kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Ξένος ήμην και συναγάγετέ με

Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Μαΐου, 2011

Ξένος ήμην και συναγάγετέ με. Την εντολή της Αγίας Γραφής, διά στόματος Αποστόλου Παύλου, την ξέρουμε όλοι μας και μάλιστα την αναλύσαμε σε βραδινό μας κήρυγμα, με όλες τις δυσκολίες που υπάρχουν στις ημέρες μας για τη φιλοξενία. Αλλά η εντολή είναι εντολή. «Την φιλοξενία διώκοντες, φιλόξενοι εις αλλήλους και της φιλοξενίας μη επιλανθάνεσθε».

Μια μέρα, πέρασαν από την καλύβα του Οσίου και μεγάλου Παϊσίου τρείς άνδρες κουρελιάρηδες. Φαινόντουσαν αξιοθρήνητοι και καταφρονεμένοι.

– Περάστε, τους είπε. Μπείτε μέσα, και ελάτε να μοιρασθούμε ό,τι έχω. Κάτι λίγα παξιμάδια και βρεγμένα κουκιά. Ελάτε για να πλύνω τα πόδια σας με δροσερό νερό, για να ξεκουρασθούν και λίγο να ξεπρησθούν.

Ο όσιος και μεγάλος αυτός πατέρας της Εκκλησίας μας, έφερε αμέσως νερό και άρχισε να τους πλένει τα πόδια λέγοντας συγχρόνως λόγια πνευματικής οικοδομής προς αυτούς.

Ξαφνικά όμως τάχασε. Ο τρίτος άνθρωπος του οποίου εκείνη τη στιγμή έπλενε τα πόδια, έσκυψε, τον αγκάλιασε στοργικά και τον φίλησε.

Με φανερή την απορία σήκωσε τα μάτια του, σήκωσε το κεφάλι του, και είδε. Τι είδε; Είδε τον Σωτήρα, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν σε όλη Του την Δόξα, σ’ όλη Του τη θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Τάχασε ο Άγιος. Παρέμεινε εκστατικός. Άφωνος.

Και ο Κύριος του είπε:

– Ειρήνη σοι, εκλεκτέ μου δούλε Παΐσιε.

Και έγινε άφαντος.

Τα πάντα πλημμύρισαν από φως, από ειρήνη και από θεία ευωδία.

Μόλις ο Άγιος κατάλαβε τι είχε γίνει, η καρδιά του άρπαξε φωτιά. Και ξέροντας τίνος πλέον είχε πλύνει τα πόδια, άρπαξε την πύλινη λεκάνη και ήπιε το νερό για να πάρει χάρη και αγιασμό. Και αυτό το νερό του αφαίρεσε τη δίψα μια για πάντα.

Χριστιανέ μου, αυτός ο ξένος που σου κτυπά την πόρτα της καρδιάς σου είναι ο Χριστός! Άνοιξε την καμαρούλα σου και βάλτον μέσα. Θα ζεσταθείς. Θα ειρηνεύσεις. Θα σωθείς χριστιανέ μου.

Γυμνός και περιεβάλλετέ με. Ήμουν γυμνός, λέγει ο Κύριος, αλλά εσείς με ντύσατε, ναι, με ντύσατε στο πρόσωπο του συνανθρώπου σας που είναι γυμνός στο σώμα από τη φτώχεια.

Βρισκόμαστε στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, στη Δράμα και στο βαρύ χειμώνα 41 προς το 42. Κάποιος γείτονάς μου, τσαγκάρης ήταν, Θανάσης το όνομά του, ένα πρωινό που το κρύο ήταν πολύ δυνατό, η θερμοκρασία στο μηδέν, ξεκίνησε για το μαγαζάκι του, μετά τις οκτώμιση, διότι τότε επετρέπετο η κυκλοφορία.

Ήταν δε ντυμένος με μια παλιά προβιά από κατσίκι. Είχε όμως και μια καλή συνήθεια. Πριν πάει στη δουλειά του, περνούσε από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου που είναι στην πλατεία, άναβε κεράκι, προσκυνούσε τις εικόνες και ύστερα πήγαινε στο μαγαζάκι του.

Φθάνοντας στην εκκλησία βλέπει έναν μισόγυμνο άνδρα στα σκαλοπάτια εκεί της εκκλησίας, να τρέμει ολόκληρος απ’ το κρύο και την παγωνιά.

– Βοήθησέ με, του λέγει. Πεθαίνω από το κρύο.

Και ο κυρ Θανάσης, χωρίς να διστάσει βγάζει την προβιά και τον τυλίγει.

– Σε ευχαριστώ, του λέγει. Η ευλογία του Θεού στ’ αμπάρι σου.

Μπαίνει στο ναό, ψάχνει για κερί αλλά δεν βρίσκει, που να υπήρξαν κεριά και τότε, ασπάζεται τις εικόνες και βγαίνει από την εκκλησία κάνοντας το Σταυρό του για να πάει στο μαγαζάκι του.

Αλλά, ψάχνει για τον δυστυχισμένο εκείνον άνθρωπο και δεν τον βλέπει. Δεν ήταν πουθενά. Και μάλιστα στα σκαλοπάτια ήταν αφημένη η προβιά-σακάκι.

Γεμάτος αμηχανία, κοίταξε από δω, κοίταξε από κει, και μη βλέποντάς τον κανένα, έσκυψε, πήρα την προβιά και την ξαναφόρεσε, γιατί και κείνος έτρεμε από το κρύο. Και ήταν τόσο ζεστή η προβιά, που έμοιαζε όπως έλεγε με θερμό λουτρό.

Στο μαγαζί δεν πάτησε κανένας, το κρύο ήταν φοβερό, μαύρα εκείνα τα χρόνια.

Ήρθε η ώρα τρείς, το έκλεισε και πήγε στο σπίτι του γεμάτος σκέψεις.

– Θεέ μου τι θα φάμε σήμερα; Υπάρχουν και τρία παιδιά, η γυναίκα μου, η άρρωστη γιαγιά, η πεθερά και τόσοι άλλοι. Αλλά πάλι αυτή η προβιά που με ζεσταίνει τόσο πολύ; Και τι έγινε αυτός ο ευλογημένος; Γιατί το πέταξε και έφυγε;

Μ’ αυτές τις απορίες πήγε σπίτι του. Έφτασε εκεί και βλέπει ζεστό το σπίτι, και τραπέζι έτοιμο με τηγανίτες. Ζυμάρι, τηγανισμένο στο λάδι.

– Που βρέθηκαν αυτά; ρώτησε ξαφνιασμένος.

– Για έλα να δεις, του λέει. Έλα να μπούμε εδώ στη μικρή την αποθήκη. Για κοίταξε. Το πρωί που μπήκα μέσα είδα αυτή την κατσαρόλα γεμάτη από αλεύρι καλαμποκίσιο. Και αυτό το μπουκάλι γεμάτο από λάδι. Αυτό το ξύλινο δοχείο γεμάτο αλάτι. Και δεν φτάνει μόνον αυτό, αλλά κάτω από τη σκάλα υπήρχαν δυο αγκαλιές ξύλα, τόσα όσα για να μας φτάσουν να περάσουμε σήμερα, τη βαριά αυτή ημέρα του χειμώνος.

– Πώς βρέθηκαν αυτά άνδρα; Ποιος τάφερε Θανάση μου εδώ;

Και η απάντησις του καλού εκείνου χριστιανού:

– Μόνον ο Θεός κάνει θαύματα γυναίκα. Αλλά μη βγάλεις τσιμουδιά, γιατί θα χαθεί η θεία ευλογία.

Έτσι λοιπόν αλεύρι, λάδι, αλάτι και ξύλα για θέρμανση δεν έλειψαν εκείνες τις φοβερές ημέρες της Κατοχής.

Ασθενής και επισκέψασθέ με.

Το ότι πρέπει να συντρέχουμε τους αρρώστους και υλικά, και ηθικά και πνευματικά, δεν χρειάζεται να το συζητάμε. Το ξέρετε. Υπάρχουν όμως και αδύνατοι στην πίστη που χρειάζονται πνευματική φροντίδα και στήριγμα για να αποκατασταθεί η υγεία της ψυχής από τα πάθη. Και αυτούς πρέπει να φροντίζουμε. Γιατί και αυτοί είναι άρρωστοι. Άρρωστοι από τα πάθη. Έτσι λοιπόν, οι επισκέψεις στα νοσοκομεία, γηροκομεία, άσυλα, ιδρύματα αναπήρων, φυλακές και άλλα είναι απαραίτητες, όταν το καλούν οι περιστάσεις, όταν οι ανάγκες το απαιτούν.

Χριστιανοί μου. Η σωστή πίστις, προς τον Θεάνθρωπον, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, το Ευαγγέλιο και την Εκκλησία Του, η σωστή πίστις στην Τριαδικότητα του Θεού, στα Άγια Μυστήρια, στα δόγματα και στην παράδοση, αυτή είναι η μια πλευρά,

και η άλλη, και τα καλά μας έργα που θα προέρχονται από την τήρηση των εντολών και την καλλιέργεια των αρετών.

Απ’ τη μια η πίστις, και από την άλλη τα έργα, αυτά είναι εκείνα, που θα μας δώσουν την καλήν απολογία μπροστά στο φοβερό βήμα του Χριστού.

Συνήθως λέμε πολλά στα κηρύγματα. Αν δεν μπορέσουν να μας διδάξουν τα λόγια, να μας διδάξει ο λόγος του Θεού, αυτός που σώζει, τουλάχιστον ας μας διδάξουν οι δυο αληθινές ιστορίες, του Οσίου πατρός ημών Παϊσίου του Μεγάλου, και του ταπεινού εκείνου χριστιανού και καλού γείτονά μου.

Η αγάπη του Θεού μαζί σας, να δώσει ο Θεός να κληρονομήσουμε όλοι μας τη Βασιλεία Του,

Αμήν.

κήρυγμα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου

http://vatopaidi.wordpress.com/2011/05/27/%CE%BE%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%82-/#more-70670

Αφήστε μια απάντηση