Το ραγισμένο δοχείο

935

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας υπηρέτης που δούλευε σ’ ένα πλούσιο σπίτι. Μία από τις καθημερινές του υποχρεώσεις ήταν να φέρνει νερό από την πηγή. Για να το κάνει αυτό, είχε δύο δοχεία κρεμασμένα στις άκρες ενός χοντρού ξύλου, που το έβαζε στους ώμους του. Το ένα από τα δύο δοχεία είχε ένα ράγισμα και, μέχρι ο υπηρέτης να φτάσει στο σπίτι, η μισή ποσότητα του νερού χυνόταν κατά τη διαδρομή. Το άλλο όμως ήταν ακέραιο, κι έτσι κατάφερνε να μεταφέρει πάντα όλο το νερό χωρίς να χυθεί.

Αυτό γινόταν καθημερινά για δύο ολόκληρα χρόνια. Έτσι ο υπηρέτης μετέφερε μόνο ενάμισι δοχείο νερού στο σπίτι.

Το ακέραιο δοχείο ήταν πολύ περήφανο για την επιτυχία του, γιατί ολοκλήρωνε την αποστολή του. Το ραγισμένο δοχείο όμως ντρεπόταν για την ατέλεια του και ήταν πολύ λυπημένο που μπορούσε να μεταφέρει μόνο μισό δοχείο νερό.

Μια μέρα ήταν πολύ πικραμένο για την αποτυχία του και αφού μάζεψε όλο το θάρρος του, μίλησε στον υπηρέτη την ώρα που βρίσκονταν δίπλα στο ποτάμι και γέμιζε τα δοχεία:

«Ντρέπομαι για τον εαυτό μου και θέλω να σου ζητήσω συγνώμη».

«Γιατί;» ρώτησε ο υπηρέτης. «Για ποιο πράγμα ντρέπεσαι;»

«Αυτά τα δύο χρόνια κατάφερα να μεταφέρω μόνο το μισό από το φορτίο μου, γιατί το ράγισμα στο πλευρό μου κάνει το νερό να αδειάζει κατά τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το σπίτι του αφεντικού. Εξαιτίας της ατέλειας μου αυτής, αναγκάζεσαι να κάνεις όλο αυτό τον κόπο χωρίς να ανταμείβεσαι όσο θα ‘πρεπε για τις προσπάθειες σου», απάντησε το δοχείο.

Ο νεροκουβαλητής λυπήθηκε το γέρικο, ραγισμένο δοχείο και με συμπόνια του είπε:

«Την ώρα που θα γυρίζουμε στο σπίτι, θέλω να προσέξεις τα όμορφα λουλούδια κατά μήκος του μονοπατιού».

Πραγματικά, καθώς ανέβαιναν το λόφο, το γέρικο δοχείο παρατηρούσε τα αγριολούλουδα στη μια μεριά του μονοπατιού που τα ζέσταινε ο ήλιος και αυτό του έδωσε λίγη χαρά. Στο τέλος της διαδρομής, όμως, ένιωσε πάλι άσχημα γιατί το μισό νερό είχε πάλι χυθεί, και για άλλη μια φορά ζήτησε συγγνώμη από τον υπηρέτη. Ο νεροκουβαλητής τότε τού απάντησε:

«Πρόσεξες ότι υπάρχουν λουλούδια μόνο στη μία μεριά του μονοπατιού και όχι στην άλλη; Αυτό συνέβη γιατί ήξερα πάντα την ατέλεια σου και φρόντισα να την αξιοποιήσω. Φύτεψα σπόρους λουλουδιών προς τη δική σου μεριά και κάθε μέρα επιστρέφοντας από το ποτάμι τα πότιζες χωρίς να το ξέρεις. Για δύο χρόνια λοιπόν, μάζευα αυτά τα όμορφα λουλούδια και στόλιζα το σπίτι του αφεντικού μας. Αν δεν είχες αυτό το ελάττωμα, το σπίτι δεν θα ήταν στολισμένο με τόση χάρη».

Έλαμψε το ραγισμένο δοχείο σαν άκουσε τα λόγια του.

Εκείνη τη μέρα ο νεροκουβαλητής πήρε στους ώμους του τα δυο χαρούμενα δοχεία και γύρισε στο σπίτι από το όμορφο λουλουδιασμένο μονοπάτι χαμογελώντας.

Λαϊκό κινέζικο παραμύθι