ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ( ΙΓ )
Συγγραφέας: kantonopou στις 3 Νοεμβρίου, 2008
*********************************************************************
Αντισυνταγματάρχη (ΤΧ) ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΥΡΕΞΑΚΗ
Από το περιοδικό «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ»
β. Χριστιανισμός
Ιστορικά στοιχεία.
Ιδρυτής του Χριστιανισμού είναι ο Ιησούς Χριστός. Ο ερχομός του Χριστού στον κόσμο είχε προαναγγελθεί από ιερά πρόσωπα της Ιουδαϊκής θρησκείας, τους προφήτες. Επίσημη βεβαίωση και επαλήθευση των προφητειών, για τον ερχομό του Μεσσία, έχουμε από τον ίδιο το Χριστό στη συνομιλία Του με τη Σαμαρείτιδα. Όταν εκείνη του είπε «Οίδα ότι Μεσσίας έρχεται, ο λεγόμενος Χριστός», ο Ιησούς της φανέρωσε «Εγώ ειμί ο λάλων σοι» (Ιωάν. 4, 25 – 26).
Ο Χριστιανισμός αποδεσμεύτηκε από τον Ιουδαϊσμό το 49 μ.Χ. με απόφαση της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων. Έτσι, ενώ ο Ιουδαϊσμός δε δέχτηκε τον ερχομό του Χριστού και συνεχίζει να τον αναμένει, ο Χριστιανισμός ως «καινή κτίσις» ακολούθησε το δρόμο που χάραξε ο Θεάνθρωπος Χριστός.
Ο αριθμός των Χριστιανών ·από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού μέχρι σήμερα βρίσκεται σε συνεχή ανοδική πορεία. Σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία, το 33 μ.Χ. την ημέρα της Πεντηκοστής πίστεψαν στο κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου και βαπτίστηκαν Χριστιανοί τρεις χιλιάδες Ιουδαίοι. Το 100 μ.Χ. οι Χριστιανοί είχαν γίνει πέντε εκατομμύρια, το 1000 μ.Χ. είχαν φτάσει τα πενήντα εκατομμύρια και σήμερα ξεπερνούν το ένα δισεκατομμύριο.
Διαχωρισμός του Χριστιανισμού.
Από τότε που αποδεσμεύτηκε ο Χριστιανισμός από τον Ιουδαϊσμό (49 μ.Χ.) μέχρι το έτος 858 μ.Χ. δεν αντιμετωπίστηκαν σοβαρά προβλήματα, αν και υπήρχαν ορισμένες αντιθέσεις λόγω της νοοτροπίας των διάφορων Χριστιανικών λαών. Τους πρώτους αιώνες, επειδή στη Δύση μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα, οι αντιθέσεις τακτοποιούνταν.
Όταν όμως στη Δύση επικράτησε σαν Θεολογική και Εκκλησιαστική γλώσσα η λατινική, οι διαφορές έγιναν βαθύτερες, επειδή τα έργα των πατέρων της Εκκλησίας (Βασιλείου, Χρυσοστόμου κ.λ.π.) έπαψαν να μελετούνται από άγνοια της Ελληνικής γλώσσας. Έτσι άρχισαν οι Δυτικοί να απομακρύνονται σιγά – σιγά από τους Ανατολικούς.
Η έκτη Οικουμενική Σύνοδος υπέδειξε στη Δυτική Εκκλησία ορισμένες καινοτομίες της, αλλά αυτή δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να προχωρεί στο χωρισμό.
Η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος με τον τρίτο κανόνα της, αναγνώρισε στον επίσκοπο Ρώμης «πρεσβεία τιμής», επειδή η Ρώμη ήταν αρχαιότερη πρωτεύουσα του κράτους και όρισε ότι ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως έχει πρωτεία τιμής μετά τον επίσκοπο Ρώμης επειδή η Κωνσταντινούπολη ήταν η νέα Ρώμη.
Όμως οι Δυτικοί θέσπισαν υπέρτατη εξουσία του Πάπα της Ρώμης έναντι των άλλων Πατριαρχών και όλης της Εκκλησίας. Μάλιστα ο Πάπας Νικόλαος τον ένατο αιώνα, προς έκπληξη όχι μόνο των Ανατολικών αλλά και των Δυτικών, θέλησε να εμφανιστεί «θείω δικαίω» άρχοντας της Εκκλησίας όλου του κόσμου. Τέλος το 1054, έγινε οριστικά ο χωρισμός της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, όταν τριμελής αντιπροσωπεία της Δυτικής Εκκλησίας υπό τον Καρδινάλιο Ουβέρτο προσήλθε στην Κωνσταντινούπολη και εισήλθε στο ναό της Αγίας Σοφίας την ώρα της θείας Λατρείας και άφησε πάνω στην Αγία Τράπεζα έγγραφο με το οποίο αναθεμάτιζε τον τότε Πατριάρχη Κωνσταντίνο Μιχαήλ Κηρουλάριο και όλους τους Ορθοδόξους σαν αιρετικούς. Η Δυτική Εκκλησία έκτοτε έπαψε να έχει επικοινωνία με την Ανατολική και με τα τέσσερα άλλα Πατριαρχεία.
Δογματικές διαφορές μεταξύ Δυτικής ή Καθολικής και Ανατολικής ή Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Οι καθολικοί έχουν προσθέσει στο Σύμβολο της Πίστεως τη φράση «και εκ του Υιού εκπορευόμενο» το Άγιο Πνεύμα. Τούτο είναι αντίθετο με το λόγο του Ευαγγελίου «το Πνεύμα της αληθείας δ παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιωάν. 15,26). Επιπλέον η πρώτη και η δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος αναγνώρισαν και επικύρωσαν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνο παρά του Πατρός.
Διδάσκουν οι Καθολικοί ότι υπάρχει το καθαρτήριο Πυρ και ότι οι ψυχές καθαρίζονται από κηλίδες αμαρτιών που δεν είχαν καθαριστεί όταν ζούσαν με το σώμα στη γη. Τούτο είναι αντίθετο με την Αγία Γραφή, γιατί ο Χριστός με τη σταυρική Του θυσία αναδείχθηκε «Ιλασμός περί των αμαρτιών μας» (Α’ Ιωαν. 2,2) δηλαδή, η χάρη του Χριστού που προήλθε από τη σταυρική Του θυσία, δίνει την άφεση των αμαρτιών όσο είμαστε στη γη και εξομολογούμαστε.
Η Καθολική Εκκλησία διδάσκει για την αξιομισθία των Αγίων και της Θεοτόκου, ότι δηλαδή τα καλά έργα των Αγίων και της Θεοτόκου είναι πολύ περισσότερα από όσα απαιτούνται και το περίσσευμα αυτό μπορεί να το διαθέτει ο Πάπας, για τη συγχώρηση αμαρτιών άλλων ανθρώπων που υστέρησαν σε έργα αρετής, ή πέθαναν αμαρτωλοί.
Τούτο δεν είναι σωστό γιατί σύμφωνα με την Αγία Γραφή μόνο το αίμα του Χριστού καθαρίζει τον άνθρωπο από την ενοχή της αμαρτίας, εφόσον μετανοεί και συμμορφώνεται προς τις θείες εντολές (Β’ Κορ. 5,10).
Διδάσκουν οι Καθολικοί ότι η Θεοτόκος γεννήθηκε χωρίς προπατορικό αμάρτημα, η λεγόμενη «άσπιλη σύλληψη». Τούτο δεν είναι ορθό γιατί τη Θεοτόκο την καθάρισε από κάθε μολυσμό της προπατορικής αμαρτίας το Άγιο Πνεύμα όταν ο Αρχάγγελος της είπε «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε» (Λουκ. 1,35).
Έχουν πέσει οι Καθολικοί στην αίρεση της Μαριολατρείας. Πιστεύουν ότι η Θεοτόκος αναλήφθηκε όπως ο Χριστός και τη λατρεύουν σαν θεά. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει δογματίσει, γιατί το θέμα αυτό δεν αφορά στη σωτηρία μας, απλώς πιστεύει ότι όπως φαίνεται και από την υμνολογία, η Θεοτόκος πέθανε και στη συνέχεια μετέστη στον ουρανό.
Οι καθολικοί έχουν τις παρακάτω διαφορές στα μυστήρια:– Δεν βαπτίζουν όπως δίδαξε ο Χριστός (Μαρκ. 16,16. Ματθ. 28, 19) με τριπλή κατάδυση του βαπτιζομένου, αλλά ραντίζουν.
– Το Χρίσμα το τελούν στα αγόρια σε ηλικία 14 ετών και στα κορίτσια σε ηλικία 12 ετών και όχι ταυτόχρονα με το βάπτισμα όπως συμβαίνει στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
– Στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας έπαψαν από το έτος 1200 να μεταδίδουν στους πιστούς το Σώμα και το Αίμα όπως συμβαίνει·με τους Ορθοδόξους, αλλά μεταδίδουν μόνο αγιασμένο άρτο. Τούτο έρχεται σε αντίθεση με τα λόγια του Χριστού «εάν μη φάγετε την Σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε το Αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς» (Ιωάν. 6,53 – 56).’
– Το Ευχέλαιο το τελούν μόνο προ του θανάτου, ενώ το εφόδιο για τους Ορθοδόξους προ του θανάτου είναι ή Θεία Κοινωνία. Ο Απόστολος Ιάκωβος συνιστά στους πιστούς να τελούν το Ευχέλαιο όταν αρρωσταίνουν (Ιακ. 5,14).
Στους Καθολικούς Ιερείς έχει επιβληθεί υποχρεωτική αγαμία, ενώ σύμφωνα με την αρχαία εκκλησιαστική παράδοση ο κληρικός είναι ελεύθερος να διαλέξει γάμο ή αγαμία.
Μία άλλη σοβαρή διαφορά είναι το αλάθητο του Πάπα. Η Καθολική Εκκλησία το 1870 κατά την πρώτη Βατικάνιο Σύνοδο αναγνώρισε το αλάθητο. Τούτο σημαίνει Θεοπνευστία του Πάπα, αλλά σύμφωνα με την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση Θεόπνευστοι και συνεπώς αλάθητοι ήταν μόνο οι Απόστολοι που φωτίστηκαν ιδιαιτέρως από το Άγιο Πνεύμα και είπαν και έγραψαν αυτά που είδαν και άκουσαν (Λουκ. 6,10. Ιωαν. 14,26,16,13).
Ένα άλλο λάθος των καθολικών είναι το πρωτείο του Πάπα, ο οποίος από τους πρώτους αιώνες ύψωνε τη θέση του πάνω από όλους τους Πατριάρχες και τις Οικουμενικές Συνόδους. Έτσι ο Πάπας έφτασε στο σημείο να ανακηρύξει τον εαυτό του διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου και αντιπρόσωπο του Χριστού, ορατή κεφαλή της Εκκλησίας και αλάθητο διδάσκαλο της Χριστιανικής Πίστεως. Τούτο όμως είναι αντίθετο με το λόγο της Αγίας Γραφής (Εφεσ. 1, 22 – 23) σύμφωνα με τον οποίο ο αρχηγός και κεφαλή τόσο της στρατευόμενης όσο και της θριαμβεύουσας Εκκλησίας είναι μόνο ο Χριστός.
Ορθόδοξη Χριστιανική διδασκαλία.
Η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία είναι η επίσημη Θρησκεία του Ελληνικού Έθνους. Στο ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 3, καθορίζεται ότι «Επικρατούσα Θρησκεία εν Ελλάδι είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας».
Η διδασκαλία της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας περιέχεται στην Αγία Γραφή και είναι αναλλοίωτη και απαραχάρακτη από τότε που μας παραδόθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό μέσω των Αποστόλων μέχρι σήμερα.
Το λατρευτικό μέρος της Ορθοδοξίας στηρίζεται στην Ιερά Παράδοση, η οποία αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της Αγίας Γραφής, ενώ το δογματικό μέρος στηρίζεται στο Σύμβολο της πίστεως και στις αποφάσεις των επτά Οικουμενικών Συνόδων.
Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν στον Τριαδικό Θεό. Πιο συγκεκριμένα πιστεύουν ότι ο Θεός είναι Ένας. Μία ουσία. Μία φύση αιώνια, άκτιστη, άναρχη, άπειρη και ανεξιχνίαστη.
Αυτή όμως η θεία ουσία υπάρχει «ασυγχύτως και αδιακρίτως» ολόκληρη στα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, του Πατέρα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τα μόνα ιδιώματα που δεν είναι κοινά μεταξύ των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι ότι ο Πατήρ είναι αγέννητος, ο Υιός γεννάται και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός.
Ακόμη οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι ή αόρατη Χάρη του Θεού μεταδίδεται στον άνθρωπο με τα ορατά μυστήρια.
Για το λόγο αυτό διατηρούν τα επτά Θεία μυστήρια αναλλοίωτα όπως ακριβώς τα παρέλαβαν από το Χριστό διαμέσου των Αποστόλων.
Συμπέρασμα.
Ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός είναι η μοναδική αληθινή Θρησκεία στον κόσμο, η οποία αποκαλύφθηκε στον άνθρωπο από τον ίδιο τον «ενανθρωπήσαντα» Θεό και η οποία έχει διατηρήσει τη διδασκαλία του Χριστού εντελώς αναλλοίωτη και όπως ακριβώς της παραδόθηκε από τους Αποστόλους.
4. Η Μοναδικότητα του Χριστιανισμού
Ο Χριστιανισμός αντλεί τη Μοναδικότητα του, έναντι των άλλων θρησκειών από τις μεγάλες και ουσιαστικές διαφορές του απ’ αυτές.
Μερικές τέτοιες διαφορές είναι:
α. Ο ιδρυτής
Στα εξωχριστιανικά θρησκεύματα έχουμε συνήθως ιδρυτή κάποιο άνθρωπο χωρίς θείο κύρος, ή κάποια απρόσωπη παράδοση. Στο Χριστιανισμό ιδρυτής είναι ο ίδιος ο θεός στο πρόσωπο του Χριστού. Ο θεός έγινε άνθρωπος για να ανεβάσει τον άνθρωπο στο θεό.
β. Η λύτρωση
Στα άλλα θρησκεύματα δεν υπάρχει λυτρωτής. Η λύτρωση σ’ αυτά αποτελεί αναζήτηση και νοσταλγία της ψυχής, που δεν εκπληρώνεται. Υπόσχονται λύτρωση χωρίς να είναι σε θέση να την προσφέρουν. Στο Χριστιανισμό υπάρχει λύτρωση του ανθρώπου, η οποία πραγματοποιείται στο Πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός είναι ο Μοναδικός Λυτρωτής, γιατί ενώνει στον εαυτό Του, το Θεό και τον άνθρωπο. Έτσι συνδέεται και πάλι ο άνθρωπος με το Θεό και σώζεται.
γ. Η αντοχή στο χρόνο
Η διδασκαλία του Χριστιανισμού είναι η μόνη που διατηρείται άφθαρτη, αναλλοίωτη και ζωντανή χωρίς να επηρεάζεται από το πέρασμα των αιώνων.
Τούτο συμβαίνει, γιατί είναι η μόνη που προσφέρει την αληθινή γνώση του Θεού. Στις εξωχριστιανικές θρησκείες, οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τον αληθινό Θεό, αλλά τον νοσταλγούν και γι’ αυτό επηρεάζονται από το χρόνο και αναπροσαρμόζονται συνήθως για να εξυπηρετούν τις τωρινές ανάγκες των οπαδών τους.
δ. Η εκδήλωση της αγάπης
Στο Χριστιανισμό η αγάπη εκδηλώνεται χωρίς διάκριση προς όλους τους ανθρώπους, φίλους και εχθρούς. Στις άλλες θρησκείες ή δεν υπάρχει η αγάπη ούτε σαν λέξη, ή αν υπάρχει, εκδηλώνεται μόνο προς συγκεκριμένα πρόσωπα.
ε. Οι Άγιοι
Στα άλλα θρησκεύματα δε συναντούμε Αγίους. Ορισμένα έχουν να παρουσιάσουν ανθρώπους με αρετές και καλοσύνη, Αγίους όμως δεν έχουν. Στο Χριστιανισμό ένα πλήθος ανθρώπων εμπνεύστηκαν από το Θεϊκό μεγαλείο του Χριστού και αφού έφτασαν σε μεγάλο βαθμό πνευματικότητας ανακηρύχτηκαν Άγιοι.
στ. Η λατρεία
Στη Χριστιανική Θρησκεία, η λατρεία είναι πνευματική και η ψυχή επικοινωνεί με το Θεό. Στις άλλες θρησκείες η λατρεία είναι υλική και πραγματοποιείται με εξωτερικούς τύπους όπως είναι οι θυσίες ζώων κ.ά.
ζ. Ο Τριαδικός θεός Σ
τα εξωχριστιανικά θρησκεύματα συναντούμε το μονοθεϊσμό ή τον πολυθεΐσμό, γιατί έτσι ο ανθρώπινος νους φαντάστηκε τη θεία αλήθεια. Στο Χριστιανισμό υπάρχει κατ’ αποκάλυψη του Ίδιου του θεού, ο Τριαδικός θεός, ο Μόνος αληθινός θεός.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Καταβλήθηκε προσπάθεια να παρουσιαστούν, κατά τον πιο αντικειμενικό τρόπο, τα βασικά σημεία της διδασκαλίας των κυριότερων θρησκευμάτων του κόσμου.
Από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, προκύπτει το συμπέρασμα ότι σε όλα ανεξαιρέτως τα θρησκεύματα υπάρχει έκδηλη η νοσταλγία και η αναζήτηση του θεού, αλλά μόνο στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό έχουμε πραγματική θεογνωσία γιατί είναι η μοναδική θρησκεία η οποία αποκαλύφθηκε στον άνθρωπο από τον ίδιο τον ενανθρωπήσαντα θεό και η οποία διατηρεί τη διδασκαλία της, από της ιδρύσεως της μέχρι σήμερα, εντελώς αναλλοίωτη και όπως ακριβώς μας την παρέδωσε ο Χριστός μέσω των Αποστόλων.
Πηγή :http://www.aegeantimes.gr/pigizois/airesis/thriskies_kosmou.htm
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.