1ο βραβείο στους Λογοτεχνικούς μας Αγώνες!
Βραβείο πρωτότυπης καλλιτεχνικής δημιουργίας και μουσικής τέχνης. Αγγελική Καραλή μουσική, Άννα-Μαρία Κόρνια ερμηνεία, Όλγα Βαλλάτου και Αθηνά Παρασκευοπούλου στην επιμἐλεια του βίντεο.
1ο βραβείο στους Λογοτεχνικούς μας Αγώνες!
Βραβείο πρωτότυπης καλλιτεχνικής δημιουργίας και μουσικής τέχνης. Αγγελική Καραλή μουσική, Άννα-Μαρία Κόρνια ερμηνεία, Όλγα Βαλλάτου και Αθηνά Παρασκευοπούλου στην επιμἐλεια του βίντεο.
2ο βραβείο στους Λογοτεχνικούς μας Αγώνες!
Βραβείο απαγγελίας και καλλιτεχνικής αρτιότητας
Αγγελικές φωνές, η Μαρία Ζέφι, η Ιωάννα Καλομενίδου, η Ελευθερία Γλεντζή και η Μαρία Καλιτσουνάκη, απαγγέλλουν Κ. Π. Καβάφη!
3ο βραβείο στους Λογοτεχνικούς μας Αγώνες!
Βραβείο παραγωγής βίντεο κλιπ
Το ποίημα του Κ. Καρυωτάκη οπτικοποιήθηκε με έναν γλυκό και μελαγχολικό τρόπο, όπως του ταιριάζει, και επενδύθηκε από τη μουσική της Λ. Πλάτωνος σε ένα αρμονικό και ατμοσφαιρικό βίντεο, από τους μαθητές του Γ3 Σωτήρη Ρούσσο και Παναγιώτη Σαργιώτη!
Ένας νέος δραματικός μονόλογος γεννήθηκε μετά την επεξεργασία του Καβαφικού ποιήματος “Στα 200 π.Χ.” και με χαρά σας παραθέτω μερικά αριστοτεχνικά δείγματα:
Όλοι πλην Λακεδαιμονίων
Πόσο περήφανος αισθάνομαι που ένας Έλληνας στρατηλάτης κατάφερε να φτάσει ως τις Ινδίες! Ο πολιτισμός της Ελλάδας έφτασε στα πέρατα του κόσμου! Αισθάνομαι πολίτης αυτού του κόσμου. η γλώσσα που μιλώ μιλιέται από εκατομμύρια πολίτες σε όλα τα επίπεδα, στη φιλοσοφία, στη λογοτεχνία, σε κάθε επιστήμη. Οι Σπαρτιάτες πήραν λάθος απόφαση, γι’ αυτό η ιστορία θα τους ξεχάσει. Ο καινούριος κόσμος που ζω είναι αυτός ο κόσμος που προέκυψε από αυτή την εκστρατεία! Μόνο ένας σπουδαίος Έλληνας σαν τον Αλέξανδρο θα μπορούσε να το κάνει και μόνο ένας λαός σαν τους Σπαρτιάτες, προσκολλημένος σε παλιές δόξες, θα μπορούσε να απουσιάζει.
Ποσειδώνας, Γ3
Στα 200 π.Χ.
Εγώ ένας πολίτης του νέου κόσμου διαβάζω αυτή την επιγραφή και σκέφτομαι σαν να ήμουν Σπαρτιάτης για ποιο λόγο οι πρόγονοί μου δεν συμμετείχαν στην ελληνική εκστρατεία κατά των Περσών. Μήπως γιατί οι πρόγονοί μου ήταν κιοτήδες και φοβόντουσαν να πολεμήσουν; Μετά όμως σκέφτομαι ότι δεν υπήρξε στιγμή στην ιστορία της Σπάρτης που οι πολίτες της φοβήθηκαν τον όποιο πόλεμο. Μήπως αμφισβητούσαν τον Αλέξανδρο για ηγεμόνα της Ελλάδος; Μήπως αμφισβητούσαν την ελληνικότητα των Μακεδόνων; Μάλλον όχι γιατί τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν το αντίθετο. Μήπως διαφωνούσαν με το σκοπό της κατάλυσης της Περσικής αυτοκρατορίας; Δεν νομίζω γιατί η Σπάρτη έχει κάνει δεκάδες επιθετικούς πολέμους. Αν όλοι οι Έλληνες συμμετείχαν στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου μια εκστρατεία που θα κρατήσει χρόνια, ένας σώφρον ηγέτης σαν τον Αλέξανδρο δεν θα άφηνε το πιο εκλεκτό σώμα στρατιωτών για να υπερασπιστεί όλη την Ελλάδα ενάντια στον εχθρό; Άρα πιστεύω ότι οι Σπαρτιάτες έμειναν πίσω στην Ελλάδα για να την προστατεύσουν από εχθρούς μιας και όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες συμμετείχαν σε εκστρατεία κατά των Περσών.
Καλλιόπη, Γ2
“Πλην Λακεδαιμονίων”
Καθώς ανέβαινα προς τον Παρθενώνα, στάθηκα μπροστά από μια επιγραφή η οποία έγραφε «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων». Μπορώ να πω πως μου τράβηξε την προσοχή, μιας και η επιγραφή αυτή είχε γραφτεί 130 χρόνια πριν. Επίσης, μου ήταν δύσκολο να χωνέψω, με όλα αυτά που έχω ακούσει για τους Σπαρτιάτες, ότι ήταν δειλοί να συμμετάσχουν στην μάχη μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες εναντίον των Περσών. Επιπλέον, θα ήθελα να επισημάνω πως οι Σπαρτιάτες θέλανε να δείχνουν στον κόσμο ότι ήταν πολύ καλοί και γενναίοι πολεμιστές, αλλά ήθελαν και πάντοτε να είναι εκείνοι οι «αρχηγοί» στις εκστρατείες και λόγω του ότι σε εκείνη την εκστρατεία ήταν άλλοι οι αρχηγοί, δεν θέλησαν να πάρουν μέρος, σύμφωνα πάντα με την παράδοσή τους.
Ανέστης, Γ1
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
– μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
Ο έρωτας ανεκπλήρωτος αλλά αρκετός για να τη σημαδέψει, να της δώσει και να της πάρει τη ζωή….
“Η Πολυδούρη άλλωστε δεν το κρύβει, το διατυμπανίζει, το βροντοφωνάζει: Στο ημερολόγιο της, το Μάη του 1922 εξομολογείται: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ καμιά αμφιβολία πιά! (…) Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;» Ενώ αργότερα σε ένα σπαρακτικό γράμμα τον καλεί να ζήσουν μαζί: «Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί… να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δυό, αλλά τι μ’ αυτό; μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν.»
Όμως αυτός θα δειλιάσει. Ίσως γιατί η Μαρία είναι μια γυναίκα απελευθερωμένη, χειραφετημένη, δυναμική, φεμινίστρια, που δεν δίσταζε να συμμετέχει σε ανδρικές παρέες -πράγμα απαράδεκτο για την εποχή εκείνη. Εκείνη νόμιζε πως στον Τάκη, όπως τον έλεγε, πέρα από τον φτασμένο ποιητή, που πάνω του θα στηριζόταν στις ποιητικές της αναζητήσεις, θα εύρισκε τον απελευθερωμένο άνθρωπο, που θα της έμοιαζε…
Έτσι, η απάντηση του Καρυωτάκη θα τη προσγειώσει ανώμαλα. Σε έναν περίπατό τους στο Φάληρο, θα αρνηθεί την πρόταση της, επικαλούμενος ότι δεν έχει το δικαίωμα να παντρευτεί καμιά γυναίκα, γιατί πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα. Στην πραγματικότητα η Πολυδούρη δεν θα τον πιστέψει, υποθέτοντας ότι ο καλός της δε θέλει να την παντρευτεί επειδή έχει αποκτήσει κακή φήμη με τον τρόπο ζωής που κάνει. Η πτώση του στα μάτια της είναι μοιραία και χωρίζουν. Της προτείνει να συνεχίσουν την φιλία τους και την διαβεβαιώνει ότι δεν θα πάψει να την αγαπά. Αυτή όμως νοιώθει μειωμένη και ταπεινωμένη. Θα δεχτεί την αλλαγή μορφής στη σχέση τους και θα κρύψει τον σπαραγμό της … ”
πηγή: http://www.tempo.gr
Ο Καρυωτάκης όμως έπρεπε να κλείσει κάθε χαραμάδα ευτυχίας, είχε το δικό του μοναχικό δρόμο να τραβήξει, η αγάπη δεν ήταν γι’ αυτόν, η ευτυχία δεν ήταν γι’ αυτόν….
Νοσταλγία
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.
Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
— πόσος καιρός! — τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.
Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.
Τα μάτια που κρεμούν — ήλιοι χλωμοί —
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί…
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά
Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί
Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,
Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που `ζησα ζωή!
Είσαι ψυχή μου
Είσαι, ψυχή μου, η κόρη που τη σβήνει
ολοένα κάποιος έρωτας πικρός,
που λησμονήθηκε κοιτώντας προς
τα περασμένα, κι έτσι θ’ απομείνει.
Κατάμονη σε μι’ άκρη, όπως εκείνη,
σε παρατούν ο κόσμος, ο καιρός.
Ένας ακόμη θα `σουνα νεκρός,
αν οι νεκροί δεν είχαν τη γαλήνη.
Ο έρωτας δεν είναι πάντα γιορτή, είναι πόνος βουβός, λαβωματιά που ο χρόνος πάντα αγγίζει, για να θυμίζει στο σώμα και στην ψυχή την απώλεια, τη χαμένη ευτυχία, την ομορφιά που κάποτε αντικρίσαμε και τώρα ζούμε με την ανάμνησή της, ζούμε για να τη φέρνουμε στο νου μας ή ζούμε επειδή μπορούμε ακόμη και τη φέρνουμε στο νου μας…..
Κ.Π.Καβάφης, “Δεκέμβρης 1903”
Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια•
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.
Κ.Π.Καβάφης, “Επέστρεφε”
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…
Ξεκινώντας μια νέα επανάσταση στην εορτή των ερωτευμένων, παρουσιάζω σήμερα το μικρό μου αφιέρωμα στον έρωτα, καθώς για τους Ορθόδοξους, οι Άγιοι των ερωτευμένων είναι οι Απόστολοι Ακύλας και Πρίσκιλλα, των οποίων η μνήμη τιμάται στις 13 Φεβρουαρίου, παρακαλώ!
ΕΡΩΤΙΚΟ (Ναπολέων Λαπαθιώτης)
” Καημός, αλήθεια , να περνώ του έρωτα , πάλι, το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα, του θανάτου,
στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει, στην καρδιά , το ξαναπέρασμά του.
Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
Στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί , που μου το τάξανε πολλοί,
Κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ , να μου το δώσει…
Ίσως, μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας, πάλι, στο βυθό,
Και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε πάλι, ταίρι,
Αυτό τ’ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
Σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!”
“Τα γράμματά σου”, Κώστας Καρυωτάκης
Τα γράμματά σου τα ‘χω, Αγάπη πρώτη,
σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου.
Τα γράμματά σου πνέουνε τη νιότη
κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου.
Τα γράμματά σου, πόσα μου μιλούνε
με τις στραβές γραμμές και τα λαθάκια!
Τρέμουν, γελάνε, κλαίνε, ανιστορούνε
παιχνίδισμα τη ζούλια και την κάκια…
Το μύρο στους φακέλους που είχες ραντίσει,
του Καιρού δεν το σβήσανε τα χνότα.
Παρόμοια ας ήταν να μην είχε σβήσει
η απονιά σου τα ονείρατα τα πρώτα!
Τα γράμματά σου πάνε, Αγάπη μόνη,
βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου.
Τα γράμματά σου τάφοι· δεν τελειώνει
απάνω τους η λέξη του Θανάτου.
“Ερωτικό κάλεσμα”, Μενέλαος Λουντέμης, από τη συλλογή “Τα αντικλείδια”
Έλα κοντά μου , δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι , δεν είμαι η φωτιά.
Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.
Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατηλάτης
ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν‘ ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Κι αν θέλεις, έλα να τ‘ ακούσουμε μαζί.
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν‘ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
“Αν μ‘ Ηγάπας”, Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
(Εκ του Γαλλικού)
Αν του βίου μου το σκότος
φαεινή έρωτος ακτίς
διεθέρμαινεν, ο πρώτος
της αλγούσης μου ψυχής
ο παλμός ήθελεν ήτο ραψωδία ευτυχής.
Δεν τολμώ να ψιθυρίσω
ό,τι ήθελον σε ειπεί:
πως χωρίς εσέ να ζήσω
μοι είναι αφόρητος ποινή –
αν μ‘ ηγάπας… πλην, φευ, τούτο είν‘ ελπίς απατηλή!
Αν μ‘ ηγάπας, των δακρύων
ήθελον το τέρμα ιδεί·
και των πόνων των κρυφίων.
Οι δε πλάνοι δισταγμοί
δεν θα ετόλμων πλέον να δείξουν την δολίαν των μορφή.
Εν τω μέσω οραμάτων
θείων ήθελ‘ ευρεθείς.
Ρόδα θαλερά την βάτον
θα εκόσμων της ζωής –
αν μ‘ ηγάπας… πλην, φευ, τούτο είν‘ απατηλή ελπίς!
Οδυσσέας Ελύτης
Του Αιγαίου
Ο έρωτας.
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι.
Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι.
Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησιά των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ενα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.
Άσυλο σημαίνει να στέκεσαι στο τέλος της ουράς
Για να πάρεις ένα ψίχουλο πατρίδας
Το να στέκεσαι στις ουρές είναι κάτι που έκανε ο παππούς σου
Χωρίς να μάθει ποτέ το λόγο
Το ψίχουλο είσαι εσύ
Η πατρίδα είναι απλώς μια ταυτότητα
που μπαίνει στο πορτοφόλι με τα χρήματα
Τα χρήματα: είναι χαρτιά
πάνω τους τυπωμένα τα πρόσωπα των ηγετών.
Η φωτογραφία σε αντικαθιστά, ώσπου να επιστρέψεις
Και η επιστροφή;
Είναι ένα μυθικό πλάσμα βγαλμένο
από τα παραμύθια της γιαγιάς σου.
Έτσι, τελειώνει το πρώτο μάθημα.
Σου παραδόθηκε για να σε προετοιμάσει για το
το δεύτερο: Ποιό το νόημα της ύπαρξης σου!
Σ’ ορμήνεψαν να υψώνεις το κεφάλι
Για να μη βλέπεις τη ρυπαρότητα της γης.
Σε δίδαξαν ότι η μάνα σου είναι η γη
Και ο πατέρας σου;
Τον αναζητείς ακόμα για να πιστοποιήσει τη συγγένεια
(και τις ρίζες σου)
Σε έπεισαν ακόμα, ότι τα δάκρυα είναι σπατάλη
ίδια με εκείνη του νερού
Και το νερό…;
Μα, εσύ ξέρεις πολύ καλά τι είναι το νερό
**
Το ποτάμι μολύνθηκε περισσότερο
Να και κάποια ενημερωτικά σχόλια στις ειδήσεις
Η μια ανάλυση ακολουθεί την άλλη
– Άραγε, ποιές είναι οι τελευταίες τάσεις της μόδας;
– Τι λες για την κολεξιόν της Βαγδάτης;
**
(Μου λένε): «Το αύριο καλά θα κάνει να απαλλαγεί από εσένα
Γιατί χωρίς την ύπαρξή σου, ο κόσμος θα μοιάζει καλύτερος…
Τη θάλασσα πια δε θα αγναντεύω
σέρνει κασόνια από πληγιασμένα κορμιά.
Στις ακτές ρούχα πεταμένα, σφιγμένες γροθιές με κλάματα που φωνάζουν Βοήθεια …
Κουρελιασμένες οι αντοχές, οι προσευχές σιωπήσαν.
Οι μήνες θερίζουν μανταρισμένες εκδοχές.
Καταφύγιο οι γειτονιές σε βήματα που τρικλίζουν.
Πατήσαν γη ετούτες οι σκιές, αγγίξαν χώμα – σωτήριο; –
Σε ποιόν ορίζοντα θα ταφούν, με τι καλλιγραφία των ανωνύμων τα στοιχεία θα χαραχτούν.
Κάθε κορμί βυζαίνει ξεπροβόδισμα.
Στα πρόσωπα ο σπόρος του ξεριζωμού
Στα χείλη η καρδιά του λαού που σίγησε.
Καλπάζουν τα κύματα.
Αδημονούν …
Εκεί στον υδάτων την αιωνιότητα
μια αχνή σιωπή αναδύεται
κι ο λυγμός του θανάτου.
Διπλώνουν τ’ όνειρο πικρό στην πέτρα το σκεπάζουν
σηκώνουν και στενάζουν στα μπράτσα τον καιρό
στεγνά τα μάτια κι ο λυγμός ζωγραφιστός στο στόμα
στο σκλαβωμένο χώμα φωτιά και χαλασμός
Σταυρώνουν του ξεριζωμού τα πληγωμένα χέρια
στο στήθος τους μαχαίρια κι η μοίρα του χαμού
Σκυφτή κι η ανάσα μια κραυγή τα φυλλοκάρδια σπάζει
η νύχτα τους μαράζι τα φυλλοκάρδια σπάζει
κι η μέρα τους πληγή
Στα στήθη πάνω τα φαρδιά μετράνε την οργή τους
στην πικραμένη γή τους ξεχάσαν την καρδιά
Ξεριζωμένη μου γενιά καθώς σε συλλογιέμαι
πονώ και καταριέμαι τον άδικο φονιά.
Γεννημένοι πρόσφυγες,
γεννημένοι πρόσφυγες είμαστε, είμαστε
και ακόμα δεν το χώνεψες
καλά το λέει η κυρά σου
Και νερό να ‘μαστε και νερό να ‘μαστε
ένα στέκι θα ‘χαμε βρει
Και νερό να ‘μαστε και νερό να ‘μαστε
ένα στέκι θα ‘χαμε βρει (δις)
Κατέβα πια χρυσέ μου άνθρωπε,
τι οφελεί, γεννημένοι πρόσφυγες είμαστε
ακομα δεν το χώνεψες,
και νερό να ‘μαστε, θα ‘χαμε βρει ενα στεκι
Και νερό να ‘μαστε και νερό να ‘μαστε
ένα στέκι θα ‘χαμε βρει
Και νερό να ‘μαστε και νερό να ‘μαστε
ένα στέκι θα ‘χαμε βρει
Όλα θα σιάξουνε θα δεις….
Πάνε κι έρχονται καράβια
φορτωμένα προσφυγιά
βάψαν τα πανιά τους μαύρα
τα κατάρτια τους μαβιά
Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα
να ριζώσεις τώρα πια
κι απ’ το θάνατο ακόμα
πιο πικρή είσαι προσφυγιά
Πού να βρίσκεται ο πατέρας
ψάχνει η μάνα για παιδιά
μας εσκόρπισε ο αγέρας
σ’ άλλη γη σ’ άλλη στεριά
Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα
να ριζώσεις τώρα πια
κι απ’ το θάνατο ακόμα
πιο πικρή είσαι προσφυγιά
Κατακαημένο Αϊβαλί και παινεμένο Αϊδίνι
χαροκαμένο Εσκή Σεχήρ αρχοντοπούλα Σμύρνη.
Μαρμαρωμένε βασιλιά, τι όνειρο, τι παγανιά
ο τάφος σου άδειος και σε μια γωνιά
μια χούφτα λόγια, αδιάβαστα χαρτιά.
Μαρμαρωμένε βασιλιά τι όνειρο, τι παγανιά
αντί για σε αναστήθηκε η Τουρκιά η Πόλη πάει
και η Σμύρνη στη φωτιά, διπλοχαμένη Αγιά Σοφιά
στερνή φωνή στην ερημιά την Προύσσα καίνε
και στο Αϊβαλί σταυρός αγκάθι ξύδι και χολή.
Κλάψτε για το Καραχισάρ και για τα Μοσχονήσια,
δουλεύει ο Χάρος στα Βουρλά κι ο θάνατος στην Προύσσα.
Χαμένη γη και προσφυγιά τα πόδια εδώ, αλλού η καρδιά
κομμάτια μου ψάχνω να βρω να κάνω ρίζες να ξανασταθώ
και να φωνάξω με φωνή που να ματώσουν οι ουρανοί
όλοι μας σφάζαν και μας πνίγανε μαζί,
Εγγλέζοι, Γάλλοι κι Αμερικανοί.
Από πού παν στο Κασαμπά στην Πάρσα και στ’ Αξάρι
δεν πάνε πια στην Αμισσό, στο Αζάχτι ή στο Αξάρι.
Μαρμαρωμένε βασιλιά, τι όνειρο τι παγανιά
μες του πετρέλαιου τη δρακοσπηλιά
να σ’ αναστήσω ήρθα μ’ όνειρα παλιά
πέτρινε πεθαμένε βασιλιά.
Κατακαημένο το Αϊβαλί και παινεμένο τ’ Αϊδίνι
χαροκαμένο Εσκή Σεχήρ αρχοντοπούλα Σμύρνη.
Στου δειλινού την άκρη αποκοιμήθηκα
σαν ξένος, σαν ξενάκι, σαν πάντα ξένος
κι ήρθε και κατακάθησε πάνω μου σα σεντόνι
όλη της γης η σκόνη,
όλη της γης η σκόνη…
Ήρθε με τη σειρά της κι η μαύρη θάλασσα
έφερε ένα καράβι ακυβέρνητο
ανέβηκα σαν άνεμος, ανέβηκα σαν κλέφτης
το ψέμα δεν το βλέπεις,
το ψέμα δεν το βλέπεις…
Στην πλώρη ακουμπισμένος, ένας διάφανος
τα κόκκαλα μετράει, μένει άφωνος
τρώει την πέτρα σαν ψωμί, ο Καίσαρας Βαλιέχο
άλλο αδερφό δεν έχω,
άλλο αδερφό δεν έχω…
Σπιθίζει το τσιγάρο σε κάθε ρουφηξιά
η Ισπανία γέρνει, κι η μόνη που νικά
η ηδονή που μας γεννά, που παίζει το χαρτί μας,
χωρίς τη θέλησή μας,
χωρίς τη θέλησή μας…
Στου δειλινού την άκρη, δε βλέπεις όνειρα
αυτά που γίναν βλέπεις και τα επόμενα
βλέπεις τον άνθρωπο μικρό, που τον πατάν στ’αλήθεια
τα πόδια του τα ίδια,
τα πόδια του τα ίδια…
Κάθε πρωί αναζητάς, την αγκαλιά της μέρας
βγαίνεις στους δρόμους χάνεσαι,όπου σε πάει ο αέρας
ποια ενοχή σε κυνηγά,μες το μυαλό σου τέρας
τώρα η ζωή σε ξεπερνά,και χάνεται σαν σφαίρα
Μόνος χωρίς προορισμό,σαν μεθυσμένη πυξίδα
σε είδα να τρέχεις να ζητάς,μια τελευταία ελπίδα
μια τελευταία ελπίδα…
Ποιος είναι ο δρόμος της ζωής
και ποια είναι η Ιθάκη
δεν έχει δύση η διαδρομή
ούτε η θάλασσα άκρη
Που ΄ναι η στεριά που θες να βγεις
και που΄ναι η Ιθάκη
Μην ψάχνεις την ανατολή
Δεν έχει η θάλασσα άκρη, δεν έχει η θάλασσα άκρη
δεν έχει η θάλασσα άκρη
Θέλεις ν αγγίξεις τον βυθό,σε μια ψεύτικη γυάλα
μνήμη ψαριού μες στο μυαλό,και βυθισμένη η σκάλα
πορεία δίκια σου χάραξε,πάνω σε κύματα άσπρα
σε οδηγούν στον ουρανό,με συντροφιά τα άστρα
Ένας ορίζοντας γυμνός,σε μαγνητίζει τώρα
θέλεις να αγγίξεις το άγνωστο,είναι η δικιά σου ώρα
Ήρθε η δικιά σου ώρα
Ποιος είναι ο δρόμος της ζωής
και ποια είναι η Ιθάκη
δεν έχει δύση η διαδρομή
ούτε η θάλασσα άκρη
Που ναι η στεριά που θες να βγεις
και που ναι η Ιθάκη
μην ψάχνεις την ανατολή
δεν έχει η θάλασσα άκρη,δεν έχει η θάλασσα άκρη
δεν έχει η θάλασσα άκρη
Αν δε χωράς μέσα σε μια άθλια πατρίδα
Αν δε σου φτάνει μια ελπίδα τυφλή
Αν δε χώρας μέσα σε μια ονειροπαγίδα
Αν δε χώρας σε μια αγκαλιά φυλακή
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δε χώρας πουθενά δε χώρας πουθενά
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δε χώρας πουθενά πουθενά πουθενά
Αν δε χώρας μέσα σ’ εν’ άνοστο αστείο
Αν δε σου φτάνει μια σκληρή προσευχή
Αν δε χώρας μέσα σ’ ένα ψυχοπορνείο
Αν δε χώρας σ’ ένα σπασμένο κορμί
Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει,
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός.
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός
Mα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν
Ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά
Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα
προδομένη από μέσα απ΄τους πιο πατριώτες
να χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με το όπλο στο στόμα
τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα στη Βουλή
Κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα,
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ
Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν, τι ωραία που πέφτουν
Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απτη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα 27 του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σάδειο ξενοδοχείο
αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάνε στης πλατείας τη γιορτή
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια, πεταμένα στη γη
Είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική
Εδώ στην άσχημη πόλη που απτην ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπα ζητάει
Ολυμπιάδες
κι η χώρα ένα γραφείο τελετών
θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι
κι απτην Ομόνοια να πετάν δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
στο παράθυρο εικόνισμα άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα
έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή
Δεν ψάχνω ο εαυτός μου να ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν, θα ταν αγέννητη η γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου
Με τρομάζεις εσύ
Με τρομάζεις ακόμα οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα Του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής
Έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς το μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω
Αγάπη
Κι ήμουν στο σκοτάδι.
Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
“Ο Κώστας και η Μαρία ήταν δύο νέοι που έζησαν στις αρχές του περασμένου αιώνα και που, παρά το σύντομο πέρασμά τους από τη ζωή, έκαναν αισθητή την παρουσία τους, όχι μόνο με το έργο τους -το καθόλου ευκαταφρόνητο -, αλλά και για την συνάντησή τους, πού σημάδεψε ανεξίτηλα την ύπαρξή τους. Ο λόγος φυσικά για τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη, που μπήκαν φουριόζικα στα ελληνικά γράμματα, με πάταγο θα ‘λεγα, διέγραψαν μια σύντομη τροχιά και έσβησαν όπως τα αστέρια του καλοκαιριού. Το τέλος τους ήταν συγκινητικό, όσο και τραγικό, κλείνοντας μια ιστορία παράφορου έρωτα, δύο ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, ή μάλλον δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν τις ομοιότητές τους…” (ένας ανεκπλήρωτος έρωτας)
Ο Κ. Καρυωτάκης φοβήθηκε την ελεύθερη από τις συμβάσεις της εποχής και παράφορη Μ. Πολυδούρη και αρνήθηκε τον έρωτά της. Ο έρωτας αυτός όμως σημάδεψε βαθιά και τους δύο και η ποιήτρια δεν έπαψε ποτέ να τον υμνεί.
Ποιος ξέρει
Καμιάν από τις πίκρες μου δε γνώρισες
τις πίκρες μου τις άσωστες τις μαύρες
και στων ματιών μου μεσ’ στο φεγγοβόλημα
τα δάκρυα μου στεγνωμένα τα `βρες
Εσύ μονάχα το γλυκό χαμόγελο
καμάρωσες στα χείλη μου απλωμένο
και έχεις μεσ’στων ματιών μου το ξαστέρωμα
τον πόθο σου τρελά καθρεφτισμένο
Με γνώρισες να γέρνω στην αγάπη σου
σαν πεταλούδα στ’ άλυκο λουλούδι
και να σκορπίζω όσο η καρδιά μου δίνονταν
μεθυστικό το ερωτικό τραγούδι
(Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νιάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.
Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.
Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω
ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρυα, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.)
Ο έρωτας αυτός είναι η έμπνευση και η πνοή της ποιήτριας, ζει κι αναπνέει εξαιτίας του και τον ανασταίνει με τους στίχους της.
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ΄ αγάπησες
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια
και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια.
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με της ψυχής το βλέμμα
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη,
‘μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά
Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί
Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,
Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που `ζησα ζωή!
Είσαι ψυχή μου
Είσαι, ψυχή μου, η κόρη που τη σβήνει
ολοένα κάποιος έρωτας πικρός,
που λησμονήθηκε κοιτώντας προς
τα περασμένα, κι έτσι θ’ απομείνει.
Κατάμονη σε μι’ άκρη, όπως εκείνη,
σε παρατούν ο κόσμος, ο καιρός.
Ένας ακόμη θα `σουνα νεκρός,
αν οι νεκροί δεν είχαν τη γαλήνη.
Νοσταλγία
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.
Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
— πόσος καιρός! — τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.
Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.
Τα μάτια που κρεμούν — ήλιοι χλωμοί —
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί.
Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ’ όλοι.
Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
το μάτι ανοιγοκλείνει προτού δακρύσει.
Ο κόσμος τω δεντρώνε ρέβει ορθός.
Κλαίει παρακάτου η βρύση.
Από τα σπίτια που είναι σα βουβά,
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ’ ασημοδάχτυλά του.
Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον άδη.
Οι μπάγκοι μας προσμένουν.Κι όταν βγει
το πρώτο ρόδο στ’ ουρανού την άκρη,
όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή
στο μαύρο μας το δάκρυ
θα καθρεφτίσει τ’ απαλό της φως.
Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ’ ακούμε
Κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ’ όλοι.
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά
Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί
Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,
Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που `ζησα ζωή!
Ανδρείκελα
Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη.
Σαν να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
άνθρωποι στων άλλων τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα στης μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα, κοιτώντας παθητικά τ’ αστέρια.
Μακρινή τώρα είναι για μας η κάθε χαρά.
Η ελπίδα και η νιότη έννοια αφηρημένη.
άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε
παρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός
κι άμα δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα
κι άμα δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας
να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.
Βράδυ
Τα παιδάκια που παίζουν στ’ ανοιξιάτικο δείλι
μια ιαχή μακρυσμένη
Τ’ αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει
Τ’ ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου
Ένα τρένο που θα `ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου
Οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη…
Θέλω να φύγω πια από δω
Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.
Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να ‘ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.
Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.
Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.
Κακή φωτιά
Εγώ είμ’ εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος,
εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί,
νόθος της τέχνης είμ’ εγώ και της ιδέας διωγμένος
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί.
Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει
όλα πολέμια κρύα βιβλία, κοντύλια και χαρτιά.
Με καίει κακιά φωτιά.
Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό
σέρνουν εμένα δυό άλογα, τ’ αράπικο το πάθος
και τ΄ αφροστάλαχτο όνειρο μπορεί και στο γκρεμό.
Η φωτιά της γραφής και της ποίησης έκαιγε τον Κωστή Παλαμά από τα παιδικά του χρόνια, όταν σε ηλικία επτά ετών έχασε και τους δύο του γονείς. Έζησε κοντά στο θείο του στο Μεσολόγγι, μέσα σε μια ατμόσφαιρα πνευματική, αλλά η θλίψη των παιδικών του χρόνων φαίνεται να τον ακολουθούσε πάντα.
Μια πίκρα
Τὰ πρῶτα μου χρόνια τ᾿ ἀξέχαστα τἄζησα
κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.
Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μπροστά μου ἡ πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
καὶ βλέπω τὰ ὀνείρατα κι ἀκούω τὰ μιλήματα
τῶν πρώτων μου χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι,
στενάζεις καρδιά μου τὸ ἴδιο ἀναστέναγμα:
Νὰ ζοῦσα καὶ πάλι
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.
Μιὰ μένα εἶναι ἡ μοίρα μου, μιὰ μένα εἶν᾿ ἡ χάρη μου,
δὲν γνώρισα κι ἄλλη:
Μιὰ θάλασσα μέσα μου σὰ λίμνη γλυκόστρωτη
καὶ σὰν ὠκιανός ἀνοιχτὴ καὶ μεγάλη.
Καὶ νά! μέσ᾿ στὸν ὕπνο μου τὴν ἔφερε τ᾿ ὄνειρο
κοντά μου καὶ πάλι
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.
Κι ἐμέ, τρισαλίμονο! μιὰ πίκρα μὲ πίκραινε,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
καὶ δὲ μοῦ τὴ γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
τῆς πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ἀκρογιάλι!
Ποιὰ τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
καὶ ποιὰ ἀνεμοζάλη,
ποὺ δὲ μοῦ τὴν κοίμιζες καὶ δὲν τὴν ἀνάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι;
Μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀμίλητη, μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀξήγητη,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
ἡ πίκρα ποὺ εἶν᾿ ἄσβηστη καὶ μέσ᾿ τὸν παράδεισο
τῶν πρώτων μας χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι.
Ο κύκλος του θρήνου δεν έκλεισε εκεί. Είχε τη δυστυχία να βιώσει την απώλεια του τετράχρονου γιου του Άλκι, η οποία τον σημάδεψε αγιάτρευτα. Ο τύπος της εποχής συγκλονίζει…
Τάφος
Ήσυχα και σιγαλά,
διψώντας τα φιλιά μας,
από τ’ άγνωστο γλιστράς
μέσα στην αγκαλιά μας.
Ώς κ’ η βαρυχειμωνιά
μ’ αιφνήδια καλοσύνη
κ’ ήσυχη και σιγαλή
σε δέχτηκε κ’ εκείνη.
Ήσυχα και σιγαλά
σε χάιδευεν ο αέρας,
της νυχτός ηλιόφεγγο
κι ονείρεμα της μέρας.
Ήσυχα και σιγαλά
μας γέμιζες το σπίτι,
γλύκα του κεχριμπαριού
και χάρη του μαγνήτη.
Ήσυχα και σιγαλά
ζούσε από σε το σπίτι,
ομορφιά τ’ αυγερινού
και φως τού αποσπερίτη.
Ήσυχα και σιγαλά
φεγγάρια, ω στόμα, ω μάτι,
μιαν αυγούλα σβήσατε
στο φονικό κρεββάτι.
Ήσυχα και σιγαλά
και μ’ όλα τα φιλιά μας,
γύρισες προς τ’ άγνωστο
μέσ’ απ’ την αγκαλιά μας.
Ήσυχα και σιγαλά,
ω λόγε, ω στίχε, ω ρίμα,
σπείρετε τ’ αμάραντα
στ’ απίστευτο το μνήμα!
Η ζωή όμως παίζει πάντα το παιχνίδι της εναλλαγής μεταξύ ευτυχίας και δυστυχίας και ο Κ. Παλαμάς ζει έντονα τον έρωτα.
Γεια σας τριαντάφυλλα
Γεια σας, τριαντάφυλλα
και γιασεμιά
στου βράχου φέρτε με
την κυκλαμιά
Πάει της καλύβας μου
το χελιδόνι
Του κάμπου δώστε μου την
την ανεμώνη
Πάει κι η λιογέννητη
Καλοκαιριά
Καλό στα σύννεφα
με το βοριά
Αϊ Γιώργης έφυγε
τ’ Απρίλη η χάρη
δόξα στ’ αδέρφι του
στον καβαλάρη
Χινοπωριάτικος
με τα’ άλογό του
περνά και είν’ έρωτας
το πρόσωπό του
Ο πόνος, ωστόσο, είναι μπλεγμένος αξεδιάλυτα με τη χαρά.
Κι η ποίηση μοιάζει να σαλεύει αέναα την “ασάλευτη ζωή του”, φέρνοντάς τον από τα ταξίδια των “γύφτων χαροκόπων” στη μοναξιά του σπιτιού, του γραφείου, των βιβλίων του.
Ο ίσιος δρόμος
Το τραγούδι, η ντροπή μου
η ασάλευτη ζωή μου
Δάκρυα, λατρείες, τα πείσματα
όλα παραστρατίσματα
Εμένα ο ίσιος δρόμος
είν’ αυτός που θα με έφερνε
στους γύφτους χαροκόπους
που αγεροζούν ελεύθεροι
κι από θεούς κι από ανθρώπους.
Γραφείο, βιβλία το σπίτι μου,
ανημποριά μου ο τρόμος.