Σύλληψη και γέννηση της Παρθένου Μαρίας
Συγγραφέας: kantonopou στις 7 Σεπτεμβρίου, 2011
Η Μαρία γεννήθηκε ως απλός άνθρωπος, όπως όλοι οι έλκοντες την καταγωγή από τον Αδάμ παρά την αντίθετη άποψη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η Δυτική Εκκλησία ανήγαγε σε δόγμα την αποκαλούμενη «άσπιλο» σύλληψη της Θεοτόκου. Με το δόγμα όμως αυτό θίγεται συνολικά το πλαίσιο προετοιμασίας και της προσωπικής πορείας της Παρθένου προς την τελείωση για την υποδοχή του Θεού. Επίσης αποδυναμώνεται η ισχύς του προτύπου αγιότητος που η ίδια οικοδόμησε, αφού λογικά πλέον ο τέλειος δεν χρειάζεται να τελειωθεί. Αυτό που φαίνεται καθαρά στα κείμενα της Αγίας Γραφής είναι ότι «η Θεοτόκος εξ επαγγελίας προέρχεται· άγγελος γαρ καταμηνύει της γενησομένης την σύλληφιν», Έπρεπε έτσι να γίνει, αφού επρόκειτο για τη μέλλουσα κατά σάρκα λοχεύτρια του μόνου και τέλειου Θεού.
Στην Παλαιά Διαθήκη οι προφήτες προανήγγειλαν την έλευση του Μεσσία από το γένος Δαυίδ, πράγμα που υποδηλώνει την καταγωγή της Παρθένου από το ανθρώπινο γένος: «Ώμοσεν κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθετήσει αυτήν. Εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί τον θρόνον σου». Στην Καινή Διαθήκη οι Ευαγγελιστές και οι Απόστολοι επιβεβαιώνουν έμμεσα ή άμεσα αυτά που προείπαν οι προφήτες για την «κατά σάρκα» γέννηση του Ιησού Χριστού και για το «κέρας σωτηρίας» από τον οίκο Δαυίδ, από όπου προήλθε η Παρθένος Μαρία. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος στο υπόμνημά του στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, αναφερόμενος στην καταγωγή του Ιησού από το γένος Δαυίδ, διερευνά έμμεσα μέσω του μνηστήρα Ιωσήφ την καταγωγή της Μαρίας, αφού οι Ιουδαίοι δεν συνήθιζαν να γενεαλογούν τις γυναίκες. Αφού λοιπόν ο Ιωσήφ καταγόταν από τη φυλή Ιούδα και το γένος Δαυίδ, και με δεδομένη την ιουδαϊκή πρακτική των κλειστών γάμων, η Παρθένος Μαρία καταγόταν από το ίδιο με εκείνον γένος .
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός και άλλοι Πατέρες συνδέουν τη γέννηση τής Παρθένου με την ευλογία των άτεκνων γονέων της Ιωακείμ και Άννας. Χαρακτηριστικά γράφει ότι «ο αγαθός Θεός επιδών και κατοικτειρήσας της οικείας χειρός το πλαστούργημα, και τούτο βουληθείς ανασώσασθαι, λύει την της χάριτος στείρωσιν, φημί της θεόφρονος, και τίκτει παίδα». Με τη δυνατή πίστη και την ελπίδα στον Θεό ο Ιωακείμ και η Άννα υπέμειναν καρτερικά τη δοκιμασία της ατεκνίας που την εποχή εκείνη εθεωρείτο όνειδος κυρίως για τη γυναίκα. Με θαυμαστή πραότητα, αγαθά έργα και δάκρυα ικεσίας κατόρθωσαν να υπερβούν τη θλίψη, τις επικρίσεις και το χλευασμό εκ μέρους των ιερέων, αρχιερέων και των συγγενών τους για την ατεκνία. Η ζωή τους, παρά τη βασιλική καταγωγή, υπήρξε αθόρυβη, σεμνή και άκρως ταπεινή, μακριά από κάθε υψηλοφροσύνη ή κοινωνικές διεκδικήσεις, αφού ήταν συντεταγμένη καθόλα με το θείο θέλημα. Γι’ αυτό και ο κοινός βίος τους παραμένει πάντοτε οδηγός αληθινής σωφροσύνης και μελέτημα των προσόντων της αυθεντικής συζυγίας.
Η Άννα ήταν στείρα, αλλά όχι και άτεκνη. Ο ίδιος ο Θεός την προόρισε πριν από πολλές γενεές να γίνει μητέρα της Παρθένου, εκείνης που θα προσέφερε σάρκα για την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του. Είναι χαρακτηριστικό το Τροπάριο που αναφέρεται ειδικά στη σύλληψη της Παρθένου Μαρίας: «Όθεν ο της κτίσεως εβλάστησε, Κτίστης εν δούλου μορφή». Ο Ανδρέας Κρήτης αποκαλεί τήν Άννα «θεόφρονα» και την μακαρίζει ως ρίζα της ζωής, αφού γέννησε «παρ’ ελπίδα και εξ επαγγελίας παρθενόφυτον άνθος». Θα πρέπει να αγάλλεται ολόκληρη η κτίση, γιατί «γυνή…της σωτηρίας άρτι την απαρχήν εισκεκόμικε· και η πάλαι κατάκριτος, εδείχθη Θεόκριτος» .
Από τους μητρικούς κόλπους της αγίας Άννας αρχίζει να διαφαίνεται η ελπίδα για τη σωτηρία και λύτρωση του γένους που ολίσθησε στην πτώση και βυθίστηκε στην απόγνωση. Με τη σύλληψη όμως της Παρθένου καταλύεται η οδύνη της λύπης και τη θέση της διαδέχεται η παρηγοριά που δεν έχει πλέον τέλος· και αυτό γιατί ήδη άρχισε η αναζήτηση του χαμένου ανθρώπου και η αποκάλυψη της ευσπλαχνίας του Θεού για την ανάκληση αυτού, που έπλασε κατ’ εικόνα του, στο αρχέγονο αξίωμα και κάλλος. Με τη γέννηση της Παρθένου Μαρίας, ο Ιωακείμ και η Άννα ελευθερώθηκαν από τον ονειδισμό της ατεκνίας και πέρασαν από την κατάσταση της θλίψεως στην προοπτική της χάριτος, σε μια νέα ζωή, πλήρη χαράς και ευφροσύνης.
Η γέννηση της Παρθένου, αρχή πορείας προς τη θέωση.
Η αλήθεια για τη σωτηρία του κόσμου, όπως την προανήγγειλαν οι προφήτες, γίνεται ορατή πραγματικότητα με τη γέννηση της Παρθένου. Στο πρόσωπό της κορυφώθηκε ολόκληρη η προετοιμασία του έργου της θείας οικονομίας. Η προετοιμασία αυτή συντελείται με την ενεργό παρουσία του Θεού στην Ιστορία και την κλήση του ισραηλιτικού λαού στη μετάνοια. Κάτω από την καθοδήγηση αγίων και δικαίων ηγετών της Παλαιάς Διαθήκης ολοκληρωνόταν σταδιακά η πορεία της προετοιμασίας του περιούσιου λαού. Παράλληλα γινόταν όλο και πιο έντονη η προτύπωση για τη φανέρωση του Θεού στον κόσμο.
Το πλήρωμα του χρόνου συμπίπτει ακριβώς με την εκπλήρωση των γεγονότων που πραγματοποιήθηκαν μέσα σ’αυτόν. Και το πλήρωμα ήρθε με την εμφάνιση της Παρθένου Μαρίας, της μόνης γυναίκας που θα μπορούσε να κυοφορήσει τον ίδιο τον Θεό. Με αυτήν ανακεφαλαιώνεται η ιερά ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης, αιτία και κορύφωση της οποίας είναι η ίδια η Παρθένος .
Η Παναγία οριοθετεί το τέλος μιας εποχής και την απαρχή μιας νέας, στη διάρκεια της οποίας αρχίζει να αποκαλύπτεται η καθαρή ευγένεια του πλάσματος που είχε αμαυρωθεί με την πτώση, ώστε σταδιακά να φθάσει να αποκατασταθεί και να απολαμβάνει και πάλι το χάρισμα της αρχικής του δημιουργίας. Αρχίζει τώρα να αναπλάθεται και η ευπρέπεια του κάλλους που είχε αφανιστεί μετά την παρακοή και την κυριαρχία του κακού. Η ανάπλαση αυτή αποτελεί ουσιαστικά ανάκληση του γένους από τη φθορά και απαρχή πορείας προς τη θέωση . Εφεξής με αγνό και καθαρό φύραμα, την Παρθένο, πραγματοποιείται η λειτουργία της αναμορφώσεως της ανθρώπινης φύσεως. Ο γηρασμένος κόσμος επαναπροσανατολίζεται στο θείο και την προσδοκία της δεύτερης θεοπλασίας, αφού και η πρώτη πλάση του ανθρώπου είχε δημιουργηθεί από καθαρή και άσπιλη γη.
Η γέννηση της Παρθένου, που ήταν καρπός προσευχής των θεοπατόρων, συνιστά νέα απαρχή του ανθρώπινου φυράματος και αποτελεί αιτία χαράς για τους ανθρώπους, αφού τώρα αρχίζει να διαφαίνεται η χαμένη ευγένεια της φύσεώς τους. Το ανθρώπινο γένος, που προσέκρουσε στο κακό με την πτώση και την εκούσια απόρριψη του Θεού, τώρα με τη γέννηση της Παρθένου Μαρίας αφυπνίζεται, ανορθώνεται και επανακάμπτει με τη θέλησή του στη θεοειδή του καταγωγή. Επιζητεί την αποδέσμευση από την προηγούμενη καταδίκη και υποβάλλεται εκ νέου στο χρηστό ζυγό του Δεσπότου, που δεν είναι ζυγός, αλλά αφετηρία για ελευθερία και θέωση. Ήδη από τα σπάργανά της η Μαρία είχε περιβληθεί από τον Θεό την εσωτερική ευπρέπεια του κάλλους. Η ευπρέπεια αυτή συνοψίζεται στα ποικίλα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που την κοσμούσαν και της προσέδιδαν και εξωτερική ωραιότητα .
Με τη γέννηση της Παναγίας αρχίζει να αποκαθίσταται η δεινοπαθήσασα φύση του ανθρώπου και να επαναλειτουργεί η ανοδική πορεία προς την πνευματική τελείωση. Απαλλαγμένος από το όνειδος της Εύας ο άνθρωπος επείγεται να βαδίσει προς την άνω δόξα, γιατί από την Παρθένο θα προέλθει η χαρά, ο Χριστός, που θα θέσει τέλος στην αρχαία κατάρα. Με την κατάλυση της εξουσίας του θανάτου θα αναφανεί η ελπίδα της αναστάσεως και η δυνατότητα της δικής του πνευματικής ανορθώσεως. Για το ρόλο της αυτόν η Παρθένος αποκαλείται από τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό «συναπτήριον Θεού και ανθρώπων».
Η γέννηση της Παρθένου αποκαλύπτει την άφατη, τη μεγάλη φιλανθρωπία του Δημιουργού Θεού για το πλάσμα του που αμάρτησε, έπεσε και δεν είναι σε θέση μόνο του να ανορθωθεί. Αυτή η φιλανθρωπία οριοθετεί και το περιεχόμενο της θείας ενανθρωπήσεως που μέσω της Θεοτόκου αποτελεί λύτρο για την επιστροφή του εξόριστου του παραδείσου. Με την κένωση του Θεού και την ενσάρκωσή του εμπλουτίζεται η ανθρώπινη φύση με τη μεγαλύτερη δυνατή δωρεά, τη θέωση. Η θέωση είναι το αντίδωρο του Θεού προς τον άνθρωπο για την κυοφορία του Χριστού από την Παναγία, εκπρόσωπο του γένους των ανθρώπων. Εδόθη χάρις αντί χάριτος. Συμπορευόμενοι μαζί της οι πιστοί καταφρονούν τα ταπεινά, τα εφήμερα και γήινα πράγματα, ξεχνούν τη μικρότητα και τη γεώδη συμπεριφορά, και πορεύονται με προθυμία προς τα άνω, προς τον ουρανό.
Η γέννηση της Μητέρας του Θεού σηματοδοτεί την αφετηρία για την ανακαίνιση και ανάπλαση ολόκληρης της κτίσεως. Μέσα στο νέο αυτό πλαίσιο αναφύεται και ενισχύεται η έφεση του ανθρώπου προς την τελείωση και τη σωτηρία. Η πραγματοποίηση αυτής της κλίσεως επαφίεται στην ελεύθερη ανθρώπινη βούληση.
(Ευτυχίας Γιούλτση, «Η Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 65-68, 73-76)
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.