Αρχεία για ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Παρανοϊκή Ψύχωση
Μαρτυρία απο το PsyNet.gr
Χθες επιτέλους πήρα μια βαθιά ανάσα. Αισθάνομαι σαν έχω κρατήσει την αναπνοή μου για τρία χρόνια. Ζω με ένα άτομο που θα ονομάσω Γιώργο, του οποίου η πραγματικότητα είναι ότι ακούει τρομακτικές φωνές μέσα στο κεφάλι του κάθε ημέρα. Ζει κάθε ημέρα με την πεποίθηση ότι τρεις άνθρωποι, χωρίς να είναι βέβαιος για ποιους δουλεύουν, ” ελέγχουν ηλεκτρονικά ” την κάθε κίνησή του. Αυτές οι φωνές είναι η μισή από την καθημερινή ζωή του. Ο Γιώργος έχει επίσης έντονους πόνους σε όλους τους μυς του, οι οποίοι είναι τόσο έντονοι που τον αναγκάζουν να μένει στο κρεβάτι. Η εξήγησή του για αυτούς τους πόνους είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια συσκευή που τη χρησιμοποιούν για να στέλνουν κύματα ενέργειας από χιλιόμετρα μακριά, στοχεύουν στο σώμα του και του προκαλούν τους ανυπόφορους πόνους.
Ο Γιώργος είναι 33 ετών, και ζει με αυτό για επτά χρόνια. Η άμεση οικογένειά του το γνωρίζει αυτό αλλά θεωρούν ότι εάν δεν το φέρνουν στην επιφάνεια, θα φύγει μόνο του. Κάνουν λάθος.
Τον συνάντησα τρία έτη πριν μέσω ενός φίλου. Ήμαστε δεσμευμένοι και τρεις μήνες αργότερα ήμουν έγκυος. Αφότου τον ήξερα για κάποιο διάστημα, μου είπε ότι είχε μια αντιδικία με κάποιους ανθρώπους, και ότι αυτό θα τελείωνε. Μόλις ενημερώθηκα για τις λεπτομέρειες, αμέσως ήξερα ότι κάτι δεν ήταν σωστό και ότι θα χρειαζόταν κάποια επαγγελματική βοήθεια. Ήδη, είχε δώσει αρκετά χρήματα σε δικηγόρους και ντεντέκτιβ με στόχο την αναζήτηση των πληροφοριών για αυτούς τους ανθρώπους.
Αφού τον ικέτευα καιρό για να πάει να ζητήσει βοήθεια από έναν ψυχίατρο, αποφάσισε τελικά μέσα και έκλεισε ένα ραντεβού. Διαγνώστηκε αμέσως ότι πάσχει από παρανοϊκή ψύχωση. Του χορηγήθηκε Zyprexa και σε ακριβώς 4 ημέρες πήγε στο γιατρό και παραπονέθηκε ότι ήταν πάρα πολύ εξαντλημένος για να λειτουργήσει και δεν μπορούσε να εργαστεί.
Ο γιατρός άλλαξε το φάρμακό του σε Risperdal. Αυτό έδωσε ακόμα περισσότερο στο Γιώργο το συναίσθημα της κατάπτωσης. Τρεις εβδομάδες αργότερα ο Γιώργος επέλεξε να σταματήσει οποιοδήποτε φάρμακο.
Τα συμπτώματά του παρέμειναν και επέστρεψε στην εργασία. Στα ημερολόγια που έγραφε για χρόνια, αναφερόταν συνεχώς στις βρισιές που του λένε αυτές οι φωνές. Μπορώ να καταλάβω από μακριά πότε ο Γιώργος ακούει φωνές, καθώς τον βλέπω να αλλάζει έκφραση, να σκληραίνει το πρόσωπό του, ή άλλοτε να γελάει χωρίς λόγο.
Δεν εμπιστεύεται τίποτα, ούτε τους φίλους του. Είχα απογοητευτεί μέχρι που αποφάσισα να κάνω η ίδια ότι μπορώ. Άρχισα να διαβάζω για τις ψυχώσεις, τα συμπτώματά τους, επισκέφθηκα πολλές φορές ειδικούς, και με κάθε ευκαιρία συζητούσα μαζί του για αυτό, τον παρακάλεσα, τον απείλησα και συζήτησα πολύ μαζί του για το φόβο του για τα φάρμακα. Τελικά δέχτηκε να πάει πάλι στο γιατρό.
Είναι διστακτικός να ξαναπάρει φάρμακα. Ξέρει ότι όταν θα πάμε στο γιατρό, θα τεθεί σε αγωγή. Είναι φοβισμένος για την εργασία του. Είναι φοβισμένος για την καταστολή που μπορεί να του φέρουν. Μου υποσχέθηκε ότι θα συνεχίσει. Έχει χάσει πολλά χρόνια. Είναι η μόνη ελπίδα να συνειδητοποιήσει ότι αυτό είναι μια ασθένεια, και μπορεί να βοηθηθεί.
Μετανιώνω που είχα απογοητευτεί και τα είχα παρατήσει και εγώ για πολύ καιρό.
Πηγή:http://www.psynet.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=81:—-&catid=36:-&Itemid=43
H αναπηρία μου και εγώ
Παναγιώτης Τσίγκανoς
e-mail:ptsingan@bigfoot.com,http://www.netlab.gr/Personal/Gr/default.html
Πάνε χρόνια, πολλά χρόνια, μαζεύονται δεκατέσσερα κιόλας, από τότε που απέκτησα τον πιο πιστό μου σύντροφο, μια τετραπληγία Α5 όλη δικιά μου.
Μέρες που ‘ναι τώρα (πλησιάζει η επέτειος του ατυχήματος), συνηθίζω να κάνω ένα μικρό απολογισμό της “νέας” ζωής μου, της ζωής με την αναπηρία (δεν είναι ερωμένη, μην πάει ο νους σας). Μερικές φορές έχω, μάλιστα, μοιραστεί τέτοιες σκέψεις με καλούς φίλους, φέτος είπα να τα πω και σ’ εσάς μιας και, οι κακές γλώσσες λένε ότι, ενδιαφέρουν κι άλλους εκτός από τους κολλητούς μου. Τέλος πάντων, εσείς ξέρετε.
“Η ζωή με την αναπηρία”. Σαν τίτλος ταινίας δεν ακούγεται; Όχι, όχι, μην φανταστείτε: δεν την έχω ούτε γκόμενα, ούτε ερωμένη, ούτε σύζυγο, ούτε καν κόρη μου δεν είναι. “Απλώς”, ζούμε μαζί απ’ το Δεκέμβρη του ’87. Ας πούμε ότι, “συζούμε”.
Δυσκολεύτηκα στην αρχή (ούτε για εκείνη ήταν εύκολο). Της πρότεινα και να χωρίσουμε – δε δέχτηκε. Στην αρχή “το ‘παιξα” αναίσθητος: σαράντα μέρες σε κώμα. Τι φυσικοθεραπείες, τι εγχειρίσεις μετά, τίποτα: αυτή εκεί. Φοβερό πείσμα. Μου το ανταπέδωσε πάντως -μη στενοχωριέστε: (με έκανε και) κλείστηκα για χρόνια στο σπίτι, όπου το μόνο που έκανα ήταν να συνωμοτώ εναντίον της -απέτυχα. Ούτε καινούργιες γνωριμίες μπορούσα να κάνω, ούτε καινούργια πράγματα -ήταν η τιμωρία μου.
Ώσπου κάποτε το τόλμησα: βγήκα, προσπάθησα, έμαθα. Ήταν το ’92. Έμαθα προγραμματισμό Η/Υ. Όχι πολύ σπουδαίο αλλά, έβαζα ξανά το μυαλό μου σε λειτουργία.
Πέρασα πολλά. Αρρώστησα, πήγα νοσοκομεία (καλά ε, όποιος νομίζει πως έχει επισκεφθεί πολλά, πάμε και κόντρα: έχω πάει σε περισσότερα… ως ασθενής). Διάβασα, “ξύπνησα”, μπήκα στο Ιντερνετ. Μετά, μεταγραφή Θεσ/νίκη – Αθήνα, πανεπιστήμιο ξανά, “ρολάριζα”. Γνώρισα και κόσμο, έκανα και φίλους -μερικοί, από τους καλύτερούς μου. Γνώρισα και ανθρώπους με αναπηρία – με γνώρισαν κι εκείνοι, τι κατάλαβαν;
Έμαθα να ζω με την αναπηρία, ούτε υπό, ούτε δίπλα, ούτε μέσα αλλά, μαζί της. Κατάλαβα έτσι, τι θα πει “να χρειάζεσαι βοήθεια”. Ζώντας καθηλωμένος στο αμαξίδιό (κομψή έκφραση για το καρότσι) μου, χρειαζόμουν βοήθεια. Βοήθεια για να φάω, βοήθεια για να ντυθώ, να γδυθώ, να ξαπλώσω, να πλυθώ, να πάω τουαλέτα, για όλα, ακόμη και για τα πιο απλά. Δεν ντρεπόμουν πια, ζήταγα. Τι άλλο να κάνω;
Βέβαια, πήρε καιρό για να τα καταλάβω όλα αυτά. Τον πρώτο καιρό η αμηχανία ήταν μεγάλη και έκδηλη. Τελικά, το συνειδητοποίησα: ήταν ανοησία, εγωισμός. Η αναπηρία μού το έμαθε αυτό: σε όλη τη ζωή μας, ο τρόπος που “διαπλεκόμαστε” με τους άλλους έχει ξεφύγει ακόμα και από το “δίνω-παίρνω”. Ισχύει πλέον το “δίνω για να πάρω”. Ο κανόνας λέει πως, δεν ζητώ τίποτε, αν δεν έχω κάτι να δώσω για αντάλλαγμα. Κι εγώ ένοιωθα πως δεν είχα κι έτσι, δεν ήθελα και να ζητάω. Ανοησία, θα πείτε. Ίσως.
Όμως, το έβλεπα παντού, ακόμη το βλέπω: ανθρώπους να θρησκεύονται για να “εισπράξουν” σωτηρία. ¶λλους να “συνδικαλίζονται” και να “πολιτεύονται” επικαλούμενοι το “κοινό καλό”, “το συνάνθρωπο” και άλλα ηχηρά παρόμοια: απλώς, κοιτάνε την πάρτη τους. Πώς το έχει γράψει η κα Μαίρη Ζέη στο απολαυστικό κείμενό της: “οι Έλληνες με αναπηρίες ως μέσον αποκατάστασης των “αρτιμελών””. Έτσι είχα γαλουχηθεί και του λόγου μου. “Πρέπει να κατατροπώσω τον (ψευτο-)εγωισμό μου”, σκέφθηκα, “να αναζητήσω την αληθινή αξιοπρέπεια”. Αυτό έκανα και δεν έχασα.
Ας με αντιμετωπίζουν όπως θέλουν. Τους έχω δει: οι καλοί να με βοηθούν γιατί, έτσι αποκτά κάποιο νόημα η “αρτιμέλειά” τους. Τους αφήνω. Κάποιοι άλλοι καθηγητάδες να αναρωτιούνται (και να με ρωτούν!) “γιατί πηγαίνω στο Πανεπιστήμιο” κ.ά. όπερ μεθερμηνευόμενα σημαίνουν “γιατί δεν κάθεσαι στο σπίτι σου”. Τι να τους πω; Απλώς, τους σιχαίνομαι.
Ευτυχώς που υπάρχουν και οι άλλοι, οι φίλοι μου, που με ξέρουν ως Παναγιώτη με τα χαρίσματά του και τα πολλά ελαττώματά του, ένας σαν και αυτούς. Κι είναι “μαύρα πουλιά” οι φίλοι μου, όπως τραγουδάει κι η Κατερίνα από το βάθος.
Διότι, είναι περιθώριο η αναπηρία. Ένα περιθώριο ιδιόρρυθμο, αν μη τι άλλο. Ένα περιθώριο που δεν το αναζήτησες, ούτε και πήγες γυρεύοντας για αυτό. Σου (μου) έτυχε. Δε με νοιάζει όμως, ανέκαθεν μου άρεσε η κίνηση στις παρυφές της κυρίαρχης σκέψης. Είναι όμορφα τα περίχωρα της κοινωνίας, όπου κι αν βρίσκονται αυτά, ακόμη και στο κέντρο. Σας μπέρδεψα; Χμ…
Ας δούμε ποια είναι η κυρίαρχη σκέψη. Εμπόριο, μεταπρατισμός σε όλα τα επίπεδα: οικονομικές δομές; Εισαγόμενες. Πνευματική ζωή; Αντιγραφή και πιθηκισμός. Καθημερινότητα; Σπίτι, αμάξι, γραφείο, σουπερμάρκετ και πάλι από την αρχή. Τέχνη; Η χαρά των “σκύλων”. Ο έρωτας; Δεν πάει πάρκο πια, βλέπει μπιγκ μπράδερ. Αμ, η αναπηρία; Οι ίδιοι οι άνθρωποι που τη φέρουν να προσπαθούν να σε πείσουν ότι, “είσαι ανάπηρος”, “πρέπει να τους ακολουθήσεις” ενώ, οι ίδιοι την έχουν εκμεταλλευτεί στυγνά εξαργυρώνοντάς την στο χρηματιστήριο της πολιτικής προς ίδιον όφελος και προς δόξα του κομματι(α)σμού των ονείρων και του αιτήματός μας για ζωή με ποιότητα. Κάτι τύποι που με δυσκολία τους ξεχωρίζεις από τα γουρούνια.
Ευχαριστώ, δε θα πάρω. Προτιμώ τη μοναξιά μου, τους κολλητούς μου, το αειθαλές ροκ μου: ο Παύλος να κραυγάζει: “κατά τ’ άλλα εσείς, που ‘σαστ’ υγιείς, κι αξιοπρεπείς, βοηθείστε μας και λίγο. Δώστε μας πνοή, κέφι για ζωή, μια ιδέα στεγανή, που να μη μπάζει κρύο”. “Ακου μάνα, για όλους έχει ο Θεός. Ακου μάνα…”, απαντούν οι Ακτιβ Μέμπερ από την άλλη. Κι ο Μάνος να επιμένει: “Κι αν είμαι ροκ, μη με φοβάσαι”.
Κι έχω και βοηθό, εδώ και οκτώ μέρες. Περιθωριακός με… μπάτλερ, καλό ε;
Πολλή απογοήτευση, θα πείτε, πολλή μαυρίλα. Ε, όχι λοιπόν, κάνετε λάθος. Ίσα-ίσα περνάω μια χαρά. Γιατί, εξακολουθούν να υπάρχουν και οι άλλοι, που μιλούν με το έργο τους και την οντότητά τους. Είναι οι Δάσκαλοι αλλά και κάποιοι συμφοιτητές στο πανεπιστήμιο, είναι οι καλλιτέχνες που μοχθούν για την τέχνη τους και μου προσφέρουν κάθε τόσο τα ανεκτίμητα δώρα τους, είναι οι φίλοι με αναπηρία που αρνήθηκαν να “πετάξουν τη ζωή τους στα σκυλιά” και οι άλλοι, χωρίς τέτοια, που σε κάνουν να γελάς και να σκέφτεσαι και να αισθάνεσαι και να οργίζεσαι και να ζεις. Σου δίνουν δύναμη επειδή μπορούν και παίρνουν από τη δική σου. Μέθεξης. Με αυτούς (θέλω να) κάνω παρέα. Κι είμαστε πολλοί, κι ας είμαστε στην πλάτη του κυρίαρχου ρεύματος.
Τώρα, βέβαια, εσείς θα νομίζετε ότι χαίρομαι που έχω αναπηρία και οφείλω εξηγήσεις: πρώτον, χαίρομαι για ό,τι μου έχει συμβεί, μιας και αυτό σημαίνει πως ήμουν εκεί, ζούσα. Τούτο, όμως, δε σημαίνει ότι θα το επέλεγα κιόλας. Όχι, είναι δύσκολη η αναπηρία, δεν τη γουστάρω. Είναι σαν το τσιγάρο, “που δεν το γουστάρω κι όλο το φουμάρω”. Την αγαπάω, τη σέβομαι και προσπαθώ να της ξεφύγω: τόσο από τα προβλήματα που έχει επιφέρει (δεν έφταιγε για όλα), όσο και από αυτήν την ίδια: φυσικοθεραπεία καθημερινά εδώ και δεκατρία συναπτά έτη, μιας και αρκετούς μήνες τους πέρασα κλινήρης.
Εγχειρήσεις και κόντρα εγχειρήσεις -μέχρι και πειραματικές έχω υποστεί. Δεν κατάφερα να απαλλαγώ από την τετραπληγία μου, έχω βελτιωθεί όμως εντυπωσιακά. Ποιος θα το περίμενε, μέχρι πριν λίγα χρόνια, ότι θα μπορούσα να έχω τέτοια δραστηριότητα -ούτε… ακίνητος δεν μπορούσα να μείνω στο αμαξίδιό μου χωρίς να δεθώ, έπεφτα. Ας όψονται οι “γιατροί” του ΚΑΤ, που με χειρούργησαν. Γιατί μου το έκαναν αυτό, δεν ξέρω. Τα δώρα τους τούς είχαν δοθεί στο άρτιο… Προσβλέπω λοιπόν, στη μέρα που θα ξεπροβάλει η οριστική λύση: η θεραπεία. Δε θ’ αργήσει πολύ, τα μαντάτα από τους επιστήμονες είναι καλά.
Παρ’ όλ’ αυτά νοιώθω νικητής. Ξεπέρασα τις δυσκολίες της βαριάς αναπηρίας μου, ακύρωσα το στόχο της να με εξουθενώσει, προχώρησα, προχωρώ, τη νίκησα. Λίγα βήματα μου απομένουν ακόμα: η πλήρης ανεξαρτησία μου, το βασικότερο. Πρέπει να αποκτήσω όλα εκείνα τα μέσα και τα βοηθήματα, που κάποιοι λειτουργοί της επιστήμης (μιλούσαμε πρωτύτερα για αυτούς) μας προσφέρουν για να ξεπερνάμε τα εμπόδια και να αντιμετωπίζουμε τους κινδύνους της αναπηρίας.
Το κυριότερο πρόβλημα: η λύση του βιοποριστικού. Να εξασφαλίσω το εκατομμύριο δρχ. (3.000 Ε για να μην ξεχνιόμαστε) μηνιαίως, που υπολογίζω ότι, θα χρειαστώ για την υποστήριξη της ανεξάρτητης διαβίωσής μου, ποσόν δυσθεώρητο για τα δικά μου δεδομένα. Θα το παλέψω. Αξίζει τον κόπο.
Μετά, θα της τραγουδώ: “Σ’ αγαπάω κι αδιαφορώ”. Κι αυτή, εκεί. Κι εγώ, εδώ.
Πηγή:http://www.specialeducation.gr/modules.php?op=modload&name=News&file=article&sid=100