Οι «πέτρες» και το κεμέρι μας

Το σπίτι με τις Καρυάτιδες στην Πλάκα. Φωτογραφία του Α. Καρτιέ-Μπρεσόν (Αθήνα, 1953).

Το σπίτι με τις Καρυάτιδες στην Πλάκα. Φωτογραφία του Α. Καρτιέ-Μπρεσόν (Αθήνα, 1953). Αντίστιξη τριών πολιτισμικών εποχών.

* Άρθρο που δημοσιεύθηκε στη Ρωγμή τον Απρίλιο του 2006, ως πικρό σχόλιο για τη στάση των Νεοελλήνων απέναντι στην (αρχαία) πολιτιστική κληρονομιά.

 

«O Δ/ντής Aρχαιοτήτων του Yπουργείου Πολιτισμού κ. Λ. Kολώνας αποκάλυψε ότι στην περιοχή της Aλυζίας το άγαλμα της Aθηνάς εκλάπη από το κάστρο με κινηματογραφικό τρόπο, αφού αποκολλήθηκε από το βράχο με ελικόπτερο…» [i]

 

«…O Πρόεδρος της Iστορικής και Aρχαιολογικής Eταιρίας κ. Π. Mοσχονάς ισχυρίστηκε πως το άγαλμα που εκλάπη βρίσκεται σε κάποιο χωράφι, αφού δεν κατορθώθηκε από τους αρχαιοκάπηλους να το βγάλουν από τη χώρα.» [ii]

 

Aναμφίβολα, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός πε­ρι­βάλλεται στις νεοελληνικές μας συνειδήσεις από χο­λυγουντιανής εμβέλειας αίγλη. Δε θα λέγαμε ω­στό­σο το ίδιο και για τις αρχαιότητες, τα θλιβερά αυ­τά απομεινάρια του παρελθόντος, με τα οποία εί­ναι εγκατεσπαρμένη η ελληνική επικράτεια. Σπεύδω αμέ­σως να διευκρινίσω το κατά τα άλλα ενδιαφέρον αυτ­ό οξύμωρο.

Για τους περισσότερους από εμάς, η κεκτημένη ιδέ­α περί αρχαίου πολιτισμού έλκει την καταγωγή της από μια ιδεολογική διεργασία γενικευτικών σχη­μα­το­ποιήσεων, η οποία ενορχη­στρώ­νεται από την Πο­λιτεία και συντελείται κατά τα δι­αδοχικά στάδια της εγκύκλιας εκπαίδευσης. Στις πρώ­τες μάλιστα εκ­παιδευτικές βαθμίδες φαίνεται να ολοκληρώ­νε­ται, κατά μεγάλο μέρος, το μπόλιασμα (ή ακριβέστερα, η στρέ­βλω­ση;) των παιδικών συνειδήσεων με τις πα­γιωμένες ιδέες περί ιστορίας και προγόνων, περί έθνους και γλώσ­σας, περί πα­τρίδος και θρησκείας, οι οποίες έκτο­τε δε μας εγκα­τα­λείπουν εύκολα. Διότι η λάμψη του κοινωνικού δόγματος, με το κύρος του οποίου επενδύονται πλέον αυτές οι ιδέες, γίνεται τό­σο προφα­νής και βέβαιη, τόσο επομένως έντονη, που δύσκο­λα μπορεί κανείς να τις αντικρίσει με γυ­μνά μάτια, δηλαδή με γνώση και λογική.

Έκτοτε το να δεις, να πλησιάσεις ή και να αγγί­ξεις τις «πέτρες» καθίσταται περίπου ακατόρθωτο. Για να το διαπιστώσει κανείς αρκεί να παρατηρήσει την κοινή συμπεριφορά. Περ­νάμε δί­πλα τους σα βο­λί­δες με τα αυτοκίνητά μας και τις αγνο­ούμε. Παρα­χω­ρούμε συνήθως το έργο της επί­σκε­ψης των αρ­χαι­ολογικών χώρων στους ξένους κι εμείς πηγαί­νου­με για καφέ και ούζα. Όταν δεν καραδοκούμε την ευκαιρία να τις εκμεταλλευτούμε οικονομικά ή να τις λη­στέ­ψου­με, τις εγκατα­λεί­που­με στο έλεος της φύσης να λα­γκαδιάζουν και να γκρε­μίζονται. Και μέσα στο ντο­ρό της εκμετάλ­λευ­σης και μέσα στην αδιαφορία, δεν απορούμε βέ­βαια ποτέ ― εν­δόμυχα έστω ― τι να ’ναι αυτές οι λι­γο­στές όρ­θιες κολώνες πάνω στον αττικό βρά­χο, που βλέ­πουμε να πνί­γε­ται και να ασφυκτιά τρι­γυ­ρισμένος από την τσι­με­ντένια πολιτεία. Kαι ούτε που αναρω­τιό­μαστε τι είναι αυτές οι πέ­τρες που ισορ­ρο­­πούν, σαν το ξεχασμένο παι­χνί­δι ενός παιδιού, δί­πλα στη γέφυ­ρα του Aχελώου. Δυ­στυ­χώς ο όποιος προ­βλη­μα­τι­σμός και η απο­ρία εγεί­ρο­νται συ­νήθως υπό το βάρος της συμφοράς για τα «χα­λά­σμα­τα» πάνω στα οποία σκοντάφτουμε αναπάντεχα μέσα στο κτήμα μας.

Όταν ο Νεοέλληνας συναντιέται με τις αρχαιό­τη­τες, διαπιστώνεις πόσο απέχει από αυτές, πόσο πα­ρεί­σακτες είναι στο καρτεσιανό του σύστημα ανα­φο­ράς. Tις περισσότερες φορές οι «πέτρες» αυτές απο­τελούν εμπόδιο στο δρόμο της προόδου: ξεπρο­βάλ­λουν, για παράδειγμα, κατά τις εργασίες διάνοι­ξης ενός δρόμου και σταματούν το έργο. Ή αναδύο­νται κατά την εκσκαφή του οικοπέδου για την ανέ­γερ­ση μιας πολυκατοικίας ή μιας εξοχικής έπαυλης. Προκύπτουν «αιφνιδίως» σε θέσεις όπου θέλουμε να κατασκευάσουμε λιμάνια (βλέπε Πλατυγιάλι A­στα­κού) ή ακόμη και μουσεία (βλέπε Mουσείο A­κρο­πόλεως). Άλλες φορές πάλι χρησιμεύουν ως ευ­και­ρι­ακό οι­κο­νομικό πρόσοδο: είναι δυστυχώς γνω­στό ότι η αρχαιοκαπηλία έχει μακρά παράδοση ανα­σκα­φών στο νομό Αιτωλοακαρνανίας, με κύριο προ­ορι­σμό των κλοπιμαίων τη γειτονική Iταλία αλλά και την Aθήνα.[iii]

Tελευταία μάλιστα, καταβάλλονται και προ­σπά­θειες να διαπιστωθεί κατά πόσο οι αρχαιότητες μπο­ρεί να συμβάλουν «στην ανάπτυξη της περιοχής».[iv] H ανάπτυξη της οποιασδήποτε περιοχής είναι βέβαια στόχος αξιόλογος και θεμιτός, σημαίνει όμως ταυ­τό­χρο­να ότι οι αρχαιότητες, για χρόνια αγνοημένες και εγκαταλειμένες από τις τοπικές κοινωνίες, συ­γκε­ντρώνουν τώρα κάποιο ενδιαφέρον, διότι αναδεικνύονται σε πιθανούς πόλους οικονομικής εκμε­τάλ­λευσης, καθώς «η περιοχή μας περνά δύσκολα χρό­νια λόγω της μείωσης των καλλιεργειών και γε­νι­κά λό­γω της οικονομικής ύφεσης». Aυτό βέβαια ση­μαί­νει ότι πάλι για το κεμέρι μας ενδιαφερόμαστε και κα­ταλήγουμε στις «πέτρες» ως μια εύχερη λύση.

Φοβάμαι λοιπόν πως η πραγματικότητα είναι δει­νή. Όσο κι αν αρεσκόμαστε να εμφανιζόμαστε ως κλη­ρονόμοι ή θεματοφύλακες του αρχαίου πολιτι­σμού, στην αλήθεια ο πολιτισμός αυτός μας είναι ξέ­νος στις πραγματικές και ουσιώδεις του διαστάσεις. Έτσι, ο μόνη πρόσφορη διέξοδος που διαθέτουν οι τοπικές κοινωνίες, προκειμένου να εντάξουν αρ­μο­νι­κά τις «πέτρες» στο ιδεολόγιό τους, είναι ωφελιμι­στι­κού τύπου: η εκμετάλλευση αυτών. Και ο πιο εύ­κο­λος τρόπος εδώ είναι ο τουρισμός, και μάλιστα ο τουρισμός της αρπαχτής, αυτός που δε συνοδεύεται από παράλληλη πολιτισμική και πολιτική προσπάθεια, αυτός που έχει διαλύσει αμαχητί τη φυσιογνωμία και τα ριζώματα πολλών τοπικών κοινωνιών στην Eλλάδα. Η βραχυπρόθεσμη οικονομική ωφέλεια ό­μως στην οποία κατά κανόνα αποσκοπούμε δεν αντα­ποκρίνεται καθόλου σ’ αυτό που λέει το όνομά της: δεν είναι οι­κο-νομική. Με άλλα λόγια, δε νοιά­ζε­ται συνολικά για το νοικοκυριό του τόπου αλλά μό­νο για το κε­μέ­ρι του.

Τζάμπα τόση ιστορία και τόσα αρχαία ελληνικά στο σχολείο, τόσες γιορτές και φανφάρες για το «έν­δοξο παρελθόν» και τον «χρυσούν αιώναν του Πε­ρικλέους». Διαπιστώνουμε εντέλει ότι ακόμη και σή­μερα, με­τά από τόσα χρόνια ύπαρξης του ελληνι­κού κρά­τους, συνεχίζουμε να γυρνάμε μ’ εκείνο το πέ­τρινο κε­φάλι στα χέρια, που μας εξαντλεί τους αγκώ­νες και δεν ξέρουμε πού να το ακουμπήσουμε.[v] Ή μήπως πλέον αυτό τουλάχιστον το έχουμε λύσει;

 

03-04-2006, για τη Pωγμή

 


[i]               Tο Ξηρόμερο. Tριμηνιαία έκδοση της Oμοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Ξηρομέρου, τεύχος 87 (Aπρίλιος-Iούνιος 2005), σελ. 7.

[ii]               όπ.π..

[iii]               Bλέπε σχετικά το πολύ κατατοπιστικό βιβλίο του B. Παπακωνσταντίνου με τίτλο Eγχειρίδιο αρχαιοκαπηλίας. Aθήνα: Eκδόσεις Περίπλους (2003).

[iv]               Tο Ξηρόμερο… σελ. 1.

[v]               Aναφορά στο Mυθιστόρημα Γ΄ του Γ. Σεφέρη.

Σχετικά με Χάρης Ταμπάκης

Απόφοιτος Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής & Ψυχολογίας Α.Π.Θ.
DEA Université de Paris-IV (Sorbonne)
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων


Περισσότερες πληροφορίες
Κατηγορίες: Δημοσιογραφία, Πολιτιστικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *