Όταν το μαρτύριο των προσφύγων γίνεται ποίηση

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Projects, Ανθρώπινα δικαιώματα, Ποίηση | , στις 28-01-2016

_85356797_sestini976

Ποίημα για την προσφυγιά, της Ουαρσάν Σάιρ

“Οδηγίες Εντός”, του Ασράφ Φαγιάντ

Άσυλο  σημαίνει να στέκεσαι στο τέλος της ουράς

Για να πάρεις ένα ψίχουλο πατρίδας

Το να στέκεσαι στις ουρές είναι κάτι που έκανε ο παππούς σου

Χωρίς να μάθει  ποτέ το λόγο

Το ψίχουλο είσαι εσύ

Η πατρίδα είναι απλώς μια ταυτότητα

που μπαίνει στο πορτοφόλι με τα χρήματα

Τα χρήματα: είναι χαρτιά

πάνω τους τυπωμένα τα πρόσωπα των ηγετών.

Η φωτογραφία σε αντικαθιστά, ώσπου να επιστρέψεις

Και η επιστροφή;

Είναι ένα μυθικό πλάσμα βγαλμένο

από τα παραμύθια της γιαγιάς σου.

Έτσι, τελειώνει το πρώτο μάθημα.

Σου παραδόθηκε για να σε προετοιμάσει για το

το δεύτερο: Ποιό το νόημα της ύπαρξης σου!

              …………….

Σ’  ορμήνεψαν να υψώνεις το κεφάλι

Για να μη βλέπεις τη ρυπαρότητα της γης.

Σε δίδαξαν ότι η μάνα σου είναι η γη

Και ο πατέρας σου;

Τον αναζητείς ακόμα για να πιστοποιήσει τη συγγένεια

(και τις ρίζες σου)

Σε έπεισαν ακόμα, ότι τα δάκρυα είναι σπατάλη

ίδια με εκείνη του νερού

Και το νερό…;

Μα, εσύ ξέρεις πολύ καλά τι είναι το νερό

**

Το ποτάμι μολύνθηκε περισσότερο

Να και κάποια ενημερωτικά σχόλια στις ειδήσεις

Η μια ανάλυση ακολουθεί την άλλη

– Άραγε, ποιές είναι οι τελευταίες τάσεις της μόδας;

– Τι λες για την κολεξιόν της Βαγδάτης;

**

(Μου λένε): «Το αύριο καλά θα κάνει να απαλλαγεί από εσένα

Γιατί χωρίς την ύπαρξή σου, ο κόσμος θα μοιάζει καλύτερος…

 

 

«Για την προσφυγιά»

Της Μαρίας Ρουκά

Τη θάλασσα πια δε θα αγναντεύω

σέρνει κασόνια από πληγιασμένα κορμιά.

Στις ακτές ρούχα πεταμένα, σφιγμένες γροθιές με κλάματα που φωνάζουν Βοήθεια …

Κουρελιασμένες οι αντοχές, οι προσευχές σιωπήσαν.

Οι μήνες θερίζουν μανταρισμένες εκδοχές.

Καταφύγιο οι γειτονιές σε βήματα που τρικλίζουν.

Πατήσαν γη ετούτες οι σκιές, αγγίξαν χώμα – σωτήριο; –

Σε ποιόν ορίζοντα θα ταφούν, με τι καλλιγραφία των ανωνύμων τα στοιχεία θα χαραχτούν.

Κάθε κορμί βυζαίνει ξεπροβόδισμα.

Στα πρόσωπα ο σπόρος του ξεριζωμού

Στα χείλη η καρδιά του λαού που σίγησε.

Καλπάζουν τα κύματα.

Αδημονούν …

Εκεί στον υδάτων την αιωνιότητα

μια αχνή σιωπή αναδύεται

κι ο λυγμός του θανάτου.

 

Τα τραγούδια της προσφυγιάς του τότε

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Projects, Ανθρώπινα δικαιώματα, Ποίηση | , στις 28-01-2016

Διπλώνουν τ’ όνειρο πικρό στην πέτρα το σκεπάζουν
σηκώνουν και στενάζουν στα μπράτσα τον καιρό
στεγνά τα μάτια κι ο λυγμός ζωγραφιστός στο στόμα
στο σκλαβωμένο χώμα φωτιά και χαλασμός

Σταυρώνουν του ξεριζωμού τα πληγωμένα χέρια
στο στήθος τους μαχαίρια κι η μοίρα του χαμού

Σκυφτή κι η ανάσα μια κραυγή τα φυλλοκάρδια σπάζει
η νύχτα τους μαράζι τα φυλλοκάρδια σπάζει
κι η μέρα τους πληγή

Στα στήθη πάνω τα φαρδιά μετράνε την οργή τους
στην πικραμένη γή τους ξεχάσαν την καρδιά

Ξεριζωμένη μου γενιά καθώς σε συλλογιέμαι
πονώ και καταριέμαι τον άδικο φονιά.


Γεννημένοι πρόσφυγες,
γεννημένοι πρόσφυγες είμαστε, είμαστε
και ακόμα δεν το χώνεψες
καλά το λέει η κυρά σου

Και νερό να ‘μαστε και νερό να ‘μαστε
ένα στέκι θα ‘χαμε βρει
Και νερό να ‘μαστε και νερό να ‘μαστε
ένα στέκι θα ‘χαμε βρει (δις)

Κατέβα πια χρυσέ μου άνθρωπε,
τι οφελεί, γεννημένοι πρόσφυγες είμαστε
ακομα δεν το χώνεψες,
και νερό να ‘μαστε, θα ‘χαμε βρει ενα στεκι

Και νερό να ‘μαστε και νερό να ‘μαστε
ένα στέκι θα ‘χαμε βρει
Και νερό να ‘μαστε και νερό να ‘μαστε
ένα στέκι θα ‘χαμε βρει

Όλα θα σιάξουνε θα δεις….

Πάνε κι έρχονται καράβια
φορτωμένα προσφυγιά
βάψαν τα πανιά τους μαύρα
τα κατάρτια τους μαβιά

Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα
να ριζώσεις τώρα πια
κι απ’ το θάνατο ακόμα
πιο πικρή είσαι προσφυγιά

Πού να βρίσκεται ο πατέρας
ψάχνει η μάνα για παιδιά
μας εσκόρπισε ο αγέρας
σ’ άλλη γη σ’ άλλη στεριά

Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα
να ριζώσεις τώρα πια
κι απ’ το θάνατο ακόμα
πιο πικρή είσαι προσφυγιά

Κατακαημένο Αϊβαλί και παινεμένο Αϊδίνι
χαροκαμένο Εσκή Σεχήρ αρχοντοπούλα Σμύρνη.

Μαρμαρωμένε βασιλιά, τι όνειρο, τι παγανιά
ο τάφος σου άδειος και σε μια γωνιά
μια χούφτα λόγια, αδιάβαστα χαρτιά.
Μαρμαρωμένε βασιλιά τι όνειρο, τι παγανιά
αντί για σε αναστήθηκε η Τουρκιά η Πόλη πάει
και η Σμύρνη στη φωτιά, διπλοχαμένη Αγιά Σοφιά
στερνή φωνή στην ερημιά την Προύσσα καίνε
και στο Αϊβαλί σταυρός αγκάθι ξύδι και χολή.

Κλάψτε για το Καραχισάρ και για τα Μοσχονήσια,
δουλεύει ο Χάρος στα Βουρλά κι ο θάνατος στην Προύσσα.

Χαμένη γη και προσφυγιά τα πόδια εδώ, αλλού η καρδιά
κομμάτια μου ψάχνω να βρω να κάνω ρίζες να ξανασταθώ
και να φωνάξω με φωνή που να ματώσουν οι ουρανοί
όλοι μας σφάζαν και μας πνίγανε μαζί,
Εγγλέζοι, Γάλλοι κι Αμερικανοί.

Από πού παν στο Κασαμπά στην Πάρσα και στ’ Αξάρι
δεν πάνε πια στην Αμισσό, στο Αζάχτι ή στο Αξάρι.

Μαρμαρωμένε βασιλιά, τι όνειρο τι παγανιά
μες του πετρέλαιου τη δρακοσπηλιά
να σ’ αναστήσω ήρθα μ’ όνειρα παλιά
πέτρινε πεθαμένε βασιλιά.

Κατακαημένο το Αϊβαλί και παινεμένο τ’ Αϊδίνι
χαροκαμένο Εσκή Σεχήρ αρχοντοπούλα Σμύρνη.

Τα τραγούδια της προσφυγιάς του σήμερα

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Projects, Ανθρώπινα δικαιώματα, Ποίηση | , στις 28-01-2016

Στου δειλινού την άκρη αποκοιμήθηκα
σαν ξένος, σαν ξενάκι, σαν πάντα ξένος
κι ήρθε και κατακάθησε πάνω μου σα σεντόνι
όλη της γης η σκόνη,
όλη της γης η σκόνη…

Ήρθε με τη σειρά της κι η μαύρη θάλασσα
έφερε ένα καράβι ακυβέρνητο
ανέβηκα σαν άνεμος, ανέβηκα σαν κλέφτης
το ψέμα δεν το βλέπεις,
το ψέμα δεν το βλέπεις…
Στην πλώρη ακουμπισμένος, ένας διάφανος
τα κόκκαλα μετράει, μένει άφωνος
τρώει την πέτρα σαν ψωμί, ο Καίσαρας Βαλιέχο
άλλο αδερφό δεν έχω,
άλλο αδερφό δεν έχω…

Σπιθίζει το τσιγάρο σε κάθε ρουφηξιά
η Ισπανία γέρνει, κι η μόνη που νικά
η ηδονή που μας γεννά, που παίζει το χαρτί μας,
χωρίς τη θέλησή μας,
χωρίς τη θέλησή μας…

Στου δειλινού την άκρη, δε βλέπεις όνειρα
αυτά που γίναν βλέπεις και τα επόμενα
βλέπεις τον άνθρωπο μικρό, που τον πατάν στ’αλήθεια
τα πόδια του τα ίδια,
τα πόδια του τα ίδια…

Κάθε πρωί αναζητάς, την αγκαλιά της μέρας
βγαίνεις στους δρόμους χάνεσαι,όπου σε πάει ο αέρας
ποια ενοχή σε κυνηγά,μες το μυαλό σου τέρας
τώρα η ζωή σε ξεπερνά,και χάνεται σαν σφαίρα

Μόνος χωρίς προορισμό,σαν μεθυσμένη πυξίδα
σε είδα να τρέχεις να ζητάς,μια τελευταία ελπίδα
μια τελευταία ελπίδα…

Ποιος είναι ο δρόμος της ζωής
και ποια είναι η Ιθάκη
δεν έχει δύση η διαδρομή
ούτε η θάλασσα άκρη
Που ΄ναι η στεριά που θες να βγεις
και που΄ναι η Ιθάκη
Μην ψάχνεις την ανατολή
Δεν έχει η θάλασσα άκρη, δεν έχει η θάλασσα άκρη
δεν έχει η θάλασσα άκρη

Θέλεις ν αγγίξεις τον βυθό,σε μια ψεύτικη γυάλα
μνήμη ψαριού μες στο μυαλό,και βυθισμένη η σκάλα
πορεία δίκια σου χάραξε,πάνω σε κύματα άσπρα
σε οδηγούν στον ουρανό,με συντροφιά τα άστρα

Ένας ορίζοντας γυμνός,σε μαγνητίζει τώρα
θέλεις να αγγίξεις το άγνωστο,είναι η δικιά σου ώρα
Ήρθε η δικιά σου ώρα

Ποιος είναι ο δρόμος της ζωής
και ποια είναι η Ιθάκη
δεν έχει δύση η διαδρομή
ούτε η θάλασσα άκρη

Που ναι η στεριά που θες να βγεις
και που ναι η Ιθάκη
μην ψάχνεις την ανατολή
δεν έχει η θάλασσα άκρη,δεν έχει η θάλασσα άκρη
δεν έχει η θάλασσα άκρη

Αν δε χωράς μέσα σε μια άθλια πατρίδα
Αν δε σου φτάνει μια ελπίδα τυφλή
Αν δε χώρας μέσα σε μια ονειροπαγίδα
Αν δε χώρας σε μια αγκαλιά φυλακή

Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δε χώρας πουθενά δε χώρας πουθενά

Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δε χώρας πουθενά πουθενά πουθενά

Αν δε χώρας μέσα σ’ εν’ άνοστο αστείο
Αν δε σου φτάνει μια σκληρή προσευχή
Αν δε χώρας μέσα σ’ ένα ψυχοπορνείο
Αν δε χώρας σ’ ένα σπασμένο κορμί

Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει,
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός.
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός
Mα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν
Ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά

Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα
προδομένη από μέσα απ΄τους πιο πατριώτες
να χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με το όπλο στο στόμα
τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα στη Βουλή
Κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα,
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ
Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν, τι ωραία που πέφτουν

Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απτη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα 27 του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σάδειο ξενοδοχείο
αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάνε στης πλατείας τη γιορτή
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια, πεταμένα στη γη
Είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική

Εδώ στην άσχημη πόλη που απτην ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπα ζητάει
Ολυμπιάδες
κι η χώρα ένα γραφείο τελετών
θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι
κι απτην Ομόνοια να πετάν δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
στο παράθυρο εικόνισμα άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό

Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα
έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή

Δεν ψάχνω ο εαυτός μου να ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν, θα ταν αγέννητη η γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου
Με τρομάζεις εσύ
Με τρομάζεις ακόμα οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα Του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής
Έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς το μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω

“Είναι αυτό τέχνη;”

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Projects, Η επικαιρότητα του σχολείου μας | , στις 16-01-2016

12528211_1516285955333758_1472176996_oΤο πρόγραμμα του Παιδικού Μουσείου “Είναι αυτό τέχνη;”, το οποίο μας παρουσίασε τα ρεύματα της μοντέρνας τέχνης, ολοκληρώθηκε με απόλυτη και απρόσμενη… επιτυχία και ιδού το έργο τέχνης του Γ1!

Μία από τις καλλιτέχνιδες, η Ελευθερία, μας έδωσε συνέντευξη για να μας παρουσιάσει το έργο τέχνης – οικολογικό μήνυμα που έστησαν στον κήπο του σχολείου μας: “

Μετα την επαφή που που είχαμε με τη σύγχρονη τέχνη μέσω ενός προγράμματος από το Παιδικό Μουσείο, αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε κάτι δικό μας. Έτσι εμπνευσμένοι από τον καλλιτεχνη Γιόζεφ Μπόις, φτιάξαμε το δικό μας “έργο τέχνης”, με σκοπό να προβληματίσουμε και να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο γύρω απο το θέμα της ρύπανσης του περιβάλλοντος!”
Για να προσθέσω κι εγώ την πινελιά μου, οφείλω να πω ότι οι μαθήτριες του Γ1 , Μαρία, Μαρία, Σοφία, Ελευθερία και Άννα, εμπνεύστηκαν από το κίνημα fluxus της μοντέρνας τέχνης μια δράση – παρέμβαση στο περιβάλλον, θέλοντας να προβληματίσουν τους συμμαθητές και τους συμπολίτες τους γενικότερα για την αντιαισθητική όψη της πόλης από την αδιαφορία και ασυνειδησία που επιδεικνύουμε καθημερινά και να μας ωθήσουν σε μια νέα στάση!
Κίνημα fluxus

Κίνημα fluxus

Κινήματα μοντέρνας τέχνης

Κινήματα μοντέρνας τέχνης

Κ. Καρυωτάκης – Μ. Πολυδούρη: ένας ανεκπλήρωτος έρωτας

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Λογοτεχνικοί Αγώνες, Μαθήματα λογοτεχνίας γ' γυμνασίου, Ποίηση | , στις 12-01-2016

Αγάπη

Κι ήμουν στο σκοτάδι.
Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.

 

“Ο Κώστας και η Μαρία ήταν δύο νέοι που έζησαν στις αρχές του περασμένου αιώνα και που, παρά το σύντομο πέρασμά τους από τη ζωή, έκαναν αισθητή την παρουσία τους, όχι μόνο με το έργο τους -το καθόλου ευκαταφρόνητο -, αλλά και για την συνάντησή τους, πού σημάδεψε ανεξίτηλα την ύπαρξή τους. Ο λόγος φυσικά για τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη, που μπήκαν φουριόζικα στα ελληνικά γράμματα, με πάταγο θα ‘λεγα, διέγραψαν μια σύντομη τροχιά και έσβησαν όπως τα αστέρια του καλοκαιριού. Το τέλος τους ήταν συγκινητικό, όσο και τραγικό, κλείνοντας μια ιστορία παράφορου έρωτα, δύο ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, ή μάλλον δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν τις ομοιότητές τους…” (ένας ανεκπλήρωτος έρωτας)

Ο Κ. Καρυωτάκης φοβήθηκε την ελεύθερη από τις συμβάσεις της εποχής και παράφορη Μ. Πολυδούρη και αρνήθηκε τον έρωτά της. Ο έρωτας αυτός όμως σημάδεψε βαθιά και τους δύο και η ποιήτρια δεν έπαψε ποτέ να τον υμνεί.

Ποιος ξέρει

Καμιάν από τις πίκρες μου δε γνώρισες
τις πίκρες μου τις άσωστες τις μαύρες
και στων ματιών μου μεσ’ στο φεγγοβόλημα
τα δάκρυα μου στεγνωμένα τα `βρες

Εσύ μονάχα το γλυκό χαμόγελο
καμάρωσες στα χείλη μου απλωμένο
και έχεις μεσ’στων ματιών μου το ξαστέρωμα
τον πόθο σου τρελά καθρεφτισμένο

Με γνώρισες να γέρνω στην αγάπη σου
σαν πεταλούδα στ’ άλυκο λουλούδι
και να σκορπίζω όσο η καρδιά μου δίνονταν
μεθυστικό το ερωτικό τραγούδι

(Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νιάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.

Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.

Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω

ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρυα, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.)

 

Ο έρωτας αυτός είναι η έμπνευση και η πνοή της ποιήτριας, ζει κι αναπνέει εξαιτίας του και τον ανασταίνει με τους στίχους της.

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ΄ αγάπησες

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια
και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια.
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με της ψυχής το βλέμμα
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη,
‘μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

 

Όταν ο Ν. Ξυλούρης συνάντησε τον Κ. Καρυωτάκη

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Λογοτεχνικοί Αγώνες, Μαθήματα λογοτεχνίας γ' γυμνασίου, Ποίηση | , στις 12-01-2016

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά

Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί

Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,

Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που `ζησα ζωή!

Είσαι ψυχή μου

Είσαι, ψυχή μου, η κόρη που τη σβήνει
ολοένα κάποιος έρωτας πικρός,
που λησμονήθηκε κοιτώντας προς
τα περασμένα, κι έτσι θ’ απομείνει.

Κατάμονη σε μι’ άκρη, όπως εκείνη,
σε παρατούν ο κόσμος, ο καιρός.
Ένας ακόμη θα `σουνα νεκρός,
αν οι νεκροί δεν είχαν τη γαλήνη.

 

Νοσταλγία

Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.

Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
— πόσος καιρός! — τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.

Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.

Τα μάτια που κρεμούν — ήλιοι χλωμοί —
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί.

 

“Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό”: η Καρυωτακική μελαγχολία

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Λογοτεχνικοί Αγώνες, Μαθήματα λογοτεχνίας γ' γυμνασίου, Ποίηση | , στις 12-01-2016

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα

Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ’ όλοι.

Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
το μάτι ανοιγοκλείνει προτού δακρύσει.
Ο κόσμος τω δεντρώνε ρέβει ορθός.
Κλαίει παρακάτου η βρύση.

Από τα σπίτια που είναι σα βουβά,
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ’ ασημοδάχτυλά του.

Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον άδη.

Οι μπάγκοι μας προσμένουν.Κι όταν βγει
το πρώτο ρόδο στ’ ουρανού την άκρη,
όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή
στο μαύρο μας το δάκρυ

θα καθρεφτίσει τ’ απαλό της φως.
Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ’ ακούμε

Κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.

Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ’ όλοι.

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά

Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί

Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,

Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που `ζησα ζωή!

Ανδρείκελα

Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη.
Σαν να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
άνθρωποι στων άλλων τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα στης μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα, κοιτώντας παθητικά τ’ αστέρια.

Μακρινή τώρα είναι για μας η κάθε χαρά.
Η ελπίδα και η νιότη έννοια αφηρημένη.
άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε
παρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός
κι άμα δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα
κι άμα δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας
να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.

 

Βράδυ

Τα παιδάκια που παίζουν στ’ ανοιξιάτικο δείλι
μια ιαχή μακρυσμένη
Τ’ αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει

Τ’ ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου
Ένα τρένο που θα `ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου

Οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη…

Θέλω να φύγω πια από δω

Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.

Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να ‘ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.

Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.

Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.

Κωστής Παλαμάς: η “κακή φωτιά” που έκαιγε το μεγάλο μας ποιητή

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Λογοτεχνικοί Αγώνες, Μαθήματα λογοτεχνίας γ' γυμνασίου, Ποίηση | , στις 11-01-2016

Κακή φωτιά

Εγώ είμ’  εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος,
εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί,
νόθος της τέχνης είμ’ εγώ και της ιδέας διωγμένος
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί.

Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει
όλα πολέμια κρύα βιβλία, κοντύλια και χαρτιά.
Με καίει κακιά φωτιά.

Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό
σέρνουν εμένα δυό άλογα, τ’ αράπικο το πάθος
και τ΄ αφροστάλαχτο όνειρο μπορεί και στο γκρεμό.

Η φωτιά της γραφής και της ποίησης έκαιγε τον Κωστή Παλαμά από τα παιδικά του χρόνια, όταν σε ηλικία επτά ετών έχασε και τους δύο του γονείς. Έζησε κοντά στο θείο του στο Μεσολόγγι, μέσα σε μια ατμόσφαιρα πνευματική, αλλά η θλίψη των παιδικών του χρόνων φαίνεται να τον ακολουθούσε πάντα.

Μια πίκρα

Τὰ πρῶτα μου χρόνια τ᾿ ἀξέχαστα τἄζησα
κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μπροστά μου ἡ πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
καὶ βλέπω τὰ ὀνείρατα κι ἀκούω τὰ μιλήματα
τῶν πρώτων μου χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου τὸ ἴδιο ἀναστέναγμα:
Νὰ ζοῦσα καὶ πάλι
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Μιὰ μένα εἶναι ἡ μοίρα μου, μιὰ μένα εἶν᾿ ἡ χάρη μου,
δὲν γνώρισα κι ἄλλη:
Μιὰ θάλασσα μέσα μου σὰ λίμνη γλυκόστρωτη
καὶ σὰν ὠκιανός ἀνοιχτὴ καὶ μεγάλη.

Καὶ νά! μέσ᾿ στὸν ὕπνο μου τὴν ἔφερε τ᾿ ὄνειρο
κοντά μου καὶ πάλι
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Κι ἐμέ, τρισαλίμονο! μιὰ πίκρα μὲ πίκραινε,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
καὶ δὲ μοῦ τὴ γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
τῆς πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ἀκρογιάλι!

Ποιὰ τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
καὶ ποιὰ ἀνεμοζάλη,
ποὺ δὲ μοῦ τὴν κοίμιζες καὶ δὲν τὴν ἀνάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι;

Μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀμίλητη, μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀξήγητη,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
ἡ πίκρα ποὺ εἶν᾿ ἄσβηστη καὶ μέσ᾿ τὸν παράδεισο
τῶν πρώτων μας χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι.

Ο κύκλος του θρήνου δεν έκλεισε εκεί. Είχε τη δυστυχία να βιώσει την απώλεια του τετράχρονου γιου του Άλκι, η οποία τον σημάδεψε αγιάτρευτα. Ο τύπος της εποχής συγκλονίζει…

ο θάνατος του Άλκι

Τάφος

Ήσυχα και σιγαλά,
διψώντας τα φιλιά μας,
από τ’ άγνωστο γλιστράς
μέσα στην αγκαλιά μας.

Ώς κ’ η βαρυχειμωνιά
μ’ αιφνήδια καλοσύνη
κ’ ήσυχη και σιγαλή
σε δέχτηκε κ’ εκείνη.

Ήσυχα και σιγαλά
σε χάιδευεν ο αέρας,
της νυχτός ηλιόφεγγο
κι ονείρεμα της μέρας.

Ήσυχα και σιγαλά
μας γέμιζες το σπίτι,
γλύκα του κεχριμπαριού
και χάρη του μαγνήτη.

Ήσυχα και σιγαλά
ζούσε από σε το σπίτι,
ομορφιά τ’ αυγερινού
και φως τού αποσπερίτη.
Ήσυχα και σιγαλά
φεγγάρια, ω στόμα, ω μάτι,
μιαν αυγούλα σβήσατε
στο φονικό κρεββάτι.

Ήσυχα και σιγαλά
και μ’ όλα τα φιλιά μας,
γύρισες προς τ’ άγνωστο
μέσ’ απ’ την αγκαλιά μας.

Ήσυχα και σιγαλά,
ω λόγε, ω στίχε, ω ρίμα,
σπείρετε τ’ αμάραντα
στ’ απίστευτο το μνήμα!

Η ζωή όμως παίζει πάντα το παιχνίδι της εναλλαγής μεταξύ ευτυχίας και δυστυχίας και ο Κ. Παλαμάς ζει έντονα τον έρωτα.

Γεια σας τριαντάφυλλα

Γεια σας, τριαντάφυλλα
και γιασεμιά
στου βράχου φέρτε με
την κυκλαμιά

Πάει της καλύβας μου
το χελιδόνι
Του κάμπου δώστε μου την
την ανεμώνη

Πάει κι η λιογέννητη
Καλοκαιριά
Καλό στα σύννεφα
με το βοριά

Αϊ Γιώργης έφυγε
τ’ Απρίλη η χάρη
δόξα στ’ αδέρφι του
στον καβαλάρη

Χινοπωριάτικος
με τα’ άλογό του
περνά και είν’ έρωτας
το πρόσωπό του

Ο πόνος, ωστόσο, είναι μπλεγμένος αξεδιάλυτα με τη χαρά.

Κι η ποίηση μοιάζει να σαλεύει αέναα την “ασάλευτη ζωή του”, φέρνοντάς τον από τα ταξίδια των “γύφτων χαροκόπων” στη μοναξιά του σπιτιού, του γραφείου, των βιβλίων του.

Ο ίσιος δρόμος

Το τραγούδι, η ντροπή μου
η ασάλευτη ζωή μου
Δάκρυα, λατρείες, τα πείσματα
όλα παραστρατίσματα
Εμένα ο ίσιος δρόμος
είν’ αυτός που θα με έφερνε
στους γύφτους χαροκόπους
που αγεροζούν ελεύθεροι
κι από θεούς κι από ανθρώπους.

Γραφείο, βιβλία το σπίτι μου,
ανημποριά μου ο τρόμος.

 

 

“Εδώ Λογοτεχνούπολη”: η Γ΄ τάξη διαγωνίζεται λογοτεχνικά και παράγει τέχνη

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Projects, Ανακοινώσεις, Λογοτεχνικοί Αγώνες | , στις 03-01-2016

images

«Εδώ Λογοτεχνούπολη: πάμε για διαγωνισμό»: ένα πολιτιστικό πρόγραμμα ποίησης και λογοτεχνίας που έχει ως αντικείμενο την καλλιτεχνική παρουσίαση του έργου συνολικά ή ενός χαρακτηριστικού έργου ενός ποιητή ή λογοτέχνη, του οποίου δείγματα γραφής περιλαμβάνονται στο διδακτικό εγχειρίδιο των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ΄ Γυμνασίου.

Συμμετέχουν όλοι οι μαθητές της Γ΄ τάξης, οι οποίοι  καλούνται να δημιουργήσουν εμπνευσμένοι από κείμενα που θα επιλέξουν οι ίδιοι κι έτσι να βιώσουν τη γέννηση της τέχνης μέσα από την τέχνη! Έχουν τη δυνατότητα κάνουν ένα εικαστικό έργο, ζωγραφικό ή κολλάζ, να δραματοποιήσουν ένα ποιητικό ή πεζό κείμενο, να μελοποιήσουν ποίηση, να χορέψουν και να τραγουδήσουν, να δημιουργήσουν μια ψηφιακή παρουσίαση με εικόνες, στίχους και ανάλογη μουσική επένδυση, να γράψουν ποίηση, να αλλάξουν το τέλος ενός μυθιστορήματος, να συνδυάσουν τέχνες, να γίνουν μικροί καλλιτέχνες!!!

Για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος οι μαθητές σχηματίζουν μόνοι τους ομάδες, επιλέγουν τον ποιητή ή λογοτέχνη που θα αποτελέσει το αντικείμενο της μελέτης τους, επιλέγουν το θέμα της εργασίας τους, ερευνούν και δημιουργούν.

Το πρόγραμμα κορυφώνεται με την παρουσίαση των εργασιών των ομάδων στο σύνολο των μαθητών της Γ΄ τάξης και τη διεξαγωγή διαγωνισμού για την ανάδειξη των πιο καλοδουλεμένων, πρωτότυπων και εντυπωσιακότερων εργασιών! Το έπαθλο ένα αμάραντο στεφάνι και μια ανεξίτηλη μαθητική ανάμνηση! Η κριτική επιτροπή θα αποτελείται από τις υπεύθυνες εκπαιδευτικούς και πολλές απρόοπτες συμμετοχές….

                                                                                              Σχολικό έτος 2015 – 2016

Συντονίστρια: Μαρία Σταμάτογλου, ΠΕ02

Συνεργάτιδα: Κασσιανή Πουλιάνου, ΠΕ01

 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση