Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει φέρει την μικρή μας πατρίδα σ’ ένα νέο πλαίσιο, όχι μόνο οικονομικό και πολιτικό, αλλά και πολιτισμικό.Η Ευρώπη, που κάποτε ξεκίνησε θέλοντας να ισοπεδώσει τη διαφορετικότητα των άλλων λαών, με τις Σταυροφορίες ή την αποικιοκρατία, έφτασε σήμερα να προσπαθεί να φτιάξει ένα σύνολο που να υπερβαίνει τις εθνικές διαφορές.
Μεσολάβησε βέβαια μια διαδικασία που κράτησε αιώνες και πέρασε από πολλές ματαιώσεις, που ήσαν οδυνηρές και πολλές φορές αιματηρές. Μετά από τους δύο παγκοσμίους πολέμους, μετά από το φασισμό και το ναζισμό, η Ευρώπη είναι σήμερα ένας χώρος που προσπαθεί, μέσα από τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να χτίσει μια ενότητα που να ξεπερνά τις εθνικές διαφορές και αντιπαραθέσεις. Θέματα που σε παλαιότερες εποχές γίνονταν αφορμές αιματηρών πολέμων μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών, επιλύονται σήμερα με τη μέθοδο του συμβιβασμού.
Όλη αυτή η προσπάθεια καθοδηγείται από μια ιδέα που θέλει την Ευρώπη ένα χώρο πολυπολιτισμικό, όπου διαφορετικές κουλτούρες, γλώσσες και νοοτροπίες, διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις, συνυπάρχουν. Ένα χώρο όπου οι 25 εθνικές παραδόσεις, αλλά και άλλες, τοπικές παραδόσεις είναι σεβαστές. Θα μπορούσε, βέβαια, να πει κάποιος ότι η ιδέα αυτή παραμένει ακόμα ιδέα. Αφού στην πραγματικότητα υπάρχουν ακόμα εθνικές διαφορές, αλλά και φαινόμενα όπως η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, οι διακρίσεις εις βάρος των μειονοτήτων.
Πρόσφατο δε παράδειγμα είναι ένας νόμος της γαλλικής κυβέρνησης που απαγορεύει στους μαθητές των δημόσιων σχολείων να φέρουν θρησκευτικά σύμβολα όπως η μαντίλα για τις Μουσουλμάνες και ο Σταυρός για τους Χριστιανούς. Μπορεί να έχει βάση μια τέτοια κριτική. Παρ’ όλα αυτά, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ένα πλαίσιο αρχών, αξιών.Έχει έναν ξεκάθαρο στόχο: να επιτευχθεί μια σύνθεση μέσα από τη διαφορετικότητα. Το αν ο στόχος επιτυγχάνεται, εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την ωριμότητα των κοινωνιών της Ευρώπης αλλά και των ίδιων των πολιτών. Γιατί η εφαρμογή αυτών των αρχών δεν είναι μόνο θέμα νόμων και κανονισμών αλλά και θέμα διάθεσης, πολιτικής ωριμότητας.
Και πνευματικής ωριμότητας, θα έλεγα εγώ. Κι αυτό μας φέρνει στη δική μας περίπτωση, της Κύπρου. Η οποία ως πλήρες μέλος της Ευρώπης θα πρέπει πλέον να εναρμονιστεί και σε αυτό το ζήτημα. Από την 1η του περασμένου Μαΐου, οποιοσδήποτε πολίτης της Ευρώπης μπορεί να εγκατασταθεί και να εργαστεί στην Κύπρο. Δηλαδή ανά πάσα στιγμή, μπορεί να έχουμε στην Κύπρο, νόμιμα πια και με τα ίδια δικαιώματα με μάς, μια πολωνική, γερμανική, ή όποια άλλη κοινότητα. Είμαστε έτοιμοι, ως κοινωνία, να αντιμετωπίσουμε αυτό το ενδεχόμενο;
Είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε τη διαφορετικότητα και να την οδηγήσουμε σε μια γόνιμη σύνθεση; Θεωρητικό το ερώτημα, θα μπορούσε να πει κάποιος. Τουλάχιστον για την ώρα… Ωστόσο η νέα αυτή ευρωπαϊκή πραγματικότητα, μας αναγκάζει ως κοινωνία να στρέψουμε το βλέμμα στον εαυτό μας. Και πέρα από το θέμα των Ευρωπαίων που πιθανόν να εγκατασταθούν αύριο στην Κύπρο, να δούμε τι κάνουμε και τι σκεφτόμαστε σήμερα, στις παρούσες συνθήκες που περνά η πατρίδα μας. Ποια είναι η στάση μας απέναντι στον ʼλλον που ζει σήμερα δίπλα μας;
Πριν όμως επιχειρήσουμε μιαν απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, θα ήταν καλό να δούμε πώς αντιμετωπίζεται η διαφορετικότητα μέσα από τη δική μας παράδοση. Πρώτ’ απ’ όλα, ο ίδιος ο Θεός εισήγαγε τη διαφορετικότητα στον κόσμο, με τον να δημιουργήσει τον άνδρα και τη γυναίκα: «άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και ευλόγησεν αυτούς» μάς λέει το βιβλίο της Γενέσεως.
Η διαφορετικότητα όμως αυτή, δεν έγινε με σκοπό το χωρισμό, αλλά την ένωση: «και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν», λέει ο ίδιος ο Χριστός στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Βλέπουμε δηλαδή ότι ο Θεός δημιουργεί τη διαφορά, δημιουργεί δύο ξεχωριστές ταυτότητες. Αλλά αυτό δεν γίνεται για να κλειστεί ο καθένας στον εαυτό του και στην μοναξιά του. Οι διαφορετικές ταυτότητες είναι μονάχα ένα εργαλείο για να κατευθυνθούμε προς τον άλλον. Τα διαφορετικά έλκονται. Και με την ένωσή τους δημιουργείται μια νέα ενότητα.
Το αξίωμα αυτό διατρέχει όλη μας την παράδοση. Βλέπουμε για παράδειγμα πώς η πρώτη Εκκλησία της Ιερουσαλήμ ανοίγεται στα έθνη και ξεπερνά τους παλιούς διαχωρισμούς: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού», λέγει ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Ο λόγος του Χριστού είναι για όλους, δεν είναι προνόμιο ενός έθνους. Δεν υπάρχει περιούσιο έθνος για την Εκκλησία. Στη συνέχεια βλέπουμε το ήθος του Βυζαντίου. Όπου μέσα σε μια πολυεθνική κρατική οντότητα συνυπάρχουν ειρηνικά πολλές εθνότητες, φυλές και γλώσσες. Χτίζοντας μάλιστα μια αξιοθαύμαστη κοινή ταυτότητα.
Στο πλαίσιο της πολυεθνικής αυτής αυτοκρατορίας, όλοι μπορούσαν να έχουν την εθνική, γλωσσική, ταυτότητά τους. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε τη σύνθεση.Από το 19ο αιώνα και μετά έχουμε την επικράτηση του έθνους-κράτους. Που φέρνει ένα άλλο ήθος στο προσκήνιο. Το κράτος πρέπει να αποτελείται από ένα έθνος που μιλάει την ίδια γλώσσα και έχει την ίδια θρησκεία. Η λογική αυτή οδήγησε σε απίστευτες θηριωδίες. Για να επιτευχθεί η καθαρότητα του έθνους-κράτους έπρεπε να εξοντωθούν όσοι διαφέρουν, όσοι ανήκουν σε άλλη εθνότητα, ή μιλούν άλλη γλώσσα, ή πρεσβεύουν άλλη θρησκεία, όσοι τελοσπάντων δεν ανήκουν στο εκάστοτε περιούσιο έθνος. Οι λέξεις «γενοκτονία» ή «εθνικό ξεκαθάρισμα» είναι συνέπειες αυτής ακριβώς της λογικής.
Ο εθνοφυλετισμός, με τοπικές παραλλαγές, έπαιξε δυστυχώς τον καταστρεπτικό του ρόλο και στο νησί μας, στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα. Οι σειρήνες του εθνοφυλετισμού μάγεψαν και Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Που περί τα μέσα του περασμένου αιώνα ξέχασαν το ειρηνικό τους παρελθόν και άρχισαν να μαζεύουν όπλα. Και με ενθουσιασμό δέχτηκαν να γίνουν «βαποράκια» έξωθεν εθνικισμών και συμφερόντων.
Μάλιστα εδώ να αναφέρομε ότι ο Σεφέρης τονίζει πριν το 1955 στον Νίκο Κρανιδιώτη την ανάγκη να κερδίσουν την υποστήριξη των Τουρκοκυπρίων, αν θέλουν να είναι επιτυχής η εκστρατεία για την ένωση.Σήμερα όμως η Ευρώπη έρχεται και μας λεει ότι τα έθνη θα πρέπει να συνοικούν εν ειρήνη μέσα στο ευρωπαϊκό έδαφος, εκφράζοντας ελεύθερα την ταυτότητά τους, μιλώντας τη γλώσσα τους και ασκώντας τη θρησκεία τους.
Μερικοί λένε ότι αυτή η στάση είναι μια ιδεολογία την οποία έχει ανάγκη ο σύγχρονος καπιταλισμός προκειμένου να πετύχει την ενοποίηση των αγορών και του κεφαλαίου. Ακόμα, όμως, κι αν είναι έτσι, την ιδεολογία αυτή μπορούμε να την δούμε από την πλευρά των λαών. Να εξυπηρετήσει δηλαδή τα πραγματικά συμφέροντα των ίδιων των λαών της Ευρώπης και του κόσμου. Όπως και να ‘χει, αυτή είναι η πραγματικότητα στην οποία η Ευρώπη μας καλεί σήμερα να προσαρμοστούμε. Αρχίζουμε λοιπόν από τα του οίκου μας: Ο ʼλλος σήμερα για μας τους Ορθόδοξους Έλληνες της Κύπρου, ανήκει σε διάφορες κατηγορίες: Είναι πρωτίστως οι Τουρκοκύπριοι. Ύστερα είναι η πραγματικότητα των Τούρκων εποίκων. Είναι ακόμα οι ξένοι εργάτες, κυρίως Σριλανκέζοι και Φιλιππινέζοι και λίγοι ʼραβες. Και τέλος οι Πόντιοι που σήμερα ξεπερνούν τις 15 χιλιάδες.
Μπροστά σ’ αυτό το φάσμα των ʼλλων που ζουν σήμερα στον τόπο μας, υπάρχουν διάφορες συμπεριφορές. Επικρατεί όμως ένα γενικό αρνητικό αίσθημα που ξεκινά από μια απλή επιφύλαξη και μερικές φορές καταλήγεις στη φοβία, στην ξενοφοβία –όπως λέει εύστοχα αυτή η ελληνική λέξη που χρησιμοποιήθηκε πρώτα στην ίδια την Ευρώπη. «Θα μας καταβροχθίσουν η ξένοι», λένε μερικοί, «θα διαλύσουν την κοινωνία μας», «θα μας απορροφήσουν και θα χάσουμε την ταυτότητά μας». Μια από τις κυριότερες πτυχές αυτής της επιφύλαξης αφορά τους Τουρκοκύπριους. Από τις επαφές μου με απλούς ανθρώπους και τις δύο μεριές των οδοφραγμάτων έχω διαπιστώσει ότι υπάρχουν αρνητικά συναισθήματα εκατέρωθεν. Μπροστά στο ενδεχόμενο της συνύπαρξης σε μια κοινή πατρίδα, κινητοποιούνται διάφορες άμυνες: οι Τουρκοκύπριοι νοιώθουν καχυποψία, δεν εμπιστεύονται την πλειοψηφία και κυρίως «τους παπάδες», όπως λεν, αφού η Εκκλησία της Κύπρου στο παρελθόν είχε διαδραματίσει έναν εθνοφυλετικό ρόλο, δείχνοντας ακατάδεχτη για όσους δεν ήσαν Έλληνες.
Ενώ οι Ελληνοκύπριοι νοιώθουν φοβία, έχοντας ταυτίσει τους Τουρκοκύπριους με τον κατοχικό στρατό και τις ωμότητες του 1974, αδυνατώντας να κάνουν τη διάκριση μεταξύ των εθνικιστών και της μεγάλης μάζας των Τουρκοκυπρίων οι οποίοι είναι κι εκείνοι θύματα της εισβολής και της κατοχής. Για πολλούς Ελληνοκύπριους, οι Τουρκοκύπριοι είναι κι αυτοί Τούρκοι, επομένως «είναι όλοι το ίδιο», όπως λένε.Μια σοβαρή διάσταση του προβλήματος, είναι το θέμα της ταυτότητας των δυο κοινοτήτων. Μιλώντας με πολλούς Τουρκοκύπριους και ρωτώντας τους «τι είστε;», οι περισσότεροι μου απαντούν απλώς «Κύπριοι». Διότι αφ’ ενός δεν μπόρεσαν ποτέ να βρουν μια ταυτότητα μέσα από το Ισλάμ και να δηλώνουν Μουσουλμάνοι, ούτε και μπόρεσαν να ταυτιστούν με το τουρκικό έθνος και να λένε ότι είναι Τούρκοι.
Κι όταν τους ρωτάς σε τι πιστεύουν, οι περισσότεροι απαντούν «σε μια ανώτερη δύναμη». Γι’ αυτό και πολλοί Τουρκοκύπριοι είδαν τις πρόσφατες προσπάθειες λύσης του Κυπριακού σαν μια μοναδική διέξοδο, προσδοκώντας να αρπαχτούν από την Ευρώπη για να δημιουργήσουν μια ταυτότητα. Με αυτά τα δεδομένα, φαίνεται ότι το κυριότερο ζητούμενο σήμερα στον τόπο μας είναι να αποκατασταθεί η τρωθείσα εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο βασικές κοινότητες του νησιού. Πέρα από τις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού, η οποία σίγουρα πρέπει να εγγυάται ένα πλαίσιο σταθερότητας και λειτουργικότητας, υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει στο επίπεδο της κοινωνίας. Θα πρέπει να ξεπεραστούν αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, να μην κληροδοτηθούν και στις νέες γενιές.
Από την άλλη φαίνεται ότι η ιδιόρρυθμη αυτή αναζήτηση ταυτότητας από τους Τουρκοκύπριους, είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι έποικοι δεν έχουν αφομοιωθεί στα κατεχόμενα. Εκτός από τις περιπτώσεις των γάμων με Τουρκοκύπριους, οι έποικοι εξακολουθούν, τριάντα χρόνια μετά την εισβολή να παραμένουν ξένοι για την Κύπρο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια εθνική ομάδα μη αφομοιώσιμη. Παρ’ όλα αυτά, η προσέγγιση μας απέναντι στους εποίκους-ανθρώπους δεν πρέπει να συγχέεται με την πολιτική μας τοποθέτηση απέναντι στον παράνομο εποικισμό. Ναι, ο εποικισμός είναι ένα έγκλημα πολέμου που βαρύνει την Τουρκία. Που τις συνέπειές του, όμως, υφίστανται οι Κύπριοι, για την ώρα κυρίως οι Τουρκοκύπριοι. Από την άλλη όμως πρέπει να αποδεχτούμε ότι οι έποικοι ως απλοί άνθρωποι είναι κι αυτοί κατά κάποιο τρόπο πιόνια στη σκακιέρα μιας επεκτατικής πολιτικής.
Γι’ αυτό η λύση που θα βρεθεί στο πρόβλημα του εποικισμού θα πρέπει αφ’ ενός να αναστρέφει όσο είναι δυνατόν τις συνέπειες της παρανομίας, αφ’ ετέρου δε να προνοεί για τον έποικο-άνθρωπο ούτως ώστε αν θα φύγει να φύγει με οικονομική εξασφάλιση μέσα σε συνθήκες αξιοπρέπειας. Την άλλη πτυχή της διαφορετικότητας στην Κύπρο του σήμερα, την γνωρίζουμε όλοι λίγο πολύ. Είναι οι ξένοι εργάτες και οι Πόντιοι, εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι πια μόνιμα εγκατεστημένοι στην Κύπρο. Και γι’ αυτούς, δυστυχώς, έχουν αναπτυχθεί κάποιες έτοιμες συμπεριφορές. Αν τύχει, για παράδειγμα, να κάνει μια παράβαση ένας Σριλανκέζος, τότε ακούμε γενικεύσεις που λένε: «είδες οι Μαυρήες. Είναι όλοι εγκληματίες, αποβράσματα της κοινωνίας», κλπ.
Το ίδιο και για τους Πόντιους. Αν συλληφθεί ένας νεαρός Πόντιος διαρρήκτης, αυτό σημαίνει ότι όλοι οι Πόντιοι είναι κλέφτες, ναρκομανείς, κλπ. Φυσικά δεν λέμε ποτέ ότι όλοι εμείς είμαστε κλέφτες αν συλληφθεί ένας Ελληνοκύπριος νεαρός να κάνει κάποιο ποινικό αδίκημα. Αυτές οι γενικεύσεις πηγάζουν από ένα γενικότερο αίσθημα ανασφάλειας απέναντι στο ξένο, σ’ αυτό που δεν γνωρίζουμε.Τόσο οι διάφοροι ξένοι εργάτες, όσο και οι Πόντιοι, είναι στην πλειοψηφία τους άνθρωποι ταλαιπωρημένοι μεν από την φτώχια και τη μετανάστευση, αλλά αξιοπρεπείς και εργατικοί.
Που συνήθως πίσω στη χώρα τους έχουν πολύ δεμένες οικογένειες, ανήκουν σε κοινότητες και κοινωνίες όπου μαζί με τη φτώχια υπάρχει ακόμα ήθος και απλότητα. Όπως ήταν κάποτε οι Κύπριοι που μετανάστευαν στην Αγγλία και στην Αμερική για να πλένουν πιάτα…Όλα αυτά τα αισθήματα, η φοβία απέναντι στους Τουρκοκύπριους, η ανασφάλεια απέναντι στους ξένους και τους Ποντίους, δείχνουν ότι υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει στην κοινωνία μας μέχρι να προσαρμοστούμε στους ευρωπαϊκούς στόχους. Φαίνεται ότι, όπως και η ίδια η Ευρώπη, δεχόμαστε αυτές τις ωραίες ιδέες για συνύπαρξη, για πολυπολιτισμική κοινωνία, αλλά στην πράξη δυσκολευόμαστε. Αυτή η δυσκολία, χαράσσει έναν ρόλο για την Εκκλησία της Κύπρου. Επειδή τα προβλήματα που αναφέραμε, τόσο αναφορικά με τους Τουρκοκύπριους που είναι συμπατριώτες μας μιας άλλης εθνικότητας, όσο και αναφορικά με τους ξένους, είναι κατά βάθος προβλήματα πνευματικά. Είναι κατά βάθος προβλήματα αυτοσυνειδησίας και ταυτότητας. Για να νοιώθω ανασφάλεια απέναντι στον άλλον, τον ξένο, σημαίνει ότι έχω έλλειψη αυτοπεποίθησης, σημαίνει ότι η δική μου ταυτότητα έχει κενά. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα ζευγάρια.
Έχω δει πολλά ζευγάρια να χωρίζουν από έλλειψη ανοχής, από αδυναμία να δεχτεί ο ένας την ιδιαιτερότητα του άλλου. Αυτό όμως σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ταυτότητα. Δεν ξέρουν οι ίδιοι ποιοι είναι, επομένως η διαφορετικότητα του άλλου είναι γι’ αυτούς κίνδυνος και απειλή. Ενώ όποιος είναι σίγουρος για την ταυτότητά του, ούτε απειλείται, ούτε καταβροχθίζεται. Έργο της Εκκλησίας λοιπόν είναι να δημιουργεί τις πνευματικές εκείνες προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν στην ανοχή και την ειρηνική συνύπαρξη όλων των εθνοτήτων που ζουν σήμερα στην Κύπρο ή που πιθανόν να ζουν στο εγγύς μέλλον.Η Εκκλησία πρέπει να καλλιεργεί την ελληνική και ορθόδοξη ταυτότητα στους Ελληνοκύπριους έτσι ώστε να ξέρουν ποιοι είναι και από ποια παράδοση έρχονται.
Μια ταυτότητα που επειδή ακριβώς θα είναι πλήρης, θα είναι αγαπητική και ανεκτική προς τους άλλους. Ως η πλειοψηφία στο νησί, θα πρέπει με το λόγο και τα έργα μας να δώσουμε το μήνυμα σε όλους, ντόπιους και ξένους πως δεν πρεσβεύουμε μια πίστη μισαλλοδοξίας και αποκλεισμού αλλά μια πίστη αγάπης και ανοχής. Δεν λεω ότι ο δρόμος αυτός είναι εύκολος, ή ότι η Ευρώπη κατάφερε να υλοποιήσει στην πράξη αυτές τις αρχές. Είναι όμως ένας δρόμος που πρέπει να βαδίσουμε. Και Υιοθετώντας δε αυτές τις προσεγγίσεις που σήμερα πρεσβεύει η Ευρώπη, θα καταλάβουμε σιγά σιγά ότι αρχίζουμε να βρισκόμαστε σε δικό μας έδαφος.
Τέτοιες προσεγγίσεις όχι μόνο δεν είναι ξένες για μάς, αλλά αποτελούν μέρος της δικής μας κληρονομιάς, της ορθόδοξης και της ελληνικής μας κληρονομιάς.
Μ’ αυτό τον τρόπο, η Ευρώπη, δηλαδή ο άλλος, θα γίνει ο καταλύτης για να ξαναδούμε μέσα από τα μάτια του ένα κομμάτι του εαυτού μας που είχαμε χάσει.
πηγή: http://e-politismos.gr/php/articles.php?lng=gr&pg=173