“Στα 200 π.Χ.”: ένας νέος δραματικός μονόλογος

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Δημιουργική γραφή, Μαθήματα λογοτεχνίας γ' γυμνασίου, Ποίηση | , στις 14-02-2016

images (11)Ένας νέος δραματικός μονόλογος γεννήθηκε μετά την επεξεργασία του Καβαφικού ποιήματος “Στα 200 π.Χ.” και με χαρά σας παραθέτω μερικά αριστοτεχνικά δείγματα:

Όλοι πλην Λακεδαιμονίων

Πόσο περήφανος αισθάνομαι που ένας Έλληνας στρατηλάτης κατάφερε να φτάσει ως τις Ινδίες! Ο πολιτισμός της Ελλάδας έφτασε στα πέρατα του κόσμου! Αισθάνομαι πολίτης αυτού του κόσμου. η γλώσσα που μιλώ μιλιέται από εκατομμύρια πολίτες σε όλα τα επίπεδα, στη φιλοσοφία, στη λογοτεχνία, σε κάθε επιστήμη. Οι Σπαρτιάτες πήραν λάθος απόφαση, γι’ αυτό η ιστορία θα τους ξεχάσει. Ο καινούριος κόσμος που ζω είναι αυτός ο κόσμος που προέκυψε από αυτή την εκστρατεία! Μόνο ένας σπουδαίος Έλληνας σαν τον Αλέξανδρο θα μπορούσε να το κάνει και μόνο ένας λαός σαν τους Σπαρτιάτες, προσκολλημένος σε παλιές δόξες, θα μπορούσε να απουσιάζει.

Ποσειδώνας, Γ3

 

Στα 200 π.Χ.

Εγώ ένας πολίτης του νέου κόσμου διαβάζω αυτή την επιγραφή και σκέφτομαι σαν να ήμουν Σπαρτιάτης για ποιο λόγο οι πρόγονοί μου δεν συμμετείχαν στην ελληνική εκστρατεία κατά των Περσών. Μήπως γιατί οι πρόγονοί μου ήταν κιοτήδες και φοβόντουσαν να πολεμήσουν; Μετά όμως σκέφτομαι ότι δεν υπήρξε στιγμή στην ιστορία της Σπάρτης που οι πολίτες της φοβήθηκαν τον όποιο πόλεμο. Μήπως αμφισβητούσαν τον Αλέξανδρο για ηγεμόνα της Ελλάδος; Μήπως αμφισβητούσαν την ελληνικότητα των Μακεδόνων; Μάλλον όχι γιατί τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν το αντίθετο. Μήπως διαφωνούσαν με το σκοπό της κατάλυσης της Περσικής αυτοκρατορίας; Δεν νομίζω γιατί η Σπάρτη έχει κάνει δεκάδες επιθετικούς πολέμους. Αν όλοι οι Έλληνες συμμετείχαν στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου μια εκστρατεία που θα κρατήσει χρόνια, ένας σώφρον ηγέτης σαν τον Αλέξανδρο δεν θα άφηνε το πιο εκλεκτό σώμα στρατιωτών για να υπερασπιστεί όλη την Ελλάδα ενάντια στον εχθρό; Άρα πιστεύω ότι οι Σπαρτιάτες έμειναν πίσω στην Ελλάδα για να την προστατεύσουν από εχθρούς μιας και όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες συμμετείχαν σε εκστρατεία κατά των Περσών.

Καλλιόπη, Γ2

 

“Πλην Λακεδαιμονίων”

Καθώς ανέβαινα προς τον Παρθενώνα, στάθηκα μπροστά από μια επιγραφή η οποία έγραφε «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων». Μπορώ να πω πως μου τράβηξε την προσοχή, μιας και η επιγραφή αυτή είχε γραφτεί 130 χρόνια πριν. Επίσης, μου ήταν δύσκολο να χωνέψω, με όλα αυτά που έχω ακούσει για τους Σπαρτιάτες, ότι ήταν δειλοί να συμμετάσχουν στην μάχη μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες εναντίον των Περσών. Επιπλέον, θα ήθελα να επισημάνω πως οι Σπαρτιάτες θέλανε να δείχνουν στον κόσμο ότι ήταν πολύ καλοί και γενναίοι πολεμιστές, αλλά ήθελαν και πάντοτε να είναι εκείνοι οι «αρχηγοί» στις εκστρατείες και λόγω του ότι σε εκείνη την εκστρατεία ήταν άλλοι οι αρχηγοί, δεν θέλησαν να πάρουν μέρος, σύμφωνα πάντα με την παράδοσή τους.

Ανέστης, Γ1

-8-638

 

 

Για τον όρο “μετανάστες”, του Μπέρτολτ Μπρεχτ

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Ανθρώπινα δικαιώματα | , στις 14-02-2016

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

Για τον όρο «μετανάστες»

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.

Καρυωτάκης – Πολυδούρη: ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, ένας έρωτας ζωής

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Ημέρα αφιερωμένη ..., Λογοτεχνικοί Αγώνες, Μαθήματα λογοτεχνίας γ' γυμνασίου, Ποίηση | , στις 14-02-2016

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
– μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

 

Ο έρωτας ανεκπλήρωτος αλλά αρκετός για να τη σημαδέψει, να της δώσει και να της πάρει τη ζωή….

“Η Πολυδούρη άλλωστε δεν το κρύβει, το διατυμπανίζει, το βροντοφωνάζει: Στο ημερολόγιο της, το Μάη του 1922 εξομολογείται: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ καμιά αμφιβολία πιά! (…) Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;» Ενώ αργότερα σε ένα σπαρακτικό γράμμα τον καλεί να ζήσουν μαζί: «Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί… να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δυό, αλλά τι μ’ αυτό; μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν.»

Όμως αυτός θα δειλιάσει. Ίσως γιατί η Μαρία είναι μια γυναίκα απελευθερωμένη, χειραφετημένη, δυναμική, φεμινίστρια, που δεν δίσταζε να συμμετέχει σε ανδρικές παρέες -πράγμα απαράδεκτο για την εποχή εκείνη. Εκείνη νόμιζε πως στον Τάκη, όπως τον έλεγε, πέρα από τον φτασμένο ποιητή, που πάνω του θα στηριζόταν στις ποιητικές της αναζητήσεις, θα εύρισκε τον απελευθερωμένο άνθρωπο, που θα της έμοιαζε…

Έτσι, η απάντηση του Καρυωτάκη θα τη προσγειώσει ανώμαλα. Σε έναν περίπατό τους στο Φάληρο, θα αρνηθεί την πρόταση της,  επικαλούμενος ότι δεν έχει το δικαίωμα να παντρευτεί καμιά γυναίκα, γιατί πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα. Στην πραγματικότητα η Πολυδούρη δεν θα τον πιστέψει, υποθέτοντας ότι ο καλός της δε θέλει να την παντρευτεί επειδή έχει αποκτήσει κακή φήμη με τον τρόπο ζωής που κάνει. Η πτώση του στα μάτια της είναι μοιραία και χωρίζουν. Της προτείνει να συνεχίσουν την φιλία τους και την διαβεβαιώνει ότι δεν θα πάψει να την αγαπά. Αυτή όμως νοιώθει μειωμένη και ταπεινωμένη. Θα δεχτεί την αλλαγή μορφής στη σχέση τους και θα κρύψει τον σπαραγμό της … ”

πηγή: http://www.tempo.gr

Ο Καρυωτάκης όμως έπρεπε να κλείσει κάθε χαραμάδα ευτυχίας, είχε το δικό του μοναχικό δρόμο να τραβήξει, η αγάπη δεν ήταν γι’ αυτόν, η ευτυχία δεν ήταν γι’ αυτόν….

Νοσταλγία

Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.

Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
— πόσος καιρός! — τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.

Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.

Τα μάτια που κρεμούν — ήλιοι χλωμοί —
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί…

 

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά

Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί

Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,

Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που `ζησα ζωή!

 

Είσαι ψυχή μου

Είσαι, ψυχή μου, η κόρη που τη σβήνει
ολοένα κάποιος έρωτας πικρός,
που λησμονήθηκε κοιτώντας προς
τα περασμένα, κι έτσι θ’ απομείνει.

Κατάμονη σε μι’ άκρη, όπως εκείνη,
σε παρατούν ο κόσμος, ο καιρός.
Ένας ακόμη θα `σουνα νεκρός,
αν οι νεκροί δεν είχαν τη γαλήνη.

 

 

 

Ο ερωτικός Καβάφης

0

Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΓΛΟΥ | Κατηγορία Λογοτεχνικοί Αγώνες, Μαθήματα λογοτεχνίας γ' γυμνασίου, Ποίηση | , στις 14-02-2016

Ο έρωτας δεν είναι πάντα γιορτή, είναι πόνος βουβός, λαβωματιά που ο χρόνος πάντα αγγίζει, για να θυμίζει στο σώμα και στην ψυχή την απώλεια, τη χαμένη ευτυχία,  την ομορφιά που κάποτε αντικρίσαμε και τώρα ζούμε με την ανάμνησή της, ζούμε για να τη φέρνουμε στο νου μας ή ζούμε επειδή μπορούμε ακόμη και τη φέρνουμε στο νου μας…..

Κ.Π.Καβάφης, “Δεκέμβρης 1903”

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια•
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.

Κ.Π.Καβάφης, “Επέστρεφε”

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση