Μοιράζομαι μαζί σας το κείμενο που μου έστειλαν:
«Συγκινημένη έφτασα στην Ουρανούπολη, που τη φανταζόμουνα πάντα σαν την τελευταία πόλη της Γης και την πρώτη του ουρανού. ΄Ετσι δεν παρατήρησα τίποτα παρά μόνο τον πύργο του Προσφορίου, που δεσπόζει στο λιμάνι. Κι αυτόν τον φαντάστηκα κατοικημένο από στοιχειά και φαντάσματα που θα σε ξεπροβοδούσαν στο ταξίδι για τον άλλο κόσμο. ΄Ενα καραβάκι γεμάτο άντρες και καλόγερους ετοιμαζόταν για τη Δάφνη. Διχαλωτά συναισθήματα με κυρίευσαν, θλίψη για το διαχωρισμό των φύλων αλλά και χαρά για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Η γυναικεία μου υπόσταση, φορτωμένη μ’ όλους τους δαίμονες των αιώνων, ήταν απαράδεκτη στον ιερό χώρο. Από τις πέντε αισθήσεις μου επιτρεπόταν μόνο η όραση. Αν ήμουν τυφλή, συλλογίστηκα, δε θα ‘χα κανένα στοιχείο από το περιβόλι της Παναγιάς. Δεν ήμουν πια συγκινημένη αλλά χαραγμένη από μια αλησμόνητη εντύπωση. Και μεταμορφώθηκα σ’ έναν τεράστιο οφθαλμό. […] Αισθάνθηκα πάλι να μετακινούμαι στο χρόνο. Το τουριστικό μας καράβι μεταμορφώθηκε σε ιερή λέμβο, παίρνοντας την ψυχή μας, την ψυχή μου για το ΄Ορος των Μακάρων. Περνούσαμε από τη Σιμωνόπετρα. Θάμβος και δέος. Αλλόκοτη, θαυμάσια και αγέρωχη, αετοφωλιά και κρησφύγετο αγγέλων, κάστρο, μονή και πολεμίστρα, γκριζόασπρη και λιτή, ουρανογέννητη. ΄Αξαφνα άνοιξαν οι ουρανοί και στείλανε το δώρο τους, τη Σιμωνόπετρα, το αριστουργηματικό αρχιτεκτόνημα, είδωλο του ουρανίου, υλοποιημένο όραμα του Οσίου μυροβλύτη Σίμωνα, θαύμα επταώροφο καρφωμένο στο βράχο. Κοσμημένη η εξωτερική πλευρά του Ορους με πράσινους θάμνους και κίτρινους ασπάλαθους. Πώς μου φαινόταν; Ενα τεράστιο αβγό, αβγό των Ορφικών που περιέκλειε το σύμπαν και δε θα ‘σπαγε ποτέ για μένα. Δυνατή η φυλακή του σώματός μου. Το ιερό βουνό δε θ’ άνοιγε ποτέ για μένα, δε θα περπατούσα εντός του ν’ αναπνεύσω τις μοσχοβολιές του, δε θα κυριευόμουν από την υπερκόσμια ψυχοβολή του. Τόσο κοντά η Εδέμ και συνάμα τόσους αιώνες μακριά. Η παραλιακή μονή του Οσίου Γρηγορίου βρισκόταν τώρα μπροστά μας, ενώ η
κορυφή του Αθω συννεφοσκέπαστη, εγχάρακτη γραμμή ουρανού και γης, ζάλιζε τη φτωχή μου όραση. […] … φαντάστηκα τον νεφεληγερέτη Δία να ‘χει εκεί το θρόνο του κι η μνήμη γρήγορα συμπλήρωσε τη φαντασία με την πληροφορία πως εκεί λατρευόταν ο Ζευς. Το θεϊκό στοιχείο ταυτίζεται με το
κοσμογονικό. Στην κορυφή του Αθω βρίσκεται ο Θεός κι η ανάσα του γεμίζει ολόκληρο το χώρο.
Η φωνή του τιμονιέρη πληροφορούσε […]. Ενα καράβι ερχόταν από τη Δάφνη προς την Ουρανούπολη. Οι επιβάτες του ήταν μόνο άντρες και καλόγεροι. Στο λιμάνι έβλεπα τους Αγιορείτες πατέρες με το απόκοσμο βλέμμα, τους αγγελιοφόρους του αλλιώτικου κόσμου, τους μύστες του ιερού βουνού. Σε κάποια στιγμή θέλησα να τρέξω πίσω από έναν ηλικιωμένο καλόγερο και να ρωτήσω: – Πες μου γέροντα, πες μου τι βρίσκεται μες στην καρδιά του ιερού βουνού; Παραμύθι, ίσως μου απαντήσουν οι ορθολογιστές, ένα παραμύθι. Θα χαμογελούσα μ’ αυτή την απάντηση, γιατί το Αγιον Ορος και το μυστικό του δεν είναι παραμύθι. Είναι μια μεγάλη παραμυθία …Ελένη Λαδιά, Εφημ. Ριζοσπάστης, 15-4-2001
Σημ. Η Ελένη Λαδιά γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχαιολογία και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα πιο γνωστά λογοτεχνικά της έργα είναι: Χάλκινος ύπνος, Αποσπασματική σχέση, Η θητεία, Τα άλση της Περσεφόνης, Η Χάρις, Ποταμίσιοι έρωτες. Έχει τιμηθεί με Β’ Κρατικό Βραβείο (1981) για τον Χάλκινο ύπνο και με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1991) για την Ωρογραφία. Διηγήματά της έχουν μεταφρασθεί στα σλοβενικά, γαλλικά και αγγλικά. Το μυθιστόρημά
της Χι ο Λεοντόμορφος στα σερβικά και Η Χάρις στα ρουμάνικα. Οι Ομηρικοί ύμνοι σε μετάφραση Δ. Π. Παπαδίτσα – Ελένης Λαδιά έχουν μεταφραστεί στα φινλανδικά. Aρθρα και μελετήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες της χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια μέχρι τώρα ↓
Δεν υπάρχουν σχόλια ακόμη.