Πώς οι καμπάνες σταμάτησαν τον πόλεμο

256

Μια φορά κι έναν καιρό γινόταν πόλεμος, ένας πόλεμος μεγάλος και τρομερός, που άφηνε πολλούς νεκρούς και στις δυο πλευρές. Εμείς είμασταν από τη μια και οι εχθροί μας ήταν από την άλλη. Μέρα νύχτα πυροβολούσαμε, αλλά ο πόλεμος κρατούσε τόσο πολύ, που κάποια στιγμή μας σώθηκε ο μπρούντζος που φτιάχναμε τα κανόνια, δεν είχαμε πια σίδερο για τις λόγχες, και πάει λέγοντας.

Ο διοικητής μας, ο Υπερστράτηγος Μπόμπας ο Βροντερός, γνωστός και ως καπετάν Φασαρίας, πρόσταξε να κατεβάσουν όλες τις καμπάνες από τα καμπαναριά και να τις λιώσουν όλες μαζί για να κατασκευάσουν ένα θεόρατο κανόνι. Ένα μονάχα, αλλά τόσο χοντρό, ώστε να νικήσουν οριστικά τον πόλεμο με μια και μόνο κανονιά.

Εκατό χιλιάδες γερανοί χρειάστηκαν για να σηκώσουν το κανόνι εκείνο. Για να το μεταφέρουν στο μέτωπο χρειάστηκαν ενενήντα εφτά τρένα. Ο Υπερστράτηγος έτριβε τα χέρια του από ικανοποίηση και έλεγε:

–  Όταν το κανόνι μου ρίξει μια κανονιά, οι εχθροί θα φτάσουν στο φεγγάρι από την τρεχάλα.

Ώσπου έφτασε η μεγάλη στιγμή. Το σούπερ κανόνι σημάδευε τους εχθρούς. Εμείς είχαμε γεμίσει τ’ αυτιά μας με βαμβάκι, γιατί ο κρότος μπορούσε να μας σπάσει τα τύμπανα και την ευσταχιανή σάλπιγγα μαζί.

Ο Υπερστρατηγός Μπόμπας ο Βροντερός, γνωστός και ως Καπετάν Φασαρίας, πρόσταξε:»Πυρ!».

Ένας πυροβολητής πίεσε τη σκανδάλη. Και ξαφνικά, από τη μια άκρη του μετώπου ως την άλλη, ακούστηκε ένα βροντερό καμπάνισμα: Ντιν! Νταν! Ντον!

Εμείς βγάλαμε τα βαμβάκια από τ’ αυτιά μας για ν’ ακούμε καλύτερα.

Ντιν! Νταν! Ντον! Βροντούσε το σούπερ κανόνι. Και εκατό χιλιάδες αντίλαλοι επαναλάμβαναν στις κοιλάδες και στα βουνά: Ντιν! Νταν! Ντον!

– Πυρ! Φώναξε ο Υπερστρατηγός για δεύτερη φορά. Πυρ, για το Θεό.

Ο πυροβολητής πίεσε άλλη μια φορά τη σκανδάλη και πάλι ένα γιορταστικό κονσέρτο από καμπανίσματα απλώθηκε από χαράκωμα σε χαράκωμα. Θαρρείς και χτυπούσαν όλες μαζί οι καμπάνες της πατρίδας μας. Ο Υπερστρατηγός τραβούσε τα μαλλιά του από θυμό και συνέχισε να τα τραβάει, ώσπου του έμεινε μια τρίχα μονάχα. Ύστερα έγινε ενός λεπτού σιγή. Και από την άλλη άκρη του χαρακώματςο, σαν ν’ απαντούσε σ’ ένα σινιάλο, αντιλάλησε ένα χαρούμενο: Ντιν! Νταν! Ντον!

Γιατί πρέπει να ξέρετε πως και ο διοικητής των εχθρών, ο Τροματάρχης Φον Μπόμπεν Βροντερόσεν, είχε την ιδέα να φτιάξει κι αυτός ένα σούπερ κανόνι με τις καμπάνες της χώρας του.

Ντιν! Νταν! Ηχούσε τώρα το κανόνι μας.

Ντον! Έκανε το κανόνι των εχθρών. Κι οι στρατιώτες των δύο στρατών πηδούσαν από τα χαρακώματα, έτρεχαν κι αγκαλιάζονταν μεταξύ τους, χόρευαν και φώναζαν:

– Οι καμπάνες, οι καμπάνες! Γιορτάστε όλοι! Ήρθε η ειρήνη!

Ο Υπερστρατηγός και ο Τροματάρχης ανέβηκαν στα αυτοκίνητά τους κι έτρεξαν μακριά, ώσπου τους σώθηκε όλη η βενζίνη. Όμως ο ήχος από τις καμπάνες ακόμη τους κυνηγούσε.

 

Ο πόλεμος με τις καμπάνες από τα «Παραμύθια από το τηλέφωνο» του Τζιάνι Ροντάρι