Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της «Άλφα-Βήτα» (www.alfavita.gr) τον Ιούλιο του 2008.
Σκέψεις με αφορμή την πανελλήνια εξέταση του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα» της Γ΄ τάξης Ημερήσιων Γενικών Λυκείων.
Φέτος, για μία ακόμη φορά, η Επιτροπή Εξετάσεων του Υπουργείου Εκπαίδευσης κατάφερε με τις επιλογές της, κατά την εξέταση του μαθήματος «Νεοελληνική γλώσσα» της Γ΄ τάξης Γενικού Λυκείου (20-05-2008), να στρέψει πάνω της τα βέλη της κριτικής τόσο από μέρους σχολικών όσο και από μέρους πανεπιστημιακών δασκάλων. Η πλέον καίρια κριτική, εξ όσων γνωρίζω, προήλθε από το χανιώτη συνάδελφο Γ. Μαργιούλα και δημοσιεύθηκε μέσω Διαδικτύου.[1] Νομίζω πως ο αξιόλογος συνάδελφος πέτυχε στο άρθρο του να εκφράσει τις σκέψεις και την πικρία πολλών από εμάς που αγωνιζόμαστε ― πάντα από μειονεκτική θέση ― προκειμένου να προσδώσουμε στη σχολική διδασκαλία του συγκεκριμένου μαθήματος το νόημα που οφείλει να έχει. Ας μου επιτραπεί εδώ να δοκιμάσω να εξωθήσω λίγο παραπέρα τη διαμαρτυρία του.
Οι επιδιώξεις του σχολαστικού λόγου
Δε θα αναφερθώ αναλυτικά στα στοιχεία κακομεταχείρισης (βλέπε: βιασμού) του σεφερικού κειμένου που χρησιμοποιήθηκε στην εξέταση, αυτό πιστεύω ότι έχει επισημανθεί με επάρκεια από άλλους. Θα σταθώ κυρίως στις συνθήκες παραγωγής του υπό εξέταση λόγου και στην ιδεολογική μεταχείρισή του ― ή μάλλον στην ιδεολογική του εκμετάλλευση.
Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Γ. Μαργιούλας, το απόσπασμα που δόθηκε στους μαθητές ήταν κομμένο-ραμμένο έτσι ώστε η εννοιολογική του αναφορά ― η οποία αρχικά αφορούσε τους όρους της «λογοτεχνικής παράδοσης» ― να ολισθαίνει στο περισσότερο αφηρημένο και ακαθόριστο πεδίο της «παράδοσης», προκειμένου να εξυπηρετήσει τις επιδιώξεις των εξεταστών. Ποιες ήταν άραγε αυτές οι επιδιώξεις; Ας προσπαθήσουμε να τις διακρίνουμε.
Επιδίωξη πρώτη: Μια μετατόπιση προς τη γενικολογία προάγει ακριβώς την παραγωγή της αφηρημένης εννοιολόγησης, αποδίδοντας γραπτό λόγο δοκιμιακού χαρακτήρα, είδος που καλλιεργείται και διακινείται χρόνια τώρα, τόσο στο σχολειό όσο και στο φροντιστήριο, κυρίως στις τάξεις του Λυκείου. Εσχάτως μάλιστα το είδος αυτό έχει αποκτήσει και την ιδιόλεκτό του, η οποία αποτελείται από περισπούδαστους όρους, όπως: επιπροσθέτως, μαζοποίηση, παθογένεια, κ.λπ., οι οποίοι έρχονται και επανέρχονται σε κάθε «φροντισμένο» μαθητικό γραπτό. Αλίμονο, αναλογίζεται κανείς συμπάσχων, πόσο επιτυχημένα και πρωτότυπα μπορεί να εννοιολογήσει σε αφηρημένο επίπεδο ένας δεκαοκτάχρονος μαθητής, ο οποίος συνάμα προσπαθεί να πειθαρχήσει και στην αυθεντία των δασκάλων του; Το πιθανότερο είναι να οδηγηθεί στη χρήση μιας ανούσιας και κούφιας διαλεκτικής. Σπάνιο χάρισμα, εξάλλου, η ικανότητα του προσωπικού ύφους στον γραπτό λόγο, συνθήκη που ισχύει εξίσου και για το μαθητή και για το δάσκαλο… Κατά συνέπεια, η πλειονότητα των μαθητών φροντίζει να συμμορφώνεται προς τας υποδείξεις, οι οποίες παρέχονται πλέον σε φωτοτυπημένα σοφολογιότατα κατεβατά, με φυσικό παρεπόμενο την πνευματοτυφλία, φαινόμενο άλλωστε ουκ ασύνηθες στην παραγωγή λόγου, από αρχαιοτάτων χρόνων. Από την άλλη πλευρά, κατά τη διόρθωση των μαθητικών δοκιμίων στις πανελλήνιες εξετάσεις, παροτρυνόμαστε και εμείς οι διδάσκοντες να συμμορφωνόμαστε με τις υποδείξεις των εισηγητών, μη ανεχόμενοι τυχόν προσωπικές ερμηνείες από πλευράς του μαθητή, παρά τη διακηρυγμένη «υποκειμενικότητα» του δοκιμιακού λόγου. Τίθεται και εδώ ζήτημα βαθμολογικής ομοιομορφίας και γνωστικής αυθεντίας. Καταλήγει έτσι να θεραπεύεται απ’ όλες τις πλευρές αυτή η ιδιάζουσα ρητορική, με βασικό στοιχείο της το επιδεκτικό κωδικοποίησης, εκμηχανισμού και αποστήθισης, προς απολαβήν κοινού οφέλους. Διευκολύνονται, ούτως ειπείν, απαξάπαντες: διδάσκοντες και μαθητές, διότι ιδού, καθίσταται απτή, τιθασευμένη και εύπεπτος η καθιερωμένη, σχολαστική μέθοδος σύνθεσης γραπτού λόγου, μέθοδος στην οποία οι μαθητές εγκλιματίζονται και εθίζονται προοδευτικά. Ή μήπως νομίζουμε ότι είναι η πενιχρή εξάσκηση των μαθητών στο γράψιμο στα πλαίσια της σχολικής τάξης (δηλαδή από τον Οκτώβρη ως τον Απρίλη, έξω οι καταλήψεις και οι διακοπές) αυτή που καθορίζει όψιμα το ύφος και τους όρους εκφοράς του γραπτού τους λόγου; Βόδι τρανό πατάει τη γλώσσα τους…
Επιδίωξη δεύτερη: Όσον αφορά το περιεχόμενο του θέματος που ζητήθηκε, η γενική εννοιολογική στόχευση της «παράδοσης» διευκόλυνε την επιτροπή να διοχετεύσει τα δικά της μηνύματα κοινωνικού συντηρητισμού, με τη μέθοδο της έμμεσης ιδεολογικής προπαγάνδας. Το μήνυμα που εισπράττουν οι μαθητές (και το οποίο ο Γ. Μαργιούλας ανέγνωσε με ανθρωπολογικούς όρους) είναι πως αν θέλουν να πετύχουν και να ενταχθούν στο κοινωνικό στρώμα των εκπαιδευμένων, θα πρέπει να πλέξουν το εγκώμιο αυτής της ακαθόριστης «παράδοσης» ― άρα και της ιδεολογίας που κακήν κακώς την προπαγανδίζει.
Η παραποίηση ενός κειμένου αποτελεί βεβαίως παραχάραξη, η οποία εκθέτει ηθικά και επιστημονικά τα μέλη της επιτροπής ― ο Δ. Μαρωνίτης δε μάσησε επ’ αυτού τα λόγια του.[2] Θα ήθελα όμως να παρατηρήσω ότι η συστηματικά ασκούμενη ιδεολογική προπαγάνδα συνιστά ένα αδίκημα πολύ πιο σοβαρό και χρόνιο, για το οποίο οι φωνές των καθ’ ύλην αρμόδιων συναδέλφων δεν υψώνονται τόσο στεντόρειες. Εξηγούμαι: Αν εγκύψει κανείς αναδρομικά στα θέματα (σκέλος Γ) που προτάθηκαν για ανάπτυξη στις απολυτήριες εξετάσεις Ενιαίων και Γενικών Λυκείων με το ισχύον σύστημα, θα καταλάβει πολύ καλά τι εννοώ: από το 2000 έως και το 2004 η ανάπτυξη των θεμάτων απαιτεί από τον μαθητή να επιδείξει μια στάση κοινωνικής κριτικής, εντοπίζοντας προβλήματα και προτείνοντας λύσεις. Από το 2005 και εντεύθεν, οι ιδεολογικές προϋποθέσεις των θεμάτων αλλάζουν: αυτό που απαιτείται πλέον από το μαθητή είναι ενδοσκόπηση και αυτοκριτική. Υποπτεύομαι ότι, κάπου εκεί στο 2004, οι περισότερο ανήσυχοι Πράσινοι εξεταστές αντικαταστάθηκαν από τους θεοσεβείς Βένετους, οι οποίοι επέβαλαν τη διαφοροποίηση στο περιεχόμενο της προπαγάνδας. Προσωπικά μπορεί να επικροτώ την κοινωνική κριτική, ενοχλούμαι ωστόσο από το γεγονός ότι ο μηχανισμός της προπαγάνδας, βρέξει χιονίσει, παραμένει άθικτος. Μήπως πρόκειται για κάτι επουσιώδες; Όχι και τόσο, αν σκεφτεί κανείς ότι αποτελεί το κέρατο του βοδιού: ο ιδεολογικός συντονισμός είναι ευρύτερος και, άλλωστε, στο μήκος κύματος της εκάστοτε Επιτροπής θα κινηθούν οι υποδείξεις καθηγητάδων και φροντιστάδων, οι οποίοι θα κορδακιστούν και πάλι στην αγορά ότι «πέτυχαν και φέτος το θέμα» κλπ. κλπ. Επομένως οι ταλαίπωροι μαθητές περιορίζονται καθ’ εκάστην να διαδραματίζουν το ρόλο της ορχουμένης άρκτου.
Το ιδεολόγημα του μαθήματος της «γλώσσας»
Περνάω τώρα στο ψητό της υπόθεσης: Συνήθως οι αντιδράσεις σε συμπτώματα μαθητικής κακογραφίας προέρχονται αποκλειστικά από φιλολογίζοντες, οι οποίοι καταδικάζουν ή υπερασπίζονται τη λεκτική ικανότητα των ελληνοπαίδων και σπάνια ασχολούνται με τους μηχανισμούς προπαγάνδας και χειραγώγησης που αναπτύσσει το εκπαιδευτικό σύστημα. Στη χειρότερη ― και καθόλου σπάνια ― περίπτωση, η θέση του φιλολογίζοντος προβάλλει ως πανάκεια στα δεινά της «απαιδευσίας» την περαιτέρω εμπέδωση της αρχαίας ελληνικής. Σημαντική δε μερίδα των συναδέλφων ασμένως θα υποστήριζε ότι «ουδεμία μορφή ιδεολογικής χειραγώγησης δεν ασκείται διαμέσου του μαθήματος της γλώσσας». Πώς συμβαίνει τότε, αγαπητοί συνάδελφοι, και οι μαθητές έχουν τόσο έντονο το αίσθημα της υποκρισίας, όταν καλούνται να αναπτύξουν θέματα σαν αυτά που τους ζητάμε; Σου το πετάνε κατάμουτρα, με το που λαμβάνουν γνώση του πράγματος, ότι «γράφω έτσι για να κάνω το καλό παιδί».[3] Αν είσαι τίμιος δάσκαλος, οφείλεις τότε να αποκαλύψεις τις εξουσιαστικές ορίζουσες του λόγου, στις πιέσεις των οποίων διαπλέκεσαι τόσο εσύ, ως σοφιστής, όσο και ο μαθητής, ως σοφιζόμενος. Αν όχι, τότε συμπράττεις σε μια μορφή σκοταδισμού, του σκοταδισμού της παραπαιδείας, στον οποίο επιδίδεται τόσο η δημόσια όσο και η ιδιωτική εκπαίδευση (φροντιστήρια και ιδιωτικά σχολεία). Χαρακτηριστικά αυτής της σκοταδιστικής μεθόδευσης είναι η αχρήστευση της πηγαίας κριτικής διάνοιας και η παράδοσή της στις επιταγές της καθιερωμένης ρητορείας.
Θα συμφωνούμε, φαντάζομαι, ότι η οποιαδήποτε μορφή άσκησης προπαγάνδας δεν αφορά στη διαμόρφωση ελεύθερων και σκεπτόμενων πολιτών αλλά στη διάπλαση μελών της ευθυνόφοβης μάζας, την οποία πελατεύεται κάθε καιροσκοπούσα εξουσία. Θεωρώ ότι δε θα πρέπει να έχει κανείς μας πλέον την αυταπάτη ότι προσφέρει παιδεία στους μαθητές του. Η παιδεία, επιτέλους, θα πρέπει να είναι μια διεκδίκηση γνωστικής ελευθερίας η οποία έγκειται στην προσωπική ευθύνη του καθενός. Θα πρέπει όμως να έχουμε την απαίτηση από τον εαυτό μας να προσφέρουμε ορθή εκπαίδευση, ταιριάζοντας όσο μπορούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, γιατί μόνον έτσι τα σώζουμε. Αν υποχρεωνόμαστε να διδάξουμε στους μαθητές μας τη Ρητορική, ας το κάνουμε αποκαλύπτοντας και τηρώντας ορισμένους βασικούς κανόνες. Η αποφυγή της άμεσης ή έμμεσης επιβολής θέσεων και η διαλεκτική αντιπαράθεση απόψεων θα ήταν, πιστεύω, ανάμεσα σ’ αυτούς. Με την επισήμανση πάντοτε ότι προσπαθούμε να σκαρώσουμε τεχνικά πλασμένους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν να κάνουν τόσο με την αλήθεια όσο με το εύλογο (εικός), εν είδει εξάσκησης.
Έχοντας αυτά κατά νου, δε χολοσκάω, αγαπητοί συνάδελφοι, που οι μαθητές μου δεν κατέχουν πέντε λέξεις παραπάνω. Χολοσκάω όμως που υπακούν ξεροκέφαλα στο νόθο λόγο της αγοράς, τον μπασταρδεμένο δηλαδή από τις επιβολές της πολιτικής και εκπαιδευτικής αυθεντίας, μακριά από επιχειρήματα και αντίλογο, δίχως το απαραίτητο κριτικό έρμα. Να γιατί τείνω προσωπικά προς την άποψη ότι αποτελεί δείγμα εκπαιδευτικής αρτηριοσκλήρωσης η ύπαρξη του μαθήματος «Νεοελληνική γλώσσα» στο Λύκειο. Αν πρόκειται να συνεχιστεί με οποιονδήποτε τρόπο η διδασκαλία της Ρητορικής στη μέση εκπαίδευση, ας γίνει με τρόπο απροκάλυπτο, αρμόζοντα και κατάλληλα δομημένο, λαμβάνοντας περισσότερο υπόψη τις εμπράγματες συνθήκες της κοινωνικής παραγωγής και διακίνησης του λόγου, όπως είναι η απαιτούμενη προφορικότητα, οι συνθήκες λογικής αντιπαλότητας και ανισηγορίας, τις οποίες θα αντιμετωπίσουν εντονότερα οι αυριανοί πολίτες. Οπωσδήποτε, ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να εκτελεστεί αποκλειστικά από γλωσσολόγους και φιλολογίζοντες και μάλιστα στα ασφυκτικά χρονικά πλαίσια που θέτει σήμερα το δημόσιο σχολείο. Ιδού η Ρόδος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης…
Το παιδευτικό έλλειμμα
Τα ζητήματα που προσπάθησα να θίξω φοβάμαι ότι αποτελούν συμπτώματα του ευρύτερου πολιτισμικού και παιδευτικού ελλείμματος, τα οποία αντανακλούν στον ευαίσθητο χώρο της εκπαίδευσης. Έχω την πεποίθηση ότι οι θεωρητικές σπουδές αποτελούν, αλίμονο, όχι την κορωνίδα, αλλά έναν αδιάψευστο δείκτη, ένα είδος βαρόμετρου για την πνευματική ευρωστία ενός λαού. Να πώς το ζήτημα καταλήγει ολοφάνερα να είναι και πολιτικό, διότι η επιμέρους αντιμετώπισή του κανονίζεται από ιδεολογήματα και συμφέροντα που ορίζουν τόσο τη μοίρα της ταλαίπωρης εκπαίδευσης όσο και γενικότερα το σφρίγος της παιδευτικής στάθμης σ’ αυτόν τον τόπο. Επιπλεόν όμως, κατά τη γνώμη μου, αναδεικνύει και κρίνει κυρίως τις επιλογές των πνευματικών ιθυνόντων, ιδίως όσων διαμορφώνουν την κατάσταση στις θεωρητικές σπουδές. Εγένετο το θέλημα Μπαμπινιώτη και επανήλθαν τα αρχαία στο Γυμνάσιο, ώστε δαπανάμε κόπο και ώρες πάνω στην αρχαία γραμματική και το συντακτικό. Και λοιπόν; Ή μήπως θα σωνόταν, για παράδειγμα, η κατάσταση, αν το μάθημα αναλάμβαναν να διδάξουν νεοελληνιστές απόφοιτοι Φιλολογίας, όπως θα επιθυμούσε ο κ. Γεωργουσόπουλος;[4] Μα ποιος απ’ όλους τους πτυχιούχους των θεωρητικών σχολών είναι ο ειδικότερος για να διδάξει τον πιο ενδόμυχο συντελεστή της προσωπικής μόρφωσης, δηλαδή τους όρους και τις μεθόδους παραγωγής περιεκτικού λόγου; Οι υπόλοιποι εκπρόσωποι των θεωρητικών επιστημών, φιλοσοφούντες, παιδαγωγοί, ιστορικοί και άλλοι, αδυνατούν εξ ορισμού να το πράξουν; Είναι δάσκαλοι περιορισμένης ευθύνης; Δεν τους αφορά το ζήτημα;
Καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι Πανελλήνιες Εξετάσεις δεν είναι το πρόβλημα καθαυτό αλλά μία ακόμη προβληματική έκφανση του βασικού προβλήματος: το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα πάσχει από έλλειψη παιδείας και οι αρμόδιοι εκπρόσωποι των θεωρητικών σπουδών, βυθισμένοι στο βαυκαλισμό, την ιδεοληψία και την ατολμία μιας κοινωνίας που δυσανασχετεί απέναντι στον ατόφιο επιστημονικό και θεωρητικό λόγο, αδυνατούν να το σώσουν. Εδώ θα ταιριάζαν τα λόγια ενός ένθερμου θιασώτη της ελληνικής ρητορικής, του Φρειδερίκου Νίτσε: «Κατανάγκη λοιπόν, αφετηρία της φιλοσοφίας μας δεν είναι πια ο θαυμασμός αλλά η φρίκη.»
Αγρίνιο, 28-06-2008
Χάρης Ταμπάκης
[1] Γ. Μαργιούλας, «Ο Σεφέρης και η παράδοση». Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα alfavita.gr.
[2] Τα κείμενα του Δ. Μαρωνίτη, με τους εύγλωττους τίτλους «Παραχάραξη» και «Λαθροχειρία», δημοσιεύθηκαν διαδοχικά από τη στήλη του στο Βήμα της Κυριακής, στις 15 και 22-06-2008.
[3] Συνοψίζω το πνεύμα διαλόγου που διαμοίφθηκε στα Γιάννενα, σε συνέδριο που διοργάνωσε το εκεί τμήμα Φιλολογίας, για τη Γλώσσα στην Εκπαίδευση το 2001.
[4] Κ. Γεωργουσόπουλος, «Λιποβαρής γλώσσα». Άρθρο στην εφημερίδα Τα Νέα της 31-05-2008.