kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Πατριάρχης Σερβίας Παύλος :«ΝΑ ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΑ ΣΤΗ ΓΗ!» (Α)

Συγγραφέας: kantonopou στις 15 Νοεμβρίου, 2008

*********************************************************************

«Μόνον Σύ, Κύριε, γνωρίζεις τι χρειάζεται εις ημάς»
(ή προσευχή του Πατριάρχου Σερβίας κ. Παύλου).
 
Από το αδύναμο αγοράκι, δια το οποίον άναβαν κερί νομίζοντες ότι απέθανε και το οποίον εις το μάθημα των θρησκευτικών βαθμολογείτο δια του 2, έγινε εις των μεγαλυτέρων πνευματικών της εποχής του.
Μετά από 22 ώρας αεροπορικού ταξιδιού επιστρέφων εκ της Αυστραλίας μεταβαίνει κατ’ ευθείαν εις την αγρυπνία εις τον Μητροπολιτικό Ναόν του Βελιγραδίου, έπειτα επί δύο ώρας επιδιορθώνει το ταλαιπωρημένο ράσο του, δια να ξεκινήσει, το πρωί κατά τας 6 μετά την τέλεση της θείας Λειτουργίας, δια την Μόσχα, οπού ό Ρώσος Πατριάρχης Αλέξιος Β’ θα τον ερώτηση, εάν εν τω μεταξύ , πρόφθασε να επισκεφθεί την Ν. Ζηλανδία.

Ευρισκόμενος εις την Αμερική εις την αποστολή δια την επιστροφή και επανένωση των αποσχισθεισών επαρχιών της Ορθοδόξου Σερβικής Εκκλησίας εις την Αμερική με την μητρική Εκκλησία της Σερβίας, το θέρος του 1992, προτού αναχώρηση από το Λος Άντζελες δια το Σικάγο, ή Αγιότης ό Πατριάρχης των Σέρβων Παύλος σήκωσε το ράσο , του και εισήλθεν εις τα νερά του Ειρηνικού. Παρέμεινε εις την στάση αυτήν επ’ ολίγον ατενίζων εις το βάθος και το ύψος του ορίζοντος, οφθαλμοφανώς προσευχόμενος? έσκυψε και από τον βυθόν έλαβε δύο λευκά πετραδάκια, τα φίλησε και τα έβαλε εις την τσέπη του.

Έπειτα σημείωσε το σχήμα του Σταυρού εις το σώμα του και έπορεύθη προς το αυτοκίνητο, το οποίον τον ανέμενε εις μικράν απόστασιν. Εις εκ των πρακτόρων του FΒΙ, οί όποιοι τον επέβλεπαν, πλησίασε, γονάτισε και ησπάσθη την χείρα του Σέρβου Πατριάρχου αναφωνών:
 «Να, ένας άγιος πού περπατά στη γη»!
Τα ίδια λόγια την εποχή εκείνη θα ήδύναντο να ακουσθούν και εις την Σερβία υπό των ανθρώπων, οι όποιοι παρακολουθούν τας τελετουργίας του, αλλά και υπό όσων τον συναντούν εις τας οδούς του Βελιγραδίου, καθώς με το «μπαστουνάκι» του μετέβαινε εις την αγορά η εις κάποιον σύναξιν ή εις κάποιον αλλην έργασίαν.

Μακράν και δύσκολο όδόν διήλθε ό Γκόικο Στόιτσεβιτς, μετέπειτα μοναχός και ακολούθως επίσκοπος Παύλος, έως ότου τον ονομάσουν ζώντα ακόμη εις την γήν «αγιον».

Έγεννήθη την ήμέραν του εορτασμού της Απότομης της κεφαλής του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, 11 Σεπτεμβρίου (παλαιόν ημερολόγιο) το 1914 εις το χωρίον Κούτσαντασι της Σλαβονίας (σήμερον ή περιοχή αύτη ανήκει εις την Κροατία οί Σέρβοι εδιώχθησαν εκείθεν το 1995 κατά τον πρόσφατο πόλεμον), οπού μετανάστευσαν οί γονείς του από την Νότιον Σερβία. Πολύ νέος ακόμη έμεινε ορφανός, πράγμα το οποίον δυσκόλευσε την ζωήν του ακόμη περισσότερον.

«Πολύ ενωρίς έμεινα χωρίς γονείς», λέγει ο ίδιος, «ό πατήρ μου ειργάζετο εις την Αμερική, εκεί έπαθε φυματίωσιν και επέστρεψε εις το σπίτι μόνον πλέον, δια να αποθάνει. Ή μήτηρ μου ήλθε ν εις δεύτερον γάμο μετά εν έτος, ενώ ό αδελφός μου και εγώ μείναμε με την γιαγιά και την θείαν. και ή μήτηρ μου μετ’ ολίγον απέθανε. Δια τούτο ή έννοια της μητρός εις έμέ είναι συνδεδεμένη με την θείαν. Ήσθανόμην την άπειρον άγάπην της, εκείνη μου αναπλήρωσε την μητέρα, ώστε εγώ και τώρα σκέπτομαι ότι όταν αποθάνω, πρωτίστως θα συναντήσω την θείαν και υστέρα τους υπολοίπους».

Ως παιδί ήτο, όπως διηγείται ό ίδιος, τόσον πολύ ασθενικός, ώστε κάποτε τού άναψαν και κερί πιστεύοντες ότι πέθανε! Ή θεία αντελήφθη ότι ό Γκόικο δεν ήτο δια αγροτικός εργασίας και απεφασίσθη να τον στείλουν εις τον θείον, δια να απόκτηση μόρφωσιν.

Αργότερον διηγείτο περί της εποχής αυτής: «Εις τα περίχωρα της πόλεως Τούζλα επεβιώσαμεν χάρις εις μίαν αγελάδα, την οποίαν είμεθα υποχρεωμένοι, εις βάρος σχεδόν του σχολείου και της μελέτης, να οδηγούμε εις την βοσκή. Ό θείος ήτο αυστηρός, αλλά δίκαιος. Όλα τα παιδιά του, μαζί και εγώ, μας μόρφωσε. Όλοι τελειώσαμε το Πανεπιστήμιο, μερικοί αποκτήσαμε και διδακτορικό».

«Προτού αρχίσω το γυμνάσιο, με έστειλαν εις την μονήν Οραχόβιτσα, δια να προετοιμασθώ εκεί ολίγον… εκεί παρέμεινα επί ένα μήνα αλλά δεν ηδυνάμην να εννοώ τα πολλά εις τας Ακολουθίας. Είχα όμως την αίσθησιν των περασμένων αιώνων και των προγόνων, οί όποιοι προσηύχοντο εις τον χώρον αυτόν δια έμέ αύται αί προσευχαί ήσαν παρούσαι, όπως και οι αναστεναγμοί και αί χαραί των και τούτο εχαράχθη τόσον πολύ εις την μνήμην μου, δεν εφαντάσθη, όμως, τότε ότι το μέλλον μου θα ήτο συνδεδεμένο με την Έκκλησίαν».
Τίποτε εις τον νεαρό Γκόικο δεν εμαρτύρει το εκκλησιαστικό μέλλον του, ούτε καν ό βαθμός του εις το μάθημα των θρησκευτικών! Αν και μεγάλωνε εις θρησκευόμενη οικογένεια και ητο άριστος μαθητής, εις το μάθημα τούτο είχε βαθμό 2!

«Ό καθηγητής μας ητο κοντός, Σέρβος από την Ουγγαρία. Είχα ποικιλίαν διδασκάλων επί τόσα έτη, αλλά δι’ έμέ εκείνος έμεινε ό καλύτερος παιδαγωγός και διδάσκαλος. Μία διδακτική ύλη, όπως είναι ή Δογματική, όλη εις ερωτήσεις και απαντήσεις, ήτο δυσκόλως κατανοητή εις την ηλικία εκείνη, Όμως, εκείνος την δίδασκε τόσον καλώς, ώστε να μη έχομεν δυσκολίας. Ήτο καλός, αλλά πάρα πολύ αυστηρός άνθρωπος. Όταν με σήκωνε εις το μάθημα, εγώ τα είχα τελείως χαμένα, δεν ημπορούσα τίποτε να ειπώ, κάτι ψέλλιζα από εδώ και από εκεί και εκείνος στρεφόμενος εις έμέ έλεγε: κάθισε»! Όταν εκείνος ερωτά κάτι δυσκολότερων, εγώ τότε ευρίσκω την ευκαιρία να βελτιώσω την εντύπωση. Συνήθως λέγει: «Όποιος γνωρίζει, θα πάρη 2». Αν γνωρίζω, σηκώνω το χέρι και διορθώνω τον βαθμό μου. Αργότερον, όταν μεγάλωσα, έγινα περισσότερον ανεξάρτητος, δεν είχα πλέον «τρακ», αν και περισσότερον μου άρεσαν τα μαθήματα, δια τα οποία δεν απαιτείτο πολλή μνήμη, όπως είναι τά μαθηματικά και ή φυσική. Υπερίσχυσε ή επίδρασης των συγγενών μου, ώστε να εγγραφώ εις Ιερατική Σχολή, αν και παρέμεινε το ενδιαφέρον μου δια την φυσική, με την οποίαν θα ησχολούμην Αργότερον, ιδιαιτέρως κατά τον ελεύθερον μου χρόνον».

Την Θεολογική Σχολή ό Πατριάρχης τελείωσε στο Βελιγράδιον. Ό Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον ευρίσκει εις την γενέτειρα του Σλαβονίαν, από οπού, όπως και πολλοί άλλοι Σέρβοι, ηναγκάσθησαν να καταφύγουν εις την Σερβία. Εκ νέου ευρέθη εις το Βελιγράδιον, τώρα όμως πλέον ως πρόσφυξ. Δια να εχη τα προς τον ζην, ηναγκάσθη να δεχθεί να αναλάβει βαρείας εργασίας εις οικοδόμος.

Ό ίδιος διηγείται: «Όταν το 1941 κατέφυγα εις το Βελιγράδιον, ηργαζόμην εις τας οικοδόμος, εις τας αποβάθρας φορτοεκφορτώσεως των λιμένων… Εκείθεν και ή παραμόρφωσης του αντίχειρας μου. Δεν ηδυνάμην να αντέξω αύτάς τας εργασίας. Την άνοιξη του 1942 ό συμμαθητής μου Ιερομόναχος Ελισαίος (Πόηοβντς) με ώδήγησεν εις την ίεράν μονην της Αγίας Τριάδος εις την Όβτσαρα Ή μονή είχε καλά οικονομικά και ήδύνατο να συντήρηση και έμέ. Μου ανέθεσαν ελαφρότερες εργασίας. Έπειτα ηργαζόμην ως κατηχητής και παιδαγωγός εις την Μπάνια Κοβίλιατσα, εις το ίδρυμα των παιδιών προσφύγων από την Βοσνία. Μίαν ζεστή ήμέραν του Αυγούστου το 1944 ημείς οί παιδαγωγοί ωδηγήσαμεν τα παιδιά εις τον ποταμόν Δρίνα Εδείξαμεν εις αυτά το σημείον μέχρι του οποίου θα ήδύναντο να προχωρήσουν εντός του πόταμου, όμως τα παιδιά είναι παιδιά! Βλέπω, λοιπόν, ένα παιδί να απομακρύνεται και να βυθίζεται εις τα νερά πατά εις τον βυθόν, εμφανίζεται εις την επιφάνεια, προσπαθεί να εισπνεύσει, άλλα δεν ημπορεί να ελθη προς την όχθη. Ζεστός και κάθιδρος όπως ήμουν, όρμισα προς το παιδί και το έβγαλα έξω. Αμέσως το δίπλωσα στα γόνατα μου και του «τις έβρεξα» λέγοντας του: «Βρε, παιδάκι μου, από την Βοσνία εσώθης, ή μάνα και ό πατέρας σου έφονεύθησαν και εσύ τώρα θέλεις να πνιγείς εμπρός μου. Που είναι ό νους σου;». Αμέσως μετά ταύτα ασθένησα, είχα ψηλό πυρετό, επήγα δια εξετάσεις και μου είπαν: Φυματίωσης!».
Ή βαρεία ασθένεια, ή οποία εκείνη την εποχή δεν άφηνε καμμιάν ελπίδα σωτηρίας. 0ι Ιατροί εις τον Γκόικο είπαν ότι του έμειναν μόνον τρεις μήνες ζωής. Τον ανέλαβαν οί μοναχοί εις την Ίεράν Μονην Βούγιαν, αλλά του συνέστησαν να μη εισέρχεται εις τον ναό κατά την ώραν των ακολουθιών και της θείας Λειτουργίας, να μη τρώγει μαζί με την αδελφότητα και να αποφεύγει οποιανδήποτε επαφή με τους άλλους, ώστε να μη τους μεταδώσει το νόσημα Όσον οί μοναχοί τελείωναν τας Ακολουθίας, τότε εκείνος εισήρχετο εις τον ναόν και προσηύχετο λουόμενος εις τα δάκρυα

Εις την ίεράν Μονην ήρχοντο στρατιώται διαφόρων στρατών. Ήλεγχαν και το κελί του Γκόικο. Αν και προφανώς εξηντλημένος και άρρωστος, εις όλους ητο ύποπτος. Όταν, όμως, επληροφορούντο ότι έπασχε από φυματίωσιν, έφευγαν κλείνοντας ταχέως την θύραν.

Ό Γκόικο δεν έχασε το ηθικόν του. Με προσευχήν πολέμησε την ασθένειαν. Και τότε, ως εκ θαύματος, ήρχισαν να εμφανίζονται τα σημεία της θεραπείας. τούτο ήτο ευκαιρία, μόνος εις το κελί του, να αναλογίζεται τα του μέλλοντος. Προηγουμένως είχε πρόγραμμα την ζωήν του εγγάμου ιερέως. Τώρα, όμως, μετά από την παρέλευσιν της νόσου, κατάλαβε ότι το πρόγραμμα δεν μπορούσε πλέον δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Βλέπων εκ του πλησίον την ζωήν των μοναχών ηθέλησε και ό ίδιος να κόρη μοναχός.

Ως δείγμα της ευγνωμοσύνης του προς την Ίεράν Μονην οπού εθεραπεύθη, ό ήδη δόκιμος μοναχός Ρόϊκο, με το μαχαιρίδιον σκάλισε εις το ξύλον τον Σταυρόν και την σταύρωσιν του Κυρίου. Εις την οπίσθια όψιν του Σταυρού χάραξε τα λόγια (σλαβονιστί): «Εις την μονην Βούγιαν δια την θεραπεία μου προσφέρω ό δούλος του Θεού Γκόίκο». Αυτός ό Σταυρός σήμερον είναι από τα συχνότερο ενθυμούμενα κειμήλια του θησαυροφυλακίου της Μονής.
‘Ύστερα από τα έτη της ζωής του ως δοκίμου εις την Ίεράν Μονην Βούγιαν εκάρη μοναχός εις την Ίεράν Μονην του Ευαγγελισμού το 1948. Του εδόθη το όνομα Παύλος. Το όνομα, το οποίον με κάθε τρόπον θα προσπαθήσει να τίμηση ακολουθών την άποστολικήν όδόν και τα λόγια εκείνου, από το οποίον το έλαβε ?του Αποστόλου Παύλου.

Από το 1949 έως το 1955, εις την εποχή του μεγάλου αγώνος της κομμουνιστικής εξουσίας εναντίον ήδη της βαθέως δοκιμαζόμενης Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανήκει εις την αδελφότητα της μονής Ράτσια.

«Όσον χρόνον ήμουν στην Ράτσια», θα σημείωση αργότερα σε ένα αυτοβιογραφικό του κείμενον, «εις την μονην δεν είμεθα χωριστά από τον λαόν και οΰτως πληροφορούμεθα το τι συνέβαινε εις τον κόσμον και εις ποίαν εποχή ζώμεν. Τας εσωτερικός μας ανησυχίας και αγωνίας εζεύξαμεν εις το άρμα των καθημερινών μας διακονιών, τας οποίας δεν προεφθάναμεν να διεκπεραιώσωμεν έως το βράδυ. Κάποτε ελαμβάναμεν μόνον ένα κομμάτι ψωμί και όλην την ήμέραν εργαζόμεθα εις τους αγρούς επεβλέπαμεν τα ζώα της Μονής, μεταφέραμε τα ξύλα από το δάσος Επί εν χρονικό διάστημα ειργαζόμην στον νερόμυλο της Μονής. Είχαμεν την ανυπομονησία το Εσπέρας μετά την εργασίαν να συγκεντρωθώμεν όχι δια ανάπαυσιν αλλά δια προσευχήν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερα μακαριστής από την στιγμήν, κατά την οποίαν ό κουρασμένος άνθρωπος προσεύχεται εν ταπεινώσει. Τότε όλος ό άνθρωπος μεταμορφούται ουσιωδώς εις κατάστασιν προσευχής: να σωθώμεν ως λαός και ως άτομα Πρέπει να υπηρετώμεν τον Θεόν, εσκεπτόμεθα, οποίος και να κυβερνά και τούτο δια ημάς απετέλει το βαθύτερο νόημα του μοναχικού βίου».

Εν το μεταξύ ό Ιεροδιάκονος Παύλος το έτος 1950 – 51 διετέλεσε λέκτωρ εις την Ιερατική Σχολή εις το Πρίζρεν (την οποίαν κατέστρεψαν και έκαψαν οι Αλβανοί τον Μάρτιον του 2004 εις το Κόσσοβο υπό τα όμματα ιών στρατιωτών του ΝΑΤΟ)… Ως ιερομόναχος έκάρη το 1954? το αυτό έτος έλαβε την διάκρισιν του πρωτοσύγκελου. Το 1957 γίνεται αρχιμανδρίτης. Τας μεταπτυχιακός σπουδές εις την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών παρακολούθησε κατά το διάστημα από το 1955 έως 1957. Εν συνεχείς εκλέγεται εις τον επισκοπικό θρόνο Ράσκας και Πρίζρεν (Κόσσοβο).

Εις το Κόσσοβο και τα Μετόχια εις την περιοχή της Ράσκας, εις τον επισκοπικό αυτόν θρόνο θα υπηρέτηση σχεδόν 34 χρόνια Την εποχή εκείνη, όταν εγίνοντο πολλά κατά της Εκκλησίας με την συγκατάθεσιν του Κράτους, ηναγκάσθη να αντιστέκεται εις διαφόρους επιθέσεις: με την καθαράν προσευχήν, με την συνετή καθοδήγησιν και τας κραυγαλέας προσκλήσεις. Την Ίεράν Σύνοδο της Σερβικής Εκκλησίας και το Κράτος ενημέρωνε συνεχώς ως προς τας επιθέσεις, αί οποίαι ελάμβαναν χωράν κατά των Σέρβων και κατά της περιουσίας της Σερβικής Εκκλησίας εις το Κόσσοβο και τα Μετόχια

«Ελάμβανα τας προειδοποιήσεις να προσέχω τας τακτικός αναφοράς μου προς την Σύνοδο, διότι αύται έφθασαν και εις τας χείρας της κρατικής εξουσίας, καθώς ητο ολοένα και σαφέστερο ότι κάπου είχεν ήδη αποφασισθεί να μη είναι πλέον σερβικό το Κόσσοβο», θα σημείωση ό Πατριάρχης Αργότερον.

Καί ό ίδιος συχνά προσωπικώς εγίνετο θύμα Καθ’ όδόν έγίνετο αντικείμενο προπηλακισμών, ύβρεων, βασανισμών. Εις τα λεωφορεία τον εδίωκαν βιαίως. Εις στάση λεωφορείου εις το Πρίζρεν κάποιος Αλβανός τον ράπισε με λύσσα χωρίς αιτία. Λόγω της βιαιότητας του ραπίσματος, το καλυμμαύκι και ό επίσκοπος επήγαν εις αντίθετο κατεύθυνσιν! Ό άρχιερεύς εσηκώθη, επήρε το καλυμμαύκι, το έβαλε εις την κεφαλήν, με οίκτων κοίταζε τον επιτεθέντα και συνέχισε τον δρόμο του. Από το Πρίζρεν μέχρι το Βελιγράδι ταξίδευε πολλάκις εις τα βαγόνια με παράθυρα χωρίς κρύσταλλα, οπού το χιόνι σκέπαζε τα καθίσματα Υπέφερε τα πάντα, χωρίς γογγυσμόν, φροντίζων πολύ περισσότερον δια την επαρχία του και τους άλλους, παρά δια τον εαυτόν του. «Αυτόν τον επίσκοπο και πολύ μορφωμένο θεολόγο», σημείωσε ό γνωστός Ιστορικός της Τέχνης Ζ.Σ., «τον βλέπαμε πώς από την σκαλωσιά, πού σου σπάει τον λαιμό, επιδιόρθωνε τας στέγες των ναών η τα κονάκια των μοναχών, ενώ στην έδρα της επαρχίας του δεν έχει αρχιεπισκοπικό μέγαρο, αλλά ένα κελί, χωρίς τηλέφωνο και χωρίς προσωπικό γραμματέα, μόνον με την γραφομηχανή εις το γραφείο, οπού ό ίδιος συντάσσει τας εκθέσεις, αναφοράς και έπιστολάς γράφων εις το φθηνότερο χαρτί της αγοράς! Παντού υπάρχουν πλήθος ποιμαντικών απαντήσεων εις τας ερωτήσεις των πιστών: από τα πλέον απλά και πρακτικά θέματα μέχρι των πλέον πολύπλοκων και πνευματικών…».
Ιδιαίτερα φροντίδα έδειχνε δια την Ιερατική Σχολή του Πρίζρεν, οπού ενίοτε έκαμνε διαλέξεις. εκεί επεσκέπτετο συχνά τους μαθητάς ενδιαφερόμενος δια το ποίον εις τι θα βοηθήσει. Τας νύκτας σκέπαζε τους μαθητάς εις τον ύπνον των!

Πολλούς αιφνιδίασε το ότι ό επίσκοπος Παύλος εξελέγη εις τον πετραρχικό θρόνο. Έως τότε δεν είχε προβληθεί από τα ΜΜΕ και δια το κοινόν (αλλά και μεταξύ των υπολοίπων επισκόπων) δεν ήτο ό κύριος υποψήφιος δια την έδρα του πρώτου ιεράρχου.

 Συνεχιζεται????

Αφήστε μια απάντηση