kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Διάφορες ερωτήσεις των Νεοπαγανιστών αναφορικά με την Καινή Διαθήκη και σχετικά με τον Ιησού. (4)

Συγγραφέας: kantonopou στις 17 Νοεμβρίου, 2008

ΕΡΩΤΗΣΗ:  “Γιατί να απορριφθούν τα Γνωστικά ευαγγέλια ως μη αυθεντικώς χριστιανικά και να θεωρηθούν μόνο τα τέσσερα της Κ.Δ.;»

   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: διότι ? πέρα απ? το ότι πολλά είναι μεταγενέστερα των τεσσάρων της Κ.Δ., που γράφτηκαν κατά τον 1ο μ.Χ. αι. ? υπάρχουν, όπως διαφαίνεται πολλές διαφορές ανάμεσα στα γνωστικά και στα αυθεντικά ευαγγέλια της Κ.Δ., αναφορικά με τον τρόπο αντίληψης του Χριστιανισμού και του κόσμου. Ο Γνωστικισμός και τα Γνωστικά «ευαγγέλια» υποτιμούν τη γυναίκα (θεωρούσαν τη «διαίρεση» μεταξύ άντρα-γυναίκας ως κακό), θεωρούν τον κόσμο φυλακή, τη ζωή ματαιότητα, απαξιώνουν το σώμα κι έχουν πανθεϊστικές τάσεις και μεγάλες θεολογικές διαφορές και έχουν πλήθος φανταστικών ψευδοϋπερφυσικών γεγονότων. Έτσι, στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Θωμά, ο μικρός Ιησούς ξεραίνει το γιο του Γραμματέα Άννα (παρ. 3), θανατώνει ένα παιδί που σκόνταψε πάνω του (παρ. 4), τυφλώνει τους γονείς που διαμαρτύρονται στον Ιωσήφ (παρ. 5), και (στη συριακή παραλλαγή) λέει «όταν θα φτάσω στο αποκορύφωμα της δόξας, θα παραμερίσω ό,τι έχω από τη δική σας φύση». Εδώ βλέπουμε έναν Ιησού εκδικητικό κι έναν Ιησού που δηλώνει ότι «στο αποκορύφωμα» της δόξας του θα διώξει την ανθρώπινη φύση? δηλαδή ακριβώς τα αντίθετα από τα Ευαγγέλια που τονίζουν την ενσάρκωση του Λόγου και δεν εμφανίζουν έναν εκδικητικό Ιησού. Στο Ευαγγέλιο του Ψευδο-ματθαίου, ο Ιησούς μιλά και περπατά τρεις μόλις μέρες μετά τη γέννησή του (παρ. 18), τον προσκυνούν τα λιοντάρια (παρ. 35) και χωρίζει τον Ιορδάνη ώστε να διαβεί αυτός μετά λιοντάρια (παρ. 36), στην ίδια ηλικία. Στο Γνωστικό Ευαγγέλιο του Θωμά διαβάζουμε (1): «Και είπε [ο Ιησούς]? όποιος βρίσκει την ερμηνεία αυτών των λόγων δεν θα γευθεί το θάνατο», άποψη που είναι εντελώς αντίθετη με τη ρήση του Χριστού ότι μόνο όποιος κάνει το θέλημα του θα σωθεί, (14): «Ο Ιησούς τους είπε? Εάν νηστεύετε, διαπράττετε αμαρτία στον εαυτό σας? και εάν προσεύχεσθε, θα κατακριθείτε», πράγματα ενάντια στα όσα λέει η Κ.Δ., (22): «Ο Ιησούς είπε (…) κι όταν το αρσενικό και το θηλυκό τα κάνετε ένα, ώστε το αρσενικό να μην είναι αρσενικό και το θηλυκό να μην είναι θηλυκό, τότε θα εισέλθετε στη βασιλεία», αναίρεση της διήγησης της Γένεσης, (114): «Ο Σίμων Πέτρος είπε σ? αυτόν? ας φύγει από μας η Μαριάμ, γιατί οι γυναίκες δεν είναι άξιες της ζωής. Ο Ιησούς είπε? Να, θα την ελκύσω, ώστε να την κάνω άνδρα, για να γίνει και αυτή πνεύμα ζωντανό όμοιο με εσάς τους άνδρες? γιατί κάθε γυναίκα που θα γίνει άνδρας θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών», πράγματα σαφέστατα υποτιμητικά ? και διαφορετικά από τις διδασκαλίες της Καινής Διαθήκης ? για τις γυναίκες, αφού σημαίνουν ότι η γυναίκα πρέπει να αρνηθεί το φύλο της, δηλαδή τη φύση της, για να σωθεί. Αντίθετα, ο αυθεντικός Χριστιανισμός των Ευαγγελίων της Κ.Δ. έχει τελείως διαφορετική άποψη: η γυναίκα είναι πλάσμα του Θεού, καλή, ο κόσμος δεν είναι φυλακή, η ζωή κι η ύπαρξη δεν είναι ματαιότητα ούτε κακό, το σώμα είναι καλό και θα αναστηθεί? όλα αυτά συμβαδίζουν και με την Π.Δ. Είναι προφανές ότι δεν γίνεται ο αρχικός Χριστιανισμός, οι απόστολοι, να είχε ταυτόχρονα και τις δύο απόψεις. Είχε τις απόψεις της Καινής Διαθήκης, διότι ο Γνωστικισμός εμφανίστηκε αργότερα. Ότι τα λεγόμενα «Απόκρυφα» γράφτηκαν πολύ μετά από τα βιβλία που αναγνωρίζει η Εκκλησία, είναι παραδεκτό: «τα βιβλία αυτά συντάχθηκαν μεταξύ του 2ου και του 4ου μ.Χ αι. από Ιουδαίους και Χριστιανούς συγγραφείς, οι οποίοι με απομίμηση του τίτλου, του ονόματος του συγγραφέα, της μορφής και του περιεχομένου επεδίωκαν να εξασφαλίσουν στα έργα τους κανονικό κύρος» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος λάρους μπριτάννικα, λ. Απόκρυφα). «Τα περισσότερα γράφτηκαν στον δεύτερο αιώνα και τα υπόλοιπα στους μετέπειτα αιώνες» (Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, λ. Απόκρυφα).

Έτσι, για το γνωστικό Ευαγγέλιο του Θωμά: «οι περισσότερες απόψεις συγκλίνουν προς το β? μισό του 2ου αιώνα, ενώ η σημερινή του μορφή ανάγεται στον 3ο αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α?, σ. 302). Για το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου: «η ημερομηνία εμφάνισης του Πρωτ. Ιακ. Τοποθετείται από το 150 και έπειτα, σίγουρα όμως μέσα στο δεύτερο μισό του δεύτερου αιώνα, καθώς τον 3ο αιώνα γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α?, σ. 47). Για το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Πέτρου: «οι πιο πρόσφατες χρονολογήσεις κυμαίνονται μεταξύ του α? μισού του Β? αιώνα, των μέσων του Β? αιώνα και του β? μισού του Β? αιώνα. (..) Νομίζουμε ότι η χριστιανική ορολογία του (“Κύριος”, “υιός του Θεού”, “σωτήρ των ανθρώπων”, σε αφηγηματική μορφή [γ? ενικό πρόσωπο] και όχι σε προσφωνήσεις, η ονομασία της πρώτης ημέρας μετά το Σάββατο ως Κυριακής … μας οδηγούν προς το α? μισό του Β? αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α?, σ. 123-124). «Η χρονική αφετηρία που θέσαμε για την ιστορία του Ευαγγελίου του Νικοδήμου δεν μετακινείται πέρα από τον 2ο-3ο μ.Χ. αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α?, σ. 143). Το Απόκρυφο Κήρυγμα Πέτρου «τοποθετείται από τους ερευνητές στις αρχές του Β? αιώνα, με πατρίδα πιθανώς την Αίγυπτο» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β?, σ. 14). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Ιωάννη, «το σύνολο του έργου τοποθετείται από τους ερευνητές κατά τον 2ο αιώνα, μεταξύ των ετών 150 και 200. (…) Δεν έχει αναφορές στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β?, σ. 31-32). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Πέτρου, «χρονικά το έργο τοποθετείται στην περίοδο από το τελευταίο τρίτο του 2ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 3ου, πάντως στην αρχική μορφή του τοποθετείται στα τέλη του 2ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β?, σ. 91). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Ανδρέρου, «ο εγκρατιτικός χαρακτήρας του το φέρει χρονικά στην εποχή των άλλων απόκρυφων Πράξεων, με πιθανότερη την προέλευσή του από τα τέλη του 2ου ή τις αρχές του 3ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β?, σ. 201). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Θωμά, «η συγγραφή του τοποθετείται από τη σύγχρονη έρευνα κατά το πρώτο μισό του 3ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β?, σ. 236). «Η Αποκάλυψη Πέτρου ? ένα κείμενο που προέρχεται από το πρώτο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα κατά την επικρατέστερη άποψη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β?, σ. 403). «Η απόκρυφη Αποκάλυψη Παύλου χρονολογείται στα μέσα του 3ου αι. ενώ μερικοί μελετητές την τοποθετούν στα τέλη του 2ου» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β?, σ. 427). Όπως βλέπουμε, τα Απόκρυφα γράφτηκαν μετά τον 2ο αι. ενώ τα βιβλία της Καινής Διαθήκης στη διάρκεια του 1ου αι. και αυτά μόνον εκφράζουν το αρχικό χριστιανικό κήρυγμα, ενώ τα Απόκρυφα είναι δογματικώς νοθευμένα. Και μόνη η σύγκριση των χρονολογιών συγγραφής της Καινής Διαθήκης και των διάφορων Απόκρυφων καταρρίπτει την άποψη ότι τα Απόκρυφα ήταν αρχικώς ίσης σημασίας και κύρους με τα γνωστά βιβλία της Καινής Διαθήκης, αλλά επειδή τα Απόκρυφα γράφτηκαν «βεβιασμένα και άτεχνα» αυτό είχε ως συνέπεια «πολλά να πεταχθούν αργότερα στην άκρη από την Εκκλησία ως αποτυχημένα (ο επίσημος χαρακτηρισμός πάντως είναι “απόκρυφα”)» (Βλ Ρασσιά, Μια ιστορία αγάπης, τ. Α?, σ. 56)? άποψη η οποία, προερχόμενη από κάποιον πανάσχετο με το Χριστιανισμό, αγνοεί τον τρόπο με τον οποίο έγινε κατουσίαν ο κανόνας.

 Πηγή :http://www.ierosolymitissa.org/arxaiopliksia.htm

Αφήστε μια απάντηση