Αρχεία για ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΑ ΠΑΙΔΙΑ

Μύθοι και αλήθειες για τα χαρισματικά παιδιά

ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ν. ΑΛΑΧΙΩΤΗΣ

Ο κ. Σταμάτης N. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής, πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών

 

 

 | Κυριακή 7 Μαρτίου 2004 (ΤΟ ΒΗΜΑ on line)

         Διάβαζε στα δύο του χρόνια, ανακάλυψε έναν νέο πίνακα λογαρίθμων στα οκτώ του, μιλούσε έξι γλώσσες στα δέκα του και στα έντεκά του ο William Sidis είχε γραφτεί στο Πανεπιστήμιο Harvard παραδίδοντας και μαθήματα στα μαθηματικά. Ωστόσο ο πατέρας του τον μεγάλωσε καταπιέζοντάς τον και έγινε μνησίκακος μαζί του. Το αποτέλεσμα ήταν το χαρισματικό εκείνο παιδί να χάσει το ενδιαφέρον του για τα μαθηματικά στα δεκαέξι του που αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο, δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με αυτά αλλά με άσχετες εργασίες και συμπεριφερόταν μελαγχολικά, σχεδόν αυτιστικά. H ιστορία του Sidis είναι μια πιθανή πορεία ζωής για ένα ταλαντούχο παιδί, αν δεν έχει κατάλληλη διαπαιδαγώγηση. Διότι τα χαρισματικά παιδιά, που αντιπροσωπεύουν το 2%-5%, υποφέρουν (σαν τα παιδιά με ειδικές αναπηρίες). Αυτά τα παιδιά μαθαίνουν γρηγορότερα, κάνουν ανακαλύψεις, δίνουν λύσεις σε προβλήματα χωρίς να περνούν από μια σειρά λογικών-γραμμικών βημάτων, δείχνουν ένα δυναμικό ενδιαφέρον στον τομέα που έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα, λ.χ. στα μαθηματικά ή στην τέχνη, και αφοσιώνονται τόσο πολύ που δείχνουν να έχουν χάσει την αίσθηση του υπόλοιπου κόσμου.

          H πρώτη μελέτη για τα χαρισματικά παιδιά έγινε στις αρχές του περασμένου αιώνα σε άτομα με υψηλό δείκτη νοημοσύνης· ένα συμπέρασμα που προέκυψε ήταν ότι τα παιδιά αυτά δεν υπερτερούν μόνο στη νοημοσύνη αλλά και στην υγεία, στην κοινωνικότητα και στην ηθική. Αυτό όμως είναι ένας μύθος που ακόμη και σήμερα συντηρείται και καθοδηγεί λανθασμένα τους τρόπους διαπαιδαγώγησης. Διότι όσο πιο χαρισματικό είναι ένα παιδί τόσο ο αντισυμβατικός τρόπος σκέψης του το οδηγεί στην αίσθηση της απομόνωσης. Γι’ αυτό το 25% των χαρισματικών παιδιών έχουν κοινωνικά και συναισθηματικά προβλήματα.

          Με τις αρχικές μελέτες υποστηριζόταν επίσης η άποψη ότι τα χαρισματικά παιδιά είναι σφαιρικά ταλαντούχα, σε όλες τις νοητικές περιοχές και στην τέχνη. Ωστόσο πολλά χαρισματικά παιδιά έχουν μονομερή ταλέντα. Μια τέτοια ακραία περίπτωση αφορά τους λεγόμενους «σοφούς» με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης (40-70), που όμως είναι ταλαντούχοι σε μία μόνο ικανότητα, όπως λ.χ. στους πολύ γρήγορους αριθμητικούς υπολογισμούς, προσεγγίζοντας το επίπεδο του παιδιού-θαύμα. H κατάσταση αυτή αντανακλά τόσο τον χαμηλό δείκτη νοημοσύνης που καταγράφεται (αφού στα υπόλοιπα τεστ έχουν χαμηλές επιδόσεις) όσο και τη χρησιμότητα αυτού καθεαυτού του εν λόγω δείκτη στην κατηγοριοποίηση ενός παιδιού ως χαρισματικού. Γι’ αυτό η αρχική άποψη ότι ένα παιδί θεωρείται χαρισματικό αν επιτύχει δείκτη νοημοσύνης 135 ή περισσότερο έχει αναθεωρηθεί.

        H προσπάθεια ερμηνείας τόσο των σφαιρικά χαρισματικών παιδιών όσο και των μονομερώς δεν έχει φθάσει στο τέλος της. Οι ερευνητικές προσπάθειες κατανόησης της λειτουργίας του εγκεφάλου αφενός και της σύνδεσης των φαινοτυπικών χαρισματικών χαρακτηριστικών με τη γονιδιακή δράση αφετέρου είναι μια ιδιαίτερα υποσχόμενη προσέγγιση. H συσχέτιση, λ.χ., από τον Plomin μιας παραλλαγής ενός γονιδίου (της IGF-2) με άτομα υψηλού δείκτη νοημοσύνης αφενός ρίχνει φως στο πολύπλοκο βιολογικό τοπίο της σκέψης μέσα από τον επηρεασμό του μεταβολισμού του εγκεφάλου και αφετέρου πυροδοτεί περαιτέρω ρατσιστικές αντιπαραθέσεις.

            H επιχειρούμενη γενετική ανατομία της νοημοσύνης και της προσωπικότητας γενικά αποκαλύπτει κάθε φορά ένα μικρό μέρος του περίπλοκου μωσαϊκού του οποίου «το νόημα» δεν μπορούμε ακόμη να γνωρίζουμε. H πρόοδος της Γενετικής, των Νευροεπιστημών, της Γνωστικής και Αναπτυξιακής Ψυχολογίας αναμένεται να συμβάλει με γοργό ρυθμό στην ερμηνεία των αποδόσεων των χαρισματικών παιδιών. H συνεχιζόμενη, λ.χ., προσπάθεια ταυτοποίησης γονιδίων που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας είναι συνεχώς στο στόχαστρο. Και ήδη ορισμένοι μιλούν για παραλλαγές γονιδίων που επηρεάζουν τη συναισθηματική κατάσταση, τη νοημοσύνη και άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας μέσα από τον ρυθμό που οι νευροδιαβιβαστικές ουσίες επενεργούν.

         Κάθε όμως νεωτερική άποψη που δίνει πάλι πολύ χώρο στον γενετικό ντετερμινισμό υποβαθμίζοντας τη σοβαρή συμβολή του παιδαγωγικού περιβάλλοντος χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Ηδη αναφέρονται απόψεις που υποστηρίζουν την ύπαρξη γονιδίων για κάθε χαρακτηριστικό: γονίδιο τεμπελιάς, επιθετικότητας, ευσυνειδησίας, αθλητισμού, ευτυχίας, πολιτικής κ.ά. Αναμφίβολα τέτοιες συσχετίσεις αποκαλύπτουν μια σταγόνα αλήθειας, όχι όμως και την αλήθεια. Και απόψεις της μορφής ότι η προσωπικότητά μας ελέγχεται περισσότερο από τα γονίδια (20-30 τον αριθμό) παρά από το περιβάλλον δεν έχει ισχυρή επιστημονική βάση καθώς μόνο για τη νοημοσύνη, που είναι μόνο ένα μέρος της προσωπικότητας, εκτιμάται η εμπλοκή δεκάδων γονιδίων.

         Γι’ αυτό και η προσπάθεια βιολογικής ερμηνείας των αποδόσεων των χαρισματικών παιδιών – και ιδιαίτερα αυτών με μονομερή χαρίσματα – στη βάση μιας τυπικής εγκεφαλικής λειτουργίας και διαφοροποίησης των ημισφαιρίων, μόνο ως μία αρχική προσέγγιση μπορεί να αξιολογηθεί. Π.χ., άτομα με ικανότητες, όπως στα μαθηματικά, στη μουσική, στην τέχνη, που ελέγχονται από το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου είναι δυσανάλογα μη δεξιόχειρες (αριστερόχειρες και αμφιδέξιοι) και έχουν σε μεγαλύτερη αναλογία ελαττώματα που ελέγχονται από το αριστερό ημισφαίριο όπως η καθυστέρηση στην ομιλία, η δυσλεξία κ.ά. Αυτή η «παθολογία της ανωτερότητας» αποδίδεται από ορισμένους στη δράση μιας ορμόνης, της τεστοστερόνης, που συμβάλλει και στην ανάπτυξη του εγκεφάλου στο έμβρυο. H δράση της τεστοστερόνης εκτείνεται στην ανάπτυξη και του θύμου αδένα, ο οποίος παίζει ρόλο στο ανοσοποιητικό σύστημα και κατ’ επέκταση συνδέεται με τη συχνή εμφάνιση ανοσολογικών παθήσεων, όπως οι αλλεργίες και το άσθμα που συνοδεύουν συχνά τα χαρισματικά παιδιά.

          H επιχειρηθείσα βιολογική ερμηνεία, ατελής εν πολλοίς αλλά ενδιαφέρουσα, μπορεί να είναι χρήσιμη για την παιδαγωγική αντιμετώπιση των χαρισματικών παιδιών. Και από τις αποκλίνουσες απόψεις που κινούνται από τη φοίτησή τους σε ειδικά σχολεία και ειδικές τάξεις ένταξης μέχρι το κανονικό σχολείο με ειδικά προγράμματα εμπλουτισμού, ισχυρότερη είναι η τελευταία καθώς αντιμετωπίζει αποτελεσματικότερα το φλέγον θέμα της αρμονικής κοινωνικοποίησης του χαρισματικού παιδιού. Θα πρέπει βέβαια να προηγείται η διάγνωση (π.χ., μέσω των Κέντρων Διάγνωσης, Αξιολόγησης, Υποστήριξης, ΚΔΑΥ), η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, η εκπόνηση εκπαιδευτικών σχεδίων εμπλουτισμού των προγραμμάτων του σχολείου και η συμβουλευτική των γονιών.

          H λαϊκή ρήση που λέει «από το ρόδο βγαίνει αγκάθι και από το αγκάθι βγαίνει ρόδο» αφορά όχι μόνο τα παιδιά με αναπηρίες αλλά και τα χαρισματικά, όχι μόνο την κληρονομικότητα αλλά και τη διαπαιδαγώγηση, η οποία μπορεί να συναγωνισθεί ως ένα βαθμό ακόμη και τον κληρονομικό περιορισμό. Αυτή είναι η σημασία της εκπαίδευσης, της κουλτούρας, της μόρφωσης, της αγωγής. Αυτή είναι η ευθύνη της πολιτείας, δηλαδή όλων μας. Για να μπορέσουν τα χαρισματικά παιδιά να «ανθήσουν» αξιοποιώντας τα ταλέντα τους μέσα στην κοινωνία, μετατρέποντάς τα σε μοχλό προσέγγισης της ευτυχίας τους αλλά και ανάπτυξης της χώρας.

          Αλλωστε από αυτό που έχει υπάρξει στην ανθρωπότητα το πιο βαθύ, το πιο ευχάριστο στην ανθρώπινη σκέψη και δημιουργία έχει εκτιναχθεί τόσο από πολύ βαθιά μειονεκτήματα που οι κάτοχοί τους τα μετέτρεψαν σε πλεονεκτήματα όσο και από την επιτυχή αξιοποίηση των φυσικών χαρισμάτων (π.χ., Δημοσθένης, Χόκινς, Αϊνστάιν κ.ά.).

Πηγή:http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=33&artid=157577&dt=07/03/2004