kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Αρχεία για 'ΙΣΤΟΡΙΚΑ'

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ KΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

Συγγραφέας: kantonopou στις 27 Σεπτεμβρίου 2013

23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1821 - ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1821:

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ  KΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

  Tοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου                                                                           Πατρῶν  κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

            Στίς 23 Σεπτεμβρίου τοῦ 1821, ἡ Τριπολιτσά ἔπεφτε στά χέρια τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι ὑπό τόν Ἀρχιστράτηγο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη εἰσῆλθαν θριαμβευτές καί νικητές καί ἐλευθέρωσαν τόν τόπο, τόν ποτισμένο μέ τό αἷμα καί τό δάκρυ Νεομαρτύρων εὐκλεῶν καί ἡρώων τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος. Ὁ θρυλικός Γέρος τοῦ Μωρηᾶ γονάτισε καί κλαίοντας φίλησε τό ἁγιασμένο χῶμα τῶν πατέρων του, καί διέταξε νά κόψουν τό κλαρί, πού κρεμάστηκαν οἱ πρόγονοί του.

            Τώρα δικαιώνονταν οἱ ἀγῶνες αἰώνων. Τώρα ἔπαιρνε ἐκδίκηση τό Γένος ὁλόκληρο. Τώρα γινόταν πανηγύρι στόν οὐρανό ἀπό τίς ψυχές ὅλων ἐκείνων, πού αἰῶνες ἐσφάδαζαν κάτω ἀπό τό σπαθί καί τό μαχαίρι τοῦ βάρβαρου κατακτητή.

            Εὐφραίνονταν οἱ Νεομάρτυρες Δημήτριος καί Παῦλος, τά λαμπρά παλληκάρια τῆς Πελοποννήσου, πού τήν κεφαλήν ἀπετμήθησαν ἐν μέσῃ Τριπολιτσᾷ ὑπέρ τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Πίστεως καί τῆς ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος. Συναγάλλονταν δέ, ὁ ἡρωικός Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Πέτρος ὁ Τριπολίτης, ὁ Ἱερομάρτυς Λάζαρος, οἱ Μάρτυρες τῶν «Ὀρλωφικῶν», πού μέ τρόπο φρικτό ἐτελειώθηκαν στήν «Παλουκόραχη» μέ πρῶτο τόν ἀνασκολοπισθέντα Δεσπότη, τόν Ἐθνομάρτυρα Ἄνθιμο Βάρβογλη.

Ὅμως ὁ Θοδωράκης πρέπει νά τρέξῃ. Τόν περιμένουν. Θά ζοῦν ἄραγε; Εἶναι στήν φοβερή φυλακή τοῦ Σεραγιοῦ τοῦ Πασᾶ. Ἀπό τόν Μάρτη εἶναι στά κάτεργα, ἀπό δέ τόν Ἀπρίλιο τούς ἔχουν δεμένους σέ ἕνα κούτσουρο μέ ἁλυσίδα «ὡς ὀκάδες ἑκατόν» (Ἰωσήφ Ἀνδρούσης). Γιά νά κινηθῇ ἕνας, ἔπρεπε ὅλοι νά γυρίζουν δεμένοι στό ἀπαίσιο ξύλο. Νηστικοί, μέσα στίς λάσπες καί τίς ἀκαθαρσίες. «Τήν Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ, 17 Ἀπριλίου 1821, μετεφέρθησαν εἰς τό κάτω μέρος τοῦ Σεραγίου, εἰς δεινοτάτην καί φρικτοτάτην εἱρκτήν τῶν καταδίκων… Αὐτή δέ ἡ εἱρκτή περιωρισμένη εἰς ἕν δωμάτιον ἔκειτο ὑπό τό Σεράγιον ἐπί τοῦ ἐδάφους… καί ἐδέθησαν ὅλοι εἰς τό φοβερόν κούτσουρον, εἰς τάς ὀπάς τοῦ ὁποίου εἰσήρχοντο οἱ πόδες τῶν βασανιζομένων… Εἰσελθόντες δέ εἰς ταύτην τήν φυλακήν, συνέδεσαν διά μακρᾶς ἁλύσεως τούς Ἀρχιερεῖς καί Προύχοντας  τήν ἑσπέραν ἐκείνην… ὥστε οὐδέ τούς πόδας ἠδύναντο νά ἐκτείνωσιν, ἀλλά νυχθημερόν καθήμενοι διελέγοντο καί οὕτως διῆλθον ἐπί πέντε ὁλοκλήρους μῆνας, μή δυνάμενοι νά ἀνακλιθῶσι… Ἀέναος ἱδρώς ἔρρεε ποταμηδόν ἐκ τῶν σωμάτων αὐτῶν, ἐξ οὗ τά ἐνδύματα αὐτῶν ἐσάπησαν…» (Διάκονος Ἰωσήφ Ζαφειρόπουλος).  

Νά ζοῦν ἄραγε; Εἶναι οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς  Πελοποννήσου:  Τριπολιτσᾶς ΔανιήλὁΜονεμβασίας Χρύσανθοςὁ Ἀνδρούσης Ἰωσήφ Δημητσάνης ΦιλόθεοςὁΝαυπλίου Γρηγόριος Χριστιανουπόλεως Γερμανός Κορίνθου Κύριλλοςκαί  Ὠλένης Φιλάρετος. Μαζί τους καί οἱ Πρόκριτοι: Ἀναστάσιος Μαυρομιχάλης, γιός τοῦ Πετρόμπεη, Ἰωάννης Τομαρᾶς, Ἀντωνάκης Καραπατᾶς, Ἰωάννης Βιλαέτης, Πανάγος Κυριακός, Ἀναγνώστης Κωστόπουλος, Ἀνδρέας Καλαμογδάρτης, Μῆτρος Ροδόπουλος, Σωτηράκης Νοταρᾶς, ωάννης Περούκας, Γιαννούλης Καραμάνος, Ἀναγνώστης Κοπανίτζας, Μελέτης Μελετόπουλος, Νικόλαος Γεωργακόπουλος, Θεόδωρος Δεληγιάννης καί  Παπαλέξης.  Τούς κάλεσαν οἱ Τοῦρκοι μέ μπαμπεσιά καί τούς ρίξανε στήν φυλακή, ὥστε νά μείνῃ ὁ ἀγῶνας ἀκέφαλος. Ξέρει ὁ Θοδωρής, ὅτι κάποιοι δέν ἄντεξαν καί ἔφυγαν γιά τόν οὐρανό καί περιμένουν ἀπό ’κεῖ νά δοῦν τήν ἄνοιξη, τόν ἥλιο καί τήν λευτεριά.

            Σπάει μέ ὁρμή τήν πόρτα καί μπαίνει στό φοβερό καί ἀνήλιο μπουντρούμι. Ἀκούει βογγητά. Προσπαθεῖ νά γνωρίσῃ τούς σκελετούς, πού ἀναπνέουν μέ δυσκολία. Καταλαβαίνει ἀπό τήν μορφή καί τήν γενειάδα. Ὁ Δεσπότης τῆς Τριπολιτσᾶς, ὁ Δανιήλ! Ζεῖ καί ἀναπνέει μέ δυσκολία, ἀλλά ζεῖ. Δόξα τῷ Θεῷ! Κάνει τόν σταυρό του κλαίοντας ὁ Σταυραετός τοῦ Μωρηᾶ. Σκύβει καί φιλεῖ τό ἁγιασμένο μέτωπο τοῦ Δεσπότη. «Στό ’ταξα Δεσπότη μου ὅτι θά ’ρθῶ καί θά σέ λευτερώσω. Νά τώρα κράτησα τόν λόγο μου…». Καί παρακεῖ, ἄλλος ἀνασαίνει βαρειά. Τρέχει ὁ Στρατηλάτης τοῦ Μωρηᾶ, προσπαθεῖ νά δῇ… Ναί τόν γνώρισε… εἶναι ὁ Ἰωσήφ, ὁ Δεσπότης τῆς Ἀνδρούσης τῆς Μεσσηνίας, Τριπολιτσιώτης καί αὐτός. «Ἰωσήφ, μή πεθάνῃς τώρα…», φωνάζει ὁ Γέρος, «πρέπει νά δῇς λεύτερη τήν Τριπολιτσά, τήν πατρίδα σου. Κάνε κουράγιο Ἰωσήφ, μή μοῦ πεθάνῃς τώρα…». Μέ μιᾶς κόβει τήν βαρειά ἁλυσίδα, παίρνει στόν ὦμο τούς Δεσποτάδες —κόκκαλα μόνο ἔχουν μείνει, μέ τήν σάρκα κολλημένη πάνω τους καί τίς πληγές βαθειές ἀπό τήν σιδερένια λαιμαργιά— καί τούς βγάζει στό φῶς. Οἱ ἄλλοι λευτερώνουν, ὅσους ἀπό τούς Προκρίτους ζοῦσαν ἀκόμη.

            Καθώς ὁ ἥλιος λάμπει πάνω ἀπό τήν πόλη, πού εἶναι πνιγμένη στό αἷμα ἀπό τήν φοβερή στῆθος μέ στῆθος μάχη, ἡ μοῦσα πλησιάζει μέ μορφή ἀνθρώπινη καί μέ λαλιά ἀγγέλου τούς θρυλικούς ἀγωνιστές, καί γλυκά τούς θωπεύει μέ τόν ρυθμό της, μεταφέροντας τόν πόνο καί τήν ἐλπίδα ὁλόκληρων γενεῶν:

«Κοιμόμουν μ’ ἕνα ὄνειρο

καί εἶχα μιάν ἐλπίδα

νά ξημερώσω καί νά ἰδῶ

ἐλεύθερη πατρίδα…».

            Καί ἐκεῖνοι οἱ μισοπεθαμένοι πού ζωντάνεψαν μέ μιᾶς, πού πῆραν δύναμη λές καί ἦταν λιοντάρια ἀνήμερα, ἀπαντοῦσαν μαζί μέ τόν γυιό τοῦ Κωνσταντῆ καί τῆς Ζαμπέτας (τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη), τραγουδῶντας, θές μυστικά, θές φωναχτά, ὅσο μποροῦσαν, ποιός ξέρει… !

«Ξύπνα καημένε μου ραγιά!

    Ξύπνα νά ἰδῇς τήν λευτεριά!».

            Ὁ ἡρωικός Ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης Ἰωσήφ θά γράψῃ στά ἀπομνημονεύματά του: «Μέσα εἰς τήν φοβεράν φυλακήν, δεμένοι εἰς τό κούτσουρο μέ τήν ἁλυσίδα ὡς ὀκάδες ἑκατόν, σκέλετρα ἐγίναμε καί ἀπέβημεν ἀγνώριστοι. Τό δέρμα ἐκόλλησεν εἰς τά ὀστᾶ μας. Οἱ ψύλλοι καί οἱ κοριοί μιλιούνια μᾶς ἐβασάνιζον…». Αὐτός ὁ Δεσπότης ἔγινε ὁ πρῶτος Μινίστρος (Ὑπουργός) τῆς Θρησκείας καί τῆς Παιδείας τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος. Προσέφερε πολλά στόν τόπο καί ἔφυγε ἀπό αὐτό τόν κόσμο πονεμένος, ἀδικημένος, καταφρονεμένος.

            Ὁ Δανιήλ, ὁ Δεσπότης τῆς Τριπολιτσᾶς, πρῶτος ἐξάδελφος  τοῦ Ἁγίου Ἐθνοϊερομάρτυρος Γρηγορίου τοῦ Ε’ —ἀλήθεια, τί σόγια ἦταν αὐτά, τί φύτρα, τί καρδιές!— ἔφυγε πάμπτωχος ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί μόνος. Πλοῦτος του, ἡ ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα.

            Ὁ πρωτεργάτης τῆς λευτεριᾶς, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, δικάστηκε ἄδικα καί φυλακίστηκε καί παρ’ ὀλίγο νά θανατωθῇ, ἔτσι, γιά τό εὐχαριστῶ… γιατί ἐλευθέρωσε τήν Ἑλλάδα.

            Ὅλα αὐτά τά γράφομε, γιά νά μή ξεχνᾶμε τήν ἱστορία μας. Νά μή λησμονοῦμε, μέ ποιά τιμή λευτερωθήκαμε. Ὅλα αὐτά τά ἀνασύρομε γιά μιά ἀκόμη φορά στήν ἐπιφάνεια, γιά νά μάθουν τά παιδιά μας (γιατί δέν γνωρίζουν, ἀφοῦ δέν διδάχθηκαν ποτέ) τήν ἱστορία μας καί τήν ἔνδοξη πορεία τοῦ Γένους μας. Ὅλα αὐτά τά λέμε μέ πόνο ψυχῆς γιά τήν σημερινή κατάντια τῆς Πατρίδος μας, ἀλλά καί μέ ὑπερηφάνεια γιά τούς ἡρωϊκούς προγόνους μας, οἱ ὁποῖοι θυσιάστηκαν γιά νά μᾶς ἐλευθερώσουν.  Ὅλα αὐτά τά φωνάζομε μέ ὅλη μας τήν δύναμη, γιά νά ἀκούσουν οἱ «μικροί», οἱ «ὀλίγοι», οἱ «ἐλάχιστοι», οἱ ἀνιστόρητοι, οἱ μητραλοῖες, οἱ παραχαράκτες τῆς ἱστορίας, οἱ πράκτορες καί ὑπηρέτες τῶν ξένων συμφερόντων, πού κάπου-κάπου ὡς ἔχιδνες ὑψώνουν τήν ἀνεγκέφαλη κεφαλή τους καί ἀφήνουν τήν ἰοβόλο γλῶσσα τους, γιά νά σπιλώσουν μνῆμες ἱερές καί ἀγῶνες πού κερδίθηκαν μέ αἵματα, μέ φρικτά μαρτύρια καί θυσίες, τίς ὁποῖες οὐδέποτε οἱ παραπάνω κατενόησαν, ἀφοῦ εἶναι ἀνίκανοι ἀκόμη καί κάτω ἀπό τήν σκιά τῶν ἡρώων νά περάσουν.

            Ὅμως ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν Ἑλλήνων ὕψωσε μνημεῖο δόξης γι’ αὐτούς πού θυσιάστηκαν στήν Τριπολιτσά, γιά τούς Ἀρχιερεῖς καί τούς Προκρίτους τῆς Πελοποννήσου, καί ἔστησε λαμπρόν ἀνδριάντα γιά τόν Γέρο τοῦ Μωρηᾶ, ἐκεῖ δίπλα στό μνημεῖο τῶν πρώτων καί ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν πού ἔπεσαν πάνω στά τείχη καί μέσα στήν πόλη τῆς Τριπολιτσᾶς, γιά τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ὁλόκληρης.

            Τό 1836 ἐκδόθηκε εἰδικό μετάλλιο σέ ἀνάμνηση τῆς ἅλωσης τῆς Τριπολιτσᾶς. Στήν μία ὄψη φέρει τήν ἐπιγραφή «Ο ΔΕ ΘΕΟΣ ΗΓΕΙΤΟ ΑΥΤΩΝ-ΤΡΙΠΟΛΙΣ 23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1821» καί παριστάνει δύο ἀγωνιστές, πού ὑποβοηθοῦν μιά γυναῖκα μέ ἀρχαιοελληνική ἐνδυμασία καί ἀσπίδα νά σηκωθῇ ὄρθια καί στήν ἄλλη τήν προτομή τοῦ Πέτρου Μαυρομιχάλη.

            Μάρτυρες στέκονται στούς αἰῶνες αὐτά τά τρόπαια τῆς δόξης καί τῆς νίκης τῶν ἡρώων, μαζί μέ τήν λαϊκή μοῦσα πού τραγούδησε τήν δόξα τῶν ἀγωνιστῶν καί ἐλευθερωτῶν τῆς Τριπολιτσᾶς:

«Πῆραν τά κάστρα, πῆραν τα, πῆραν καί τά δερβένια,

πῆραν καί τήν Τριπολιτσά τήν ξακουσμένη χώρα».

            Μάρτυρας τῆς νίκης καί ὁ Ἐθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, ὁ ὁποῖος στόν περίφημο καί ξακουστό Ὕμνο του στήν Ἐλευθερία, ἀφιερώνει μεγάλο μέρος στήν ἀπελευθέρωση τῆς Τριπολιτσᾶς. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρει χαρακτηριστικά:

Ἄ, τί νύχτα ἦταν ἐκείνη,

πού τήν τρέμει ὁ λογισμός,

ἄλλος ὕπνος δέν ἐγίνῃ,

πάρεξ θάνατου πικρός.

. . . . . . . . . . . .

Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀστέρι,

δέν φυσᾷς τώρα σύ πλιό

στῶν ψευδόπιστων τό ἀστέρι.

Φύσα, φύσα εἰς τόν ΣΤΑΥΡΟ

. . . . . . . . . . . . 

            Ναί, ὅλα αὐτά γιά μή ξεχνᾶμε!

            Ναί, ὅλα αὐτά γιά τήν ἱστορία μας καί τούς Ἥρωες καί Μάρτυρες τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος μας!

            Ναί, ὅλα αὐτά γιά τά παιδιά μας!

Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η Ιστορία της Ι. Μονής Παναγίας Δέσποινας (Σεϊνδάγια) Συρίας.

Συγγραφέας: kantonopou στις 9 Σεπτεμβρίου 2013

 

Το Μοναστήρι της Παναγίας Σαϊνδανάγια ή Σεϊντανάγια,χτίστηκε το 547 μ.Χ. από τον ευσεβή Αυτοκράτορα Ιουστινιανό, όταν στρατοπέδευσε στην περιοχή προετοιμαζόμενος να πολεμήσει τους Πέρσες.

 
Τότε και ενώ οδιψασμένος στρατός μας είχε ξεμείνει από νερό και βρισκόταν σε απελπιστική θέση, ο Θρακιώτης Αυτοκράτοράς μας βλέπει ξαφνικά ένα ελάφι να ανεβαίνει σε ένα ψηλό λόφο και τρέχει να το κυνηγήσειΣαν έφτασε στην κορυφή, είδε έκπληκτος άφθονο γλυκό, πόσιμο νερό, ενώ στη θέση του ελαφιού φάνηκε μέσα σε λαμπρό φως η Παναγιά και ακούστηκε η φωνή της, που του ζητούσε να χτίσει εκεί επάνω, μια Εκκλησία προς τιμήν της, προς τιμήν της Κυρίας Θεοτόκου!
Και έτσι, ο βασιλιάς μας έδωσε αμέσως εντολή να σχεδιάσουν το Ναό οι αρχιτέκτονες. Όμως ο καιρός περνούσε και εκείνοιδεν μπορούσαν να καταλήξουν στο σχέδιο.
   Τότε εμφανίστηκε πάλι η Παναγία, αυτή τη φορά στον ύπνο του Ιουστινιανού και του έδειξε το σχέδιο του Μοναστηριού της, λέγοντας πως εκείνη θα ήταν η προστάτιδά του!
   Και βάση εκείνου του σχεδίου χτίστηκε τελικά από τον ευλαβή Ιουστινιανό το καστρομονάστηρο της Παναγιάς στη Σεϊντανάγια της Συρίας!
   Η Ορθόδοξη αυτή Μονή της Συρίας είναι γυναικείο Μοναστήρι, που εορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου, κατά το Γενέθλιον της Θεοτόκου! Σεϊντανάγια δε, θα πει “Δέσποινα“!
 
   Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ
   Η θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς – El Chagoura όπως την ονομάζουν οι ντόπιοι, που σημαίνει «η διάσημη» – είναι έργο του Ευαγγελιστού Λουκά και ήρθε εδώ πολλά χρόνια αφότου κατασκευάστηκε η Μονή από τον Ιουστινιανό.
 
 Συγκεκριμένα, προς το τέλος του όγδοου αιώνα, κάποιος Έλληνας μοναχός ονόματι Θεόδωρος, στο ταξίδι του προς τους Αγίους Τόπους, σταμάτησε για ανάπαυση στη Μονή. Φεύγοντας για Ιεροσόλυμα, η σεβαστή Ηγουμένη της Σεϊντανάγια του ζήτησε να αγοράσει από εκεί κάποια συγκεκριμένη πολύτιμη και λεπτή, μικρή εικόνα της Θεοτόκου!
   Ο Μοναχός όμως ξέχασε τελείως το ζήτημα και αφού προσκύνησε στους Αγίους Τόπους, ξεκίνησε να γυρίσει πίσω.
   Όμως δεν είχε φύγει μακριά, όταναπότομα τον σταμάτησε μια άγνωστη φωνή λέγοντάς του: “Μήπως έχεις ξεχάσει κάτι στην Ιερουσαλήμ; Αυτό που σου ζήτησε η Ηγουμένη;”!
   Ο Μοναχός επέστρεψε τότε αμέσως στα Ιεροσόλυμα και βρήκε την όμορφη Εικόνα του Θεοτόκου που του παρήγγειλε η Ηγουμένη του Μοναστηριού και την αγόρασε!
   Κατά τη διάρκεια δε του ταξιδιού πίσω στη Μονή, έμεινε κατάπληκτος από τα θαύματα που γινόταν μέσω της Εικόνας! Διότι ενώ τη μια φορά τους επιτέθηκαν αδίστακτοι ληστές και την άλλη άγρια κτήνηο Θεόδωρος κράτησε με δέος τη συγκεκριμένη Εικόνα της Παναγίας προσευχόμενος στη Χάρη της και ω του θαύματος, σώθηκαν δυο φορές και αυτός και το υπόλοιπο καραβάνι από τρομερό κίνδυνο!
 Επιστρέφοντας λοιπόν στη Μονή και γνωρίζοντας πόσο πολύτιμη και θαυματουργή θεία χάριτι ήταν η συγκεκριμένη Εικόνα της Θεοτόκου, αποφάσισε να παρακάμψει τη Σεϊντνάγια και να τραβήξει με πλοιάριο για την Αίγυπτο!
Σηκώθηκε όμως μια τόσο άγρια θύελλα, που θα βυθιζόταν και αυτός μαζί με το σκάφος, οπότε αμέσως τον έλεγξε η συνείδησή του και αποφάσισε να γυρίσει την Εικόνα στη Σαϊντνάγια.
   Έτσι, βγήκε πάλι στην ακτή και έφτασε τελικά στο Μοναστήρι. Έμεινε τέσσερις ημέρες εκεί, αλλά πάλι του ήρθε μια ακατανίκητη επιθυμία – πειρασμός, να κρατήσει για δική του τη θαυματουργή Εικόνα! Έτσι το επόμενο πρωί μαζί με την Εικόνα της Παναγίας Δέσποινας πήγε να φύγει κρυφά, αλλά ω του θαύματος! Ένας αόρατος τοίχος σαν από πολλές πέτρες έφραξε ξαφνικά την πόρτα της Μονής!
 Με αστείρευτα τότε δάκρυα, έπεσε και ζήτησε μεταμελημένοςσυγνώμη από την Ηγουμένη, ομολογώντας την πράξη του, αλλά καιδοξάζοντας το Θεό και ευχαριστώντας την Παναγιά, που τόσα μεγάλα θαύματα τον αξίωσε να δει μέχρι τότε!
   Από εκείνη την ημέρα, η ιερή Εικόνα έχει παραμείνει στη Μονή, όπου καταφθάνουν χιλιάδες προσκυνητές από όλη την Ανατολή και τη Δύση!
Αναμεσά τους και εκατοντάδες Μουσουλμάνοι, που προστρέχουν σε κάθε ανάγκη στη χάρη της Θεοτόκου και ομολογούν οι ίδιοι και εγγράφως τα αμέτρητα θαύματά της! Και έτσι ξέρουν…
πηγή ΝΟΙΑΖΟΜΑΙ -Θησαυρός Γνώσεων & Ευσεβείας

Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η Ορθόδοξη παρουσία στη Μεγάλη Ελλάδα (μακαριστού μοναχού Κοσμά Αγιορείτη †12/12/2010)

Συγγραφέας: kantonopou στις 20 Αυγούστου 2013

Όλοι λίγο-πολύ ακούσαμε για τις αποικίες των αρχαίων Ελλήνων στη νότιο Ιταλία και τη Σικελία. Πόλεις όπως η Ελέα, ο Τάρας, η Σύβαρις, ο Κρότων, οι Επιζεφύριοι Λοκροί, το Ρήγιον, η Μεσσήνη, η Κατάνη και κυρίως οι Συρακούσες είναι πολύ γνωστές σε αυτούς που μελετούν την αρχαία ιστορία. Πνευματικά αναστήματα του ύψους ενός Αισχύλου, ενός Ηροδότου κι ενός Πυθαγόρα άφησαν την τελευταία τους πνοή εδώ. Φιλόσοφοι νόες, όπως αυτοί του Εμπεδοκλή από τον Ακράγαντα και του Παρμενίδη από την Ελέα προκαλούν και σήμερα το δέος. Ένας μεγάλος ποιητής, ο Πίνδαρος, γνώρισε καλά την προστασία του τυράννου των Συρακουσών “εν πολυμάλω Σικελία”, όπως γράφει στον Πυθιόνικο. Ο Πλάτων, αργότερα, ταξίδεψε τρεις φορές στην ίδια πόλη για να πραγματώσει τα πολιτικά του δράματα. Εκεί ο λιτοδίαιτος Αθηναίος ξαφνιάστηκε από τον σικελικό πλούτο· “Ελθόντα δε με ο ταύτη λεγόμενος αυ βίος ευδαίμων, Ιταλιωτών τε και Συρακουσίων τραπεζών πλήρης, ουδαμή ουδαμώς ήρεσεν”. (Επιστολή Ζ’).
Οι Ρωμαίοι με την κατάκτηση και τη λεηλασία των Συρακουσών στα 212 π.Χ. εδραίωσαν την κατοχή της Μ. Ελλάδος. Φρόντισαν όμως να σκοτώσουν τον Αρχιμήδη. Ήταν η μοναδική προσφορά τους στον τομέα της επιστήμης… Σίγουρα η περιοχή ήταν ο τόπος, όπου οι Ρωμαίοι ήρθαν σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό και δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τη γνωστή φράση του Οράτιου τη σχετική με τον εξελληνισμό της Ρώμης. Οφείλουμε όμως να τονίσουμε ότι ο Ελληνισμός μετέφερε και το Χριστιανισμό στη Δύση. Η επιστολή του αποστόλου Παύλου προς Ρωμαίους γράφτηκε στα Ελληνικά, η αρχική εκκλησιαστική γλώσσα της Ρώμης ήταν η ελληνική, όπως μαρτυρούν και οι κατακόμβες της. Κι εδώ η Μεγάλη Ελλάδα στάθηκε πολύτιμος αγωγός και πέρασμα γιά τον εκπολιτισμό της Εσπερίας. Ο άγιος Μαρκιανός π.χ. στάλθηκε από την Ελληνική Αντιόχεια, από τον απόστολο Πέτρο, ως επίσκοπος στις Συρακούσες.
Οι Άγιοι Ηλίας ο Σικελιώτης και Φιλάρετος ο κηπουρός.
Σύντομα αρχίζει η κατασκευή μικρού ναού
προς τιμήν τους στη Σεμινάρα,
στην τοποθεσία ακριβώς που υπήρξε παλαιά
το περίφημο μοναστήρι του Αγίου Φιλαρέτου.
Ο Ελληνισμός, χριστιανικός πια, άντεξε και μετά τις γοτθικές επιδρομές του 5ου αι. μ.Χ. Όταν τον επόμενο αιώνα ο Ιουστινιανός έστειλε το στρατηγό Βελισσάριο να ανακτήσει την περιοχή από τους βαρβάρους “αυτώ (Βελισσαρίω) προσεχώρουν οσημέραι οι ταύτη άνθρωποι”, γιατί ανήκαν στο ίδιο Γένος και γι’ αυτό οι Ρωμηοί φυσιολογικά επιβλήθηκαν επί αιώνες. Οι Φράγκοι ιστορικοί μιλούν για “εκβυζανπσμό” της περιοχής, αφού προηγουμένως φρόντισαν να υψώσουν αδιαπέραστα τείχη μεταξύ των διαφόρων ιστορικών περιόδων. Δεν έχουμε, εξ άλλου, καμία μάχη των “Βυζαντινών” εναντίον των Καλαβρών, γιατί απλούστατα δεν μπορούσαν να πολεμήσουν εναντίον του λαού τους!
Γύρω στο 580, όμως οι Λογγοβάρδοι, ένα γερμανικό φύλο, έφθασαν μέχρι τον Τάραντα. Έτσι οι Ρωμηοί έδωσαν τ’ όνομα της αρχαίας Καλαβρίας (Απουληίας) στη σημερινή ομώνυμη περιοχή για λόγους κύρους, επειδή έχασαν εκεί πολλά μέρη από τους εισβολείς.
Η εξάπλωση του Μονοφυσιτισμού στη Μέση Ανατολή ανάγκασε πολλούς ορθοδόξους μοναχούς να καταφύγουν στη Μ. Ελλάδα. Η φυγή συνεχίσθηκε κι όταν οι Άραβες τον 7ο αι. κατέκτησαν την Παλαιστίνη και τη Συρία. Όμως το πιο μεγάλο πλήθος των μοναχών έφθασε εδώ με την Εικονομαχία. Ολόκληρες μοναστικές αδελφότητες ήρθαν σ’ αυτές τις εικονόφιλες περιοχές, φέρνοντας μαζί τους βαθειά εκκλησιαστική και θύραθεν παιδεία, κτιτορικά και μοναστικά τυπικά, πολύτιμα χειρόγραφα, εικόνες και άγια λείψανα. Στα 732/33 ο αυτοκράτωρ Λέων Γ’ ο Ίσαυρος, αντιδρώντας στην εικονόφιλη στάση του Πάπα Ρώμης, υπήγαγε τη Μ. Ελλάδα εκκλησιαστικά στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός το οποίο έμελλε να έχει βαρύνουσες επιπτώσεις στον εκκλησιαστικό και τον εν γένει πολιτισμό της περιοχής. Ολόκληρος ο βίος διαποτίζεται από την ανατολική πνευματικότητα, τα μοναστήρια ανέρχονται σ’ εκατοντάδες κι αναδεικνύονται μεγάλες οσιακές μορφές· ο όσιος Ηλίας ο Σικελιώτης, ο όσιος Ηλίας ο Σπηλαιώτης, ο όσιος Φιλάρετος, ο όσιος Νείλος, ο όσιος Ιωάννης ο Θεριστής και ο όσιος Νικόδημος είναι μερικοί απ’ αυτούς. Στην Καλαβρία κατέφυγαν τον 9ο και 10ο αι. μοναχοί από τη Σικελία, όταν οι Άραβες της Αφρικής πέρασαν στα 827 μ.Χ. στο νησί κι άρχισαν να το κατακτούν.
Οι Άγιοι Νικόλαος, Αμβρόσιος και Ιωάννης Θεριστής.
Τα ιερά λείψανά τους βρίσκονται στην
γειτονική κωμόπολη του Στύλου.
(Διά χειρός Ν. Χούτου).
Εκείνο, όμως, που αλλάζει οριστικά την κατάσταση είναι η Σύνοδος του Μέλφι (1059). Κατ’ αυτή οι τυχοδιώκτες Νορμανδοί έδωσαν όρκο πίστεως στον Πάπα και υποσχέθηκαν να υποτάξουν τη Μεγάλη Ελλάδα. Με την κατάληψη του Παλέρμο (Πανόρμου) και του Μπάρι (Βάρεως) στα 1071 οι κατακτητές προχώρησαν στην επί βάσεων εκκλησιαστική αναδιοργάνωση των κτήσεών τους. Στη Σικελία εύκολα τοποθέτησαν Φράγκους επισκόπους, αλλά στην Καλαβρία δυσκολεύτηκαν πολύ. Εδώ ο εκλατινισμός, πολλές φορές βίαιος, διήρκεσε επί πολύ, γιατί η αντίσταση των Ορθοδόξων ήταν σθεναρή. Στο Ρήγιο αντικατέστησαν τον αρχιεπίσκοπο Βασίλειο μ’ έναν νεαρό στα 1089. Σώζεται η επιστολή του αρχιεπισκόπου, όπου διαφαίνεται καθαρά η βία των κατακτητών και της Ρώμης. Μνημονεύουμε απλώς εδώ την περίπτωση δύο μεγάλων ομολογητών, μετά το Σχίσμα του 1054, του οσίου Λουκά (†1114) και του οσίου Βαρθολομαίου (†1131) που διασώθηκαν θαυματουργικά από τις φλόγες που άναψαν οι Φραγκολατίνοι. Η βαθμιαία απομάκρυνση από την ορθόδοξη Ανατολή, ο επιτεινόμενος έλεγχος στον ορθόδοξο μοναχισμό και οι διαρκείς κατακτήσεις από διάφορα έθνη οδήγησαν στην παρακμή του χριστιανικού Ελληνισμού. Στον Ιέρακα (Gerace) αντικατέστησε το ορθόδοξο τυπικό με το λατινικό ο πρώην αγιορείτης Αθανάσιος Χαλκεόπουλος, στα 1480, ως λατίνος επίσκοπος της πόλης, ενώ στη Βούα (Bova) το άλλαξε ο αρμενοκύπριος Ιούλιος Σταυριανός στα 1572.
Ο Όσιος Ηλίας ο Σπηλαιώτης.
(Διά χειρός Κ. Κωνσταντάτου).
Εκοιμήθη στις 11 Σεπτεμβρίου του 960 μ.Χ.
Στο σπήλαιό του, όπου αναβλύζει
μέχρι σήμερα θαυματουργό Αγίασμα,
τελείται αγρυπνία κάθε χρόνο στη μνήμη του
Η παρακμή των ελληνορρύθμων πια μοναστηριών ήταν εμφανής. Στα 1579 ο Πάπας για να επιτύχει τον απόλυτο εκλατινισμό οργάνωσε όλους τους Έλληνες μοναχούς της Μ. Ελλάδας σε τάγμα, κατά τα δυτικά πρότυπα, στο γνωστό τάγμα των Βασιλειανών. Στις αρχές του 19ου αι. από τα ελάχιστα ελληνόρρυθμα που είχαν απομείνει, ο Πάπας κατήργησε 13 στην Καλαβρία. Όσον αφορά την περιουσία, αυτή καταπατήθηκε με διάφορους τρόπους, όπως με την commenda, δηλαδή δια της παραδόσεως αυτών σε διάφορα λαϊκά πρόσωπα – ευγενείς που “έπαιρναν” τα εισοδήματα. Εξ άλλου, αρχής γενομένης από τους Νορμανδούς, οι διάφοροι κατακτητές δώριζαν μοναστήρια ολόκληρα στα φραγκολατινικά που ίδρυσαν οι ίδιοι.
Μέσα στον γενικό εκλατινισμό διασώθηκαν δύο γλωσσικές νησίδες, τα γνωστά ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας και τα εννέα της Απουλίας. Οι κάτοικοι τους μέχρι σήμερα μιλούν μια διάλεκτο από αρχαία, μεσαιωνικά και νεότερα γλωσσικά στοιχεία, τεκμήριο εναργές της αδιάσπαστης ελληνικής παρουσίας.
Φάνηκε για λίγο ότι θα μπορούσαν ν’ ανασχέσουν αυτήν την παρακμή οι πολυάριθμοι Έλληνες και αλβανόφωνοι που κατέφθασαν από τον Μοριά και την Ήπειρο μετά την τουρκική πρόελαση κατά τον 15ο αι. Τελικά η παπική εκκλησία αναγκάσθηκε στα 1919 να ιδρύσει την Ουνίτικη επισκοπή του Λούγκρο για τους αλβανόφωνους της Καλαβρίας. Για τους αλβανόφωνους της Σικελίας ιδρύθηκε άλλη όμοια επισκοπή στην Piana dei Greci, έξω από το Παλέρμο.
Ν.Α. άποψη του καθολικού της μονής.
Διακρίνεται η “πύλη”, μεταγενέστερη προσθήκη
των Νορμανδών.
Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η Μεγάλη Ελλάδα αποτελούσε μόνο υπόθεση της Αρχαιολογίας μια και όλη η περιοχή είναι κατάσπαρτη από ερείπια ναών, μοναστηριών, σπηλαίων και ορθοδόξων τοπωνυμιών, αγιορείτες μοναχοί εγκατεστάθηκαν στο ερειπωμένο μοναστήρι του οσίου Ιωάννη του Θεριστή το φθινόπωρο του 1994. Έκτοτε νεοχειροτονηθέντες αυτόχθονες ιερείς τελούν ιερές Ακολουθίες στις πόλεις Λέτσε της Απουλίας, Ρήγιο και Καταντσάρο της Καλαβρίας καθώς και στη Μεσσήνη, Κατάνη της ανατολικής Σικελίας όπου διαμένουν πολλοί φοιτητές μας, μόνιμα εγκατεστημένοι Έλληνες και άλλοι ομόδοξοι αλλοεθνείς.
Πρόσφατα τελείωσε και η ανέργεση μικρού ναΐσκου στο ελληνόφωνο χωριό του Γαλλιτσιανού για τις ανάγκες των “γκρεκάνων” Ορθόδοξων. Τον Αύγουστο του 2000 η κοινότητα του Μαντανίτσι μας παρεχώρησε τη Μονή του Ευαγγελισμού (Αν. Σικελία). Αξιοσημείωτη και συγκινητική είναι η προσέλευση των εξ Ελλάδος προσκυνητών, οι οπoίoι συμπαρίστανται ηθικά και υλικά στη διακονία αυτή. Η όλη προσπάθεια τελεί υπό την ευλογία του οικείου Μητροπολίτου Ιταλίας κ. Γενναδίου. Έτσι το όντως “Τείχος του Αίσχους” που χώριζε τις δύο ακτές του Ιονίου κατέρρευσε στο τέλος της ληγούσης χιλιετίας, αφού είχε ορθωθεί αδιαπέραστο στις αρχές της. Αυτός ο τόπος χάρισε στη Δύση δύο οικουμενικής σημασίας πολιτισμούς ΜΟΝΟΝ όταν είχε επαφές με την Ανατολή. Δίκαια αποκλήθηκε η Καλαβρία χώρα της Δύσης στραμμένη προς την Ανατολή “terra d’ occidente volta verso l’ oriente”. Τα καράβια των αρχαίων αποίκων, οι μοναχοί και οι άγιες εικόνες που κατέπλεαν θαυματουργικά στις ακτές της έσμιγαν ειρηνικά τις δύο ακτές. Οι σημερινοί προσκυνητές φέρνουν εικόνες, κεριά, λιβάνι, λείψανα, βιβλία των “σχισματικών” Ελλήνων, το δίλεπτο της χήρας και τα δάκρυα. Οι ιεροί τόποι άρχισαν, τολμούμε να πούμε προς δόξαν Θεού, να αναδίδουν ουράνιες ευωδιές…
Ο Όσιος Ιωάννης ο Θεριστής
επ’ ονόματι του οποίου τιμάται
το ομώνυμο μοναστήρι
στις 24 Φεβρουαρίου.
(διά χειρός Ν. Κωνσταντάτου)
Τρεις είναι οι παράγοντες που επέτρεψαν και προκάλεσαν την επιστροφή της Ορθοδοξίας στη Μ. Ελλάδα. Ο πρώτος ήταν η έντονη επιθυμία μερικών πεφωτισμένων Καλαβρών, οι οποίοι ανέπτυξαν σχέσεις με την Ελλάδα και ιδιαίτερα με το Άγιον Όρος. Ο δεύτερος είναι η Ενωμένη Ευρώπη, η οποία επιτρέπει άνετη και απρόσκοπτη κίνηση μεταξύ των πολιτών των κρατών – μελών της. Είτε το θέλουμε είτε όχι, καλούμαστε να ζήσουμε στην εποχή μας, όπου γίνεται πολύς λόγος για παγκοσμιοποίηση, διασπορά, μειονότητες, ανθρώπινα δικαιώματα και πολυπολιτισμικότητα. Ο τρίτος παράγοντας είναι η αποϊεροποίηση του Δυτικού κόσμου, ο οποίος εναγωνίως αναζητά το ιερό ακόμη και στις επικίνδυνες σέκτες και τις αποκρυφιστικές θρησκείες. Η παρουσία μας σ’ έναν τόπο που είχε τραφεί με φιλοκαλικά κείμενα κατά το παρελθόν είναι ευπρόσδεκτη και προκαλεί ποικίλες συζητήσεις, καλές περιέργειες και ενδιαφέρουσες αναζητήσεις.
Κοντά σ’ όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι ο περιφρονημένος ιταλικός Νότος αρχίζει να κατανοεί ότι με τον Ελληνισμό γίνεται σεβαστός. Σε μια εποχή που η φιλοκαλία και άλλα ασκητικά ορθόδοξα κείμενα γνωρίζουν απανωτές εκδόσεις, κυρίως στον Βορρά (!), η ορθόδοξη παρουσία σ’ έναν τόπο που κάποτε “παρήγαγε” τέτοιου είδους πνευματικότητα έχει βαρύνουσα σημασία. Την ιστορία πρέπει να τη μελετούμε. Λαοί χωρίς μνήμη είναι καταδικασμένοι να εξαφανισθούν μέσα στη σύγχρονη τηλεοπτική και καταναλωτική ισοπέδωση. Για να εξηγήσουμε το παρόν, πρέπει να σπουδάζουμε το παρελθόν. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε όμηροί του. Αν δεν επικοινωνήσουμε με την εποχή μας, η παρουσία μας εδώ είναι μια τουριστική περιπλάνηση. Για μας ο τόπος δεν είναι μόνο ανάμνηση, δεν είναι μουσείο, γιατί μουσείο είναι η ληξιαρχική πράξη ταφής ενός πολιτισμού. Παραφράζοντας τον ψαλμικό στίχο μπορούμε να πούμε ότι “η Ιστορία μου ενώπιόν μου εστί διαπαντός”. Το παρελθόν είναι μια διαρκώς κινούμενη πραγματικότητα, ρευστή, ακαθόριστη και απρόβλεπτη. Ο τόπος εμπνέει για νέες δημιουργίες. Τα παλιά είναι καινούργια κι επίκαιρα, αφού τα διαπερνάει το πνεύμα της Εκκλησίας.
Στην μακραίωνη πνευματική του διαδρομή ο Ελληνισμός μεγαλούργησε, όταν ανοίχθηκε, όταν συναντήθηκε με άλλους πολιτισμούς. Πρέπει πάντοτε να έχουμε υπ’ όψιν το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι αποικίες, κατά την αρχαιότητα, όπως επίσης και την οικουμενικότητα της ορθοδόξου αυτοκρατορίας.
Η Μεγάλη Ελλάδα με το πλούσιο παρελθόν της, με μια σύγχρονη και ορθόδοξη παρουσία, με τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που παρέχει η Pax Europea μπορεί να αποτελέσει ένα ανοιχτό βήμα απ’ όπου μπορούμε να μιλούμε και να συζητούμε συνεχώς. Το διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον των Ιταλών για την ορθόδοξη πνευματικότητα και την εικόνα είναι ενδεικτικό του ότι ο Χριστιανικός Ελληνισμός είναι επίκαιρος.
Άραγε εμείς οι Ελλαδικοί θα συλλάβουμε τα μηνύματα των καιρών;
http://fdathanasiou.wordpress.com
 

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑΣ

Συγγραφέας: kantonopou στις 10 Αυγούστου 2013

Ο Γεώργιος Χατζηκώνστας γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1753 και ήταν παντρεμένος με την Αικατερίνη Μελαχρινού με την οποία απέκτησε 8 παιδιά.

Τα πρώτα μαθητικά του χρόνια σπούδασε στα Γιάννενα, κοντά στους περίφημους δασκάλους της εποχής Μπαλάνους και στη συνέχεια φεύγει για την Κωνσταντινούπολη.

Εκεί δραστηριοποιείται με το εμπόριο πολύτιμων ειδών, για να μετακομίσει το 1815 στη συνέχεια και να εγκατασταθεί τελικά στην Μόσχα μετά τον θάνατο του αδελφού του. Στην Μόσχα καταλυτική είναι η γνωριμία του με τους ήδη γνωστούς και οικονομικά εύπορους Ηπειρώτες αδερφούς Ριζάρη και Ζωσιμάδες.

Οι αγνές ευαισθησίες του και το πατριωτικό του συναίσθημα δεν αργούν να εκδηλωθούν.

Η αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Ιωάννινα, είναι τέτοια, που μετά το 1840 αναλαμβάνει την αποπεράτωση των Ιερών Ναών του Αγίου Νικολάου Αγοράς και του Αγίου Αθανασίου.

Ανεγείρει επίσης προς ανακούφιση των πασχόντων Νοσοκομεία στα Ιωάννινα και στο Μεσολόγγι, τα οποία φέρουν το όνομά του.
Βοηθά επίσης οικονομικά κάθε έκδοση βιβλίου, που έχει σχέση με τον Διαφωτισμό και ενισχύει οικονομικά σχολεία, αλλά και απλούς φτωχούς πολίτες.
Η ευεργετική του δράση απλώνεται και στην πόλη των Αθηνών, όπου ανεγείρει το ορφανοτροφείο αρρένων, ορίζοντας ισόβιο Πρόεδρό του τον επίσης γνωστό Ηπειρώτη Τραπεζίτη και Ιδρυτή της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος Γεώργιο Σταύρου.

Πέθανε το 1845.

http://www.romnios.gr

Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΟΜΠΟΛΗΣ

Συγγραφέας: kantonopou στις 10 Αυγούστου 2013

Ο Ιωάννης Δομπόλης γεννήθηκε το 1769 στην Πετρούπολη.

Ηπειρώτης στην καταγωγή από το χωριό Κρετσούνιτσα της επαρχίας Κουρέντων και γιος του Τριαντάφυλλου Δομπόλη, ο Ιωάννης έμαθε τα πρώτα του ελληνικά γράμματα στη γεννέτηρά του, την Πετρούπολη.
Παράλληλα μαθαίνει γαλλικά και ρωσικά.

Επαγγελματικά ασχολείται με το εμπόριο και με διάφορες τραπεζικές επιχειρήσεις , μεγαλώνοντας έτσι την ήδη μεγάλη περιουσία του πατέρα του.

Δημιουργεί σχέσεις με επιφανείς ομογενείς καθώς και με μέλη της Αυτοκρατορικής Αυλής της Ρωσίας.

Σημαντική υπήρξε η γνωριμία του το 1809 με τον Ιωάννη Καποδίστρια ,τον μετέπειτα Υπουργό των Εξωτερικών της Αυτοκρατορικής Ρωσίας και αργότερα πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδος.

Το 1811 ανέλαβε την οικονομική διαχείριση της περιουσίας του , ενώ από το 1815 και μέχρι το 1820 του ανατέθηκε η ευθύνη του ταμείου της Φιλομούσου Εταιρείας της Ρωσίας. 

Το 1828, με την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, έρχεται στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στην Αίγινα, αναλαμβάνοντας γενικός ταμίας των Οικονομικών της Ελλάδος, θέση που διατηρεί ως τον Νοέμβριο 1829.

Το 1830 επιστρέφει στην Πετρούπολη λόγω προβλημάτων υγείας , όπου ζει μέχρι το θάνατό του το 1850, τιμώμενος μάλιστα με τίτλο ευγενείας.

Κατά την θητεία του ως «πρόβουλος Οικονομίας» (Υπουργός Οικονομικών) συμβάλλει τα μέγιστα στην ίδρυση Εθνικής Χρηματικής Τράπεζας στο Ναύπλιο, πρωτεύουσας του τότε Ελληνικού Κράτους, καταθέτοντας δικά του χρήματα για τα πρώτα κεφάλαια της νεοσύστατης Τράπεζας.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της φιλοπατρίας που διέκρινε τον Ιωάννη Δομπόλη είναι και το γεγονός ότι εργάσθηκε αμισθί, διαθέτοντας τα χρηματικά ποσά που απέρρεαν από τις διάφορες θέσεις που κατείχε για τις ανάγκες του Έθνους.

Από τις σημαντικότερες προσφορές του στο Έθνος υπήρξε αυτή της διάθεσης του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους της περιουσίας του για την ανέγερση και συντήρηση στην πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους νέου Ιδρύματος Ανώτατης Εκπαίδευσης, το οποίο θα ονομαζόταν προς τιμή του πρώτου Κυβερνήτη της Χώρας μας Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο.

Ελπίδα μάλιστα του ευεργέτη ήταν το νέο Πανεπιστήμιο να ανεγερθεί στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ήλπιζε κατά την εκτέλεση της διαθήκης του ότι θα ήταν η πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους.
Επειδή κάτι τέτοιο δεν έγινε και στην Αθήνα υπήρχε ήδη το Εθνικό Πανεπιστήμιο, το έτος 1911 το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, για να κληρονομήσει την τεράστια περιουσία του Ιωάννη Δομπόλη, διχοτομείται σε δύο «τύποις» ανεξάρτητες νομικά οντότητες, το Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον, στο οποίο υπάγονταν οι θεωρητικές σχολές και στο Εθνικόν Πανεπιστήμιον, στο οποίο υπάγονταν οι θετικές σχολές.
Ακολούθως το 1932 τα δύο νομικά πρόσωπα συγχωνεύθηκαν ξανά και το ίδρυμα μετονομάστηκε σε «Αθήνησι Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον», ονομασία που διατηρεί σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι και σήμερα, ανακηρύσσοντας παράλληλα και τον Ιωάννη Δομπόλη σε Μέγα Ευεργέτη του.

http://www.romnios.gr

Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ

Συγγραφέας: kantonopou στις 10 Αυγούστου 2013

Ανιψιός των αδελφών Τοσίτσα, ο Νικόλαος Στουρνάρας γεννήθηκε το 1806 στο Μέτσοβο.

Ταξιδεύει αρχικά στο Λιβόρνο της Ιταλίας και στη συνέχεια με παρότρυνση των εύπορων θείων του σπουδάζει στο Παρίσι ανώτερες εμποροβιομηχανικές σπουδές. Μετά τις σπουδές του εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και εργάζεται στον εμπορικό οίκο, που διατηρούν οι θείοι του Τοσίτσας Μιχαήλ, Νικόλαος, Κωνσταντίνος και Θεόδωρος.
Οξύς νους, εμπορικό πνεύμα και εργατικότητα χαρακτηρίζουν τον Νικ. Στουρνάρα, ο οποίος γρήγορα διακρίνεται για τις ικανότητές του και τον δυναμισμό του, στοιχεία που του αποφέρουν οικονομική ευμάρεια.

Με έντονο το πατριωτικό αίσθημα και γαλουχημένος με την ιδέα της προσφοράς προς τον πλησίον, αλλά και την αναγκαιότητα των Επιστημών και της Παιδείας ως μοχλών ανάπτυξης του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, αφήνει με την διαθήκη του ολόκληρη την περιουσία του για να κτισθεί στην Αθήνα «λαμπρόν Πολυτεχνείο, όπου θα διδάσκονται οι βάναυσοι και ωραίαι τέχναι». 

Είναι ο πρώτος από τους Μετσοβίτες ευεργέτης του Πολυτεχνείου, προς τιμή των οποίων (οι άλλοι ήσαν οι Μιχαήλ και Ελένη Τοσίτσα και Γεώργιος Αβέρωφ) το σπουδαίο τούτο πνευματικό Ίδρυμα ονομάστηκε «Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο».

Σημαντικές υπήρξαν επίσης και οι δωρεές που άφησε για την ανέγερση και χρηματοδότηση σχολείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων τόσο στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Μέτσοβο, όσο και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Πεθαίνει νέος σε ηλικία 47 ετών, βυθίζοντας σε βαρύ πένθος τους οικείους του και τον Ελληνισμό γενικότερα .

http://www.romnios.gr

Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΤΟΣΙΤΣΑΣ

Συγγραφέας: kantonopou στις 10 Αυγούστου 2013

Μετσοβίτης στην καταγωγή ο Μιχαήλ Τοσίτσας γεννήθηκε στις 3 -1 -1787. Τα πρώτα βασικά γράμματα τα έμαθε στο Μέτσοβο και σε ηλικία 10 χρονών συνεχίζει τις σπουδές του στην Θεσσαλονίκη, όπου μαθαίνει παράλληλα την τέχνη της γουναρικής στην βιοτεχνία γουναρικών, που διατηρεί εκεί ο πατέρας του Αναστάσιος.

Ακολούθως, σε ηλικία μόλις 20 ετών, μαζί με τα άλλα του αδέρφια Νικόλαο, Κωνσταντίνο και Θεόδωρο αναλαμβάνουν την επιχείρηση του πατέρα τους και επεκτείνονται εμπορικά προς την Αίγυπτο, την Ρωσία και την Ιταλία. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου η οικονομική του ευμάρεια φθάνει στο αποκορύφωμά της.

Αποκτά τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις από βαμβάκι και τίθεται γενικός επίτροπος και διαχειριστής της γης του Τούρκου ηγεμόνα Μεχμέτ Αλή, του οποίου κερδίζει την συμπάθεια και εύνοιά του. Στις επιχειρήσεις του μετέχει πλέον και ο αγαπημένος του ανιψιός Νικ. Στουρνάρας
Υπήρξε ο πρώτος πρόξενος του Νεοελληνικού Κράτους στην Αλεξάνδρεια.
Οι δωρεές του Μιχ. Τοσίτσα αρχίζουν να διαδέχονται η μία την άλλη. 
Στην Αλεξάνδρεια όπου ζει, προσφέρει οικόπεδο και ανεγείρει τον μεγαλοπρεπή Ναό του Ευαγγελισμού. Δημιουργεί Παρθεναγωγείο, Ελληνικό και Αλληλοδιδακτικό Σχολείο, διαθέτει χρήματα για τις ανάγκες σε νεκροταφείο της εκεί ομογένειας, ιδρύει την Τοσιτσιαία Δημοτική Σχολή Αλεξανδρείας στο κτίριο της οποίας στεγάζεται σήμερα τα ομώνυμο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο και ανακαινίζει το Νοσοκομείο, που είχε οικοδομηθεί προηγουμένως με δωρεά του αδελφού του Θεοδώρου.
Κατά την διάρκεια της Επανάστασης και με την βοήθεια της γυναίκας του ενισχύει τον απελευθερωτικό αγώνα με διάφορους τρόπους . Διαθέτει χρήματα για την εξαγορά Ελλήνων σκλάβων αιχμαλώτων της Πελοποννήσου, μετά την επιδρομή του Ιμπραήμ. Αρκετούς από αυτούς τους στέλνει για σπουδές σε ευρωπαϊκές χώρες, φροντίζοντας παράλληλα για την μετέπειτα αποκατάστασή τους.

Αφιερώνει σημαντικά χρήματα για αγαθοεργούς και πολιτισμικούς σκοπούς στο Μέτσοβο, ενώ όσον αφορά την μητέρα Ελλάδα δαπανά τεράστια ποσά σε έργα εξωραϊσμού οδών και πλατειών των Αθηνών και χρηματοδοτεί εξίσου πλουσιοπάροχα το φτωχοκομείο Αθηνών, το Αρσάκειο Οικοτροφείο, το Οφθαλμιατρείο, διάφορα Νοσοκομεία, το Ελληνικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης κι άλλα.

Από τις πιο σημαντικές ευεργεσίες του αποτελεί η διάθεση του ποσού των εκατό χιλιάδων (100.000) γαλλικών φράγκων από την περιουσία του για το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, επηρεαζόμενος και από τον απροσδόκητο θάνατο του αγαπημένου του ανιψιού Νικ. Στουρνάρα, ο οποίος είχε αφήσει την περιουσία του στο ίδιο Ίδρυμα.

Αξιοσημείωτη και αξιομνημόνευτη ήταν επίσης η δράση και η προσφορά της συζύγου του Ελένης Τοσίτσα, η οποία με την σειρά της αφιέρωσε αρκετά χρηματικά ποσά στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, στην Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία για την ανέγερση Αλληλοδιδακτικού Σχολείου και στον καταρτισμό Πανεπιστημιακής Εθνοφυλακής. Μερίμνησε και διέθεσε επίσης οικόπεδα για την ανέγερση κτιρίων του Πολυτεχνείου και του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

http://www.romnios.gr

Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΑΓΚΑΣ (Η ΠΑΓΚΑΣ)

Συγγραφέας: kantonopou στις 10 Αυγούστου 2013

Ο Ιωάννης Μπάγκας ( ή Πάγκας ) γεννήθηκε το 1814 στην Κορυτσά της Βορείου Ηπείρου. Έμπορος στο επάγγελμα, ο Ιωάννης Μπάγκας κατέχει ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στον κατάλογο των Ηπειρωτών για τον λόγο ότι αφήνει όλη του την περιουσία «δια έργα εθνωφελή ή φιλάνθρωπα» καθώς βρίσκεται ο ίδιος εν ζωή, κρατώντας ένα μικρό ποσό για τον εαυτό του ίσα – ίσα για να μπορεί να συντηρείται. Σε νεαρή ηλικία εγκαταλείπει την πατρίδα του και κατοικεί στην αρχή στη Θήβα και στη συνέχεια στην Χαλκίδα, όχι όμως για μακρύ χρονικό διάστημα.

Ακολουθούν ως νέοι τόποι εγκατάστασης η Αίγυπτος, η Ρουμανία και τέλος η Αθήνα.

Οξύς νους και εργατικός χαρακτήρας, ο Ιωάννης Μπάγκας αποκτά μεγάλη περιουσία, την οποία αρχίζει να διαθέτει αρχικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του.

Έτσι το 1887-88 προσφέρει σημαντική χορηγία για την ομαλή λειτουργία της Ελληνικής Σχολής στην Κορυτσά, για τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης της και την πληρωμή των διδακτηρίων. 

Οικοδομεί επίσης ένα κτιριακό μέγαρο στο κέντρο της Αθήνας στην πλατεία Ομονοίας, που στα χρόνια που ακολουθούν γίνεται ξενοδοχείο, το γνωστό «Μέγας Αλέξανδρος».

Στις 16 Αυγούστου 1889 δωρίζει επίσημα με συμβολαιογραφική πράξη ολόκληρη την περιουσία του στο  ελληνικό κράτος, κρατώντας μόνο 1.000 δραχμές τον μήνα για την συντήρησή του.

Δωρίζει ακόμη στο Ελληνικό Δημόσιο την οικία του στην Αθήνα , έργο του γνωστού αρχιτέκτονα της εποχής Τσίλλλερ, καθώς και ένα κτιριακό μέγαρο, που φέρει την ονομασία «Μπάγκειον».

Πέθανε σε ηλικία 81 ετών στην Αθήνα.

http://www.romnios.gr

Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

Συγγραφέας: kantonopou στις 10 Αυγούστου 2013

Γιος του Ιωάννη Σταύρου, προεστού της πόλης των Ιωαννίνων, ο Γεώργιος Σταύρου γεννήθηκε στην ομώνυμη πόλη το 1787, όπου και σπούδασε στα πρώτα χρόνια της μαθητικής ζωής του.

Δάσκαλοί του οι περίφημοι λόγιοι της εποχής του Μπαλαναίοι και Ψαλίδας.
Ακολούθως έφυγε για την Βιέννη, όπου συνέχισε τις σπουδές του στην Περίφημη τότε Εμπορική Σχολή της Βιέννης.

Το 1811 αναλαμβάνει την διεύθυνση του Εμπορικού γραφείου, που διατηρούσε ο πατέρας του και ανέρχεται γρήγορα σε ιδιαίτερη οικονομική μορφή του Ελληνισμού στο Εξωτερικό.

Η εταιρεία του αποτυπώνει στο καθολικό λογιστικό της βιβλίο, το εμπόριο των  συναλλαγματικών σε συνάρτηση με το εμπόριο βαμβακιού στο βαλκανικό χώρο, με συνακόλουθη ενέργεια την αντίστροφη ροή των συναλλαγματικών και των νομισμάτων. Επιτυγχάνει έτσι τον υπολογισμό της αξίας των συναλλαγμάτων στην τιμή του βαμβακιού στις ευρωπαϊκές χώρες. 

Υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ενώ σε ηλικία μόλις 27 ετών γίνεται μέλος της «Φιλόμουσου Εταιρείας» Βιέννης.

Επιστρέφει στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1824 και εργάζεται ως γραμματέας του Γ. Κουντουριώτη.

  Κατόπιν, μετά την έλευση στην Ελλάδα του πρώτου Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, γίνεται μέλος πολλών επιτροπών με εξέχουσες αυτές του Ελεγκτή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομίας καθώς και της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας.

Το 1841 ιδρύει την Εθνική Τράπεζα, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για την οικονομική υπόσταση του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους.

Τελεί ο πρώτος της διευθυντής, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην στήριξη και ομαλή λειτουργία του πρώτου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος του Κράτους.

Ταυτόχρονα μεριμνά για την ανέγερση οικοτροφείου Αρρένων στα Ιωάννινα και ενισχύει με σημαντικά ποσά μοναστήρια, εκκλησίες και βοηθά τους φτωχούς και τους ηλικιωμένους, χρηματοδοτώντας Νοσοκομεία και γηροκομεία.

Πέθανε το 1869.

http://www.romnios.gr

Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

190 χρόνια από τη μεγάλη θυσία του Μάρκου Μπότσαρη

Συγγραφέας: kantonopou στις 9 Αυγούστου 2013

Γράφει ὁ Γεώργιος Κουρκούτας
Αὔγουστος 1823 – Αὔγουστος 2013
Στὶς 9 Αὐγούστου 1823, πρὶν ἀπὸ 190 χρόνια, στὸ Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου φονεύεται σὲ πολεμικὴ ἐπιχείρηση ἐναντίον τῶν Τούρκων ὁ Μάρκος Μπότσαρης. Εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἐμβληματικὲς μορφὲς τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Ἐκπρόσωπος τοῦ Σουλίου στὴν ἀγωνιζόμενη Ἑλλάδα, ἀναδείχθηκε, μὲ τὴν συμμετοχὴ καὶ τὴν ἡρωική του θυσία σὲ ἡλικία μόλις 33 ἐτῶν, σὲ θρυλικὴ μορφὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΟΥΛΙ
Τὸ Σούλι ἀποτελοῦσε πρὶν τὸ 1821 μία ἰδιότυπη μορφὴ κοινοπολιτείας ἑλληνικῶν χωριῶν στὴν Ἤπειρο ἀπὸ τέσσερα χωριά: τὸν Ἀβαρίκο, τὴν Σαμονίβα, τὸ Σούλι καὶ τὴν Κιάφα. Στὴν συνέχεια, κατὰ τὸν 18ο αιώνα στὸ τετραχώρι αὐτὸ προσεχώρησαν καὶ ἄλλα χωριὰ καὶ διαμορφώθηκε μία αὐτόνομη περιοχὴ στὴν καρδιὰ τῆς Ἠπείρου, ποὺ δὲν ὑπολόγιζε τὰ Σουλτανικὰ στρατεύματα. Δεῖγμα αὐτῆς τῆς ἀνυπότακτης νοοτροπίας ἦταν τόσο οἱ διαρκεῖς πολεμικὲς ἀντιπαραθέσεις μὲ τοὺς Στρατοὺς ποὺ ἔστελναν οἱ Ὀθωμανοί, ἀλλὰ καὶ τὸ πεῖσμα τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ νὰ καταλάβει τὸ Σούλι (κάτι ποὺ τὸ κατάφερε τὸ 1803). Με μία σειρὰ πολέμων ἀπέναντι στὴν τουρκικὴ διοίκηση τῆς περιοχῆς οἱ Σουλιῶτες διατήρησαν τὸ ἀνυπότακτο φρόνημά τους. Εἶχαν Ὀρθόδοξη πίστη, Ἑλληνικὴ-Ρωμαίικη συνείδηση (αὐτὸ μαρτυροῦν ὅλες οἱ προσωπικὲς μαρτυρίες, ἀπὸ τὰ γράμματά τους ὡς τὰ Δημοτικά τους τραγούδια, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐν γένει στάση τους στοὺς Ἐθνικοὺς Ἀγῶνες τοῦ Ἑλληνισμοῦ), ἀλλὰ ὁμιλοῦσαν ὡς δίγλωσσοι καὶ τὴν ἀρβανίτικη γλώσσα. 
Ὁ Μάρκος Μπότσαρης ἦταν μέλος τῆς σουλιώτικης φάρας, γνωστῆς μὲ τὸ ὄνομα Μποτσαραῖοι ἢ Μποτσαράτες. Ὑπῆρξε μέχρι τὸ 1800 ἡ πιὸ ἰσχυρὴ φάρα τοῦ Σουλίου. Ἀντίπαλοί τους ἦταν ἡ ἰσχυρὴ φάρα τῶν Τζαβελαίων. Τὸ 1790 γεννήθηκε στὸ Σούλι…

ὁ Μάρκος, υἱὸς τοῦ Κίτσου Μπότσαρη καὶ 2 χρόνια μετὰ ὁ ἀδελφός του Κώστας. Τὸ 1800 πεθαίνει ὁ ἀρχηγὸς τῆς φάρας τῶν Μποτσαράτων Γιώργης Μπότσαρης καὶ τὴν θέση του παίρνει υἱὸς του Κίτσος (ὁ πατέρας τοῦ Μάρκου). Τὸ Σούλι ὅμως δεχόταν συνεχῶς ἐπιθέσεις καὶ μάλιστα λυσσαλέες ἀπὸ τὸν Ἀλὴ Πασὰ καὶ τὸν υἱὸ τοῦ Βελή. Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1803 πέφτει τὸ Σούλι καὶ οἱ περισσότεροι Σουλιῶτες καταφεύγουν στὴν Πάργα.

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΗ
Στὶς 7 Ἀπριλίου 1804 γίνεται φονικὴ μάχη στὴν Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου κοντὰ στὸ χωριὸ Σέλτσο στὰ Ἄγραφα, ὅπου εἶχαν καταφύγει Σουλιῶτες. Ἀνάμεσα στοὺς ἐλάχιστους ποὺ διασώθηκαν καὶ κατέφυγαν στὴν Πάργα ἦταν καὶ ὁ Κίτσος Μπότσαρης καὶ ὁ μικρὸς Μάρκος. Ὁ Μάρκος ἀκολουθεῖ τὸν πατέρα του σὲ Κέρκυρα καὶ Λευκάδα, ὅπου ἐντάσσεται σὲ στρατιωτικὰ σώματα. Νυμφεύεται δύο φορές, πρῶτα τὴν Ἑλένη Καρακίτσου καὶ μετὰ τὴν Χρυσούλα Καλογήρου. Οἱ Σουλιῶτες στὰ Ἑπτάνησα δημιουργοῦν ἀξιόλογα στρατιωτικὰ τμήματα, ὅπου ἀναδεικνύουν τὴν πολεμική τους ἱκανότητα. Παράλληλα ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια ποὺ βρισκόταν γιὰ κάποιο διάστημα ἐκεῖ.
Ἀφοῦ ὁ Ἀλὴς πασὰς εἶχε ἐξοντώσει τὸν κίνδυνο γιὰ τὴν ἐξουσία του ποὺ λεγόταν Σούλι, ἀποφάσισε νὲ δελεάσει πολλοὺς ἀπὸ τοὺς παλιούς του ἐχθρούς, δίνοντάς τους ἀξιώματα. Ἔτσι τὸ 1813 ὁ Κίτσος Μπότσαρης ἐπιστρέφει στὴν Ἤπειρο καὶ ἀναλαμβάνει ἀπὸ τὸν Ἀλὴ τὸ ἁρματολίκι τῶν Ἀγράφων, δολοφονεῖται ὅμως ἀπὸ τὸν ἀνταγωνιστὴ του Γῶγο Μπακόλα (ποὺ μετὰ τὸ 1821 θὰ φτάσει μὲ τὰ «καπάκια»του μὲ τοὺς Τούρκους στὴν προδοσία). Ὁ Μάρκος (νέος ἀρχηγὸς τῆς φάρας) ἐγκαθίσταται ἀπὸ τὸν Ἀλὴ πασὰ στὸν Κακολάκκο Πωγωνίου, ὅπου καὶ διαμένει ὡς τὴν ἀποστασία τοῦ Ἀλῆ πασᾶ.
Τὸ 1820 ὁ Ἀλὴς πασὰς κηρύσσεται ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη ἀποστάτης. Ὁ Μάρκος βρίσκεται σὲ δίλημμα καὶ ἀντιμετωπίζει τὸ θέμα διπλωματικά, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Σουλιωτῶν στὴν περιοχὴ Σουλίου.
Ἔτσι, ἀπὸ τὴν μία ἐντάσσεται αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του στὶς σουλτανικὲς δυνάμεις (ποὺ πολιορκοῦν τὰ Ἰωάννινα καὶ τὸν Ἀλή), ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλην διεξάγουν μυστικὲς διαπραγματεύσεις μὲ τὸν Ἀλὴ γιὰ ἐπιστροφὴ στὸ Σούλι. Τὸ τελευταῖο τὸ κατορθώνουν τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1820, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν κρυφὰ τὸ σουλτανικὸ στρατόπεδο, ἀλλὰ τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του κρατοῦνταν στὰ Ἰωάννινα ὡς ὅμηροι τοῦ Ἀλῆ.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821
Ἀφοῦ οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες (μὲ τὸν συντονισμὸ τῆς Φιλικῆς Ἐταιρίας) ἐκμεταλλεύτηκαν τὴν ἐνδοοθωμανικὴ διαμάχη (μὲ τὴν ἀποστασία τοῦ Ἀλῆ) καὶ κήρυξαν τὴν ἐπανάσταση στὰ περισσότερα μέρη, συμμετέχουν σὲ αὐτὴν καὶ σουλιώτικα τμήματα. Στὰ τέλη Ἀπριλίου 1821 Σουλιῶτες μαζὶ μὲ τοὺς συμμάχους τοὺς ἐπιτίθενται στὸ χωριὸ Λοῦρος (μεταξὺ Ἰωαννίνων καὶ Πρεβέζης) καὶ τοὺς ἑπόμενους μῆνες καταλαμβάνουν τὸ φρούριο τῆς Ρινιάσας, τοὺς Βαριάδες, τὰ Πέντε Πηγάδια καὶ τὰ Δερβίζιανα, ὅπου διακρίνεται καὶ ἡ πολεμικὴ εὐφυΐα τοῦ Μάρκου Μπότσαρη, ἐνῶ τὸν Νοέμβριο καταλαμβάνει τὴν Ἄρτα.
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1822 φονεύεται ὁ Ἀλὴς καὶ ὁ Χουρσὶτ μετὰ ἀπὸ διαπραγματεύσεις ἀπελευθερώνει τὴν οἰκογένεια τοῦ Μάρκου. Οἱ Σουλιῶτες ἔχουν ἐπιστρέψει στὸ Σούλι, τὸ ὁποῖο ὅμως τὸν Μάιο τοῦ 1822 πολιορκεῖται ἐκ νέου ἀπὸ τὶς σουλτανικὲς δυνάμεις τοῦ Χουρσὶτ πασᾶ καὶ τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη. Στὶς μάχες συμμετέχει καὶ μανιάτικο σῶμα ὑπὸ τὸν Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ὁ ὁποῖος στὴν μάχη τῆς Σπλάντζας πέφτει ἡρωικὰ στὶς 4 Ἰουλίου 1822, ἐνῶ μία ἑβδομάδα πιὸ πρίν, στὴν μάχη τῆς Πλάκας συγκρούονται οἱ Σουλιῶτες μὲ τοὺς ἀντιπάλους τους. Τὸ ὄνειρο τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ Σουλίου χάνεται καὶ στὶς 28 Ἰουλίου 1822 ὑπογράφεται στὸ ἀγγλικὸ προξενεῖο τῆς Πρέβεζας ἡ συμφωνία παράδοσης τοῦ Σουλίου καὶ ἔνοπλης ἀποχώρησης τῶν Σουλιωτῶν, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὶς 2 Σεπτεμβρίου (ἡ σύζυγος Χρυσούλα καὶ τὰ 4 παιδιὰ τοῦ Μάρκου ἀναχωροῦν γιὰ τὴν Ἀγκώνα τῆς Ἰταλίας).
Ο ΗΡΩΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Στὴν κυρίως ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα ἔχει σχηματιστεῖ Κυβέρνηση (Ἐκτελεστικὸ καὶ Βουλευτικό). Τὸ Βουλευτικὸ στὶς 11 Ὀκτωβρίου 1822 ἐγκρίνει τὸν διορισμὸ τοῦ 32χρονου Μάρκου σὲ Στρατηγὸ τῆς Δυτικῆς Στερεᾶς, περιοχῆς ὅπου κυριαρχοῦσε πολιτικὰ ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Οἱ δύο ἄνδρες πρωταγωνιστοῦν στὸν ἄθλο τῆς ἀπόκρουσης τῆς Α’ πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου (ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο ὡς τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1822). Μετὰ τὴν νίκη ὅμως ἀρχίζουν οἱ διχόνοιες ποὺ θὰ ἐξελιχθοῦν στὸν καταστροφικὸ Ἐμφύλιο.
Ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν διαμαχῶν στὴν Στερεὰ ἦταν ἡ ἀντιπαράθεση Σουλιωτῶν ὁπλαρχηγῶν μὲ τοὺς Στερεοελλαδίτες, κάτι ποὺ ὁδήγησε τὸν Μάρκο νὰ σχίσει (ἀφοῦ πρῶτα τὸ φίλησε!) τὸ δίπλωμα τῆς Στρατηγίας. Μία μαρτυρία μιλᾶ γιὰ τὴν ἀντιπαλότητα (ποὺ συνεχιζόταν) μὲ τὴν νεοαφιχθεῖσα στὸ Μεσολόγγι φάρα τῶν Τζαβελαίων (ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀρχηγοὺς στὴν Ἔξοδο τοῦ 1826 οἱ δύο ἦταν ἀπὸ τὶς δύο φάρες τοῦ Σουλίου: ὁ Νότης Μπότσαρης καὶ ὁ Κίτσος Τζαβέλας). Ὅμως ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ φράση τοῦ Μάρκου ὅταν ἔσκιζε τὸ δίπλωμα εἶναι ἔνδειξη τῆς ἀνδρείας του: «ὅποιος εἶναι ἄξιος, λαμβάνει δίπλωμα μεθαύριον ἔμπροσθεν τοῦ ἐχθροῦ» (μαρτυρία Σπ. Τρικούπη) (ἢ κατὰ ἄλλους, ὅπως τὸν Νίκ. Κασομούλη, «Ἰδοὺ τὸ δίπλωμα, τὸ ὁποῖον σᾶς ἐνοχλεῖ (καὶ τὸ ἐξέσχισεν), καὶ ὅποιος εἶναι παλληκάρι εἰς τὸν Σκόδραν [τὸν Τοῦρκο πασὰ ποὺ ἦλθε ἐναντίον τῆς Ἐπανάστασης] φαίνεται».
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΟΥ ΗΡΩΑ
Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς Ἰουνίου 1823 ἔφθασαν εἰδήσεις στὸ Μεσολόγγι ὅτι ὁ Μουσταφὰ πασὰς τῆς Σκόδρας ξεκίνησε ἀπὸ τὸν Αὐλώνα μὲ 10.000 στρατιῶτες καὶ κατεύθυνση τὴν Λάρισα. Σκοπὸς τῆς νέας αὐτῆς τουρκικῆς ἐκστρατείας ἦταν ἡ ὑποταγὴ τῆς Δυτικῆς Στερεᾶς. Ὁ πασὰς τῆς Σκόδρας φθάνοντας στὴν Θεσσαλία θὰ προχωροῦσε μέσω Καρπενησίου πρὸς τὸ Ἀγρίνιο, ὅπου θὰ ἑνωνόταν μὲ τὸν Ὀμὲρ πασὰ Βρυώνη (ὁ ὁποῖος θὰ κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἤπειρο).
Ἡ προφυλακὴ τοῦ Μουσταφᾶ πασᾶ ἔφθασε στὸ Καρπενήσι στὶς 5 Αὐγούστου, ἀποτελούμενη ἀπὸ 5.000 πεζοὺς καὶ ἱππεῖς ὑπὸ τὸν Τζελαλεντὶν μπέη, ὁ ὁποῖος στρατοπέδευσε στὸ Κεφαλόβρυσο. Μία ἑβδομάδα πιὸ πρὶν εἶχε ξεκινήσει ἑλληνικὸ σῶμα 1.200 ἀνδρῶν ὑπὸ τὴν ἡγεσία Στερεοελλαδιτῶν καὶ Σουλιωτῶν ὁπλαρχηγῶν. Ἡ ἀριθμητικὴ ὑπεροχὴ τῶν Τούρκων ἔπεισε τὸν Μάρκο (ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ ἑλληνικοῦ σώματος) νὰ ἀξιοποιήσει τὴν σουλιώτικη πολεμικὴ ἐμπειρία (ποὺ ἐνεργοῦσαν μὲ συχνὲς καταδρομὲς καὶ χτυποῦσαν καίρια τὸν ἐχθρό).
Ἀνάμεσα στὶς μεθόδους ποὺ χρησιμοποιήθηκαν ἦταν ἡ χρήση ἴδιας γλώσσας καὶ ἐνδυμασίας ἀπὸ τοὺς ἀρβανιτόφωνους Σουλιῶτες, γιὰ νὰ προκαλέσουν σύγχυση στὸν ἀντίπαλο (κάτι ποὺ σήμερα θεωρεῖται παραβίαση πολεμικῶν κανόνων καὶ τιμωρεῖται μὲ θάνατο στὶς πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις). Τὸ εἶχε ξαναεφαρμόσει ὁ Μάρκος καὶ στὰ Δερβίζιανα δύο χρόνια πιὸ πρίν.
Παρότι δὲν εἶχε τὴν στήριξη τῶν ἄλλων ὁπλαρχηγῶν, ὁ Μάρκος Μπότσαρης μὲ σῶμα 350 Σουλιωτῶν διείσδυσε στὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο τὴν νύχτα τῆς 8ης προς 9η Αυγούστου (μόνο ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἀπὸ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς ἔδωσε τὸ παρὼν στὴν μάχη).
Ἡ ἐπίθεση εἶχε ἐπιτυχία, ἀλλὰ ὁ Μάρκος Μπότσαρης τραυματίζεται θανάσιμα. Τὸν θάνατό του ἀπέκρυψαν οἱ συμπολεμιστές του, γιὰ νὰ μὴν δειλιάσουν οἱ λοιποί, καὶ τὸν μετέφεραν κρυφὰ ἐκτός τοῦ πεδίου τῆς μάχης. Οἱ τοῦρκοι ὑπέστησαν μεγάλη ἥττα: ἔπεσαν στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων 690 τυφέκια, 1000 πιστόλες, δύο σημαῖες, πολλοὶ ἵπποι καὶ ἡμίονοι. Ἀπὸ τοὺς ἕλληνες φονεύθηκαν περίπου 36 καὶ πληγώθηκαν 20. Ὁ Σπυρίδων Τρικούπης ἀναφέρει γιὰ τὸν θάνατό του: «Τὴν δὲ 10 Αὐγούστου μετεκομίσθη ὁ νεκρός του Μάρκου εἰς Μεσολόγγι ὅπου ἐκηδεύθη λαμπρῶς. Μέγα δὲ πένθος καθ’ ὅλην τὴν Ἑλλάδα διήγειρεν ὁ θάνατός του, θεωρηθεῖς δικαίως ἐθνικὸν δυστύχημα».
Ἦταν μόλις 33 ἐτῶν. Τὴν δράση του θὰ συνεχίσει ὁ ἀδελφός του Κώστας.
Τόσο ἡ θρυλική του ζωὴ ὅσο καὶ ὁ ἡρωικός του θάνατος μετέτρεψαν τὸν Μάρκο σὲ σύμβολο θάρρους καὶ τιμιότητας. Ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα ὅπου χρειάστηκε κεῖ συνέβαλε στὴν ἀνάδειξη τοῦ ἡρωισμοῦ τῶν Σουλιωτῶν. Ὁ τάφος του στὸ Μεσολόγγι (τὸ πρωτότυπο εἶναι στὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο-Παλαιὰ Βουλὴ) καὶ τὰ ἔργα τέχνης ποὺ πρόβαλαν τὴν προσφορὰ του μέχρι σήμερα μιλοῦν γιὰ μία εὐγενικὴ καὶ θαρραλέα ψυχή, ποὺ ἔφυγε νέος γιὰ τὴν Ἀθανασία.
Κλείνουμε τὸ ἀφιέρωμα αὐτὸ μὲ ἔνα ἐπίγραμμα τοῦ Γεωργίου Γαζῆ στὴν «Βιογραφία τῶν Ἡρώων Μάρκου Μπότσαρη καὶ Καραϊσκάκη» ποὺ ἐξεδόθη στὴν Αἴγινα μόλις τὸ 1828:
Πύρρος κατὰ Ρωμαίων ἀπεδείχθη θαυμαστὸς
Καὶ Σκενδέρμπεης δὲ πάλιν κατὰ Τούρκων τρομερός.
Μαρκομπότζιαρης δ’ ὠσαῦτος ἀνεφάνη ὁ αὐτός,
Εἰς τὸ Μεσολόγγι κεῖται, στήσας τρόπαιον λαμπρὸν.
Ἐνδεικτικὴ βιβλιογραφία
1. Βάσω Ψιμούλη-Μάρκος Μπότσαρης-ἐκδόσεις Τὰ Νέα
2. Σπύρ. Τρικούπης-Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Ἀθήνα 1888
3. Γιῶργος Καραμπελιᾶς –Συνωστισμένες στὸ Ζάλογγο-Ἐναλλακτικὲς ἔκδ.
4.Χριστόφορος Περραιβὸς-Ἱστορία Σουλίου καὶ Πάργας-Βενετία 1815
5. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους-τόμος ΙΒ’- Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν

Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Οι Νεομάρτυρες

Συγγραφέας: kantonopou στις 2 Αυγούστου 2013

Απαγχονισμός Αγίου Νεομάρτυρα Αργυρίου-Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Επανωμή Θεσσαλονίκης Φωτό:diakonima.gr

Απαγχονισμός Αγίου Νεομάρτυρα Αργυρίου-Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Επανωμή Θεσσαλονίκης Φωτό:diakonima.gr

Η ορολογία «Νεομάρτυρας» εμφανίζεται στην Εκκλη­σιαστική Γραμματεία αμέσως μετά τις εικονομαχικές έριδες, προκειμένου να διαχωρίσουν τους μάρτυρες της εποχής εκεί­νης από τους παλαιούς.

Σήμερα όμως χρησιμοποιείται ο όρος αυτός για τους μάρ­τυρες εκείνους που ήθλησαν κατά την περίοδο από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι και την απελευθέρωση της Ελλάδας. Στη χορεία των Νεομαρτύρων της περιόδου αυτής συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο Έλληνες αλλά και Γεωργιανοί, Αιγύπτιοι, Σέρβοι, Βούλγαροι και Ρώσοι χριστιανοί, καθώς και Τούρκοι που ασπάσθηκαν το χριστιανισμό.

Βασικά η κύρια αιτία των αιματηρών φρικαλεοτήτων της περιόδου αυτής υπήρξε η μισαλλοδοξία και ο θρησκευτικός φανατισμός των Τούρκων. Κάθε χριστιανός που καταδικάζο­νταν από τα τούρκικα δικαστήρια, για οποιαδήποτε αιτία, αφήνονταν αμέσως ελεύθερος αν δεχόταν να αρνηθεί την Ορθοδοξία και να ασπασθεί το μουσουλμανισμό. Ο αρνησίχριστος απαλλάσσονταν από κάθε φορολογία, απολάμβανε ιδιαί­τερες τιμές και διακρίσεις και του δίδονταν η ευκαιρία να ανέλθει και σε ανώτατα αξιώματα της πολιτείας.

Μερικές αιτίες και αφορμές που μπορούσαν να οδηγήσουν στο δίλημμα του εξισλαμισμού ή του μαρτυρίου ήταν:

Η απλή φιλονικία χριστιανού με Τούρκο.

Η συκοφαντία σχετικά με τυχών σχέσεις χριστιανού με μουσουλμάνιδα.

Η αμφίεση Χριστιανού, έστω για αστείο, με τούρκικα ενδύματα.

Ο φθόνος των Τούρκων για το σωματικό κάλλος, τη σωφροσύνη και την ευσέβεια των χριστιανών νέων.

Η ακόλαστη διάθεση των Τούρκων και ιδιαίτερα των Γενίτσαρων σε βάρος χριστιανών νεανίδων ή μουσουλμανίδων εναντίον χριστιανών νέων.

Ο φανατισμός του τούρκικου όχλου.

Η αποστολική και κοινωνική δράση κληρικών και μοναχών.

Οι επαναστάσεις και οι ανταρσίες.

Ο ενθουσιασμός και ο πόθος των χριστιανών για μαρ­τύριο.

Η προσέλευση των πρώτων χριστιανών στο μαρτύριο και η γενναία αντιμετώπιση των σκληρών βασανιστηρίων εντυπωσίαζε βαθειά τους πιστούς και τους γέμιζε με αισθήματα θαυμασμού, υπερηφάνειας, συμπόνιας και αγάπης για τους Μάρτυρες. Δεν έμειναν όμως ανεπηρέαστοι και οι ειδωλολάτρες θεατές. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που οι φύλακες ή οι βασανιστές των Μαρτύρων ομολόγησαν και αυτοί πίστη στο Χριστό και στη συνέχεια αναδείχθηκαν Μάρτυρες.

Αν και επίσημα από την Εκκλησία έχουμε μέχρι σήμερα λίγες αναγνωρίσεις Νεομαρτύρων, εν τούτοις στη συνείδηση του χριστεπώνυμου λαού τιμάται η μνήμη όλων εκείνων των μαρτύρων, που αντιτάχθηκαν στην προσπάθεια των Τούρκων να εκριζώσουν τη χριστιανική πίστη. Πολλοί λόγιοι άνδρες έχουν συντάξει ασματικές ακολουθίες των Νεομαρτύρων αυ­τών.

Τα ιερά λείψανα των ηρώων αυτών της πίστεώς μας εντα­φιάζονταν με τιμές από τους πιστούς, ενώ σε κάποιες περι­πτώσεις εξαγοράζονταν από τούς χριστιανούς αντί μεγάλης αμοιβής που προσέφεραν στους Τούρκους. Σήμερα φυλάσσο­νται σε πολύτιμες λάρνακες ως μαργαριτάρια της πίστεώς μας και παρέχονται στους πιστούς προς ασπασμό, ως ευλογία και άγιασμό τους. Ναοί ανεγείρονται προς τιμήν τους, εικόνες ιστορούν την άθλησή τους, ενώ καθιερώνονται τοπικές εορτές στον τόπο της γεννήσεώς των ή του μαρτυρίου τους.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν προβάλλει τους μάρτυρές της, για να λαμπρύνει μόνο το τελετουργικό της ή για να τους τιμήσει με ιδιαίτερες εορταστικές εκδηλώσεις. Ο κύριος λό­γος της προβολής και του εορτασμού τους, όπως και όλων των αγίων, είναι παιδαγωγικός και αγιαστικός. Οι πιστοί διδάσκονται τα κατορθώματα των μαρτύρων, για να είναι έ­τοιμοι, αν χρειασθεί, να τους μιμηθούν.

Σήμερα οι εξωτερικές συνθήκες δημιουργούν όλο και πιο πολλά εμπόδια στο να ζήσει κανείς στην πληρότητά της την εν Χριστώ ζωή. Οι ολοκληρωτικές πολιτικές ιδεολογίες προ­σπαθούν να εμφυσήσουν στο σύγχρονο άνθρωπο το δικό τους τρόπο σκέψης και να μεταμορφώσουν τα άτομα σε πειθήνιες αγέλες από φανατισμένους οπαδούς. Από την άλλη μεριά η καταναλωτική κοινωνία και ο τεχνοκρατικός πολιτισμός προ­βάλλουν το δικό τους ιδιόμορφο ευδαιμονισμό, που νεκρώνει τα ιδανικά, θεριεύει τη μανία για τα υλικά αγαθά και αποκτηνώνει τον άνθρωπο.

Παρατηρώντας σήμερα προσεκτικά τα «σημεία των και­ρών» πρέπει να μην ετοιμαζόμαστε μόνο για το «μαρτύριο της συνειδήσεως». Ίσως δεν είναι πολύ μακρυά ο χρόνος που θα κληθούν και πάλι οι χριστιανοί να απαντήσουν στην ερώτηση του Κυρίου προς τους Αποστόλους· «Δύνασθε πιείν το ποτήριον, ο εγώ μέλλω πιείν;» (Ματθ. 20, 22). Τότε θα φανεί ποιά είναι τα πραγματικά παιδιά του Θεού.

Πηγή: Πρωτοπρεσβυτέρου Αθανασίου Δ. Κατζιγκά, Ο Νεομάρτυς Άγιος Αργύριος ο Επανωμίτης, Έκδοση Προσκυνηματικού Ναού Αγίου Αργυρίου, Επανομή 1999.

diakonima.gr

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β΄ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ

Συγγραφέας: kantonopou στις 26 Ιουλίου 2013

250px-BasilIos

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β΄ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ

 Ο ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΚΤΟΝΟΣ

Εἰρήνης Ἀρτέμη, Θεολόγου –Φιλολόγου Μ.Α. Θεολογίας – ὑπ. διδάκτορος Θεολογίας

            Ὁ Βασίλειος ὁ Β΄ ὁ Μακεδών γεννήθηκε τό 958 στήν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν γιός τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Β΄ καί ἐγγονός τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου. Μητέρα του ἦταν ἡ Θεοφανώ. Σημαντικές πληροφορίες γιά τόν Βασίλειο ἀντλοῦμε κυρίως ἀπό τρεῖς πηγές: α) ἀπό τή Χρονογραφία τοῦ Ψελλοῦ, ἡ ὁποία στηρίζεται κυρίως σέ προφορική παράδση[1], β) ἀπό τή Σύνοψη Ἱστοριῶν τοῦ Σκυλίτζη[2], ὁ ὁποία ἂν καί εἶναι μεταγενέστερη τῆς ἐποχῆς τοῦ Βασιλείου, ἐντούτοις θεωρεῖται ἀξιόπιστη, ἐνῷ συχνά γιά ὅσα γράφονται, ὑπάρχει ἀνάλογη παραπομπή σέ ἕνα μή σωζόμενο στίς μέρες μας ἱστόρημα τοῦ ἐπισκόπου Σεβαστείας Θεοδώρου καί γ) στήν Ἐπιτομή Ἱστοριῶν τοῦ Ἰωάννου Ζωναρᾶ.

            Ὁ Ρωμανός ὁ Β΄, πατέρας τοῦ Βασιλείου θεωροῦνταν ἕνας αὐτοκράτορας πού δέν ἐνδιαφερόταν γιά τό καλό τῆς αὐτοκρατορίας. Ἀντίθετα τό μόνο πού τόν ἐνδιέφερε ἦταν τά γλέντια, τά ποτά, τά ξενύχτια καί γενικότερα μία ζωή πού ταίριαζε σέ ἕναν χαροκόπο καί ὄχι σέ ἕναν αὐτοκράτορα. Ὁ Ρωμανός εἶχε ἀφήσει τή διακυβέρνηση τῆς χώρας στόν εὐνοῦχο παρακοιμώμενό του Ἰωσήφ Βρίγγα, ἐνῷ οἱ ἐπιτυχίες του τόσο στό στρατιωτικό, ὅσο καί στό διπλωματικό πεδίο ἀποδίδονταν στούς ἄξιους συνεργάτες του, πού βρίσκονταν σέ καίριες στρατηγικές θέσεις. Τό τελευταῖο δείχνει ὅτι ὁ Ρωμανός εἶχε διοικητικές ἱκανότητες, γιά νά μπορεῖ νά ἐπιλέξει τούς κατάλληλους ἀνθρώπους στίς κατάλληλες θέσεις. Ἐπιπλέον ἡ ἐσωτερική πολιτική του χαρακτηριζόταν ἀπό ἐνδιαφέρον καί φροντίδα γιά τούς ἀδυνάτους καί τήν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων τους[3].

            Σέ ἡλίκία δύο ἐτῶν, τό 960, ὁ Ρωμανός στέφει τόν γιό του Βασίλειο συναυτοκράτορά του καί τό ἴδιο κάνει τό 962 μέ τόν γιό του Κωνσταντῖνο, τόν μετέπειτα αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Η΄ (1025-1028). Ὅταν τό 963, ὁ αὐτοκράτορας Ρωμανός ὁ Β΄ πεθαίνει, αὐτοκράτορας ἀνακηρύσσεται ἀπό τόν στρατό ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς. Τό ἴδιο ἔτος ὁ Φωκᾶς νυμφεύεται τή χήρα Θεοφανώ, νομιμοποιώντας ἔτσι τήν ἐξουσία του. Ἡ Θεοφανώ, ὅμως ἦταν  γυναίκα πανούργα καί φιλόδοξη. Ἔτσι τό 969, συνωμοτεῖ μέ κάποιους δυσαρεστημένους ἀξιωματικούς τοῦ Φωκᾶ καθώς καί μέ τόν ἀνιψιό του Φωκᾶ, Ἰωάννη Τσιμισκῆ καί δολοφονεῖ τόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ. Ἡ ἄνοδος τοῦ Τσιμισκῆ στόν θρόνο τῆς αὐτοκρατορίας συνοδεύτηκε, ἔπειτα ἀπό εἰσήγηση τοῦ Πατριάρχη Πολυεύκτου, μέ τήν τιμωρία τῶν ἐνόχων τῆς δολοφονίας τοῦ Φωκᾶ καί τήν ἐκδίωξη τῆς Θεοφανοῦς ἀπό τό Παλάτι.

            Τό 976, στίς 10 Ἰανουαρίου, πεθαίνει ὁ Τσιμισκῆς καί βασιλεῖς ἀναλαμβάνουν οἱ δύο γιοί τοῦ Ρωμανοῦ, ὁ δεκαοκτάχρονος Βασίλειος Β΄ καί ὁ ἀδερφός του Κωνσταντῖνος Η΄[4]. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, γιά πάνω ἀπό ἑννέα χρόνια, τήν ἐξουσία τῆς αὐτοκρατορίας ἀσκοῦσε ὁ πανίσχυρος εὐνοῦχος Βασίλειος[5], πρώην πρόεδρος τῆς Συγκλήτου καί παρακοιμώμενος τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄. Τό 985 ὁ Βασίλειος καταφέρνει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν εὐνοῦχο Βασίλειο[6] καί ἀναλαμβάνει ὁ ἴδιος τά ἡνία τῆς αὐτοκρατορίας. 

            Κύριο μέλημα τοῦ Βασιλείου ἦταν ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ Σαμουήλ, γιοῦ τοῦ κόμιτος Νικολάου. Αὐτός, ἔπειτα ἀπό τόν θάνατο τοῦ τσάρου Βόρι καί τῶν τριῶν γιῶν τοῦ κόμιτος Νικολάου, ἀναλαμβάνει τήν ἐξουσία τῶν Βουλγάρων μέ σκοπό νά πετύχει τήν ἀνασύσταση τοῦ βουλγαρικοῦ κράτους. Τό νέο βουλγαρικό κράτος εἶχε ἐπίκεντρο τήν Ἀχρίδα, ἐνῷ ἐπιδίωξη τοῦ Σαμουήλ ἦταν νά ἐπεκτείνει τό κράτός του ἕως τή Λάρισα, ἴσως καί νοτιότερα[7]. Ὁ Σαμουήλ ὑπῆρξε ἕνας ἡγεμόνας αἱμοσταγής, χωρίς ἠθικούς φραγμούς, ὁ ὁποῖος δέν ἔδειχνε κανένα ἔλεος στούς κατοίκους τῶν ἑλληνικῶν πόλεων πού λεηλατοῦσε. Οἱ στρατιιῶτες του βίαζαν τίς γυναῖκες, τά κορίτσια τίς μοναχές, ἐνῷ συγχρόνως σκόπριζαν παντοῦ τόν θάνατο. Τό 986, ἡ ἐκστρατεία τοῦ Βασιλείου ἐναντίον τοῦ Σαμουήλ κατέληξε σέ πλήρη ἀποτυχία. Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀμφισβήτηση τῆς ἐξουσίας τοῦ Βασιλείου ὅσο καί τήν ἱκανότητά του νά διοικήσει τό κράτος. Ὁ αὐτοκράτορας ἀντιμετώπισε μέ ἐπιτυχία τήν ἐξέγερση τῶν δυνατῶν Βάρδα Σκληροῦ καί Βάρδα Φωκᾶ χάρη στή βοήθεια τοῦ πρίγκιπα τοῦ Κιέβου, τοῦ Ρώσου ἡγεμόνα Βλαδίμηρου. Σέ ἀντάλλαγμα τῆς βοήθειας αὐτῆς ὁ Βλαδίμηρος ζήτησε νά νυμφευτεῖ τήν ἀδελφή τοῦ Βασιλείου τήν προρφυρογέννητη Ἄννα. Ὁ Βασίλειος, πιεζόμενος ἀπό τίς καταστάσεις καί τούς ἐξωτερικούς ἀλλά καί ἐσωτερικούς ἐχθρούς τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας του δέχθηκε μέ τόν ὄρο ὅτι ὁ Βλαδίμηρος καί ὅλος ὁ λαός του θά ἀσπάζονταν τή χριστιανική θρησκεία.

            Ἡ ἐναγώνια προσπάθεια τοῦ Βασιλείου νά μπορέσει νά ἀντιμετωπίσει τόν μεγάλο βουλγαρικό κίνδυνο καί νά περιορίσει τή δύναμη τῶν μεγαλογαιοκτημόνων[8], ἀλλά καί τῶν διαφόρων ἐχθρῶν του εἶχαν ἐμφανεῖς συνέπειες στόν χαρακτῆρα του. Ἔπαψε νά εἶναι χαμογελαστός, ἀνοιχτόκαρδος καί νά διασκεδάζει. Ἔγινε καχύποπτος, αὐταρχικός, κλεισμένος στόν ἑαυτό του, λιτοδίαιτος, ζοῦσε αὐστηρά σάν ἀσκητής καί στρατιώτης καί στόχος του ἔγινε ἡ νίκη του ἔναντι τῶν Βουλγάρων. Γιά τόν λόγο αὐτό μελετοῦσε συνεχῶς ἐγχειρίδια στρατιωτικῆς τέχνης[9]. Κατάφερε μέ νόμους νά περιορίσει τήν ἰσχύ τῶν μεγαλογαιοκτημόνων καί τόν κίνδυνο στρατιωτικῶν πραξικοπημάτων. Τό τελευταῖο τό πέτυχε μέ διάφορους νόμους, τίς Νεαρές.

            Τό διάστημα, ὅμως, πού ὁ Βασίλειος καταγινόταν γιά τό πῶς θά ἀντιμετωπίσει τά διάφορα κοινωνικά ζητήματα πού ἔχρηζαν ἄμεσης προτεραιότητας, ὁ Σαμουήλ ἐπιτίθεται στή Θεσσαλονίκη. Μετά τήν κατάκτησή της ἐπακολούθησε σφοδρή λεηλασία της. Στή συνέχεια στράφηκε πρός τά νότια, στή Βοιωτία, στήν Ἀττική, ἀκόμα καί στήν ἴδια τήν Πελοπόννησο. Ἀπό ὅπου περνοῦσε ὁ Σαμουήλ μέ τόν στρατό του ἔκαιγαν καί κατέστρεφαν τά πάντα[10]. Ὁ Σαμουήλ, ἀφοῦ χόρτασε μέ αἵμα καί λάφυρα, ἀποφάσισε νά γυρίσει στήν πατρίδα του μαζί μέ χιλιάδες αἰχμαλώτους. Κατά τήν ἐπιστροφή του, αἰφνιδιάστηκε ἀπό τόν βυζαντινό ἀρχιστράτηγο Νικηφόρο Οὐρανό. Ὁ τελευταῖος ἀποδεκάτισε τόν βουλγαρικό στρατό, καί μέ δυσκολία μεγάλη κατάφεραν νά τοῦ ξεφύγουν ὁ τραυματισμένος Σαμουήλ καί ὁ γιός του Ρωμανός.

            Ὕστερα ἀπό αὐτήν τήν τροπή τῆς εἰσβολῆς τοῦ Σαμουήλ στήν Κεντρική καί Νότια Ἑλλάδα, ἐκεῖνος στράφηκε στά βόρεια καί τά δυτικά ἐδάφη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Τότε ὁ Βασίλειος ἀποφάσισε πώς ἔπρεπε νά χτυπηθοῦν κέντρα μέ ἀμιγῶς βουλγαρικό πληθυσμό. Σιγά –σιγά ὁ Βασίλειος κατόρθωσε  νά κατακτήσει πολλές βουλγαρικές πόλεις, στρατηγικῆς σημασίας. Ὁ κλοιός γύρω ἀπό τήν ἐπικράτεια τοῦ Σαμουήλ γινόταν ὅλο καί πιό ἀσφυκτικός. Ὁ Σαμουήλ μήν μπορώντας νά ἀντιμετωπίσει τόν στρατό τοῦ Βασιλείου εἶχε καταφύγει σέ ἕναν πόλεμο φθορᾶς πού ἔπληττε ὄχι μόνο τά αὐτοκρατορικά ἐδάφη, ἀλλά περιοχές ἀποκομμένες ἀπό τή βυζαντινή διοίκηση μέ πληθυσμούς πού στήριζαν τόν βούλγαρο ἡγέτη[11].

            Ὁ Βασίλειος ἔδωσε τό τελικό χτύπημα στόν βούλγαρο Σαμουήλ στίς 29 Ἰουλίου 1014. Τότε ὁ βυζαντινός στρατός κέρδισε τήν ἀποφασιστική μάχη τοῦ Κλειδιοῦ. Ὁ Βασίλειος ἔδωσε διαταγή οἱ δεκαπέντε χιλιάδες περίπου βούλγαροι αἰχμάλωτοι νά τυφλωθοῦν καί μπαίνοντας σέ σειρά ἀνά ἑκατό πού τούς ὁδηγοῦσε ἕνας μονόφθαλμος νά γυρίσουν στή Βουλγαρία. Τό θέαμα ἦταν πολύ σκληρό. Ὁ Σαμουήλ πέθανε ἀπό τή μεγάλη του στενοχώρια καί ὁ Βασίλειος ἔδωσε ἕνα ὁριστικό, ἴσως καί κυνικό, τέλος στίς ἐπεκτατικές βλέψεις κάθε ἐπίδοξου συνεχιστῆ τοῦ Σαμουήλ. Ὁ Βασίλειος, ὅμως, ἤξερε ὄχι μόνο νά εἶναι σκληρός ἐκεῖ πού ἔπρεπε, ἀλλά ἄφηνε νά φανεῖ καί τό ἀνθρώπινο πρόσωπό του, ὅπως συνέβη μέ τή χήρα τοῦ ἡγεμόνος Ἰωάννη Βλαδισθλάβου Μαρία, τήν ὁποία πῆρε ὑπό τήν προστασία του. Ἐπιεικής καί γενναιόδωρος ὑπῆρξε καί μέ τά μέλη τῆς βουλγαρικῆς βασιλικῆς οἰκογένειας καί τῆς ἡγετικῆς στρατιωτικῆς τάξεως, τά ὁποῖα τά ἔνταξε στή βυζαντινή αὐλική ἱεραρχία μέ τιμητικές διακρίσεις.

            Ὁ Βασίλειος συνέχισε νά ζῆ μέ λιτό στρατιωτικό τρόπο τή ζωή του ἕως τό 1025 πού πέθανε. Στά χρόνια του τό βυζαντινό κράτος εἶχε συγκεντρώσει μεγάλα χρηματικά ἀποθέματα στό θησαυροφυλάκιο[12], παρόλες τίς συνεχεῖς στρατιωτικές ἐπιχειρήσεις, οἱ πτωχοί καί οἱ ἀδύνατοι βοηθήθηκαν καί ἡ αὐτοκρατορία εἶχε ἀντιμετωπίσει μέ ἐπιτυχία ὅλους τούς βασικούς ἐχθρούς της.

            Ἡ ἱστορία τίμησε τόν Βασίλειο μέ τό προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος. Ἄλλωστε αὐτό ἦταν ἡ ἐλάχιστη τιμή πού μποροῦσε νά τοῦ ἀποδοθεῖ, ἀφοῦ ἐάν δέν ὑπῆρχε ὁ Βασίλειος, ἴσως οἱ Βούλγαροι νά εἶχαν καταλάβει τό μεγαλύτερος μέρος τῶν βυζαντινῶν ἐδαφῶν καί νά ἦταν διαφορετικός ὁ ροῦς τῆς ἱστορίας. Σήμερα πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού αὐθαίρετα ἀποφασίζουν νά διαγράψουν αὐτόν τόν χαρακτηρισμό πού ἡ ἱστορία ἔδωσε στόν Βασίλειο μέ τό πρόσχημα τῆς καλῆς γειτονίας τῶν λαῶν. Ἡ ἱστορία δέν πρέπει οὔτε νά ἀλλοιώνεται οὔτε νά καπηλεύεται ἀπό κάποιους. Ἐν ὀνόματι τῶν  καλῶν σχέσεων μεταξύ τῶν κρατῶν δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά θυσιάζεται ἕνα μέρος  τῆς ἱστορίας τους ἤ νά παραποιεῖται ἐξολοκλήρου αὐτή. Ἡ ἱστορία διδάσκει. Οἱ λαοί μαθαίνουν ἀπό τά λάθη τους, ἐνῷ ἡ ἱστορία ἀποτελεῖ τό καλύτερο ὀχυρό στή διασφάλιση τῶν ἐδαφικῶν καί κυριαρχικῶν δικαιωμάτων τοῦ κάθε λαοῦ καί εἶναι στενά δεμένη μέ τή μέχρι τώρα ὑπόστασή του. Ὁ ἀρχαῖος ἕλληνας ἱστορικός Θουκυδίδης προειδοποιεῖ ὅτι ὁ λαός πού ξεχνάει τήν ἱστορία του, ἐξαφανίζεται. Ὅταν δέν ἔχεις παρελθόν ὡς λαός, δέν μπορεῖς νά ἔχεις οὔτε μέλλον. Ἄς τιμοῦμε, λοιπόν, τόν Βασίλειο τόν Β΄ τόν Μακεδόνα, ὡς Βουλγαροκτόνο, ἀναφερόμενοι στίς τότε στρατιωτικές ἐπιτυχίες του ἔναντι τῶν Βουλγάρων, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι δέν θά ἐπιδιώκουμε νά ἔχουμε καί νά διατηροῦμε καλές φιλικές σχέσεις μέ τά  ὅμορα κράτη, χωρίς ὅμως νά θυσιάζουμε στό παιχνίδι τῶν πολιτικῶν σκοπιμοτήτων οὔτε τήν ἱστορία μας οὔτε τά κυριαρχικά μας δικαιώματα.

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ζ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠ. 2011 


[1] Μιχαήλ Ψελλοῦ, Χρονογραφία Ι, ἐκδ. R. Renauld, Paris, 1926, σ. 4, κεφ. IV: «Τοῖς μὲν οὖν πολλοῖς ὅσοι τῶν καθ’ ἡμᾶς τεθέανται τὸν βασιλέα Βασίλειον… ὡς δ’ ἐγὼ τῶν ἀρχαιολογούντων περὶ αὐτὸν ξυγγραφέων ἤκουσα». Βλ. Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία, Β΄ (867-1081), ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19972, σ. 150.

[2] Σκυλ. , σ. 4 και 313.

[3] Ἰω. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, Β΄, Θεσσαλονίκη 1981, 383.

[4] Μιχαήλ Ψελλοῦ, Χρονογραφία, Ι, σ. 2, κεφ. 2,: «θαυμάσειεν ἄν τις … τὸν Κωνσταντῖνον, ὅτι ἐξὸν κατ’ ἰσομοιρίαν τὸν πατρῷον κλῆρον, τὴν ἡγεομονίαν φημί, τῷ ἀδελφῷ διανείμασθαι, ὁ δὲ τοῦ πλείονος αὐτῷ παρακεχωρήκει…». Συναφῶς βλ. Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, «Ἡ ἀντιβασιλεία εἰς τό Βυζάντιον», Σύμμεικτα Κέντρου βυζαντινῶν ἐρευνῶν 2 (1970) 1-144, σ. 62-64.

[5] Ὁ εὐνοῦχος Βασίλειος ἦταν νόθος γιός τοῦ Ρωμανοῦ Α΄ Λεκαπηνοῦ καί κατά συνέπειαν θεῖος τοῦ Βασιλείου Β΄ καί τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Η΄.

[6] Μιχαήλ Ψελλοῦ, Χρονογραφία, Ι, σσ. 12-13, κεφ. 20. Σκυλίτζη, Σύνοψις Ἱστοριῶν, σ. 335.

[7] Ἰω. Καραγιαννοπούλου, «Συμβολή στό ζήτημα τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Κομητοπούλων», τιμητικός τόμος στόν καθηγητή Ν.Κ. Μουτσόπουλο, τ. Α΄ –Γ΄ ἐκδ. Ἁρμός, Θεσσαλονίκη 1990, 1991, σ. 883 κ. ἑ.

[8] Jus Graeco – Romanum, I, ἐκδ. Ι καί Π. Ζέποι, Ἀθῆναι 1931, σ. 267-272. Βλ. Ἰω. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, Β΄, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 447-.448

[9] Μιχαήλ Ψελλοῦ, Χρονογραφία, Ι, σ. 4, κεφ. 4, σσ. 18-24, κεφ. 29 -34.

[10] Ἰω. Καραγιαννοπούλου, Τό Βυζαντινό Κράτος, ἐκδ. Βάνιας,  Θεσσαλονίκη 20014, 167.

[11] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία, Β΄ (867-1081), ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19972, σσ. 168-169.

[12] Αὐτόθι, σ. 175.

http://www.enromiosini.gr

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ο Επίσκοπος Βοδενών Νικόδημος (Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού)

Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Ιουλίου 2013

Nikodimos1

του Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,

Ομοτ. Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών

Μεγάλα προβλήματα όμως δημιουργούσε και η εμφάνιση και ανάπτυξη της δραστηριότητας της τοπικής Ουνίας, στα όρια της επαρχίας[1]. Κατά την ιστορική ερευνά η Ουνία εμφανίσθηκε στα Γιαννιτσά το 1859[2], αλλά προσπαδούσε να εδραιωθεί και στις γύρω περιοχές.

Έτσι στο γράμμα του με ημερ. 23 Δεκεμβρίου 1859 ο Νικόδημος με ικανοποίηση αναγγέλλει στο Σχολάρχη, ότι «εξήλασεν εκ της γειτονευούσης επαρχίας Πολυανής το μίασμα της πλάνης». Επειδή όμως παράλληλα με την Ουνία, αναπτυσσόταν και η προπαγάνδα του «Βουλγαρισμού», ίσως να υπονοείται έδω ο δεύτερος αυτός κίνδυνος. Στη συνέχεια όμως της άλληλογραφίας τα πράγματα διαλευκαίνονται.

Στο ημερ. 15 Σεπτεμβρίου 1860 γράμμα του δηλώνεται η δύσκολη θέση του: «Λυπούμαι όμως και κατατήκομαι και ως άλλος Ιερεμίας απαρηγόρητα θρηνολογω την αθλίαν και οικτράν κατάστασιν της Εκκλησίας», την οποία πιστεύει αμετάθετα, ότι συμμερίζεται εξίσου με αυτόν ο Σχολάρχης: «…Πιστεύσατέ μοι, σεβαστέ Πάτερ και διδάσκαλε, ότι μελαγχολικός κατήντησα, αναλογιζόμενος μάλιστα πόσον καταθλίβεται εκ του σύνεγγυς». Το τελευταίο σημαίνει: λόγω της αμεσότερης επαφής του με το πατριαρχικό Κέντρο. Γι’ αυτό μακαρίζεται ο Σχολάρχης, που αξιώθηκε να επισκεφθεί και προσκυνήσει το Άγιον Όρος. Στο ίδιο γράμμα ο ευγνώμων μαθητής ευρίσκεται συνάμα στην ευχάριστη θέση να πληροφορήσει το δάσκαλό του και για θετικές εξελίξεις στον αγώνα του. Οι τομείς, στους οποίους ρίχνει το βάρος, είναι η εκπαίδευση και το κήρυγμα, πράγματα άμεσα συνδεόμενα μεταξύ τους: «Χάρις τω Θεώ, διάγω ευαρέστως και εναρμονίως μετά του θεόθεν εμπιστευθέντος μοι ποιμνίου. Καταγίνομαι προς βελτίωσιν του ιερατείου μου, προς σύστασιν τουλάχιστον τριών κεντρικών σχολείων ή παιδαγωγείων και τούτο εν μέρει κατώρθωσα μεν, αλλ’ επισφαλώς εισέτι, διότι τα μέσα ελλείπουσιν, ένεκα του ότι ελλείπει το κεφάλαιον πάντων, η φιλομάθεια και ο ζήλος». Ιδιαίτερα όμως σημαντικό γι’ αυτόν είναι, ότι «ο βουλγαρισμός»[3] δεν έχει χώραν στην περιοχή του. Αυτό σημαίνει, ότι «βουλγαρίζοντες», κατά τον ισχύοντα τότε όρο, δεν υπήρχαν, για να αναπτύξουν δραστηριότητες στην επαρχία του. Έτσι, μπορούσε να αντιμετωπίσει ηρεμότερα το πρόβλημα της βουλγαρικής γλώσσας; «Ως προς το κήρυγμα του θείου λόγου, παρατηρήσας ότι ουδέν ποιώ ομιλών εις ξένην γλώσσαν, εύρον την ευκολίαν να συνθέτω τάς διδασκαλίας μου εις ύφος απλούστατον, να τας μεταφράζη βουλγαριστί εις ενταύθα, ειδήμων οπωσούν της ελληνικής, και ούτω διά τετραδίου να τα απαγγέλλω εις τον λαόν, όστις ως διψαλέα έλαφος[4] συντρέχει, οσάκις πρόκειται ν’ ακούση λόγον Θεού. Κατ’ αρχάς ουκ ολίγον εδυσκολεύθην, αλλά προϊόντος του καιρού ευκολύνθην ήδη και κατά προφοράν της βουλγαρικής γλώσσης».

Αυτό είναι εκπληκτικό, διότι γίνεται σε εποχή κατακόρυφης ανόδου του εθνοφυλετισμού, του ρατσιστικού δηλαδή εθνικισμού, έκφραση του οποίου ήταν και ο κατακρινόμενος εδώ «Βουλγαρισμός». Ο εθνικισμός όμως είχε ήδη κυριαρχήσει και στον ελλαδικό χώρο, ως αλυτρωτισμός (αναρρίπιση-ανάπτυξη της Μεγάλης Ιδέας από τον Ιωάννη Κωλέττη το 1844) ακριβώς δε την εποχή που γράφεται το αναλυόμενο εδώ γράμμα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ελέγχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που δεν «εξελλήνισε» (αφομοίωσε δηλαδή εθνικιστικά) τους μη Έλληνες[5]. Ο πράγματι ελληνορθόδοξος επίσκοπος όμως —και αυθεντικά πατριώτης— ενεργεί ευαγγελικά και πατερικά. Ενδιαφερόμενος για την πνευματική, πάνω απ’ όλα, ωφέλεια του ποιμνίου του, χρησιμοποιεί τη γλώσσα στο κήρυγμα, υπερνικώντας τον τόσο εύκολο στη εποχή αυτή εθνικιστικό μονισμό και κάθε αντίληψη περί «ιεράς γλώσσης». Σκέπτεται και ενεργεί ορθόδοξα και υπερεθνικά, όπως είχε διδαχθεί από το Σχολάρχη του, που για το σκοπό ακριβώς αυτό είχε εισάγει το μάθημα της σλαβωνικής στη Σχολή και κατηγορήθηκε γι’ αυτό με σοβαρές συνέπειες.

NikodimosB1

Ο Νικόδημος επανέρχεται στο θέμα της παιδείας: «Εκ των τριών σχολέων, ότι να προείπον, το των Βοδενών, τότε ελληνικόν και το αλληλοδιδακτικόν, αρκετά καλώς διωργανίσθη και ήδη εις τας ετησίους εξετάσεις ευχαρίστους οπωσούν καρπούς έδειξαν. Το των Γενιτζών συστηθέν κυμαίνεται ένεκα της ελλείψεως πόρων, αλλ’ ελπίζω τη του Θεού βοηθεία να στερεωθή. Το δε της Γουμενίτζας συσταθέν, δυστυχώς, ήδη διελύθη διά την αθλιότητα του Διδασκάλου, δραπετεύσαντος εκείθεν». Στο γράμμα αυτό σώζεται και απάντηση του Σχολάρχου (13 Οκτωβρίου 1860), ο οποίος τον επαινεί «διά τον ποιμαντορικόν ζήλόν του» και την «φιλόθεον μέριμναν, ην αδιαλείπτως καταβάλλει υπέρ της εφικτής (εφετής;) ωφελείας του λογικού ποιμνίου του».

Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα της επαρχίας αυτής προερχόταν από τη δράση της παπικής Ουνίας, του σκληρότερου και δυναμικότερου όπλου του Παπισμού στην καταδολίευση της Ορδοδοξίας. Η έρευνα έχει επιβεβαιώσει ότι η Ουνία, που πρωτοεμφανίσθηκε στα Γιαννιτσά το 1859, είχε προέλευση βουλγαρική. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται στην παρούσα αλληλογραφία «βουλγαροδυτική». Ο δε Σχολάρχης χρησιμοποιεί στο γράμμα του τον όρο «βουλγαρουνίται». Αποκαλυπτικότατο για το πρόβλημα αυτό είναι το με ημερ. 7 Αυγούστου 1861 γράμμα του Βοδενών Νικοδήμου προς το Σχολάρχη. Σ’ αυτό παρουσιάζεται η δημιουργηδείσα από την εισβολή της Ουνίας κατάσταση —ήδη αρκετά προχωρημένη— και γι’ αυτό επώδυνη: «Βέβαιος δε διετέλεσα, ότι και η πατρική και φιλόστοργος ψυχή Της ήλγησεν υπέρ πάντα άλλον, ακούσασα τας δεινάς δοκιμασίας, ας εσχάτως υπέστη ο κατά πνεύμα υιός της υπό επαράτου ουνιτισμού, τον οποίον πεπωρωμένοι τινές συνειδήσεις, ώνια της Βουλγαροδυτικής προπαγάνδας εν Θεσσαλονίκη[6], διά δολίων εισηγήσεων, δελεαστικών υποσχέσεων, και ποικίλων παραμορφώσεων των σατανικών αυτών σχεδίων, ηθέλησαν να διαδώσωσι και εις το μικρόν λογικόν του Χριστού ποίμνιον, αγωνισθέντες όλαις δυνάμεσιν υπούλως και κρύβδην, όπως εξαπατήσωσι σχεδόν και τους εκλεκτούς». Η αγωνία του ιεράρχη διήρκεσε «τρεις μήνες», διότι έβλεπε «ουκ ολίγους ευολίσθους και ευαπατήτους…, σπεύδοντας τυφλοίς σχεδόν όμμασιν εις τον κρημνόν της απώλειας». Επικεφαλής της κινήσεως αυτής ήταν ένας γέρων κληρικός («πρωταθλούντος φεύ! ενός παλιού και εβδομηκοντούτου των Γενιτζών ιερέως» (του παπα-Δήμου). Ο ιεράρχης αισθάνεται ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη στην αρωγή του Θεού, κάτι που διατυπώνει με πολύ χαρακτηριστικές εκφράσεις, διότι «ο ουνίτης ιεραπόστολος οκταήμερος απήλθεν εκ Γενιτζών. Οι δε υπό της ιδίας μάλλον διαστροφής και εθελοκακίας απατηθέντες επανήλθον εις την λογικήν μάνδραν του Χριστού, εξαιτησάμενοι την συγχώρησιν, εφ’ οις ήμαρτον και αδίκως με παρηνόχλησαν». Ο Νικόδημος βέβαια, κάνει λόγο για «σκευωρία και επιβουλή»: «Τοιούτον τέλος έσχεν η κατά της Εκκλησίας του Χριστού μάλλον ή κατ’ εμού καταχθόνιος σκευωρία και επιβουλή αυτή». Περισσότερο όμως φωτίζει τα πράγματα μία αναφορά του Πρεσλάβας Ανθίμου, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Σημασία εδώ έχει ότι ο Σχολάρχης έχει σημειώσει, κατά τη συνήθειά του, την περίληψη του γράμματος με τα εξής χαρακτηριστικά λόγια: «Του άγιου Βοδενών κυρίου Νικοδήμου περί των εν τη παροικία αυτού φανέντων ασέβων και επαράτων βουλγαροουνιτών».

Υποσημειώσεις:

1. Η διείσδυση του Παπισμού μέσω της Ουνίας και η δράση της στη Βουλγαρία και τις επηρεαζόμενες από αυτή ελληνικές περιοχές ήταν ανησυχητική. Βλ. Δημήτριος Β. Γόνης, Ιστορία των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Βουλγαρίας και Σερβίας, 132 εξ.

2. Ειδικά για την ουνιτική κίνηση στα Γενιτσά βλ. Γ. Τουσίμης, «Προβλήματα Ουνίας μέσα στα όρια της Μητροπόλεως Βοδενών (Εδέσσης)», Ανάλεκτα 2 (1992) 19- 25· Γ. Τουσίμης, «Αγώνες της Ελληνικής Κοινότητας Γενιτσών κατά της Ουνίας», Ο Φίλιππος 2 (1993) 7- 11· Γ. Τουσίμης, Ουνία Γενιτσών. Αρχές και εξέλιξη. Ανακοίνωση στο ΙΕ΄ Συνέδριο της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας, 27-29 Μαΐου 1994, Θεσσαλονίκη· Τιμόθεος Τιμοθεάδης, Η Ουνία των Γιαννιτσών και η πολιτική τον Βατικανού χθές και σήμερα, Γιαννιτσά 1992.

3. Για την κίνηση βλ. Γεράσιμος Ι. Κονιδάρης, Η άρσις τον Βουλγαρικού σχίσματος.

4. Ψαλμ. 41,1.

5. Η θέση αυτή, ως κατηγορία, διατυπώνεται και από εθνικιστές-νεοπαγανιστές ως σήμερα!

6. Έντονη ήταν στην κατεύθυνση αυτή η δράση των Λαζαριστών. Βλ. A. Droule, Histore de la Mission Lazflriste de Thessalonique, Istanbul 1945, παπικού μισσιοναριστικού τάγματος. Η δράση του εκτεινόταν και στην Κασσάνδρα. Βλ. Rudof Grulich.Ife Unierte Kirche in Mazedonien (1836-1919), 48.

Πηγή: : Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Εθναρχική Δράσις Ιεραρχών Αποφοίτων της Iεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης (ιθ’ αι.), Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», Εβδομαδιαία Έκδοσις της Πανελληνίου Ορθοδόξου Ενώσεως (Π.Ο.Ε.), αριθμός φύλλου: 1960, Αθήναι, 25 Ιανουαρίου 2013.

http://www.diakonima.gr

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, Η παρουσία Ρώσων μοναχών στον Άθω (11ος – 20ός αι.)

Συγγραφέας: kantonopou στις 3 Ιουνίου 2013

..Κεφάλαια 

…..1. Οι πρώτες επαφές των Ρώσων με τον Άθω 
…..2. Η δημιουργία ρωσικής μονής στον Άθω 
…..3. Διαπρεπείς Ρώσοι μοναχοί στον Άθω τον 14ο και 15ο αιώνα 
…..4. Προσωπικότητες του 18ου και 19ου αιώνα 
…..5. Η Επανάσταση του 1917, οι συνέπειες για το ρωσικό μοναχισμό στον Άθω και ο 20ός αιώνας
…….1. Οι πρώτες επαφές των Ρώσων με τον Άθω
Το Άγιον Όρος Άθω κατέχει μία ξεχωριστή θέση στην Ιστορία όχι μόνον του Βυζαντίου, στο χώρο του οποίου ανήκε, αλλά και ολόκληρης της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ως μεγάλο μοναστικό κέντρο, το οποίο στη διάρκεια των αιώνων ανέδειξε πολλές προσωπικότητες αγίων ανθρώπων και διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη του ορθοδόξου μοναχισμού, ήταν φυσικό να αποτελέσει έναν πολύ ισχυρό πόλο έλξης για τους λαούς οι οποίοι δέχθηκαν τον Χριστιανισμό από το Βυζάντιο και εντάχθηκαν στη σφαίρα της πολιτιστικής και πνευματικής του επιρροής. Ανάμεσα στους λαούς αυτούς βεβαίως συγκαταλέγεται και το μεγάλο γένος των Ρώσων, οι οποίοι από το έτος 988 είχαν εκχριστανισθεί και ενταχθεί στη χορεία των ορθοδόξων κρατών.
Είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια η χρονολογία έναρξης των σχέσεων της Ρωσίας με το Άγιον Όρος. Η δυσκολία στην έρευνα του θέματος έγκειται όχι μόνο στην έλλειψη επαρκών ιστορικών πηγών, αλλά και στην ασάφεια που παρουσιάζουν οι λίγες που διασώθηκαν. Εκείνο που μπορεί με θετικότητα να λεχθεί περί της αρχής των πνευματικών σχέσεων της Ρωσίας με την αγιορειτική χερσόνησο είναι ότι αυτή συμπίπτει σχεδόν με την εποχή του πλήρους εκχριστιανισμού της Ρωσίας και της οργάνωσης μέσα σ’ αυτήν του μοναχικού βίου, δηλαδή ανάγεται στον ίδιο τον 10ο αιώνα.
Το Άγιον Όρος άρχισε να ασκεί μία ιδιαίτερη πνευματική γοητεία μεταξύ των νεοφύτων στην ορθόδοξη πίστη Σλάβων κυρίως από την εποχή της εμφάνισης του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου και της οργάνωσης από αυτόν του κοινοβίου της Μονής της Λαύρας το έτος 963. Μεταξύ των μαθητών του αγίου Αθανασίου υπήρχαν ήδη Ίβηρες, κοντά δε στη μονή της Λαύρας ασκούνταν Ιταλοί μοναχοί από το Αμάλφι, οι οποίοι νωρίς είχαν αποκτήσει δικό τους μοναστήρι. Δεν είναι καθόλου απίθανο, μεταξύ των μαθητών του αγίου Αθανασίου να υπήρχαν και Σλάβοι της Βαλκανικής. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι Σλάβοι αναφέρονται στο Βίο του αγίου Αθανασίου. Επίσης στα αρχαιότερα αθωνικά έγγραφα μνημονεύονται οι Βούλγαροι. Στο χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ρωμανού του έτους 960 υπέρ της μονής Κολοβού γίνεται λόγος για 40 παροίκους που απελευθερώθηκαν, οι οποίοι ήταν από τους «Σκλάβους Βουλγάρους» που «είχαν εγκατασταθεί» στην περιοχή της Ιερισσού. Εκτός από αυτό όμως, σε έγγραφο της Μονής των Ιβήρων του έτους 982 υπογράφει σε γλαγολιτική γραφή, την αρχαιότερη δηλαδή σλαβική γραφή, ο ιερέας Γεώργιος. Είναι πιθανόν κάποιοι από τους Βουλγάρους, που μνημονεύονται στο χρυσόβουλλο του Ρωμανού, να μόνασαν στο Άγιον Όρος, και έτσι να υπάρχει δόση ιστορικής αλήθειας στη Διήγηση του Ζωγράφου, σύμφωνα με την οποία η ίδρυση της μονής αυτής ανάγεται στον 10ο αιώνα.
Η μαρτυρία για ύπαρξη Σλάβων μοναχών στο Άγιον Όρος την εποχή αυτή, κοντά στα άλλα, επιβεβαιώνεται και από αξιόλογα μνημεία της αρχαίας σλαβικής εκκλησιαστικής γραμματείας, τα οποία είχαν γραφεί στον Άθω. Αυτά είναι δύο αρχαιότατα Ευαγγέλια σε γλαγολιτική γραφή. Εκτός από αυτά διασώζεται και αρχαία σλαβική μετάφραση τῶν Όρων κατά πλάτος του Μεγάλου Βασιλείου, η οποία μαρτυρά γλωσσολογικώς έργο Βούλγαρου μοναχού από την Ανατολική Βουλγαρία. Τα γραπτά αυτά μνημεία μιλούν σαφώς όχι μόνο περί προσέλευσης Σλάβων και Βουλγάρων στο Άγιον Όρος, αλλά και περί ύπαρξης σ’ αυτό σλαβικής μοναστικής εστίας, μέσα στην οποία συνεχιζόταν το έργο των πρώτων Σλάβων μαθητών των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, δηλαδή η εκπόνηση μεταφράσεων από ελληνικά εκκλησιαστικά κείμενα, ώστε να εμπλουτιστεί η σλαβική εκκλησιαστική γραμματεία, που βρισκόταν ακόμη στις απαρχές της.
Από την εποχή της εισόδου τους στον Χριστιανισμό, οι Ρώσοι είχαν συγκεκριμένους λόγους να εκτιμούν το μοναχικό βίο και να γοητεύονται από αυτόν. Αυτοί γνώριζαν ότι οι απόστολοι των Σλάβων άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος είχαν δεχθεί το μοναχικό σχήμα, ήταν δε επίσης γνωστό σ’ αυτούς ότι μεταξύ των κληρικών που είχαν έρθει από το Βυζάντιο προς τον ηγεμόνα τους άγιο Βλαδίμηρο, αυτόν δηλαδή που τους οδήγησε στο βάπτισμα, υπήρχαν και μοναχοί. Η φήμη του Άθω, ως μεγάλου μοναστικού κέντρου της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, δεν άργησε να φθάσει στη Ρωσία και να δημιουργήσει εκεί ευνοϊκό κλίμα για τη μετάβαση και εγκαταβίωση Ρώσων στις αγιορειτικές μονές. Ήδη στη διάρκεια του 10ου αιώνα οι στενές σχέσεις της Ρωσίας με το Βυζάντιο και τη Βουλγαρία επέτρεπαν τη δημιουργία πνευματικής επικοινωνίας με τα μοναστικά κέντρα του Βυζαντίου, ιδιαίτερα μάλιστα με αυτά του Αγίου Όρους. Οι Ρώσοι, που μόλις είχαν προσέλθει στη χριστιανική πίστη, προκειμένου να εφοδιαστούν με εκκλησιαστικά βιβλία στη σλαβική γλώσσα, στρέφονταν κατά πρώτο λόγο προς τη Βουλγαρία, η οποία τελούσε σε συνεχή επαφή με το Βυζάντιο και ανέπτυσσε την πρώτη σλαβική γραμματεία. Έτσι οι πληροφορίες ότι οι Βούλγαροι επεξεργάζονται αξιόλογες μεταφράσεις στο Άγιον Όρος, ασφαλώς επαύξαναν τη φήμη της μοναστικής πολιτείας στη νεοφώτιστη Ρωσία.
Αναφορικά με την εμφάνιση των πρώτων Ρώσων στο Άγιον Όρος τίποτε δεν μπορεί να λεχθεί με απόλυτη βεβαιότητα. Η μόνη σαφής ιστορική είδηση, σχετική με έλευση Ρώσου στο Άγιον Όρος, υπάρχει στο αρχαίο χρονικό του Κιέβου, τη Διήγηση των παρωχημένων χρόνων (Повесть временных лет), και ανάγεται στο έτος 1051. Αναφέρεται λοιπόν εδώ ότι κάποιος κοσμικός, που καταγόταν από τη πόλη Λιούμπετς (Любечь), αποφάσισε να ταξιδέψει εκτός Ρωσίας και κατέληξε στον Άθω. Αφού επισκέφθηκε κάποιες αγιορειτικές μονές, έμεινε τελικά σε μία από αυτές, και ζήτησε από τον ηγούμενο να τον κείρει μοναχό. Πράγματι, ο ηγούμενος τον έκειρε και του έδωσε το όνομα Αντώνιος, αφού δε του δίδαξε τα σχετικά με το μοναχικό σχήμα, του είπε: «Πήγαινε και πάλι στη Ρωσία και έχε την ευλογίαν του Αγίου Όρους, διότι από εσένα θα προέλθουν πολλοί μοναχοί» («Иди на Русь обратно и да будет на тебе благословение Святой Горы, ибо от тебя пойдет много чернецов»). Μετά την επιστροφή του στο Κίεβο, ο Αντώνιος αναρωτιόταν πού να εγκαταβιώσει, γιατί τα υπάρχοντα μοναστήρια δεν τον ικανοποιούσαν. Μετά από περιπλάνηση, κατέληξε σε ένα λόφο, στον οποίο προηγουμένως είχε ανοίξει σπήλαιο και ασκείτο ο μοναχός Ιλαρίων, ο οποίος στη συνέχεια κατέστη μητροπολίτης Ρωσίας. Το σπήλαιο άρεσε στον Αντώνιο, ο οποίος εγκαταστάθηκε σ’ αυτό και άρχισε να προσεύχεται, λέγοντας: «Κύριε, στερέωσέ με στον τόπο αυτό, και να μένει σ’ αυτόν η ευλογία του Αγίου Όρους και του ηγουμένου μου, που με έκειρε» («Господи! Устрой меня на месте этом, и да будет на нем благословение Святой Горы и моего игумена, постригшего меня»). Από τότε ο Αντώνιος έμεινε στο σπήλαιο, συνάχθηκαν δε γύρω του δώδεκα μοναχοί, με τη βοήθεια των οποίων διεύρυνε το σπήλαιο και έκτισε ναό· έλεγε δε στους συμμοναστές του: «Αδελφοί, ο Θεός σάς επέλεξε, και βρίσκεστε εδώ με την ευλογία του Αγίου Όρους, με την οποία με έκειρε ο ηγούμενός του, και εγώ έκειρα εσάς. Ας είναι πρώτη επάνω σας η ευλογία από τον Θεό και δεύτερη από το Άγιον Όρος» («Это Бог вас, братия, собрал, и вы здесь по благословению Святой Горы, по которому меня постриг игумен ее, а я вас постриг —да будет благословение на вас, первое от Бога, а второе от Святой Горы»). Αφού ευλόγησε τους αδελφούς, ο Αντώνιος εξέλεξε ηγούμενο ένα μοναχό, τον Βαρλαάμ, ο ίδιος δε αναχώρησε στην έρημο, όπου έζησε σε άσκηση επί σαράντα συνεχή χρόνια. Λίγο μετά την αναχώρηση του Αντωνίου από το σπήλαιο, ήρθαν σ’ αυτόν μοναχοί και ζήτησαν την ευλογία του για να κτίσουν μεγαλύτερο ναό έξω από το σπήλαιο. Αργότερα ζήτησαν και πάλι την ευλογία του, για να ιδρύσουν μοναστήρι. Ο Αντώνιος άκουσε με ιδιαίτερη χαρά την απόφασή τους να ιδρύσουν μοναστήρι και τους έδωσε την ευλογία του, λέγοντας: «Ευλογητός ο Θεός εν παντί, και η ευχή της αγίας Θεοτόκου και των Αγιορειτών πατέρων να είναι μαζί σας» («Благословен бог во всем, и молитва святой Богородицы и святогорских отцов да будет с вами»). Στη συνέχεια ο Αντώνιος ζήτησε τη βοήθεια του ηγεμόνα του κράτους του Κιέβου Ιζιασλάβ, ο οποίος την πρόσφερε πρόθυμα και έτσι ιδρύθηκε η περίφημη Σπηλαιωτική Λαύρα του Κιέβου (Киевопечерская лавра), για την οποία το χρονικό σημειώνει: «Και το σπηλαιωτικό μοναστήρι ξεκίνησε από την ευλογία του Αγίου Όρους» («Пошел же монастырь Печерский от благословения Свтятой Горы»).
Όσο σαφείς και αν φαίνονται σε μια πρώτη ανάγνωση οι ειδήσεις του χρονικού για τον Αντώνιο και τη μετάβασή του στο Άγιον Όρος, εντούτοις, όταν τεθούν υπό αυστηρό έλεγχο αποδεικνύονται συγκεχυμένες. Αυτό οφείλεται στους ιστορικούς αναχρονισμούς του χρονικογράφου και στο γεγονός ότι βασικός του σκοπός, όταν μιλάει για τη μετάβαση του Αντωνίου στο Άγιον Όρος, δεν είναι η εξιστόρηση της πρώτης επαφής των Ρώσων με την αγιορειτική χερσόνησο, αλλά η εξιστόρηση των περιστατικών της ίδρυσης της Λαύρας του Κιέβου. Γνωρίζουμε ότι ο Αντώνιος έζησε στο σπήλαιο σαράντα χρόνια και ότι πέθανε το έτος 1073. Γνωρίζοντας όμως ότι αυτός πέθανε σε ηλικία 90 ετών, προκύπτει ότι το 1051, που αποφάσισε να μεταβεί στο Άγιον Όρος, διήγε το 68ο έτος της ηλικίας του, πράγμα που είναι απίθανο και δημιουργεί υπόνοιες όσον αφορά στην ακρίβεια των χρονολογικών δεδομένων.
Аπό την παραπάνω διήγηση του ρωσικού χρονικού προκύπτει σαφώς ότι ο συγγραφέας του, επιθυμώντας να εξιστορήσει τα σχετικά με την ίδρυση της Λαύρας του Κιέβου, αρχίζει με τη μετάβαση του Αντωνίου στο Άγιος Όρος και συνδέει την ίδρυση του περίφημου αυτού μοναστηριού με την ίδια τη μοναστική πολιτεία του Άθω. Με τη συσχέτιση αυτή η ρωσική μονή αποκτούσε ένα ιδιαίτερο κύρος, αφού θα είχε την ευλογία του Αγίου Όρους, γεγονός το οποίο τη συνέδεε απευθείας με το μεγαλύτερο την εποχή εκείνη μοναστικό κέντρο του ορθοδόξου κόσμου. Τα χρονολογικά προβλήματα που δημιουργούνται από το χρονικό φαίνεται να τα λύνει κάπως ο Ρώσος μοναχός Νέστωρ, μία αφήγηση του οποίου για τον Αντώνιο έχει περιληφθεί στο Πατερικό της Σπηλαιωτικής Λαύρας του Κιέβου (Киевопечерский патерик). Εδώ γίνεται λόγος για δύο μεταβάσεις του Αντωνίου στο Άγιον Όρος, μία επί εποχής του ηγεμόνα Βλαδιμήρου (978-1015) και μία αργότερα, επί Ιζιασλάβ (1054-1073, 1076-1078). Η είδηση αυτή φαίνεται ελάχιστα πιθανή, μολονότι είχε βρει υποστηρικτές στο παρελθόν. Όπως και να έχει το πράγμα, το έτος 1051, το οποίο προτείνει το χρονικό για την άφιξη του Αντωνίου στο Άγιον Όρος, πρέπει οπωσδήποτε να απορριφθεί, εφόσον τα πάντα πείθουν ότι αυτός είχε έρθει εδώ ενωρίτερα. Εξάλλου, από τη φιλολογική κριτική του κειμένου, προκύπτει ότι το ταξίδι του Αντωνίου συνδέθηκε με το έτος 1051, επειδή τον ίδιο χρόνο ο προκάτοχος του σπηλαίου Ιλαρίων εκλέχθηκε μητροπολίτης Ρωσίας και στο σπήλαιο ήρθε και κατοίκησε στη συνέχεια, ανακηρυχθείς μάλιστα σε άγιο, ο Αντώνιος ο Σπηλαιώτης (святой Антоний Печерский).
Δεν είναι στις προθέσεις της παρούσας εξιστόρησης να προχωρήσει σε μία αυστηρή κριτική των πηγών που μνημονεύθηκαν, αλλά αντιθέτως να επισημάνει εδώ δύο βασικά δεδομένα, τα οποία προκύπτουν σαφώς από αυτές. Το πρώτο είναι ότι ο ιδρυτής της περιβόητης Σπηλαιωτικής Λαύρας του Κιέβου, ο άγιος Αντώνιος, εκάρη μοναχός στο Άγιον Όρος, και το δεύτερο είναι ότι η ίδρυση της περίφημης αυτής ρωσικής μονής συνδέεται με το μοναχισμό της αθωνικής χερσονήσου. Αυτά τα δύο δεδομένα προσέδιδαν ένα βασικό και διαχρονικό κύρος στις απαρχές του ρωσικού μοναχισμού, εφόσον αυτός είχε λάβει τις αρχές του από έναν ιερό τόπο ο οποίος είχε καταστεί διορθόδοξο μοναστικό κέντρο.
Για επαφές των Ρώσων με το Άγιον Όρος υπάρχουν έμμεσες πληροφορίες, οι οποίες τις ανάγουν σε εποχή προγενέστερη της επίσκεψης του αγίου Αντωνίου. Στον Βίο του αγίου Μωυσέως, του Ούγγρου, λέγεται ότι μετά το 1019, ενόσω αυτός ήταν αιχμάλωτος στην Πολωνία και υφίστατο μαρτύρια, καθώς επίσης και μεγάλους πειρασμούς από μία πολιτικώς ισχυρή γυναίκα, «εκείνες τις ημέρες έφθασε κάποιος μοναχός από το Άγιον Όρος, ιερέας σε βαθμό, σταλμένος από τον Θεό, και ήρθε προς τον μακαριστό και τον έντυσε με το αγγελικό σχήμα» («В те дни приехал, из Святой Горы некий монах, саном иерей, присланый Богом, и пришел к блаженному и облек его ангельским чином»). Στη συνέχεια του δίδαξε πολλά περί καθαρότητας και ότι δεν πρέπει να υποχωρεί μπροστά στον εχθρό. Ανεξάρτητα από το πόσο ιστορικά ακριβής είναι αυτή η είδηση, εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι εκείνος που διηγείται τη ζωή του αγίου Μωυσή, στις πολύ δύσκολες στιγμές που αυτός περνούσε, εμφανίζει έναν Αγιορείτη ιερομόναχο να έρχεται από Θεού για να τον λυτρώσει από τον πειρασμό και την πνευματική υποδούλωση, δίνοντάς του μάλιστα το μοναχικό σχήμα. Εκτός από αυτή τη διήγηση όμως υπάρχει και μία πληροφορία που προέρχεται από μεταγενέστερο ρωσικό χρονικό, σύμφωνα με την οποία η ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος είχε κτιστεί από τον ηγεμόνα Βλαδίμηρο, επί του οποίου βαπτίσθηκε το ρωσικό έθνος. Η είδηση αυτή προέρχεται από μία παλαιά σλαβική παράδοση, η οποία αναζωογονήθηκε τον 16ο αιώνα.
2. Η δημιουργία ρωσικής μονής στον Άθω
Σε επίρρωση των παραδόσεων αυτών έρχονται σαφέστερες πια ειδήσεις που προκύπτουν από αγιορειτικά έγγραφα, οι οποίες δεν επιτρέπουν να υπάρξει καμία αμφιβολία ότι, ήδη από τις αρχές του 11ου αιώνα, όχι μόνο υπήρχαν Ρώσοι μοναχοί στο Άγιον Όρος, αλλά είχαν και δική τους μονή. Οπωσδήποτε μεμονωμένως και σποραδικώς είχαν εμφανιστεί Ρώσοι επί της αγιορειτικής χερσονήσου πολύ πρίν από την ίδρυση εκεί δικής τους μονής, δηλαδή γύρω στα τέλη του 10ου αιώνα. Σε ένα από τα έγγραφα της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου έχει περιληφθεί η υπογραφή του ηγουμένου της πρώτης ρωσικής μονής στον Άθω. Το έγγραφο αυτό είναι του έτους 1016 και αποτελούσε ένα συμφωνητικό μεταξύ των μοναχών Νικολάου και Συμεών και αφορούσε στη διοίκηση της μονής Ατζιϊωάννου. Μεταξύ των άλλων υπογραφών που βεβαιώνουν τη συμφωνία διαβάζουμε: «Γεράσιμος μοναχὸς ἐλέῳΘεοῦ πρεσβύτερος καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ ῾Ρῶς μαρτυρῶν ὑπέγραψα ἰδιοχείρως». Οπωσδήποτε δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι εδώ έχουμε μαρτυρία για ύπαρξη ρωσικής μονής στο Άγιον Όρος. Την εποχή εκείνη οι Ρώσοι και η χώρα τους προσδιορίζονταν ακόμη με το άκλιτο όνομα Ρς, το οποίο για πρώτη φορά μνημονεύεται σε έγγραφο του πατριάρχου Φωτίου του έτους 867. Βεβαίως είναι δύσκολο να προσδιοριστεί πού ακριβώς βρισκόταν αυτή η μονή, διότι απλούστατα τίποτε περισσότερο δεν λέγεται γι’ αυτήν.
Ρωσική αγιορειτική μονή μνημονεύεται και πάλι στα αγιορειτικά έγγραφα το έτος 1030, αλλά αυτή τη φορά με την ονομασία «τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ξυλουργού». Προφανώς κάποιος από τους Ρώσους μοναχούς που κατοικούσαν στη μονή ήταν φημισμένος ξυλουργός και γι’ αυτό η μονή πήρε το όνομά της από αυτή την ιδιότητά του. Ποιές υπήρξαν οι σχέσεις της μονής αυτής με τη Ρωσία είναι εντελώς άγνωστο, πάντως δεν στερείται πιθανότητας η υπόθεση, ότι υπήρχαν μέσα σ’ αυτήν αρκετοί Ρώσοι μοναχοί και ότι την ενίσχυσε ο ηγεμόνας του Κιέβου Γιαροσλάβ, του οποίου άλλωστε το ενδιαφέρον για τα εκκλησιαστικά γενικώς πράγματα ήταν οπωσδήποτε γνωστό. Το έτος 1030 η Μονή Ξυλουργού αγόρασε το κελλί του Δημητρίου Χαλκέως, γεγονός το οποίο δηλώνει ότι αυτή ήταν οικονομικώς εύρωστη. Δεν είναι λοιπόν απίθανο η ρωσική μονή του Αγίου Όρους να είχε ήδη αρχίσει να λαμβάνει οικονομική βοήθεια από τη Ρωσία.       
Την άνοιξη του έτους 1043, με αφορμή τη δολοφονία ενός διακεκριμένου ρωσικού προσώπου στην Κωνσταντινούπολη, οι σχέσεις Ρωσίας και Βυζαντίου διακόπηκαν. Οι Ρώσοι επιτέθηκαν από τη θάλασσα εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, και έτσι άρχισαν εχθροπραξίες μεταξύ των δύο κρατών. Ο ρωσικός στόλος εμφανίστηκε στον Βόσπορο, με σκοπό να επιτεθεί στην πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους, αλλά νικήθηκε από τους Βυζαντινούς. Τελικά οι σχέσεις Βυζαντίου και Ρωσίας αποκαταστάθηκαν και πάλι γύρω στο έτος 1047, με την υπογραφή συμφώνου ειρήνης, έγιναν μάλιστα πολύ στενές μετά τη σύναψη γάμου μεταξύ του Βσέβολοντ, γιού του ηγεμόνα Γιαροσλάβ και της κόρης του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μονομάχου. Ο ρωσοβυζαντινός αυτός πόλεμος είχε αναπόφευκτα συνέπειες στη ζωή της ρωσικής μονής του Αγίου Όρους. Η εμφάνιση ρωσικού στόλου στα βυζαντινά χωρικά ύδατα θα επέτρεψε ίσως στους Αγιορείτες να σκεφθούν, ότι οι Ρώσοι επιδρομείς θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προπύργιο στη ρωσική μονή του Αγίου Όρους, η οποία, όπως άλλωστε οι περισσότερες μονές της εποχής, ήταν κτισμένη σε σχήμα φρουρίου, με τείχος και πύργους. Αγιορειτική πράξη που χρονολογείται στο έτος 1048, δηλαδή ένα χρόνο μετά τη λήξη του πολέμου, υποχρέωνε τον ηγούμενο Γρηγόριο της Μονής Δομετίου να αποζημιώσει τη Μονή Ξυλουργού για τις καταστροφές που είχαν επιφέρει οι μοναχοί του στο επίνειο και τις λέμβους της ρωσικής μονής. Πρέπει να υποθέσουμε ότι οι καταστροφές έγιναν, για το λόγο που αναφέρθηκε, στη διάρκεια του ρωσοβυζαντινού πολέμου. Η υποχρέωση να αποζημιώσει το ρωσικό μοναστήρι επιβαλλόταν στον ηγούμενο Γρηγόριο σύμφωνα με αυτοκρατορικό πιττάκιο, το οποίο είχαν προκαλέσει οι μοναχοί της ρωσικής μονής και είχε σταλεί από τον αυτοκράτορα στον Πρώτο του Αγίου Όρους. Το γεγονός ότι οι Ρώσοι μοναχοί τόλμησαν να απευθυνθούν απευθείας στον αυτοκράτορα, ο οποίος, μόλις πριν από τρία χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1045, είχε επικυρώσει το αγιορειτικό Τυπικό, στο οποίο ρητώς αναφερόταν ότι απαγορεύεται στους μοναχούς του Αγίου Όρους να αποτείνονται στον αυτοκράτορα, για υποθέσεις που μπορούσαν να λυθούν από τις αγιορειτικές αρχές, δείχνει ότι οι ρωσοβυζαντινές σχέσεις διατηρούσαν τέτοιο χαρακτήρα που επέτρεπε στους Ρώσους μοναχούς να έχουν παρρησία ενώπιον του Βυζαντινού αυτοκράτορα.
Από όσα λέχθηκαν γίνεται φανερό ότι, όταν έφθασε στο Άγιον Όρος ο άγιος Αντώνιος, για τον οποίο έγινε λόγος, ο ρωσικός μοναχισμός είχε ήδη αποκτήσει εκεί κάποια παράδοση. Ερχόμενος ο άγιος Αντώνιος στον Άθω βρήκε ήδη οργανωμένη τη ρωσική μονή, στην οποία εγκαταβίωσε, αφού προηγουμένως θα επισκέφθηκε και άλλα καθιδρύματα, στα οποία ζούσαν Σλάβοι μοναχοί. Ο άγιος Αντώνιος υπήρξε ο περισσότερο διακεκριμένος για την οσιότητά του Ρώσος μοναχός την περίοδο αυτή. Η συμβολή του στην άνθηση του μοναχισμού στη Ρωσία υπήρξε ύψιστης σημασίας, αυτός δε ακριβώς ήταν ο λόγος για τον οποίο ο χρονικογράφος θεώρησε σκόπιμο να εξιστορήσει τα σχετικά με την επίσκεψή του στο Άγιον Όρος, διότι ο άγιος Αντώνιος μετέφερε στη Ρωσία το πρότυπο του μοναχισμού και την ευλογία του ιερού αυτού τόπου.
Από ένα έγγραφο του έτους 1142 πληροφορούμαστε ότι στη ρωσική μονή πραγματοποιήθηκε  σύναξη πολλών ηγουμένων μονών και μοναχών, οι οποίοι προέβησαν σε απογραφή των αντικειμένων της κινητής περιουσίας της μονής. Ο όγκος και ο μεγάλος αριθμός των αξιόλογων και μεγάλης αξίας αντικειμένων, τα οποία μάλιστα ήταν σχεδόν όλα ρωσικής προέλευσης, επιτρέπει να υποθέσει κανείς ότι η μονή είχε αρκετά μεγάλη μοναστική  αδελφότητα, με αξιόλογο αριθμό πατέρων. Ιδιαίτερη σημασία έχει η καταγραφή ρωσικών βιβλίων που υπήρχαν σ’ αυτήν, και τα οποία ήταν: Απόστολοι 5, Παρακλητικές 2, Οκτώηχοι 5, Ειρμολόγια 5, Συναξάρια 5, Μηναία 12, Πατερικά 2, Ψαλτήρια 5, έργα του αγίου Εφραίμ, Βίος αγίου Παγκρατίου, Ωρολόγια 5 και ένας Νομοκάνων, συνολικά 49 βιβλία. Η ύπαρξη τόσων χειρόγραφων σλαβικών βιβλίων στη μονή αποτελεί μαρτυρία και για αξιόλογο αριθμό μοναχών, αλλά και για το ότι μέσα σ’ αυτήν εκπονούνταν αντίγραφα και μεταφράσεις εκκλησιαστικών έργων από την ελληνική γλώσσα. Έτσι το έγγραφο του έτους 1142 αποτελεί έμμεση μαρτυρία για το ότι η ρωσική μονή την εποχή  εκείνη ήταν αξιόλογο πνευματικό κέντρο, από το οποίο προφανώς η Ρωσία εφοδιαζόταν ένα σημαντικό αριθμό από χειρόγραφα με μεταφράσεις ελληνικών κειμένων.
Η συνεχής αύξηση των μοναχών, οι οποίοι έρχονταν από τη Ρωσία, φαίνεται ότι δημιούργησε πρόβλημα χώρου διαβίωσής τους μέσα στη Μονή Ξυλουργού. Συντόμως ο ηγούμενος Παγκράτιος βρέθηκε στην ανάγκη να αναζητήσει έναν άλλο τόπο μέσα στο Άγιον Όρος, στον οποίο θα μπορούσε να μεταφερθεί μαζί με τους πολυπληθείς μοναχούς του. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο, στις 15 Αυγούστου 1169, ο Παγκράτιος παρουσιάστηκε στη Σύναξη του Αγίου Όρους και ζήτησε να δοθεί στους Ρώσους μια εγκαταλειμμένη και ερειπωμένη μονή για να μετοικήσει σ’ αυτήν μαζί με την αδελφότητά του. Η αγιορειτική Σύναξη εξέτασε το ζήτημα και τελικώς παραχώρησε στον ηγούμενο της ρωσικής μονής την άλλοτε ανθηρή Μονή του Θεσσαλονικέως, η οποία βρισκόταν ήδη σε κατάσταση ερείπωσης. Η μονή αυτή βρισκόταν ψηλά, στο βουνό, και είναι αυτή που σήμερα ονομάζεται Παλιομονάστηρο. Μέσα στη νέα μονή, η οποία επισκευάστηκε κατάλληλα, η ρωσική αδελφότητα συνέχισε τη ζωή της στο ρυθμό που τηρούσε και προηγουμένως.
Περί των Ρώσων Αγιορειτών κατά τη διάρκεια του 12ου και 13ου αιώνα υπάρχουν ειδήσεις από σλαβικές πηγές, από τις οποίες προκύπτει ότι η μονή τους ήταν καλά επανδρωμένη, διατηρούσε δε επαφές με τις σλαβικές χώρες. Γύρω στα τέλη του 12ου αιώνα βρισκόταν στη Σερβία ένας Ρώσος Αγιορείτης, ο οποίος, με το κήρυγμά του είλκυσε προς το μοναχισμό τον γιο του ηγεμόνα (κράλη-краль) της Σερβίας Στέφανο Νέμανια (Неманья), ο οποίος, με το όνομα Σάββας, που έλαβε ως μοναχός, αναδείχθηκε σε μεγάλο άγιο του σερβικού έθνους. Ο άγιος Σάββας ήρθε στο Άγιον Όρος γύρω στα 1192 και αρχικά κοινοβίασε στη ρωσική Μονή του Θεσσαλονικέως, η οποία τιμόταν ήδη στο όνομα του Αγίου Παντελεήμονος. Στη συνέχεια, μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος επίσης ασπάστηκε το μοναχικό βίο, ίδρυσε το 1198 τη Μονή Χελανδαρίου. Την εποχή εκείνη οι Ρώσοι κατείχαν στο Άγιον Όρος την τρίτη θέση μεταξύ των εθνοτήτων που υπήρχαν εκεί, μετά τους Έλληνες και τους Ίβηρες.
Εάν οι Ρώσοι Αγιορείτες την εποχή εκείνη είχαν στενές σχέσεις με τους νότιους Σλάβους, με τους οποίους είχαν φυλετική και γλωσσική συγγένεια, ήταν φυσικό να έχουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σχέσεις με την πατρίδα τους τη Ρωσία. Όπως έχει ήδη σημειωθεί, ο Άθως έγινε γνωστός στη Ρωσία πολύ σύντομα μετά τον εκχριστιανισμό της χώρας, οι δε περιοδείες των Ρώσων στους Αγίους Τόπους της Ανατολής, που άρχισαν από τον 11ο αιώνα, συντέλεσαν σε μεγάλο βαθμό στη γνωριμία τους με τον Άθω και τη δημιουργία σχέσεων με αυτόν. Τρία ήταν κυρίως τα πνευματικά κέντρα της Ορθοδοξίας, με τα οποία οι Ρώσοι επιδίωκαν να αναπτύξουν στενές επαφές, η Κωνσταντινούπολη, τα Ιεροσόλυμα και το Άγιον Όρος. Οι Ρώσοι στρέφονταν προς τα κέντρα αυτά επιθυμώντας να διδαχθούν από την πείρα των Ελλήνων μοναχών και να εφοδιαστούν με βιβλία, τα οποία θα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη ρωσικής εκκλησιαστικής γραμματείας.
Γύρω στα μέσα του 13ου αιώνα το Άγιον Όρος είχε αποκτήσει στη Ρωσία τέτοιο κύρος, ώστε σε ορισμένες επισκοπές να προκρίνονται ως υποψήφιοι επίσκοποι κληρικοί οι οποίοι είχαν αγιορειτική προέλευση. Χαρακτηριστική περίπτωση προτίμησης Αγιορείτη για τον επισκοπικό θρόνο είναι εκείνη της επισκοπής της πόλης Βλαδίμηρο. Οι ηγεμόνες της Γαλικίας Δανιήλ και Βασίλειος Ρομάνοφ πέτυχαν να εκλεχθεί επίσκοπος Βλαδιμήρου ο Ρώσος Αγιορείτης Ιωάσαφ, όταν δε αυτός πέθανε τον διαδέχθηκε ο επίσης Αγιορείτης Βασίλειος. Την ίδια περίπου εποχή, στην επισκοπή Τσερνίγοβ (Чернигов) εκλέχθηκε επίσκοπος ο Αγιορείτης μοναχός Ευφρόσυνος, ο οποίος μάλιστα, σύμφωνα με κάποια παράδοση, μετέφερε από τον Άθω στη Ρωσία την περίφημη εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας.
Η φήμη των Αγίων Τόπων και του Άθω είχε επεκταθεί μέχρι και αυτή τη βορειοδυτική Ρωσία, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το εξής περιστατικό. O γιος του ηγεμόνα της ειδωλολατρικής Λιθουανίας, ο οποίος λεγόταν Βόϊσελγκ (Войшелг), είχε κατηχηθεί στην ορθόδοξη πίστη, πιθανότατα από Ρώσους που είχαν έρθει στη χώρα του. Οι νέες θρησκευτικές πεποιθήσεις τού υπαγόρευσαν να εγκαταλείψει το 1265 την πατρίδα του και να μεταβεί στις βυζαντινές χώρες, την πηγή της Ορθοδοξίας, προκειμένου να δεχθεί το ορθόδοξο βάπτισμα. Αρχικώς αυτός κατευθύνθηκε στη Μονή Σινά, όπου συμπληρώθηκε η κατήχησή του και έγινε δεκτός στο βάπτισμα, ύστερα όμως μετέβη στο Άγιον Όρος, και εκεί εκάρη μοναχός και έζησε επί τρία ολόκληρα χρόνια. Στη συνέχεια επέστρεψε στην πατρίδα του και έγινε ένθερμος κήρυκας της ορθόδοξης πίστης, συνάντησε όμως την αντίδραση του πατέρα του Μίντοβγκ (Миндовг) και γι’ αυτό εγκαταστάθηκε σε τόπο στον οποίο ζούσαν χριστιανοί, όπου και ίδρυσε μοναστήρι, μεταλαμπαδεύοντας έτσι τον ορθόδοξο μοναχισμό, όπως τον γνώρισε στο Σινά, προπαντός όμως στο Άγιον Όρος, εκεί δηλαδή όπου είχε λάβει το μοναχικό σχήμα.
Κοντά στην πόλη Βλαδίμηρο της δυτικής Ρωσίας υπήρχε μονή, η οποία ονομαζόταν «Αγιορειτική μονή» (Святогорский монастырь) και διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Σπηλαιωτική Λαύρα του Κιέβου. Είναι προφανές ότι η μονή εκείνη έλαβε την ονομασία «αγιορειτική» λόγω των επαφών που θα είχε με το Άγιον Όρος. Αλλά και η Σπηλαιωτική Λαύρα, η οποία υπήρξε το σπουδαιότερο μοναστήρι της ρωσικής γης στους αρχαίους χρόνους, διατηρούσε στενότατες σχέσεις με το Άγιον Όρος γενικώς, ασφαλώς δε ειδικότερα, όπως πρέπει να υποθέσουμε, θα είχε δημιουργήσει δεσμούς με την εκεί ρωσική μονή από την εποχή που αυτή ιδρύθηκε. Οι σχέσεις της δυτικής Ρωσίας με τον Άγιον Όρος, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό, δοκίμασαν μία μεγάλη κρίση όταν, μεταξύ των ετών 1237 και 1240, πραγματοποιήθηκε η επέλαση των Τατάρων στο Κράτος του Κιέβου, το οποίο τελικώς και κατέλυσαν, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να διακοπεί η οικονομική ενίσχυση την οποία αυτό παρείχε στη ρωσική μονή. Έτσι η μονή αυτή εισήλθε σε μακρά περίοδο φτώχειας και μεγάλης ανέχειας. Αλλά και η συνέχεια στην ιστορία του Βυζαντίου και των βαλκανικών σλαβικών κρατών κατά τον 13ο, 14ο και 15ο αιώνα, με τις επιδρομές των Φράγκων, Καταλανών και τελικά την τουρκική κατάκτηση του Βυζαντίου, της Βουλγαρίας και της Σερβίας, δημιούργησε πάρα πολύ δυσμενείς όρους για την επικοινωνία των Ρώσων με το Άγιον Όρος και ιδιαιτέρως με την εκεί μονή τους.  Ιδιαίτερη βλάβη από τις επιθέσεις των Καταλανών υπέστη η ρωσική μονή το έτος 1309, όταν αυτοί την πυρπόλησαν, με αποτέλεσμα να καούν όλοι οι θησαυροί της, τα χειρόγραφα και τα πολύτιμα έγγραφα που διασώζονταν σ’ αυτήν. Από τη φωτιά γλύτωσε μόνο ο πύργος της μονής. Με την απώλεια αυτή έχασε η μονή και τα αποδεικτικά έγγραφα για τα περιουσιακά της στοιχεία. Σε αναπλήρωση αυτών των απωλειών, τον Σεπτέμβριο του 1312 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος απέλυσε χρυσόβουλλο με το οποίο επικύρωνε τα κυριαρχικά δικαιώματα της «σεβασμίας των Ρώσων Μονής» σε κτήματά της στη Θεσσαλονίκη, την Καλαμαριά και τη Χαλκιδική.
3. Διαπρεπείς Ρώσοι μοναχοί στον Άθω τον 14ο και 15ο αιώνα
Παρά τις πολύ δυσμενείς συνθήκες που αναφέρθηκαν και τη διακοπή οικονομικής ενίσχυσης που ερχόταν από τη Ρωσία, οι επισκέψεις Ρώσων στο Άγιον Όρος δεν έπαψαν εντελώς. Είναι γεγονός ότι κατά τον 14ο αιώνα στη ρωσική μονή εγκαταβίωσαν και Σέρβοι μοναχοί. Ωστόσο το Άγιον Όρος συνέχιζε να γίνεται όλο και πιο γνωστό στη Ρωσία χάρη στους Ρώσους περιηγητές, οι οποίοι κατά καιρούς το επισκέπτονταν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όσα έχει γράψει για το Άγιον Όρος ο αρχιμανδρίτης Δοσίθεος, της σπηλαιωτικής Μονής της Αναλήψεως του Κάτω Νόβγκοροντ (Нижный Новгород), ο οποίος πραγματοποίησε επίσκεψη στον Άθω στα τέλη του 14ου με αρχές του 15ου αιώνα, παρέμεινε μάλιστα εκεί για αρκετό διάστημα. Από την παραμονή του στο Άγιον Όρος άφησε ο Δοσίθεος δύο συγγραφές, οι οποίες παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για την πνευματική ιστορία του ιερού τόπου, αλλά και για τα διδάγματα που έπαιρνε από αυτόν η Ρωσία. Η μία από αυτές επιγράφεται Τυπικό (Устав) και η άλλη Κανών(Чин). Σ’ αυτές περιγράφονται πτυχές της πνευματικής ζωής των Αγιορειτών πατέρων, ιδιαιτέρως μάλιστα των κελλιωτών και ησυχαστών. Σε μία από αυτές, η οποία αποτελεί απάντηση σε ερωτήματα που είχε θέσει στον Δοσίθεο ένας ηγούμενος ρωσικής μονής, λέγεται το εξής: «Οι υποτακτικοί στον Άθω ζουν κατά το θέλημα και την ευλογία των γερόντων. Όσοι αδελφοί ζουν σε δικά τους κελλιά, τηρούν σε όλη τους τη ζωή τον ίδιο κανόνα, διαβάζοντας καθημερινώς το μισό του Ψαλτηρίου και λέγοντας εξακόσιες φορές την ευχή: “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με”. Εάν δε κάποιος επιθυμεί να υπερβεί [τον κανόνα] απόκειται στο θέλημά του. Εκτός από αυτά εκτελούν από τριακόσιες έως πεντακόσιες μετάνοιες. Επιπροσθέτως όμως, σε κάθε στιγμή, είτε κάθονται είτε περπατούν, είναι ξαπλωμένοι ή κάνουν εργόχειρο, αδιαλείπτως επαναλαμβάνουν με τη γλώσσα και την καρδιακή αναπνοή: “Κύριε Ιησού Χριστέ”. Σε όσους δεν γνωρίζουν γράμματα [έχει οριστεί], εκτός από τις μετάνοιες, κατά το εκκλησιαστικό τυπικό, να εκτελούν ανά επτά χιλιάδες φορές την ευχή του Ιησού. Για τους αδυνάτους είναι ευκολότερος ο κανόνας. Για τους πρεσβύτερους [έχει οριστεί να ενδιατρίβουν] στην ευχή του Ιησού και να κάνουν μετάνοιες κατά δύναμη. Οι Αγιορείτες, με τη χάρη του Θεού, επιμελώς τηρούν και αγαπούν τη σιωπή, αποφεύγουν δε την τύρβη και το θόρυβο, τις φιλίες και τις κοσμικές συζητήσεις. Και για χάρη του Θεού, πείτε τα αυτά και στους υπόλοιπους αδελφούς, εάν κάποιος ρωτήσει· ότι οι άγιοι πατέρες στη Ρωσία συνηθίζουν να διαβάζουν ολόκληρο τον Ψαλτήρα τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και στις άλλες νηστείες, ενώ όταν δεν υπάρχει νηστεία δεν διαβάζουν ούτε έναν Ψαλμό. Οι Αγιορείτες όμως δεν κάνουν έτσι· αυτοί τηρούν τον κανόνα σε ολόκληρη τη ζωή τους. Κάθε αδελφός ενδείκνυται να έχει στο κελλί του εικονοστάσι ή σταυρό, και μπροστά από αυτά να εκτελεί τον καθιερωμένο κανόνα. Αυτός που δεν μπορεί να διαβάσει οφείλει να υπηρετεί με τη χειρωνακτική εργασία, με υποταγή στην ακολουθία και με αποκοπή της βούλησης».
Με τις πληροφορίες του αυτές ο Δοσίθεος παρουσίαζε στους μοναχούς της Ρωσίας ένα υπόδειγμα μοναχικής ζωής, έτσι όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στο κατεξοχήν πνευματικό κέντρο του ορθοδόξου μοναχισμού την εποχή εκείνη. Μέσα από αυτές τις πληροφορίες το Άγιον Όρος παρέμενε ένας διδάσκαλος πνευματικότητας και ασκητισμού για τη Ρωσία. Μολονότι ο Δοσίθεος περιγράφει πτυχές της πνευματικής ζωής των πατέρων του Άθω, εντούτοις δεν μνημονεύει καθόλου κάποια παρουσία Ρώσων μοναχών εκεί, ούτε και αναφέρει ύπαρξη ρωσικής μονής. Οπωσδήποτε αυτή η σιγή του δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε ρωσική μονή, αλλά απλώς ότι αυτό δεν ήταν στις προθέσεις του, να αναφερθεί δηλαδή σ’ αυτήν. Εκτός από την αδιαμφισβήτητη αυτή πραγματικότητα, πρέπει να δεχθούμε ακόμη ότι οι Ρώσοι μοναχοί στον Άθω, κατά τη διάρκεια των ησυχαστικών ερίδων του 14ου αιώνα, όσοι και αν ήταν εκεί, τάσσονταν οπωσδήποτε με το μέρος των Ησυχαστών πατέρων, κορυφαίοι των οποίων ήταν οι άγιοι Γρηγόριος Σιναΐτης, Γρηγόριος Παλαμάς, Φιλόθεος Κόκκινος, καθώς και άλλοι, οι οποίοι είχαν διατελέσει επίσης μοναχοί στο Άγιον Όρος.
Στη διάρκεια του 15ου αιώνα ήταν αρκετοί οι Ρώσοι που επισκέφθηκαν το Άγιον Όρος ή έζησαν εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα. Αυτοί βεβαίως μετέφεραν στη Ρωσία πληροφορίες σχετικές με τα μοναστήρια και τη ζωή των μοναχών του Αγίου Όρους, με τις οποίες εμπλουτίζονταν οι γνώσεις των συμπατριωτών τους για την ιερή χερσόνησο. Στους ανθρώπους αυτούς οφειλόταν μία προέκταση της αθωνικής μοναστικής παράδοσης στη Ρωσία. Μέσα στη συνάφεια αυτή άξια ιδιαίτερης προσοχής υπήρξε η περίπτωση του αγίου μοναχού Νείλου Σόρσκυ (1433-1508), ο οποίος έμεινε στην ιστορία του ρωσικού μοναχισμού ως μία από τις επιφανέστερες μορφές του και καθιέρωσε μία παράδοση η οποία είχε συνέχεια στην πνευματική ζωή της χώρας του. Δυστυχώς για τη ζωή του Νείλου πολύ λίγα είναι γνωστά, διότι οι σχετικές βιογραφικές πηγές γι’ αυτόν έχουν χαθεί. Γνωρίζουμε απλώς ότι καταγόταν από τη Μόσχα και το οικογενειακό του όνομα ήταν Μάϊκοφ (Майков). Η οικογένειά του είχε ευγενή καταγωγή και ο ίδιος από μικρός ασχολείτο με την αντιγραφή βιβλίων, είναι δε φανερό ότι είχε μάθει και την ελληνική γλώσσα.  
Ο Νείλος αρχικώς εγκαταβίωσε στη Μονή του Αγίου Κυρίλλου στην περιοχή της Λευκής Λίμνης της βόρειας Ρωσίας (Кирилло-Белозерский монастырь), στη συνέχεια δε, συνοδευόμενος από τον μαθητή του Ιννοκέντιο Οχλιάμπιν, ήρθε στο Άγιον Όρος. Πόσο διάστημα έμεινε εδώ δεν είναι γνωστό, πάντως αυτό πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλο, όπως αποδεικνύεται και από τη μοναστική πρακτική που δημιούργησε, αλλά και από το συγγραφικό έργο το οποίο άφησε, έχοντας και αυτό ως βάση την αγιορειτική παράδοση. Έχει υπολογιστεί ότι παρέμεινε στο Άγιον Όρος περίπου μία δεκαετία. Προφανώς στον Άθω ο Νείλος δεν έζησε σε μοναστήρι, αλλά επέλεξε τον ερημιτικό βίο, σε σκήτη ή σε κάποιο κελλί, διότι σε ένα τέτοιο συμπέρασμα οδηγεί το ίδιο το συγγραφικό του έργο. Εκτός από τρεις επιστολές και τη Διαθήκη του, ο Νείλος κατέλιπε τρία αξιόλογα έργα, την Υποθήκη προς τους οικείους μαθητές, τοΣκητιωτικό τυπικό και το Συνοδικό βίων Ελλήνων αγίων. Στο πρώτο από τα έργα αυτά παρέχονται οδηγίες για έναν πολύ αυστηρό μοναχικό βίο, ο οποίος θα βασίζεται στις παραδόσεις μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας. Εδώ κηρύσσεται η πλήρης ακτημοσύνη, η υπακοή και η αποκοπή του ιδίου θελήματος. Το Σκητιωτικό τυπικό είναι έργο με καθαρώς ησυχαστικές αρχές, με οδηγίες για την τήρηση του νου και την πρακτική της νοεράς προσευχής, έτσι όπως την είχαν διδάξει οι πατέρες της Εκκλησίας και την ασκούσαν οι Αθωνίτες μοναχοί. Γενικώς ο Νείλος προέβαλλε τις αρετές του αναχωρητικού βίου, τη συνοίκηση ελάχιστων μοναχών σε έρημο τόπο και την άσκηση, τα πνευματικά προβλήματα αυτού του βίου, οι πειρασμοί και η αντίσταση σ’ αυτούς και η απάρνηση των υλικών αγαθών. Το τρίτο έργο του είναι μία συλλογή βίων αγίων, μεγάλων ασκητών, μεταξύ των οποίων και των Αθωνιτών αγίων Πέτρου και Αθανασίου, του ιδρυτή του κοινοβίου της Λαύρας. Γενικώς ο Νείλος δημιούργησε στη Ρωσία μία σχολή με ησυχαστικά και αθωνικά πρότυπα, η οποία ήταν κατά της κατοχής χωριών και κτηματικής περιουσίας των μοναστηριών, όπως επίσης και κατά της σε θάνατο καταδίκης των αιρετικών. Αργότερα με τους πνευματικούς διαδόχους του Νείλου, που ακολουθούσαν τις ίδιες κατευθύνσεις, ήρθε σε επαφή και τους βρήκε συμπαραστάτες στις εναντίον του κατηγορίες ο διαπρεπής Αθωνίτης Μάξιμος ο Γραικός (1470-1556), μοναχός της Μονής Βατοπαιδίου, ο οποίος ζούσε στη Ρωσία. Στον ίδιο κύκλο ανήκε και ο Ρώσος ιεροδιάκονος Δαμασκηνός, ο οποίος επισκέφθηκε το Άγιον Όρος στα τέλη του 17ου με αρχές 18ου αιώνα, και συνέγραψε ένα πόνημα στο οποίο παραλλήλιζε την αυστηρή σε πραδόσεις ρωσική Μονή Σολόβκι με το μοναχισμό του Αγίου Όρους. Στο πόνημα αυτό, ο Δαμασκηνός έγραφε: «Στο όρος Άθω υπάρχει ο τέλειος μοναχισμός… εκεί είναι η τέλεια παράδοση και οι [πνευματικοί] γέροντες… διότι το όρος Άθω είναι η μοναστική πρωτεύουσα, η αρχή και το θεμέλιο, η ρίζα και η πηγή του μοναχισμού, τόσο κατά την εσωτερικότητα όσο και κατά την εξωτερικότητα». 
Είναι άξιο προσοχής το γεγονός ότι ο Νείλος δεν έκανε λόγο περί Ρώσων μοναχών στο Άγιον Όρος. Την εποχή που αυτός επισκέφθηκε τον Άθω η ρωσική μονή κατοικείτο μάλλον από Σέρβους μοναχούς, γεγονός που μαρτυρείται από τις προσφορές προς αυτήν των Σέρβων ηγεμόνων σε όλη τη διάρκεια του 14ου και μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα. Είναι γνωστό ότι κατά καιρούς εκπρόσωποι της Μονής επισκέπτονταν τη Ρωσία και λάμβαναν οικονομική βοήθεια από τους μεγάλους ηγεμόνες της Μόσχας και αργότερα τους τσάρους της Ρωσίας, εφόσον εμφανίζονταν ως μοναχοί της «μονής των Ρώσων», διότι η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος συνέχιζε πάντοτε να θεωρείται των Ρώσων. Τον 17ο αιώνα η μονή πέρασε σε μεγάλη ανέχεια, σε σημείο να αναγκαστεί να πουλήσει κτήματά της. Σε ελληνικό μάλιστα έγγραφο του 1693 διαβάζουμε: «εὑρίσκεται τὸ μοναστήριον τῶν ῾Ρωσῶν ἔρημον». Ο Ουκρανός περιηγητής και στη συνέχεια μοναχός Βασίλειος Γκρηγκορόβιτς-Μπάρσκυ (1701-1747) επισκέφθηκε το Άγιον Όρος δύο φορές, το 1725-26 και το 1744, και άφησε δύο πολύ μεγάλης ιστορικής αξίας περιγραφές για τα μοναστήρια, τους μοναχούς και τα κειμήλια των μονών. Το 1726 στη Μονή του Αγίου Παντελέημονος ο Μπάρσκυ βρήκε μόνο δύο Βουλγάρους και δύο Ρώσους μοναχούς, ενώ το 1744 αναφέρει ότι στο μοναστήρι εγκαταβίωναν γύρω στους δώδεκα Έλληνες μοναχοί και κανένας Ρώσος. Έτσι βλέπουμε τη ρωσική μονή να μην έχει πια Ρώσους μοναχούς, αλλά στη συνέχεια και να σβήνει οριστικά περί τα τέλη του 18ου αιώνα, ύστερα από πυρκαγιά, της οποίας τα αίτια παραμένουν αδιευκρίνιστα. Το 1803 αναβίωσε η Μονή Ρωσικού στην παραλία του Αγίου Όρους, στο πρώην επίνειό της, εκεί όπου υπάρχει σήμερα. Η νέα μονή κτίστηκε με χρηματοδότηση του Έλληνα ηγεμόνα της Μολδαβίας Σκαρλάτου Καλλιμάχη και κράτησε το παραδοσιακό όνομά της προς τιμήν του Αγίου Παντελεήμονος. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει μία νέα περίοδος στην ιστορία των Ρώσων μοναχών του Αγίου Όρους. Έως τώρα ο λόγος γινόταν περισσότερο περί επισκεπτών και περιηγητών ενώ, από το σημείο αυτό και μετά, θα αφορά σε συγκεκριμένες προσωπικότητες, ώστε να οδηγηθούμε και σε περιγραφικές προσωπογραφίες.
4. Προσωπικότητες του 18ου και 19ου αιώνα
Μία από τις διαπρεπέστερες προσωπικότητες που προήλθαν από τον ρωσικό χώρο τον 18ο αιώνα, και των οποίων η δραστηριότητα για την αναβίωση της αθωνικής ησυχαστικής πνευματικότητας στο σλαβικό και ρουμανικό κόσμο υπήρξε πολύ μεγάλης σπουδαιότητας, ήταν ο από την Πολτάβα της Ουκρανίας καταγόμενος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794). Aυτός νεαρός άρχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Μογίλα του Κιέβου, όπου όμως απογοητεύθηκε εντελώς από τις δυτικού τύπου σπουδές που γίνονταν εκεί, και για το λόγο αυτό εγκατέλειψε την Ακαδημία. Μετά από περιπλάνηση σε μοναστήρια της Ουκρανίας και της Μολδαβίας, τελικά το 1746 ήρθε στο Άγιον Όρος και μόνασε στην περιοχή της Καψάλας, όπου υπήρχαν κελλία ερημιτῶν. Απέφυγε τη διαβίωση σε μοναστήρι, γιατί τα οικονομικά προβλήματα της εποχής ανάγκαζαν τους μοναχούς σε μετακινήσεις και κοσμικές επαφές, οι οποίες τους απέσπαζαν από τον ησυχαστικό βίο και τη νοερά προσευχή. Το 1750 ήρθε στο Άγιον Όρος ο επίσης Ουκρανός ιερομόναχος Βασίλειος, ηγούμενος της Μονής Ποϊάνα Μέρουλουι της Βλαχίας, ο οποίος συνάντησε τον Παΐσιο και για ένα χρονικό διάστημα ασκήτευσαν μαζί. Ο Βασίλειος του έδωσε το μικρό μοναχικό σχήμα, μετά το οποίο απέβαλε το όνομα Πέτρος λαμβάνοντας το Παΐσιος. Ο Βασίλειος είχε βαθιά γνώση της μέχρι την εποχή του μεταφρασμένης στη σλαβονική βυζαντινής ασκητικής και μυστικής γραμματείας, ο ίδιος είχε μάλιστα συγγράψει στη σλαβονική και εισαγωγές στα συγγράμματα των αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, Φιλοθέου του Σιναΐτου και Ησυχίου του Πρεσβυτέρου. Η επαφή του Παϊσίου με τον Βασίλειο υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την περαιτέρω πνευματική εξέλιξη και ενασχόληση του νεαρού μοναχού.
Η φήμη του Παϊσίου και οι αρετές του έφεραν κοντά του αριθμό μοναχών, οι οποίοι ήθελαν να διδαχθούν από αυτόν. Τελικά όλοι μαζί μεταφέρθηκαν σε ένα ερειπωμένο κελλί του Προφήτου Ηλιού, το οποίο αναδείχθηκε σε αξιόλογη ρωσική σκήτη. Οι μοναχοί που συνάχθηκαν κοντά του έφθασαν τους πενήντα και δεν χωρούσαν πια στη σκήτη του Προφήτου Ηλιού. Έτσι, ο Παΐσιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη σκήτη, και για ένα διάστημα με τη συνοδεία του να μετοικήσουν στη Μονή Σίμωνος Πέτρας, της οποίας όμως δεν κατώρθωσε να εξοφλήσει τα προς τους Τούρκους πιστωτές χρέη, με αποτέλεσμα το 1764 να παραλάβει τους μοναχούς του και να αναχωρήσει στη Βλαχία, στη δε συνέχεια να εγκατασταθεί οριστικώς στη Μολδαβία, όπου ανέπτυξε αξιολογότατη συγγραφική και πνευματική δραστηριότητα.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Άγιον Όρος, ο Παΐσιος έμαθε την ελληνική γλώσσα και επιδόθηκε με ξεχωριστό ζήλο στη διόρθωση παλαιών μεταφράσεων στη σλαβονική γλώσσα και την εκπόνηση νέων έργων μεγάλων ασκητών και νηπτικών πατέρων της Εκκλησίας. Στα χρόνια της παραμονής του στον Άθω βρισκόταν σε επαφή με τον εκεί ασκούμενο τέως πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ Β΄, ο οποίος υπήρξε και ο δημιουργός της μετέπειτα ρωσικής Βατοπαιδινής Σκήτης του Αγίου Ανδρέου. Ο Σεραφείμ τον εκτιμούσε πάρα πολύ και προσπάθησε να τον κρατήσει στον Άθω, αλλά οι λόγοι που υπαγόρευαν την αναχώρηση του Παϊσίου ήταν ακριβώς η μεταφορά των αθωνικών εμπειριών και παραδόσεων σε έναν άλλο γεωγραφικό χώρο, ορθόδοξης επίσης παράδοσης. Πραγματικά ο Παΐσιος δημιούργησε τόσο μέσα στο Άγιον Όρος, όσο στη συνέχεια και στη Βλαχία και τη Μολδαβία, μία μεγάλη ασκητικοφιλολογική σχολή, στην οποία μεταφράζονταν έργα της βυζαντινής ησυχαστικής γραμματείας, αλλά επίσης συγχρόνως εφαρμοζόταν και στην πράξη οι αρχές που αυτή υπαγόρευε. Στα γραπτά μνημεία λόγου που άφησε ο Παΐσιος περιλαμβάνεται και ένα στο οποίο αναφέρεται καταλεπτώς στο πώς ανακάλυψε στο Άγιον Όρος τα έργα των Βυζαντινών ασκητών και μυστικών Πατέρων και πώς τα μετέφρασε στη σλαβονική γλώσσα. Το σπουδαιότερο έργο του ήταν η σύνταξη της σλαβονικής Φιλοκαλίας, η οποία υπήρξε αποτέλεσμα της, μέσω του μαθητή του Γρηγορίου, επαφής του με τον τέως μητροπολίτη Κορίνθου άγιο Μακάριο, ο οποίος υπήρξε ο συλλέκτης πατερικών ασκητικών και μυστικών έργων και δημιουργός της ελληνικής Φιλοκαλίας. Έτσι τελικώς στον Παΐσιο, στις επί 18 χρόνια αγιορειτικές εμπειρίες του και στο έργο που επιτέλεσε στον Άθω, οφείλεται η αναβίωση του βυζαντινού μυστικισμού και ησυχασμού στις ρουμανικές και σλαβικές χώρες τον 18ο και 19ο αιώνα.
Μέσα στη συνάφεια αυτή πρέπει να μνημονευθεί και η παροσία στο Άγιον Όρος του Ουκρανού  Βασιλείου-Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκυ, για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω. Αυτός όταν ήρθε στο Άγιον Όρος δεν ήταν ακόμη μοναχός, αλλά άφησε τις δύο περίφημες και λεπτομερέστατες περιγραφές των αγιορειτικών μονών, οι οποίες είναι μοναδικές στο είδος τους. Αυτές παρείχαν μία γενική πληροφόρηση για τα μοναστήρια, περιλαμβάνοντας πληροφορίες για τα κτίρια, τους ναούς, τα μνημεία τέχνης, τις βιβλιοθήκες και ένα άλλο πλήθος από λεπτομέρειες, που αποτελούν σπανιότατη πηγή για τους μελετητές του Αγίου Όρους. Εκείνο μάλιστα το στοιχείο που έχει ιδιαίτερη αξία είναι οι απεικονίσεις των μοναστηρίων, που εκπόνησε με ιδιάζουσα τεχνική και ακρίβεια ο Μπάρσκυ, και οι οποίες αποτελούν σημαντικότατη εικαστική πηγή για τη μελέτη της αρχιτεκτονικής των μονών. Βεβαίως και οι πληροφορίες του για τη ζωή των μοναχών και ιδιαιτέρως για  μοναχούς  που διακρίνονταν για την αρετή τους, αποτελούν αξιόλογη πηγή για τη μελέτη της ιστορίας του Αγίου Όρους κατά τον 18ο αιώνα.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα παρουσιάζεται μία άνθηση του ρωσικού μοναχισμού στο Άγιον Όρος και μία πολύ μεγάλη προσέλευση Ρώσων μοναχών. Η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος ανθεί, επίσης η Σκήτη του Προφήτου Ηλιού, όπως και η Σκήτη του Αγίου Ανδρέου, στις οποίες εγκαταβιώνουν μοναχοί, κτίζονται ναοί και μεγαλοπρεπή κτήρια, μεταφέροντας αρχιτεκτονικά πρότυπα καθαρώς ρωσικά. Η εξέλιξη των ρωσικών μοναστικών αυτών ιδρυμάτων συνδέεται συγχρόνως και με την εμφάνιση κάποιων διενέξεων και αντιπαλοτήτων μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών μοναχών, όπως και Ελλήνων και Ρώσων, οι οποίες έχουν την αιτία τους σε εθνικιστικές ή τοπικιστικές διαφορές. Αυτή η διαμάχη αποτελεί ένα κεφάλαιο το οποίο στερείται δυστυχώς πνευματικότητας και βρίσκεται μακριά από το πνεύμα της αγάπης, η οποία είναι η απαραίτητη προϋπόθεση συμβίωσης ανθρώπων και προπαντός μοναχών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν πρόκειται να αναφερθούμε σε αυτές τις θλιβερές διενέξεις, αλλά θα επικεντρώσουμε την αφήγησή μας στην καταγραφή προσώπων που διαδραματίζουν έναν ουσιαστικό ρόλο στην απεικόνιση της πνευματικότητας του Άθω ή δημιουργούν τα ίδια πνευματικές καταβολές και τις μεταδίδουν στους συγχρόνους τους.
Τον Ιούνιο του 1835 ήρθε στο Άγιον Όρος ως προσκυνητής ο Ρώσος ιερομόναχος Ανίκητος Σιρίνσκυ-Σιχμάτοφ (Аникита Ширинский-Шихматов), ο οποίος προερχόταν από πριγκηπική οικογένεια και είχε πολύ μεγάλη μόρφωση.
Είχε ασχοληθεί με τη ρωσική λογοτεχνία, εγνώριζε δε άριστα τη Γαλλική, Γερμανική, Αγγλική, Ελληνική και Λατινική. Νεότατος έφθασε να γίνει πλοίαρχος του πολεμικού ναυτικού και μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Η άφιξη στον Άθω ενός τόσο διαπρεπούς και μορφωμένου προσώπου είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων προοπτικών ανάπτυξης του ρωσικού μοναχισμού. Αρχικώς ο Ανίκητος επισκέφθηκε τη Σκήτη του Προφήτου Ηλιού, στην οποία ζούσαν μοναχοί από την Ουκρανία, και στη συνέχεια, συνοδευόμενος από δεκαπέντε Ρώσους μοναχούς, ήρθε στη Μονή Παντελεήμονος, φέροντας μάλιστα μαζί του και την εικόνα του αγίου Μητροφάνους του Βορόνεζ (Митрофан Воронежский), προς τον οποίο έτρεφε ιδιαίτερη τιμή και σεβασμό. Ο Ανίκητος εγχείρισε στους προεστώτες της μονής ένα πολύ σεβαστό ποσό για την αποπεράτωση ναού, ο οποίος θα τιμάτο στο όνομα του αγίου Μητροφάνους, και στη συνέχεια αναχώρησε στα Ιεροσόλυμα. Μετά την επιστροφή του τον Μάϊο του 1836, βλέποντας ότι ο ναός δεν αποπερατώθηκε, παρέλαβε τους Ρώσους μοναχούς που είχαν έρθει μαζί του, και επέστρεψε και πάλι στη Σκήτη του Προφήτου Ηλιού. Στη συνέχεια εκλήθη να υπηρετήσει ως ιερέας του ρωσικού ναού στην Αθήνα. Ο Ανίκητος είχε τις αρετές μοναχού, αγάπησε την αγιορειτική παράδοση και είχε μελετήσει τους πατέρες της Εκκλησίας. Πάσχοντας από μία χρόνια αιμορραγική ασθένεια, στα 54 χρόνια του, όταν έφθασε στα τελευταία του, τον ρώτησαν αν ήθελε να συντάξει τη διαθήκη του. Απάντησε: «Είμαι μοναχός, αποδώστε ό,τι μου απομένει στη Σκήτη του Προφήτου Ηλιού». Το πρωΐ της επόμενης, αφήνοντας την τελευταία του πνοή, πρόφερε τις λέξεις: «Καιρός, καιρός για την Ιερουσαλήμ». Έτσι έφυγε από τη ζωή ένας πολύ ενάρετος άνθρωπος, ο οποίος, μολονότι δεν έζησε για μακρύ χρόνο στο Άγιον Όρος, εντούτοις το αγάπησε πολύ και συνδέθηκε πνευματικώς βαθιά με αυτό.  
Μέσα σε ένα απολύτως ανάλογο πνευματικό κλίμα ανήκε και ο ιερομόναχος Σεραφείμ, κατά κόσμον Συμεών Βέσλιν, ο οποίος ήρθε στο Άγιον Όρος στις 19 Οκτωβρίου 1843 και εγκαταβίωσε στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος. Ο ιερομόναχος αυτός, ζώντας ασκητικότατα και έχοντας μία βαθιά ταπείνωση και αγάπη για τον συνάνθρωπο, παρουσίαζε μία ιδιοτυπία, η οποία απέβη πάρα πολύ σημαντική για τη μελέτη της ιστορίας όχι μόνο της ρωσικής μονής, κατά τα χρόνια που αυτός έζησε στον Άθω, αλλά και όλων των μοναστικών καθιδρυμάτων του τόπου εκείνου. Η ιδιοτυπία του αυτή συνίστατο στη σύνταξη επιστολών και την αποστολή τους στη Ρωσία, στις οποίες αυτός έδινε περιγραφές και λεπτομέρειες για τα αγιορειτικά σκηνώματα και για τη ζωή των μοναχών. Οι επιστολές αυτές δημοσιεύονταν στη Ρωσία και αποτελούσαν ένα προσφιλέστατο ανάγνωσμα, με το οποίο ο Ρώσος μεταφερόταν νοερώς στο Άγιον Όρος και δεχόταν τις συγκινήσεις που δημιουργούσε ο ιερός αυτός τόπος. Οι επιστολές αυτές, με τίτλο Επιστολές Αγιορείτου προς φίλους του περί του Αγίου Όρους Άθω, εκδόθηκαν στη Ρωσία σε δύο τεύχη το 1850, στη συνέχεια δε από τη Μονή Παντελεήμονος σε τρία τεύχη, 538 συνολικώς σελίδων, γνώρισαν δε από το 1866 έως το 1913 εννέα εκδόσεις. Οι επιστολές καλύπτουν την περίοδο της διαμονής του στον Άθω, από την άφιξή του εκεί το 1843 έως τον θάνατό του στη Μονή Παντελεήμονος στις 17 Δεκεμβρίου 1853. Οι επιστολές του Σεραφείμ, γραμμένες σε ωραία ρωσική γλώσσα, περιγράφουν μοναστήρια, σκήτες, προσκυνητήρια, πρόσωπα μοναχών, ιστορικά και σύγχρονα γεγονότα, θαύματα ιερών εικόνων, και μέσα σε όλες αυτές δηλώνεται η θερμή του αγάπη για το Άγιον Όρος και ο βαθύτατος σεβασμός και η τιμή προς την Θεοτόκο, την προστάτιδα του ιερού αυτού τόπου. Όλη του η διάθεση προσφοράς και τα συναισθήματά του αποτυπώνονται σε κάποια σημειώματα που βρέθηκαν στο κελλί του και φέρουν τον τίτλο Τα κελλιωτικά μου σημειώματα, τα οποία είναι ιδιαίτερα συγκινητικά, χάρη στη λεπτότητα και ευγένεια των συναισθημάτων που απηχούν. Είχε προηγηθεί ένα θλιβερό συμβάν. Όταν άρχισε ο Κριμαϊκός πόλεμος, ο Σεραφείμ, παρά τις αντίθετες υποδείξεις του ηγουμένου της Μονής, αποφάσισε να φύγει στη Ρωσία, αλλά διάφορες αντίξοες συνθήκες ματαίωσαν το ταξίδι του. Έτσι επέστρεψε στη μονή. Τα σημειώματά του τελειώνουν με ημερομηνία 16ης Μαΐου 1853, είναι δε άξια παράθεσης τα λόγια με τα οποία αυτά καταλήγουν: «Κύριε, μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία Σου. Μνήσθητι και πάντων των φίλων και των εχθρών μου, διότι όλοι είμαστε άνθρωποι· η αδυναμία και οι ασθένειες ανήκουν στον δικό μας νου και την καρδιά. Γι’ αυτό, Κύριε, συγχώρεσε όλους μας, ελέησε και σώσε, διότι είσαι ο μόνος αναμάρτητος, αγαθός και ελεήμων. Αμήν. Δόξα τῷ Θεῷπερί πάντων! Δόξα και τη ουρανίω Βασιλίδι περί πάντων». Μέσα σε τέτοιο πνεύμα προσευχής και αγάπης άφησε ο ιερομόναχος Σεραφείμ την τελευταία του πνοή.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα υπήρξαν κάποιες προσωπικότητες Ρώσων μοναχών που διακρίθηκαν για τις αρετές, την ασκητικότητα και την πνευματικότητά τους. Ιδιαιτέρως πρέπει να μνημονευθούν δύο πρόσωπα της Ιεράς Μονής Παντελεήμονος, στα οποία οφείλεται και η πνευματική άνοδος των Ρώσων μοναχών της μονής, όσο και η επιτυχία μιας ειρηνικής συμβίωσης Ρώσων και Ελλήνων μέσα στην αδελφότητα. Τα πρόσωπα αυτά υπήρξαν ο πνευματικός της Μονής Παντελεήμονος π. Ιερώνυμος (1806-1885) και ο ηγούμενος Μακάριος (1821-1889), στην πνευματικότητα, τη δραστηριότητα και την αγάπη προς τους συμμοναστές των οποίων οφείλεται κυρίως η άνθηση του ρωσικού μοναχισμού στο Άγιον Όρος κατά το δεύτερο μισό του 19ο αιώνα.
Ο π. Ιερώνυμος, του οποίου το κατά κόσμον όνομα ήταν Ιωάννης Πάβλοβιτς Σολομέντσοφ, προερχόταν από ευσεβή πολυμελή οικογένεια εμπόρων, μέλη της οποίας είχαν ασπασθεί τον μοναχισμό. Αρχικώς μόνασε σε μοναστήρια της Ρωσίας, αλλά τελικώς τον Σεπτέμβριο του 1836 ήρθε στο Άγιον Όρος. Εδώ συνάντησε τον Ρώσο ιερομόναχο και πνευματικό Αρσένιο (†1846), ο οποίος άσκησε επάνω του μεγάλη πνευματική επιρροή. Η πρώτη επιλογή του π. Ιερωνύμου ήταν η αγορά ενός κελλιού στην περιοχή της Μονής Σταυρονικήτα, όπου μόνασε λαμβάνοντας το όνομα Ιωαννίκιος. Ενώ βρισκόταν εδώ χειροτονήθηκε σε ιερέα. Έζησε στο κελλί αυτό τέσσερα χρόνια και τον Σεπτέμβριο του 1840, συνοδευόμενος από τους δύο συνασκητές του, ήρθε και κοινοβίασε στη Μονή Παντελεήμονος. Τον επόμενο χρόνο έλαβε το μεγάλο σχήμα και μετονομάστηκε σε Ιερώνυμο. Έτσι άρχισε μια νέα, δύσκολη ζωή, διότι, μολονότι αγάπησε πολύ το μοναστήρι, εντούτοις είχε προτίμηση στον ησυχαστικό βίο. Αυτό όμως δεν τον πτόησε, αλλά κατάλαβε ότι άρχιζε γι’ αυτόν μία αποστολή, και η αποστολή αυτή ήταν η προσπάθεια να βοηθήσει πνευματικώς τη ρωσική αδελφότητα της μονής, την οποία υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή με ιερό ζήλο και μεγάλη αγάπη. Ο π. Ιερώνυμος κατέστη τελικώς ο πνευματικός των πατέρων της μονής, και όχι μόνο αυτής, αλλά και πολλών άλλων Ρώσων μοναχών που προσέτρεχαν προς αυτόν, είτε για να εξομολογηθούν είτε για να ζητήσουν πνευματική βοήθεια. Πολύ γρήγορα αναγνωρίστηκε σχεδόν σαν ένα νέος Πατέρας της Εκκλησίας. Τον διέκρινε βαθιά γνώση των Πατέρων, άκρα ταπείνωση και αγάπη για τους αδελφούς. Ήταν απόμακρος από την κοσμικότητα, αγαπούσε τη σιγή και ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στην προσευχή.
Όλη η πνευματικότητα του π. Ιερωνύμου έχει αποτυπωθεί στα γραπτά που άφησε και τα οποία αποτελούν πολύ αξιόλογα κείμενα. Εκτός από ένα πολύ μεγάλο πλήθος επιστολών προς διάφορα πρόσωπα, οι οποίες είναι γεμάτες από συμβουλές, στη γραφίδα του π. Ιερωνύμου ανήκουν γραπτές συμβουλές και προς την μοναστηριακή αδελφότητα, κανόνες για μοναχούς, υποτακτικούς και δοκίμους, διδακτικοί λόγοι, προπαντός όμως το Τυπικό της Μονής Παντελεήμονος, το οποίο περιλαμβάνει 22 κεφάλαια και καλύπτει όλες της πτυχές της ζωής μιας μονής. Με αυτό το τυπικό τέθηκαν οι βάσεις για την ομαλή λειτουργία της μονής και τη συμπεριφορά των μοναχών της. Τρέφοντας βαθύ σεβασμό προς τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ο π. Ιερώνυμος άφησε και έναν ωραιότατο Ακάθιστο Ύμνο προς τιμήν του αγίου. 
Έχουν γραφεί πολλά για τον π. Ιερώνυμο από συγχρόνους του, τα οποία αποτελούν μνημείο για την ιστορία του ρωσικού μοναχισμού στον Άθω τον 19ο αιώνα. Ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση αυτή έχει η περιγραφή που έδωσε ό Ρώσος διπλωμάτης, μεγάλος στοχαστής, συγγραφέας και θαυμαστής του βυζαντινού πολιτισμού Κωνσταντίνος Νικολάεβιτς Λεόντιεφ (1831-1891). Γράφει λοιπόν για τον π. Ιερώνυμο: «Αυτός υπήρξε όχι μόνο υψηλού βίου μοναχός, αλλά άνθρωπος περισσότερο από υπέροχος. Δεν θα είμαι εγώ αυτός που θα τον ονομάσει άγιο – αυτό αποτελεί δικαίωμα της Εκκλησίας και όχι κάποιου ιδιώτη, εγώ όμως θα τον αποκαλέσω ευθέως μεγάλον, άνθρωπο με μεγάλη ψυχή και με ασυνήθιστο νου». Αυτός ήταν λοιπόν ο π. Ιερώνυμος, ο οποίος με τις συμβουλές του, την πνευματικότητά του και τα γεμάτα διδάγματα γράμματά του, προσέλκυσε πολλούς Ρώσους στον αγιορειτικό μοναχικό βίο, και κατέστησε περισσότερο γνωστό τον Άθω στη Ρωσία. Πέρα από την πνευματική του προσφορά, ο π. Ιερώνυμος διεδραμάτισε ένα σοβαρό ρόλο στη εξομάλυνση της αντιδικίας που υπήρχε στις σχέσεις Ρώσων και Ελλήνων μοναχών της Μονής Παντελεήμονος, αντιδικίας που βρίσκονταν σε έξαρση λόγω παρεξηγήσεων και υπερβολών και των δύο πλευρών. Ο π. Ιερώνυμος υπήρξε και σ’ αυτή την περίπτωση ένας ειρηνοποιός.
Η άλλη διαπρεπής προσωπικότητα, όπως σημειώθηκε, υπήρξε ο π. Μακάριος, του οποίου το κοσμικό όνομα ήταν Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Σούσκιν. Αυτός καταγόταν από πλούσια οικογένεια εμπόρων. Ήταν μορφωμένος και ευσεβής νέος, ο οποίος αποφάσισε να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στους αγίους τόπους της Ανατολής. Επισκέφθηκε το Σινά, την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, και τελικώς την 3η Νοεμβρίου 1851 κατέληξε στο Άγιον Όρος. Ενώ βρισκόταν στη Μονή Κουτλουμουσίου παρουσίασε έναν υψηλό πυρετό και έπεσε στο κρεβάτι. Τα σχετικά με όλα αυτά τα περιστατικά πληροφορήθηκαν οι Ρώσοι μοναχοί της Μονής Παντελεήμονος, και τότε ο π. Ιερώνυμος αποφάνθηκε ότι θα έπρεπε να τον μεταφέρουν στη ρωσική μονή. Πραγματικά τον μετέφεραν αλλά παρέμενε ακόμη σε πολύ κρίσιμη κατάσταση. Βλέποντας ότι η κατάστασή του διαρκώς επιδεινώνεται, και ακούοντας τη γνώμη των ιατρών, ότι δεν έχει ελπίδα να επιζήσει, επικράτησε σε κάποιους μοναχούς η σκέψη ότι θα έπρεπε να καρεί μοναχός, αφού με αυτή την απόφαση είχε έρθει στο Άγιον Όρος. Ο π. Ιερώνυμος είχε αρχικώς επιφυλάξεις για μια τέτοια πράξη, στο τέλος όμως συγκατένευσε και έτσι στις 27 Νοεμβρίου, ενώ ήταν κλινήρης και αναμενόταν η τελευτή του, τον έκειραν μοναχό και του έδωσαν το μέγα σχήμα με το όνομα Μακάριος. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε και χρειάστηκε να του διαβάσουν την ευχή σε ψυχορραγούντα, αναμένοντας πια το τέλος του. Στις 23 Δεκεμβρίου, ενώ έδειχνε ότι ξεψυχούσε του διάβασαν την εξόδιο ακολουθία. Παρόλα αυτά, όχι μόνο δεν πέθανε, αλλά στις 6 Ιανουαρίου τον επισκέφθηκαν οι ιερομόναχοι της μονής, του έδωσαν αγιασμό και σε λίγο συνήλθε. Τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή κανοναρχούσε ήδη μέσα στον ναό από αναλόγιο σε αναλόγιο. Στη συνέχεια λάμβανε μέρος σε όλα τα διακονήματα της μονής, τα οποία την εποχή εκείνη ήταν για όλους τους μοναχούς κοινά.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1854 ο Μακάριος χειροτονήθηκε διάκονος και ήταν ο μόνος διάκονος που υπήρχε στη μονή. Παρά το γεγονός ότι η μονή αριθμούσε ήδη διακόσιους μοναχούς είχε μόνο έναν διάκονο και τέσσερις ιερείς. Στο μεταξύ είχε αρχίσει ο Κριμαϊκός πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, γεγονός που έφερε φόβο και πανικό στους Ρώσους μοναχούς του Αγίου Όρους, οι οποίοι βρίσκονταν μέσα σε τουρκοκρατούμενο χώρο. Οι μοναχοί της Μονής Παντελεήμονος ζήτησαν από τον π. Μακάριο να οργανώσει τη φυγή τους στη Ρωσία. Έγινε τότε μία σύναξη Ρώσων και Ελλήνων μοναχών, στην οποία ο Έλληνας ηγούμενος της Μονής, π. Γεράσιμος, είπε ότι ο μοναχός ποτέ δεν εγκαταλείπει τη μονή του λόγω δυσκολιών, και μέχρι στιγμής δεν είχε φανεί κάποιος λόγος που να πείθει ότι θα έπρεπε να φύγουν οι Ρώσοι. Τελικώς μόνο δέκα Ρώσοι μοναχοί αποφάσισαν να φύγουν.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν η παρουσία των Ρώσων στον Άθω γινόταν πολυπληθέστερη. Σε αυτό συνέβαλλε η μεγάλη οικονομική βοήθεια που λάμβαναν από τη Ρωσία και μπορούσαν να διαβιώνουν με πιο άνετο τρόπο. Αναπόφευκτο ήταν και ο αριθμός των Ρώσων μοναχών στη Μονή Παντελεήμονος να αυξάνει συνεχώς, γεγονός που ενίσχυε τις ελληνορωσικές εκεί διενέξεις. Μεσολάβησαν ατέλειωτες διαπραγματεύσεις, ενστάσεις, προσφυγές στην Ιερά Κοινότητα και αποφάσεις, χωρίς ειρηνικό αποτέλεσμα. Το 1870, ο γέροντας πια Έλληνας ηγούμενος π. Γεράσιμος, προαισθανόμενος ότι θα έφθανε στο τέλος της ζωής του, σε γενική σύναξη των γερόντων της αδελφότητας, υπέδειξε ως διάδοχό του τον π. Μακάριο. Ο ηγούμενος π. Γεράσιμος πέθανε σε ηλικία 103 ετών στις 10 Μαΐου 1875. Εκείνες τις ημέρες ο π. Μακάριος βρισκόταν στην Κωσταντινούπολη, από όπου επέστρεψε επειγόντως, και δίδοντας υπόσχεση ότι δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλείψει τη μονή, έλαβε το μέγα σχήμα. Στις 20 Ιουλίου 1878 εξελέγη πανηγυρικώς ηγούμενος της Μονής Παντελεήμονος, την δε εκλογή του επικύρωσε με πατριαρχικό σιγίλλιο ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Β΄. Ο π. Μακάριος διετέλεσε ηγούμενος της μονής μέχρι τις 19 Ιουνίου 1889. Την ημέρα εκείνη λειτούργησε, κοινώνησε, διάβασε την ευχαριστήριο ευχή και συνέχισε με την καθιερωμένη από αυτόν ανάγνωση του Ακαθίστου Ύμνου στην Θεοτόκο. Ενώ διάβαζε με δάκρυα στα μάτια, κατέπεσε, και μετά έξι ώρες, παρά τις προσπάθειες των γιατρών και τις προσευχές των πατέρων της μονής, εγκατέλειψε την πρόσκαιρη αυτή ζωή. Λίγο πριν την εκδημία του είχε συντάξει τη διαθήκη του. Αυτό είναι ένα κείμενο που εκφράζει βαθιά ταπείνωση και αγάπη προς τους αδελφούς. Τους παρακαλεί να μείνουν ενωμένοι με την αγάπη που δίδαξε ο Χριστός, και το «εγώ» του καθενός να μην είναι εμπόδιο στην ενότητα της αδελφότητας. Καταλήγοντας γράφει: «Και επίσης η εγκάρδια διαθήκη μου προς εσάς, πατέρες και αδελφοί: οι θύρες της μονής να μην κλείνουν ποτέ για τους φτωχούς και ενδεείς και για κάθε επαίτη. Ο ίδιος ο Κύριος κατέθεσε μαρτυρία μπροστά στα μάτια όλων μας, προσφέροντας πλούσια τα ελέη Του στη μονή μας, διότι δεν έκλειναν οι θύρες και για τις ελεημοσύνες σε όσους είχαν ανάγκη». Με την εκδημία του ηγουμένου Μακαρίου έκλεισε μία ολόκληρη εποχή άνθησης του ρωσικού μοναχισμού στο Άγιον Όρος.
Ο π. Μακάριος ήταν άνθρωπος επικοινωνιακός και άκρως εργατικός, πραγματικώς ακάματος. Στις μέρες του ο ρωσικός μοναχισμός στον Άθω παρουσίασε εξαιρετική άνθηση, συγχρόνως όμως με τις επαφές του με τη Ρωσία έκανε τη μοναστική πολιτεία του Άθω, το Περιβόλι αυτό της Παναγίας, ευρύτερα γνωστό στη Ρωσία. Το γεγονός ότι η μοναστική πολιτεία ήταν ένας τόπος όπου δεν υπήρχαν γυναίκες, και η μόνη γυναίκα που ήταν δεκτή εκεί ήταν η Θεομήτωρ, καθιστούσε τον Άθω στις συνειδήσεις των Ρώσων έναν τόπο απόκοσμο και κατεξοχήν ιερό. Αυτό ακριβώς συνειδητοποιώντας και ο π. Ιερώνυμος είχε εγκαταλείψει το μοναστήρι στην πατρίδα του για να έρθει σ’ αυτόν τον επίγειο πνευματικό παράδεισο. Το παράδειγμά του μιμήθηκαν χιλιάδες άλλοι Ρώσοι, και έτσι οι μοναχοί στη Μονή Παντελεήμονος ξεπέρασαν τους χίλιους, ενώ σ’ ολόκληρο το Άγιον Όρος είχαν φθάσει τις τρεις χιλιάδες. Στη ρωσική μονή κτίστηκαν νέα κτήρια, δημιουργώντας έτσι μία μεγάλη επέκταση και εισάγοντας στο Άγιον Όρος αρχιτεκτονικούς τύπους καθαρώς ρωσικού χαρακτήρα. Διαμορφώθηκε ο λιμένας της μονής, ενώ συγχρόνως αυτήαπέκτησε τα δικά της ιστιοφόρα πλοία. Στον λιμένα αυτόν κατέπλεαν και πλοία από τη Ρωσία, τα οποία μετέφεραν κατά εκατοντάδες τους προσκυνητές. Εντός του Αγίου Ὀρους λειτουργούσαν, πλήρως επανδρωμένα, και εξαρτήματα της Μονής Παντελεήμονος. Αυτά ήταν τα εξής: Το Παλαιομονάστηρο, δηλαδή η παλαιά μονή επάνω στο βουνό, η οποία ανακαινίστηκε και απέκτησε μεγάλο ωραιότατο ναό, η Χρωμίτσα, η Γουρουνοσκήτη ή Νέα Θηβαΐς, όπως ονομάστηκε στη συνέχεια, και η Σκήτη Μπογκορόντιτσα. Αυτά τα σκηνώματα ανήκαν στη Μονή Παντελεήμονος και είχαν εξάρτηση από αυτήν. Μετόχια της μονής δημιουργήθηκαν και εκτός Αγίου Όρους, κυρίως στη Ρωσία, αλλά και στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη. Εκείνο που πρέπει επίσης να τονιστεί είναι η μεγάλη εκδοτική δραστηριότητα της Μονής Παντελεήμονος, η οποία αναπτύχθηκε κυρίως την εποχή της ηγουμενείας του π. Μακαρίου. Τα βιβλία και τα φυλλάδια που εκδόθηκαν από τη Μονή Παντελεήμονος ανέρχονταν σε εκατοντάδες, ανάμεσα σ’ αυτά δε περιλαμβανόταν η Φιλοκαλία, το δίτομο Πατερικό του Άθωνος, με τις βιογραφίες των Αθωνιτών Πατέρων ανά τους αιώνες, Βίοι και έργα Πατέρων της Εκκλησίας, ταΑθωνικά φυλλάδια, με εποικοδομητικό περιεχόμενο, των οποίων εκδόθηκαν περισσότερα από πεντακόσια τεύχη. Με όλες αυτές τις εκδόσεις η Μονή Παντελεήμονος απέκτησε μια τεράστια πνευματική ακτινοβολία σε ολόκληρο τον τεράστιο ρωσικό κόσμο. Η Μονή Παντελεήμονος δημιούργησε και αξιολογώτατη βιβλιοθήκη, η οποία στεγάστηκε σε ιδιαίτερο κτήριο, και περιέλαβε πολλές χιλιάδες βιβλίων. Μεταξύ των βιβλίων αυτών υπάρχει και αξιόλογος αριθμός χειρογράφων, σλαβικών και ελληνικών, η συλλογή των οποίων κατέστη δυνατή χάρη στον ζήλο του βιβλιοθηκαρίου Ματθαίου. Αυτός, γνωρίζοντας καλώς την ελληνική γλώσσα, ήταν σε θέση να εκτιμήσει ό,τι ήταν δυνατόν να αποκτηθεί, και σ’ αυτόν οφείλεται η πολύ αξιόλογη συλλογή ελληνικών χειρογράφων και ελληνικού αρχειακού υλικού, που αφορούν την ιστορία του Αγίου Όρους κατά τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Εκτός από τη Μονή Αγίου Παντελεήμονος, ανεξάρτητες σκήτες, που επανδρώθηκαν τον 19ο αιώνα με Ρώσους μοναχούς και απέκτησαν μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα, είναι η του Αγίου Ανδρέου, που ανήκει στη Μονή Βατοπεδίου, και του Προφήτου Ηλιού, που ανήκει στη Μονή Παντοκράτορος. ΟΙ σκήτες αυτές κατοικήθηκαν επίσης από Ρώσους μοναχούς τους οποίους διέκρινε αξιόλογη πνευματικότητα, όπως επίσης και ποιμαντική και διοικητική δραστηριότητα. Στη Σκήτη του Προφήτου Ηλιού διακρίθηκαν οι ηγούμενοι Παΐσιος Β΄ (1796-1871) και Γαβριήλ (1849-1901), στη δε Σκήτη του Αγίου Ανδρέου οι Βαρσανούφιος (†1850) και Βησσαρίων (†1862), οι οποίοι και έθεσαν τα πνευματικά θεμέλια των μοναστικών αυτών ιδρυμάτων, τα οποία στη διάρκεια του 19ου αιώνα γνώρισαν μεγάλη ακμή.
Εκτός από τις ρωσικές σκήτες, στη διάρκεια του ίδιου αιώνα, δημιουργήθηκε και μεγάλος αριθμός κελλιών, τα οποία επανδρώθηκαν με Ρώσους μοναχούς και ανήκαν το κάθε ένα σε μία διαφορετική αγιορειτική μονή. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο αριθμός των ρωσικών κελλιών έφθανε τον αριθμό των 66. Μερικά από τα κελλιά συτά ήταν μεγαλοπρεπή κτήρια, στα οποία ζούσαν μοναχοί των οποίων ο αριθμός σε πολλές περιπτώσεις υπερέβαινε τους εκατό. Μερικά από τα κελλιά αυτά είχαν και μετόχια εκτός Αγίου Όρους, μάλιστα και στην Κωνσταντινούπολη. Στις 14 Μαΐου 1896, με πρωτοβουλία του Ρώσου ιερομονάχου Κυρίλλου και σε ανάμνηση της στέψης του αυτοκράτορα Νικολάου Β΄, ιδρύθηκε η Αδελφότητα των ρωσικών κελλιών του Άθω. Αμέσως συντάχθηκε καταστατικό, αποτελούμενο από 34 άρθρα. Στο πρώτο άρθρο, που περιγράφονται οι σκοποί της Αδελφότητας, λέγεται το εξής: «Να δοθεί βοήθεια σε όλα γενικώς τα φτωχά ρωσικά καθιδρύματα, στους ερημίτες και αναχωρητές του Αγίου Όρους Άθω, σε περιπτώσεις άκρας ένδειας και φτώχειας τους, επίσης δε στήριξη σε περίπτωση πτώσης των πνευματικών-ηθικών δυνάμεων». Το συμβούλιο της Αδελφότητας συνεδρίαζε κατά διαστήματα, αλληλογραφούσε με τις ρωσικές διπλωματικές αρχές της Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινουπόλεως, κρατούσε δε πρακτικά και αρχείο.
Η ακτινοβολία που απέκτησε ο μοναχισμός του Αγίου Όρους στην Αυτοκρατορία της Ρωσίας οφειλόταν καταρχήν στη δραστηριότητα των Ρώσων μοναχών, οι οποίοι το κατέστησαν εκεί ευρύτερα γνωστό. Τόσο οι Αγιορείτες μοναχοί που επισκέπτονταν τη Ρωσία, όσο και οι Ρώσοι επισκέπτες του Αγίου Όρους, γίνονταν ένθερμοι προπαγανδιστές του αγιορειτικού μοναχισμού στη μεγάλη αυτή χώρα, και έστρεφαν το ενδιαφέρον του ευσεβούς ρωσικού λαού προς τη μοναδική μοναχική πολιτεία στον κόσμο, στην οποία το όνομα του Ιησού μνημονευόταν και δοξαζόταν αδιακόπως. Όταν επέστρεφαν οι προσκυνητές στην πατρίδα τους δεν παρέλειπαν να διηγηθούν με ενθουσιασμό στους συμπατριώτες τους τις εντυπώσεις τους από τον ιερό τόπο, ενώ κάποιοι πιο μορφωμένοι τις δημοσίευαν σε εκκλησιαστικά περιοδικά και εφημερίδες. Η επίδραση όλων αυτών στον ρωσικό λαό ήταν εντυπωσιακή, προκαλούσε δε όχι μόνο αύξηση της ροής των προσκυνητών στον Άθω, αλλά επίσης και των υποψηφίων μοναχών. Μεταξύ των προσκυνητών ήταν και διαπρεπείς προσωπικότητες, όπως μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, ευγενείς, διπλωμάτες και επιστήμονες. Αυτοί οι τελευταίοι δεν ήταν απλοί προσκυνητές, αλλά συγχρόνως και ερευνητές στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, οι οποίοι στη συνέχεια προέβαιναν και σε αξιόλογες δημοσιεύσεις. Το 1855 ο Ρώσος ιερομόναχος Παρθένιος Αγκεΐεφ δημοσίευσε σε τέσσερις τόμους το οδοιπορικό του σε χώρες της Ρωσίας, Μολδαβίας, Τουρκίας και των Αγίων Τόπων. Στον δεύτερο και τέταρτο τόμο περιέγραφε την παραμονή του στο Άγιον Όρος, δίνοντας γοητευτικές λεπτομέρειες για τη ζωή κυρίως των Ρώσων μοναχών εκεί. Μεταξύ αυτών των συγγραφέων ήταν επίσης οι κληρικοί Πορφύριος Ουσπένσκι (1804-1885) και Αντωνίνος Καπούστιν (1817-1894), ενώ για τη ζωή και τη δράση του ηγουμένου Μακαρίου, έγραψαν βιβλία ο καθηγητής στη Μόσχα Ι.Φ. Κρασκόβσκυ (1889) και ο καθηγητής της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου Α. Ντμιτριέβσκυ (1895). Το  βιβλίο του τελευταίου είναι πολύ εκτενέστερο και έχει ιδιαίτερη αξία, επειδή υπήρξε αποτέλεσμα όχι μόνο προσωπικών απομνημονευμάτων αλλά και σοβαρής έρευνας.
5. Η Επανάσταση του 1917, οι συνέπειες για το ρωσικό μοναχισμό στον Άθω και ο 20ός αιώνας
Η εκπληκτική ακμή που παρουσίασε ο ρωσικός μοναχισμός στο Άγιον Όρος τον 19ο αιώνα δέχθηκε ισχυρότατο πλήγμα με την Επανάσταση του 1917. Ξαφνικά διακόπηκε κάθε επαφή της Ρωσἰας με το Άγιον Όρος. Η σημαντική οικονομική ενίσχυση που δέχονταν οι Ρώσοι μοναχοί από την πατρίδα τους έπαψε να παρέχεται πια, οι επισκέψεις Ρώσων στο Άγιον Όρος πέρασαν και αυτές στο παρελθόν, αλληλογραφία των μοναχών με πρόσωπα στη Ρωσία και με αγαπημένους συγγενείς τους ήταν αδύνατη. Οι Ρώσοι πατέρες μόνη παρηγορία εύρισκαν πια στην προσευχή και στην επίκληση της βοήθειας της προστάτιδος του Αγίου Όρους, της Παναγίας Παρθένου. Μη έχοντας τα μέσα επικοινωνίας έσπευδαν να ρωτούν τους Έλληνες και τους ξένους επισκέπτες ποιά είναι τα νέα από την πατρίδα τους, μερικά μάλιστα αθώα και αγράμματα γεροντάκια ρωτούσαν τους ξένους μήπως ήξεραν πώς πήγε η παραγωγή του σιταριού εκείνη τη χρονιά στη Ρωσία. Η κατάσταση ήταν πράγματι τραγική, διότι οι γηραιότεροι πατέρες άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να φεύγουν από τη ζωή και αντικαταστάτες δεν υπήρχαν πια για να τελούν τις ακολουθίες και τα διακονήματα. Με πολύ γοργό ρυθμό άρχισαν τα κελλιά των Ρώσων να ερημώνουν.
Τις συνέπειες αυτής της τραγικής εξέλιξης άρχισε να τις δέχεται και η Μονή Παντελεήμονος. Mία κάποια παρηγοριά ήταν η προσέλευση κάποιων Ρώσων της διασποράς, οι οποίοι επισκέπτονταν το Άγιον Όρος και αποφάσιζαν να μονάσουν στη Μονή Παντελεήμονος ή στις μεγάλες σκήτες του Αγίου Ανδρέου και Προφήτου Ηλιού. Έτσι κατά την πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή ζούσαν στη Μονή Παντελεήμονος κάποια πρόσωπα, τα οποία διακρίνονταν για τις αρετές τους, τη μόρφωσή τους και τη δυνατότητα επικοινωνίας με τους επισκέπτες, Έλληνες και ξένους. Πρώτη και σπουδαιότερη προσωπικότητα υπήρξε ο π. Σιλουανός, για τον οποίο έχουν γραφεί ήδη πολλά βιβλία και άρθρα, έχουν μάλιστα πραγματοποιηθεί και συνέδρια αφιερωμένα σ’ αυτόν. Το κοσμικό του όνομα ήταν Συμεών και ήρθε από τη Ρωσία στο Άγιον Όρος το 1892, εγκαταβίωσε στη Μονή Παντελεήμονος και έλαβε το μοναχικό όνομα Σιλουανός. Προερχόταν από ένα αγροτικό περιβάλλον και είχε μόνο πολύ στοιχειώδη μόρφωση, γι’ αυτόν δε τον λόγο δεν περίμενε να τοποθετηθεί σε υπηρεσία της μονής που θα απαιτούσε κάποια ειδίκευση υψηλού επιπέδου. Καθώς ήταν ταπεινός και υπάκουος, ο π. Σιλουανός ήταν έτοιμος να δεχθεί αδιαμαρτυρήτως οποιαδήποτε εντολή του έδιναν οι ανώτεροί του, αυτό μάλιστα έπραξε όταν τον διέταξαν να εργαστεί στον μύλο του μοναστηριού. Μέσα σ’ ένα τόσο τεράστιο μοναστήρι, όπως ήταν την εποχή εκείνη ο Άγιος Παντελεήμων -έχοντας φθάσει τον αριθμό σχεδόν των 1800 μοναχών, οι οποίοι ζούσαν εκεί- οι χειρώνακτες ήταν περιζήτητοι. 
Ο π. Σιλουανός εργαζόταν στο αρτοποιείο. Εκεί κοντά βρισκόταν το παρεκκλήσιο του Προφήτη Ηλία, όπου πήγαιναν οι μοναχοί για την ακολουθία του Εσπερινού. Μπροστά στην εικόνα του Σωτήρος Χριστού, που υπήρχε στο παρεκκλήσι, ο μοναχός Σιλουανός είδε το όραμα του Ιησού, του Οποίου το φως τον περιέλουσε με τη γλυκιά του λάμψη. Τη σπουδαία αυτή λεπτομέρεια και εμπειρία της ζωής του, την εμπιστεύθηκε αργότερα ο π. Σιλουανός στον π. Σωφρόνιο, κάτι που δεν έκανε για να υπερηφανευθεί, αλλά για να διδάξει τον μαθητή του.
Η αγάπη της ησυχίας και της εσωτερικής γαλήνης οδηγούσαν συχνά τα βήματα του π. Σιλουανού σε μέρη όπου η νοερά προσευχή, την οποία εργαζόταν με θέρμη, θα μπορούσε να γίνει πιο εντατική. Επίσης όταν ήθελε να συναντήσει κάποιο πρόσωπο από το οποίο θα ζητούσε συμβουλή, ή με το οποίο θα μπορούσε να κάνει «εξαγορά των λογισμών», τότε απομακρυνόταν από το μοναστήρι επιζητώντας την ησυχία. Η «εξαγορά λογισμών» είναι μία αγιορειτική πρακτική έως τις μέρες μας, σύμφωνα με την οποία ο μοναχός εξομολογείται τους λογισμούς του σε κάποιο υψηλής πνευματικότητας σεβαστό πρόσωπο, με σκοπό το τελευταίο αυτό να μπορέσει να κρίνει αν ο μοναχός βαδίζει σε σωστό δρόμο ή αν έχει παρεκκλίνει, πιασμένος κιόλας από τις παγίδες του διαβόλου. Φαίνεται ότι η συνάντηση του π. Σιλουανού με τον γέροντα Ανατόλιο στο Παλαιομονάστηρο είχε έναν τέτοιο χαρακτήρα. Στο μετόχι αυτό ο π. Σιλουανός συνάντησε μεγάλους ασκητές, όπως π.χ. τον π. Στρατόνικο και τον π. Βενιαμίν, με τους οποίους συζητούσε προβλήματα της πνευματικής ζωής. Ωστόσο ο ίδιος αποδείχτηκε πιο προχωρημένος στην ησυχαστική πνευματικότητα από ό,τι οι συνομιλητές του, και αντί να διδαχθεί από αυτούς, παρόλη τη βαθιά ταπείνωσή του, τελικά γινόταν αυτός δάσκαλός τους.
Ο μοναχός Σιλουανός ήταν άνθρωπος σχεδόν αγράμματος. Έχοντας παρακολουθήσει στο δημοτικό σχολείο του χωριού που γεννήθηκε τα μαθήματα για δύο μόνο χειμώνες, είχε μάθει απλώς να διαβάζει. Εντούτοις παρουσίασε ένα νοητικό βάθος και άφησε γραπτά που δηλώνουν μία εκπληκτική πνευματικότητα. Σ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε που να εκπλήσσει. Ο Άθως υπήρξε ανέκαθεν ένα μεγάλο σχολείο για τους μοναχούς. Ο π. Σιλουανός αγαπούσε πολύ την ανάγνωση, όμως μόνο βιβλίων που μπορούσαν να αποφέρουν κάποιο όφελος στην ψυχή. Από τα αναγνώσματα του μοναχού απέκλειε εντελώς τις εφημερίδες και τα βιβλία κοσμικού περιεχομένου, διότι αυτά οδηγούσαν μακριά από τον δρόμο τον οποίο είχε αποφασίσει να διατρέξει. Αντιθέτως είχε μεγάλη αγάπη για τα βιβλία των Πατέρων και γενικώς για την ασκητική και μυστική γραμματεία. Ο π. Σιλουανός ανήκει σε μία πλειάδα Αγιορειτών, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχουν οι Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Η διδασκαλία του περί ησυχίας του πνεύματος και νοεράς προσευχής, λογισμών, ακτίστου φωτός και των τρόπων θέας του, είναι αναγνώσματα που θυμίζουν τους μεγάλους αυτούς διδασκάλους της ορθόδοξης πνευματικότητας. Ο π. Σιλουανός τοποθετείται δίπλα σε μεγάλους ησυχαστές πατέρες, οι οποίοι είχαν λάβει το χάρισμα της μεθέξεως στο άκτιστο φως. Αυτό που του έλειπε ήταν η θεολογική ορολογία, ώστε να παρουσιάσει με πιο συστηματικό τρόπο αυτό που είχε να εκφράσει είτε ως γνώση είτε ως εμπειρία. Εν πάση περιπτώσει, οι λόγοι του, ειλικρινείς και απλοί, μαρτυρούν πολύ καθαρά το βάθος της σκέψης του και την εσωτερική του εμπειρία.
Η ένωση με τον Ιησού ήταν πάντοτε ο επιθυμητός σκοπός του π. Σιλουανού, και σ’ αυτήν δεν θα έφτανε παρά με τον θάνατο. Τον ανησυχούσε ένα μόνο πράγμα, ότι δεν είχε φτάσει ακόμη στο μέτρο της ταπείνωσης που χρειαζόταν για να περάσει στην αιωνιότητα. Μετά από σαρανταέξι χρόνια έντονης άσκησης έφτασε η στιγμή της αναχώρησης. Ύστερα από μία σύντομη ασθένεια, της οποίας η φύση δεν ανακαλύφθηκε ποτέ, ο π. Σιλουανός άφησε την τελευταία του πνοή, εντελώς μόνος, στο νοσοσκομείο της μονής. Ο θάνατος ήρθε χωρίς αγωνία, χωρίς φόβο και χωρίς συναίσθημα αβεβαιότητας. Η προσδοκία του θανάτου, ως προσδοκία ένωσης με τον Ιησού, πλημμύριζε την ψυχή του Αγιορείτη ησυχαστή π. Σιλουανού με ένα συναίσθημα γαλήνης. Ο ιερομόναχος Σεραφείμ, τον οποίο έχουμε ήδη αναφέρει, διηγείται δύο περιπτώσεις θανάτων Ρώσων μοναχών, των οποίων υπήρξε προσωπικώς μάρτυρας. Αυτό που θαύμασε σ’ αυτούς ήταν προπαντός η γαλήνη και η χαρά με την οποία υποδέχθηκαν το γεγονός που τρομάζει τους κοσμικούς ανθρώπους. Δεν παρέλειψε να αναρωτηθεί: «Γιατί στον κόσμο όλοι φοβούνται τον θάνατο, ενώ εδώ κοιμούνται τόσο γαλήνια τον αιώνιο ύπνο;». Συνεχίζοντας αυτή την αγιορειτική παράδοση, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο εγκατέλειψε αυτό τον κόσμο και ο στάρετς Σιλουανός. Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο έδαφος του μοναστηριού, έως τη στιγμή που το εγκατέλειψε για πάντα, παρέμεινε ένας αληθινός Αγιορείτης.
Σχετικά με τον π. Σιλουανό ο οποίος άφησε την εγκόσμια ζωή το 1938 στη Μονή Παντελεήμονος δεν θα γνωρίζαμε σχεδόν τίποτε, αν δεν είχε φροντίσει γι’ αυτό ο συμμοναστής του π. Σωφρόνιος, κατά κόσμον Σέργιος Σάχαροφ (1896-1993), ο οποίος διέσωσε τα σημειώματά του και τα δημοσίευσε επανειλημμένως. Το 1921 ο Σέργιος Σάχαροφ κατέφυγε στο Παρίσι, όπου ζούσαν πολλοί και διακεκριμένοι Ρώσοι μετανάστες. Στην ψυχή του έκαιγε η φλόγα της πίστης, την οποία του είχε μεταδώσει η μητέρα του. Ο Σέργιος είχε μεγάλη κλίση προς τη ζωγραφική, και στο Παρίσι ήρθε σε επαφή με καλλιτεχνικά κέντρα, έκανε μάλιστα και εκθέσεις έργων του. Ωστόσο μέσα του φλεγόταν από τη μεταφυσική αναζήτηση, προπαντός δε από το ερώτημα «πώς να ζήσω σ’ αυτό τον κόσμο αναμάρτητος». Και έτσι τελικώς το φθινόπωρο του 1925 επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, στο οποίο εκάρη μοναχός με το όνομα Σωφρόνιος και παρέμεινε εκεί οριστικώς. Τον απασχολούσαν σοβαρώς πολλά πνευματικά προβλήματα, απορίες και ανησυχίες.Την άνοιξη του 1930 συνάντησε για πρώτη φορά τον π. Σιλουανό, με τον οποίο ανέπτυξε πνευματικό δεσμό και εκείνος στη συνέχεια του εμπιστεύθηκε τα σημειώματά του, στα οποία ο π. Σωφρόνιος ανακάλυψε εναν νέο πνευματικό κόσμο. Στο Παρίσι είχε γνωρίσει ρωσικές προσωπικότητες με μεγάλη μόρφωση στη θεολογία και φιλοσοφία, εκείνο όμως που δεν είχε βρει ήταν η καθοδήγηση σε μία βαθύτερη πνευματική ζωή και εμπειρία, σαν αυτή στην οποία οδηγεί η ησυχαστική προσευχή, και αυτό ακριβώς βρήκε στον π. Σιλουανό. Μετά τον θάνατο του π. Σιλουανού ο π. Σωφρόνιος αναχώρησε στην αγιορετική έρημο, κοντά στη Νέα Σκήτη και έζησε εκεί μέσα σε μία καλύβα, μέχρι το 1946. Δεν λησμόνησε ποτέ τις ημέρες της ερημιτικής ζωής, την αυτοσυγκέντρωση, τη δύναμη για προσευχή. Έχοντας πια αυτή τη βαθιά εμπειρία μέσα του, και συγκλονισμένος από αυτήν, εγκατέλειψε το Άγιον Όρος για να έρθει στο Παρίσι. Η αιτία της αναχώρησής του ήταν η απόφασή του να φροντίσει να εκδώσει τα σημειώματα του π. Σιλουανού και να τα καταστήσει γνωστά σ’ ολόκληρο τον ρωσικό, αλλά και στον δυτικό κόσμο, πράγμα που έγινε με επιτυχία. Ο π. Σωφρόνιος, μολονότι εγκατέλειψε το Άγιον Όρος, δεν έπαψε ποτέ να αισθάνεται ότι είναι Αγιορείτης και να τρέφει αγάπη για τον ιερό αυτόν τόπο, διότι εκεί γνώρισε τον π. Σιλουανό και εκεί ίδε το ανέσπερο φως της ησυχαστικής ακατάπαυστης νοεράς προσευχής. Στη συνέχεια συνέγραψε και ο ίδιος βιβλία, άφησε δε και την αλληλογραφία του, η οποία και δημοσιεύθηκε. Όλα τα γραπτά του αποπνέουν το ίδιο ακριβώς αθωνικό πνευματικό άρωμα, το οποίο με τα έργα του π. Σωφρονίου διαχέεται στις ημέρες μας σε πολλές χώρες και εμπνέει και στηρίζει ανθρώπους.
Μεταξύ των ιδιαιτέρως διακρινομένων Ρώσων μοναχών της Μονής Παντελεήμονος κατά τον 20ό αιώνα πρέπει να μνημονευθούν δύο, οι οποίοι διακρίνονταν για τη μεγάλη θεολογική μόρφωσή τους. Ο ένας από αυτούς ήταν ο γιός του Αλεξάνδρου Βλαντίμιροβιτς Κριβοσέιν, τελευταίου υπουργού Γεωργίας της αυτοκρατορικής Ρωσίας επί αυτοκράτορος Νικολάου Β΄, ο Βσέβολοντ Αλεξάντροβιτς Κριβοσέϊν. Αυτός το 1920 κατέφυγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε φιλολογία στη Σορβόνη. Ήταν νέος μορφωμένος και γνώριζε ξένες γλώσσες. Το 1924 επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και αποφάσισε να μείνει στη Μονή Παντελεήμονος, όπου και έγινε μοναχός με το όνομα Βασίλειος. Εκείνο που τον διέκρινε ήταν η αγάπη του για την πατερική ησυχαστική θεολογία, την οποία μελετούσε επιστημονικώς. Έτσι το 1936 δημοσίευσε μία αξιόλογη μελέτη για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, η οποία εγκαινίασε διεθνώς ένα ενδιαφέρον για τη μελέτη του μεγάλου αυτού βυζαντινού θεολόγου και πατέρα της Εκκλησίας. Στο Άγιον Όρος έμεινε μέχρι το 1947, μερικά δε χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, τελικώς δε χειροτονήθηκε επίσκοπος και διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Βρυξελλών της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου της Μόσχας. Ο Βασίλειος ασχολήθηκε με τη μυστική θεολογία και τα έργα του για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο αποτελούν σταθμό στη σχετική έρευνα. Μολονότι είχε εγκαταλείψει τον Άθω αυτός δεν έπαυε να ζει έντονα στις αναμνήσεις του.
Η άλλη αξιόλογη προσωπικότητα που έζησε για κάποιο διάστημα στη Μονή Παντελεήμονος ήταν ο Σεργκεϊ Σεργκέγιεβιτς Μπεζομπράζοφ (1892-1965). Αυτός καταγόταν από την Πετρούπολη, στο Πανεπιστήμιο της οποίας σπούδασε φιλολογία. Γνώριζε άριστα τα αρχαία ελληνικά καθώς και ευρωπαϊκές γλώσσες. Το 1922 εγκατέλειψε τη Ρωσία και ήρθε στην Ευρώπη και κατέληξε στο Παρίσι, όπου διορίστηκε καθηγητής της Καινής Διαθήκης και της ελληνικής γλώσσας στο νεοσυσταθέν ρωσικό Ινστιτούτο Ορθοδόξου Θεολογίας. Το 1932 εκάρη μοναχός με το όνομα Κασσιανός και το 1934 χειροτονήθηκε ιερέας. Τον Αύγουστο του 1939 ήρθε να επισκεφθεί το Άγιον Όρος, αλλά τότε άρχισε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, οι δρόμοι έκλεισαν, και ο π. Κασσιανός αποκλείσθηκε εκεί. Τότε έμεινε στη Μονή Πανετλεήμονος, όπου έζησε ως απλούς μοναχός μέχρι το 1947. Ο π. Κασσιανός υπήρξε ασκητικότατος, άνθρωπος της προσευχής και της νηστείας. Σ’ ολόκληρη τη ζωή του δεν έφαγε κρέας, τηρούσε δε τις παραδόσεις που είχε διδαχθεί στο Άγιον Όρος. Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι συνέχισε να διδάσκει Καινή Διαθήκη, χειροτονήθηκε επίσκοπος Κατάνης και εκλέχθηκε πρύτανης του Ινστιτούτου Ορθοδόξου Θεολογίας. Ο επίσκοπος Κασσιανός υπήρξε διεθνώς αναγνωρισμένος ως ένας από τους μεγαλύτερους ειδικούς στην Καινή Διαθήκη του 20ού αιώνα. Τόσο στον Βασίλειο Κριβοσέιν όσο και στον Κασσιανό Μπεζομπράζοφ τα χρόνια παραμονής τους στο Άγιον Όρος άφησαν βαθιά στην ψυχή τους τα ίχνη μιας εμπειρικής κατανόησης της Θεολογίας, και αυτό είναι φανερό στο έργο τους.
Η Μονή Παντελεήμονος επί πολλά χρόνια μετά το 1917 πέρασε περίοδο μεγάλης δοκιμασίας. Οι πατέρες εγκατέλειπαν τον κόσμο ο ένας μετά το άλλο, αυτοί δε που τους αντικαθιστούσαν από τη ρωσική διασπορά ήταν πολύ λίγοι. Στη δεκαετία του 1950 ηγούμενος ήταν ο π. Ιουστίνος, ένας ήσυχος, ταπεινός, σιωπηλός, όχι μορφωμένος μοναχός. Μετά βίας αναγνώριζες στο πρόσωπό του έναν ηγούμενο. Τον π. Ιουστίνο, ο οποίος κοιμήθηκε το 1958, διαδέχθηκε στην ηγουμενεία ο π. Ηλιανός (1883-1971). Αυτός ήταν ένας πολύ ήρεμος και αγαθός άνθρωπος. Καταγόταν από την Πετρούπολη από ευσεβή οικογένεια, αφού και η μητέρα του είχε γίνει και αυτή μοναχή. Τον διέκρινε μια βαθύτατη ευσέβεια, μία εμφανής οσιότητα. Ένιωθε πόνο ψυχής για τη λειψανδρία που γνώριζε η μονή, η οποία ενώ κάποια εποχή είχε φθάσει να αριθμεί δύο χιλιάδες μοναχούς, όταν ανέλαβε την ηγουμενεία ο π. Ηλιανός είχαν απομείνει μόνο εκατόν σαράντα, και αυτοί γέροντες. Ήταν λεπτός και ασκητικός, κοντά του αισθανόταν κανείς να αποπνέει την καλοσύνη και να τον τυλίγει η γαλήνη που είχε αυτός μέσα στην ψυχή του. Είχε μια βαθιά αγάπη για το μοναστήρι και νοιαζόταν για το μέλλον του εναποθέτοντας ευλαβικά τις ελπίδες του στην Παναγία και στον Άγιο Παντελεήμονα, τον προστάτη της μονής.
Στις ημέρες που ηγουμένευε ο π. Ηλιανός ζούσαν στο μοναστήρι κάποιοι μοναχοί που διακρίνονταν για την εργατικότητα και την προσφορά τους σ’ αυτό. Ένας από αυτούς ήταν ο π. Υπάτιος, κατά κόσμον κόμης Δημήτριος Φρέντεριξ, άνθρωπος μεγάλης μορφώσεως και γλωσσομάθειας. Δεν ήταν άλλωστε τυχαίο άτομο. Ο αδελφός του πατέρα του ήταν ο κόμης Β.Β. Φρέντεριξ, υπουργός του αυτοκρατορικού οίκου επί τσάρου Νικολάου Β΄. Ο π. Υπάτιος ήταν ένας δυστυχής άνθρωπος. Περπατούσε με δυσκολία ακουμπώντας επάνω σε ένα μπαστούνι. Αντί για παπούτσια είχε στα πόδια του δύο χοντρούς δερμάτινους κυλίνδρους, διότι δεν είχε πέλματα, τα είχε χάσει από κρυοπαγήματα. Ο π. Υπάτιος προσέφερε υπηρεσίες γραμματέα, αλλά προπαντός, μιλώντας ευρωπαϊκές γλώσσες, ασκούσε χρέη διερμηνέα ή ξεναγού επισκεπτών. Βιβλιοθηκάριος της μονής ήταν ο π. Βησσαρίων, ο οποίος ένιωθε πόνο διότι δεν υπήρχαν πια μορφωμένοι μοναχοί να κάνουν χρήση της υπέροχης, πολύ πλούσιας, βιβλιοθήκης που επόπτευε. Έτσι χαιρόταν πολύ όταν επισκέπτες έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να περιεργαστούν στα ράφια τις αμέτρητες σειρές των βιβλίων. Αρχοντάρης ήταν ο π. Αντώνιος, γέρος και αυτός, αλλά πρόθυμος να εξυπηρετεί τους επισκέπτες. Ένας άλλος γηραιός μοναχός, ο π.  Βαρσανούφιος, άνθρωπος πολύ πρόσχαρος και ευγενικός, ήταν αυτός που φρόντιζε τον ναό της Αγίας Σκέπης. Ήταν μια ψυχή γεμάτη αγάπη και πνευματική χαρά. Το 1955 ήρθε ως επισκέπτης στη μονή ο Κωνσταντίν Αλεξάντροβιτς Λέμπεντεφ, ο οποίος την εποχή εκείνη, σε μεγάλη ηλικία, σπούδαζε Θεολογία στο ρωσικό Ινστιτούτο Ορθοδόξου Θεολογίας στο Παρίσι. Ο Λέμπεντεφ τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε από τη Μονή Παντελεήμονος, ώστε αποφάσισε να μείνει εκεί για πάντα ως μοναχός. Έλαβε λοιπόν το μοναχικό σχήμα με το όνομα Κύριλλος. Οι πατέρες τον συμπάθησαν, όταν δε εκλέχθηκε ηγούμενος ο π. Ηλιανός φρόντισε να χειροτονηθεί ο Κύριλλος διάκονος στον οποίο ανατέθηκαν τα καθήκοντα του βιβλιοθηκαρίου της μονής. Ο π. Κύριλλος είχε μια βαθιά ευσέβεια, ήταν άνθρωπος της προσευχής και της ολόψυχης αφοσίωσης στα μοναστηριακά του καθήκοντα.
Ένας μοναχός που ξεχώριζε και ήταν σεβαστός και αγαπητός όχι μόνο στη Μονή Παντελεήμονος αλλά και σε ολόκληρο το Άγιον Όρος ήταν ο π. Δαβίδ. Αυτός, του οποίου το κοσμικό επώνυμο ήταν Τζουμπέρα, είχε γεννηθεί το 1904 στην πόλη Ούζγκοροντ της δυτικής Ουκρανίας. Έφυγε από την πατρίδα του εγκαίρως και βρέθηκε στην Ελλάδα, ήρθε δε νεαρός στο Άγιον Όρος και εγκαταβίωσε στη Μονή Παντελεήμονος. Ο π. Δαβίδ είχε έφεση για τα γράμματα και εισήλθε στην Αθωνιάδα Σχολή, στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους τις Καρυές, την οποία τελείωσε και έτσι έμαθε θαυμάσια την ελληνική γλώσσα, ενώ μιλούσε άπταιστα και τα ουγγρικά.  Οι γνώσεις του τον κατέστησαν γραμματέα της μονής, ενώ συγχρόνως ασχολείτο και με τις εξωτερικές υποθέσεις της. Όλοι τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν στο Άγιον Όρος για τον ήπιο και συγκαταβατικό χαρακτήρα του. Τον χαρακτήριζαν η διάκριση και η σύνεση, γεγονός που ωφέλησε πολύ τις σχέσεις της Μονής Παντελεήμονος με την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους και τις ελληνικές κρατικές και διοικητικές αρχές. Άλλος Καρπαθορώσος ήταν ο π. Σεραφείμ, άνθρωπος πρόσχαρος και γελαστός, πάντοτε πρόθυμος στη φιλοξενία και την ελεημοσύνη. Αυτός φρόντιζε να πουλάει βιβλία, εκδόσεις της μονής, τα οποία έστελνε στο εξωτερικό, σε Ρώσους της διασποράς, ώστε να εξασφαλίζει έσοδα για τη μονή του.
Η μείωση του αριθμού των μοναχών ήταν πιο αισθητή στις ρωσικές σκήτες, οι οποίες είχαν περιέλθει σε παρακμή. Στη Σκήτη του Προφήτου Ηλιού ηγούμενος ήταν ο π. Νικόλαος, ένας συμπαθεστατος και πνευματικότατος γέροντας ο οποίος ενέπνεε βαθύ σεβασμό. Ζούσε μέσα σε μια ατμόσφαιρα κατάνυξης, ήταν αγαθότατος και αντιμετώπιζε με υπομονή τη φτώχεια που έπληττε τη σκήτη. Για να εξοικονομίσει έσοδα αναγκαζόταν να πουλάει πολύτιμα αντικείμενα και βιβλία της σκήτης. Η επαφή μαζί του μετέδιδε συγκίνηση και συμπάθεια. Ήταν ο π. Νικόλαος ένας τίμιος και γενναίος αγωνιστής, γεμάτος πίστη και ελπίδα. Η φτώχεια που είχε κτυπήσει τους Ρώσους μοναχούς αύξαινε μέρα με την ημέρα. Στην έρημο των Κατουνακίων ζούσε ο ιερομόναχος π. Μητροφάνης με τον υποτακτικό του. Ήταν και αυτός μία οσιακή μορφή που εξέπεμπε πνευματική αύρα. H έλλειψη πόρων ανάγκασε και αυτόν και τον υποτακτικό του να μετακομίσουν στη Μονή Παντελεήμονος, όπου έγιναν αδελφικώς δεκτοί, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στον ναό. Ο π. Μητροφάνης μέχρι το τέλος της ζωής του διατηρούσε τα χαρακτηριστικά του ερημίτη, όντας απόμακρος και αφοσιωμένος στην προσευχή. Ένας άλλος Ρώσος ερημίτης ήταν ο π. Αλεξάντρ. Αυτός ήταν ένα κοντό γεροντάκι, ρακένδυτο, έχοντας έναν μικρό σακίδιο κρεμασμένο από τον λαιμό του, μέσα στο οποίο μάζευε ξεροκόμματα ψωμί από τη ζητεία σε μοναστήρια και κελλιά. Ο π. Αλεξάντρ ήταν ανέστιος, δεν είχε κελλί, αλλά περιφερόταν εδώ και εκεί ζητιανεύοντας για να ζήσει. Η μορφή του ήταν μορφή αγίου. Κρατούσε διαρκώς ένα μεγάλο κομποσχοίνι και επαναλάμβανε αδιαλείπτως την ευχή του Ιησού: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» Με αυτή την ευχή στα χείλη και στην καρδιά άφησε τον μάταιο κόσμο ο π. Αλέξανδρος.
Ένας άλλος μεγάλος Ρώσος ασκητής υπήρξε ο π. Νίκων. Αυτός είχε γεννηθεί το 1874 και προερχόταν από ευγενή οικογένεια, είχε διατελέσει δε ανώτερος αξιωματικός του τσαρικού στρατού. Είχε μεγάλη μόρφωση, και μιλούσε ξένες γλώσσες. Μετά το 1917 κατέφυγε στην Αγγλία και το 1935 ήρθε στο Άγιον Όρος. Είχε ζήσει την κοσμική ζωή, την οποία απαρνήθηκε, για να έρθει στο Περιβόλι της Παναγίας και να ασκητεύσει στα Καρούλια, σε ένα από τα πιο άγρια και ερημικά μέρη. Ζούσε σε μία καλύβη, στην οποία υπήρχε συγχρόνως και ένα μικρό παρεκκλήσι. Κοιμόταν καταγής, έχοντας για προσκέφαλο μία πέτρα, και επάνω σε ένα ράφι υπήρχαν τα κρανία δεκαεπτά πατέρων, οι οποίοι είχαν ζήσει προηγουμένως εκεί. Ο π. Νίκων ήταν ένας πολύ αυστηρός ασκητής. Αγαπούσε τους νηπτικούς και ησυχαστές Πατέρες, και όταν το 1951 εκδόθηκε η αγγλική μετάφραση τηςΦιλοκαλίας, τον πρόλογο τον είχε γράψει αυτός. Ήταν βαθιά ορθόδοξος και έλεγε ότι η Ανατολική Ορθοδοξία αποτελεί το μέγιστον του Χριστιανισμού, ότι είναι η μόνη αλήθεια
Η καταγραφή προσώπων διακεκριμένων Ρώσων μοναχών στο Άγιον Όρος θα κλείσει με ένα περιστατικό που συνέβη στο τέλος της δεκαετίας 1940, το οποίο αξίζει να μνημονευθεί. Στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, τις Καρυές, υπάρχει το αντιπροσωπείο της Ιεράς Μονής Διονυσίου, το οποίο τιμάται στο όνομα του αγίου Στεφάνου του πρωτοδιακόνου και πρωτομάρτυρα. Τη χρονιά εκείνη, την ημέρα της εορτής του αγίου Στεφάνου, επειδή δεν είχαν διάκονο για τη θεία λειτουργία, ο αντιπρόσωπος της Μονής στην Ιερά Κοινότητα π. Γρηγόριος παρακάλεσε τον επίσης αντιπρόσωπο της Μονής Παντελεήμονος, τον π. Νικόστρατο, ο οποίος ήταν ένας ηλικιωμένος, σεμνός ιεροδιάκονος, να έρθει να ιερουργήσει με τον ιερέα. Πράγματι, τα χαράματα ο αγαθός π. Νικόστρατος ήρθε στην ώρα του, αλλά μόλις μπήκε στον ναΐσκο, όπου ήταν συναγμένοι οι πατέρες και διάβαζαν τις Ώρες, αυτός σταμάτησε, κοίταξε προς το ιερό, και τους είπε: «Γιατί με καλέσατε, αφού έχετε διάκονο, ο οποίος έχει μάλιστα κιόλας φορέσει το στιχάρι;» Οι πατέρες τον κοίταξαν όλοι παρεξενεμένοι και τον ρώτησαν: «Πού βλέπεις, πάτερ Νικόστρατε τον διάκονο;» Ο π. Νικόστρατος έμεινε για λίγο άφωνος και ύστερα, βαθιά συγκινημένος και με δάκρυα στα μάτια, τους είπε: «Αυτός ήταν, τον είδα ολοζώντανο, λουσμένο μέσα στο φως, με τη στολή και το θυμιατήρι στο χέρι», και έδειξε την εικόνα του πρωτομάρτυρος Στεφάνου που υπήρχε στο τέμπλο. Οι πατέρες θαύμασαν γι’ αυτό που συνέβη, δόξασαν τον Κύριο και τον άγιο Στέφανο, και με μεγάλη κατάνυξη άρχισαν τη θεία λειτουργία.
Το περιστατικό αυτό έκρυβε έναν βαθύ συμβολισμό. Το όραμα του π. Νικοστράτου ήταν η συνέχεια παρομοίων εμπειριών για τις οποίες διαβάζουμε στους Βίους αγίων πατέρων και μοναχών. Ήταν συγχρόνως ένα όραμα μέλλοντος, μιας βέβαιας ελπίδας, ότι οι άγιοι είναι κοντά και δίπλα στους Αθωνίτες πατέρες και δεν τους εγκαταλείπουν ποτέ, όπως δεν τους εγκαταλείπει και η προστάτιδα του Αγίου Όρους η Θεομήτωρ Παρθένος Μαρία.
Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος 
Καθηγητής Πανεπιστημίου, Ακαδημαϊκός
…….Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα ρωσικά στον κατάλογο της έκθεσης «Όρος Άθως – εικόνες του ιερού τόπου», σελ. 44-61(http://gora-afon.ru/#/book)

Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΡΩΣΙΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ (29 Μαΐου 1453)

Συγγραφέας: kantonopou στις 26 Μαΐου 2013

ALVSH

Τοῦ Ιωάννου Ελ. Σιδηρᾶ, Θεολόγου – Εκκλησιαστικοῦ Ιστορικοῦ – Νομικοῦ 

«Το δε την πόλιν σοι δοῦναι ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα τῆς ζωῆς ημῶν»(Απόκριση Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ τοῦ Παλαιολόγου προς Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή).

            Οι κυριότεροι βυζαντινοί ιστορικοί χρονογράφοι, οι οποίοι κατέγραψαν και διέσωσαν αυθεντικά και τεκμηριωμένα τα γεγονότα, πριν, κατά και μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως είναι ο Δούκας, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο Γεώργιος Φραντζής και ο Μιχαήλ Κριτόβουλος. Με γνώμονα την ιστορική γραφή των παραπάνω χρονογράφων συντίθεται το «Χρονικόν της αλώσεως» μέχρι την 29η Μαΐου του 1453, ημέρα που σφράγισε επί αιῶνες την πορεία τοῦ ευσεβοῦς Γένους μας.

            Τον Οκτώβριο του 1448 εκοιμήθη ο βυζαντινός αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος και διάδοχος αυτοῦ ορίσθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, ο οποίος εστέφθη στο Δεσποτάτο του Μυστρά και « εγένετο παρά πάντων δεκτός» στην Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη πλευρά, κατά το έτος 1451, είχε πεθάνει ο Σουλτάνος των οθωμανῶν Μουράτ Β΄ και διάδοχός του ανεδείχθη στην Ανδριανούπολη ο υιός του, Μωάμεθ Β΄ ο μετέπειτα πορθητής της Κωνσταντινουπόλεως.

            Από τον Μάρτιο μέχρι και τα τέλη Αυγούστου του 1452 οικοδομείται υπό την απόλυτη επίβλεψη του Μωάμεθ το νέο φρούριο των οθωμανῶν στο πιο στενό και δύσπλευτο σημείο τοῦ Βοσπόρου προκειμένου να ελέγχεται απολύτως υπό τους οθωμανούς η δίοδος του Βοσπόρου. Ταυτόχρονα οι οθωμανοί προβαίνουν σε σκληρές λεηλασίες στον ευρύτερο χώρο του νέου φρουρίου και δημιουργούν τα πρώτα σοβαρά πλήγματα στους βυζαντινούς. Τότε ακριβώς (Ιούλιος του 1453) ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος αναγκάζεται να σφραγίσει τις πύλες της Κωνσταντινουπόλεως.

            Την ίδια περίοδο ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ αγωνιᾶ και υποφέρει βλέπει ότι οι Ρωμιοί είναι αποφασισμένοι να υπερασπισθούν τα ιερά και τα όσια του Γένους. Είναι δε χαρακτηριστική των τότε ιστορικών, οι οποίοι αναφέρουν ότι ο Μωάμεθ στην Ανδριανούπολη «οίκοι διάγων ουκ εδίδου ανάπαυσιν τοῖς βλεφάροις, αλλά και εν νυκτί και ημέρα την πάσαν φροντίδαν της πόλεως είχε, πώς αυτήν καταλάβοι, πώς κύριος αυτής γένοιτο». Τότε συμβαίνει αναπάντεχα ακόμη ένα κακό. Κάποιος ικανότατος μηχανικός –πιθανότατα Ούγγρος- μεταπηδά από τους βυζαντινούς στους οθωμανούς έναντι αδράς αμοιβῆς και αναλαμβάνει να κατασκευάσει ένα τεράστιο σε μέγεθος κανόνι, του οποίου η αποτελεσματικότητα να καταστρέφει τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, απεδείχθη εφιαλτική από την πρώτη στιγμή.

            Από την πλευρά τους οι βυζαντινοί με την αποστολή πρέσβεων ζητούν βοήθεια από την Ιταλία και την Ουγγαρία, αλλά ο Ιωάννης Ουνυάδης για την παροχή στρατιωτικής ενισχύσεως υπέρ των βυζαντινών ζητεί ως αντάλλαγμα τουλάχιστον την πόλη της Μεσημβρίας στον Εύξεινο Πόντο.

            Κατά τους μήνες Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1452 ενεργοποιούνται στοιχειωδώς και βαθμιαία η Βενετία και η Γένοβα ύστερα από σειρά σοβαρών εχθρικών επιθέσεων των οθωμανών εναντίον δικών τους υπηκόων. Υποβάλλουν αιτήσεις για παρέμβαση του Πάπα Νικολάου Ε΄ προς τους Δυτικούς ηγεμόνες και τελικώς αποφασίζουν την στρατιωτική ενίσχυση μόνον των δικών τους εγκαταστάσεων στον Εύξεινο Πόντο και στη συνοικία Πέραν της Κωνσταντινουπόλεως. Και όλα αυτά προς υπεράσπιση των οικονομικών τους συμφερόντων και όχι από ενδιαφέρον για την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως.

            Τον Δεκέμβριο του 1452 γίνονται στην Κωνσταντινούπολη δεκτοί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ο ελληνικής καταγωγής εξωμότης Επίσκοπος του Κιέβου Ισίδωρος ως απεσταλμένος του Πάπα και ο Λεονάρδος Χίος, Λατίνος Επίσκοπος Μυτιλήνης. Οι δύο αυτοί παπικοί απεσταλμένοι στις 12 Δεκεμβρίου 1452 με συναίνεση και παρουσία του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου κηρύσσεται στην Αγία Σοφία η ένωση των δύο Εκκλησιών προκαλώντας την εντονότατη δημόσια αντίδραση της μερίδος των ορθοδόξων ανθενωτικών, οι οποίοι γνώριζαν ότι τίποτε δεν μπορούσαν να αναμένουν ως βοήθεια από τους Λατίνους. Γράφεται μάλιστα ότι το ανοσιούργημα της ψευδοενώσεως των Εκκλησιών εθεωρήθη από τους πνευματικούς ανθρώπους της Πόλεως ως πράξη ασυγχώρητη από τον Θεό, ο οποίος απέστρεψε το πρόσωπο αυτού από τους βυζαντινούς και η Πόλη έπεσε στα χέρια των αλλοθρήσκων οθωμανών.

            Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1452 αποφασίζεται να παραμείνουν στην Κωνσταντινούπολη και να συμμετάσχουν στην άμυνά της όσα πλοία είχαν ελλιμενισθεί για εμπορικούς λόγους, αλλά ένας αριθμός από αυτά –κυρίως βενετικά- δεν πειθαρχεί και αποχωρεί φυγαδεύοντας και εκατοντάδες ενόπλους άνδρες.

            Στα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου του 1453 οι οθωμανοί μεταφέρουν το μεγάλο κανόνι από την Ανδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη και συγκεντρώνουν σταδιακά τα στρατιωτικά σώματα του Μωάμεθ. Λαμβάνουν θέσεις απέναντι από τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινουπόλεως και σταδιακά αποκλείουν την Πόλη από ξηράς.

            Οι βυζαντινοί ενισχύουν με κάθε μέσο τα τείχη, χερσαία και θαλάσσια, και στις 2 Απριλίου κλείουν με την μεγάλη αλυσίδα την είσοδο του Κερατίου κόλπου. Παρά την κρισιμότητα των στιγμών η αντιπαράθεση ενωτικών και ανθενωτικών είναι πάντοτε αισθητή. Γράφεται μάλιστα ότι ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, όταν είδε τον αναρίθμητο στρατό των οθωμανών, είπε: «κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη Πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν». (Είναι καλύτερο να δεί κάποιος στη μέση της Πόλεως να βασιλεύει τουρκικό φρακιόλιο παρά παπική τιάρα).

            Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος υπερασπίζει μάχιμες θέσεις και κυρίως την κεντρική χερσαία Πύλη, την γνωστή ως Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ σώμα ενόπλων κινείται σε διάφορα σημεία στο εσωτερικό της Πόλεως. Το σύνολο των τότε κατοίκων της Κωνσταντινουπόλεως ανέρχονταν στις 50.000 και από αυτούς, οι μεν ένοπλοι βυζαντινοί ήταν περίπου 7.000, ενώ 2.000 ήταν οι Βενετοί και οι Γενουάτες. Στο πεδίο της μάχης δηλαδή η αναλογία ήταν ένας Ρωμιός προς είκοσι οθωμανούς.

            Στις 5-7 Απριλίου έχουμε την έναρξη της πολιορκίας της Πόλεως και στις 12 Απριλίου αρχίζουν συνεχείς κανονιοβολισμοί των χερσαίων τειχών, ημέρα και νύκτα, από τους οθωμανούς. Οι βυζαντινοί με επινοητικότητα προσπαθούν με ειδικές κατασκευές να εξουδετερώσουν τις βολές, να κλείσουν με κάθε μέσο τα ρήγματα στα τείχη και να δημιουργήσουν νέα προκαλύμματα και προμαχώνες.

            Στις 18 Απριλίου, κατά τα ξημερώματα, γίνεται η πρώτη επίθεση των οθωμανών στα τείχη, αλλά απωθούνται επιτυχώς από τους βυζαντινούς. Εξοργισμένος τότε ο Μωάμεθ από την μεγάλη του αλαζονεία ορμά στην θάλασσα και την ραβδίζει ως παρανοϊκός, ενώ αντικαθιστά και τον αρχηγό του στόλου του. Στις 22 Απριλίου ο Μωάμεθ τεχνάζεται ένα πρωτοφανές σόφισμα. Διατάζει την μεταφορά δια ξηράς των πολεμικών πλοίων του μέσα στον κεράτιο κόλπο. Η μεταφορά των πολεμικών πλοίων γίνεται πανηγυρικά και με τυμπανοκρουσίες μέσω ειδικά διαμορφωμένης διόδου στην περιοχή του Γαλατά από το Διπλοκιόνιον έως απέναντι στο Κοσμίδιον.

            Στις 7 Μαΐου γίνεται αποτυχημένη επίθεση κατά των χερσαίων τειχών με 30.000 άνδρες και ισχυρές απώλειες για τους οθωμανούς. Στις 12 Μαΐου ο Μωάμεθ τυφλωμένος από το πάθος να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη διατάζει μεγάλη επίθεση με δύναμη 50.00 ανδρών κατά τα μεσάνυχτα. Σε μάχη επί των τειχών κοντά στα ανάκτορα σημειώνονται μεγάλες απώλειες και για τα δύο μέρη. Ο αυτοκράτωρ εκείνη τη νύκτα παρά τις πιέσεις και τις προτροπές από το στενό περιβάλλον του δεν εδέχθη να εγκαταλείψει την Πόλη.

            Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι ότι κατά την ημέρα της ονομαστικής εορτής του Κωνσταντίνου (21 Μαΐου) η πρόταση του Μωάμεθ προς τον αυτοκράτορα να παραδώσει την Πόλη με αντάλλαγμα την περιουσία του ιδίου, της οικογένειας και των αρχόντων του. Τότε ο γενναίος και μαρτυρικός Ρωμιός αυτοκράτορας αποκρίνεται στο Μωάμεθ: «δε την πόλιν σοι δοῦναι ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα τῆς ζωῆς ημῶν».

            Μεταξύ 25ης και 26ης Μαΐου συμβαίνουν διάφορα εντυπωσιακά δυσοίωνα, όπως η πτώση της Ιεράς Εικόνος της Θεοτόκου κατά την λιτάνευσή της και «τοῦτο παρά δόξαν γεγονός φρίκην τε πολλήν και αγωνίαν μεγίστην και φόβον πάσιν ανέβαλεν». Παράλληλα, ισχυρή καταιγίδα με αστραπές και χαλάζι αναστατώνει τους βυζαντινούς, ενώ την επομένη «νέφος βαθύ την πόλιν πάσαν περιεκάλυψε από πρωίας βαθείας έως εσπέρας». Ορισμένοι μάλιστα ιστορικοί χρονογράφοι της εποχής εκείνης αναφέρουν ότι από την πρώτη ημέρα της πολιορκίας μέχρι και την 27η Μαΐου, τρείς δηλαδή ημέρες προ της αλώσεως, ολόκληρη την Πόλη εκάλυπτε περιφερόμενη ουράνια φωτεινή νεφέλη, η οποία όταν εξαφανίστηκε προκάλεσε τον τρόμο των Ρωμιών, επειδή θεωρήθηκε ότι η Θεοτόκος είχε πλέον αφήσει απροστάτευτη την Πόλη της στα χέρια των οθωμανών.

            Κατά τις δύο τελευταίες ημέρες (26/27 Μαΐου) προ της αλώσεως ο οθωμανικός στρατός προετοιμαζόταν με νηστεία και προσευχή. Φωτοχυσίες και θορυβώδεις νυκτερινοί εορτασμοί στο οθωμανικό στρατόπεδο έσπερναν τον πανικό στους πολιορκουμένους Ρωμιούς. Την παραμονή της μεγάλης επιθέσεως (28 Μαΐου) ο Μωάμεθ ανακοινώνει στα στρατεύματά του ότι την επομένη θα γίνει η μεγάλη και τελική επίθεση. Επακολουθεί γενική κινητοποίηση με υποσχέσεις ανταμοιβών στους στρατιώτες, προσευχές και ηθική ενίσχυση, ενεργοποίηση ποικίλων πολιορκητικών κατασκευών και αλλεπάλληλοι κανονιοβολισμοί.

            Κατά τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου, ημέρα της μάρτυρος Αγίας Θεοδοσίας, αρχίζει η επίθεση των οθωμανών με κύριο στόχο την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Γίνονται αλλεπάλληλες προσπάθειες εισόδου δια μέσου των τειχών, ενώ εξακολουθούν οι κανονιοβολισμοί. Παρά την σθεναρή αντίσταση των πολιορκουμένων σχεδόν ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η διείσδυση των οθωμανών γενιτσάρων από την κερκόπορτα και από την πύλη του Χαρισίου. Η κερκόπορτα ήταν υπόγεια, κρυφή, παλαιά είσοδος, «παραπόρτιον», πλησίον του παλατίου που είχαν ανοίξει προσφάτως για τις δικές τους ανάγκες οι βυζαντινοί. Διαθρυλείται ότι την πύλη του Ρωμανού είχαν ανοίξει στους οθωμανούς γενιτσάρους για να εισέλθουν στην Πόλη ορισμένοι Εβραίοι, οι οποίοι συνεργάζονταν μαζί τους.

            Επικρατεί παντού πανικός και όλοι, κατακτητές και μη, κατευθύνονται στο κέντρο της Πόλης. Θρίαμβος, λεηλασία, αγριότητα και βιαιοπραγίες για τους κατακτητές. Σφαγή, αιχμαλωσία και κάθε είδους ατίμωση για τους κατακτημένους. Τότε πεθαίνει μαχόμενος μέχρι τέλους επί των επάλξεων και ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος.

            Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε το επεισόδιο, το οποίο καταγράφει ο χρονογράφος Φραντζής και αφορά την πίστη και την ταπεινότητα του αυτοκράτορος. Η διήγησή του έχει ως εξής: «Ερχόμενος ο αυτοκράτορας στον πάνσεπτο ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας για την τελευταία θεία Λειτουργία προσευχήθηκε κλαίγοντας και γονυπετής μετέλαβε τα Άχραντα και Θεία μυστήρια. Έπειτα μετέβη στα ανάκτορα, σταμάτησε για λίγο και ζήτησε συγχώρεση από τους πάντες. Ποιος να διηγηθεί τα κλάματα και τους θρήνους στο παλάτι εκείνη την ώρα; Ακόμη και αν υπήρχε άνθρωπος καμωμένος από ξύλο ή πέτρα ήταν αδύνατο να μη θρηνήσει».

            Οι χρονογράφοι αναφέρουν επίσης ότι ο Κωνσταντίνος βλέποντας την άλωση της Πόλεως είπε γοερά τις εξής φράσεις: «Δεν υπάρχει κανείς χριστιανός να πάρει το κεφάλι μου; Χίλιες φορές να πεθάνω παρά να ζήσω και να δώ την άλωση της Πόλης».

            Τέτοιες ήταν οι επί τρείς ημέρες σφαγές, καταστροφές και ιεροσυλίες, ώστε ο χρονογράφος Φραντζής δεν είναι υπερβολή όταν γράφει ότι: «σε ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη δεν φαινόταν σπιθαμή χώμα από τις σωρούς των νεκρών». Μετά από τρείς ημέρες έπαυσε η λεηλασία και ο Μωάμεθ Β΄ ο πορθητής, αφού εισήλθε έφιππος στον ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας για να προσευχηθεί για την νίκη του, μετέβαλε την «Μεγάλη Εκκλησία», όπως λέγεται σε τέμενος.

            Η Πόλη εάλω και ήταν Μάϊος του 1453. Κατά μήνα Μάϊο είχαν γίνει τα εγκαίνια της Κωνσταντινουπόλεως και πάλι κατά μήνα Μάϊο «επάρθεν η Ρωμανία». Κωνσταντίνος ο Μέγας την έχτισε και επί Κωνσταντίνου εάλω. Η Κωνσταντινούπολη ήταν και παραμένει η πόλη της Θεοτόκου, η πόλη των θρύλων, των δακρύων και των στεναγμών του ευσεβούς Γένους μας. Τελικά, η Πόλη των πόλεων διαχρονικά αποτελεί την «κιβωτό της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας». 

http://www.enromiosini.gr

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ο ανεκτίμητος θησαυρός των αρχαίων ελληνικών χειρογράφων του Αγίου Όρους

Συγγραφέας: kantonopou στις 17 Μαΐου 2013

0135232001365196336

Σε μια εποχή που η τυπογραφία άνηκε ακόμη στο μακρινό μέλλον, τα χειρόγραφα αποτελούσαν το μοναδικό τρόπο για να διασωθούν οι αρχαίες γνώσεις στο διηνεκές.

Στο Μεσαίωνα, ορισμένα μοναστήρια λειτούργησαν και ως «κιβωτοί γνώσεων» διαφυλάσσοντας τα αρχαία κείμενα με τη μορφή χειρογράφων.Τα χειρόγραφα αυτά αντιγράφονταν από μοναχούς μέσα στο ημίφως των μοναστηριακών εργαστηρίων, στα περίφημα καλλιγραφεία. Τα περισσότερα αρχαιοελληνικά κείμενα που

διασώθηκαν ως τις μέρες μας, είναι αποτέλεσμα των ακατάπαυστων αντιγραφών, που γίνονταν σ’ αυτά τα εργαστήρια από ορισμένους γενναίους μοναχούς.Μοναχούς που έβαζαν σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή τους προκειμένου να διαφυλάξουν τις αρχαίες γνώσεις, που για κάποιους φανατικούς χριστιανούς θεωρούνταν «αιρετικές». Κι όμως, αυτές οι «αιρετικές» γνώσεις ήταν εκείνες που οδήγησαν στην αναγέννηση του Δυτικού πολιτισμού…

Ακόμη και στα χρόνια του Μεσαίωνα, σε μια εποχή που κυριαρχούσε η αγραμματοσύνη, οι αγιορείτες μοναχοί έδιναν έμφαση στο γραπτό λόγο, θεωρώντας ότι συμβάλει στην πνευματική αναβάθμιση των ανθρώπων. Γι’ αυτό και έγραφαν, αντέγραφαν και διαφύλατταν χιλιάδες χειρόγραφα, όχι μόνο θεολογικού ή λειτουργικού χαρακτήρα, αλλά και «κοσμικών γνώσεων», οι οποίες κληροδοτήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες σοφούς.

Τα χειρόγραφα αυτά, πέρα από το περιεχόμενο τους, ήταν και διακοσμημένα με καλλιγραφίες, πράγμα που τα καθιστούσε αληθινά μνημεία τέχνης. Παρά τις καταστροφές και τις αφαιμάξεις που υπέστησαν, οι βιβλιοθήκες των μοναστηριών του Άθω κρύβουν έναν πραγματικό θησαυρό αρχαιοελληνικών γνώσεων. Σήμερα, στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους φυλάσσονται περίπου 20.000 πολύτιμα χειρόγραφα, που περιμένουν υπομονετικά τους ειδικούς για να τα μελετήσουν…

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΙ-ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ

Η χερσόνησος του Άθω άρχισε να αναδύεται ως μοναστικό κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προς τα τέλη του 10ου μ.Χ. αιώνα, όταν κατέφθασε εκεί κρυφά ο μοναχός Αθανάσιος, ο οποίος ίδρυσε στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου τη μονή Μεγίστης Λαύρας(963μ.Χ.). Ο Αθανάσιος, ο ιδρυτής του αγιορείτικου κοινοβιακού μοναχισμού, ήταν προσωπικός φίλος του Ιωάννη Τσιμισκή καθώς και διακεκριμένος καλλιγράφος και ταχυγράφος.

Επέλεξε τη χερσόνησο του Άθω ως τόπο μοναστικής ζωής εξ αιτίας της απαράμιλλης φυσικής της ομορφιάς, της φυσικής της προστασίας από τις εχθρικές επιδρομές, του γεγονότος ότι ήταν ουσιαστικά ακατοίκητη από ανθρώπους, καθώς και εξ’ αιτίας της γεωγραφικής της εγγύτητας με τη συμβασιλεύουσα πόλη της αυτοκρατορίας, τη Θεσσαλονίκη. Εξαιτίας αυτών των πλεονεκτημάτων ο Άθως εξελίχθηκε σύντομα στο σημαντικότερο μοναστηριακό κέντρο του ορθόδοξου χριστιανισμού, με πολυάριθμα μοναστήρια και χιλιάδες μοναχούς.

Ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης ήταν ένας άνθρωπος ασκητικός, που όμως αγαπούσε υπερβολικά τα βιβλία. Όταν από την Κωνσταντινούπολη κατέφθασε στον Άθω, εκτός από το καλογερικό του κουκούλι κουβάλησε μαζί του και δύο βιβλία. Αυτή η αγάπη του για τα βιβλία τον οδήγησε να ιδρύσει στην νεοσύστατη ακόμη Μεγίστη Λαύρα ένα εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων (Scriptorium) και μια οργανωμένη βιβλιοθήκη. Όρισε μάλιστα υπεύθυνο για το εργαστήριο τον πρωτοκαλλίγραφο Ιωάννη και βιβλιοφύλακα τον μοναχό Μιχαήλ.

Το παράδειγμα του μιμήθηκαν και οι κτήτορες των άλλων μοναστηριών (Βατοπαιδίου 985μ.Χ. και Ιβήρων 980μ.χ.), που φρόντισαν προσωπικά για την παραγωγή, την αντιγραφή και τη διαφύλαξη βιβλίων, με περιεχόμενο όχι μόνον θεολογικό και λειτουργικό αλλά και «κοσμικών γνώσεων», δηλαδή φιλοσοφικό, ιατρικό, νομικό, μουσικό κι εκπαιδευτικό.

Πολλοί μοναχοί έμειναν γνωστοί και ως γραφείς χειρόγραφων κωδίκων με πλούσια δράση και παραγωγή (Αθανάσιος ο Αθωνίτης, Ιωάννης Λαυριώτης, Ευθύμιος ο Ιβηρ, Διονύσιος Στουδίτης, Νείλος ο Μυροβλήτης, Ιωάννης ο Κουκουζέλης κ.α.). Συνολικά μνημονεύονται πάνω από 40 επώνυμοι βυζαντινοί καλλίγραφοι-μοναχοί, που συνέγραψαν χειρόγραφα στις αγιορείτικες μονές.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΚΑΙ SCRIPTORIUM

Το σίγουρο είναι πως οι μοναχοί του Αγίου Όρους δεν περιφρονούσαν τα βιβλία. Μόλις ιδρύονταν ένα μοναστήρι μια από τις πρώτες ενέργειες των κτητόρων του ήταν η δημιουργία μιας βιβλιοθήκης, που αποσκοπούσε στην κάλυψη των πνευματικών αναγκών των μοναχών και πρωτίστως στην κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της μοναστικής αδελφότητας. Ο ηγούμενος όριζε πάντα έναν βιβλιοθηκάριο, υπεύθυνο για τη διαφύλαξη και συντήρηση των χειρογράφων.

Μια βιβλιοθήκη άρχιζε πάντα την πορεία της μ’ ένα πυρήνα βιβλίων, που αφιέρωνε σε αυτήν ο ιδρυτής της. Ως χώρος για τη διαφύλαξη των πολύτιμων χειρογράφων επιλέγονταν κατά παράδοση το υπερώο, πάνω από τον εξωνάρθηκα του καθολικού (π.χ. στη Μονή Εσφιγμένου). Σε άλλες ωστόσο περιπτώσεις, όταν ο χώρος του υπερώου δεν επαρκούσε, χρησιμοποιούνταν και ορισμένα απομονωμένα και πυρασφαλή κτίσματα, όπως στην περίπτωση της Μεγίστης Λαύρας.

Προτού ωστόσο τα χειρόγραφα τοποθετηθούν στη βιβλιοθήκη σημειώνονταν συνήθως πάνω τους η χαρακτηριστική κτητορική επιγραφή, που καταριόταν τον επίδοξο καταστροφέα τους: «Αυτή η βίβλος υπάρχει της θειας και ιεράς μονής… και όποιος την αφαιρέση να έχει τας άρας των τριακοσίων δέκα οκτώ…». Για προστατευτικούς πάλι λόγους, γράφτηκαν ανά τους αιώνες πάνω στα ίδια βιβλία, απαγορευτικές φράσεις όπως: «Μηδείς τεμνέτω τα φύλλα..» ή «Μηδείς αποξενώση την Βίβλο ταύτην…».

Μια βιβλιοθήκη φιλοδοξούσε πάντα να περιλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις, όχι μόνον θεολογικού αλλά και κοσμικού περιεχομένου. Βασικές πηγές εμπλουτισμού μιας μοναστηριακής βιβλιοθήκης υπήρξαν η παραγωγή χειρογράφων στο ίδιο το μοναστήρι, η αγορά και η παραγγελία βιβλίων για την κάλυψη μιας συγκεκριμένης ανάγκης ή έλλειψης και βεβαίως οι μεγάλες και εντυπωσιακές δωρεές αυτοκρατόρων, ηγεμόνων, πατριαρχών, αρχιερέων, μοναχών αλλά και ιδιωτών, που χάριζαν τις προσωπικές τους συλλογές (τον 16ο αιώνα ο καθηγητής της πατριαρχικής σχολής Θεοφάνης Ε. Νοταράς, χάρισε όλα του τα βιβλία στην Ι. Μ. Ιβήρων).

Κατά κανόνα κάθε μοναστήρι κληρονομούσε και την προσωπική βιβλιοθήκη των μοναχών του. Ωστόσο, αρκετά χειρόγραφα προέρχονταν από παραγγελίες. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο σημείωμα για ένα χειρόγραφο, που παραγγέλθηκε με έξοδα μιας μονής: «Το παρόν Ωρολόγιον εγράφη παρά του οικτρού και αμαρτωλού Κύριλλου του Ναυπάκτιου δια συνδρομής και εξόδου της σεβάσμιας μονής…».

Στις περισσότερες μονές του Αγίου Όρους υπήρχαν λοιπόν συγκροτημένες συλλογές χειρογράφων και λειτουργούσαν βιβλιογραφικά εργαστήρια, όπου οι μοναχοί-γραφείς αντέγραφαν τα πρωτότυπα όχι αυθαίρετα αλλά βάσει αυστηρών κανόνων, που τους ακολουθούσαν πιστά. Τα ελληνικά χειρόγραφα γράφονταν μέχρι τον 9ο αιώνα σε μεγαλογράμματη γραφή, δηλαδή με κεφαλαία. Από τον 9ο αιώνα όμως και μετά επικρατεί σταδιακά η μικρογράμματη γραφή και όλα τα χειρόγραφα των προηγούμενων εποχών «μεταχαρακτηρίζονται» κατά τη διάρκεια της αντιγραφής τους.

Από την ίδρυση των πρώτων Scriptorium στις μονές υπήρχε μια σχετικά αξιόλογη παραγωγή χειρογράφων, ενώ η ακμή της βιβλιογραφικής δραστηριότητας εντοπίζεται τον 14ο και τον 15ο αιώνα. Η παραγωγή χειρογράφων συνεχίστηκε και μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας (άλλωστε το πρώτο τυπογραφείο στον ελλαδικό χώρο λειτούργησε το 1759 στη Μεγίστη Λαύρα) φθάνοντας στο σημείο να μιλάμε τον 17ο αιώνα για πραγματική άνθηση, με την εμφάνιση μιας ιδιότυπης μορφής γραφής, την «Ξηροποτάμινην γραφήν» ,που είναι γνωστή και ως «αγιορείτικη».

Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ

Τα χειρόγραφα, που βρίσκονται σήμερα στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους υπολογίζονται επίσημα στις 15.000 ή, σύμφωνα με άλλους υπολογισμούς ξεπερνούν τις 20.000. Αυτά μπορούν να ταξινομηθούν με κριτήρια μορφολογικά, γλωσσολογικά αλλά κυρίως με βάση το περιεχόμενο τους. Με βάσει τη μορφή τους τα χειρόγραφα διακρίνονται σε ειλητάρια ή κοντάκια (ονομάζονται έτσι επειδή τυλίγονται γύρω από κοντό ξύλο) και σε κώδικες (βιβλία) διαφόρων σχημάτων.

Πρέπει να σημειωθεί πως από τον 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα, τα βιβλία με δεμένες σελίδες (κώδιξ, λατινικά codex) άρχισαν να αντικαθιστούν τον παραδοσιακό κύλινδρο από πάπυρο. Ήταν μια ανθεκτική και εύκολη στη χρήση γραφική ύλη, τόσο για το κείμενο όσο και για την εικονογράφηση τους. Σύντομα οι κώδικες έγιναν η κυρίαρχη μορφή των χειρογράφων.

Οι περισσότεροι κώδικες έχουν καλλιτεχνικές βιβλιοδεσίες και διακοσμημένα καλύμματα με βαρύτιμα επιθήματα, σκαλιστά μέταλλα και ημιπολύτιμους λίθους. Όσον αφορά το βιβλιακό υλικό με το οποίο είναι κατασκευασμένα διακρίνονται σε περγαμηνά (από δέρμα ζώου), χαρτώα και βομβύκινα (από βαμβάκι).

Από γλωσσική άποψη χωρίζονται σε ελληνικά (90% επί του συνόλου) και ξενόγλωσσα. Τα ξενόγλωσσα, που αποτελούν περίπου το ένα δέκατο, περιλαμβάνουν σλάβικα, λατινικά, ρουμάνικα και γεωργιανά χειρόγραφα, και χρησιμοποιούνταν από τους ξενόγλωσσους ορθόδοξους μοναχούς που παροικούν στο Άγιον Όρος κατά την τελευταία χιλιετηρίδα. Τα περισσότερα από αυτά δεν είναι παρά μεταφράσεις από τα ελληνικά θεολογικών και λειτουργικών κειμένων.

Τέλος, όσον αφορά την αρχαιότητα τους, το αρχαιότερο χειρόγραφο του Αγίου Όρους είναι ένα περγαμηνό σπάραγμα λατινικής γραφής του 4ου μ.Χ. αιώνα και οκτώ φύλλα του Ευθαλιανού Κώδικα (6ος μ.Χ. αιώνας), με αποσπάσματα από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου προς Γαλάτες και Κορινθίους.

ta-arxaia-ellhnika-xeirografa-tou-agiou-orous-2

ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Σχετικά με το περιεχόμενο τους, τα αγιορείτικα χειρόγραφα διακρίνονται σε αυτά που διασώζουν κείμενα αρχαίων κλασσικών συγγραφέων ή γενικότερα κοσμικών γνώσεων π.χ. αστρολογίας, βοτανικής, γεωγραφίας, ιατρικά, νομικά –και σε εκείνα που περιέχουν κείμενα χριστιανικού και λειτουργικού περιεχομένου.

Τα δεύτερα αποτελούν φυσικά και τη συντριπτική πλειοψηφία, επειδή όχι μόνον χρησιμοποιούνταν συχνά από τους μοναχούς αλλά κυρίως γιατί το βυζάντιο ήταν θεοκρατικής δομής. Πέρα από αυτό όμως, οποιοδήποτε είδος κοσμικής γνώσης, θεωρούνταν από τους μοναχούς δευτερευούσης σημασίας σε σχέση με τη θεολογία.

Παρόλα αυτά όμως υπήρχαν και μοναχοί, που με θάρρος και αποφασιστικότητα διακινδύνευαν ακόμη και τη ζωή τους προκειμένου να διαφυλάξουν τις αρχαίες γνώσεις και σ’ αυτούς ίσως οφείλεται ως ένα σημείο και η αναγέννηση της Δύσης από το μεσαιωνικό σκοταδισμό. Έτσι, αν σήμερα μπορούμε ν’ απολαύσουμε Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Όμηρο, Θουκυδίδη κι ένα σωρό άλλους αρχαίους συγγραφείς, ίσως να το χρωστάμε σε μια χούφτα μοναχών, που στο ημίφως των εργαστηρίων τους αφιέρωναν ατέλειωτες ώρες στην αντιγραφή των αρχαιοελληνικών χειρογράφων…

Δυστυχώς δε διαθέτουμε έγκυρα στοιχεία για τον ακριβή αριθμό των αρχαιοελληνικών χειρογράφων, που βρίσκονται σήμερα στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του ΆΘωνα. Ενδεικτικά πρέπει να σώζονται γύρω στα 600 έργα κλασικών συγγραφέων. Ο αριθμός αυτός δεν πρέπει να θεωρείται μικρός, καθώς σ’ αυτά ακριβώς τα χειρόγραφα εστιάζονταν πάντα οι Ευρωπαίοι «προσκυνητές» που έκλεβαν ή αγόραζαν τους κώδικες για να εμπλουτίσουν τις Δυτικές βιβλιοθήκες. Ωστόσο, παρά τις σημαντικές κλοπές και αφαιμάξεις, στις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους συνεχίζουν ως σήμερα να υπάρχουν πολλοί και αξιόλογοι αρχαιοελληνικοί κώδικες.

Πιο παλιός και πιο σημαντικός απ’ όλους είναι η περίφημη Βοτανική του Διοσκουρίδου (Ω75), ένας κώδικας ηλικίας 1000 ετών, προσωπικό δώρο του Νικηφόρου Φωκά στον Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Το βιβλίο, που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της Μεγίστης Λαύρας (ο υπογράφων είχε τη μοναδική και συγκινητική ευκαιρία να το ξεφυλλίσει προσωπικά…), θεωρείται ιδανικό για την παρασκευή φαρμάκων από βότανα. Η Βοτανική του Διοσκουρίδη περιέχει αρκετές πληροφορίες ιατρικής και φαρμακολογίας και πολυάριθμες μικρογραφίες, κυρίως ολοσέλιδες εικονογραφήσεις φυτών με αλφαβητική σειρά καθώς και εικόνες φιδιών, εντόμων, ζώων και πτηνών.

Άλλοι σημαντικοί αρχαίοι έλληνες συγγραφείς, χειρόγραφα των οποίων διασώζονται ακόμη στο Άγιον Όρος, είναι ο Επίκτητος, ο Ερμογένης και ο Ευκλείδης στην μονή Εσφιγμένου, ο Ευριπίδης, ο Αισχύλος, ο Θεόκριτος, ο Σοφοκλής και ο Πίνδαρος στην Ιβήρων. Από αυτά που ξεχωρίζουν είναι και το φημισμένο χειρόγραφο των γεωγράφων Πτολεμαίου και Στράβωνα (αριθμός 655, του 13ου αιώνα), που βρίσκεται στο Βατοπαίδι.

Εκτός από τη Βοτανική του Διοσκουρίδη στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας σώζονται δύο χειρόγραφα του Θουκυδίδη και οι Βίοι Παράλληλοι του Πλούταρχου. Επίσης στην τελευταία σώζονται το μοναδικό νομικό χειρόγραφο με τις Νεαρές των Κομνηνών(13ος αι. Θ65), ένα σπάνιο ιατρικό χειρόγραφο του Αέτιου Αμηδινού, προσωπικού ιατρού του Ιουστινιανού, καθώς και χειρόγραφα του Γαληνού. Όπως προαναφέραμε, ο αριθμός των χειρογράφων των κλασσικών συγγραφέων θα πρέπει να θεωρείται μεγάλος, αν λάβουμε υπόψιν μας πως αυτά ακριβώς τα έργα ήταν ο κύριος στόχος των Ευρωπαίων «προσκυνητών» κατά τις αφαιμάξεις των μοναστηριακών βιβλιοθηκών.

ΚΛΟΠΕΣ ΚΑΙ ΑΦΑΙΜΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ «ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ»

Οι μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Άθωνα είχαν μεγάλη φήμη και ασκούσαν πάντα μεγάλη γοητεία στο λόγιο και βιβλιόφιλο κοινό της Δύσης, το οποίο εκφράζονταν με θαυμασμό για τις «εξαιρετικές βιβλιοθήκες… που βρίσκονται στο Όρος Άθως» (celebratisimas bibliotecas… qui in Ato Montesunt).

Τα πανεπιστήμια, οι ευγενείς, οι λόγιοι αλλά και οι τυπογράφοι της Δύσης, ανακαλύπτοντας τη δύναμη και τη γοητεία της αρχαιοελληνικής σκέψης, επιθυμούσαν διακαώς να αποκτήσουν και να μελετήσουν αρχαιοελληνικούς κώδικες, που για τους μοναχούς του Άθωνα θεωρούνταν συνήθως… δευτερευούσης σημασίας σε σχέση με τα λειτουργικά και θεολογικά κείμενα. Έτσι, με την πρωτοβουλία φιλότεχνων, ως επί το πλείστον, Ηγεμόνων οργανώθηκαν ολόκληρες αποστολές προς τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, που είχαν ως επίκεντρο τους την αγορά κωδίκων με έργα αρχαίων ελλήνων συγγραφέων.

Στοχεύοντας σχεδόν αποκλειστικά στους αρχαιοελληνικούς κώδικες, οι Δυτικοί «συλλέκτες χειρογράφων» αφαίμαξαν σημαντικές ποσότητες κωδίκων, με αποτέλεσμα σήμερα να διασώζονται λιγότερα από 1000 χειρόγραφα κοσμικών γνώσεων στο Άγιον Όρος. Ωστόσο, χάρη σε αυτές τις αφαιμάξεις επιχειρήθηκαν και οι πρώτες τυπογραφικές εκδόσεις του 16ου,17ου και 18ου αιώνα, με κυριότερη εκείνη των Απάντων του Πλάτωνα από τον τυπογράφο Μανούτιο Αλδο (Βενετία 1513).

Εύκολα γίνεται κατανοητό τo πόσο βοήθησαν αυτού του είδους οι εκδόσεις στην Αναγέννηση της Δύσης, εφόσον όλα αυτά τα έργα έγιναν αντικείμενα προσεκτικής μελέτης από τους ιστορικούς, φιλόλογους και θεολόγους της Εσπερίας. Αυτή η αναβίωση του κλασικού πνεύματος πυροδότησε μια αλυσιδωτή αντίδραση αφυπνίσεων, που τελικά οδήγησε στη σταδιακή απελευθέρωση της Ευρώπης από τα δεσμά των προκαταλήψεων και της άγνοιας.

Σύμφωνα μάλιστα με τον ιερομόναχο Νικόδημο τον Λαυριώτη (Μεγίστη Λαύρα), υπεύθυνο για τη μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων του Αγίου Όρους: «Οι διαρροές των χειρογράφων από τις αγιορείτικες βιβλιοθήκες βοήθησαν στο να απαλλαγεί η Δύση από τον σκοταδισμό της παπικής αλαζονείας».

Ας κάνουμε ωστόσο μια μικρή παρένθεση σχετικά με τις σημαντικότερες περιπτώσεις αφαιμάξεων και απωλειών χειρογράφων από τις αγιορείτικες βιβλιοθήκες. Χάρη σ’ ένα ταξίδι, που απέβη ιδιαίτερο καρποφόρο, ο έλληνας λόγιος Ιανός Λάσκαρης(1445-1534) επισκέφτηκε το 1491-1492 τον Άθωνα και για λογαριασμό του ηγεμόνος της Φλωρεντίας Λαυρέντιου Μεδίκου, αφαίρεσε 200 περίπου ελληνικά χειρόγραφα, από τα οποία 80 περιείχαν έργα άγνωστα την εποχή εκείνη στη Δύση, μεταξύ των οποίων έργα του Γαληνού, του Θεόκριτου, του Αριστοτέλη, του Πτολεμαίου, του Καλλίμαχου…

Ο Kερκυραίος λόγιος Nικόλαος Σοφιανός ανάμεσα στα χρόνια 1540-1544 αντέγραψε και συνέλεξε στο Άγιον Όρος περίπου 300 χειρόγραφα για λογαριασμό του Hurtado de Mentoza, του βιβλιόφιλου πρέσβη του Kαρόλου E’ στη Bενετία. Στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα ο Aθανάσιος ο Ρήτωρ, ο οποίος προσχώρησε στον καθολικισμό, κατ’ εντολή του καρδινάλιου Μαζαρίνου μετέφερε στη Γαλλία 109 χειρόγραφα, από τα οποία 74 προέρχονταν από τη Μεγίστη Λαύρα και σήμερα βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων.

Επίσης ο Mηνάς Mινωΐδης στα 1840-1855, κατ’ εντολή του γαλλικού Υπουργείου Παιδείας μετέφερε κι αυτός στη Γαλλία πολλά ελληνικά χειρόγραφα, τόσο από άλλες Μονές (π.χ. από τη Ι. Μ.Tιμίου Προδρόμου Σερρών), αλλά κυρίως από τις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Άγίου Όρους.

Το 1516 ο Μάξιμος Γραικός (Μιχαήλ Τριβώλης), ο περίφημος «φωτιστής των Ρώσων», μετέφερε στη Ρωσία δεκάδες κώδικες για να τον βοηθήσουν στο μεταφραστικό του έργο. Το 1654,ο Ρώσος μοναχός Αρσένιος Σουχάνωφ, ενεργώντας με εντολή του Τσάρου Αλέξιου και του Πατριάρχη της Μόσχας Νίκωνος, μετέφερε στην «3η Ρώμη» πάνω από 500 αγιορείτικα χειρόγραφα! Συγκεκριμένα απογύμνωσε πολλές μονές από αξιόλογα χειρόγραφα, πολλά από τα οποία περιείχαν κλασικά κείμενα.

Τέλος,ο γνωστός Ρώσος επιστήμονας Πορφύριος Oυσπένσκυ, αρχιμανδρίτης και κατόπιν αρχιεπίσκοπος Kιέβου, περιήλθε τις Mονές του Σινά, των Mετεώρων και του Αγίου Όρους και δεν δίστασε να αφαιρέσει από αυτές όσα χειρόγραφα ή και μεμονωμένα ακόμη φύλλα του φαίνονταν να έχουν κάποια αξία. Το μόνο θετικό πάντως απ’ όλες αυτές τις αφαιμάξεις είναι ότι φωτίστηκε από την ελληνική γνώση, τόσο η παπική Δύση, όσο και οι σλαβικοί λαοί του βορρά.

Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ta-arxaia-ellhnika-xeirografa-tou-agiou-orous-3

Σήμερα στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους σώζονται 16.000-20.000 χειρόγραφα! Αυτή η ποσότητα θεωρείται ότι αποτελεί το 50% των ελληνόγλωσων χειρογράφων, που υπάρχουν σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο. Από αυτά πάνω από τα μισά βρίσκονται στις βιβλιοθήκες τριών μόνον μοναστηριών (Μεγίστη Λαύρα, Ιβήρων και Βατοπαίδι). Ειδικότερα η βιβλιοθήκη της Μεγίστης Λαύρας είναι η μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων (2242 χειρόγραφα) στο Άγιο Όρος και η 3η παγκοσμίως, ύστερα από εκείνη της Αγίας Αικατερίνης του Σινά (4.500 χειρόγραφα εκ των οποίων το 75% είναι ελληνόγλωσσα) και του Βατικανού(3.500 χειρόγραφα).

Στις 20 μονές του Άθωνα σώζεται το μοναδικό διαχρονικό σύνολο ελληνικών χειρογράφων όχι μόνο στο χώρο της ελληνικής επικράτειας, αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τα ελληνικά χειρόγραφα του Αγίου Όρους συγκροτούν τη μεγαλύτερη συλλογή ελληνικών χειρογράφων στον κόσμο, αφού ο αριθμός τους ξεπερνά κατά πολύ το σύνολο των δύο μεγαλύτερων συλλογών της Ευρώπης, του Βατικανού και της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, που και οι δύο μαζί δεν υπερβαίνουν τις 10.000.

ΔΙΑΣΩΣΗ ΣΕ ΜΙΚΡΟΦΙΛΜΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ

Η μελέτη της ιστορίας των αγιορείτικων χειρογράφων δεν είναι εύκολη υπόθεση, εφόσον ποτέ δεν υπήρξαν μεσαιωνικοί κατάλογοι βιβλιοθηκών, όπως στις περιπτώσεις των μεσαιωνικών μοναστηριών της Δύσης. Οι προσπάθειες για την καταγραφή και τη συστηματική μελέτη των χειρογράφων του Άθωνα ξεκίνησαν μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα και συνεχίζονται. Πρώτος ο Σπυρίδων Λάμπρου εξέδωσε έναν δίτομο κατάλογο κωδίκων του Όρους(πλην Βατοπαιδίου και Μεγίστης Λαύρας),που περιελάμβανε 6.619 χειρόγραφα. Στη συνέχεια, το 1925, ο καθηγητής Σωφρόνιος Ευστρατιάδης εξέδωσε στο Παρίσι έναν κατάλογο με τους κώδικες των μονών Βατοπαιδίου και Μεγίστης Λαύρας. Πλήρης πάντως κατάλογος δεν υπάρχει ακόμη.

Ωστόσο το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών(ΠΙΠΜ) της Ι.Μ. Βλατάδων (Θεσσαλονίκη) έχει αναλάβει τη κατάρτιση ενός λεπτομερούς καταλόγου, όπως επίσης και τη μικροφωτογράφιση όλων των χειρογράφων. Έτσι το περιεχόμενο των χειρογράφων όχι μόνον θα διασωθεί, αλλά θα είναι εύκολη και η μελέτη τους από τους ειδικούς, που δεν χρειάζονται πλέον να επισκεφτούν τις μοναστηριακές βιβλιοθήκες για να τα μελετήσουν. Το ΠΙΜΠ, που υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι ένα ιδιωτικό ίδρυμα που συντηρείται με επιχορηγήσεις και δωρεές. Ανάμεσα στ’ άλλα περιέχει ένα αρχείο μικροταινιών, ένα αρχείο διαφανειών (Slides) καθώς και ειδικές φωτοαναγνωριστικές συσκευές.

Η συντήρηση των αρχαίων χειρογράφων βασίζεται σ’ ένα πρόγραμμα, που περιλαμβάνει την τοποθέτησή τους σε ειδικές θήκες, για καλύτερη φύλαξη και μεταφορά. Την αποκατάσταση των διαλυμένων εξώφυλλων και εσώφυλλων και την τοποθέτηση φαρμάκων ενάντια στα φθοροποιά μικρόβια. Τέλος, σε συνεργασία και με ξένα πανεπιστήμια, εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα συντήρησης και απολύμανσης των χειρογράφων από καταστροφικά μικρόβια.

Η προσφορά των χειρογράφων του Αγίου Όρους στην πολιτιστική εξέλιξη της Ευρώπης είναι ανεκτίμητη. Όπως άλλωστε λέει χαρακτηριστικά και ο βιβλιοθηκάριος της μονής Μεγίστης Λαύρας, Ιερομοναχός Νικόδημος: «Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, που ακριβώς θα βρισκόταν σήμερα η ανθρωπότητα, χωρίς τις αρχαίες γνώσεις που διεσώθησαν με τα χειρόγραφα των βυζαντινών μοναστηριών και ιδιαίτερα του Αγίου Όρους. Κατά πάσα πιθανότητα η Αναγέννηση της Δύσης θ’ αργούσε μερικούς αιώνες…»

Χρονολόγιο – 

vatopaidi.wordpress.com

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Νέα στοιχεία για τους φεουδάρχες της Χούλου

Συγγραφέας: kantonopou στις 12 Μαΐου 2013

Φωτό:parathyro.com

Φωτό:parathyro.com

της Νάσας Παταπίου, Ιστορικού-Ερευνήτριας,

Κέντρο Επιστημονικών ερευνών Κύπρου

Πρώτος ο χρονικογράφος μας Λεόντιος Μαχαιράς μνημονεύει, κατά τα έτη της βασιλείας του Φράγκου βασιλιά Πέτρου Α’, ως φεουδάρχη της Χούλου τον Τζουάν Τεμουντολήφ (Jean de Montolif).

Ο Montolif, σύμφωνα πάντα με τον Μαχαιρά, είχε σύζυγο την Ιωάννα Λ’Αλεμά, που ήταν μια από τις ερωμένες του βασιλιά Πέτρου Α’. Η οικογένεια των Montolif είχε παίξει μεγάλο ρόλο στην ιστορία της Κύπρου και κυρίως κατά την περίοδο της διαμάχης για το στέμμα μεταξύ της Καρλόττας, νόμιμης βασίλισσας και του ετεροθαλούς αδελφού της Ιακώβου.

Ο Φραγκίσκος Montolif, για παράδειγμα, βισκούντης Λευκωσίας και βάιλος Καρπασίας είχε στραφεί εναντίον του Ιακώβου και ως οπαδός της βασίλισσας Καρλόττας αναγκάστηκε να καταφύγει μαζί της στο φρούριο της Κερύνειας.

Η Χούλου, όπως έχει υποστηρίξει στο παρελθόν ο μεγάλος φιλόλογος Σίμος Μενάρδος, πολύ πιθανόν να οφείλει το όνομά της στην οικογένεια Goul, συριακής προφανώς καταγωγής. Από το όνομα δηλαδή κάποιου φεουδάρχη ονομαζόμενου Γουλ προήλθε και το όνομα του χωριού Χούλου. Το όνομα αυτό θα είχε την προφορά Houl, διατείνεται ο Μενάρδος, όπως και το συριακό όνομα Γούρρη το οποίο επίσης απαντά στην Κύπρο και ως Χούρρη (Gour- ry ή Hourry). Το όνομα Γουλ πράγματι απαντά στη μεσαιωνική Κύπρο και συγκεκριμένα στο χρονικό του Λεοντίου Μαχαιρά, όπως φέρ’ ειπείν ο Στασίς του Γούλου. Βέβαια σε καμιά πηγή μέχρι σήμερα δεν μας έχει παραδοθεί η πληροφορία ότι κάποιος Γουλ υπήρξε φεουδάρχης της Χούλου. Σε αρχειακό υλικό όμως έχουμε συναντήσει αρκετά στοιχεία για τους φεουδάρχες της Χούλου, όπως τις οικογένειες Acrolissa, de Ras και Grenier πριν περιέλθει το ίδιο χωριό στο Δημόσιο.

Η οικογένεια Acrolissa

Η φραγκική οικογένεια Acrolissa, όπως μαρτυρείται σε έγγραφα της Φραγκοκρατίας, των οποίων αντίγραφα διασώθηκαν στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας, μας προσφέρουν νέα στοιχεία για τους φεουδάρχες των χωριών της Κύπρου και στην προκειμένη περίπτωση για τους φεουδάρχες της Χούλου.

Η οικογένεια των Acrolisa εμφανίζεται στις πηγές που αφορούν στην Κύπρο πριν το έτος 1378 και το όνομα της οικογένειας απαντά ποικιλοτρόπως ως Acrolissa, Crolissa, Crolixa, Clirissa κ.ά.

Το 1355 ένας Simon d’Acrolissa αναφέρεται ότι ήταν υπεύθυνος για τις ανακρίσεις που αφορούσαν κλοπές ζώων. Επίσης, γνωρίζουμε ότι η σύζυγος του Badin de Nores, ναυάρχου της Ιερουσαλήμ, όπως μνημονεύεται το 1422, ήταν η Μαρία de Crolixa, προφανώς με καταγωγή από την ίδια οικογένεια.

Τον 15ο αιώνα απαντά ένας Ιωάννης Acrolissa ως magister regalis hospitalis, δηλαδή αρχιθαλαμηπόλος του ανακτόρου, κατά τα χρόνια της βασιλείας του Ιωάννη Β’, ο οποίος πιθανότατα συνδέεται με συγγενικούς δεσμούς με τη Μαρία d’ Acrolissa. Όπως θα εξετάσουμε παρακάτω ο Ιωάννης d’ Acrolissa πρέπει να ταυτιστεί με τον φεουδάρχη της Χούλου και της Καλλέπιας.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ένα χωριό της χερσονήσου της Καρπασίας, το οποίο υφίστατο έως τα μέσα του 16ου αιώνα, αφού το συναντούμε και στον περίφημο χάρτη του Λεωνίδα Αττάρ το 1542, ονομαζόταν Acrolisa. To γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι το χωριό είχε δημιουργηθεί σε κάποιο φέουδο του Acrolissa, και κατά πάσα πιθανότητα του Ιωάννη Acrolissa γι’ αυτό φέρει και το όνομά του, όπως συμβαίνει άλλωστε και με άλλα χωριά της Κύπρου που φέρουν ονόματα φεουδαρχών.

Έλενα Grenier

Ο φεουδάρχης Ιωάννης d’ Acrolissa είχε νυμφευθεί την Έλενα de Grenier, θυγατέρα του Ιακώβου de Grenier, κόμη Εδέσσης – Rochas και μικρότερη αδελφή του Morf de Grenier που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του στις 18 Νοεμβρίου 1447. Ας σημειωθεί επίσης ότι η Έλενα από την πλευρά της μητέρας της, της Μαργαρίτας, καταγόταν από τον βασιλικό οίκο των Lusignan, αφού ήταν ανεψιά του βασιλιά.

Ο αδελφός της Έλενας Morf de Grenier ως πρωτότοκος, σύμφωνα με τις Ασσίζες των Ιεροσολύμων, έλαβε όλη την περιουσία του πατέρα του. Η αδελφή του, η οποία σύμφωνα και πάλι με τις Ασσίζες δεν κληρονομούσε τίποτα, φάνηκε τυχερή και παντρεύτηκε έναν πλούσιο με πολλά φέουδα τον φεουδάρχη Ιωάννη d’ Acrolissa, αλλά πολύ σύντομα πέθανε και έμεινε χήρα. Η Έλενα όμως ως χήρα του d’ Acrolisa έλαβε το μερίδιο από τα φέουδά του, το οποίο της αναλογούσε. Σύμφωνα με ένα ανέκδοτο έγγραφο, ο σύζυγός της είχε τα εξής χωριά ως φέουδα από τα οποία τα μισά εισοδήματα ανήκαν στη χήρα Έλενα Grenier d’ Acrolissa. Τα χωριά αυτά ήταν το χωριό Αρεδιού της Ορεινής, η Πέτρα, η οποία τότε ανήκε στο διαμέρισμα της Πεντάγειας και σήμερα είναι γνωστή ως Πέτρα Σολέας και δύο χωριά της Πάφου: η Χούλου και η Κάτω Καλλέπια. Ένα πέμπτο χωριό δεν κατορθώσαμε να το ταυτίσουμε, αλλά εάν έχουμε αναγνώσει σωστά στο έγγραφο αναφέρεται ως Legnati ( ίσως Λιμνάτι;).

Από τον Ιωάννη d’ Αcrolissa η Χούλου καθώς και η Καλλέπια έγιναν ιδιοκτησία της Έλενας Grenier και του δεύτερου συζύγου της Ιωάννη de Ras. O de Ras παρόλο που αρχικά όταν ξέσπασε η διαμάχη για το στέμμα της Κύπρου μεταξύ της νόμιμης βασίλισσας της Κύπρου Καρλόττας και του ετεροθαλούς αδελφού της Ιακώβου τάχθηκε με το μέρος της βασίλισσας, αργότερα όμως έγινε οπαδός του Ιακώβου. Τότε του παραχωρήθηκε το μισό φέουδο της Αρεδιού και με τον γάμο του με την Έλενα Grenier ο βασιλιάς του παραχώρησε το Παλαιχώρι, το οποίο προηγουμένως ο ίδιος το κατέταξε στο Δημόσιο.

Ασφαλώς στη συνέχεια η Αρεδιού, το Παλαιχώρι καθώς και τα μισά εισοδήματα των δυο χωριών της Πάφου, δηλαδή της Χούλου και της Καλλέπιας θα πέρασαν στη μοναχοκόρη του ζεύγους Μελουζίνη ( Mellesina), που είχε παντρευτεί τον Ονούφριο Rechiesens, μεγάλο συνεσκάρδο του βασιλείου της Κύπρου. Ακολούθως, σύμφωνα πάντα με τις Ασσίζες της Ιερουσαλήμ, τα φέουδα αυτά εάν εξακολουθούσαν να αποτελούν ιδιοκτησία της ίδιας οικογένειας θα κατέληγαν στον πρωτότοκο γιο του ζεύγους Calseran Rechiesens, που είχε νυμφευθεί τη Χερουμπίνα Άκρη (Cherubina d’ Acre) και είχε κληρονομήσει και το αξίωμα του μεγάλου συνεσκάρδου του βασιλείου.

Η Χούλου στη βασιλική περιουσία

Δεν γνωρίζουμε για πόσα χρόνια οι απόγονοι των Grenier και Rechiesens εξακολουθούσαν να έχουν ως φέουδα τη Χούλου και την Καλλέπια, αφού κατά το ήμισι τα είχε κληρονομήσει η προγιαγιά τους Έλενα Grenier από τον πρώτο σύζυγο της Ιωάννη d’ Acrolissa. Αυτό όμως το οποίο τεκμηριώνεται από αρχειακές πηγές είναι ότι μετέπειτα η Χούλου, καθώς και η Καλλέπια, ήδη κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα ανήκαν στη βασιλική περιουσία, δηλαδή στο Δημόσιο. Επιπρόσθετα, γνωρίζουμε ότι ήδη από το 1465 η Καλλέπια και άλλα φέουδα είχαν παραχωρηθεί από το βασιλιά Ιάκωβο Β’ σ’ έναν ευνοούμενο του, τον Ιερώνυμο Salviati. Σε ανέκδοτο βενετικό έγγραφο του 1562 στο οποίο παρατίθεται κατάλογος των χωριών που ανήκαν στο Δημόσιο αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα χωριά Χούλου και Καλλέπια (Cullu e Callepia).

Στον ίδιο κατάλογο σημειώνεται δίπλα από κάθε χωριό πότε είχε διενεργηθεί για τελευταία φορά απογραφή του πληθυσμού του.

Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε ότι κατά τη Βενετοκρατία δεν γινόταν κατά καιρούς μόνο απογραφή του πληθυσμού, αλλά και καταγραφή λεπτομερών στοιχείων για το κάθε χωριό. Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονταν καλλιεργήσιμες και χέρσες γαίες, περιβόλια, αμπέλια, μύλοι, δάση, βρύσες, ποτάμια, ρυάκια κ.ά.

Στο εν λόγω έγγραφο σημειώνεται ότι στη Χούλου και στην Καλλέπια είχε γίνει απογραφή για τελευταία φορά κατά το έτος 1549. Έτσι είναι βέβαιο ότι ήδη από τις αρχές ή τα μέσα του 16ου αιώνα και τα δύο χωριά ανήκαν πλέον στο Δημόσιο (reale).

Άλλα στοιχεία κατά τη Βενετοκρατία

Η Χούλου όπως ήδη αναφέραμε είχε κοινούς φεουδάρχες με την Κάτω Καλλέπια ενώ στο έγγραφο του 1562 σημειώνεται και πάλι μαζί με την Καλλέπια. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους καταγράφουμε κάποιες πληροφορίες σχετικές και με το χωριό Καλλέπια. Κατά τη Βενετοκρατία υπήρχαν δύο χωριά η Πάνω και η Κάτω Καλλέπια, τα οποία αργότερα ενώθηκαν σε ένα το σημερινό χωριό, γνωστό απλώς ως Καλλέπια. Στην απογραφή του 1565 την οποία είχαν διενεργήσει οι Βενετοί η Κάτω Καλλέπια είχε 8 ελεύθερους καλλιεργητές, τους γνωστούς ως φραγκομάτους και η Πάνω Καλλέπια είχε 25 φραγκομάτους ενώ η Χούλου είχε 60 φραγκομάτους. Παρατηρούμε ότι η Χούλου είχε σχεδόν διπλάσιο πληθυσμό σε φραγκομάτους αρσενικού γένους από τον αριθμό των φραγκομάτων που είχαν και τα δύο χωριά Πάνω και Κάτω Καλλέπια.

Η ένωση των δύο χωριών πρέπει να πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, γιατί κατά την απογραφή του 1881 αναφέρεται απλώς το χωριό Καλλέπια με πληθυσμό 271 κατοίκους, ενώ η Χούλου το 1881 είχε 434 κατοίκους.

Η Χούλου αναμφισβήτητα υφίστατο από τα βυζαντινά χρόνια αφού σώζονται σ’ αυτήν ερείπια του βυζαντινού ναού του Αγίου Θεοδώρου. Έξοχες τοιχογραφίες σώζονται και στο μικρό ναό-κόσμημα του Αγίου Γεωργίου στην είσοδο του χωριού. Στη Χούλου, επίσης, έχουν αποκαλυφθεί τελευταίως τοιχογραφίες στον ναό της Παναγίας της Παντάνασσας και γι’ αυτό ακριβώς και δεν έχει γίνει γι’ αυτές σχετική δημοσίευση. Πιθανολογείται ότι οι τοιχογραφίες αυτές έχουν γίνει κατά τον 15ο η 16ο αιώνα.

Σε μια τοιχογραφία απεικονίζεται ένα ζεύγος δωρητών τους οποίους κάλλιστα θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε είτε με την Έλενα Grenier και τον Ιωάννη d’ Acrolissa, πρώτο σύζυγό της, είτε την ίδια με τον δεύτερο σύζυγό της Ιωάννη de Ras ή πολύ πιθανόν με τη θυγατέρα του ζεύγους Μελουζίνη και τον σύζυγό της Ονούφριο Rechiesens, μεγάλο σινεσκάρδο της Κύπρου. Στην περίπτωση που θα ίσχυε τέτοια ταύτιση, τότε η χρονολόγηση της τοιχογραφίας πρέπει μάλλον να ανάγεται στον 15ο αιώνα, γιατί όλα τα πιο πάνω πρόσωπα έζησαν σχεδόν τον ίδιο αιώνα. Ως εκ τούτου πρέπει να αποκλειστεί ο 16ος αιώνας. Εάν μελλοντικά εντοπίσουμε έγγραφο στο οποίο να αναφέρεται ότι και κατά τον 16ο αιώνα, μάλλον στις αρχές του 16ου αιώνα, η Χούλου ανήκε στην ίδια οικογένεια, τότε θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σ’ ένα άλλο ζεύγος, αυτό της Χερουμπίνας Ακρη και του συζύγου της Calceran Rechesens.

Το μυστήριο το οποίο καλύπτει τα άγνωστα ονόματα των δωρητών στο βόρειο τοίχο της εκκλησίας της Παναγίας της Παντάνασσας, χάρη στην αρχειακή έρευνα φαίνεται ότι σιγά-σιγά αρχίζει να μας αποκαλύπτεται…

Πηγή: Εβδομαδιαία Εφημερίδα Ελευθερία του Λονδίνου,Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013.

vatopaidi

Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος Φωτιστές των Σλάβων

Συγγραφέας: kantonopou στις 11 Μαΐου 2013

Εικόνα του βούλγαρου αγιογράφου Zahari Zograf (1810 – 1853 μ.Χ.) που βρίσκετε στο μοναστήρι Troyan (1848 μ.Χ.)

Εορτάζουν στις 11 Μαΐου εκάστου έτους.

Βιογραφία

Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος και Μιχαήλ, ήταν παιδιά του δρουγγάριου στρατιωτικού διοικητού Λέοντος και γεννήθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε περί το 827, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του Μιχαήλ το 815. Είχαν δε άλλα πέντε αδέλφια. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο μικρότερος και είχε μεγάλη επιμέλεια στα γράμματα. Παιδί ακόμη, είχε διαβάσει τα έργα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και είχε γράψει ύμνο προς τιμήν του. Τα χαρίσματά του τα πρόσεξε ο λογοθέτης Θεόκτιστος και τον έστειλε στην σχολή της Μαγναύρας, όπου με την καθοδήγηση του Λέοντος του Μαθηματικού και του ιερού Φωτίου σπούδασε βασικά φιλοσοφία. Διέπρεψε στις σπουδές του και αρχικά διορίσθηκε χαρτοφύλακας (αρχιγραμματέας) του Πατριαρχείου και αργότερα καθηγητής της φιλοσοφίας στη σχολή της Μαγναύρας.

Ο Μιχαήλ ακολούθησε την σταδιοδρομία του πατέρα τους. Έγινε στρατιωτικός και ανέλαβε την διοίκηση της περιοχής των πηγών του Στρυμόνος, δηλαδή στα σημερινά σύνορα Βουλγαρίας και Σερβίας, όπου και γνώρισε καλά τους Σλάβους. Παρά την επιτυχημένη σταδιοδρομία και των δύο αδελφών, βαθιά τους συγκλόνιζε ο ζήλος για την πνευματική ζωή. Είχαν μοναστική κλίση, αλλά πίστευαν στη μαρτυρική διακονία της κλίσεώς τους αυτής, για να σωθούν και άλλες ψυχές.

Ο 9ος αιώνας μ.Χ., όταν και έλαμψαν οι Άγιοι, είναι μια μεγάλη εποχή του Βυζαντίου. Χαρακτηρίζεται από ακμή στην πολιτική και στρατιωτική δύναμη και από άνθηση στην οικονομία, στα γράμματα, στις τέχνες. Η Εκκλησία της Ανατολής ανασυγκροτείται μετά την τρικυμία της εικονομαχίας. Το πρόβλημα της εικονομαχίας, αν μπορεί η φύση του Θεού, η θεία και η ανθρώπινη, να παρασταθεί εικονικά, έχει επιλυθεί. Τα ρήγματα όμως από τις εκκλησιαστικές και πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ Δύσεως και Ανατολής γίνονται βαθύτερα. Τα εγκόσμια συμφέροντα, οι ανταγωνισμοί για την πνευματική και πολιτική εξουσία διασπούν την μέχρι τότε ενιαία Χριστιανική Οικουμένη σε δύο παράλληλους κόσμους, το Βυζαντινό και το Φραγκικό. Οι διαφορές είναι ορατές στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., όταν ανέκυψε το θέμα του εκχριστιανισμού των Σλάβων της Δύσεως. Σε αυτήν την αντιδικία μπλέκονται οι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί.

Αρχικά ο Κωνσταντίνος αναπτύσσει ιεραποστολικό έργο μεταξύ της Τουρκικής φυλής των Χαζάρων. Η μεγάλη όμως ευκαιρία δίνεται το καλοκαίρι του 862 μ.Χ., όταν φθάνει στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία του ηγεμόνος των Μοραβών Ραστισλάβου, που το έθνος του κατοικούσε από τη Βοημία μέχρι τα Καρπάθια και το Δούναβη. Ο Ραστισλάβος ζητά από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ έναν Επίσκοπο και δάσκαλο, για να τους διδάξει στη γλώσσα τους την αληθινή πίστη και να προσέλθουν και άλλοι στον Χριστό. Είχαν βαπτισθεί πολλοί, αλλά και οι βαπτισμένοι από τους Λατίνους ιεραποστόλους αγνοούσαν τον Χριστιανισμό, όσο και οι αβάπτιστοι, αφού οι Λατίνοι, συνεπείς στην παράδοσή τους, τους επέβαλαν την γνώση του Ευαγγελίου στα λατινικά και την λατρεία πάλι στα λατινικά, δηλαδή σε μία γλώσσα που αγνοούσαν.

Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ προσκαλεί τον φιλόσοφο Κωνσταντίνο να αναλάβει αυτήν την αποστολή προς τους Μοραβούς. Το έργο το δέχεται ο Κωνσταντίνος υπό την προϋπόθεση της δημιουργίας γραφής στη γλώσσα των Μοραβών. Μετά από μελέτες φτιάχνει το λεγόμενο γλαγολιτικό (όχι το κυριλλικό) αλφάβητο και αρχίζει την μετάφραση του Ευαγγελίου και της Βυζαντινής Λειτουργίας, καθώς και άλλων βιβλίων.

Την άνοιξη του 863 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος παίρνει τον αδελφό του Μιχαήλ, που είχε γίνει μοναχός με το όνομα Μεθόδιος, και φθάνει στην αυλή του Ραστισλάβου. Η εργασία τους διαρκεί τρία χρόνια. Έκαναν σπουδαίες μεταφράσεις, εισήγαγαν την βυζαντινή παράδοση της Μεγάλης Εκκλησίας στη Μοραβία. Άνοιξαν τους πολιτιστικούς ορίζοντες του ευαγγελιζόμενου λαού. Έγιναν οι πραγματικοί φωτιστές του. Με αφετηρία την αρχή ότι κάθε λαός έχει το δικαίωμα να λατρεύει τον Θεό στη μητρική του γλώσσα, οι άγιοι αδελφοί συγκρότησαν γραπτή σλαβική γλώσσα, μετέφρασαν τα λειτουργικά βιβλία στη γλώσσα αυτή, καθιέρωσαν την σλαβική ως λειτουργική γλώσσα, έγραψαν και πρωτότυπα έργα και κατέστησαν διδάσκαλοι δεκάδων μαθητών για την επάνδρωση της τοπικής Εκκλησίας με διακόνους και πρεσβυτέρους, άριστους γνώστες της λειτουργικής παλαιοσλαβικής γλώσσας.

Η διείσδυση όμως αυτή ενόχλησε τους Φράγκους και τη Ρώμη που άρχισαν να υποσκάπτουν αδιάκοπα την ιεραποστολική εργασία τους.

Η θέση η δική τους, καθώς και των συνεργατών τους μοναχών, έγινε δύσκολη, όταν στην Πόλη την εξουσία κατέλαβε ο Βασίλειος ο Β’, που ξαναέφερε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ως Πατριάρχη τον Ιγνάτιο και επανασύνδεσε το Βυζάντιο με την Εκκλησία της Ρώμης. Το 866 μ.Χ. και οι Βούλγαροι είχαν συνδεθεί με την Ρώμη. Έτσι η ιερποστολή απομονώθηκε από τις ρίζες της και αναγκάσθηκε να έλθει σε συνδιαλλαγή με τους Λατίνους.

Στις αρχές του 868 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος φθάνουν στη Ρώμη κομίζοντας τα ιερά λείψανα του ιεραποστόλου Κλήμεντος, που είχε μαρτυρήσει στη χώρα των Χαζάρων. Προσπαθούν να τακτοποιήσουν τις διαφορές τους με τους Λατίνους ιεραποστόλους ενώπιον του Πάπα Ανδριανού Β’. Η μόρφωση και η ευσέβεια των δύο αδελφών κατέπληξε τους Ρωμαίους κληρικούς. Ο Πάπας αναγνώρισε το έργο τους πανηγυρικά, αλλά επεδίωξε να το αποσυνδέσει από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και να το προσεταιρισθεί. Ο Πάπας Ανδριανός παρέλαβε από τους ιεραποστόλους τα σλαβικά βιβλία, τα ευλόγησε, τα απέθεσε στο ναό της Αγίας Μαρίας, τον αποκαλούμενο Φάτνη και τέλεσε με αυτά την Θεία Λειτουργία. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο Πάπας απέθεσε τα σλαβικά βιβλία στην Αγία Τράπεζα και τα πρόσφερε ως αφιέρωμα στο Θεό. Έδωσε μάλιστα εντολή σε δύο Επισκόπους, τον Φορμόζο και τον Γκόντριχον, να προχωρήσουν στη χειροτονία των μαθητών του Αγίου Κυρίλλου και Μεθοδίου, των μελλοντικών κληρικών των Σλάβων στη μητρική τους γλώσσα. Και μετά ταύτα δόθηκε η άδεια σε αυτούς, τους νεοχειροτόνητους κληρικούς, να τελέσουν τη θεία λειτουργία σλαβιστί στους ναούς του Αγίου Πέτρου, της Αγίας Πετρωνίλλας και του Αγίου Ανδρέου.

Ο Πάπας καταδίκασε ακόμη τους πιστούς που αντιδρούσαν στην λειτουργική χρήση της σλαβικής γλώσσας και τους αποκάλεσε Πιλατιανούς και Τριγλωσσίτες. Μάλιστα υποχρέωσε έναν Επίσκοπο, που υπήρξε οπαδός του Τριγλωσσισμού, να χειροτονήσει τρεις ιερείς και δύο αναγνώστες από τους Σλάβους μαθητές των δύο Αγίων αδελφών.

Και το επιστέγασμα της λειτουργικής πανδαισίας σλαβιστί συνδέθηκε με τον Απόστολο των εθνών Παύλο. Οι Σλάβοι μαθητές κληρικοί λειτουργούσαν την νύχτα πάνω στον τάφο του μεγάλου διδασκάλου των εθνικών, του Παύλου. Και μάλιστα είχαν ως συλλειτουργούς τους τον Επίσκοπο Αρσένιο, δηλαδή έναν από τους επτά επισκόπους συμβούλους του Πάπα, και τον Αναστάσιο τον Βιβλιοθηκάριο. Η πράξη αυτή δεν ήταν τυχαία. Είχε συμβολικό χαρακτήρα. Συνέδεε και παραλλήλιζε το έργο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου με τους ιεραποστολικούς άθλους του Παύλου. Σημειωτέον ότι ο ναός του Αποστόλου Παύλου βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλεως. Και συνεπώς η μετάβαση και η τέλεση Λειτουργίας σε αυτόν σλαβιστί και μάλιστα επάνω στον τάφο του Αποστόλου δεν αποτελούσε πράξη ρουτίνας, που απέβλεπε απλώς στην τέλεση ορισμένων λειτουργιών στη σλαβική γλώσσα. Ήταν η πανηγυρική έγκριση της σλαβικής ως λειτουργικής γλώσσας από τον Απόστολο των εθνών και της ακροβυστίας.

Στο διάστημα της παραμονής τους στη Ρώμη, ο Κωνσταντίνος αρρωσταίνει βαριά. Προαισθάνεται το τέλος του και ζητά να πεθάνει ως μοναχός. Κείρεται μοναχός και ονομάζεται Κύριλλος. Στις 4 Φεβρουαρίου του 869 μ.Χ. ο πύρινος ιεραπόστολος, που άναψε την φωτιά της πίστεως και του πολιτισμού στο σλαβικό κόσμο, κοιμήθηκε με ειρήνη. Ο Μεθόδιος θέλει να μεταφέρει το σκήνωμά του στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο Πάπας Ανδριανός δεν το επιτρέπει και τον θάβει στο ναό του Αγίου Κλήμεντος, όπου μέχρι και σήμερα δείχνεται ο τάφος του.

Στη συνέχεια, ο Μεθόδιος χειροτονείται από τον Πάπα Αρχιεπίσκοπος Σιρμίου, για να εγκατασταθεί στην Παννονία. Η Ρώμη επιδέξια οικειοποιείται το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

Η ζωή όμως του Μεθοδίου, ως Αρχιεπισκόπου, περιπλέκεται στους ανταγωνισμούς των Λατίνων και των Φράγκων Επισκόπων, στις δολοπλοκίες των ηγεμόνων και των αρχόντων και γίνεται μαρτυρική. Τον φυλακίζουν δυόμιση χρόνια σε μοναστήρι του Μέλανος Δρυμού και μόλις το 873 μ.Χ. ο Πάπας Ιωάννης Η’ τον ελευθερώνει και τον αποκαθιστά. Η λατρεία όμως στα σλαβονικά απαγορεύεται και μόνο το κήρυγμα επιτρέπεται. Το 885 μ.Χ., στη Μοραβία, ο Μεθόδιος παραδίδει το πνεύμα του μέσα σε ένα κλίμα αντιδράσεων και ραδιουργιών. Είχε όμως προετοιμάσει διακόσιους νέους ιεραποστόλους. Αυτοί ξεχύθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη, διέδωσαν και στερέωσαν την Ορθοδοξία στα σλαβικά Έθνη. Ήταν τέτοια δε η δύναμη και το ρίζωμα του έργου τους, ώστε ούτε η λαίλαπα της Ουνίας κατόρθωσε να εξανεμίσει το θεολογικό και πολιτισμικό έργο των δύο Ισαποστόλων αδελφών, του Κυρίλλου και του Μεθοδίου.

Κατά την εξόδιο ακολουθία του Αγίου Μεθοδίου αναρίθμητος λαός, αφού συγκεντρώθηκε, τον συνόδευσε με λαμπάδες και θρήνησε τον αγαθό διδάσκαλο και ποιμένα. Άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, ελεύθεροι και δούλοι, χήρες και ορφανά, ξένοι και ντόπιοι, ασθενείς και υγιείς, όλοι τον συνόδευσαν, γιατί έδινε τα πάντα σε όλους, για να τους κερδίσει.

Η ιεραποστολική πορεία τους, παρά τα τόσα θρησκευτικά και πολιτιστικά επιτεύγματά της για ολόκληρο το Βορρά, δεν μας είναι γνωστή από τους Βυζαντινούς. Αν και εργάσθηκαν όσο λίγοι για την δόξα της Ορθοδοξίας, άργησαν οι Ελληνόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες να τους περιλάβουν στον κατάλογο των εκλεκτών του Θεού Αγίων. Τη ζωή και τη δράση τους τη μαθαίνουμε από σλαβικές και λατινικές πηγές και από δύο παλαιοσλαβονικές βιογραφίες.

Οι δύο Άγιοι ανεδείχθησαν άξιοι μιμητές του Αποστόλου Παύλου σε πολλούς τομείς του βίου και της δράσεώς τους. Καταρχάς εντάσσονται μέσα στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Και μετά την έλευση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στη γη η Θεία Οικονομία εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο με τη φράση του Αποστόλου Παύλου «ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», την οποία επαναλαμβάνει ο βιογράφος του Αγίου Μεθοδίου, τον οποίο ο Θεός ανέστησε ως διδάσκαλο στους καιρούς του χάριν του Σλαβικού γένους, για το οποίο ποτέ κανείς ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί.

Ο Άγιος Μεθόδιος μιμήθηκε τον Απόστολο Παύλο στην περιφρόνηση των κινδύνων, ιδίως στα ταξίδια και τις περιπλανήσεις του. Γι’ αυτό και ο βιογράφος του σημειώνει ότι σε όλα τα ταξίδια του ο Μεθόδιος περιέπεσε σε πολλούς κινδύνους, που προκλήθηκαν από τον κακό εχθρό (το διάβολο). Κινδύνευσε στις ερήμους από τους ληστές, στη θάλασσα από τρικυμίες, στα ποτάμια από θανάσιμους κινδύνους και έτσι εκπληρώθηκε σε αυτόν ο λόγος του Αποστόλου: «Κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις, εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψη» και σε όλα τα παθήματα, τα μνημονευόμενα από τον Απόστολο. Και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι στο σχόλιο αυτό δεν υπάρχει κάτι το υπερβολικό, αν αναλογισθούμε τα ταξίδια του στην Κριμαία, τη Χαζαρία και τη χώρα των Φούλλων, τη ματάβασή του στη Μοραβία, το ταξίδι στη Ρώμη μέσω Παννονίας και Βενετίας, την επιστροφή στην Παννονία και τη Μοραβία, τη σύλληψή του από τους Φράγκους, τη δίκη και καταδίκη του, τη φυλάκισή του επί δυόμισι έτη, την απελευθέρωσή του, τις συκοφαντίες σε βάρος του, τη μετάβασή του στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη.

Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.

Τῶν Ἀποστόλων εἰσδεξάμενοι τὴν ἔλλαμψιν, τῶν Σλάβων ὤφθητε φωστῆρες καὶ διδάσκαλοι, τὸν τῆς χάριτος κηρύξαντες πάσι λόγον. Ἀλλὰ ὢ Κύριλλε παμμάκαρ καὶ Μεθόδιε πάσης βλάβης ἐκλυτρώσασθε καὶ θλίψεως τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις ζεῦγος μακάριον.

saint.gr – vatopaidi

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ανεκτίμητος θησαυρός-Τα αρχαία ελληνικά χειρόγραφα του Αγίου Όρους!

Συγγραφέας: kantonopou στις 11 Απριλίου 2013

xeirografaagiouorousL

Σε μια εποχή που η τυπογραφία άνηκε ακόμη στο μακρινό μέλλον, τα χειρόγραφα αποτελούσαν το μοναδικό τρόπο για να διασωθούν οι αρχαίες γνώσειςστο διηνεκές.

Στο Μεσαίωνα, ορισμένα μοναστήρια λειτούργησαν και ως «κιβωτοί γνώσεων» διαφυλάσσοντας τα αρχαία κείμενα με τη μορφή χειρογράφων.

Τα χειρόγραφα αυτά αντιγράφονταν από μοναχούς μέσα στο ημίφως των μοναστηριακών εργαστηρίων, στα περίφημα καλλιγραφεία. Τα περισσότερα αρχαιοελληνικά κείμενα που διασώθηκαν ως τις μέρες μας, είναι αποτέλεσμα των ακατάπαυστων αντιγραφών, που γίνονταν σ’ αυτά τα εργαστήρια από ορισμένους γενναίους μοναχούς.

Μοναχούς που έβαζαν σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή τους προκειμένου να διαφυλάξουν τις αρχαίες γνώσεις, που για κάποιους φανατικούς χριστιανούς θεωρούνταν «αιρετικές». Κι όμως, αυτές οι «αιρετικές» γνώσεις ήταν εκείνες που οδήγησαν στην αναγέννηση του Δυτικού πολιτισμού…

Ακόμη και στα χρόνια του Μεσαίωνα, σε μια εποχή που κυριαρχούσε η αγραμματοσύνη, οι αγιορείτες μοναχοί έδιναν έμφαση στο γραπτό λόγο, θεωρώντας ότι συμβάλει στην πνευματική αναβάθμιση των ανθρώπων. Γι’ αυτό και έγραφαν, αντέγραφαν και διαφύλατταν χιλιάδες χειρόγραφα, όχι μόνο θεολογικού ή λειτουργικού χαρακτήρα, αλλά και «κοσμικών γνώσεων», οι οποίες κληροδοτήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες σοφούς.

Τα χειρόγραφα αυτά, πέρα από το περιεχόμενο τους, ήταν και διακοσμημένα με καλλιγραφίες, πράγμα που τα καθιστούσε αληθινά μνημεία τέχνης. Παρά τις καταστροφές και τις αφαιμάξεις που υπέστησαν, οι βιβλιοθήκες των μοναστηριών του Άθω κρύβουν έναν πραγματικό θησαυρό αρχαιοελληνικών γνώσεων. Σήμερα, στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους φυλάσσονται περίπου 20.000 πολύτιμα χειρόγραφα, που περιμένουν υπομονετικά τους ειδικούς για να τα μελετήσουν…

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΙ-ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ

Η χερσόνησος του Άθω άρχισε να αναδύεται ως μοναστικό κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προς τα τέλη του 10ου μ.Χ. αιώνα, όταν κατέφθασε εκεί κρυφά ο μοναχός Αθανάσιος, ο οποίος ίδρυσε στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου τη μονή Μεγίστης Λαύρας(963μ.Χ.). Ο Αθανάσιος, ο ιδρυτής του αγιορείτικου κοινοβιακού μοναχισμού, ήταν προσωπικός φίλος του Ιωάννη Τσιμισκή καθώς και διακεκριμένος καλλιγράφος και ταχυγράφος.

Επέλεξε τη χερσόνησο του Άθω ως τόπο μοναστικής ζωής εξ αιτίας της απαράμιλλης φυσικής της ομορφιάς, της φυσικής της προστασίας από τις εχθρικές επιδρομές, του γεγονότος ότι ήταν ουσιαστικά ακατοίκητη από ανθρώπους, καθώς και εξ’ αιτίας της γεωγραφικής της εγγύτητας με τη συμβασιλεύουσα πόλη της αυτοκρατορίας, τη Θεσσαλονίκη. Εξαιτίας αυτών των πλεονεκτημάτων ο Άθως εξελίχθηκε σύντομα στο σημαντικότερο μοναστηριακό κέντρο του ορθόδοξου χριστιανισμού, με πολυάριθμα μοναστήρια και χιλιάδες μοναχούς.

Ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης ήταν ένας άνθρωπος ασκητικός, που όμως αγαπούσε υπερβολικά τα βιβλία. Όταν από την Κωνσταντινούπολη κατέφθασε στον Άθω, εκτός από το καλογερικό του κουκούλι κουβάλησε μαζί του και δύο βιβλία. Αυτή η αγάπη του για τα βιβλία τον οδήγησε να ιδρύσει στην νεοσύστατη ακόμη Μεγίστη Λαύρα ένα εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων (Scriptorium) και μια οργανωμένη βιβλιοθήκη. Όρισε μάλιστα υπεύθυνο για το εργαστήριο τον πρωτοκαλλίγραφο Ιωάννη και βιβλιοφύλακα τον μοναχό Μιχαήλ.

Το παράδειγμα του μιμήθηκαν και οι κτήτορες των άλλων μοναστηριών (Βατοπαιδίου 985μ.Χ. και Ιβήρων 980μ.χ.), που φρόντισαν προσωπικά για την παραγωγή, την αντιγραφή και τη διαφύλαξη βιβλίων, με περιεχόμενο όχι μόνον θεολογικό και λειτουργικό αλλά και «κοσμικών γνώσεων», δηλαδή φιλοσοφικό, ιατρικό, νομικό, μουσικό κι εκπαιδευτικό.

Πολλοί μοναχοί έμειναν γνωστοί και ως γραφείς χειρόγραφων κωδίκων με πλούσια δράση και παραγωγή (Αθανάσιος ο Αθωνίτης, Ιωάννης Λαυριώτης, Ευθύμιος ο Ιβηρ, Διονύσιος Στουδίτης, Νείλος ο Μυροβλήτης, Ιωάννης ο Κουκουζέλης κ.α.). Συνολικά μνημονεύονται πάνω από 40 επώνυμοι βυζαντινοί καλλίγραφοι-μοναχοί, που συνέγραψαν χειρόγραφα στις αγιορείτικες μονές.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΚΑΙ SCRIPTORIUM

Το σίγουρο είναι πως οι μοναχοί του Αγίου Όρους δεν περιφρονούσαν τα βιβλία. Μόλις ιδρύονταν ένα μοναστήρι μια από τις πρώτες ενέργειες των κτητόρων του ήταν η δημιουργία μιας βιβλιοθήκης, που αποσκοπούσε στην κάλυψη των πνευματικών αναγκών των μοναχών και πρωτίστως στην κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της μοναστικής αδελφότητας. Ο ηγούμενος όριζε πάντα έναν βιβλιοθηκάριο, υπεύθυνο για τη διαφύλαξη και συντήρηση των χειρογράφων.

Μια βιβλιοθήκη άρχιζε πάντα την πορεία της μ’ ένα πυρήνα βιβλίων, που αφιέρωνε σε αυτήν ο ιδρυτής της. Ως χώρος για τη διαφύλαξη των πολύτιμων χειρογράφων επιλέγονταν κατά παράδοση το υπερώο, πάνω από τον εξωνάρθηκα του καθολικού (π.χ. στη Μονή Εσφιγμένου). Σε άλλες ωστόσο περιπτώσεις, όταν ο χώρος του υπερώου δεν επαρκούσε, χρησιμοποιούνταν και ορισμένα απομονωμένα και πυρασφαλή κτίσματα, όπως στην περίπτωση της Μεγίστης Λαύρας.

Προτού ωστόσο τα χειρόγραφα τοποθετηθούν στη βιβλιοθήκη σημειώνονταν συνήθως πάνω τους η χαρακτηριστική κτητορική επιγραφή, που καταριόταν τον επίδοξο καταστροφέα τους: «Αυτή η βίβλος υπάρχει της θειας και ιεράς μονής… και όποιος την αφαιρέση να έχει τας άρας των τριακοσίων δέκα οκτώ…». Για προστατευτικούς πάλι λόγους, γράφτηκαν ανά τους αιώνες πάνω στα ίδια βιβλία, απαγορευτικές φράσεις όπως: «Μηδείς τεμνέτω τα φύλλα..» ή «Μηδείς αποξενώση την Βίβλο ταύτην…».

Μια βιβλιοθήκη φιλοδοξούσε πάντα να περιλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις, όχι μόνον θεολογικού αλλά και κοσμικού περιεχομένου. Βασικές πηγές εμπλουτισμού μιας μοναστηριακής βιβλιοθήκης υπήρξαν η παραγωγή χειρογράφων στο ίδιο το μοναστήρι, η αγορά και η παραγγελία βιβλίων για την κάλυψη μιας συγκεκριμένης ανάγκης ή έλλειψης και βεβαίως οι μεγάλες και εντυπωσιακές δωρεές αυτοκρατόρων, ηγεμόνων, πατριαρχών, αρχιερέων, μοναχών αλλά και ιδιωτών, που χάριζαν τις προσωπικές τους συλλογές (τον 16ο αιώνα ο καθηγητής της πατριαρχικής σχολής Θεοφάνης Ε. Νοταράς, χάρισε όλα του τα βιβλία στην Ι. Μ. Ιβήρων).

Κατά κανόνα κάθε μοναστήρι κληρονομούσε και την προσωπική βιβλιοθήκη των μοναχών του. Ωστόσο, αρκετά χειρόγραφα προέρχονταν από παραγγελίες. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο σημείωμα για ένα χειρόγραφο, που παραγγέλθηκε με έξοδα μιας μονής: «Το παρόν Ωρολόγιον εγράφη παρά του οικτρού και αμαρτωλού Κύριλλου του Ναυπάκτιου δια συνδρομής και εξόδου της σεβάσμιας μονής…».

Στις περισσότερες μονές του Αγίου Όρους υπήρχαν λοιπόν συγκροτημένες συλλογές χειρογράφων και λειτουργούσαν βιβλιογραφικά εργαστήρια, όπου οι μοναχοί-γραφείς αντέγραφαν τα πρωτότυπα όχι αυθαίρετα αλλά βάσει αυστηρών κανόνων, που τους ακολουθούσαν πιστά. Τα ελληνικά χειρόγραφα γράφονταν μέχρι τον 9ο αιώνα σε μεγαλογράμματη γραφή, δηλαδή με κεφαλαία. Από τον 9ο αιώνα όμως και μετά επικρατεί σταδιακά η μικρογράμματη γραφή και όλα τα χειρόγραφα των προηγούμενων εποχών «μεταχαρακτηρίζονται» κατά τη διάρκεια της αντιγραφής τους.

Από την ίδρυση των πρώτων Scriptorium στις μονές υπήρχε μια σχετικά αξιόλογη παραγωγή χειρογράφων, ενώ η ακμή της βιβλιογραφικής δραστηριότητας εντοπίζεται τον 14ο και τον 15ο αιώνα. Η παραγωγή χειρογράφων συνεχίστηκε και μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας (άλλωστε το πρώτο τυπογραφείο στον ελλαδικό χώρο λειτούργησε το 1759 στη Μεγίστη Λαύρα) φθάνοντας στο σημείο να μιλάμε τον 17ο αιώνα για πραγματική άνθηση, με την εμφάνιση μιας ιδιότυπης μορφής γραφής, την «Ξηροποτάμινην γραφήν» ,που είναι γνωστή και ως «αγιορείτικη».

Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ

Τα χειρόγραφα, που βρίσκονται σήμερα στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους υπολογίζονται επίσημα στις 15.000 ή, σύμφωνα με άλλους υπολογισμούς ξεπερνούν τις 20.000. Αυτά μπορούν να ταξινομηθούν με κριτήρια μορφολογικά, γλωσσολογικά αλλά κυρίως με βάση το περιεχόμενο τους. Με βάσει τη μορφή τους τα χειρόγραφα διακρίνονται σε ειλητάρια ή κοντάκια (ονομάζονται έτσι επειδή τυλίγονται γύρω από κοντό ξύλο) και σε κώδικες (βιβλία) διαφόρων σχημάτων.

Πρέπει να σημειωθεί πως από τον 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα, τα βιβλία με δεμένες σελίδες (κώδιξ, λατινικά codex) άρχισαν να αντικαθιστούν τον παραδοσιακό κύλινδρο από πάπυρο. Ήταν μια ανθεκτική και εύκολη στη χρήση γραφική ύλη, τόσο για το κείμενο όσο και για την εικονογράφηση τους. Σύντομα οι κώδικες έγιναν η κυρίαρχη μορφή των χειρογράφων.

Οι περισσότεροι κώδικες έχουν καλλιτεχνικές βιβλιοδεσίες και διακοσμημένα καλύμματα με βαρύτιμα επιθήματα, σκαλιστά μέταλλα και ημιπολύτιμους λίθους. Όσον αφορά το βιβλιακό υλικό με το οποίο είναι κατασκευασμένα διακρίνονται σε περγαμηνά (από δέρμα ζώου), χαρτώα και βομβύκινα (από βαμβάκι).

Από γλωσσική άποψη χωρίζονται σε ελληνικά (90% επί του συνόλου) και ξενόγλωσσα. Τα ξενόγλωσσα, που αποτελούν περίπου το ένα δέκατο, περιλαμβάνουν σλάβικα, λατινικά, ρουμάνικα και γεωργιανά χειρόγραφα, και χρησιμοποιούνταν από τους ξενόγλωσσους ορθόδοξους μοναχούς που παροικούν στο Άγιον Όρος κατά την τελευταία χιλιετηρίδα. Τα περισσότερα από αυτά δεν είναι παρά μεταφράσεις από τα ελληνικά θεολογικών και λειτουργικών κειμένων.

Τέλος, όσον αφορά την αρχαιότητα τους, το αρχαιότερο χειρόγραφο του Αγίου Όρους είναι ένα περγαμηνό σπάραγμα λατινικής γραφής του 4ου μ.Χ. αιώνα και οκτώ φύλλα του Ευθαλιανού Κώδικα (6ος μ.Χ. αιώνας), με αποσπάσματα από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου προς Γαλάτες και Κορινθίους.

ta-arxaia-ellhnika-xeirografa-tou-agiou-orous-2

ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Σχετικά με το περιεχόμενο τους, τα αγιορείτικα χειρόγραφα διακρίνονται σε αυτά που διασώζουν κείμενα αρχαίων κλασσικών συγγραφέων ή γενικότερα κοσμικών γνώσεων π.χ. αστρολογίας, βοτανικής, γεωγραφίας, ιατρικά, νομικά –και σε εκείνα που περιέχουν κείμενα χριστιανικού και λειτουργικού περιεχομένου.

Τα δεύτερα αποτελούν φυσικά και τη συντριπτική πλειοψηφία, επειδή όχι μόνον χρησιμοποιούνταν συχνά από τους μοναχούς αλλά κυρίως γιατί το βυζάντιο ήταν θεοκρατικής δομής. Πέρα από αυτό όμως, οποιοδήποτε είδος κοσμικής γνώσης, θεωρούνταν από τους μοναχούς δευτερευούσης σημασίας σε σχέση με τη θεολογία.

Παρόλα αυτά όμως υπήρχαν και μοναχοί, που με θάρρος και αποφασιστικότητα διακινδύνευαν ακόμη και τη ζωή τους προκειμένου να διαφυλάξουν τις αρχαίες γνώσεις και σ’ αυτούς ίσως οφείλεται ως ένα σημείο και η αναγέννηση της Δύσης από το μεσαιωνικό σκοταδισμό. Έτσι, αν σήμερα μπορούμε ν’ απολαύσουμε Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Όμηρο, Θουκυδίδη κι ένα σωρό άλλους αρχαίους συγγραφείς, ίσως να το χρωστάμε σε μια χούφτα μοναχών, που στο ημίφως των εργαστηρίων τους αφιέρωναν ατέλειωτες ώρες στην αντιγραφή των αρχαιοελληνικών χειρογράφων…

Δυστυχώς δε διαθέτουμε έγκυρα στοιχεία για τον ακριβή αριθμό των αρχαιοελληνικών χειρογράφων, που βρίσκονται σήμερα στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του ΆΘωνα. Ενδεικτικά πρέπει να σώζονται γύρω στα 600 έργα κλασικών συγγραφέων. Ο αριθμός αυτός δεν πρέπει να θεωρείται μικρός, καθώς σ’ αυτά ακριβώς τα χειρόγραφα εστιάζονταν πάντα οι Ευρωπαίοι «προσκυνητές» που έκλεβαν ή αγόραζαν τους κώδικες για να εμπλουτίσουν τις Δυτικές βιβλιοθήκες. Ωστόσο, παρά τις σημαντικές κλοπές και αφαιμάξεις, στις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους συνεχίζουν ως σήμερα να υπάρχουν πολλοί και αξιόλογοι αρχαιοελληνικοί κώδικες.

Πιο παλιός και πιο σημαντικός απ’ όλους είναι η περίφημη Βοτανική του Διοσκουρίδου (Ω75), ένας κώδικας ηλικίας 1000 ετών, προσωπικό δώρο του Νικηφόρου Φωκά στον Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Το βιβλίο, που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της Μεγίστης Λαύρας (ο υπογράφων είχε τη μοναδική και συγκινητική ευκαιρία να το ξεφυλλίσει προσωπικά…), θεωρείται ιδανικό για την παρασκευή φαρμάκων από βότανα. Η Βοτανική του Διοσκουρίδη περιέχει αρκετές πληροφορίες ιατρικής και φαρμακολογίας και πολυάριθμες μικρογραφίες, κυρίως ολοσέλιδες εικονογραφήσεις φυτών με αλφαβητική σειρά καθώς και εικόνες φιδιών, εντόμων, ζώων και πτηνών.

Άλλοι σημαντικοί αρχαίοι έλληνες συγγραφείς, χειρόγραφα των οποίων διασώζονται ακόμη στο Άγιον Όρος, είναι ο Επίκτητος, ο Ερμογένης και ο Ευκλείδης στην μονή Εσφιγμένου, ο Ευριπίδης, ο Αισχύλος, ο Θεόκριτος, ο Σοφοκλής και ο Πίνδαρος στην Ιβήρων. Από αυτά που ξεχωρίζουν είναι και το φημισμένο χειρόγραφο των γεωγράφων Πτολεμαίου και Στράβωνα (αριθμός 655, του 13ου αιώνα), που βρίσκεται στο Βατοπαίδι.

Εκτός από τη Βοτανική του Διοσκουρίδη στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας σώζονται δύο χειρόγραφα του Θουκυδίδη και οι Βίοι Παράλληλοι του Πλούταρχου. Επίσης στην τελευταία σώζονται το μοναδικό νομικό χειρόγραφο με τις Νεαρές των Κομνηνών(13ος αι. Θ65), ένα σπάνιο ιατρικό χειρόγραφο του Αέτιου Αμηδινού, προσωπικού ιατρού του Ιουστινιανού, καθώς και χειρόγραφα του Γαληνού. Όπως προαναφέραμε, ο αριθμός των χειρογράφων των κλασσικών συγγραφέων θα πρέπει να θεωρείται μεγάλος, αν λάβουμε υπόψιν μας πως αυτά ακριβώς τα έργα ήταν ο κύριος στόχος των Ευρωπαίων «προσκυνητών» κατά τις αφαιμάξεις των μοναστηριακών βιβλιοθηκών.

ΚΛΟΠΕΣ ΚΑΙ ΑΦΑΙΜΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ «ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ»

Οι μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Άθωνα είχαν μεγάλη φήμη και ασκούσαν πάντα μεγάλη γοητεία στο λόγιο και βιβλιόφιλο κοινό της Δύσης, το οποίο εκφράζονταν με θαυμασμό για τις «εξαιρετικές βιβλιοθήκες… που βρίσκονται στο Όρος Άθως» (celebratisimas bibliotecas… qui in Ato Montesunt).

Τα πανεπιστήμια, οι ευγενείς, οι λόγιοι αλλά και οι τυπογράφοι της Δύσης, ανακαλύπτοντας τη δύναμη και τη γοητεία της αρχαιοελληνικής σκέψης, επιθυμούσαν διακαώς να αποκτήσουν και να μελετήσουν αρχαιοελληνικούς κώδικες, που για τους μοναχούς του Άθωνα θεωρούνταν συνήθως… δευτερευούσης σημασίας σε σχέση με τα λειτουργικά και θεολογικά κείμενα. Έτσι, με την πρωτοβουλία φιλότεχνων, ως επί το πλείστον, Ηγεμόνων οργανώθηκαν ολόκληρες αποστολές προς τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, που είχαν ως επίκεντρο τους την αγορά κωδίκων με έργα αρχαίων ελλήνων συγγραφέων.

Στοχεύοντας σχεδόν αποκλειστικά στους αρχαιοελληνικούς κώδικες, οι Δυτικοί «συλλέκτες χειρογράφων» αφαίμαξαν σημαντικές ποσότητες κωδίκων, με αποτέλεσμα σήμερα να διασώζονται λιγότερα από 1000 χειρόγραφα κοσμικών γνώσεων στο Άγιον Όρος. Ωστόσο, χάρη σε αυτές τις αφαιμάξεις επιχειρήθηκαν και οι πρώτες τυπογραφικές εκδόσεις του 16ου,17ου και 18ου αιώνα, με κυριότερη εκείνη των Απάντων του Πλάτωνα από τον τυπογράφο Μανούτιο Αλδο (Βενετία 1513).

Εύκολα γίνεται κατανοητό τo πόσο βοήθησαν αυτού του είδους οι εκδόσεις στην Αναγέννηση της Δύσης, εφόσον όλα αυτά τα έργα έγιναν αντικείμενα προσεκτικής μελέτης από τους ιστορικούς, φιλόλογους και θεολόγους της Εσπερίας. Αυτή η αναβίωση του κλασικού πνεύματος πυροδότησε μια αλυσιδωτή αντίδραση αφυπνίσεων, που τελικά οδήγησε στη σταδιακή απελευθέρωση της Ευρώπης από τα δεσμά των προκαταλήψεων και της άγνοιας.

Σύμφωνα μάλιστα με τον ιερομόναχο Νικόδημο τον Λαυριώτη (Μεγίστη Λαύρα), υπεύθυνο για τη μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων του Αγίου Όρους: «Οι διαρροές των χειρογράφων από τις αγιορείτικες βιβλιοθήκες βοήθησαν στο να απαλλαγεί η Δύση από τον σκοταδισμό της παπικής αλαζονείας».

Ας κάνουμε ωστόσο μια μικρή παρένθεση σχετικά με τις σημαντικότερες περιπτώσεις αφαιμάξεων και απωλειών χειρογράφων από τις αγιορείτικες βιβλιοθήκες. Χάρη σ’ ένα ταξίδι, που απέβη ιδιαίτερο καρποφόρο, ο έλληνας λόγιος Ιανός Λάσκαρης(1445-1534) επισκέφτηκε το 1491-1492 τον Άθωνα και για λογαριασμό του ηγεμόνος της Φλωρεντίας Λαυρέντιου Μεδίκου, αφαίρεσε 200 περίπου ελληνικά χειρόγραφα, από τα οποία 80 περιείχαν έργα άγνωστα την εποχή εκείνη στη Δύση, μεταξύ των οποίων έργα του Γαληνού, του Θεόκριτου, του Αριστοτέλη, του Πτολεμαίου, του Καλλίμαχου…

Ο Kερκυραίος λόγιος Nικόλαος Σοφιανός ανάμεσα στα χρόνια 1540-1544 αντέγραψε και συνέλεξε στο Άγιον Όρος περίπου 300 χειρόγραφα για λογαριασμό του Hurtado de Mentoza, του βιβλιόφιλου πρέσβη του Kαρόλου E’ στη Bενετία. Στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα ο Aθανάσιος ο Ρήτωρ, ο οποίος προσχώρησε στον καθολικισμό, κατ’ εντολή του καρδινάλιου Μαζαρίνου μετέφερε στη Γαλλία 109 χειρόγραφα, από τα οποία 74 προέρχονταν από τη Μεγίστη Λαύρα και σήμερα βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων.

Επίσης ο Mηνάς Mινωΐδης στα 1840-1855, κατ’ εντολή του γαλλικού Υπουργείου Παιδείας μετέφερε κι αυτός στη Γαλλία πολλά ελληνικά χειρόγραφα, τόσο από άλλες Μονές (π.χ. από τη Ι. Μ.Tιμίου Προδρόμου Σερρών), αλλά κυρίως από τις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Άγίου Όρους.

Το 1516 ο Μάξιμος Γραικός (Μιχαήλ Τριβώλης), ο περίφημος «φωτιστής των Ρώσων», μετέφερε στη Ρωσία δεκάδες κώδικες για να τον βοηθήσουν στο μεταφραστικό του έργο. Το 1654,ο Ρώσος μοναχός Αρσένιος Σουχάνωφ, ενεργώντας με εντολή του Τσάρου Αλέξιου και του Πατριάρχη της Μόσχας Νίκωνος, μετέφερε στην «3η Ρώμη» πάνω από 500 αγιορείτικα χειρόγραφα! Συγκεκριμένα απογύμνωσε πολλές μονές από αξιόλογα χειρόγραφα, πολλά από τα οποία περιείχαν κλασικά κείμενα.

Τέλος,ο γνωστός Ρώσος επιστήμονας Πορφύριος Oυσπένσκυ, αρχιμανδρίτης και κατόπιν αρχιεπίσκοπος Kιέβου, περιήλθε τις Mονές του Σινά, των Mετεώρων και του Αγίου Όρους και δεν δίστασε να αφαιρέσει από αυτές όσα χειρόγραφα ή και μεμονωμένα ακόμη φύλλα του φαίνονταν να έχουν κάποια αξία. Το μόνο θετικό πάντως απ’ όλες αυτές τις αφαιμάξεις είναι ότι φωτίστηκε από την ελληνική γνώση, τόσο η παπική Δύση, όσο και οι σλαβικοί λαοί του βορρά.

ta-arxaia-ellhnika-xeirografa-tou-agiou-orous-3

Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Σήμερα στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους σώζονται 16.000-20.000 χειρόγραφα! Αυτή η ποσότητα θεωρείται ότι αποτελεί το 50% των ελληνόγλωσων χειρογράφων, που υπάρχουν σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο. Από αυτά πάνω από τα μισά βρίσκονται στις βιβλιοθήκες τριών μόνον μοναστηριών (Μεγίστη Λαύρα, Ιβήρων και Βατοπαίδι). Ειδικότερα η βιβλιοθήκη της Μεγίστης Λαύρας είναι η μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων (2242 χειρόγραφα) στο Άγιο Όρος και η 3η παγκοσμίως, ύστερα από εκείνη της Αγίας Αικατερίνης του Σινά (4.500 χειρόγραφα εκ των οποίων το 75% είναι ελληνόγλωσσα) και του Βατικανού(3.500 χειρόγραφα).

Στις 20 μονές του Άθωνα σώζεται το μοναδικό διαχρονικό σύνολο ελληνικών χειρογράφων όχι μόνο στο χώρο της ελληνικής επικράτειας, αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τα ελληνικά χειρόγραφα του Αγίου Όρους συγκροτούν τη μεγαλύτερη συλλογή ελληνικών χειρογράφων στον κόσμο, αφού ο αριθμός τους ξεπερνά κατά πολύ το σύνολο των δύο μεγαλύτερων συλλογών της Ευρώπης, του Βατικανού και της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, που και οι δύο μαζί δεν υπερβαίνουν τις 10.000.

ΔΙΑΣΩΣΗ ΣΕ ΜΙΚΡΟΦΙΛΜΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ

Η μελέτη της ιστορίας των αγιορείτικων χειρογράφων δεν είναι εύκολη υπόθεση, εφόσον ποτέ δεν υπήρξαν μεσαιωνικοί κατάλογοι βιβλιοθηκών, όπως στις περιπτώσεις των μεσαιωνικών μοναστηριών της Δύσης. Οι προσπάθειες για την καταγραφή και τη συστηματική μελέτη των χειρογράφων του Άθωνα ξεκίνησαν μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα και συνεχίζονται. Πρώτος ο Σπυρίδων Λάμπρου εξέδωσε έναν δίτομο κατάλογο κωδίκων του Όρους(πλην Βατοπαιδίου και Μεγίστης Λαύρας),που περιελάμβανε 6.619 χειρόγραφα. Στη συνέχεια, το 1925, ο καθηγητής Σωφρόνιος Ευστρατιάδης εξέδωσε στο Παρίσι έναν κατάλογο με τους κώδικες των μονών Βατοπαιδίου και Μεγίστης Λαύρας. Πλήρης πάντως κατάλογος δεν υπάρχει ακόμη.

Ωστόσο το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών(ΠΙΠΜ) της Ι.Μ. Βλατάδων (Θεσσαλονίκη) έχει αναλάβει τη κατάρτιση ενός λεπτομερούς καταλόγου, όπως επίσης και τη μικροφωτογράφιση όλων των χειρογράφων. Έτσι το περιεχόμενο των χειρογράφων όχι μόνον θα διασωθεί, αλλά θα είναι εύκολη και η μελέτη τους από τους ειδικούς, που δεν χρειάζονται πλέον να επισκεφτούν τις μοναστηριακές βιβλιοθήκες για να τα μελετήσουν. Το ΠΙΜΠ, που υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι ένα ιδιωτικό ίδρυμα που συντηρείται με επιχορηγήσεις και δωρεές. Ανάμεσα στ’ άλλα περιέχει ένα αρχείο μικροταινιών, ένα αρχείο διαφανειών (Slides) καθώς και ειδικές φωτοαναγνωριστικές συσκευές.

Η συντήρηση των αρχαίων χειρογράφων βασίζεται σ’ ένα πρόγραμμα, που περιλαμβάνει την τοποθέτησή τους σε ειδικές θήκες, για καλύτερη φύλαξη και μεταφορά. Την αποκατάσταση των διαλυμένων εξώφυλλων και εσώφυλλων και την τοποθέτηση φαρμάκων ενάντια στα φθοροποιά μικρόβια. Τέλος, σε συνεργασία και με ξένα πανεπιστήμια, εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα συντήρησης και απολύμανσης των χειρογράφων από καταστροφικά μικρόβια.

Η προσφορά των χειρογράφων του Αγίου Όρους στην πολιτιστική εξέλιξη της Ευρώπης είναι ανεκτίμητη. Όπως άλλωστε λέει χαρακτηριστικά και ο βιβλιοθηκάριος της μονής Μεγίστης Λαύρας, Ιερομοναχός Νικόδημος: «Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, που ακριβώς θα βρισκόταν σήμερα η ανθρωπότητα, χωρίς τις αρχαίες γνώσεις που διεσώθησαν με τα χειρόγραφα των βυζαντινών μοναστηριών και ιδιαίτερα του Αγίου Όρους. Κατά πάσα πιθανότητα η Αναγέννηση της Δύσης θ’ αργούσε μερικούς αιώνες…».

Πηγή:(conspiracyfeeds.blogspot.gr)- vatopaidi

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

“Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ε’ Πρωτομάρτυς Ιεράρχης της Επαναστάσεως”

Συγγραφέας: kantonopou στις 10 Απριλίου 2013

[el]image1 (69)Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος

εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς

Ομιλία που πραγματοποιήθηκε την 25-3-2013 στην αίθουσα του Πανελληνίου Χριστιανικού Ομίλου Ορθοδόξου Ιεραποστολής Τρυγόνος 3 Άνω Κυψέλη στα πλαίσια εορταστικής εκδηλώσεως για την 25η Μαρτίου. Σεβαστοί Πατέρες,


Αξιότιμη κυρία Πρόεδρος του Πανελληνίου Χριστιανικού Ομίλου Ορθοδόξου Ιεραποστολής και λοιπά μέλη,

Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές,

Είναι ξεχωριστή τιμή και ευλογία, που ο σήμερον συλληφθείς Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και η Κυρία Θεοτόκος, της οποίας τον Ευαγγελισμό λαμπρώς και πανηγυρικώς εορτάζουμε σήμερα, καταξιώνουν την ελαχιστότητά μας να προσφέρουμε λόγο πνευματικό και ωφέλιμο στην ευλογημένη αυτή σημερινή σύναξη, ύστερα από ιδιαίτερη και τιμητική πρόσκληση του εγνωσμένου κύρους και εμβελείας Πανελληνίου Χριστιανικού Ομίλου Ορθοδόξου Ιεραποστολής.

Νιώθουμε ιδιαίτερη συγκίνηση και δέος και η ύπαρξή μας πλημυρίζει από χαρά και αγαλλίαση, όταν αναλογιζόμαστε ότι ο θεάρεστος αυτός Όμιλος, στον οποίο ομιλούμε σήμερα για πρώτη φορά, είχε εν ζωή και έχει από τους ουρανούς πλέον ιδρυτή, καθοδηγητή και πνευματικό προϊστάμενο τον αδίκως και αντικανονικώς εκδιωχθέντα εκ της Ιεράς αυτού Επισκοπής, μακαριστό Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων κυρό Κων/νο Σακελλαρόπουλο, τον μοναδικό, αξέχαστο και αγαπητό παππούλη μας, του οποίου σαν χθες συμπληρώθηκαν επτά χρόνια από την προς Κύριον εκδημία του (24-3-2007) και σαν σήμερα πριν επτά έτη τελέσθηκε η εξόδιος ακολουθία του (25-3-2007). Τα ίδια αισθήματα μάς διακατέχουν, όταν στρέφουμε το νου μας και στον πανάξιο διάδοχό του, τον σεμνό και ταπεινό ομολογητή Ιεράρχη, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κυθήρων και Αντικηθύρων κ. κ. Σεραφείμ, του επαξίως διαποιμαίνοντος την Ιερά αυτού Μητρόπολη και πνευματικού προϊσταμένου του Πανελληνίου Χριστιανικού Ομίλου Ορθοδόξου Ιεραποστολής. Τις ευχές των προαναφερθέντων Ιεραρχών εκζητούμε για την ευόδωση της παρούσης ομιλίας.

Όπως είναι γνωστό, το θέμα, το οποίο θα αναπτύξουμε σήμερα στην αγάπη σας, είναι «Ο άγιος Γρηγόριος ο Ε΄˙ ο πρωτομάρτυς Ιεράρχης της Επαναστάσεως». Χαιρόμαστε για την επιλογή αυτού του θέματος, διότι όπως είναι γνωστό, ο παππούλης είχε ιδιαίτερη ευλάβεια, τιμή και σεβασμό στον άγιο Γρηγόριο τον Ε΄. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο παππούλης κατασκεύασε με τα ίδια του τα χέρια ανδριάντα του αγίου Γρηγορίου του Ε΄ στις κατασκηνώσεις της Αραχώβης ‘Αγία Ταβιθά’. Υπάρχει, επίσης, λόγος επιτακτικός, που επιβάλλει να παρουσιασθούν ο σταυρός και η δόξα του εθνομάρτυρος πατριάρχου, λόγος που συνδέεται όχι μόνο με την εθνική μας φιλοτιμία και ταυτότητα, αλλά με την ίδια την ύπαρξη του Γένους μας, του ελληνορθοδόξου πολιτισμού μας.

1. Από τον πολιτικό εκμηδενισμό στα πρόθυρα νέας αυτοκρατορίας

Ευγνώμονες εμείς προσκυνητές σήμερα της μνήμης του εθνομάρτυρος πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, ας παρακολουθήσουμε σε σύντομη εξιστόρηση το σταυρό και τη δόξα του, για να τονώσουμε τα αντισώματα απορρίψεως, απομονώσεως των διαστροφέων της ιστορίας μας.

Γεννημένος από φτωχική οικογένεια στη Δημητσάνα της Πελοποννήσου το 1746 κατόρθωσε, λόγω της ευφυΐας του ο μικρός Γεώργιος Αγγελόπουλος – Γρηγόριος είναι το κληρικό του όνομα – να διακριθεί στα γράμματα και να υποστηριχθεί από την Εκκλησία. Φοιτά μετά από τη Δημητσάνα στα φημισμένα σχολεία της Σμύρνης, της οποίας σε λίγο θα γίνει μητροπολίτης. Το πέρασμά του από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη θα συνδεθεί με ένα εκπαιδευτικό φούντωμα, με ίδρυση σχολείων, τυπογραφείων, συγγραφή διδακτικών βιβλίων, ενίσχυση δασκάλων και μαθητών, που δεν τολμούν ούτε οι αντικληρικό πνεύμα έχοντες Έλληνες διαφωτιστές του εξωτερικού να το αμφισβητήσουν2. Η προπαρασκευή και το ξέσπασμα της επαναστάσεως του 1821 βρίσκουν τον άγιο Γρηγόριο στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, επί κεφαλής όχι μόνον της Εκκλησίας, αλλά και του Γένους, εκκλησιαστικό και πολιτικό συγχρόνως αρχηγό των Ορθοδόξων, εθνάρχη, υπεύθυνο νομικά απέναντι του κατακτητή για ο,τιδήποτε συνέβαινε μεταξύ των υποδούλων Ρωμιών.

Κουβαλούσε ο άγιος Γρηγόριος στο μεγάλο και υπεύθυνο αυτό λειτούργημά του μακραίωνη παράδοση, που τη θεμελίωσε ο πρώτος μετά την άλωση πατριάρχης Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος με τα προνόμια, που του παρεχώρησε ο Μωάμεθ, από θαυμασμό προς τη σοφία και την ακτινοβολία του.

Προδομένο και τότε το Γένος, το 1453, από τους δήθεν συμμάχους, τους Δυτικοευρωπαίους με επικεφαλή τον αιρεσιάρχη Πάπα της Ρώμης και τους Σλάβους με επικεφαλή τον τσάρο της Ρωσίας (παπικούς και πανσλαβιστές) και αποκοιμισμένο από τους πολιτικούς του ηγέτες, βρήκε στήριγμα και στέγη στην Εκκλησία, που το παρέλαβε κυριολεκτικά εκμηδενισμένο από τα χέρια των πολιτικών ηγετών, στο χείλος της αβύσσου και της καταστροφής3, του γιάτρεψε τις πληγές και το κατέστησε πρώτη πνευματική και οικονομική δύναμη της μεγάλης Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που κατήντησε να κυβερνάται από τους ευφυείς και δραστήριους Έλληνες Φαναριώτες, οι οποίοι δεν διέφυγαν και αυτοί τη λασπολογία στρατευμένων ιστορικών4. Ο Ελληνισμός των χρόνων του αγίου Γρηγορίου ήταν ακμαιότερος υλικά και πνευματικά του σημερινού Ελληνισμού, ο οποίος για πρώτη φορά στην ιστορία του έχει συρρικνωθεί γεωγραφικά στα όρια της μητροπολιτικής Ελλάδος, στη δυτική μόνο πλευρά του Αιγαίου πελάγους, πνευματικά δε είναι περισσότερο συρρικνωμένος, γιατί απομόνωσε και κατέστησε δυσχερή την τονωτική επίδραση της Εκκλησίας, ιδιαίτερα στις νέες γενιές.

2. Οι αποτυχίες προηγουμένων κινημάτων επιβάλλουν φρόνηση

Έχοντας, λοιπόν, την ευθύνη για τη ζωή και την ύπαρξη του Γένους ο πατριάρχης άγιος Γρηγόριος αντιμετώπισε με σπάνια σύνεση και παραδειγματικό ηρωισμό το ξέσπασμα της επαναστάσεως κατ’ αρχήν μεν στην Μολδοβλαχία με ηγέτη τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, κατόπιν δε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πελοπόννησο, όπου μάλιστα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, που ευλόγησε τους οπλαρχηγούς και το λάβαρο του αγώνος στην Αγία Λαύρα, ήταν δικός του προστατευόμενος και συγγενής.

Όπως ήταν φυσικό οι Τούρκοι ανησύχησαν με τις επαναστατικές αυτές κινήσεις. Πολύ περισσότερο μάλιστα, γιατί η παρουσία του Υψηλάντη ερμηνευόταν ως προστασία και υποκίνηση του κινήματος από τη Ρωσία. Διαδόθηκε ότι πρόκειται για γενικό ξεσηκωμό των Ρωμιών, στον οποίο μετείχε επίσημα και η ηγεσία, ο πατριάρχης, πράγμα που επέτρεπε στον σουλτάνο να διατάξει γενική σφαγή των Χριστιανών. Ο πατριάρχης αναμέτρησε τις ευθύνες του για τον άοπλο πληθυσμό, που θα αφηνόταν ανυπεράσπιστος στην εκδικητική μανία του όχλου και των Γενιτσάρων. Είχαν καταγραφή άλλωστε στην εθνική μνήμη οι φοβερές σφαγές, που ακολούθησαν μετά από αποτυχόντα προηγούμενα κινήματα, του Διονυσίου του Φιλοσόφου π.χ. στη Θεσσαλία, και πιο πρόσφατα στα Ορλωφικά στην Πελοπόννησο.

3. Δεν μοιάζει με τη Γαλλική η Ελληνική Επανάσταση

Δεν ήταν η πρώτη φορά το 1821, που ξεσηκωνόταν το σκλαβωμένο Γένος, αλλά μία από τις πολλές. Αποδεικνύει και αυτό, εναντίον των απόψεων των σημερινών διαστροφέων της ιστορίας μας, ότι οι Έλληνες δεν περίμεναν τη Γαλλική Επανάσταση, για να διδαχθούν και να εμπνευσθούν από τις αρχές της. Η επανάσταση του 1821, αποκορύφωμα σε σειρά παρομοίων εξεγέρσεων, δεν έχει σχέση με τη Γαλλική Επανάσταση. Εκεί επρόκειτο περί εμφυλίου πολέμου με κοινωνικές και πολιτικές διεκδικήσεις, ενώ εδώ περί κοινού εθνικού αγώνος των αρχόντων, του κλήρου και του λαού εναντίον ξένου και αλλοθρήσκου κατακτητού.

Η Γαλλική Επανάσταση, εμπνευσμένη από τις αρχές του αθεϊστικού Διαφωτισμού ή καλύτερα σκοταδισμού ήταν αντιχριστιανική και φανατικά αντικληρική, διότι είχε ως βασική αρχή της το να τεθούν ο Χριστός, η Εκκλησία, οι άγιοι Πατέρες, οι κληρικοί στο περιθώριο. Εκατοντάδες κληρικών και μοναχών πέρασαν από την γκιλοτίνα με την κατηγορία ότι ήσαν δήθεν μοναρχικοί, βασιλικοί5. Αντίθετα, η Ελληνική Επανάσταση, όπως το βεβαιώνουν στις απλοϊκές τους γραφές οι πρωταγωνιστές του αγώνος, οι στρατηγοί Κολοκοτρώνης και Μακρυγιάννης, αλλά και τα πολεμικά συνθήματα, είχε σαν κίνητρο πρώτα τη θρησκευτική ελευθερία, τη θρησκεία, και κατόπιν την εθνική απελευθέρωση, την πατρίδα : «Για του Χριστού την πίστη την αγία, για της πατρίδος την ελευθερία».

Είναι κατηγορηματικός για το θέμα αυτό ο γέρος του Μωριά στο λόγο του προς τους φοιτητές πάνω στην Πνύκα και είναι απορίας άξιο πώς ξεπερνούν τη γνώμη του όσοι θέλουν την Ελληνική Επανάσταση επηρεασμένη από τη Γαλλική, ταξικό και κοινωνικό κίνημα των πτωχών εναντίον των κοτζαμπάσηδων και των δεσποτάδων. Λέγει ο Κολοκοτρώνης. «Η επανάστασις η ιδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήταν ο πλέον δίκαιος. ήταν έθνος με άλλο έθνος, ήταν με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωρισθή ως τοιούτος, ούτε να ορκισθή, παρά μόνο ό,τι έκανε η βία. Ούτε ο σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήση τον ελληνικόν λαόν, αλλ’ ως σκλάβους… Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πώς δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μάς είπε “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα” αλλ’ ως μία βροχή έπεσε εις όλους η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπετανέοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την επανάστασι». Και ο στρατηγός Μακρυγιάννης διηγείται απλοϊκά, γιατί αποφάσισε να αναμειχθεί στον αγώνα, με τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία. Όχι βέβαια για να κάνει κοινωνικό και ταξικό αγώνα. Αλλ’ ας ακούσουμε τον ίδιο, να διηγείται πώς τον μύησε στην Εταιρεία ο φίλος του ιερεύς . «Κατεβάζει τις εικόνες και μ’ ορκίζει και αρχινάγει να με βάλη εις το μυστήριον… Πήγα στοχάστηκα και τά’βαλα όλα ομπρός και σκοτωμόν και κιντύνους και αγώνες – θα τα πάθω δια την λευτερίαν της πατρίδος μου και της θρησκείας μου. Πήγα και του είπα . “Είμαι άξιος”. Του φίλησα το χέρι, ορκίστηκα.. Και η ευχή του παπά του ευλογημένου και της πατρίδος μου και θρησκείας μου, ως την σήμερον δεν μ’ άφησε ο Θεός να ντροπιαστώ. Τράβηξα δεινά, πληγές και κιντύνους, όμως είμαι καλά σαν θέλει ο Θεός…». Και μετά από αυτό είναι απορίας, αλλά και δακρύων άξιον πώς βρίσκονται εκπαιδευτικοί, οι οποίοι διαστρέφουν το νόημα της επαναστάσεως6. Πώς θα αναλύσουν στα παιδιά τα κείμενα του Κολοκοτρώνη και του Μακρυγιάννη και όλες τις επίσημες διακηρύξεις του αγώνος; Ας παρουσιάσουν ένα κείμενο που να λέγει για εμφύλιο πόλεμο, για ταξικό αγώνα, για πάλη των τάξεων, για αντικληρικό πνεύμα.

Στις τάξεις των πρωτεργατών στα διάφορα κινήματα υπήρχαν τα πιο επίλεκτα στελέχη, οι κληρικοί, όπως ο Διονύσιος Φιλόσοφος, και στη συνέχεια ο παπα-Βλαχάβας, ο Παπαφλέσσας, ο Αθανάσιος Διάκος, ο καλόγερος Σαμουήλ στο Κούγκι, ο ηγούμενος με τους καλογήρους στο Αρκάδι της Κρήτης αργότερα7. Άφηναν συχνά το αγιοπότηρο, για να πιάσουν το καριοφίλι, που είναι αγιασμένο στη συνείδηση του λαού. Είναι χαρακτηριστικό επί του προκειμένου αυτό που διασώζει ο ποιητής Ι. Πολέμης σαν απάντηση κάποιας γιαγιάς προς τον εγγονό της, που απορούσε γιατί την έβλεπε κάθε βράδυ μετά τον εσπερινό, μαζί με τα εικονίσματα να θυμιατίζει και το καριοφίλι. Δεν αμφιβάλλουμε ότι θα βρεθούν οι γνωστοί «Ειρηνιστές», που σίγουρα δεν έχουν μεγαλύτερη ωριμότητα από του μικρού εγγονού, να κατακρίνουν την Εκκλησία, που συντηρούσε την εθνική συνείδηση και εξαγίαζε την εξέγερση εναντίον των αλλοθρήσκων. Η απάντηση της ώριμης γερόντισσας, είναι απάντηση της γηραιάς ελληνικής ιστορίας στους ανώριμους μελετητές της :
Το καριοφίλι που θωρείς
ψηλά στον τοίχο να σκουριάζη,
παιδάκι μου, μην απορείς,
αγιολιβάνι του ταιριάζει.
γιατί χωρίς αυτό, χωρίς-
χωρίς το φλογερό του στόμα
θα’μαστε σκλάβοι, σκλάβοι ακόμα.
4. Απειλείται γενική σφαγή, ιερός πόλεμος. Ο πατριάρχης αρνείται να φύγει.

Ας επανέλθουμε, όμως, στον εθνομάρτυρα πατριάρχη. Πληροφορήθηκε ότι ο σουλτάνος έδωσε εντολή στον σεϊχούλ-ισλάμη, τον Τούρκο δηλαδή πρωθιερέα, να εκδώσει φετφά, το σχετικό δηλαδή έγγραφο, με το οποίο θα κηρυσσόταν ιερός πόλεμος εναντίον των Ελλήνων, των ραγιάδων, που τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι. Η σφαγή κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια του αμάχου πληθυσμού. Θα μπορούσε κάλλιστα ο πατριάρχης να φύγει και να σωθεί, όπως του συνιστούσαν πολλοί από τους άρχοντες και οι ξένες πρεσβείες, που πάντοτε είναι καλά ενημερωμένες. Η απάντησή του είναι το αντάξιο, το κατάλληλο προοίμιο, στις ένδοξες σελίδες ιστορίας, που σε λίγο θα γραφόταν με το μαρτυρικό του θάνατο :

«Μη με προτρέπετε εις φυγήν. μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε, εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω εις πλοίον, ήτοι κλεισθείς εν οικία οιουδήποτε ευεργετικού ημίν πρέσβεως να ακούω, πώς εις τας οδούς οι δήμιοι κατακρεουργούν τον χηρεύσαντα λαόν! Ουχί. Εγώ διά τούτο είμαι πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου, ουχί δε όπως δι’ εμού απολεσθή διά των χειρών των Γενιτσάρων. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν από την ζωήν μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ηγεμόνες, εκπλαγέντες εκ της αδικίας του θανάτου μου, δεν θα θεωρήσωσιν αδιαφόρως, πώς η πίστις αυτών εξυβρίσθη εν τω προσώπω μου. Οι δε Έλληνες, οι άνδρες της μάχης θα μάχωνται μετά μεγαλυτέρας μανίας, όπερ συχνάκις δωρείται την νίκην. εις τούτο είμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ’ υπομονής εις ό,τι και αν μοι συμβή. Σήμερον (Κυριακήν των Βαΐων) θα φάγωμεν ιχθύας, αλλά μετά τινας ημέρας, και ίσως κατά ταύτην την εβδομάδα, ιχθύες θα μας φάγωσι… Ναι, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δεν θα ανεχθώ ώστε εις τας οδούς της Οδησσού, της Κερκύρας και της Αγκώνος, διερχόμενον εν μέσω των αγυιών, να με δακτυλοδεικτούσι λέγοντες. Ιδού έρχεται ο φονεύς πατριάρχης. Αν δε το έθνος μας σωθή και θριαμβεύση, τότε πέποιθα, θα μοι αποδώση θυμίαμα επαίνου και τιμών, διότι εξεπλήρωσα το χρέος μου».

Δεν έφυγε, λοιπόν, ο ηρωικός πατριάρχης και αρνήθηκε την προσφορά των ξένων να τον φυγαδεύσουν ή να τον κρύψουν. Έμεινε ορθός να αντιμετωπίσει παλληκαρίσια την κατάσταση. να δώσει, ως καλός ποιμήν, τη ζωή του υπέρ του ποιμνίου, να προστατεύσει τον λαό από τη σφαγή. Επισκέπτεται τον σεϊχούλ-ισλάμη και του υπενθυμίζει με παρρησία τα προνόμια, που παρεχώρησε ο πορθητής. Εκείνος ζητά κάποια επίσημη διαβεβαίωση περί του ότι δεν συμμετέχει όλο το έθνος εις το κίνημα. Ο Τούρκος πρωθιερεύς, δίκαιος και φιλάνθρωπος, παίζει ο ίδιος με τη ζωή του, ψάχνοντας να βρει τρόπο να βοηθήσει τους Χριστιανούς και να μην εκδώσει τα έγγραφα, που θα κήρυσσαν ιερό πόλεμο. Συσκέπτεται ο πατριάρχης με τους προκρίτους και τους αρχιερείς και δεν δυσκολεύεται να αποφασίσει. εκδίδει τον γνωστό αφορισμό της επαναστάσεως, βέβαιος ων ότι αυτό δεν θα είχε καμμία επίπτωση στον αγώνα, διότι θα καταλάβαιναν οι ηγέτες της επαναστάσεως ότι ο αφορισμός είναι εικονικός, ότι έγινε μετά από πίεση και βία, μόνο και μόνο για να αποφευχθεί η γενική σφαγή.

5. Ο αφορισμός της Επαναστάσεως ήταν εικονικός. Η άρση του αφορισμού

Αυτός, λοιπόν, ο εικονικός της επαναστάσεως αφορισμός είναι το μεγάλο επιχείρημα των σημερινών στρατευμένων πολεμίων της Εκκλησίας κατά του αγίου Γρηγορίου. Όλοι κατάλαβαν ότι επρόκειτο περί διπλωματικού φαναριωτικού ελιγμού. ότι ο πατριάρχης άλλα πίστευε και άλλα έγραφε. Όλοι κατάλαβαν και καταλαβαίνουν, εκτός εκείνων που οι δογματικές αντιεκκλησιαστικές θέσεις της ιδεολογίας τους τούς εμποδίζουν να σκέφτονται ελεύθερα. Κατάλαβε αμέσως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και δεν έλαβε καθόλου υπ’ όψιν τον αφορισμό, όπως φαίνεται από όσα έγραφε στις 19 Ιανουαρίου προς τον Κολοκοτρώνη και προς τους Σουλιώτες : «Ο μεν πατριάρχης, βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθείτε με την Πόρτα, εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βία και δυναστεία και άνευ θελήσεως του πατριάρχου».

Και δεν ήταν καθόλου δύσκολο να καταλάβει όχι μόνο ο Υψηλάντης, ο έμπειρος διπλωμάτης, αλλά και ο οποιοσδήποτε, ο πλέον αγράμματος, διότι ήδη είχε περάσει στη λαϊκή σοφία η τακτική αυτή των κληρικών, όπως φαίνεται από την παροιμία : Πίσκοπος κρεμάμενος, έγραφε κι απόγραφε.

Υπάρχουν, άλλωστε, κι άλλα στοιχεία, που αποδεικνύουν τον εικονικό χαρακτήρα του αφορισμού, μπροστά στα οποία κλείνουν τα μάτια, σαν τη στρουθοκάμηλο, οι μαρξιστές ιστορικοί Κορδάτος, Σκαρίμπας, Καρανικόλας.

Σε άρθρο, που δημοσίευσε ο αείμνηστος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Περικλής Βιζουκίδης με θέμα: «Η Εκκλησία και ο ιερός αγών», αποκαλύπτει ότι «υπέγραφαν μεν ο πατριάρχης και οι συνοδικοί το αφοριστικό έγγραφο, «διότι ευρίσκοντο προ του φοβερού διλήμματος ή να αποδοκιμάσωσι και αφορίσωσι έργον άγιον και ιερόν, εις ο και αυτοί ήσαν μεμυημένοι και συνεργάται ή να απολέσωσι όχι εαυτούς, άπαγε, περί αυτών ουδείς λόγος, ως το απέδειξαν ολίγον βραδύτερον, αλλά το ταλαίπωρον έθνος, εναντίον του οποίου θα εστρέφετο, ως ηπείλει, η σουλτανική οργή και λύσσα». Στη συνέχεια δε, κατά τον καθηγητή Βιζουκίδη, την ίδια νύκτα μετά την υπογραφή του αφορισμού, ο πατριάρχης μαζί με τους δώδεκα συνοδικούς αρχιερείς κατέβηκαν στον πατριαρχικό ναό και σε ειδική μυστική τελετή, εν μέσω λυγμών και δακρύων έλυσαν και ακύρωσαν τον αφορισμό «επευλογούντες νοερώς τα όπλα των υπέρ πίστεως και Πατρίδος αγωνιζομένων αδελφών»8.

Υπάρχει, επίσης, επιστολή του ιδίου του πατριάρχου Γρηγορίου προς το δραστήριο μέλος της φιλικής Εταιρείας, τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, στην οποία του συνιστά να τηρεί απέναντι του τυράννου την διπλωματική αυτή τακτική. Το κείμενο της επιστολής, όπου φαίνεται επίσης ότι ο πατριάρχης τελούσε εν γνώσει των προετοιμασιών διά την εξέγερση, έχει ως εξής : «Αμφοτέρας τας τιμίας επιστολάς, διά του αγαθού πατριώτου Φούντα Γαλαξειδιώτου, ασφαλώς εδεξάμην και τους εν αυταίς τιμίους σου λόγους έγνων. Εχεμυθίας, αδελφέ, μεγίστη χρεία και προφύλαξις περί παν διάβημα. οι γαρ χρόνοι πονηροί εισί και εν τοις φιλοπατριώταις έστι και μοχθηρών ζύμη, αφ’ ης ως από ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακόν γαρ πολλοί μηχανώνται διά το της φιλοπλουτίας έγκλημα. Διό την αγαθήν εξελέξω μερίδα κοινολογών μοι, εμπιστευμένοις πατριώταις, τα εχε-μυθίας δεόμενα. Οι Γαλαξειδιώται, ους επιστέλλεις μοι συνεχώς, πεφροντισμένως ενεργούσι, και αφ’ ων έγνων αδύνατον αντί παντός τιμίου ουδ’ ελάχιστον λόγον έρκος οδόντων φυγείν. ου μόνον τα σα, αλλά και τα των εν Μωρέα αδελφών γράμματα κομίζουσί μοι. Η του Παπανδρέα πράξις πατριωτική μεν τοις γινώσκουσι τα μύχια, κατακρίνουσι δε οι μη ειδότες τον άνδρα. Κρύφα υπερασπίζου αυτόν, εν φανερώ δε άγνοιαν υποκρίνου, έστι δε ότε και επίκρινε τοις θεοσεβέσιν αδελφοίς και αλλοφύλοις. Ιδία πράυνον τον Βεζύρην λόγοις και υποσχέσεσιν, αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα. Άσπασον συν ταις εμαίς ευχαίς τους ανδρείους αδελφούς, προτρέπων εις κρυψίνοιαν διά τον φόβον των Ιουδαίων. Ανδρωθήτωσαν ώσπερ λέοντες και η ευλογία του Κυρίου κρατυνεί αυτούς, εγγύς δε έστι του Σωτήρος το Πάσχα. Αι ευχαί της εμής μετριότητος επί της κεφαλής σου αδελφέ μου Ησαΐα. Γεώργει ακαμάτως και όλβια γεώργια δώσει σοι ο Πανύψιστος».

Καλύτερα, όμως, από κάθε άλλον τον εικονικό και παραπλανητικό χαρακτήρα του αφοριστικού εγγράφου αντε¬λήφθη η Υψηλή Πύλη, η οποία εκτός του ότι εξόρισε και τελικώς φόνευσε τον ατυχή πρωθιερέα των Τούρκων, διότι πίστεψε τους απίστους ραγιάδες, οδήγησε τελικώς μετά από πολλά μαρτύρια πολλούς αρχιερείς στον θάνατο, κορυφαίο δε και πρώτο μεταξύ αυτών τον πατριάρχη Γρηγόριο, αμέσως μετά τη λειτουργία του Πάσχα, στις 10 Απριλίου του 1821. Απαγχονίσθηκε στη μεσαία πύλη της εισόδου του Πατριαρχείου. Επάνω στο στήθος «ην η αιτία αυτού γεγραμμένη», κρεμάσθηκε το εκτενές καταδικαστικό έγγραφο, ο γιαφτάς, που και μόνο αρκεί να συντρίψει σε χίλια κομμάτια τις γραφίδες των στρατευμένων διαστροφέων της ιστορίας μας. Μεταξύ άλλων έγραφε και τα εξής : «Ο άπιστος πατριάρχης των Ελλήνων αδύνατον να θεωρηθή αλλότριος των στάσεων του έθνους του… Αλλ’ εξ αιτίας της διαφθοράς της καρδίας του, όχι μόνο δεν ειδοποίησεν, ουδ’ επαίδευσε τους απατηθέντας, αλλά καθ’ όλα τα φαινόμενα ήτο και ο ίδιος αυτός, ως αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος της επαναστάσεως. Είμεθα πληροφορημένοι ότι εγεννήθη ο ίδιος εν Πελοποννήσω και ότι είναι συνένοχος όλων των αταξιών, όσας οι αποπλανηθέντες ραγιάδες έπραξαν κατά την επαρχίαν των Καλαβρύτων. Ούτος, λοιπόν, είναι αίτιος του παντελούς αφανισμού, τον οποίον μέλλουν διά της θείας βοηθείας να πάθωσιν οι αποπλανηθέντες ραγιάδες. Επειδή δε εβεβαιώθημεν πανταχόθεν περί της προδοσίας του όχι μόνον εις βλάβην της Υψηλής Πύλης, αλλά και εις όλεθρον του ιδίου έθνους του, ανάγκη ήτο να λείψη ο άνθρωπος ούτος από του προσώπου της γης και διά τούτο εκρεμάσθη προς σωφρονισμόν των άλλων».

6. Ο απαγχονισμός του Πατριάρχου επιδρά ευνοϊκά στον αγώνα

Η σύγχυση και το μίσος του σουλτάνου τον οδήγησαν στην πράξη του απαγχονισμού του πατριάρχου, που έφερε ευνοϊκά για τον αγώνα αποτελέσματα, όπως άλλωστε είχε προβλέψει προφητικά ο ηρωικός εθνομάρτυς. Η επίσημη Ευρώπη, που κυριαρχoύνταν από τον μισελληνισμό του Μέττερνιχ και της Ιεράς Συμμαχίας, αρχίζει για πρώτη φορά να βλέπει με συμπάθεια το ελληνικό ζήτημα. Ο φιλελληνισμός φουντώνει. Οι Έλληνες αντί να καμφθούν και να σωφρονισθούν, ξεσηκώθηκαν και αγρίεψαν περισσότερο ζητώντας εκδίκηση, γιατί στο πρόσωπο του πατριάρχου θεώρησαν ότι ατιμάζεται και περιφρονείται το Γένος των Ορθοδόξων Ρωμιών.

7. Οι τιμές της Ρωσίας και της Ελλάδος προς το λείψανο του πατριάρχου

Μετά τον απαγχονισμό επί τρεις ημέρες έμεινε το άγιο σκήνωμα του εθνομάρτυρος στα χέρια του αγρίου όχλου και των Εβραίων, μέχρις ότου στις 13 Απριλίου το έριξαν στη θάλασσα του Κερατίου κόλπου. Το Σάββατο του Θωμά, 16 Απριλίου, ανέλπιστα προσκολλήθηκε στο πλοίο του εκ Κεφαλληνίας Νικ. Σκλάβου και μέσα στη γενική του πληρώματος συγκίνηση μεταφέρθηκε στην Οδησσό. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η θαυμαστή ιστορία της αποδόσεως πρωτοφανών στο λείψανο του πατριάρχου τιμών. Ο άγιος Γρηγόριος ξεφεύγει πλέον από τα πλαίσια των ανθρωπίνων νόμων, της ανθρωπίνης εκτιμήσεως, και εισάγεται από την πρόνοια του Θεού στα άγια των αγίων του Γένους. Αντί των χλευασμών και της καταφρόνιας, που δοκίμασε ζων, απολαμβάνει τώρα νεκρός τις τιμές, που του άξιζαν.

Συνεγείρεται η Οδησσός στο άκουσμα ότι έρχεται το λείψανο του πατριάρχου. Η αυτοκρατορική Ορθόδοξη Ρωσία σε συμφωνία με το λαϊκό αίσθημα οργάνωσε την υποδοχή και τίμησε το λείψανο, όπως ταίριαζε στον οικουμενικό της Ορθοδοξίας πατριάρχη. Στην Οδησσό εξεφώνησε δύο θαυμασίους προς τον πατριάρχη λόγους, επικήδειο και μετά ένα χρόνο επιμνημόσυνο, ο μεγάλος ρήτωρ και διδάσκαλος του Γένους Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων.

Πενήντα χρόνια αργότερα, το νέο πλέον ελληνικό κράτος ενέκρινε, με απόφαση της Βουλής, αίτημα του μητροπολίτου Αθηνών Θεοφίλου, το 1871, να μεταφερθούν από τη Ρωσία τα λείψανα του πατριάρχου στην ελεύθερη πατρίδα. Πολυμελής αντιπροσωπεία, αφού επιβιβάσθηκε στο πλοίο «Βυζάντιο», έφθασε στην Οδησσό, όπου επί τη αναχωρήσει του λειψάνου επαναλήφθηκαν οι λαμπρές τελετές, που έλαβαν χώρα κατά την άφιξή του. Στην Αθήνα ήταν συγκινητική στο έπακρο και πάνδημη η υποδοχή. Είχαν φθάσει στον Πειραιά στις 14 Απριλίου του 1871. Οι βασιλείς, η Ιερά Σύνοδος, η κυβέρνηση, και πλήθη παραληρούντος λαού απέδωσαν τιμές και υποδέχθηκαν σε ελεύθερο έδαφος τον πρωτομάρτυρα της ελευθερίας, όπως προφητικά και πάλι είχε προβλέψει. Το λείψανο τοποθετήθηκε στον μητροπολιτικό ναό Αθηνών, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα, το επόμενο δε έτος επαναλήφθηκαν οι τιμητικές εκδηλώσεις, όταν έγινε η αποκάλυψη του ανδριάντα στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών, οπότε απήγγειλε, το συγκλονιστικό του ποίημα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης9. Επιστέγασμα δε αυτής της τιμής ήταν η απόφαση της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία, αφού συνήλθε στις 8 Απριλίου του 1921 σε έκτακτη συνεδρία, αποφάσισε την ένταξη του Ιεράρχου Γρηγορίου στο αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας10 με αφορμή τη συμπλήρωση εκατονταετίας από του μαρτυρικού του θανάτου, ενώ το ίδιο έτος ο σοφός καθηγητής Χρ. Ανδρούτσος εξεφώνησε θαυμάσιο πανηγυρικό.
Πότε εξαφανίζεται ένα έθνος;

Δύο είναι στην μακραίωνα εκτίμηση των ιστορικών του πολιτισμού τα στοιχεία, που προαγγέλλουν την επερχόμενη καταστροφή ενός έθνους. α) η έλλειψη ικανών ηγετών και β) η αποξένωση του λαού από τα ιερά και τα όσια της φυλής. Όταν παρατηρείται το ένα από τα δύο μόνον, υπάρχει ελπίς αποφυγής του αφανισμού. Εμπνευσμένοι ηγέτες μπορούν και μόνοι τους, όταν δεν είναι απλοί δημαγωγοί, να εκφράσουν την εθνική αυτοσυνειδησία, να κλείσουν μέσα τους όλο το παρελθόν και να το ζωντανέψουν στις καρδιές ενός λαού, που έχει ξεχάσει την ιστορία του, έχει ισοπεδώσει τα πνευματικά του ενδιαφέροντα με τη μέριμνα της καθημερινότητας, του γλεντιού και των απολαύσεων. Αυτό δεν έκαναν οι προφήτες και οι κριτές του Ισραήλ με τον καυστικό και θαρραλέο τους λόγο, εναντίον των επιθυμιών και των θελήσεων των αρχόντων και του λαού; Αυτό δεν έκαναν οι μεγάλες και ηρωικές μορφές των αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας και του Γένους, που σαν άλλοι προφήτες οδήγησαν με δριμείς ελέγχους σε αυτοσυνειδησία και επίγνωση; Όταν πάλι ο λαός βρίσκεται σε σωστή πορεία, και οι άρχοντες τον παραπλανούν, γρήγορα τους απομονώνει και τους απορρίπτει, αναδεικνύοντας μέσα από τα σπλάχνα του νέους λαοπρόβλητους και ικανούς ηγέτες. Αλλοίμονο, όμως, αν συμβεί ηγεσία και λαός να βρεθούν σε καταστροφική για το Γένος πορεία. Τότε η σωτηρία από τον Θεό μόνο πρέπει να ελπίζεται.

Το εικονοστάσι του Γένους ξηλώνεται από νέους εικονομάχους

Οι περισσότεροι από τους Ορθοδόξους Ρωμιούς σήμερα, ιδίως οι Έλληνες συμφωνούμε ότι κάτι επικίνδυνο κυοφορείται στο σώμα και πιο πολύ στο πνεύμα του πολιτισμού μας. Δεν γονιμοποιείται πλέον από υγιείς δυνάμεις ο πνευματικός μας βίος. Ξέφραγο αμπέλι η παιδεία μας ταλανίζεται από εκθεμελιωτικές και καταστροφικές δυνάμεις. Υβρίζεται και παραχαράσσεται η εθνική μας ιστορία, σπιλώνονται και συκοφαντούνται μεγάλες μορφές, δεν διαβάζεται πια το συναξάρι του Γένους, στην ιερή μνήμη των προγόνων μας σπάνια τελούμε μνημόσυνα. Μία αδίστακτη εικονοκλαστική κίνηση κατεβάζει από το εικονοστάσι του Γένους τις τιμημένες μορφές μαρτύρων και ηρώων. Βεβηλώνονται οι μνήμες των διδασκάλων. Ο χαρακτήρας του μαθήματος των θρησκευτικών από ορθόδοξος, κατηχητικός και ομολογιακός μεταβάλλεται σε θρησκειολογικός, πανθρησκειακός. Γνωστοί αιρετικοί σχεδόν αμετανόητοι μεταπατερικοί κύκλοι ζητούν τον απογαλακτισμό της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας από τη Ρωμιοσύνη και το Έθνος.

Αυτή η ιεροσυλία και τυμβωρυχία είναι πιο βδελυρές από τις βεβηλώσεις των τάφων, γιατί προσβάλλουν και εξευτελίζουν το πνεύμα τους, μα και γιατί δεν γίνονται από αλλοεθνείς, αλλά από ομοθρήσκους γενιτσάρους. Και είναι όλα αυτά η de facto εφαρμογή ενός παλαιού σχεδίου εκπεφρασμένου από τα χείλη του εβραϊκής καταγωγής Αμερικανού Χένρυ Κίσσιγκερ, πρώην υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α., ανθέλληνος και μισέλληνος, σχετικά με το ελληνικό έθνος και την ορθόδοξη πίστη του : «Ο ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γι’αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθειά στις πολιτιστικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετισθεί. Εννοώ δηλ. να πλήξουμε τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μη μας παρενοχλεί στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή, σε όλη αυτή τη νευραλγική περιοχή μεγάλης στρατηγικής σημασίας για’μας, για την πολιτική των Η.Π.Α.». Όλ’ αυτά δεν συμβαίνουν μακρυά μας. καθημερινά τα συναντούμε σε πολλές εφημερίδες και σε φθηνές εκδόσεις βιβλίων, που κατακλύζουν τα βιβλιοπωλεία. Μπαίνουν, χωρίς την άδειά μας, στα σχολικά των παιδιών μας βιβλία, αλλά χωρίς ντροπή και μέσα στα σπίτια μας με την τηλοψία, παραβιάζοντας την πανάρχαια ιερότητα της οικογενειακής εστίας, το οικογενειακό άσυλο. Και ανεχόμαστε όλους αυτούς τους βιαστές και διαφθορείς της εθνικής μας μνήμης, της εθνικής μας ταυτότητος, των ιερών και οσίων της φυλής μας, χωρίς καμμία αντίδραση.

Θα ξαναζωντανέψει το κρυφό σχολειό

Ανεχόμαστε να υβρίζεται περισσότερο των άλλων η ιερή μνήμη του κορυφαίου πρωτομάρτυρος της Εκκλησίας και του Γένους στην εθνική εξέγερση του 1821, του πατριάρχου και εθνάρχου Γρηγορίου του Ε΄. Επιχειρούν ασύστολα να πλήξουν στο πρόσωπό του την Εκκλησία, να μειώσουν την επίδρασή της, να την τοποθετήσουν, αν μπορέσουν, στο περιθώριο της πνευματικής και πολιτιστικής ζωής του έθνους, ώστε ανενόχλητοι να οικοδομήσουν τα δικά τους πολιτιστικά και πολυπολιτισμικά μοντέλα. Και είναι αυτή η μεθοδευμένη εναντίον της Εκκλησίας επίθεση απ’ όλους τους Κορδάτους, Κολλάτους, Καρατζαφέρηδες, Καρανικόλες και Σκαρίμπες, η μεγαλύτερη απόδειξη ότι την φοβούνται και την υπολογίζουν σαν την μόνη ικανή, συγκροτημένη και οργανωμένη, με αιώνων πείρα και θεϊκή ισχύ, δύναμη που μπορεί να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους. Να καλέσει το λαό σε επαγρύπνηση, να ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της, για να καταφύγει εκεί μέσα πάλι των ελευθέρων πολιτικά Ελλήνων το δουλωμένο πνεύμα, να ξαναλειτουργήσει τα κρυφά σχολειά, για να αποδείξει στην πράξη στους ανιστόρητους ιστορικούς ότι δεν είναι θρύλος και παραμύθι το κρυφό σχολειό, όπως το παρουσιάζουν τελευταία, αλλά αναμφίβολη πραγματικότητα, που την διέσωσε η λαϊκή συνείδηση στο τραγούδι «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό κ.τ.λ.», την έψαλε ο ποιητής μας Ιωάννης Πολέμης στο θαυμάσιο ομώνυμο ποίημά του «Απ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά…» και την απεικόνισε ο μεγάλος μας ζωγράφος Νικ. Γύζης, στη γνωστή παράσταση του Κρυφού Σχολειού, με τους μαθητές γύρω από τον δάσκαλο Καλόγηρο.

Επισυμβαίνει μπροστά στα μάτια όλων μας ένας πνευματικός εξανδραποδισμός των νέων μας, μια μεθοδευμένη από ξένα κέντρα αποφάσεων εθνική απονεύρωση, μία γενοκτονία της μνήμης και της εθνικής ιστορίας. Σε λίγο καιρό οι νέες γενιές θα νοιώθουν ή μάλλον ήδη νιώθουν ξένες και αλλοτριωμένες από τα ιδανικά, που πυρπολούσαν μέχρι τώρα τους Έλληνες και εξασφάλιζαν την εθνική τους επιβίωση. Οι νέοι μας θα ετοιμάζονται σαν νέοι γενίτσαροι. Ελπίζουμε ότι με την Χάριν και το έλεος του Αγίου Τριαδικού Θεού και με την πάνδημη μετάνοια κλήρου, αρχόντων και αρχομένων γρήγορα να συνέλθουμε. Η ειλικρινής μετάνοια για τις αμαρτίες μας και η συγχώρεση όλων, ιδίως των εχθρών, καθίσταται αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε. Μόνο έτσι θα ξεκινήσει η ανάκαμψη και η υπέρβαση της κατευθυνομένης εκ της Μασονίας και του Σιωνισμού παγκοσμίου πνευματικής, ηθικής και οικονομικής κρίσεως. Αδήριτη, επίσης, είναι η ανάγκη της εκπληρώσεως του Τάματος του Έθνους, της ανεγέρσεως του μεγαλοπρεπούς Ναού του Σωτήρος, και όχι του σχεδιαζομένου μουσουλμανικού τεμένους, προς αναθέρμανση και αναζωπύρωση της Ελληνορθοδόξου ταυτότητος, ιδιοπροσωπείας και μνήμης μας.
Από ‘δω και στο εξής δεν πρέπει να επιτρέψουμε να ευδοκιμήσουν η ύβρη, η αγνωμοσύνη και η προδοσία. Η δόξα του εθνομάρτυ¬ρος Γρηγορίου, δόξα και τιμή του ιδίου του έθνους, πρέπει να προστατευθεί από τους λασπολόγους αρνητές, γιατί έτσι προστατεύεται και η ιστορία. Είναι καιρός να αναστήσουμε την ιστορική αλήθεια, να αποκαταστήσουμε, μαζί με τους θραυσμένους ανδριάντες, τις ιερές μνήμες των μεγάλων μορφών της εθνικής μας ιστορίας.

Τελειώνουμε την σημερινή ταπεινή ομιλία μας με την προφητεία του μακαριστού αγίου Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου : «Μετά την μπόρα την δαιμονική, θα έλθει η λιακάδα η θεϊκή».
Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας!

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Αποσπάσματα από το βιβλίο Ιεράρχες-Εθνάρχες και Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ στη συνείδηση του Γένους του ομοτίμου καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, αιδεσιμολογιωτάτου πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση.
2. Βλ. σχετικώς τη μελέτη της Χριστίνας Μπουλάκη-Ζήση, που αναφέρεται σε ένα συνεργάτη του πατριάρχου στα εκπαιδευτικά προγράμματα, τον Ιλαρίωνα Σιναΐτη, και δίνει συγχρόνως μία γενική εικόνα της καταστάσεως για την παιδεία. Ο τίτλος της μελέτης είναι. Ιλαρίων Σιναΐτης, Μητροπολίτης Τυρνόβου. Η ζωή και το έργο αυτού, Θεσσαλονίκη 1983. Πολύ καλή εικόνα για τη συμβολή της Εκκλησίας και του Γρηγορίου Ε’ στην οργάνωση της Παιδείας του Γένους δίδει ο Μ. Γεδεών, Η πνευματική κίνησις του Γένους κατά τον ιη’ και ιθ’ αιώνα, Αθήνα 1976. Απογοητευτική είναι η εικόνα που δίδει η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, διότι στηρίζεται η ανάλυση στις απόψεις των «διαφωτιστών», των παλαιών και νέων οπαδών του Αδαμ. Κοραή. Γράφει ο Μ. Γεδεών (ενθ’ ανωτ., σελ. 292-223). «Την υπέρ των γραμμάτων και σχολείων φροντίδα και εποπτείαν ταύτην η Μ. Εκκλησία ήσκει ουχί συνιστώσα μόνον, ουχί την ίδρυσιν ευλογούσα, αλλά και παρακελευομένη προς σπουδήν των γραμμάτων και παρορμώσα προς επανίδρυσιν εκπαιδευτηρίου τινός υπό χρονικής επηρείας εις νάρκωσιν περιπεσόντος. Ούτως εφρόντισε περί της ανασυστάσεως της εν τω παρελθόντι αιώνι τοσούτον κλέος αραμένης αθωνιάδος ακαδημίας, τω μεν 1800 διά της εις Άγιον Όρος εξαρχικής αποστολής του επισκόπου Σταγών Παϊσίου του Θεσσαλού, προ πεντήκοντα δε σχεδόν ετών επί της πρώτης πατριαρχείας του αειμνήστου Γερμανού Δ΄ του από Δέρκων, διά γραμμάτων ιδιωτικών και επισήμων. Διά τοιούτων εγκυκλίων ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ ο από Σμύρνης εν τε τη δευτέρα και τη τρίτη αυτού πατριαρχεία συνεβούλευε και προέτρεπε και προς ίδρυσιν εκπαιδευτηρίων, και προς ορθήν εκπαίδευσιν, νουθετών μετά της περί αυτόν ιεράς συνόδου, όπως αποφεύγωσιν οι μαθηταί και διδάσκαλοι τας τότε επιπολαζούσας ετεροδιδασκαλίας, αποτρέπων από της μακράς σπουδής επιστημών τίνων, ας εδίδασκον άνθρωποι, η σπουδάσαντες επιπολαίως εν τη Δύσει, ή παρασυρόμενοι υπό του διασυρίζοντος ηδέως πνεύματος της μεγάλης Γαλλικής Επαναστάσεως». Διά τον επιθυμούντα να μελετήση τα της Τουρκοκρατίας και της συμβολής του Οικουμενικού Πατριαρχείου απαραίτητες είναι οι πολλές αμερόληπτες ιστορικές μελέτες του Τ. Γριτσοπούλου.
3. Ανάλυση κριτική για την ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας της τότε εποχής βλ. Θ. Ζήση, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, Βίος-συγγράμματα-διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 186 κ.ε.
4. Περί των Φαναριωτών γράφει με θαυμασμό ο Επαμ. Σταματιάδης, Βιογραφίαι των Ελλήνων Μεγάλων Διερμηνέων του Οθωμανικού Κράτους, Αθήνα 1865, Θεσσαλονίκη 1973, υπό Π. Πουρναρά, σελ. 14-15. «Φαναριώται! όνομα προφερόμενον σήμερον παρά τινων αγνοούντων ή μη επισταμένως μελετησάντων την πάτριον ιστορίαν μετά φρίκης! Φαναριώται! όνομα θεωρούμενον σήμερον παρά πολλών ως συνώνυμον της χαμερπείας, ιταμότητος και πάσης κακοηθείας. Και όμως, αν ήμεθα δίκαιοι, οφείλομεν να θαυμάσωμεν τους μεγάλους εκείνους άνδρας, οίτινες ενώ όλη η Ελλάς εκοιμάτο τον βαρύν της δουλείας και απαιδευσίας ύπνον, μόνοι αντεπροσώπευον την ελληνικήν ευφυΐαν, εκράτουν εν τη παλάμη των την τύχην αχανούς αυτοκρατορίας, εκόλαζον τας κατά των ομογενών των αγρίας ορέξεις του φανατισμού και της βαρβαρότητος, εκαλλιέργησαν τας Μούσας διά τρόπου αξιοθαυμάστου, προσέφεραν δείγματα πατριωτισμού καταπληκτικού, και διά του αίματος αυτών εξηγίασαν βίον εθνικόν και αμώμητον. Ίσως και μεταξύ αυτών ευρέθησάν τινες έχοντες ελλείψεις (και τις άνθρωπος ο μη έχων τοιαύτας!) αλλ’ αι ελλείψεις αύται εξαφανίζονται εν τη πληθύι των αρετών, ουδέ δύναται να μη συνομολογήση τις ότι μέρος της εθνικής της υπάρξεως οφείλει η Ελλάς εις τους λεγομένους Φαναριώτας».
5. Δημοσιεύθηκε το 1983 στον τύπο ότι ο πάπας Παύλος ο ΣΤ΄ αποκατέστησε επί τέλους στη συνείδηση των Παπικών τα θύματα της Γαλλικής Επαναστάσεως, ανακηρύσσοντας σε οσίους και μάρτυρες πολλούς κληρικούς και μοναχούς που σφαγιάσθηκαν από τους επαναστάτες.
Συμπληρώνοντας το 2002 τα όσα το 1983 έγραφε ο π. Θεόδωρος Ζήσης για τη Γαλλική Επανάσταση παραθέτει όσα γράφει ο Russel Le¬wis σε άρθρο του, που δημοσιεύθηκε στη Wall Street Journal επ’ ευκαιρία της 14ης Ιουλίου, επετείου της Γαλλικής Επαναστάσεως.
Το άρθρο είχε τίτλο «Δεν υπάρχει τίποτε να γιορτάσουμε την ημέρα της κατάληψης της Βαστίλλης». Αναδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα», Κυριακή 14 Ιουλίου 2002. Καταλήγει με τα εξής: «Πολιτικά το κύριο δημιούργημα της Επανάστασης ήταν ένα κράτος πολύ πιο απολυταρχικό από αυτό του Λουδοβίκου ΙΔ’. Οι αγρότες πραγματικά απηλλάγησαν από τις φεουδαρχικές οφειλές και τη δεκάτη και πολλοί από αυτούς έγιναν κύριοι της γης τους, έχασαν όμως και τα φεουδαρχικά δικαιώματά τους στο σιτηρέσιο και στον θερισμό. Οι πλουσιώτεροι αγρότες και οι κερδοσκόποι κέρδισαν, οι πιο φτωχοί αγρότες έγιναν φτωχότεροι από ποτέ. Και βέβαια όλες οιτάξεις υπέφεραν εξίσου με τις επιστρατεύσεις, που πήραν τους γιους τους για να μη γυρίσουν ποτέ πίσω ή για να γυρίσουν ανάπηροι. Αυτό ήταν ένα βάρος πολύ πιο τυραννικό από τα όσα είχε επιβάλει το σήμερα διασυρόμενο παλαιό καθεστώς και αναπαρήχθη από πολλά κράτη, επιταχύνοντας έτσι τον κατήφορο στον καθολικό πόλεμο. Η απεχθέστερη κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης δεν ήταν ωστόσο αυτή. ήταν η αντίληψη ότι τα δύσκολα πολιτικά προβλήματα λύνονται καλύτερα διά της βίας. Στη χειρότερη μορφή της είναι η θεωρία ότι μια ενάρετη ή πεφωτισμένη ελίτ έχει το δικαίωμα -για το καλό του λαού- να επιβάλλει τις απόψεις της με την τρομοκρατία. Είναι μια κληρονομιά για την οποία μετανιώνουμε όλοι σήμερα. Καλή επέτειο!»
6. Σε επίσημο δελτίο της ΟΛΜΕ (Μάρτης 1983) σε κύριο άρθρο με τίτλο «25 Μαρτίου 1821: εθνική λαϊκή εξέγερση» διαστρέφουν το νόημα της επαναστάσεως λέγοντας ότι «το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία και ολοκλήρωση συνδυαζόταν στενά με το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη και αποκατάσταση των πλατιών λαϊκών μαζών, με πρωτοπορία την εξεγερμένη αγροτιά, που κύριος στόχος της ήταν η αναδιανομή της γης, τους βιοτέχνες και τους μικρεμπόρους. Εμπόδιο στα αιτήματα αυτά ήταν όχι μόνο η Τουρκική κυριαρχία, αλλά και τα ντόπια φεουδαρχικά δεσμά των κοτζαμπάσηδων, που αντιστρατεύονται οποιαδήποτε κοινωνική εξέλιξη που θα έθετε σε κίνδυνο τα προνόμιά τους. Οι κοτσαμπάσηδες και ο ανώτερος κλήρος στην πλειοψηφία τους είτε σύρθηκαν στην επανάσταση, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά μπροστά στο γενικό ξεσηκωμό, είτε προσχώρησαν υστερόβουλα αποβλέποντας σε μια νέα μορφή κυριαρχίας πάνω στον επαναστατημένο λαό».
7. Από το μοναστήρι, από τον ηγούμενο μαθαίνει ο λαός το μυστικό του ξεσηκωμού, όπως τραγουδά ο ίδιος σε δημοτικό τραγούδι. Στόχος δεν είναι να διώξουν τους Κοτζαμπάσηδες και τους δεσποτάδες, αλλά τον αλλόθρησκο και αλλοεθνή κατακτητή:
Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν τ’ αηδόνια κρυφά το λέει ο Γούμενος από την Άγια Λαύρα. Παιδιά για μεταλάβετε, για ξεμολογηθήτε, δεν είν’ ο περσινός καιρός κι ο φετεινός χειμώνας, μας ήρθ’ η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο, γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμούν τους Τούρκους. Να διώξουμ’ όλη την Τουρκιά ή να χαθούμε ούλοι.
8. Περικλή Βιζουκίδη, καθηγητού Παν/μίου Θεσ/νίκης, «Η Εκκλησία και ο ιερός άγων», εν Γρηγόριος Παλαμάς 21 (1937) 141-143.
9. Τ. Κανδηλώρου, ένθ’ ανωτ., σελ. 247-248.
10. Πολύ συγκροτημένο είναι το αγιολογικό άρθρο του Μπεκατώρου, στην Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, όπου βρίσκει κανείς τις σχετικές πληροφορίες.

impantokratoros.gr

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Άγιος Γρηγόριος Ε’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Συγγραφέας: kantonopou στις 10 Απριλίου 2013

img1730484Εορτάζει στις 10 Απριλίου εκάστου έτους.

Ἐν ἀγχόνη κὰν τέθνηκας Πατριάρχα,

ὁμως γε ἀεὶ ζῆς ἐν Ἐδὲμ τῇ θείᾳ.

Τῇ δεκάτῃ Πατριάρχης θῦμα γέγον’ οὕνεκα Ἔθνους.

Βιογραφία

Ο Άγιος Γρηγόριος, κατά κόσμο Γεώργιος Αγγελόπουλος, γεννήθηκε στη Δημητσάνα το έτος 1745 μ.Χ., από ευσεβείς και ενάρετους γονείς, τον Ιωάννη και την Ασημίνα. Το 1767 μ.Χ. μετέβη στη Σμύρνη, κοντά στον θείο του εκκλησιάρχη Μελέτιο, παρακολουθώντας μαθήματα στην Ευαγγελική Σχολή.

Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στην Πάτμο από τον Δανιήλ Κεραμέα. Μετά τις σπουδές του ήλθε στην αυτοκρατορική μονή της Μεταμορφώσεως των Στροφάδων νήσων, όπου εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Γρηγόριος. Από εκεί τον κάλεσε ο Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος και τον χειροτόνησε αρχιδιάκονό του. Όταν αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, επέστρεψε στη Δημητσάνα και έδωσε 1.500 γρόσια για την στέγαση των απόρων φοιτητών.

Ο Άγιος Γρηγόριος μυήθηκε στην Φιλική εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη περί τα μέσα του έτους 1818 μ.Χ. στο Άγιον Όρος. «Ἔδειξεν εὐθὺς ζωηρότατον ἐνθουσιασμὸν ὑπὲρ τοῦ πνεύματος αὐτῆς» και «ηὐχήθη ἀπὸ καρδίας», για την επιτυχία του σκοπού της.

Στις 19 Αυγούστου 1785 μ.Χ. εκλέγεται οικουμενικός Πατριάρχης και παραμένει στον πατριαρχικό θρόνο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1798 μ.Χ..

Κατά το έτος αυτό καθαιρείται από την Πύλη, διότι θεωρήθηκε ανίκανος να διατηρήσει την υποταγή των Χριστιανικών λαών κάτω από τον Τουρκικό ζυγό και εξορίζεται στο Άγιον Όρος. Το 1818 μ.Χ. κλήθηκε για τρίτη φορά στον Οικουμενικό θρόνο, στον οποίο και παρέμεινε μέχρι την ημέρα του μαρτυρικού του θανάτου.

Ο Κωνσταντίνος Κούμας αναφέρει ότι ο Άγιος Γρηγόριος δεν ήταν μόνο «σεμνὸς τὸ ἦθος, λιτὸς τὴν δίαιταν, ταπεινὸς τὴν στολήν, ζηλωτὴς τῆς πίστεως, δραστηριότατος εἰς ὅλα τὰ ἔργα του», αλλά ήταν και «ἄκαμπτος εἰς τᾶς ἰδέας του καὶ δὲν τὸν ἔμελε διὰ κανὲν ἐναντίων, ὅταν ἀπεφάσιζε τίποτε». Και ο Γρηγόριος αποφάσισε. Έταξε ως σκοπό στην ζωή του να υπηρετήσει πιστά το δούλο Γένος και να βοηθήσει με όλες τις δυνάμεις του και με την ζωή του στην απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό. Για την πραγματοποίηση του σκοπού του χρησιμοποιούσε όλη του τη διπλωματική δεξιοτεχνία.

Στην προσπάθειά του ο Εθνομάρτυρας να διασώσει τον Ελληνικό πληθυσμό από την σφαγή και συγχρόνως να παραπλανήσει τον Σουλτάνο και να δώσει την ευκαιρία στους αγωνιστές να εργάζονται ανενόχλητοι, αναγκάσθηκε να αφορίσει τους επαναστάτες.

Συντριπτική απάντηση στους κατήγορους του Γρηγορίου θα δώσει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με τις οδηγίες που έστειλε από το Κισνόβιο της Βεσσαραβίας στους αρχηγούς της Πελοποννήσου: «Ὁ μὲν Πατριάρχης βιαζόμενος παρὰ τῆς Πόρτας σᾶς στέλλει ἀφοριστικὸ καὶ ἐξάρχους, παρακινώντας σας νὰ ἑνωθῆτε μὲ τὴν Πόρταν. Ἐσεῖς ὅμως νὰ θεωρῆτε ταῦτα ὡς ἄκυρα καθόσον γίνοντα μὲ βίαν καὶ δυναστείαν καὶ ἄνευ θελήσεως τοῦ Πατριάρχου». «Ἂς μὴν λησμονήσωμεν ὅτι ὑπάρχουν περιστάσεις καθ’ ἃς ἀπαιτοῦνται θυσίαι μεγαλύτεραι καὶ αὐτῆς τῆς θυσίας τῆς ζωῆς καὶ ὅτι ἐνίοτε ἡ μαρτυρικὴ ζωὴ εἶναι πικρότερον ἀλλὰ πλέον ἐπιβεβλημένον καθῆκον καὶ αὐτοῦ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Καὶ αὐτὴν τὴν ὑπέρτατην θυσίαν προσέφερεν ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης, ὅστις συνησθάνθη συναίσθημα πικρότερον καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου, ὅταν θυσιάζων πάντα ἐγωισμὸν καὶ ἀποβλέπων εἰς τὸ ἀληθινὸν συμφέρον, ἠναγκάσθη νὰ θέση τὴν ὑπογραφὴν του κάτωθι ἐγγράφου καταδικάζοντας τὸ κίνημα, ὑπὲρ τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ὁποίου ὁλοψύχως ηὔχετο καὶ εἰργάζετο. Ὑπογράφων, ἀπεμάκρυνε τᾶς ὑπονοίας τῆς Πύλης περὶ συμμετοχῆς εἰς τὸ κίνημα ἐπισήμων κύκλων, μὴ ὑπογράφων, θὰ ἐπεβεβαίου τᾶς ὑπονοίας, ὄτε δεινὴ ἐπιπίπτουσα ἡ τιμωρία τοῦ τυράννου κατὰ τῶν βυσσοδομούντων, θὰ ἐνέκρου τὸ κίνημα πρὶν ἢ ἐκραγῆ. Ἄλλως ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης μετὰ θαυμαστῆς ἐγκαρτερήσεως ὑπέστη τὸ μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη τὸ μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη ἡ ὥρα, καίτοι ἠδύνατο νὰ σωθῆ διὰ τῆς φυγῆς».

Είναι χαρακτηριστική η επιστολή που έστειλε ο Άγιος Γρηγόριος στις 26 Δεκεμβρίου 1820 μ.Χ. στον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα και πολύτιμη από ιστορική άποψη, γιατί αποδεικνύει πως ο Εθνομάρτυς παρακολουθούσε όλα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, σε όλες του τις λεπτομέρειες και τις προετοιμασίες για την επανάσταση: «Ἀμφοτέρα τᾶς τιμίας ἐπιστολᾶς, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ Φοῦντα Γαλαξειδιώτου, ἀσφαλῶς ἐδεξάμην καὶ τοὺς ἐν αὐταὶς τιμίους λόγους ἔγνων. Ἐχεμυθείας, ἀδελφέ, μεγίστη χρεία καὶ προφύλαξις περὶ πᾶν διάβημα, οἱ γὰρ χρόνοι πονηροὶ εἰσι καὶ ἐν ταὶς φιλοπατριώταις ἐστι καὶ μοχθηρῶν ζύμη, ἀφ’ ἧς ὡς ἀπὸ ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακὸν γὰρ πολλοὶ μηχανώνται διὰ τὸ τῆς φιλοπλουτίας ἔγκλημα. Διὸ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξω κοινολογῶν μοι ἐμπιστευομένοις πατριώταις, τὰ ἐχεμυθείας δεόμενα. Οἱ Γαλαξειδιώται, οὖς ἐπιστέλλεις μοι συνεχῶς, πεφροντισμένως ἐνεργούσι, καὶ ἀφ’ ὧν ἔγνω ἀδύνατον ἀντὶ παντὸς τιμίου οὐδ’ ἐλάχιστον λόγον ἕρκος ὀδόντων φυγείν. Οὐ μόνον τὰ σά, ἀλλὰ καὶ τὰ τῶν ἐν Μορέᾳ ἀδελφῶν γράμματα κομίζουσι μοι. Ἡ τοῦ Παπανδρέα πρᾶξις πατριωτικὴ μὲν τοὶς γινώσκουσι τὰ μύχια, κατακρίνουσι δὲ οἱ μὴ εἰδότες τὸν ἄνδρα. Κρυφὰ ὑπερασπίζου αὐτόν, ἐν φανερῷ δὲ ἄγνοιαν ὑποκρίνου, ἔστι δ’ ὄτε καὶ ἐπίκρινε τοὶς θεοσεβέσιν ἀδελφοὶς καὶ ἀλλοφύλοις. Ἰδὶα πράυνον τὸν Βεζύρην λόγοις καὶ ὑπόσχεσιν, ἀλλὰ μὴ παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα. Ἄσπασον οὒν ταὶς ἐμαὶς εὐχαὶς τοὺς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου κρατύνει αὐτούς, ἐγγὺς δ’ ἔστι τοῦ Σωτῆρος τὸ Πάσχα. Αἳ εὐχαὶ τῆς ἐμῆς μετριότητος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου, ἀδελφέ μου Ἠασαΐα. Γεωργοὶ ἀκαμάτως καὶ ὄλβια γεώργια δώσοι σοι ὁ Πανύψιστος».

Ο Άγιος Γρηγόριος συνιστούσε τον αγώνα για την ελευθερία και τον ενίσχυε με κάθε μέσο. Ήταν αποφασισμένος να θυσιασθεί για την Πατρίδα. «Χρεωστοῦμεν», έλεγε, «νὰ ποιμαίνωμεν καλῶς τὰ ποίμνιά μας καὶ χρείας τυχούσης νὰ κάμωμεν, ὅπως ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς δι’ ἠμᾶς διὰ νὰ μᾶς σώση….».

Σε επιστολή που έστειλε προς τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, έγραφε: «Συλλειτουργὲ ἐν Χριστῷ καὶ λίαν ἀγαπητὲ ἀδελφέ. Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 20 Ἀπριλίου ἐπιστολήν σου. Ἡ ἀπόφασίς μου περὶ μελετωμένης ἀνορθώσεως «σχολῆς» τῆς φιλτάτης πατρίδος εἶναι τοιαύτη, ὡς ἡ ἰδική σας. Ὅπως θέλῃς μάθει καὶ παρὰ τοῦ ἰδίου. Τὸ κιβώτιον τοῦ ἐλέους πρέπει νὰ ἐμψυχωθῆ. Καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Κυρίου ἀνθρώπιναι δυνάμεις δὲν δύνανται νὰ τὴν μεταβάλουν. Γενηθήτω τὸ θέλημά Του».

Κάτω από την λέξη «σχολήν» υπονοούσαν την Ελληνική Επανάσταση. Οι Φιλικοί μάλιστα ονόμασαν επιστάτες της σχολής τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο και τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Πολύκαρπο.

Όταν σε μια συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος προέτρεψε τον Πατριάρχη να μεταβούν στην Πελοπόννησο για να τεθούν επικεφαλής της Επαναστάσεως, ο Γρηγόριος ο Ε’ απάντησε: «Καὶ ἐγὼ ὡς κεφαλὴ τοῦ Ἔθνους καὶ ὑμεῖς ὡς Σύνοδος ὀφείλομεν νὰ ἀποθάνωμεν διὰ τὴν κοινὴν σωτηρίαν. Ὁ θάνατος ἠμῶν θὰ δώση δικαίωμα εἰς τὴν Χριστιανοσύνην νὰ ὑπερασπίση τὸ Ἔθνος ἐναντίων τοῦ τυράννου. Ἀλλ’ ἂν ὑπάγωμεν ἠμεῖς νὰ θαρρύνωμεν τὴν Ἐπανάστασιν, τότε θὰ δικαιώσωμεν τὸν Σουλτάνον ἀποφασίσαντα νὰ ἐξολοθρεύση ὅλον τὸ Ἔθνος».

Όταν μερικοί προσπάθησαν να τον πείσουν να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να σώσει τον εαυτό του, ο καλός ποιμένας απάντησε: «Μὲ προτρέπετε εἰς φυγήν. Μάχαιρα θὰ διέλθη τᾶς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε ὅπως ἐγὼ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εἰς πλοῖον ἢ κλεισθῶ ἐν οἰκίᾳ οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ὑμῶν Πρεσβευτοῦ, ν’ ἀκούω δὲ ἐκεῖθεν πῶς οἱ δήμιοι κατακρεουργούσι τὸν χηρεύοντα λαόν. Οὐχί! Ἐγὼ διὰ τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τὸ Ἔθνος μου, οὐχὶ δὲ ὅπως θὰ θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπῳ μου. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης, θὰ μάχωνται μετὰ μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τὴν νίκην. Εἰς τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ’ ὑπομονῆς εἰς ὅτι καὶ ἂν μοῦ συμβῇ. Σήμερον (Κυριακὴ τῶν Βαΐων) θὰ φάγωμεν ἰχθεῖς, ἀλλὰ μετὰ τίνας ἡμέρας καὶ ἴσως καὶ ταύτην τὴν ἑβδομάδα οἱ ἰχθεῖς θὰ μᾶς φάγωσιν… Ναί, ἂς μὴ γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων. Δὲν θὰ ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τᾶς ὁδοὺς τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καὶ τῆς Ἀγκῶνος διερχόμενον ἐν μέσῳ τῶν ἀγυιῶν νὰ μὲ δακτυλοδείκτωσι λέγοντες: “Ἰδοὺ ἔρχεται ὁ φονεὺς Πατριάρχης”. Ἂν τὸ Ἔθνος μου σωθῆ καὶ θριαμβεύση, τότε πέποιθα θὰ μοῦ ἀποδώση θυμίαμα ἐπαίνου καὶ τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τὸ χρέος μου… Ὑπάγω ὅπου μὲ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ Ἔθνους καὶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος, ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων».

Ο Γρηγόριος ο Ε’, ο φλογερός αυτός Ιεράρχης, ακολούθησε τον δρόμο του. Σάρκωσε ολόκληρο το υπόδουλο Γένος. Επωμίσθηκε το σταυρό του. Ανέβηκε το Γολγοθά του. Δέχθηκε ραπίσματα, χλευασμούς, εμπτυσμούς και τέλος τον θάνατο με απαγχονισμό. Μπροστά στο Πατριαρχείο, την ημέρα του Πάσχα του 1821, οι Τούρκοι κρέμασαν τον Πατριάρχη.

Στο έγγραφο της καταδίκης του (τουρκιστί «γιαφτάς»), αναφέρεται η αιτία του απαγχονισμού του: «.…Ἀλλ’ ὁ ἄπιστος πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων… ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας του, ὄχι μόνον δὲν εἰδοποίησεν οὐδ’ ἐπαίδευσε τοὺς ἀπατηθέντας, ἀλλὰ καθ’ ὅλα τὰ φαινόμενα ἦτο καὶ αὐτός, ὡς ἀρχηγός, μυστικὸς συμμέτοχος τῆς Ἐπαναστάσεως… ἀντὶ νὰ δαμάσῃ τοὺς ἀποστάτας καὶ δώση πρῶτος τὸ παράδειγμα τῆς εἰς τὰ καθήκοντα ἐπιστροφῆς τῶν, ὁ ἄπιστος οὗτος ἔγινεν ὁ πρωταίτιος ὅλων τῶν ἀνεφυεισῶν ταραχῶν.

Εἴμεθα πληροφορημένοι ὅτι ἐγεννήθη ἐν Πελοποννήσῳ καὶ ὅτι εἶναι συνένοχος ὅλως τῶν ἀταξιῶν, ὄσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν Καλαβρύτων…

Ἐπειδὴ πανταχόθεν ἐβεβαιώθημεν περὶ τῆς προδοσίας του ὄχι μόνος εἰς βλάβην τῆς ὑψηλῆς Πύλης, ἀλλὰ καὶ εἰς ὄλεθρον αὐτοῦ τοῦ ἔθνους του, ἀνάγκη ἦτο νὰ λείψη ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς καὶ διὰ τοῦτο ἐκρεμάσθη πρὸς σωφρονισμὸ τῶν ἄλλων».

Ένα χρόνο μετά τον απαγχονισμό και την μεταφορά του τιμίου λειψάνου του από τον πλοίαρχο Μ. Σκλάβο στην Οδησσό της Ρωσίας, ο Ζακυνθινός ιερωμένος Οικονόμος Νικόλαος Κοκκίνης, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου, εφημέριος τότε του παλαίφατου ναού της Οδηγήτριας και φλογερότατος Φιλικός, ευαισθητοποιημένος από την θυσία του Πατριάρχη, συνθέτει Ακολουθία προς τιμήν του νέου Ιερομάρτυρα, κάτι που αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Άγιος Γρηγόριος στη συνείδηση του Γένους κατέκτησε αμέσως με το τίμιο αίμα του θέση Αγίου.

Το 1871 μ.Χ. η Εκκλησία της Ελλάδος θεώρησε επιβεβλημένο να μετακομίσει το τίμιο λείψανό του από την Οδησσό στην απελεύθερη Αθήνα. Για τον σκοπό αυτό συστάθηκε Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν ο Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Β’ ο Κατραμής και Αρχιμανδρίτης Αβέρκιος Λ. Λαμπίρης, Α’ γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου. Στην Οδησσό απεδόθησαν από τα μέλη της Επιτροπής και τους εκεί ομόδοξους τιμές Αγίου στο ιερό λείψανο του Αγίου Γρηγορίου. Κατά την Πανυχίδα μάλιστα, που τελέσθηκε εκεί κατά την ημέρα της μνήμης του, «εἐξεφώνισεν ἀπ’ ἄμβωνος, κατ’ ἐπίμονον τῶν ὁμογενῶν ἀπαίτησιν, λογύδριον ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου». Το ιερό λείψανο έφθασε στην Αθήνα την 25η Απριλίου 1871 μ.Χ., όπου οι Αθηναίοι του επεφύλαξαν πάνδημη υποδοχή. Με κατάνυξη και αγαλλίαση εναπετέθη στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα σε περίβλεπτη λάρνακα.

Στις 10 Απριλίου 1921 μ.Χ. ανακηρύχθηκε Άγιος από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα τῆς Παρθενίας Σου.

Ἡ Πελοπόννησος ἡ πολυθαύμαστος, γεννησαμένη σε, Μάρτυς Γρηγόριε, καὶ θρεψαμένη καλλοναῖς, αὐγάζεται τῆς δόξης σου, μᾶλλον δ’ ἡ περίδοξος Ἀθηνῶν πόλις τέρπεται, ἐν τοῖς κόλποις ἔχουσα, τὸ σεβάσμιον σκῆνός σου. Διὸ καὶ γεγηθυῖαι κραυγάζουσι, δόξα Θεῷ τῷ Παντοκράτορι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.

Εὐλογητὸς εἷ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὸν θεῖον Πατριάρχην ἐνισχύσας, οὐρανόθεν ἐκπέμψας αὐτῶ βοήθειαν, καὶ δι’ αὐτοῦ Ἑλλήνων Ἔθνος ἀνυψώσας, πρὸς προγόνων τὴν εὔκλειαν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Δημητσάνης τὸν γόνον βυζαντίου τὸν πρόεδρον, καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης, γέρας θεῖον καὶ καύχημα. Γρηγόριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς Μάρτυρα Χριστοῦ πανευκλεῆ, ἶνα λάβωμεν πταισμάτων τὸν ἱλασμόν, παρὰ Θεοῦ κραυγάζοντες. Δόξα τῷ δεδωκότι σου ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐν εὐκλείᾳ οὐρανῶν, δοξασαντᾶ σε Ἅγιε.

Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἀθροισθέντες ἅπαντες, γνήσιοι παῖδες, τῆς Ἑλλάδος σήμερον, ἐπὶ τὴν πόλιν Ἀθηνῶν, τὸν Πατριάρχην Γρηγόριον, ἄσμασι θείοις, λαμπρῶς ἑορτάσωμεν.

Κάθισμα

Ἦχος α’. Τὸν τάφον Σου Σωτὴρ.

Ἀδάμας ὡς στεῤῥὸς, ὡς ἀκλόνητος πύργος, ὥς ἄκμων ἀκαμπὴς, προσβολαῖς τῶν ἀνόμων, ὑπήνεγκας Γρηγόριε, καὶ οὐδόλως εἰδέδεξαι, τὴν ἀσέβειαν, τὴν δὲ ὀρθόδοξον πίστιν, ἀνεκήρυξας, ἐν τῷ σταδίῳ γενναίως, διὸ σὲ γεραίρομεν.

Ἕτερον Κάθισμα

Ἦχος α’. Τὸν τάφον Σου Σωτὴρ.

Επέλαμψεν ἰδοὺ, ἡ ἁγία ἡμέρα, τῆς θείας ἑορτῆς, τοῦ σοφοῦ Πατριάρχου, ἡρώων ἀπόγονοι, εύσεβέστατοι Ἕλληνες, ταύτην σήμερον, περιχαρῶς ὁμοὺ πάντες, ἑορτάσωμεν, τῆς γὰρ ἡμῶν σωτηρίας, ἡ πρόξενος γέγονε.

Ὁ Οἶκος

Τὴν τῶν προγόνων ἐκποθῶν δόξα, ὁ Πατριάρχης ἀναλαβεῖν τὸ Ἔθνος τὸ τῆς Ἑλλάδος, ἐν τῇ ἀγχόνῃ άρνατηθήναι ὑπέμεινεν, ὑπὸ γένους ἀσεβοῦς, ἀθῶος ὡς ἐνοχος. Τοῦτον οὗν ὁ εὐσεβείας κλάδος Αὐτοκράτωρ δεξάμενος, ἐπαξίως ἐνταφιάζει ἐν πόλει τῆς Ὀδέσσης. Ὅθεν εἱ δι’ αὐτοῦ λυτρωθέντες Ἕλληνες ὑπὸ τοῦ σκληροῦ ζυγοῦ, καὶ σήμερον πάντες ἐν τῇ ἑορτῇ αὺτοῦ συναθροισθέντες, ἄσμασι θείοις, λαμπρῶς ἑορτάσωμεν.

Μεγαλυνάριον

Τοῖς Ἱερομάρτυσι καὶ σεπτοῖς, θεῖοις Ἱεράρχαις, συγχορεύων ἐν οὐρανοῖς, Γρηγόριε μάκαρ, Ὁσίοις καὶ δικαίοις, καῖ πάσι τοῖς Ἁγίοις, ἡμῶν μνημόνευε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Τὸν Ἱερομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τοῦ Πανελληνίου, ἀπροσμάχητον βοηθὸν, φὐλακα καὶ ῥύστην, τῶν ἐπικαλουμένων, Γρηγόριον τὸν νέον, πάντες ὑμνήσωμεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Τὸν φωστῆρα πάντες τὸν φαεινὸν, τὸν ἐκ Δημητσάνης, ὰπαστράψαντα αἰσθητῶς, ποιμένων τὴν δόξαν, καὶ κλέος τῶν Μαρτύρων, Γρηγόριον τὸν νέον, ὕμνοις τιμήσωμεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Δεῦτε εὐφημήσωμεν οἱ λαοὶ, τὸν θεῖον Ποιμένα, καὶ ὑπέρμαχον τῶν πιστῶν, τὸν ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους, καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐν ξύλῳ ἠρτηθέντα, ὡς ὁ Δεσπότης Χριστὸς.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Τῆς Πελοποννήσου θείος βλαστὸς, καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλήσιας ὁ θησαυρὸς, καῖ τοῦ Πανελληνίου, τὸ καύχημα τὸ μέγα, Πατριαρχῶν τὸ κλέος, νέε Γρηγόριε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Βασιλεὺς παράνομος τὸν κλεινὸν, κρεμᾶ Πατριάρχην, ἐν τῶ ξύλῳ παραφρονῶν, Βασιλεὺς δὲ πάλιν, φιλευσεβὴς δὲ τοῦτον, δεχόμενος κηδεύει, εἰς γῆν Ὀρθόδοξον.

saint.gr -vatopaidi

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ο Άθως· το Άγιον Όρος

Συγγραφέας: kantonopou στις 3 Απριλίου 2013

ATHOS_009_E

Ο Άθως κατά την αρχαία ελληνική εποχή

Ο Άθως αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα (Ξ. 219). 0 Ηρόδοτος αναφέρει τις εξής αρχαίες πόλεις στην περιοχή του Άθω: Σάνη, Ολόφυξος,Ακρόθωον, Θύσσος, Κλεωναί.[1] Ο Στράβων αναφέρει επιπλέον την πόλη Χαράδρια, ενώ ο Πλίνιος αρκετούς αιώνες αργότερα μνημονεύει την ύπαρξη των πόλεων Ουρανούπολις, Παλαιώτριον, Θύσσον, Κλέωνας και Απολλωνία.

Η εξακρίβωση της θέσης των πόλεων αυτών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η Σάνη τοποθετείται από τους περισσοτέρους στη θέση Τρυπητή, δίπλα στη διώρυγα του Ξέρξη, το Δίον στον Πλατύ Γιαλό, στον κόλπο της Ακάνθου στην Ιερισσό, η Ολόφυξος στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου, η Ακρόθωον κοντά στο ακρωτήριο του Άθω, η Θύσσος στην περιοχή των μονών Δοχειαρίου και Κωνσταμονίτου, και οι Κλεωνές κοντά στη μονή Ξηροποτάμου. Η Χαραδρία πιθανόν να βρισκόταν κοντά στη σημερινή μονή Βατοπεδίου.

Οι πόλειε αυτές κατοικούνταν κυρίως από Θράκες και Πελασγούς.[2] Όλες οι πόλεις υποτάχθηκαν στους Μακεδόνες επί της βασιλείας του Φιλίππου Β’.

Ο Άθως κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες

Σύμφωνα με την παράδοση, μια τρικυμία ανάγκασε την Παναγία, που ταξίδευε με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη για να συναντήσει τον Λάζαρο, να καταφύγει στη θέση της σημερινής μονής Ιβήρων. Η περιοχή της άρεσε ιδιαίτερα και ζήτησε από τον Χριστό να της δωρίσει τη χερσόνησο.

Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε άρχισαν να εγκαθίστανται οι πρώτοι ασκητές στον Άθω.Πάντως φαίνεται ότι τον 8ο αι. θα πρέπει κάποιοι εικονολάτρες μοναχοί να κατέφυγαν στον Άθω, διότι στην Οικουμενική Σύνοδο του 843 έλαβαν μέρος ασκητές μοναχοί από τον βιθυνικό Όλυμπο, την Ιδη και τον Άθω. Επομένως, όχι μόνον θα πρέπει να είχαν εγκατασταθεί στον Άθω τα προηγούμενα χρόνια ασκητές μοναχοί, αλλά θα πρέπει να είχαν αποκτήσει μεγάλη φήμη για την αρετή τους και για τις θεολογικές τους απόψεις.

Στα τέλη του 9ου αι. υπήρχαν στη χερσόνησο του Άθω πολλοί ερημίτες, μικρές σκήτες και λαύρες, κυρίως στην περιοχή του Ισθμού. Μεταξύ των ερημιτών ξεχώρισαν οι μορφές του Πέτρου του Αθωνίτη και του Ευθυμίου Θεσσαλονίκης. Την ίδια εποχή(872), όπως αναφέρεται και σε σιγίλλιο του Βασιλείου Α’ που δεν σώθηκε, είχε ιδρυθεί η μονή Κολοβού κοντά στην Ιερισσό.

Το 911 η Έδρα του Πρώτου, η «Καθέδρα των Γερόντων», έχει μεταφερθεί από τη θέση της, κοντά στη διώρυγα του Ξέρξη, σε νέα θέση, στη «Μέση», όπως αποκαλούνταν τότε οι Καρυές. Η μετακίνηση αυτή πρέπει να οφείλεται στην αύξηση του αριθμού των μοναχών και στην επέκταση του μοναχισμού σε όλη τη χερσόνησο του Άθω. Η«Μέση» χρησίμευε ως τόπος κατοικίας του Πρώτου που εκλεγόταν από τους μοναχούς όλων των μοναστηριών και ήταν ο πνευματικός ιεράρχης. Πάντως, η κατάσταση του μοναχισμού στο α’ μισό του 9ου αι. δεν ήταν καλή. Οι περισσότεροι μοναχοί ακολουθούσαν ακόμη τους κανόνες του ερημιτισμού, έμεναν σε αυτοσχέδιες καλύβες,τρέφονταν με τους καρπούς αγρίων δένδρων και υπέφεραν από τις συχνές επιδρομές των πειρατών. Η κατάσταση αυτή άλλαξε με την άφιξη στο Άγιον Όρος του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη.

Όσιος Αθανάσιος Αθωνίτης

Ο Άγιος είχε γεννηθεί στην Τραπεζούντα του Πόντου από εύπορους γονείς. Εκάρη μοναχός και μόνασε επί τέσσερα χρόνια στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Από εκεί έφυγε για να μονάσει στο Άγιον Όρος. Το 961, ύστερα από τη συνάντησή του με τον τότε πανίσχυρο στρατηγό και μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, άρχισε την ανέγερση της μονής της Μεγίστης Λαύρας, ενός μοναστηριού στο οποίο επρόκειτο να μονάσει στα γεράματά του και ο ίδιος ο Νικηφόρος Φωκάς.

Όμως,η μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα του Αθανασίου προκάλεσε την αντίδραση των περισσοτέρων ασκητών, που συσπειρώθηκαν γύρω από τον μοναχό Παύλο Ξηροποταμίτη,κατηγόρησαν τον όσιο Αθανάσιο στον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή ότι αλλοιώνει το χαρακτήρα του Αγίου Όρους. Ο αυτοκράτορας ρύθμισε τις διαφορές με ένα αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο, τον περίφημο «Τράγο», το παλαιότερο έγγραφο με αυτοκρατορική υπογραφή. Με το τυπικό αυτό ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο η δραστηριότητα του οσίου Αθανασίου. Μέχρι το θάνατό του, το 1000, ο Αθανάσιος όχι μόνον δημιούργησε το μεγάλο και επιβλητικό οικοδομικό συγκρότημα της Μεγίστης Λαύρας, αλλά εξασφάλισε επαρκή έσοδα για τη συντήρηση του μοναστηριού και έθεσε τις βάσεις για τον κοινοβιακό μοναχισμό.

Ο Άθως τον 11ο-15ο αι.

Τον11ο και 12ο αιώνα ο Άθως μεταβλήθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά μοναστικά κέντρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ιδρύθηκαν πολλές μονές, ενώ οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες με χρυσόβουλα και σιγγίλια παραχώρησαν στις μονές πολλά προνόμια και μεγάλες γεωργικές εκτάσεις. Την ίδια εποχή που οι μοναστικές κοινότητες της Μικράς Ασίας εξαφανίζονταν λόγω των επιδρομών των Σελτζούκων Τούρκων, στον Άθω τα κοινόβια ανθούσαν, η έγγεια περιουσία τους αυξανόταν συνεχώς και ταυτόχρονα αυξανόταν η επιρροή τους, ενώ η παράδοση των ασκητών ερημιτών εξακολούθησε να παραμένει ζωντανή.

Η εγκατάσταση των Λατίνων στην Ελλάδα μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας προκάλεσε μεγάλα δεινά στα μοναστήρια του Άθω, σε σημείο που οι Αγιορείτες μοναχοί αναγκάστηκαν να ζητήσουν την προστασία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’. Και τα επόμενα χρόνια όμως, μετά την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, οι Αγιορείτες υπέφεραν πολλά, διότι τάχθηκαν εναντίον της επιδιωκόμενης από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες ένωσης των δυο εκκλησιών, καθολικής και ορθοδόξου.

Ο14ος αιώνας ήταν αιώνας διαρκών κινδύνων και ακμής για το Άγιον Όρος. Στην αρχή του αιώνα οι μισθοφόροι της Καταλανικής Εταιρείας επέδραμαν στο Άγιον Όρος επί δυο έτη (1307-1309), άλωσαν πολλές μονές, λεηλάτησαν τους θηααυρούς της Χριστιανοσύνης και τρομοκρατούσαν τους μοναχούς. Όμως στα μέσα του αιώνα η Μακεδονία πέρασε στην κυριαρχία του Σέρβου ηγεμόνα Στέφανου Δουσάν, ο οποίος επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και ενίσχυσε οικονομικά πολλές μονές.

Το κίνημα του Ησυχασμού

Οι μοναχοί του Αγίου Όρους αποδέχθηκαν τον Ησυχασμό. Σύμφωνα με τον ιδρυτή της«Ησυχίας», Γρηγόριο Σιναΐτη, οι μοναχοί μπορούσαν να δουν το θαβώριο φως, αν ήταν ενάρετοι, δεν ασχολούνταν με τίποτε άλλο παρά μόνον με την προσευχή,καθισμένοι από το πρωί ως το βράδυ στο ίδιο μέρος, συγκεντρωμένοι να επαναλαμβάνουν νοερά την προσευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ ελέησόν με…». Η ελπίδα ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να φθάσουν κοντά στο Θεό ήταν ίσως μια αντίδραση στους συνεχώς αυξανόμενους εξωτερικούς κινδύνους και στην κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Το κίνημα του Ησυχασμού δίχασε τη βυζαντινή κοινωνία. Ορισμένοι δέχθηκαν τον Ησυχασμό με φανατισμό, άλλοι αντέδρασαν βίαια, εξαιτίας κυρίως των υπερβολών στις οποίες προέβαιναν μερικοί ζηλωτές. Ο Ησυχασμός υποστηρίχθηκε κι από τους Βυζαντινούς αριστοκράτες και τελικά επικράτησε σε τρεις συνόδους (1341, 1347, 1351). Ο Γρηγόριος Παλαμάς, πρώην μοναχός στο Άγιον Όρος, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και υπερασπιστής του Ησυχασμού, ανακηρύχθηκε άγιος, όπως και πολλοί άλλοι ηγέτες των ησυχαστών. Η προσπάθεια ταυ μοναχού Βαρλαάμ και του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ να καταπολεμήσουν το κίνημα του Ησυχασμού και να περιορίσουν την εξάπλωσή του δεν είχε αποτέλεσμα, τουλάχιστον στο Άγιον Όρος.

Η οθωμανική κυριαρχία

Οι Οθωμανοί Τούρκοι εμφανίστηκαν στον Άθω για πρώτη φορά στα τέλη του 14ου αι.,ενώ στις αρχές του 15ου αι., το Άγιον Όρος έγινε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι μοναχοί κατόρθωσαν να επιτύχουν τη διατήρηση των προνομίων τους,της διοικητικής αυτονομίας τους και της κτηματικής περιουσίας τους απότουςσουλτάνους Μουράτ Β’ και τουε επιγόνους του, όμως ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν ετήσιο κεφαλικό φόρο (χαράτσι), καθώς και έκτακτους πολύ υψηλους φόρους.

Όμως,παρά τις κατά καιρούς επίσημες εγγυήσεις των σουλτάνων, οι Οθωμανοί προσπάθησαν δύο φορές να δημεύσουν την ακίνητη περιουσία των μονών του Άθω. Την πρώτη, το1432/33, από τον σουλτάνο Μουράτ και τη δεύτερη, το 1568, από τον σουλτάνο Σελίμ Β΄. Οι Αγιορείτες και τις δυο φορές κατόρθωσαν να εξαγοράσουν τα κτήματά τους καταβάλονταςυψηλά ποσά.

Η αβεβαιότητα των καιρών και η υψηλή φορολογία μείωσαν τον αριθμό των μοναχών και οδήγησαν αρκετές μονές στην ερήμωση. Οι μοναχοί προτιμούσαν να μονάζουν σε κελιά και σε σκήτες και απέφευγαν τα μοναστήρια. Οι μονές αναγκάστηκαν να μετατραπούν από κοινοβιακές σε ιδιόρυθμες. Μια προσπάθεια που έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης στα τέλη του 18ου αι. να μετατραπούνοι μονές και πάλι σε κοινοβιακές δεν είχε διαρκή αποτελέσματα. Τον 16ο και το πρώτο μισό του 17ου αι., οι μονές βρίσκονταν σε πλήρη αδυναμία να συντηρήσουν τους μοναχούς και να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Όμως, από το δεύτερο μισό του17ου αι., οι ηγούμενοι των μονών στράφηκαν προς τους ηγεμόνες της Ρωσίας, της Βλαχίας και της Μολδαβίας και εκείνοι άρχισαν να πραγματοποιούν μεγάλες δωρεές στις αγιορείτικες μονές.

Το Άγιον Όρος κατά τους νεότερους χρόνους

Οι δυο πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. προοιώνιζαν μια νέα περίοδο ακμής για το Άγιον Όρος. Είχαν εξοφληθεί όλα σχεδόν τα χρέη των μονών, είχε αρχίσει η ανοικοδόμηση νέων κτιρίων και αρκετές μονές επανήλθαν στο κοινοβιακό σύστημα. Όμως,το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, το 1821,έφερε νέες συμφορέςστο Άγιον Όρος.Πολλοί μοναχοί ξεσηκώθηκαν και έλαβαν μέρος στις πρώτες πολεμικές συγκρούσεις, χιλιάδες γυναικόπαιδα κατέφυγαν ωςπρόσφυγες στον Άθω και τουρκικά ένοπλα σώματα εισήλθαν στο Άγιον Όρος, επέβαλαν βαρύτατη φορολογία και εγκατέστησαν στρατιωτικές φρουρές σε κάποιες μονές.

Η λήξη της Ελληνικής επανάστασης έφερε και πάλι ηρεμία στο Άγιον Όρος και άρχισε να αυξάνεται ο αριθμός των μοναχών. Πολλοί από αυτούς μάλιστα,δεν ήταν Έλληνες, αλλά Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρώσοι, Ρουμάνοι, κ.λ.π.. Μάλιστα,κάποιες σλαβικές χώρες, με πρώτη τη Ρωσία, είδαν το γεγονός αυτό ως ευκαιρία για επέκταση της επιρροής τους στην περιοχή. Παρείχαν μεγάλα ποσά για την ανοικοδόμηση των παλαιών μονών και για την ίδρυση νέων σκητών. Έτσι, η μονή Ζωγράφου τέθηκε υπό βουλγαρική επιρροή, η μονή Χιλανδαρίου υπό σερβική επιρροή και η μονή Αγίου Παντελεήμονος υπό ρωσική επιρροή. Επίσης, οι Βούλγαροι ίδρυσαν την κοινοβιακή σκήτη Μπογκορόντιτσα, οι Ρώσοι την κοινοβιακή σκήτη του Αγίου Ανδρέα και οι Ρουμάνοι την κοινοβιακή σκήτη του Τιμίου Προδρόμου.

Η οθωμανική κυριαρχία τερματίστηκε το 1912, όταν ξέσπασε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος.Μια ελληνική ναυτική μοίρα αποβιβάστηκε στη Δάφνη και κατέλαβε την περιοχή.Τελικά, η συνθήκη τηςΛωζάνης αναγνώρισε ότι το Άγιον Όρος βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία,αλλά «αποτελείαυτοδιοίκητον τμήμα του ελληνικούκράτους,του οποίου η κυριαρχία παραμένει άθικτος επ’αυτού».

Σημειώσεις:

1. Ηροδότου Ιστορία7,22

2. Θουκιδίδης Ιστορία4, 109, 4

Αντιγραφή από: artion magazine, Περιοδικό για τη ζωή, τη γνώση, την πνευματικότητα, Τεύχος 4ο, Δεκέμβριος2011, Καλαμαριά

vatopaidi

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »