kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Η προσευχή ως ψυχοθεραπευτική στρατηγική

Συγγραφέας: kantonopou στις 20 Σεπτεμβρίου, 2011

Σύγχρονες έρευνες στο χώρο της σωματικής και ψυχικής υγείας δείχνουν ότι η προσευχή μπορεί να είναι μία μορφή ψυχοθεραπευτικής στρατηγικής μαζί με την ψυχοθεραπεία, χωρίς η μία να συγκρούεται με την άλλη, αλλά η καθεμία να ενισχύει την άλλη.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νο 23 του περιοδικού ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ (Απρίλιος-Ιούλιος 2007)

Σε διάφορες περιόδους της ζωής του ο άνθρωπος αναγκαστικά ευρίσκεται μπροστά στα μεγάλα και σοβαρά ερωτήματα της ζωής. Τέτοιες περίοδοι υπαρξιακών κρίσεων όπως συνηθίσαμε να τις αποκαλούμε, που οι προβληματισμοί για την ζωή, τον θάνατο και το νόημα ύπαρξης παίζουν κυρίαρχο ρόλο και η αναζήτηση απαντήσεων γίνεται κάτι περισσότερο από φιλολογικο-φιλοσοφική συζήτηση, είναι οι φάσεις ζωής που μας φέρνουν κοντά στον θάνατο. Μια αρρώστια δική μας ή κάποιου δικού μας ανθρώπου, μια αναπάντεχη απώλεια κάνει επιτακτική την ανάγκη επεξεργασίας των έντονων συναισθημάτων που αναπόφευκτα βιώνουμε. Αυτά τα συμβάντα προκαλούν τέτοια ανατροπή στην συνέχεια της ζωής, που είναι αδύνατο να συνεχίσουμε την ζωή μας ως τίποτα να μην έχει συμβεί.

Μια τέτοια κρίση είναι και αυτή που περάσαμε μετά το τραγικό συμβάν της πτώσης του αεροπλάνου της Ήλιος στις 14 Αυγούστου 2005.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που με τον ένα ή άλλο τρόπο μαζί με τους περί ζωής και θανάτου προβληματισμούς βρέθηκαν και πάλι μπροστά στα περί Θεού ερωτήματα. Με αφορμή ένα άλλο τραγικό συμβάν που δυο παιδιά έχασαν την ζωή τους, βρέθηκα μπροστά στο προκλητικό ερώτημα μιας μητέρας όπως ο γιος της το έθεσε. «Που ήταν ο Θεός;». Υπονοώντας που ήταν ο Θεός για να προλάβει το «κακό». Εδώ τα εισαγωγικά είναι δηλωτικά της αμφισημίας του συγκεκριμένου κακού, του θανάτου. Βλέπουμε και αξιολογούμε τα διάφορα συμβάντα μόνο από την δική μας σκοπιά. Και όσον αφορά τον θάνατο, ερμηνεύουμε τα πάντα από την σκοπιά του ελλείμματος και της μεγάλης απώλειας γι’ αυτόν που μένει. Σπάνια βάζουμε στην εξίσωση της ζωής και του θανάτου αυτόν που φεύγει και το δικό του πιθανό όφελος. Μιλώ γι’ αυτούς που δεν πιστεύουν ότι η ζωή είναι ένα κοσμικό ατύχημα).

«Που ήταν ο Θεός;»  Απάντησα στην ερώτηση-πρόκληση ακριβώς με την ­δια ερώτηση, με την διαφορά ότι πρόσθεσα το χρονικό πριν. «Που ήταν ο Θεός πριν από το συμβάν;».

Υπονοώντας ότι αν ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου βιωματικά τοποθετηθεί μέσα στον κόσμο και κατανοηθεί ενδοκοσμικά, τότε το ερώτημα «που ήταν ο Θεός» είναι μία μομφή σ’ έναν Θεό που υπάρχει μόνο στην ενδοκοσμικότητα. Είναι ο Θεός, ιδέα, αντιπρόσωπος, «πρόεδρος», αν θέλετε, του σωματείου εκκλησία. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στην βιωματική τοποθέτηση του σκοπού της ζωής στην σχέση με τον Θεό. Και το ερώτημα ξανατίθεται: «Που ήταν ο Θεός» πριν το συμβάν στην ζωή μας; Εάν αληθώς βιώναμε την σχέση με ένα Ζώντα Θεό, τότε κανένα συμβάν δεν είναι ικανό για ανατροπές και υπαρξιακά αδιέξοδα. Θλιβόμαστε, πονούμε για την απώλεια, ποτέ όμως δεν απελπιζόμαστε.

Ως φαίνεται, για αυτούς που το χρήμα δεν έχει ακόμη θεοποιηθεί, μετατρέποντας τους θεούς, τους όποιους θεούς πιστεύουν σε ιδεολογήματα, η σχέση με τον Θεό, η προσευχή και δι αυτής το άνοιγμα στο πέραν της ενδοκοσμικότητας επιτρέπει συμβάντα όπως αυτά που αναφέραμε να αφομοιώνονται χωρίς να συντρίβουν.

Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει: Είναι δυνατό τον 21ο αιώνα να μιλούμε για σχέση με τον Θεό και προσευχή εν δυνάμει θεραπευτικά στο εδώ και τώρα, και όχι σ’ ένα υποσχόμενο και εν πολλοίς αμφιλεγόμενο μετά την ζωή μέλλον;

Και όμως, υπάρχουν σήμερα έρευνες στον χώρο της υγείας, σωματικής και ψυχικής, που μας επιτρέπουν να υποστηρίζουμε ότι η προσευχή μπορεί να είναι μία μορφή ψυχοθεραπευτικής στρατηγικής μαζί με την ψυχοθεραπεία, χωρίς η μία να συγκρούεται με την άλλη, αλλά η καθεμία να ενισχύει την άλλη.

Η προσευχή στον χώρο της υγείας, απαίτηση των πελατών

Καθώς φαίνεται, η «είσοδος» της προσευχής στον χώρο της Υγείας είναι και απαίτηση των ιδίων των ανθρώπων που επικαλούνται τις διάφορες Υπηρεσίες Υγείας. Όπως έδειξε έρευνα (King και Bushwick, 1994) με δείγμα 203 οικογένειες εσωτερικών ασθενών, το 48% ήθελε τους γιατρούς τους να προσεύχονται μαζί τους. Επίσης, θεραπευτές δεν διστάζουν πλέον να προτείνουν την προσευχή στους πελάτες τους ως θεραπευτική στρατηγική επιπλέον της κλασικής θεραπευτικής σχέσης, και αυτό καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα σχέσεων, όπως άτομα που ευρίσκονται σε πορεία απεξάρτησης ουσιών (Carroll, 1993. Johnsen, 1993. Ratner, 1988), άτομα που υποφέρουν από το μετατραυματικό σύνδρομο (Jimenez, 1993), καθώς επίσης χρόνιους ασθενείς ψυχικά πάσχοντες (Carson & Huss, 1979).

Οι πελάτες μας συνήθως έχουν μία θρησκεία και συχνά προσεύχονται. Εάν δεν κλείσουμε τα μάτια, για να μην δούμε τον «ελέφαντα» που κάθεται στο γραφείο μας, σίγουρα έχουμε να κερδίσουμε σημαντικές πληροφορίες για το πώς αυτοί που ζητούν τις υπηρεσίες μας βλέπουν τον εαυτό τους σε συνάρτηση με τον κόσμο. Ποια είναι η υπαρξιακή τους τοποθέτηση και από που αντλούν δύναμη, όταν οι δυνάμεις του εαυτού τους φθάνουν στα όριά τους. Παρακαλούν τον Θεό να τους λύσει «μαγικά» τα προβλήματά τους ή παρακαλούν τον Θεό να τους δώσει φώτιση και υπομονή αφηνόμενοι με εμπιστοσύνη στο έλεός Του;

Από το πώς βλέπουν την σχέση τους με τον Θεό συμπεραίνουμε και την στάση τους έναντι των προβλημάτων της ζωής. Κατ επέκταση, αυτό μπορεί να είναι και μία πηγή πληροφόρησης για το πώς αναμένουν την θεραπευτική σχέση να δράσει και για το πώς αναμένουν να ξεφορτωθούν μαγικά, ή με δική τους δράση και κόπο, τα προβλήματά τους.

Μια τέτοιου τύπου στάση αντανακλάται και στην δήλωση που ακολουθεί, έπειτα από μία μακριά «αγόρευση» επί των προβλημάτων που οδήγησαν κάποιον κοντά μας: «Σας τα είπα όλα, τώρα είναι η σειρά σας». Αφού μας τα είπε, τώρα εμείς μαγικά θα δώσουμε την λύση.

Η προσευχή και το «ενδυναμωτικό αποτέλεσμα»

Όπως δείχνουν οι έρευνες που έχουμε αναφέρει, Σ προσευχή δεν έχει κάτι το μαγικό να μας δώσει και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται απλά σαν ένα «νόμισμα» συναλλαγής. Είναι κάτι περισσότερο και πιο πολύπλοκο από αυτό. Δεν λειτουργεί υπολογιστικά, η αναλογία, όσα δίνω, τόσα παίρνω. Γι’ αυτό το αίτημα χρειάζεται τόση «ποσότητα», για εκείνο το αίτημα περισσότερη ή λιγότερη «ποσότητα» προσευχής.

Οι έρευνες φαίνεται επίσης να επιβεβαιώνουν την σοφία των ασκητών.  Η προσευχή αφενός μεν είναι δύναμη που κατευθύνεται από τον προσευχόμενο σ’ αυτόν που δέχεται την προσευχή και αφετέρου η δύναμη της ευχής αλλοιώνει και τον ίδιο τον προσευχόμενο.

Συμπερασματικά θα συμφωνήσουμε με τους ερευνητές (McCullough καί Larson, 1999) όταν αυτοί δηλώνουν ότι: «ακόμα και στην απουσία αποδείξεων “θεραπευτικής αποτελεσματικότητας” (ένας όρος ολοένα και περισσότερο αμφισβητούμενος στον χώρο της ψυχοθεραπευτικής έρευνας) η προσευχή ίσως έχει αυτό που θα ονομάζαμε (λόγω έλλειψης καλύτερου όρου) “ενδυναμωτικό αποτέλεσμα” (emboldening effect). Μπορεί να δώσει ώθηση και να ενδυναμώσει (α) το ηθικό, (β) την ελπίδα για θεραπεία και ότι θα υπάρξει λύση των προβλημάτων, (γ) την ανακούφιση, την άνεση με την διαδικασία ψυχοθεραπείας και συμβουλευτικής και (δ) το άνοιγμα στην θεραπευτική εργασία και την συμβουλευτική».

Η προσευχή ως πιθανός ενισχυτής του ανοσοποιητικού

Και μόνο τα «ενδυναμωτικά αποτελέσματα» της προσευχής να επιμετρήσουμε και να μας είναι αδύνατο να αποδείξουμε κάτι άλλο, εάν λάβουμε υπόψη τις εντελώς πρόσφατες έρευνες στο ψυχονευροανοσοποιητικό πεδίο (Psychoneuroimmunology – PNΙ) μπορούμε να συνδέσουμε την αναπτέρωση του ηθικού, την ελπίδα για θεραπεία και την ελπίδα για λύση των προβλημάτων, με την ενίσχυση του ανοσοποιητικού.

Η Kemeny και οι συνεργάτες της (University of California) έχουν βρει ότι οι άνθρωποι αντιδρούν στο ίδιο ερέθισμα με διαφορετικούς φυσιολογικούς τρόπους που εξαρτώνται από το πώς το αντιλαμβάνονται και το εκτιμούν. Αυτά τα ευρήματα υπονοούν ότι η γνώση από μόνη της δυνατόν να παίζει ρόλο στα αποτελέσματα υγείας, προκαλώντας την παραδοσιακή θεώρηση ότι οι συγκινήσεις διαμεσολαβούν μεταξύ ψυχολογικών παραγόντων και ανοσοποιητικού. « Υποθέτουμε ότι δυνατόν να υπάρχει κάτι σε σχέση με την γνωστική διαδικασία, Σ οποία να έχει άμεσο αποτέλεσμα στο ανοσοποιητικό σύστημα. […] Το να είναι κανείς υπέρμετρα αισιόδοξος μπορεί πράγματι να είναι υγιεινό» (De Angelis, 2002).

Έρευνες με άνδρες φορείς του ιού του Aids έδειξαν ότι οι έχοντες αισιόδοξη προσέγγιση για την κατάστασή τους είχαν λιγότερες πιθανότητες εκδήλωσης του ιού από τους απαισιόδοξους.

Επίσης φάνηκε ότι Σ αρνητική αυτοεικόνα -και οι αυτοκατηγορίες για αρνητικά γεγονότα-συνδέεται με φτωχότερα αποτελέσματα υγείας, όπως γρηγορότερη φθορά (CD4T-cell) κυττάρων σε ασθενείς με Aids (De Angelis, 2002).

Όσο και να μας θέτουν μπροστά σε νέα ερωτήματα οι έρευνες στον τομέα της προσευχής και της ψυχοθεραπείας, μαζί με τις απαντήσεις που μας δίνουν, σίγουρα έχουν ανοίξει και ένα νέο πεδίο ελπιδοφόρων ερευνών και ενισχύουν, παρά  αποτρέπουν, την χρήση της προσευχής ως θεραπευτικής στρατηγικής.

Ακόμα και με την απουσία αποδείξεων άμεσης θεραπευτικής αποτελεσματικότητας, Σ ενίσχυση που προσφέρει Σ προσευχή στην ελπίδα για θεραπεία, στην λύση των προβλημάτων, στην ενδυνάμωση του ηθικού και στην αίσθηση της παρουσίας του Θεού στην ζωή του ατόμου, αυτή και μόνο είναι ικανή να πείσει για την θετική επίδραση της προσευχής. Νοουμένου δε ότι σύγχρονα ευρήματα στον τομέα της ψυχονευροανοσολογίας στηρίζουν την άποψη, ότι, όχι μόνο τα συναισθήματα αλλά και Σ ­δια Σ γνώση δυνατόν να παίζει ρόλο στην βελτίωση της υγείας, δια της ενίσχυσης του ανοσοποιητικού, μπορούμε να υποθέτουμε ότι και Σ προσευχή παίζει τουλάχιστον έμμεσο ρόλο στην υγεία.

Οι έρευνες επίσης στηρίζουν τις κλινικές μας παρατηρήσεις ότι Σ μορφή της προσευχής που σχετίζεται και με την προσωπικότητα του ατόμου, είναι πιο καθοριστικός παράγοντας ως προς την επιμέτρηση της αποτελεσματικότητας παρά Σ συχνότητα και μόνο της προσευχής.

Η πνευματική δραστηριότητα και ως εγκεφαλική νευρωνική δραστηριότητα

Η αποκάλυψη της βιολογικής οδού έκφρασης ή του επηρεασμού μιας συμπεριφοράς ή ενός βιώματος μπορεί να επιτρέπει την βιοχημική (φαρμακευτική) παρέμβαση, ουδόλως όμως αποκλείει άλλες παρεμβάσεις όπως, λόγου χάριν κοινωνική ψυχοθεραπευτική ή πνευματική. Σύγχρονες δε έρευνες αποκαλύπτουν αλλοιώσεις του εγκεφάλου εν ώρύ προσευχής. Κατά συνέπεια αυτές οι βιοχημικές αλλοιώσεις που επιτυγχάνονται εν ώρύ προσευχής βεβαιώνουν ότι μία διαδικασία μη βιοχημική επιφέρει αλλοιώσεις βιοχημικές στον εγκέφαλο.

Ο M. Persinger (Servan-Schreiber, 2001), πανεπιστημιακός ερευνητής στον Καναδά, πάνω από είκοσι χρόνια εργάζεται με αντικείμενο την σχέση των εγκεφαλικών αλλοιώσεων και της πνευματικότητας. Μια σχέση που πέραν πάσης αμφισβήτησης υπάρχει. Τώρα, εάν η πνευματικότητα και το Θείο είναι μία παραίσθηση και μόνο, όπως κάποιοι υποστηρίζουν, και εκδηλώνεται ως αποτέλεσμα νευρωνικών λειτουργιών και τίποτα περισσότερο ή είμαστε, οι άνθρωποι, εγκεφαλικά προικισμένοι στο να έχουμε εμπειρίες μυστικές και να επικοινωνούμε με το Θείο, αναμένει να αποδειχθεί. Αυτό που δεν μπορεί από κανέναν πλέον να αμφισβητηθεί είναι η πνευματική εμπειρία, όπως αυτή μπορεί να παρατηρηθεί και με σύγχρονες μεθόδους να καταγραφεί, ως ιδιαίτερη εγκεφαλική νευρωνική δραστηριότητα. Εάν αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, πώς και δεν είμαστε όλοι μάρτυρες μυστικών εμπειριών; Προσωπικά πιστεύω, ότι από πολύ νωρίς, από τότε που είμαστε παιδιά, εκπαιδευόμαστε, αν όχι να καταπιέζουμε, τουλάχιστον να μη ενθαρρύνουμε την έκφραση εμπειριών που δεν έχουν να κάνουν με την κοινή εξωτερική πραγματικότητα ή τις κρατούσες αντιλήψεις. Το ίδιο δεν έχει συμβεί και με την ποδηγέτηση της ανθρώπινης νοημοσύνης από την μέτρηση του Ι.Q., μέχρι που οι έρευνες του Howard Gardner άνοιξαν τον δρόμο στην αντίληψη των πολλαπλών ευφυϊών.

Οι έρευνες των David Hubel και Torsten Wiesel (Nobel Ιατρικής και Φυσιολογίας 1981) στον οπτικό φλοιό έδειξαν ότι οι εγκεφαλικές περιοχές που δεν χρησιμοποιούμε ατροφούν. «Μπορούμε να φανταστούμε ότι και οι εγκεφαλικές περιοχές της πνευματικής δραστηριότητας πολλών εξ ημών έχουν γνωρίσει το ίδιο σενάριο» (Servan-Schreiber, 2001). Δεν θα μπούμε, λοιπόν, στην αδύνατη λογική της απόδειξης της όποιας υπερβατικής πνευματικότητας.

Για εμάς η προσευχή είναι σχέση και κοινωνία με τον Θεό και οι συνακόλουθες εμπειρίες που περιγράφουν οι ασκητές, παρατηρούμενες και καταγραφόμενες και ως εγκεφαλική δραστηριότητα, είναι ένας άλλος τρόπος που ο Θεός μας αποκαλύπτεται διαμέσου της βιολογικής οδού που μας προίκισε, ως όντα, για να τον συναντούμε.

Εκεί που οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφέρονται στον άνθρωπο ως ψυχοσωματικό, ως μία ενότητα σώματος και ψυχής και όχι ένα ον τριμερές με σώμα, ψυχή και πνεύμα, θεωρούν το πνεύμα, τον νου, ως την ανώτερη, την σημαντικότερη όψη της ψυχής. Όμως, το τριπλό σχήμα, σώμα, ψυχή και πνεύμα, αν και δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία σε αυτό στην εκπαίδευση και την κουλτούρα της σύγχρονης Δύσης είναι ακριβέστερο και διαφωτιστικότερο και αυτό γιατί βοηθά τον άνθρωπο να μην ξεχνά ότι δεν είναι μόνο «μυαλό και θέληση, αισθήσεις και συναισθήματα [αλλά] είμαστε επίσης πνεύμα».

Αποτέλεσμα αυτής της οντολογικής αλλοτρίωσης η ανησυχία, η έλλειψη ταυτότητας και η απώλεια της ελπίδας στην ζωή. (Ware, 2001).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. King, D. E., & Bushwic, B. (1994). Beliefs and attitudes of hospital patients about faith healing and prayer. Journal of Family Medicine, 39, 349-352.
2. Carrol, S. (1993). Spirituality and purpose in life in alcoholism recovery. Journal of Studies on Alcohol, 54, 297-301.
3. Johnsen, E. (1993). The role of spirituality in recovery from chemical dependency. Journal of Addictions and offender Counseling, 13, 56-61.
4. Ratner, E. (1988). A model for the treatment of lesbian and gay alcohol abusers. Alcoholism Treatment Quarterly, 5, 25-46.
5. Jimenez, M. J. (1993). The spiritual healing of post-traumatic stress disorder at the Menlo Park Veterans Hospital. Studies in Formative Spirituality, 14, 175-187.
6. Carson, V. & Huss, K. (1979). Prayer: An effective therapeutic and teaching tool. Journal of Psychiatric Nursing, 17, 34-37.
7. McCullough, M. E., Larson, D.B. (1999). Prayer. In Miller, W.R. (Εd.), Integrating Spirituality into treatment (pp. 85-110). Washington, DC: American Psychological Association.
8. DeAngelis, T. (2002). A bright future for PNI. Monitor on Psychology, vol. 33, No. 6, 46-50.
9. Servan-Schreiber, D. (2001) Les neurons de la spiritualite. Pssychologie magazine no 203 98-100.
10. Ware, K (2001). O ορθόδοξος δρόμος (μετάφραση M.Πάσχου). Aθήνα, εκδόσεις Eπτάλοφος (έτος πρωτότυπος έκδοσης 1979).
Δρ. Βασίλης Χριστοδούλου
http://www.pemptousia.com/2011/09/%CE%B7-/

Αφήστε μια απάντηση