Από το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ: “Αν η Άννα δεν είχε συλληφθεί;”

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Δημιουργική γραφή, Μαθήματα λογοτεχνίας β' τάξη | , στις 09-01-2022

Εργασία δημιουργικής γραφής: “Να υποθέσετε ότι η Άννα Φρανκ κατάφερε να διαφύγει την σύλληψη εκείνη την ημέρα που εισέβαλαν οι Ναζί στην κρυψώνα τους. Γράψτε μια ημέρα από το ημερολόγιό της, λέγοντας την ιστορία της”

 

22 Φεβρουαρίου,1943

Αγαπητή Κιτυ,

Βρήκα επιτέλους το κουράγιο να σου γράψω για όσα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες. Νιώθω χαμένη, σαν να μην υπάρχει νόημα για το οτιδήποτε σε αυτόν τον πλανήτη, ο οποίος κοντεύει να κατακτηθεί ολόκληρος από τα τέρατα. Αυτά τα τέρατα που σε κρίνουν με βάση το χρώμα της επιδερμίδας σου, το αν είσαι εβραίος, μουσουλμάνος, χριστιανός, μέχρι και για τα μάτια σου, αν είναι καστανά, πράσινα, μπλε… Αυτά τα τέρατα που σκοτώνουν ολόκληρους πληθυσμούς, και μετά καυχιούνται για αυτό στις ναζιστικές εφημερίδες τους, περιμένοντας την περηφάνια του λαού, ενός λαού που έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου από τις αμέτρητες προπαγανδιστικές ομιλίες του χειρότερου τέρατος από όλα, τον Αδόλφο Χίτλερ. Αυτός και οι υπόλοιποι που πήραν την οικογένειά μου και άλλες αμέτρητες, με τις οποίες κανείς δεν ξέρει τι θα κάνουν, αν θα τους φυλακίσουν, αν θα τους σκοτώσουν, η αν θα τους κάνουν πράγματα πολύ χειρότερα, που ξεπερνάνε την φαντασία των υγιή ανθρώπων. Έτσι λοιπόν, το άγχος και η αγωνία για την μοίρα τους δεν με αφήνει να ησυχάσω ούτε για ένα δευτερόλεπτο, να βρω γαλήνη μέσα στις τρομακτικές μου σκέψεις. Τα θυμάμαι όλα, με κάθε λεπτομέρεια, αισθάνομαι σαν να ξαναζώ εκείνη την ημέρα, που όλος ο κόσμος που προανέφερα, μέχρι και αυτός, χάθηκε από τα πόδια μου…

Ήταν ένα πολύ κρύο βράδυ, καταλάβαινα ότι έξω χιόνιζε πολύ λόγω της υγρασίας, η οποία σχημάτιζε μέχρι και σταγόνες πάνω στο φαγωμένο ξύλινο ταβάνι, το οποίο φαινόταν έτοιμο να πέσει από στιγμή σε στιγμή, όμως που και που ευχόμουν να πέσει και να μας τσακίσει όλους για να ξεφύγουμε από τα προβλήματά μας. Ήταν η σειρά του κύριου Pfeffer να φέρει τρόφιμα από έξω. Ήταν μια δύσκολη δουλειά, όμως την είχε ξανακάνει και ήταν καλός σε αυτό. Είχε βρει ένα παρατημένο μαγαζί στο διπλανό τετράγωνο που είχε παλιές κονσέρβες. Όλοι μας πεινούσαμε, οπότε τον περιμέναμε να γυρίσει με ανυπομονησία ώστε να βάλουμε λίγο φαγητό στα στομάχια μας.

Μετά από περίπου μισή ώρα είχαμε αρχίσει να ανησυχούμε μήπως τον έπιασαν οι Γερμανοί, αν και η περιπολία τους δεν πέρναγε από εκεί την συγκεκριμένη ώρα. Όμως μετά, ακούσαμε βήματα και σιγανές ομιλίες. Ήταν στα Γερμανικά, οπότε εκτόξευσε την ανησυχία μου. Τότε μια δυνατή φωνή είπε: ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΝΑ ΚΡΥΒΕΣΤΕ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΣΑΣ ΣΚΟΤΩΣΟΥΜΕ ΟΛΟΥΣ!!! Τότε όλοι μας παγώσαμε. Έπεσε τόση ησυχία που θα μπορούσες να ακούσεις με ευκολία τις κατσαρίδες να περπατάνε στο σκονισμένο και φαγωμένο σαν το ταβάνι πάτωμα. Η ησυχία έσπασε όταν ένας προειδοποιητικός πυροβολισμός ακούστηκε από ένα όπλο. Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός και ένιωθα τα αυτιά μου να βουίζουν. Ακούστηκαν βήματα να κατεβαίνουν τα σκαλιά κάνοντάς τα να τρίζουν. Στα δευτερόλεπτα που απέμεναν μέχρι να μας ανακαλύψουν άρχισα να προσεύχομαι από μέσα μου, ελπίζοντας να με βοηθήσει ο Θεός και να μην μας κάνουν κακό οι Γερμανοί η ακόμα και όλο αυτό να ήταν ένα όνειρο και να ξυπνούσα στο κρεβάτι μου στην Γερμανία, χωρίς να έχει συμβεί τίποτα από όλα αυτά. Να είχα μια κανονική ζωή με όλες της τις ευκολίες και τις δυσκολίες…

Στο σκοτεινό δωμάτιο, κατέβηκαν τέσσερις άνδρες. Τους τρεις δεν τους ήξερα, όμως η κορμοστασιά του τέταρτου μου ήταν γνωστή. Τότε ήρθε στο μυαλό μου ότι θα μπορούσε να ήταν ο κύριος Pfeffer, και ανατρίχιασα. Πως θα μπορούσε να μας προδώσει; Μου φαινόταν αδύνατο. Ξαφνικά, ο χώρος φωτίστηκε από μια λάμπα που κουβαλούσαν οι στρατιώτες. Εμφανίστηκαν ο κύριος Pfeffer, δυο Γερμανοί στρατιώτες, πολύ γεροδεμένοι, με τα όπλα στα γυμνασμένα χέρια τους και ένας διοικητής με τον γερμανικό σταυρό που φορούσε να γυαλίζει και τα φωτεινά πράσινα μάτια του να βγάζουν σπίθες. Μας φώναξε: ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΑΣ ΨΗΛΑ ΒΡΟΜΙΑΡΗΔΕΣ ΕΒΡΑΙΟΙ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΚΡΑΤΙΕΜΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΓΕΜΙΣΩ ΣΦΑΙΡΕΣ. Όλοι τα σηκώσαμε στον αέρα πίσω από τα κεφάλια μας. Τότε, ο πατέρας της άλλης οικογένειας έσπασε και άρχισε να κλαίει για την κατάστασή μας. Ο διοικητής τον πλησίασε, κάθισε λίγο ακίνητος, και μετά τον χαστούκισε τόσο δυνατά που έτρεξε αίμα από το μάγουλό του, τον έριξε κάτω, και άρχισε να τον κλωτσάει στα πλευρά με όλη του την δύναμη, Πατώντας τον στο τέλος στο στομάχι με την στρατιωτική του μπότα. Έτρεχε αίμα από το στόμα του, και έμεινε ακίνητος στο πάτωμα. Ο διοικητής γύρισε προς εμάς και είπε: ΕΑΝ ΞΑΝΑΔΩ ΤΕΤΟΙΑ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΕΧΕΤΕ ΠΕΘΑΝΕΙ ΟΛΟΙ!! Έδωσε εντολή να μας συλλάβουν. Καθώς όμως έρχονταν, κανείς δεν πρόσεξε τον τραυματισμένο άντρα, που σερνόταν προς το μέρος του διοικητή. Με ένα γρήγορο βήμα προς τα πάνω, άρπαξε το πιστόλι από την θήκη του και τράβηξε την σκανδάλη προς τον διοικητή. Η σφαίρα διαπέρασε το σημείο ανάμεσα στον λαιμό και στον θώρακά του, ποτίζοντας το πάτωμα με πηχτό σκούρο αίμα, που έτρεχε ποτάμι από την πληγή. Έπεσε κάτω, κοίταξε μια τελευταία φορά τον φονιά του στα μάτια, και πνίγηκε από το ίδιο του το αίμα.

Ο πλέον δολοφόνος, προσπάθησε να πυροβολήσει και τον έναν από τους δύο στρατιώτες, όμως αστόχησε, και ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανε, γιατί ο ένας Γερμανός έβγαλε το αυτόματο όπλο του και τον πυροβόλησε με αμέτρητες σφαίρες στο στομάχι, σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Ξαφνικά όμως, ο κύριος Pfeffer δακρυσμένος, χτύπησε τον άλλο στρατιώτη με ένα τρομερό χτύπημα στον αυχένα, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του και να σωριαστεί στο έδαφος, επιτρέποντάς του να πάρει το όπλο του και να αρχίσει να πυροβολεί τον πρώτο στρατιώτη. Μέσα στον πανικό, ο πατέρας μου μού έκανε νόημα να τρέξω, και έτσι έκανα. Ανέβηκα τις σκάλες γρήγορα, χωρίς να με δει κανείς και βγήκα από το κτήριο, όμως όταν βγήκα, είδα καμιά δεκαριά Γερμανούς να έρχονται προς το μέρος μου γιατί άκουσαν τους πυροβολισμούς. Άρχισαν να μου ρίχνουν, οι σφαίρες να βουίζουν δίπλα μου. Έστριψα στο στενό και μπήκα γρήγορα μέσα στον υπόνομο, σηκώνοντας το καπάκι που βρισκόταν στο πεζοδρόμιο.

Έπεσα από τα τρία μέτρα στο τσιμέντο, και δίπλα ήταν τα λύματα. Η μυρωδιά ήταν απαίσια, και το σώμα μου πονούσε. Τότε συνειδητοποίησα ότι είχα στην τσέπη μου το ημερολόγιό μου, δίνοντάς μου ένα ψήγμα χαράς. Πέρασα την νύχτα εκεί, και αυτήν την στιγμή που γράφω είναι απόγευμα της επομένης, πεινάω, διψάω τόσο πολύ που μου έρχεται να πιώ τα λύματα, και ανησυχώ τόσο για τον εαυτό μου όσο και για τι μπορεί να συνέβη στην οικογένειά μου.

Κάποια στιγμή θα πρέπει να βγω έξω ώστε να βρω τρόφιμα, κάτι που με τρομάζει. Τώρα που το σκέφτομαι ίσως να είναι καλύτερα έτσι, ίσως αν πεθάνω από την πείνα και την δίψα να ξεφύγω από αυτό το χάος. Το μόνο που με κάνει να συνεχίσω είναι οι σκέψεις για την οικογένειά μου, και ότι μπορεί κάποια μέρα να τους ξαναδώ.

                                                                                                                                              Δική σου, Άννα

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΤΗΣ Β’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Π.Λ.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση