kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Στο φτωχό Λάζαρο και τον πλούσιο. – Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. (Κυριακή Ε΄ Λουκά)

Συγγραφέας: kantonopou στις 30 Οκτωβρίου, 2011

Αλλά για να γίνει σφοδρότερη η κατηγορία της τρυφής και να πειράξει περισσότερο αυτούς που ζουν μέσα σ’ αυτήν, ας ξαναφέρουμε το λόγο στο Λάζαρο. Έτσι η προτροπή κι η συμβουλή μου θα γίνει αληθινότερη και ζωηρότερη, όταν όχι με λόγια αλλά με πράγματα δείτε να βασανίζονται και να τιμωρούνται όσοι ενδιαφέρονται για την πολυφαγία. Ο πλούσιος λοιπόν σε τόση κακία μέσα ζούσε, μέσα σε καθημερινή τρυφή και ντυνόταν με πολυτέλεια ανάβοντας περισσότερο την κόλαση για τον εαυτό του, συδαυλίζοντας τη φωτιά, κάνοντας την καταδίκη του απαρηγόρητη και την τιμωρία του ασυγχώρητη.

Κι ο φτωχός; Ριγμένος στην εξώπορτά του ούτε απελπίστηκε, ούτε βλαστήμησε, ούτε αγανάκτησε. Δεν αναρωτήθηκε, όπως κάνουν πολλοί· τί σημαίνει αυτό τέλος πάντων; Τούτος που ζει μέσα στην κακία και στη σκληρότητα και την απανθρωπιά, και όλα τα περιττά απολαμβάνει και λύπη καμιά δεν υπομένει, και κανένα δυσάρεστο από τα πολλά που πολιορκούν τους ανθρώπους, αλλά χαίρεται ατόφια την ευχαρίστηση. Κι εγώ δεν έχω ούτε την απαραίτητη τροφή. Αλλά γι’ αυτόν που δαπανά την περιουσία του όλη σε παράσιτα και κόλακες και μεθύσια σαν από πηγές τρέχουν όλα στο σπίτι του. Εγώ όμως κείτομαι εδώ θέαμα σ’ αυτούς που με βλέπουν, ντροπή και περίγελος, κι από την πείνα λιώνω. Αυτό είναι η πρόνοια του Θεού; Παρακολουθεί τ’ ανθρώπινα η θεία δικαιοσύνη; Τίποτ’ απ’ αυτά ούτε είπε ούτε σκέφτηκε. Από πού είναι αυτό φανερό; Από το ότι τον πήραν οι άγγελοι και τον αποκατάστησαν στον κόλπο του Αβραάμ. Δε θα του γινόταν τέτοια τιμή, αν ήταν βλάσφημος. Οι πολλοί θαυμάζουν το Λάζαρο για τούτο μονάχα, ότι ζούσε στη φτώχεια. Εγώ όμως αποδεικνύω ότι αυτός είχε δοκιμάσει εννέα ειδών τιμωρίες, όχι για να τιμωρηθεί αλλά για να λάμψει περισσότερο·  πράγμα που έγινε.

Είναι φοβερή στ’ αλήθεια η φτώχεια και το γνωρίζουν όλοι όσοι τη δοκίμασαν. Δεν μπορεί λόγος να παραστήσει τον πόνο που δοκιμάζουν όσοι ζουν μέσα στη φτώχεια και δε γνωρίζουν από πνευματική ζωή. Δεν είχε ο Λάζαρος το φοβερό αυτό μονάχα αλλά το συντρόφευε κι αρρώστια και μάλιστα πολύ βαριά. Προσέξετε πως δείχνει ότι κι οι δύο συμφορές είχαν φτάσει το άκρο. Ότι κάθε φτώχεια ξεπέρασε τότε η φτώχεια τού Λαζάρου, το έδειξε λέγοντας ότι μήτε τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου δεν μπορούσε να επωφεληθεί. Ότι πάλι και η αρρώστια του είχε φτάσει στο ίδιο σημείο με τη φτώχεια του και δεν μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο, αυτά το εφανέρωσε λέγοντας ότι τα σκυλιά έγλυφαν τις πληγές του. Τόσο είχε εξασθενήσει, ώστε δεν μπορούσε μήτε τα σκυλιά να διώξει αλλ’ ήταν πεσμένος κάτω,  ζωντανός νεκρός κι’ ενώ τα έβλεπε που πλησίαζαν, δεν είχε δύναμη να αμυνθεί. Τόσο είχαν παραλύσει τα μέλη του κι είχε αδυνατίσει από την αρρώστια κι εξαντληθεί από τη δοκιμασία. Βλέπετε πόσο δεινά η φτώχεια και η αρρώστια πολιορκούσαν το σώμα του; Κι αν το καθένα απ’ αυτά μόνο του είναι ανυπόφορο, όταν ενωθούν, πώς δεν πρέπει να είναι διαμάντι αυτός που τα υποφέρει; Πολλοί άνθρωποι αρρωσταίνουν πολλές φορές αλλά δεν στερούνται την απαραίτητη τροφή. Άλλοι πάλι έχουν για σύντροφο την πιο μεγάλη φτώχεια, έχουν όμως την υγεία τους και το ένα είναι μια ανακούφιση για το άλλο.

Εδώ ενεργούσαν και τα δύο μαζί. Έχεις όμως ίσως να μου πεις κάποιον που είναι και άρρωστος και φτωχός. Όχι όμως πως βρισκόταν και σε τόση εγκατάλειψη. Αν δεν μπορούσε να βρει κάποια βοήθεια από μόνος του ή από τους δικούς του, μπορούσαν να τον βοηθήσουν αυτοί που τον έβλεπαν, αφού ήταν πεσμένος στη μέση του δρόμου. Αλλά η απουσία βοηθών έκαμε τα δεινά του βαρύτερα κι αυτήν την ίδια τήν έκαμε να φαίνεται χειρότερη το πέσιμό του στην εξώπορτα του πλουσίου. Αν ήταν πεσμένος σ’ έρημο και ακατοίκητο μέρος δε θα υπέφερε τόσο από τον πόνο και την αδιαφορία που συναντούσε. Η απουσία ανθρώπων θα τον έκαμε να υποφέρει τα παθήματά του και χωρίς να θέλει. Αλλά να είναι πεσμένος ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους που έπλεαν στη μέθη και την καλοπέραση και να μην του δείχνει κανένας την πιο μηδαμινή φροντίδα, τον έκαμε να νιώθει δριμύτερα τους πόνους του και άναβαν περισσότερο τη λύπη του. Γιατί πειράζει τον άνθρωπο μέσα στη συμφορά του όχι τόσο να του λείπουν οι βοηθοί, όσο να υπάρχουν και να μη θέλουν να του απλώσουν το χέρι. Αυτό υπέφερε κι’ εκείνος τότε.

Ακόμη έκτος απ’ αυτό και κάτι άλλο πρόσθετε στην οδύνη του· έβλεπε τον άλλον να ευτυχεί. Όχι επειδή ήταν φθονερός και κακός αλλά γιατί η φύση όλων μας επιβάλλει να νοιώθουμε ακριβέστερη αίσθηση των συμφορών μας, όταν άλλοι ευτυχούν. Στην περίπτωση του πλουσίου ήταν και κάτι βαρύτερο που μπορούσε να τον πειράξει. Δεν είχε εντονότερη την εντύπωση των δεινών του, επειδή έκαμε σύγκριση της δυστυχίας του με την ευτυχία εκείνου αλλά επειδή έκαμε συνάμα τη σκέψη ότι αυτός που ζει με σκληρότητα και απανθρωπιά προκόβει σε όλα, ενώ ο ίδιος που ζούσε με αρετή και καλωσύνη υποφέρει τα βαρύτερα δεινά. Κι απ’ αυτά πάλι η λύπη του ήταν απαρηγόρητη. Να ήταν ο πλούσιος δίκαιος, να ήταν καλοσυνάτος, να ήταν άξιος για θαυμασμό, να ήταν γεμάτος από αρετή, δε θα του προξενούσε λύπη. Τώρα όμως ενώ ζούσε μέσα στην αμαρτία κι είχε φτάσει τα όρια της κακίας κι έδειχνε τόση απανθρωπιά, με συναισθήματα εχθρικά πέρα πέρα· κι ενώ σα να ήταν καμιά πέτρα τον προσπερνούσε αδιάντροπα κι’ άσπλαχνα, τώρα ύστερ’ απ’ όλα αυτά απολάμβανε τόση ευτυχία. Στοχαστείτε πώς ήταν φυσικό να βυθίζει την ψυχή του φτωχού μέσα σε αλλεπάλληλα κύματα; Φανταστείτε το Λάζαρο στην κατάσταση που βρισκόταν έβλεπε τα παράσιτα, τους κόλακες, τους υπηρέτες ν’ ανεβοκατεβαίνουν και να μπαινοβγαίνουν, να τρέχουν εδώ κι εκεί, να θορυβούν, να μεθούν, να χοροπηδούν, να κάνουν κάθε ακολασία. Σάμπως γι’ αυτό είχε ριχτεί στην εξώπορτα, για να γίνει μάρτυρας της ξένης ευτυχίας και ζούσε όσο να νοιώθει τα δεινά του μονάχα, ναυαγός μέσα στο λιμάνι, πεθαμένος στη δίψα δίπλα στην πηγή.

Να αναφέρω έκτος απ’ αυτά κι άλλο κακό; Δεν μπορούσε να στρέψει το βλέμμα του σε κάποιο δεύτερο Λάζαρο. Εμείς κι συ υποφέρουμε αμέτρητα κακά, μπορούμε να κοιτάξουμε το διπλανό μας και να αισθανθούμε μεγάλη ανακούφιση και παρηγοριά. Να συναντά κανένας ή ν’ ακούσει να του μιλούν για ομοίους του στις συμφορές φέρνει μεγάλη ανακούφιση. Εκείνος όμως δεν μπορούσε κανένα να δει που να έχει πάθει τα ίδια. Μήτε είχε ακούσει κανέναν από τους πιο παλιούς να είχε τόσα υπομείνει. Αυτό φτάνει για να σκοτίσει την ψυχή. Αλλά μπορώ και τούτο να ισχυριστώ· δεν μπορούσε να υψωθεί στην έννοια της αναστάσεως αλλά πίστευε ότι η ζωή του είχε κλειστεί σ’ αυτόν μόνο τον κόσμο, αφού ζούσε πριν από τη χάρη. Κι αν στην εποχή τη δική μας ύστερα από τόση γνώση του Θεού, ύστερ’ από τις όμορφες ελπίδες για την ανάσταση, τις τιμωρίες για τους αμαρτωλούς, τα έτοιμα αγαθά για τους δίκαιους, υπάρχουν μερικοί τόσο μικρόψυχοι και τόσο κακομοίρηδες, ώστε μήτε με τέτοιες προσδοκίες να μη διορθώνονται, τί ήταν φυσικό να αισθάνεται εκείνος, αφού του έλειπε τέτοια άγκυρα; Αυτός δεν μπορούσε να υψωθεί σε τέτοιες σκέψεις, επειδή δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα τέτοιων στοχασμών. Ήταν όμως και κάτι άλλο ακόμα είχε χάσει την υπόληψή του ανάμεσα σε όσους ήσαν ανόητοι. Γιατί οι πολλοί, όταν δουν μερικούς να βασανίζονται με αρρώστια που δεν τους αφήνει και με υπέρμετρα δεινά, τις περισσότερες φορές δεν έχουν καλή ιδέα γι’ αυτούς, αλλά κρίνουν τον άνθρωπο από τη συμφορά του και πιστεύουν ότι βασανίζεται έτσι εξαιτίας της κακίας του. Και πολλά άλλα παρόμοια ψιθυρίζουν μεταξύ τους, ανόητα βέβαια, λέγονται όμως· ότι τάχα, αν τον αγαπούσε ο Θεός, δε θα τον άφηνε να ταλαιπωρείται μέσα στην φτώχεια και σ’ άλλα δεινά. Το ίδιο έγινε και στον Ιώβ, το ίδιο και στον Παύλο. Έλεγαν στον Ιώβ. «Μήπως σού είπαμε πολλές φορές δυσάρεστα; Ποιός όμως θα μπορέσει να κρατηθεί και να μη μιλήσει; Συ πολλούς συμβούλεψες, αδύνατα χέρια ενίσχυσες, τους κλονισμένους κράτησες με τους λόγους σου, τα γόνατα που λύγιζαν στήριξες. Τώρα η συμφορά βρίσκει και σένα και συ ταράζεσαι. Δεν ήταν ανόητη η ευλάβεια σου;» Αυτά θέλουν να πουν τούτο· Αν είχες κάμει κάτι καλό, δε θα πάθαινες αυτά που παθαίνεις αλλά πληρώνεις τις αμαρτίες και τις παρανομίες σου. Αυτό πείραζε πιο πολύ τον μακάριο Ιώβ. Το ίδιο έλεγαν οι βάρβαροι και για τον Παύλο. Όταν είδαν την έχιδνα κρεμασμένη από το χέρι του, δεν σχημάτισαν καλή ιδέα γι’ αυτόν αλλά φαντάσθηκαν πως ήταν ο χειρότερος εγκληματίας. Φαίνεται από τα λόγια τους· Αυτόν, αν και σώθηκε από την θάλασσα, δεν τον άφησε να ζήσει η θεία δίκη. Δεν είναι τυχαίο που και τούτο συχνά μας ταράζει. Ενώ όμως αντιμετώπιζε τόσα κύματα, το ένα μετά το άλλο, δε βούλιαζε το σκάφος. Αλλά συμπεριφερόταν, σαν να βρισκόταν στη δροσοβόλο κάμινο, και να δοκίμαζε αναβρυστική δρόσο.

Δεν είπε τίποτα τέτοιο, όπως είναι φυσικό να λένε οι πολλοί· αν αυτός ο πλούσιος μετά το θάνατο του κολαστεί και τιμωρηθεί, θα έρθει ένα με ένα, αν όμως απολαύσει κι εκεί τις ίδιες τιμές θα βγάλει δύο μηδέν. Ή μήπως δεν κυκλοφορείτε τέτοια σεις οι πολλοί μέσα στην αγορά, φέρνοντας μέσα στην εκκλησία το ιπποδρόμιο και τα θέατρα; Ντρέπομαι να αναφέρω τέτοια λόγια και κοκκινίζω. Είναι όμως ανάγκη να τα πω, για να απαλλαγείτε σεις από τα άτακτα γέλια και την ντροπή και τη βλάβη των λόγων αυτών. Αυτά πολλοί τα λένε γελώντας αλλά και τούτο είναι επινόημα της διαβολικής κακίας, να εισάγονται στη ζωή ανήθικες ιδέες με μορφή αστείων. Αυτά και στα εργαστήρια αδιάκοπα και στην αγορά και στα σπίτια πολλοί τα κυκλοφορούν, πράγμα που αποτελεί την πιο μεγάλη ανοησία και τρέλλα και κοροϊδία αληθινά και σκέψη παιδική.. Γιατί το να λέμε ότι θα τιμωρηθούν οι άδικοι, όταν πεθάνουν και να μην πιστεύουμε ακράδαντα ότι θα τιμωρηθούν, δείχνει όπως και νάχει ανθρώπους που απιστούν κι αμφιβάλλουν. Κι αν τύχει και τούτο, που θα τύχει, να νομίζουμε ότι αυτοί θα κερδίσουν την ίδια ανταπόδοση με τους δίκαιους, αυτό μαρτυρεί έσχατη ανοησία.

Πέστε μου, τί λέτε; αν ο πλούσιος μετά το θάνατό του τιμωρείται εκεί, είναι ένα μ’ ένα; Τί νόημα έχει τούτο; Πόσα χρόνια θέλετε να υποθέσουμε ότι θ’ απολαύσει εδώ τ’ αγαθά του; Εκατό; Εγώ βάζω και διακόσια και τριακόσια και διπλάσια, κι αν θέλεις και χίλια, πράγμα αδύνατο. Ογδόντα χρόνια λέει, οι μέρες της ζωής μας. Αλλά ας είναι και χίλια. Εχομε να δείξουμε εδώ μια ζωή που τέλος δεν έχει και δε γνωρίζει όριο, όπως είναι εκεί η ζωή των δικαίων; Πέστε μου, αν κάποιος σε διάστημα εκατό ετών τύχει να δει ευχάριστο όνειρο και να δοκιμάσει πολλή απόλαυση μια νύχτα μόνο, ενώ περνά ατελείωτα μαρτύρια κατά τα εκατό χρόνια, θα μπορέσει τάχα να πει σ’ αυτήν την περίσταση ένα μ’ ένα και θα μπορέσει με τη μια εκείνη  νύχτα των ονείρων ν’ αντισταθμίσει τα εκατό χρόνια; Δεν μπορεί να το βεβαιώσει. Αυτό σκέψου και για τη μέλλουσα ζωή. Ό,τι είναι το ένα όνειρο μπροστά στα εκατό χρόνια, είναι και ή παρούσα ζωή μπροστά στη μέλλουσα. Κι ακόμα περισσότερο. Ό,τι είναι μια μικρή σταγόνα μπροστά στο απέραντο πέλαγος, είναι και τα χίλια χρόνια μπροστά σ’ αυτή τη μελλοντική δόξα και απόλαυση. Τί περισσότερο θα μπορούσε κανένας να πει από το ότι δεν έχει όριο και δε γνωρίζει τέλος κι όση απόσταση υπάρχει ανάμεσα στα όνειρα και στην πραγματική αλήθεια τόση είναι η διαφορά αυτής κι εκείνης της καταστάσεως;

Εξάλλου και πριν από την εκεί τιμωρία, από δω τιμωρούνται όσοι ζουν στην πονηρία και στην αμαρτία. Μη μου αναφέρεις αυτόν μόνο που απολαμβάνει πλούσιο τραπέζι, που φορεί τα μεταξωτά, και διαθέτει κοπάδια δούλων και αλωνίζει μέσα στην αγορά. Ξεδίπλωσε τη συνείδησή του και θ’ αντικρίσεις μέσα πολύ πλήθος αμαρτημάτων, αδιάκοπο φόβο, χειμώνα και τρικυμία. Θα δεις όπως στο δικαστήριο ανεβασμένο στο βασιλικό θρόνο τον νου, να κάθεται σαν δικαστής, έχοντας δίπλα του τους στοχασμούς σαν δημίους, να κρεμάει την ψυχή και να την ξεσκίζει για τις αμαρτίες της και να φωνάζει δυνατά χωρίς να το γνωρίζει κανένας παρά μόνο ο Θεός που τα βλέπει όλα. Ο μοιχός λόγου χάρη κι αν είναι ζάπλουτος κι αν δεν τον κατηγορεί κανένας, δε σταματά να κατηγορεί μέσα του ο ίδιος τον εαυτό του. Η ευχαρίστηση είναι εφήμερη, παντοτινός όμως άπονος· φόβος και τρόμος από παντού, υποψία και αγωνία. Φοβάται τις στενωπούς, τρέμει τούς ίσκιους, τους υπηρέτες του, αυτούς που γνωρίζουν, αυτούς που δε γνωρίζουν, τη γυναίκα που αδικείται, τον άνδρα που εκτίθεται. Πηγαίνει κι έχει μαζί του πικρό κατήγορο τη συνείδησή του, αυτοκαταδικάζε­ται και δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει μια στάλα. Γιατί και στο κρεβάτι, και στο τραπέζι, στην αγορά και στο σπίτι, τη μέρα και τη νύχτα και στα όνειρά του, πολλές φορές, βλέπει τα φαντάσματα της αμαρτίας. Περνά τη ζωή του Κάιν, στενάζοντας και τρέμοντας πάνω στη γη, και ενώ δεν το γνωρίζει κανένας έχει πάντα μέσα του φωτιά αναμμένη. Το ίδιο παθαίνουν οι άρπαγες κι οι πλεονέκτες. Το ίδιο οι μέθυσοι και καθένας γενικά απ’ όσους ζουν στις αμαρτίες. Είναι ακατόρθωτο να δικαστεί το δικαστήριο εκείνο. Αλλά κι αν δεν επιδιώκουμε την αρετή, όμως υποφέρουμε, επειδή δεν την επιδιώκουμε, κι αν επιδιώκουμε την κακία, μόλις παύσει η ηδονή της αμαρτίας, αρχίζει η λύπη. Ας μη λέμε λοιπόν για τους έδώ πλούσιους και πονηρούς, και για τους δίκαιους που απολαμβάνουν εκεί ένα με ένα αλλά δύο μηδέν. Γιατί οι δίκαιοι δοκιμάζουν πολλή ευχαρίστηση κι από τα εδώ κι από τα εκεί. Οι πονηροί όμως κι οι πλεονέκτες κι εδώ κι εκεί τιμωρούνται. Κι εδώ βασανίζονται με την αγωνία της εκεί τιμωρίας και την υποψία των άλλων και με την ίδια την αμαρτία και την καταστροφή    της ψυχής τους. Και μετά την αποδημία τους από εδώ υπομένουν ανυπόφορες τιμωρίες. Απ’ το άλλο μέρος οι δίκαιοι, κι αν παθαίνουν εδώ μύρια δεινά, τους τρέφει η ελπίδα, και δοκιμάζουν καθαρή ευχαρίστηση, σταθερή και αμετακίνητη. Κι έπειτα, τους περιμένουν τ’ αμέτρητα αγαθά, όπως ακριβώς και το Λάζαρο. Μη μου πείτε ότι ήταν γεμάτος από πληγέςσκεφτείτε πως είχε μέσα του ψυχή πολυτιμότερη από όλο το χρυσάφι. Κι όχι μόνο την ψυχή αλλά και το σώμα. Γιατί η αρετή του σώματος δεν είναι η παχυσαρκία και η υγεία αλλά να υποφέρει τόσα και τέτοια μαρτύρια. Δεν προκαλεί τη σιχασιά μας όποιος έχει τέτοιες πληγές, στο σώμα αλλά όποιος έχει αμέτρητες πληγές στην ψυχή και καθόλου ωστόσο γι’ αυτές δε φροντίζει. Τέτοιος ήταν ο πλούσιος εκείνος· γεμάτος έλκη εσωτερικά ολόκληρος. Κι όπως τα σκυλιά έγλυφαν τα τραύματα του Λαζάρου, έτσι γλύφουν οι δαίμονες τ’ αμαρτήματα εκείνου. Κι όπως ο ένας ζούσε πεινώντας  την τροφή, έτσι κι εκείνος πεινούσε κάθε αρετή.

Μ’ αυτές τις σκέψεις ας γινόμαστε πιο πνευματικοί κι ας μη λέμε, «αν τον τάδε τον αγαπούσε ο Θεός δε θα τον άφηνε να γίνει φτωχός». Αυτό ακριβώς είναι η πιο μεγάλη απόδειξη της αγάπης. Όποιον αγαπά παιδεύει ο Κύριος· μαστιγώνει καθέναν που τον παραδέχεται γιό του. Και πάλι· αν έρχεσαι τέκνο μου να υπηρετήσεις τον Κύριο ετοίμασε την ψυχή σου για να δεχτεί τον πειρασμό, ατσάλωσε την καρδιά σου και υπομόνεψε. Ας πετάξουμε λοιπόν, αγαπητοί, από πάνω μας τις περιττές αυτές προλήψεις και τα λόγια του κόσμου. Αισχροί και ανόητοι κι ευτράπελοι λόγοι, παραγγέλλει, ας μη βγαίνουν, από το στόμα σας. Μήτε οι ίδιοι λοιπόν να τα λέμε αλλά κι άλλους αν ακούσουμε, ας τους κλείσουμε το στόμα, κι ας εξαναστούμε με δύναμη, ας σταματήσουμε, την αναίσχυντη γλώσσα τους. Αν δήτε, πείτε μου, ένα λήσταρχο να τρέχει στους δρόμους, να παραφυλάει τούς περαστικούς, ν’ αρπάζει τα γεννήματα, σε σπηλιές και λάκκους να χώνει χρυσαφικά κι ασημικά και κολλά κοπάδια ν’ αποκλείει στο λημέρι του, ρουχισμό και δούλους να εξασφαλίζει από την επιδρομή του εκείνη, άραγε τον μακαρίζετε για τον πλούτο του ή τον ελεεινολογείτε για την τιμωρία που τον περιμένει; Βέβαια δεν έχει ακόμα συλληφθεί, ούτε έχει παραδοθεί στον δικαστή, ούτε στη φυλακή έχει κλειστεί, ούτε υπάρχει κατήγορός του. ούτε έχει καταδικαστεί αλλά διασκεδάζει και μεθά και τον πλούτο απολαμβάνει. Κι όμως δεν τον μακαρίζουμε για όσα έχει τώρα και τα βλέπουμε, αλλά τον ελεεινολογούμε για όσα του μέλλονται και τον περιμένουν.

Το ίδιο σκέψου για όσους πλουτούν και πλεονεκτούν. Είναι ληστές που παραφυλάγουν στους δρόμους και ληστεύουν τους περαστικούς και καταχωνιάζουν τις ξένες περιουσίες στα σπίτια τους, όπως σε σπηλιές και σε λάκκους. Ας μην τους καλοτυχίζουμε για όσα έχουν, για όσα τους μέλλονται ας τους ελεεινολογούμε, για το φοβερό εκείνο δικαστήριο, για τις αναπόφευκτες ευθύνες, για το σκότος το εξώτερο που τους περιμένει. Και οι ληστές πολλές φορές ξεφεύγουν από τα χέρια των ανθρώπων μολαταύτα δε θα ευχόμαστε τη ζωή τους και τον καταραμένο πλούτο τους ούτε στον εαυτό μας ούτε και στους εχθρούς μας. Τούτο όμως δε γίνεται με το Θεό· κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από την κρίση του, παρά όλοι που ζουν με πλεονεξίες και αρπαγές θα τραβήξουν επάνω τους από μέρους του την τιμωρία την αθάνατη, που δεν έχει τέλος, όπως εκείνος ο πλούσιος. Όλα αυτά ος τα φέρουμε μπροστά μας, αγαπητοί, κι ας μη μακαρίζουμε όσους κολυμπούνε μέσα στα πλούτη παρά όσους ζούνε μέσα στην αρετή· κι ας μην ελεεινολογούμε τους φτωχούς παρά τούς κακούς· ας μην παρατηρούμε τα τωρινά, παρά ας εξετάζουμε τα μελλοντικά· ας μην ερευνούμε το εξωτερικό αλλά τη συνείδηση καθενός. Ας επιδιώξουμε την αρετή και τη χαρά που δίνουν τα πνευματικά κατορθώματα, ζηλεύοντας το Λάζαρο, πλούσιοι και φτωχοί. Δεν έβγαλε πέρα τούτος έναν και δύο και τρεις άθλους μονάχα της αρετής αλλά πολύ περισσότερους, τη φτώχεια, την αρρώστια, την απουσία προστάτη, ότι υπέφερε σε σπίτι που μπορούσε να του σβήσει όλα εκείνα τα δεινά του κι όμως δεν αξιώθηκε ούτε ένα λόγο παρηγοριάς, ότι έβλεπε να δοκιμάζει τόση απόλαυση αυτός που τον περιφρονούσε κι όχι μόνο αυτό αλλά να ζει μέσα στην κακία και κανένα κακό να μην παθαίνει. Δεν είχε κι άλλο Λάζαρο να δει, δεν μπορούσε να υψωθεί σε σκέψεις για την ανάσταση, είχε την κακή υπόληψη που από τις συμφορές του σχημάτιζαν γι’ αυτόν οι πολλοί, σα να μην τον έφταναν τα πάθη του, ακόμα δεν έβλεπε τον εαυτό του δύο και τρεις μέρες αλλά ολόκληρη τη ζωή του σ’ αυτήν την κατάσταση και τον πλούσιο στην αντίθετη. Πώς λοιπόν θα μπορούσαμε ν’ απολογηθούμε, όταν εκείνος βαστούσε με τόση γενναιότητα όλα μαζί τα δεινά κι εμείς δεν αντέχουμε μήτε τα μισά; Δεν μπορείτε, δεν μπορείτε να παρουσιάσετε ούτε ν’ αναφέρετε κάποιον άλλον με τόσες και τέτοιες συμφορές. Γι’ αυτό ακριβώς τον παρουσίασε μπροστά μας ο Χριστός· σε όσο βάθος συμφοράς κι αν πέσουμε βλέποντας σ’ αυτόν το σύνολο των θλίψεων, ν’ αντλήσουμε παρηγοριά και στήριξη από τη σοφία εκείνου και την υπομονή. Είναι κοινός δάσκαλος της οικουμένης για όσους υποφέρουν οποιοδήποτε κακό, δίνει σ’ όλους την ευκαιρία να τον βλέπουν και υπερβάλλει όλους με τη συσσώρευση των δεινών του. Ας ευχαριστήσουμε για όλα αυτά τον φιλάνθρωπο Θεό κι ας οικειοποιηθούμε την ωφέλεια της παραβολής παίρνοντάς την αδιάκοπα μαζί μας παντού, στις συντροφιές, στα σπίτια μας, στην αγορά και μελετώντας προσεκτικά όλο τον πλούτο της. Έτσι και τα τωρινά δεινά μας θα προσπεράσουμε χωρίς λύπη και τα μελλοντικά αγαθά θα κερδίσουμε. Μακάρι να γίνουμε άξιοι γι’ αυτά με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και σ’ αυτόν μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η τιμή και η προσκύνηση τώρα και πάντα και στους αιώνες. Αμήν.

(+Μητροπ. Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου, «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον» τ. Β΄, σ.49-59) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Αφήστε μια απάντηση