει με πολύ λίγο κίνδυνο μέσ’ από την Ουγγαρία, να περάσει τα βυζαντινά σύνορα στο Βελιγράδι και κατόπιν να προχωρήσει δια μέσου Σόφιας και Αδριανουπόλεως στην πρωτεύουσα. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να πάει στη βυζαντινή Ιταλία και να περάσει το στενό κομμάτι της Αδριατικής από το Bari στο Δυρράχιο και κατόπιν ν’ ακολουθήσει την παλιά Εγνατία οδό δια Θεσσαλονίκης στον Βόσπορο. Υπήρχαν τρεις καλοί κύριοι δρόμοι που θα τον έφερναν δια μέσου της Μικράς Ασίας στην Αντιόχεια. Από εκεί κατέβαινε στην ακτή στην Λαοδίκεια και περνούσε στα φατιμιδικά εδάφη κοντά στην Tortosa. Αυτά ήσαν τα μοναδικά σύνορα που είχε να περάσει από την άφιξή του στο Βελιγράδι ή στο Τέρμολι στην Ιταλία· και μπορούσε να συνεχίσει χωρίς κανένα εμπόδιο ως την Ιερουσαλήμ. Το ταξίδι δια ξηράς, αν και βραδύ, ήταν φθηνότερο και ευκολότερο παρά το ταξίδι δια θαλάσσης, και ταίριαζε πολύ καλύτερα στις μεγάλες ομάδες.
Όσο οι προσκυνητές ήσαν τακτικοί και συμπεριφέρονταν καλά, μπορούσαν να ελπίζουν σε φιλόξενη μεταχείριση εκ μέρους των χωρικών της αυτοκρατορίας και για το αρχικό τμήμα του ταξιδιού των οι Κλουνιακοί έχτιζαν τώρα ξενοδοχεία κατά μήκος του δρόμου. Υπήρχαν πολλά τέτοια ιδρύματα στην Ιταλία, μερικά περιορισμένα για αποκλειστική χρήση των Βορείων. Υπήρχε ένα μεγάλο ξενοδοχείο στο Μελκ της Αυστρίας[xxvi]. Στην Κωνσταντινούπολη το ξενοδοχείο του Σαμψών προοριζόταν για την χρήση των δυτικών προσκυνητών και οι Κλουνιακοί διατηρούσαν ένα ίδρυμα στη Ραιδεστό, στα προάστια[xxvii]. Στην ίδια την Ιερουσαλήμ οι προσκυνητές μπορούσαν να μείνουν στο Νοσοκομείο του Αγίου Ιωάννου, που είχαν ιδρύσει οι έμποροι από το Amalfi[xxviii]. Δεν υπήρχε αντίρρηση οι μεγάλοι άρχοντες της Δύσεως να έχουν μαζί τους ένοπλη συνοδεία, όσο αυτή ήταν κανονικά υπό έλεγχο, και πολλοί προσκυνητές προσπαθούσαν να προσκολληθούν σε μια τέτοια ομάδα. Αλλά δεν ήταν ασυνήθιστο, ούτε ιδιαίτερα επικίνδυνο για πολλούς να ταξιδεύουν μόνοι ή ανά δύο ή τρεις. Μερικές φορές μπορούσαν να παρουσιαστούν δυσκολίες. Κατά την περίοδο των διωγμών του Χακίμ δεν ήταν φρόνιμο να μένει κανείς πολύ καιρό στην Παλαιστίνη, αν και το ρεύμα των προσκυνητών δεν διεκόπη ποτέ εντελώς. Το 1055 εθεωρείτο επικίνδυνο να περάσει κανείς τα σύνορα σε μωαμεθανικό έδαφος. Στον Lietbert, επίσκοπο του Cambrais, δεν δόθηκε θεώρηση εξόδου από τον κυβερνήτη της Λαοδίκειας και αναγκάστηκε να πάει στην Κύπρο[xxix]. Το 1056 οι μωαμεθανοί, ίσως με την συνεργασία του αυτοκράτορα, απαγόρευσαν στους δυτικούς να μπαίνουν στον Πανάγιο Τάφο και έδιωξαν περί τους τριακόσιους απ’ αυτούς από την Ιερουσαλήμ[xxx]. Ο Βασίλειος ο II και η ανιψιά του Θεοδώρα προκάλεσαν δυσαρέσκεια όταν διέταξαν τους τελωνειακούς των υπαλλήλους να εισπράττουν δασμό από τους προσκυνητές και τα άλογά τους. Ο πάπας Βίκτωρ II έγραψε στην αυτοκράτειρα τον Δεκέμβριο του 1056 παρακαλώντας την ν’ ανακαλέσει την διαταγή· από το γράμμα του συνάγεται ότι οι τελωνειακοί της υπάλληλοι υπήρχαν και μέσα στην Ιερουσαλήμ[xxxi].
Αλλ’ αυτές οι δυσκολίες ήσαν σπάνιες. Καθ’ όλον τον ενδέκατο αιώνα ως τις τελευταίες του δύο δεκαετίες, ένα ατέλειωτο ρεύμα προσκυνητών ξεχυνόταν προς ανατολάς, κάποτε ταξιδεύοντας καθ’ ομάδες που έφθαναν τους χίλιους, άνδρες και γυναίκες κάθε τάξεως και ηλικίας, έτοιμοι σ’ αυτή την χαλαρή εποχή να περάσουν έναν ολόκληρο χρόνο ή και περισσότερο ακόμα καιρό στο ταξίδι. Σταματούσαν στην Κωνσταντινούπολη για να θαυμάσουν την τεράστια πόλη, δέκα φορές μεγαλύτερη από κάθε πόλη που είχαν δει στη Δύση, και να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα που στέγαζε. Μπορούσαν να δουν εκεί, τον ακάνθινο στέφανο, τον άρραφο μανδύα και όλα τα μεγάλα λείψανα του Πάθους. Εκεί υπήρχε το ύφασμα από την Έδεσσα όπου ο Χριστός είχε αποτυπώσει τη μορφή του και η εικόνα της Παναγίας ζωγραφισμένη από τον Άγιο Λουκά, τις τρίχες του Ιωάννη του Βαπτιστή και τον μανδύα του Ηλία· τα σώματα αναρίθμητων αγίων, προφητών και μαρτύρων, ένα απέραντο απόθεμα από τα ιερότερα πράγματα της χριστιανοσύνης[xxxii]. Από εκεί θα συνέχιζαν στην Παλαιστίνη, στην Ναζαρέτ και το όρος Θαβώρ, στον Ιορδάνη και στην Βηθλεέμ και σε όλα τα ιερά της Ιερουσαλήμ. Τα παρατηρούσαν όλοι και προσεύχονταν σ’ αυτά όλοι· κατόπιν έκαναν το μακρύ ταξίδι της επιστροφής στα σπίτια τους, γυρίζοντας στηριγμένοι στην πίστη τους και καθαρισμένοι για να χαιρετηθούν από τους συμπατριώτες των ως οι προσκυνητές του Χριστού οι οποίοι έκαναν το πιο αγιασμένο ταξίδι.
Αλλά η πραγματοποίηση του προσκυνήματος εξαρτούσε την επιτυχία του από δύο παράγοντες: ότι η ζωή στην Παλαιστίνη ήταν αρκετά τακτοποιημένη για τον ανυπεράσπιστο ταξιδιώτη να κινείται και να κάνει τα προσκυνήματά του με ασφάλεια· και δεύτερο, ότι ο δρόμος έπρεπε να είναι ανοιχτός και φθηνός. Ο πρώτος παράγων απαιτούσε ειρήνη και καλή διακυβέρνηση στον μωαμεθανικό κόσμο, ο τελευταίος την ευημερία και την καλή διάθεση των Βυζαντινών.
[i] Ιερωνύμου, Epistolae XLVI, 9, M.P.L. τόμ. XXII, στήλ. 489, αναφέρεται σε αρχαία προσκυνήματα στην Παλαιστίνη. Ο πρώτος προσκυνητής που γνωρίζομε το όνομά του ήταν ένας επίσκοπος της Καισαρείας της Μικράς Ασίας στις αρχές του τρίτου αιώνα, ονομαζόμενος Φερμιλιανός (Ιερωνύμου, De viris illustribus, M.P.L. τόμ. XXIII, στήλ. 665-6). Αργότερα, μέσα στον τρίτο αιώνα ξέρομε για έναν Καππαδόκη επίσκοπο Αλέξανδρο, ο οποίος επισκέφθηκε την Παλαιστίνη. (Ευσεβίου Historia Ecclesiastica σελ. 185-6). Ο Ωριγένης (Jn Johannem VI, 29, M.P.G. τόμ. XIV, στήλ. 269) μιλά για την επιθυμία των χριστιανών να βαδίσουν απάνω στα βήματα του Χριστού.
[ii] Ευσεβίου, Vita Constantini, κεφ. XXV-XL, που δίνονται στο Palestine Pilyrinns Society, τόμ. I.
[iii] Το οδοιπορικό του Προσκυνητή του Bordeaux έχει δημοσιευθεί στο P.P.T.S. τόμ. Ι σε μετάφραση του Α. Stewart.
[iv] Το προσκύνημα της Etheria έχει δημοσιευθεί σε αγγλική μετάφραση υπό J. Η. Bernard στη P.P.T.S. τόμ. Ι με τον τίτλο The Pilgrimage of Saint Silvia of Aquitaine, με την οποία ο εκδότης την ταυτίζει, σχεδόν ασφαλώς λανθασμένα.
[v] Η επιστολή της Πάουλας και του Ευστόχιου προς την Μαρκέλλα, που περιγράφει τη ζωή στην Ιερουσαλήμ στον κύκλο του Αγίου Ιερωνύμου, έχει δημοσιευθεί μαζί με τις επιστολές του Αγίου Ιερωνύμου ως αριθ. XLVI (στήλ. 483 και M.P.L. τόμ. XXII). Ο ίδιος ο Ιερώνυμος, σε επιστολή υπ’ αρ. XLVII, 2 (ibid, στήλ. 493) συνιστά μια επίσκεψη στους αγίους τόπους στον φίλο του Ντεζιντέριο, και ο ίδιος εξηγεί ότι η επίσκεψή του στην Παλαιστίνη του επιτρέπει να κατανοεί καλύτερα τις Γραφές (Liber Paralipumenon, πρόλογος, εις M.P.L. τόμ. XXVIII, στήλ. 1325-6). Αλλά στις κακές του στιγμές, όπως στην επιστολή του LVIII, 2 προς τον Παυλίνο της Νόλα (ibid, τόμ. XXII, στήλ. 580) θεωρούσε πως δεν έχανε κανείς τίποτα αν δεν πήγαινε στην Ιερουσαλήμ.
[vi] Άγιος Αυγουστίνος, επιστ. LXXVIII, 3, εις M.P.L. τόμ. XXXIII, στήλ. 268-9, Contra Faustun XX, 21, ibid τόμ. XLII, στήλ. 384-5. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης είναι εναντίον του προσκυνήματος (επιστ. υπ’ αρ. II εις M.P.G, τόμ. XLVI, στήλ. 1009). Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι σχεδόν εξ ίσου αντίθετος (Ad Populum Antiochenum, V, 2 εις M.P.G. τόμ. XLIX, στήλ. 69) αλλά σε άλλο μέρος εύχεται να του επιτρέψουν τα καθήκοντά του να γίνει προσκυνητής (εις Ephesianos VIII, 2, ibid, τόμ. LXII στήλ. 57).
[vii] Δες πρώτη σημείωση παρόντος κεφαλαίου.
[viii] Couret, La Palestine sous les Empereurs grecs, σελ. 212.
[ix] Βλέπε Bury, Later Roman Empire (μ.Χ. 395-565) τόμ. Ι, σελ. 225-31. Βλέπε Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εις M.P.G. τόμ. CXLVI στήλ. 1061, για την αναζήτηση λειψάνων από την Ευδοκία.
[x] Προυδέντιος, Peristephanon VI, σελ. 132, 135· Εννόδιος, Libellum pro Synodo, σελ. 315. Ο Άγιος Αμβρόσιος πίστευε σταθερά στις αρετές των λειψάνων και ο ίδιος φωτίστηκε για ν’ ανακαλύψει μερικά (επιστολή XXII εις M.P.L. τόμ. XVI, στήλ. 1019). Ο Άγιος Βικτρίτιος στο Liber de Laude Sanctorum, βεβαιώνει ότι τα λείψανα έχουν μια αρετή και μια χάρη (M.P.L. τόμ. XX, στήλ. 453-4). Ο Άγιος Βασίλειος εξ άλλου, ήθελε να είναι απόλυτα βέβαιος για την αυθεντικότητά των. Βλέπε την επιστολή του προς τον Άγιο Αμβρόσιο σχετικά με το σώμα ενός επισκόπου του Μιλάνου. Επιστολή αριθ. CXCVII εις M.P.G, τόμ. XXXII στήλ. 109-13.
[xi] Historia Translationum Ordinis Sancti Mamantis vel Mammetis, in Aeta Sanctorum. 17 Αυγούστου, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 441-3.
[xii] Mabillon, Annales Ordinis Sancti. Benedicti, τόμ. Ι, σελ. 481.
[xiii] Γρηγορίου της Tours, De Gloria Martyrorum, εις M.P.L. τόμ. LXXI, στήλ. 719-20. Βλέπε Delohaye, Les Origines du Culte des Martyres, σελ. 99.
[xiv] Vita Genovefae Virginis Parisiensis, σελ. 226.
[xv] Επιστολή του Μαρτίνου Ι προς Θεόδωρον εις M.P.L. τόμ. LXXXVII σελ. 199-200.
[xvi] Η αφήγηση του Αρνούλφου, γραμμένη από τον Ανταμνάν δίνεται στο P.P.T.S. τόμ. III, μετάφραση υπό J. R. Macpherson.
[xvii] De Sancto Wilphlagio εις Aa. Ss. 7 Ιουνίου, Ιούνιος, τόμος II, σελ. 30-1.
[xviii] Willibald Οδοιπορικόν, μετάφρ. υπό Brownlow, δίδεται εις το P.P.T.S. τόμ. III.
[xix] Commemoratorium de Casis Dei vel Monasteriis, εις Tobler και Molinier, Itinera Hierosolymitana, τόμ. Ι, σελ. 303.
[xx] Το οδοιπορικό του Bernard του Σοφού, μετάφραση από τον J. Η. Bernard, δίνεται στο P.P.T.S. τόμ. III.
[xxi] Βλέπε de Rozière, Recueil général des Formules usitées dans l’ Empire des Francs, τόμ. II. σελ. 939-41. Ένας Φράγκος ευγενής, ονομαζόμενος Φρομίνι, ο οποίος μαζί με τους αδελφούς του πήγαινε στην Παλαιστίνη για να εξιλεωθεί από ένα έγκλημα στα μέσα του ένατου αιώνα είναι ο πρώτος τέτοιος προσκυνητής που το όνομά του είναι γνωστό. Η Peregrinatio Fort mundi δίνεται στο Aa Ss. 24 Οκτωβρίου, Οκτ. τόμ. Χ σελ. 847. Βλέπε επίσης van Cauwenbergh, Les Pèlerinages expiatoires et judiciaires, passim, και Villey. La Croisade: Essai sur la Formation d’une Théorie judiciaire, σελ. 141.
[xxii] Βλέπε Bréhier, L’Eglise de l’Orient au Moyen Age, σελ. 32-3· και Ebersolt, Orient et Occident, τόμ. Ι. σελ. 72-3 που δίνει παραπομπές γι’ αυτά τα ταξίδια.
[xxiii] Radulph Glaber στο Bouquet, PHF, τόμ. Χ, σελ. 20, 32, 52, 74, 106, 108. Βλέπε Bréhier, op. cit. σελ. 42-5. Ebersolt, op. cit, σελ. 75-81.
[xxiv] Ο Bréhier, op. cit, σελ. 42 θεωρεί ότι το “σχίσμα” του Μιχαήλ Κηρουλάριου δημιούργησε κακή θέληση μεταξύ των Βυζαντινών και των προσκυνητών. Ο Riant, Expéditions et Pèlerinages des Scandinaves, σελ. 125, προχωρεί ακόμα περισσότερο, ώστε να πει ότι οι βυζαντινές αρχές από πρόθεση έκλεισαν το δρόμο προς την Παλαιστίνη. Αυτό προφανώς βασίζεται στην ερμηνεία που δίνει στην εμπειρία του Lietlert του Cambrais (βλέπε σελ. 49 και σημ. 1) που στην πραγματικότητα εξηγείται από τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στη Συρία. Αλλά η επιστολή του πάπα Βίκτορος (βλέπε σελ. 49 και σημ. 3) αφήνει να νοηθεί ότι οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι δεν ήσαν πάντοτε εγκάρδιοι προς τους προσκυνητές. Αλλά η αιτία αυτής της ψυχρότητας ήταν μάλλον η αντιπάθεια προς τους Νορμανδούς παρά το σχίσμα.
[xxv] Ο Riant, op. cit. σελ. 97-129 μας δίνει πλήρη αφήγηση για τους Νορβηγούς προσκυνητές.
[xxvi] Orderic Vitalis, Historie Ecclesiastica, III. 4, τόμ. II. σελ. 64
[xxvii] Βλέπε Riant, op. cit. σελ. 60.
[xxviii] William of Tyre, XVIII, 4-5. Ι, σελ. 822-6, Aimé, Chronicon. σελ 320.
[xxix] “Vita Lietberti”, εις d’Achéry. Spicilegium, τόμ. IX. σελ. 706-12. Το μεγάλο γερμανικό προσκύνημα του 1064-5, κατά το οποίο ταξίδεψαν 7000 προσκυνητές, βρήκαν πολύ δυσάρεστες συνθήκες νοτίως των βυζαντινών συνόρων. Η αφήγηση παρέχεται εις τα Annales Altahenses Majores, σελ. 815. Βλέπε Joranson «The Great German Pilgrimage of 1064-5».
[xxx] «Miracula Saneti Wolframni Senonensis» εις Acta Sanctorum Ordinis Sancli Benedicti, saeculum III, pars Ι, σελ. 381-2. Ο Lietbert συνάντησε προσκυνητές που είχαν εκδιωχθεί από την Παλαιστίνη (Vita Lietberti, loc. cit.).
[xxxi] Επιστολή τουΒίκτορος II εις M.P.L τόμ CXLIX, στήλ. 961-2, κακώς αποδιδομένη στον Βίκτορα III. Riant, Inventaire critique des Lettres historiques des Croisades σελ. 50-3.
[xxxii] Ebersolt, Les Sanctuair de Byzance, σελ. 105 ff.
Από το βιβλίο: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΩΝ – ΤΟΜΟΣ Ι
«Η ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ»
Μετάφραση από τα Αγγλικά NIK. Κ. ΠΑΠΑΡΡΟΔΟΣ – ΑΘΗΝΑ 1977
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.