ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΥ / ΘΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ

 Ορισμός του φαινομένου του εκφοβισμού/θυματοποίησης

Η περιγραφή του φαινομένου του εκφοβισμού/θυματοποίησης ως μια από τις πιο συνηθισμένες και σοβαρές μορφές σχολικής βίας (Batsche, 1997, Larson, Smith, & Furlong, 2002) καθιστά επιτακτική, αφενός, την κατανόηση αυτού του φαινομένου και, αφετέρου, την προσπάθεια ορισμού του. Μεγάλο μέρος της έρευνας έχει ορίσει τον εκφοβισμό με έναν μάλλον μη συγκεκριμένο τρόπο, ταξινομώντας απομονωμένες ή σποραδικές επιθετικές ενέργειες ως ενδείξεις εκφοβισμού με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται το έργο των ερευνητών που ασχολούνται με αυτό το φαινόμενο.  Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του 90 μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να δοθεί ένας ολοκληρωμένος ορισμός που να περιγράφει τη φύση και τα διακριτικά χαρακτηριστικά του φαινομένου.

Ο Olweus(1986) μετά από πολλές έρευνες διατύπωσε τον παρακάτω ορισμό :Ένας μαθητής ή μια μαθήτρια είναι θύμα εκφοβισμού, όταν αυτός ή αυτή εκτίθεται κατ’ επανάληψη και για μεγάλο χρονικό διάστημα σε αρνητικές πράξεις, οι οποίες διεξάγονται από έναν ή περισσότερους άλλους μαθητές. Με τον όρο αρνητικές πράξεις ο Olweus εννοεί την πρόθεση κάποιου να προκαλέσει ψυχικό ή και σωματικό πόνο σε κάποιον άλλο, έτσι ώστε να τον υποτάξει. Οι αρνητικές πράξεις μπορεί να εκδηλωθούν είτε μέσω φυσικής και λεκτικής επιθετικότητας είτε μέσω κοινωνικού αποκλεισμού. Η χρήση αυτού του όρου προϋποθέτει μια ασυμμετρία δύναμης πραγματικής ή αντιλαμβανόμενης. Ο μαθητής που εκτίθεται στις αρνητικές πράξεις έχει δυσκολία στο να υπερασπιστεί τον εαυτό του και εμφανίζεται αδύναμος σε αυτόν ή αυτούς που του επιτίθενται. Η πραγματική ή αντιλαμβανόμενη ασυμμετρία δύναμης εμφανίζεται με διαφορετικούς τρόπους. Πρώτον, ο στόχος εκφοβισμού/θυματοποίησης μπορεί να είναι σωματικά ή ψυχικά πιο αδύναμος ή ενδέχεται να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως σωματικά ή ψυχικά πιο αδύναμο σε σχέση με το δράστη. Δεύτερον, μπορεί να υπάρχει διαφορά σε ότι αφορά τον αριθμό των εμπλεκομένων στον εκφοβισμό, όπως για παράδειγμα, όταν πολλοί μαθητές δρουν ενάντια σε έναν μαθητή. Επιπλέον, η ασυμμετρία μπορεί να πηγάζει από τη δυσκολία προσδιορισμού της “πηγής” των αρνητικών πράξεων ή τη δυσκολία αντιμετώπισής της, όταν αφορά τον κοινωνικό αποκλεισμό από την ομάδα ή όταν ο μαθητής γίνεται αποδέκτης ανώνυμων κακόβουλων σημειώσεων. Δε μπορεί, λοιπόν, να γίνει γίνει λόγος για θυματοποίηση/εκφοβισμό στην περίπτωση που δυο παιδιά ίδιας σωματικής ή ψυχικής δύναμης έρχονται σε σύγκρουση.

Οι Peterson & Rigby(1999) περιγράφουν τον εκφοβισμό ως εξής: << όταν κάποιος πληγώνει ή φοβίζει κάποιον που είναι πιο αδύναμος από αυτόν χωρίς εύλογη αιτία. Αυτό μπορεί να συμβεί με διάφορους τρόπους: με το πείραγμα που έχει σκοπό να βλάψει, με απειλητικές χειρονομίες ή πράξεις, παρατσούκλια, χτύπημα ή κλωτσιά…δεν είναι εκφοβισμός όταν δυο άτομα της ίδιας δύναμης έρχονται σε διαμάχη>>.

Πιο σύγχρονοι ερευνητές, όπως οι Elinnoff, Chafouleas Sassu(2004) διατύπωσαν έναν πιο συγκεντρωτικό ορισμό: Εκφοβισμός είναι μια μορφή επιθετικότητας η οποία είναι εχθρική και απρόκλητη, και σε αυτήν εμπλέκονται άμεσες και έμμεσες συμπεριφορές οι οποίες κατευθύνονται κατ’ επανάληψη σε ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων η οποία θεωρείται αδύναμη.

Η ποικιλία των ορισμών αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τη συγκριτική θεώρηση των αποτελεσμάτων των ερευνών που έχουν διεξαχθεί σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια και την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Ωστόσο,  ο Greene (2000) αναφέρει ότι το φαινόμενο αυτό προσδιορίζεται από πέντε καίρια χαρακτηριστικά για τα οποία συμφωνεί μεγάλος αριθμός ερευνητών:

  • Ο θύτης έχει πρόθεση να προκαλέσει σωματικό ή ψυχικό πόνο στο θύμα.
  • Η επιθετικότητα ως προς το θύμα συμβαίνει επανειλημμένα.
  • Το θύμα δεν προκαλεί τον εκφοβισμό μέσω λεκτικής ή φυσικής επιθετικότητας.
  • Ο εκφοβισμός λαμβάνει χώρα σε οικείες κοινωνικές ομάδες.
  • Ο θύτης είναι σωματικά ή κοινωνικά πιο ισχυρός από το θύμα.

1.2 Μορφές συμπεριφοράς τύπου εκφοβισμού/θυματοποίησης

 Η συμπεριφορά τύπου εκφοβισμού/θυματοποίησης μπορεί να πάρει διάφορες μορφές οι οποίες είναι μεν ξεχωριστές, αλλά μπορούν να εκδηλωθούν όλες από τον ίδιο θύτη και να στοχοποιούν το ίδιο θύμα(Βerger, 2007). Σύμφωνα με τα ευρήματα μελετών, ο εκφοβισμός μπορεί να εκδηλωθεί με πέντε διαφορετικές μορφές συμπεριφοράς.

α) Σωματικός εκφοβισμός

Είναι η πιο φανερή μορφή εκφοβισμού και συμπεριλαμβάνει όλες τις μορφές σωματικής βίας, όπως χτυπήματα, σπρώξιμο, κλωτσιές, μπουνιές, κ.ά. Αυτή η μορφή συμπεριφοράς αναγνωρίζεται όχι μόνο από τους ενήλικες αλλά και από όλα τα παιδιά κάθε ηλικίας. Ωστόσο, είναι δύσκολο να διακριθεί από τους φιλικούς καβγάδες και την αυτοϋπεράσπιση(Βerger, 2007), παρατηρείται πιο συχνά στα αγόρια (Νansel et al., 2001) και σχετικά πιο συχνά στα μικρά παιδιά(Salmon et al., 2000).

β) Συμπεριφορικός εκφοβισμός

Σ’ αυτή την κατηγορία κατατάσσεται κάθε κακόβουλη πράξη, όπως κλοπή και καταστροφή των προσωπικών αντικειμένων του παιδιού. Αυτή η μορφή συμπεριφοράς μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιβλαβής.

 γ ) Λεκτικός εκφοβισμός

Ο λεκτικός εκφοβισμός παρατηρείται πιο συχνά και εκδηλώνεται, ιδιαίτερα, από τα μεγαλύτερα παιδιά. Επαναλαμβανόμενα ταπεινωτικά σχόλια, βρίσιμο, κοροϊδία, αποτελούν παραδείγματα αυτών των λεκτικών συμπεριφορών.

 δ) Εκφοβισμός σχέσεων ή κοινωνικός  εκφοβισμός

Ο εκφοβισμός σχέσεων συμβαίνει, όταν τα παιδιά σκόπιμα αγνοούν την προσπάθεια ενός συμμαθητή τους να συζητήσει μαζί τους ή να λάβει μέρος σε ένα παιχνίδι, όταν απομακρύνονται καθώς πλησιάζει το παιδί στόχος ή όταν διαδίδουν φήμες ενάντια στο παιδί –στόχο (Berger, 2006).

Μέσω αυτής της συμπεριφοράς επιχειρείται η διακοπή των κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στα θύματα και στους συνομηλίκους τους. Παρά το γεγονός ότι ακόμη και παιδιά προσχολικής ηλικίας, ιδιαίτερα τα κορίτσια, εκδηλώνουν αυτή τη συμπεριφορά, η συχνότητα εμφάνισής της είναι πιο υψηλή κατά την περίοδο της εφηβείας και μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιβλαβής, γιατί τότε τα παιδιά γίνονται πιο επιδέξια κοινωνικά και η αποδοχή από τους συνομηλίκους είναι ύψιστης σημασίας. Μάλιστα, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι οξύτερες για τα κορίτσια(Crick & Nelson, 2002, αναφέρεται στο Yung et al., 2006). Tα κορίτσια χρησιμοποιούν περισσότερο τον εκφοβισμό σχέσεων σε σύγκριση με το σωματικό εκφοβισμό, ενώ τα αγόρια εμφανίζονται να χρησιμοποιούν εξίσου και τις δυο αυτές μορφές συμπεριφοράς (Young, 2006). Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, τα παιδιά εκείνα που δέχονται τον ίδιο αριθμό προτιμήσεων τόσο θετικών όσο και αρνητικών από τους συνομηλίκους τους χρησιμοποιούν τον εκφοβισμό σχέσεων για να διατηρήσουν ή να βελτιώσουν τη θέση τους στις ομάδες συνομηλίκων(Yung et al., 2006).

ε) Εκφοβισμός μέσω διαδικτύου

Αποτελεί μια άλλη μορφή εκφοβισμού η οποία είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη. Η απόσταση που εξασφαλίζει η τεχνολογία ανάμεσα στο θύτη και το θύμα δίνει τη δυνατότητα στα αδύνατα και φοβισμένα παιδιά να προχωρήσουν σ’ αυτό τον τύπο συμπεριφοράς, μερικές φορές για λόγους εκδίκησης.

Ακόμη, ο εκφοβισμός μπορεί να διακριθεί σε ατομικό ή ομαδικό ανάλογα με το αν ο θύτης ή το θύμα είναι ένα άτομο ή μια ομάδα, καθώς επίσης, σε άμεσο( φυσικός ή λεκτικός εκφοβισμός) και έμμεσο (εκφοβισμός σχέσεων). Ο έμμεσος εκφοβισμός είναι πιο δύσκολο να παρατηρηθεί και τα παιδιά είναι πιο πιθανό να αναφέρουν στους ενηλίκους μορφές συμπεριφοράς άμεσου εκφοβισμού παρά έμμεσου. Μολονότι τα αγόρια είναι κυρίως εκφραστές άμεσου εκφοβισμού δεν είναι αμελητέος και ο αριθμός των κοριτσιών που εμπλέκονται σε αυτή τη μορφή συμπεριφοράς (Olweus, 2002, αναφέρεται στα πρακτικά).Tα αγόρια, κυρίως, αναφέρουν εμπειρίες άμεσης θυματοποίησης (Lagerspetz, 1998, αναφέρεται στην Berger, 2006), ενώ, τα κορίτσια έμμεσης. Επιπλέον, τα αγόρια τείνουν να θυματοποιούνται, κυρίως, από άλλα αγόρια, ενώ τα κορίτσια και από τα δύο φύλα( Yates & Smith, αναφέρεται στο Salmon et al., 2000).

Σαρρούδη Ιωάννα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *