Αγαπημένα μου παιδιά, όλα αλλάζουν, αυτό δε σημαίνει ότι παύουν ή αλλοιώνονται. Σε περιόδους κρίσης, δίνεται σε όλους μας η ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τις προτεραιότητές μας, τις επιλογές μας, τις αρχές μας και να εκτιμήσουμε όλα αυτά τα μικρά για τα οποία τόσο εύκολα γκρινιάζαμε,
τα ρούχα, το styling, το φαγητό, τις βόλτες, τους φίλους, τους γονείς, τα αδέρφια, το σχολείο, τους καθηγητές, τις αποβολές, τα διαγωνίσματα, τις παρεξηγήσεις, την έλλειψη ελεύθερου χρόνου, την καταπίεση….η λίστα μάλλον ατελείωτη!!!
Εμείς άλλωστε ήμαστε προετοιμασμένοι. Πόσες φορές δεν είπαμε ότι η τεχνολογία δεν έχει βρει ακόμη τη θέση που της αναλογεί στην εκπαίδευση! Πόσες φορές δε σχολιάσαμε πόσο πιο ενδιαφέρον θα ήταν το μάθημα αν είχαμε σύνδεση με το διαδίκτυο! Ε, τώρα έχουμε! Να το challenge που πρέπει να εκτελέσουμε και θα το εκτελέσουμε.
Κι όταν με το καλό επιστρέψουμε στο σχολείο μας, θα δούμε με άλλο μάτι και σεβασμό ακόμη και το θρανίο μας, ακόμη και το πρωινό μας ξύπνημα ίσως δε θα’ ναι τόσο δυσβάσταχτο, ακόμη και η 1η ώρα της σχολικής ημέρας θα’ ναι πολύτιμη.
Είμαι βέβαιη ότι όλα αυτά έγιναν για να γίνουμε καλύτεροι δάσκαλοι, καλύτεροι μαθητές, καλύτεροι άνθρωποι. Ας φανούμε όλοι αντάξιοι των συνθηκών, καθένας από την «κοινωνική του θέση», κατά την Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή.
Το σχολείο, λοιπόν, δεν έκλεισε. Μπήκε στον ΗΥ. Το δικό μου moto θα’ ναι αυτό από δω και πέρα: «Ας συνδεθούμε»!
Με αγάπη,
Μαρία Σταμάτογλου
ΥΓ1.: Μου λείψατε
ΥΓ2.: Κι εγώ σας έλειψα, κατά βάθος…
ΥΓ3.: Και μην ακούσω κανέναν να λέει «κοροναϊός»! Μα δε στραμπουλάνε τη γλώσσα τους όταν το λένε; Δεν ξέρουν ότι για να γίνει σύνθεση δύο λέξεων, το α’ και β’ συνθετικό έχουν ως συνδετικό φωνήεν το ο;
Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του, εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του αφήνεις την πατρίδα μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις. κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου ζεστό αίμα στην κοιλιά σου δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο ανάμεσα στα δόντια σου και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις. Πρέπει να καταλάβεις ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά κανένας δεν καίει τις παλάμες του κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού τρώγοντας εφημερίδες εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι. Κανένας δε σέρνεται κάτω από φράχτες κανένας δε θέλει να τον δέρνουν να τον λυπούνται κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία όπου το σώμα σου πονούσε ή τη φυλακή, επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη από μια πόλη που φλέγεται και ένας δεσμοφύλακας το βράδυ είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου κανένας δε θα το μπορούσε κανένας δε θα το άντεχε κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό για να ακούσει τα: γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι πρόσφυγες βρομομετανάστες ζητιάνοι ασύλου που ρουφάτε τη χώρα μας αράπηδες με τα χέρια απλωμένα μυρίζετε περίεργα απολίτιστοι κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε να κάνετε και τη δική μας πώς δε δίνουμε σημασία στα λόγια στα άγρια βλέμματα ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά από δεκατέσσερις άντρες ανάμεσα στα πόδια σου ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο να καταπιείς από τα χαλίκια από τα κόκαλα από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου. Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα, αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου να συρθείς στην έρημο να κολυμπήσεις ωκεανούς να πνιγείς να σωθείς να πεινάσεις να εκλιπαρήσεις να ξεχάσεις την υπερηφάνεια η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική. Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου που λέει φύγε, τρέξε μακριά μου τώρα δεν ξέρω τι έχω γίνει αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού θα είσαι πιο ασφαλής απ΄ ό,τι εδώ.
“Οδηγίες Εντός”, του Ασράφ Φαγιάντ
Άσυλο σημαίνει να στέκεσαι στο τέλος της ουράς
Για να πάρεις ένα ψίχουλο πατρίδας
Το να στέκεσαι στις ουρές είναι κάτι που έκανε ο παππούς σου
Χωρίς να μάθει ποτέ το λόγο
Το ψίχουλο είσαι εσύ
Η πατρίδα είναι απλώς μια ταυτότητα
που μπαίνει στο πορτοφόλι με τα χρήματα
Τα χρήματα: είναι χαρτιά
πάνω τους τυπωμένα τα πρόσωπα των ηγετών.
Η φωτογραφία σε αντικαθιστά, ώσπου να επιστρέψεις
Και η επιστροφή;
Είναι ένα μυθικό πλάσμα βγαλμένο
από τα παραμύθια της γιαγιάς σου.
Έτσι, τελειώνει το πρώτο μάθημα.
Σου παραδόθηκε για να σε προετοιμάσει για το
το δεύτερο: Ποιό το νόημα της ύπαρξης σου!
…………….
Σ’ ορμήνεψαν να υψώνεις το κεφάλι
Για να μη βλέπεις τη ρυπαρότητα της γης.
Σε δίδαξαν ότι η μάνα σου είναι η γη
Και ο πατέρας σου;
Τον αναζητείς ακόμα για να πιστοποιήσει τη συγγένεια
(και τις ρίζες σου)
Σε έπεισαν ακόμα, ότι τα δάκρυα είναι σπατάλη
ίδια με εκείνη του νερού
Και το νερό…;
Μα, εσύ ξέρεις πολύ καλά τι είναι το νερό
**
Το ποτάμι μολύνθηκε περισσότερο
Να και κάποια ενημερωτικά σχόλια στις ειδήσεις
Η μια ανάλυση ακολουθεί την άλλη
– Άραγε, ποιές είναι οι τελευταίες τάσεις της μόδας;
– Τι λες για την κολεξιόν της Βαγδάτης;
**
(Μου λένε): «Το αύριο καλά θα κάνει να απαλλαγεί από εσένα
Γιατί χωρίς την ύπαρξή σου, ο κόσμος θα μοιάζει καλύτερος…
«Για την προσφυγιά»
Της Μαρίας Ρουκά
Τη θάλασσα πια δε θα αγναντεύω
σέρνει κασόνια από πληγιασμένα κορμιά.
Στις ακτές ρούχα πεταμένα, σφιγμένες γροθιές με κλάματα που φωνάζουν Βοήθεια …
Κουρελιασμένες οι αντοχές, οι προσευχές σιωπήσαν.
Οι μήνες θερίζουν μανταρισμένες εκδοχές.
Καταφύγιο οι γειτονιές σε βήματα που τρικλίζουν.
Πατήσαν γη ετούτες οι σκιές, αγγίξαν χώμα – σωτήριο; –
Σε ποιόν ορίζοντα θα ταφούν, με τι καλλιγραφία των ανωνύμων τα στοιχεία θα χαραχτούν.
Διπλώνουν τ’ όνειρο πικρό στην πέτρα το σκεπάζουν
σηκώνουν και στενάζουν στα μπράτσα τον καιρό
στεγνά τα μάτια κι ο λυγμός ζωγραφιστός στο στόμα
στο σκλαβωμένο χώμα φωτιά και χαλασμός
Σταυρώνουν του ξεριζωμού τα πληγωμένα χέρια
στο στήθος τους μαχαίρια κι η μοίρα του χαμού
Σκυφτή κι η ανάσα μια κραυγή τα φυλλοκάρδια σπάζει
η νύχτα τους μαράζι τα φυλλοκάρδια σπάζει
κι η μέρα τους πληγή
Στα στήθη πάνω τα φαρδιά μετράνε την οργή τους
στην πικραμένη γή τους ξεχάσαν την καρδιά
Ξεριζωμένη μου γενιά καθώς σε συλλογιέμαι
πονώ και καταριέμαι τον άδικο φονιά.
Γεννημένοι πρόσφυγες,
γεννημένοι πρόσφυγες είμαστε, είμαστε
και ακόμα δεν το χώνεψες
καλά το λέει η κυρά σου
Και νερό να ‘μαστε και νερό να ‘μαστε
ένα στέκι θα ‘χαμε βρει
Και νερό να ‘μαστε και νερό να ‘μαστε
ένα στέκι θα ‘χαμε βρει (δις)
Κατέβα πια χρυσέ μου άνθρωπε,
τι οφελεί, γεννημένοι πρόσφυγες είμαστε
ακομα δεν το χώνεψες,
και νερό να ‘μαστε, θα ‘χαμε βρει ενα στεκι
Και νερό να ‘μαστε και νερό να ‘μαστε
ένα στέκι θα ‘χαμε βρει
Και νερό να ‘μαστε και νερό να ‘μαστε
ένα στέκι θα ‘χαμε βρει
Όλα θα σιάξουνε θα δεις….
Πάνε κι έρχονται καράβια
φορτωμένα προσφυγιά
βάψαν τα πανιά τους μαύρα
τα κατάρτια τους μαβιά
Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα
να ριζώσεις τώρα πια
κι απ’ το θάνατο ακόμα
πιο πικρή είσαι προσφυγιά
Πού να βρίσκεται ο πατέρας
ψάχνει η μάνα για παιδιά
μας εσκόρπισε ο αγέρας
σ’ άλλη γη σ’ άλλη στεριά
Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα
να ριζώσεις τώρα πια
κι απ’ το θάνατο ακόμα
πιο πικρή είσαι προσφυγιά
Κατακαημένο Αϊβαλί και παινεμένο Αϊδίνι
χαροκαμένο Εσκή Σεχήρ αρχοντοπούλα Σμύρνη.
Μαρμαρωμένε βασιλιά, τι όνειρο, τι παγανιά
ο τάφος σου άδειος και σε μια γωνιά
μια χούφτα λόγια, αδιάβαστα χαρτιά.
Μαρμαρωμένε βασιλιά τι όνειρο, τι παγανιά
αντί για σε αναστήθηκε η Τουρκιά η Πόλη πάει
και η Σμύρνη στη φωτιά, διπλοχαμένη Αγιά Σοφιά
στερνή φωνή στην ερημιά την Προύσσα καίνε
και στο Αϊβαλί σταυρός αγκάθι ξύδι και χολή.
Κλάψτε για το Καραχισάρ και για τα Μοσχονήσια,
δουλεύει ο Χάρος στα Βουρλά κι ο θάνατος στην Προύσσα.
Χαμένη γη και προσφυγιά τα πόδια εδώ, αλλού η καρδιά
κομμάτια μου ψάχνω να βρω να κάνω ρίζες να ξανασταθώ
και να φωνάξω με φωνή που να ματώσουν οι ουρανοί
όλοι μας σφάζαν και μας πνίγανε μαζί,
Εγγλέζοι, Γάλλοι κι Αμερικανοί.
Από πού παν στο Κασαμπά στην Πάρσα και στ’ Αξάρι
δεν πάνε πια στην Αμισσό, στο Αζάχτι ή στο Αξάρι.
Μαρμαρωμένε βασιλιά, τι όνειρο τι παγανιά
μες του πετρέλαιου τη δρακοσπηλιά
να σ’ αναστήσω ήρθα μ’ όνειρα παλιά
πέτρινε πεθαμένε βασιλιά.
Κατακαημένο το Αϊβαλί και παινεμένο τ’ Αϊδίνι
χαροκαμένο Εσκή Σεχήρ αρχοντοπούλα Σμύρνη.
Στου δειλινού την άκρη αποκοιμήθηκα
σαν ξένος, σαν ξενάκι, σαν πάντα ξένος
κι ήρθε και κατακάθησε πάνω μου σα σεντόνι
όλη της γης η σκόνη,
όλη της γης η σκόνη…
Ήρθε με τη σειρά της κι η μαύρη θάλασσα
έφερε ένα καράβι ακυβέρνητο
ανέβηκα σαν άνεμος, ανέβηκα σαν κλέφτης
το ψέμα δεν το βλέπεις,
το ψέμα δεν το βλέπεις…
Στην πλώρη ακουμπισμένος, ένας διάφανος
τα κόκκαλα μετράει, μένει άφωνος
τρώει την πέτρα σαν ψωμί, ο Καίσαρας Βαλιέχο
άλλο αδερφό δεν έχω,
άλλο αδερφό δεν έχω…
Σπιθίζει το τσιγάρο σε κάθε ρουφηξιά
η Ισπανία γέρνει, κι η μόνη που νικά
η ηδονή που μας γεννά, που παίζει το χαρτί μας,
χωρίς τη θέλησή μας,
χωρίς τη θέλησή μας…
Στου δειλινού την άκρη, δε βλέπεις όνειρα
αυτά που γίναν βλέπεις και τα επόμενα
βλέπεις τον άνθρωπο μικρό, που τον πατάν στ’αλήθεια
τα πόδια του τα ίδια,
τα πόδια του τα ίδια…
Κάθε πρωί αναζητάς, την αγκαλιά της μέρας
βγαίνεις στους δρόμους χάνεσαι,όπου σε πάει ο αέρας
ποια ενοχή σε κυνηγά,μες το μυαλό σου τέρας
τώρα η ζωή σε ξεπερνά,και χάνεται σαν σφαίρα
Μόνος χωρίς προορισμό,σαν μεθυσμένη πυξίδα
σε είδα να τρέχεις να ζητάς,μια τελευταία ελπίδα
μια τελευταία ελπίδα…
Ποιος είναι ο δρόμος της ζωής
και ποια είναι η Ιθάκη
δεν έχει δύση η διαδρομή
ούτε η θάλασσα άκρη
Που ΄ναι η στεριά που θες να βγεις
και που΄ναι η Ιθάκη
Μην ψάχνεις την ανατολή
Δεν έχει η θάλασσα άκρη, δεν έχει η θάλασσα άκρη δεν έχει η θάλασσα άκρη
Θέλεις ν αγγίξεις τον βυθό,σε μια ψεύτικη γυάλα
μνήμη ψαριού μες στο μυαλό,και βυθισμένη η σκάλα
πορεία δίκια σου χάραξε,πάνω σε κύματα άσπρα
σε οδηγούν στον ουρανό,με συντροφιά τα άστρα
Ένας ορίζοντας γυμνός,σε μαγνητίζει τώρα
θέλεις να αγγίξεις το άγνωστο,είναι η δικιά σου ώρα
Ήρθε η δικιά σου ώρα
Ποιος είναι ο δρόμος της ζωής
και ποια είναι η Ιθάκη
δεν έχει δύση η διαδρομή
ούτε η θάλασσα άκρη
Που ναι η στεριά που θες να βγεις
και που ναι η Ιθάκη
μην ψάχνεις την ανατολή
δεν έχει η θάλασσα άκρη,δεν έχει η θάλασσα άκρη
δεν έχει η θάλασσα άκρη
Αν δε χωράς μέσα σε μια άθλια πατρίδα
Αν δε σου φτάνει μια ελπίδα τυφλή
Αν δε χώρας μέσα σε μια ονειροπαγίδα
Αν δε χώρας σε μια αγκαλιά φυλακή
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δε χώρας πουθενά δε χώρας πουθενά
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δε χώρας πουθενά πουθενά πουθενά
Αν δε χώρας μέσα σ’ εν’ άνοστο αστείο
Αν δε σου φτάνει μια σκληρή προσευχή
Αν δε χώρας μέσα σ’ ένα ψυχοπορνείο
Αν δε χώρας σ’ ένα σπασμένο κορμί
Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει, σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός.
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός
Mα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν
Ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά
Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα
προδομένη από μέσα απ΄τους πιο πατριώτες
να χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με το όπλο στο στόμα
τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα στη Βουλή
Κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα,
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ
Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν, τι ωραία που πέφτουν
Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απτη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα 27 του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σάδειο ξενοδοχείο
αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάνε στης πλατείας τη γιορτή
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια, πεταμένα στη γη
Είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική
Εδώ στην άσχημη πόλη που απτην ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπα ζητάει
Ολυμπιάδες
κι η χώρα ένα γραφείο τελετών
θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι
κι απτην Ομόνοια να πετάν δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
στο παράθυρο εικόνισμα άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα
έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή
Δεν ψάχνω ο εαυτός μου να ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν, θα ταν αγέννητη η γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου
Με τρομάζεις εσύ
Με τρομάζεις ακόμα οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα Του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής Έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς μισείς το μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω
Στο δύσβατο δρόμο της προσφυγιάς, ας δώσουμε το δικό μας χιτώνα, να΄ν ο χειμώνας πιο υποφερτός, ο πόνος λιγότερο δυσβάσταχτος, το κλάμα των παιδιών λιγότερο βασανιστικό.
Ας θυμηθούμε τι σημαίνει να είσαι πρόσφυγας.
Ας θυμηθούμε τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, πλούσιος ή φτωχός, λευκός ή έγχρωμος, χριστιανός ή μουσουλμάνος.
Κι ας ενώσουμε τις πνοές μας, για να διώξουμε τα νέφη του πολέμου μακριά, πολύ μακριά.
Το 2ο Γυμνάσιο Καλλιθέας και το 2ο Λύκειο Καλλιθέας, σε συνεργασία με τις κοινωνικές υπηρεσίες του Δ. Καλλιθέας, συγκεντρώνουν είδη πρώτης για τους πρόσφυγες στη χώρα μας. Ας γίνουμε όλοι φορείς ενός μηνύματος ανθρωπισμού, μαθητές, δάσκαλοι και γονείς, γείτονες και φίλοι, για να εφοδιάσουμε το σχολείο μας με όσα περισσότερα είδη μπορούμε. Ας δραστηριοποιηθούμε όλη την εβδομάδα κι ας προσφέρουμε τον καλύτερό μας εαυτό. ΑΣ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΘΑΥΜΑ!!!
Ο εκφοβισμός και η βία στο σχολείο είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Είναι κάτι που μπορεί να το βιώνουν πολλά παιδιά και να τα τρομάζει τόσο πολύ, ώστε να φοβούνται να πάνε στο σχολείο.
Γενικά, εκφοβισμός είναι όταν ένα παιδί (ή μια ομάδα παιδιών) προσπαθεί σκόπιμα να πληγώσει σωματικά ή ψυχικά ένα άλλο παιδί, με αρνητικές πράξεις ή αρνητικά λόγια εναντίον του. Αυτό συμβαίνει πολλές φορές και προκαλεί λύπη και φόβο στο παιδί που εκφοβίζεται και δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Ο εκφοβισμός μπορεί να συμβεί με πολλούς τρόπους:
Με κλωτσιές, γροθιές, χτυπήματα με αντικείμενα, τρικλοποδιές, τσιμπήματα, σπρωξίματα ή καταστροφή αντικειμένων.
Με βρισιές, προσβολές, απειλές που έχουν σκοπό να γελοιοποιήσουν ένα παιδί.
Με έμμεσους τρόπους, «πίσω από την πλάτη» του παιδιού και γι’ αυτό είναι δύσκολο να τους καταλάβει κανείς. Για παράδειγμα, το παιδί που εκφοβίζει μπορεί να διαδίδει ψέματα ή άσχημες φήμες για το παιδί που εκφοβίζεται με σκοπό να μην το συμπαθούν οι άλλοι, να κάνει αρνητικές ή και χυδαίες χειρονομίες, να λέει αστεία που γελοιοποιούν το παιδί που εκφοβίζεται, να το αποκλείει από τις παρέες και τα παιχνίδια.
Το παιδί που εκφοβίζει μπορεί να στέλνει στο παιδί που εκφοβίζεται μηνύματα με βρισιές ή χυδαίο περιεχόμενο στο κινητό του ή στο e-mail του. Ακόμη, μπορεί να διαδίδει ψέματα και άσχημες φήμες μέσω του διαδικτύου.
Όλα τα προηγούμενα μπορεί να συμβαίνουν πολλές φορές και για πολύ καιρό. Ο εκφοβισμός πληγώνει και τρομάζει τα παιδιά και επηρεάζει αρνητικά τη ζωή τους.
Μα πού τα βρίσκετε κ. Μπενέτου και μου τα στέλνετε; Υπέροχο! Ο έρωτας βρίσκεται παντού τελικά, όταν είμαστε έτοιμοι μέσα μας να προσφέρουμε αγάπη σε κάθε συνάνθρωπό μας που έχει ανάγκη, χωρίς να βλέπουμε το πορτοφόλι του, το χρώμα του, την ηλικία του, την αναπηρία του. Φτάνει τελικά να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, για να αγαπήσουμε και τους άλλους. Γι’ αυτό ίσως χρειάζεται να μάθουμε κι εμείς να τραγουδάμε!
«Είμαστε ήδη τέλειοι. Ο κόσμος είναι ήδη τέλειος. Προσπαθούμε να επέμβουμε σ’ αυτή την τελειότητα κι από κει πηγάζουν όλα τα προβλήματά μας. Τι θαυμάσιο που θα ήταν, αν μπορούσαμε να δεχτούμε το γεγονός ότι είμαστε ο τέλειος εαυτός μας. […] Μόνο εσύ μπορείς να ξέρεις ποιος είναι ο τέλειος εαυτός σου. Είσαι όμως ο τέλειος εαυτός σου και είναι ο μοναδικός τέλειος εαυτός σου που θα περάσει έτσι στην ιστορία του κόσμου! Ίσως οι άλλοι να προσπαθήσουν να τον κάνουν ατελή […]»
«Τι κρίμα για σένα, αν πιστεύεις ότι υπάρχει μόνο ό,τι μπορεί να μετρηθεί στατιστικά. Πραγματικά σε λυπάμαι αν διευθύνει τη ζωή σου μόνο αυτό που μπορεί να μετρηθεί, γιατί εμένα με κεντρίζει το απροσμέτρητο. Με κεντρίζουν τα όνειρα, όχι μόνο αυτό που είναι μπροστά μου. Δε δίνω δεκάρα γι’ αυτό που βρίσκεται μπροστά μου. Αυτό το βλέπω. Αν θες να περάσεις τη ζωή σου μετρώντας το, είναι δικαίωμά σου, εμένα όμως με ενδιαφέρει αυτό που βρίσκεται πιο έξω. Υπάρχουν τόσα που δε βλέπουμε, δεν πιάνουμε, δε νιώθουμε, δεν καταλαβαίνουμε.
Υποθέτουμε πως η πραγματικότητα είναι αυτό το κουτί που μας βάλανε μέσα, κι όμως σας βεβαιώνω πως δεν είναι έτσι. Ανοίξτε την πόρτα κάποτε και κοιτάξτε τι υπάρχει έξω. Το όνειρο του σήμερα θα είναι η πραγματικότητα του αύριο. Κι όμως έχουμε ξεχάσει να ονειρευόμαστε».
Λέο Μπουσκάλια
Αν αγαπήσουμε αυτό που είμαστε κι αυτό που ονειρευόμαστε να γίνουμε, ίσως πάψουμε να βλέπουμε τις μεγάλες ή μικρές ατέλειες των άλλων και να μοιραστούμε μαζί το όνειρό μας!
Ευχαριστώ για την υπέροχη πρότασή σου Θοδωρή! Κυρίως όμως ευχαριστώ που δε μας ξέχασες, τώρα που πήγες στο Λύκειο!
Μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ στις ΗΠΑ, μια λευκή δασκάλα αποφάσισε να αντιδράσει επιδρώντας καθοριστικά στη διαμόρφωση αντιρατσιστικής συνείδησης στους μικρούς μαθητές της.
Μήπως θα’ πρεπε, κα Πουλιάνου, (που μου στείλατε αυτό το καταπληκτικό βίντεο), να χωρίσουμε κι εμείς τους μαθητές μας σε “Έλληνες”και “Αλλοδαπούς” με αντεστραμμένους όμως τους όρους, μπας και εξαλείψουμε κάθε ρατσιστική σκέψη;
Για όσους ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα για το μεγάλο αγωνιστή που οραματίστηκε και θεμελίωσε την ανατροπή των ρατσιστικών νόμων και των πολιτικών φυλετικού διαχωρισμού στις ΗΠΑ: Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή