kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Αρχεία για 'ΘΕΟΤΟΚΟΣ'

Οι από τον φυσικό κόσμο χρησιμοποιούμενοι συμβολισμοί στον Ακάθιστο Ύμνο και η θεολογική τους ερμηνεία.

Συγγραφέας: kantonopou στις 30 Μαρτίου 2012

1.H AMΠΕΛΟΣ.

Η Θεοτόκος η Άμπελος η Αληθινή.

Ανυμνούμέν σε, βοώντες Χαίρε όχημα, Ηλίου τού νοητού, άμπελος αληθινή, τόν βότρυν τόν πέπειρον, η γεωργήσασα, οίνον στάζρντα, τόν τάς ψυχάς ευφραίνοντα, τών πιστώς σε δοξαζόντων.

Η Παναγία παρομοιάζεται με την άμπελο ,από την οποία βλάστησε το τσαμπί με το ώριμο σταφύλι ,ο Χριστός ,που πήρε  τα αγνά της αίματα, για να φτιάξει την δική του   ανθρώπινη  σκηνή την δική του άμπελο και να μαζέψει σ’ αυτή τα λογικά κλήματα ,τους πιστούς ,να τα περιποιηθεί και να  τα συνάψει  στο μυστικό σώμα της Εκκλησίας του,τον Νέο Ισραήλ της Χάριτος.Να τους δώσει να πιούν το αίμα του ,το πιοτό της Αθανασίας και της αιώνιας ζωής ,που μεθάει τον άνθρωπο  και τον κάνει να χάνεται στην απειρία του Θεού .                                                                                           Βότρυν τόν παμπέπειρον Αγνή, όν αγεωργήτως εν μήτρα εκυοφόρησας, ξύλω ως εώρακας, τούτον κρεμάμενον, θρηνωδούσα ηλάλαζες, καί έκραζες. Τέκνον, γλεύκος εναπόσταξον, δι’ ού η μέθη αρθή, πάσα τών παθών Ευεργέτα, δι’ εμού τής σέ τετοκυίας, σού τήν ευσπλαγχνίαν ενδεικνύμενος

2.ΒΑΤΟΣ.

Κατά την ερμηνεία των Πατέρων της Εκκλησίας η Αγία Βάτος προεικόνισε τη Θεοτόκο, η οποία αν και συνέλαβε στα σπλάχνα της το πυρ της Θεότητος δεν κατεκάη, αλλά γέννησε το Κύριο και Θεάνθρωπο παραμένοντας Παρθένος.

3.ΚΡΙΝΟΣ.

Ο κρίνος (Lilium candidum) αναφέρεται σαν θρησκευτικό σύμβολο εδώ και 3000 χρόνια. Οι αναφορές δείχνουν ότι ο λευκός κρίνος είχε εξέχουσα θέση μεταξύ των θρησκευτικών συμβόλων.

Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το λευκό χρώμα υπήρξε ανέκαθεν το χρώμα που συμβόλιζε την αγνότητα γι’ αυτό και τα διάφορα λευκά λουλούδια είχαν ξεχωριστή σημασία σε όλες τις θρησκείες. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού οι αρχαίες θρησκευτικές αναφορές ενσωματώθηκαν στην Χριστιανική παράδοση και πολλοί πολιτισμοί προσάρμοσαν όπως ήταν φυσικό τους θρύλους και τις παραδόσεις τους στη νέα επικρατούσα θρησκεία

Η σύνδεση του λευκού κρίνου με την Παναγία πιθανότατα να έγινε επειδή οι βοτανολόγοι τοποθετούν την καταγωγή του φυτού στην περιοχή της Παλαιστίνης. Στην Βόρεια Παλαιστίνη βρέθηκαν αποικίες του φυτού το οποίο είναι φανερό ότι ήταν άγριο και αυτοφυές γιατί βρέθηκε μακριά από κατοικημένες περιοχές κοντά σε βουνά και σε ποτάμια.

Ο κρίνος ήταν το σύμβολο της αθωότητας, της αγνότητας και της παρθενίας.,σωφροσύνης ,ωραιότητας και εν γένει αρετής.

Αγνείας θησαύρισμα, χαίρε δι’ ης εκ του πτώματος ημών εξανέστημεν ˙ χαίρε, ηδύπνοον κρίνον, Δέσποινα, πιστούς ευωδιάζον ˙ θυμίαμα εύοσμον, μύρον πολύτιμον.

Η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως «κρίνον ηδύπνοον», ως λουλούδι που σκορπίζει γλυκειά κι ευχάριστη ευωδιά, που οι μυρουδιές του κατακλύζουν και ομορφαίνουν τις ψυχές των πιστών ως «θυμίαμα εύοσμον» και «μύρον πολύτιμον», που ευφραίνουν μυστικά τις καρδιές εκείνων, που έχουν κλείσει μέσα τους το θαύμα της Παρθένου και ανυμνούν εν σιγή τα άφθαρτα μεγαλεία της· εκείνων, που λαμβάνουν στα χείλη τους το όνομα της περίσεμνης Κόρης, όχι για να το κατακλύσουν με το βορβορώδη οχετό της βρωμερής και αναίσχυντης ακαθαρσίας τους, αλλά να το τιμήσουν και να το δοξάσουν, να μεγαλύνουν το πάνσεπτο όνομα της πανακήρατης Κόρης, που είναι τιμιότερο του ονόματος των Χερουβίμ και ασυγκρίτως ενδοξότερο της λαμπρότητος και αίγλης των Σεραφείμ!

4.Ρόδον-Μήλο.

«Ρόδον το αμάραντον, χαίρε, η μόνη βλαστήσασα· το μήλον το εύοσμον, χαίρε η τέξασα, το οσφάδιον του πάντων Βασιλέως».

Εδώ ο υμνογράφος χρησιμοποιεί σαν εικόνες ένα λουλούδι και ένα δένδρο· το λουλούδι με το ωραιότερο άρωμα, και το δένδρο με το γλυκύτερο καρπό. Το λουλούδι είναι το ρόδο, η τριανταφυλλιά. Ο καρπός είναι το μήλο.

Με ρόδο και με μήλο ο ιερός υμνογράφος παρουσιάζει και τον Υιό και τη Μητέρα, και τον Ιησού Χριστό και την Παναγία Παρθένο.

Οι ύμνοι των Χαιρετισμών φαίνεται πως τιμούν την Παναγία. Κατ’ ουσίαν τιμάται ο Σωτήρας και Λυτρωτής και Κύριος μας, ο Ιησούς Χριστός. Γι’ αυτό το «ρόδον το αμάραντον» και «το μήλον το εύοσμον» είναι κατ’ αρχάς ο Χριστός. Τί λέγει άλλωστε ο ύμνος; «Χαίρε η βλαστήσασα ρόδον το αμάραντον» – «Χαίρε η τέξασα το μήλον το εύοσμον». Στη συνέχεια σε δεύτερο, πλάνο μπορούμε να πούμε, ότι και η Παναγία είναι «ρόδον το αμάραντον» και «μήλον το εύοσμον».

Υπάρχει τριαντάφυλλο χωρίς τριανταφυλλιά; Υπάρχει μήλο χωρίς μηλιά; Η Παναγία είναι η Τριανταφυλλιά, απ’ όπου βλάστησε το τριαντάφυλλο που λέγεται Χριστός. Είναι η μηλιά, απ’ όπου προήλθε το μήλο, η γλυκύτατη τροφή, που λέγεται Χριστός.

Άρα και η Παρθένος Μητέρα είναι «ρόδον το αμάραντον» και «το μήλον το εύοσμον». Δύο έννοιες, δύο αλήθειες για την Παρθένο κρύβουν οι δύο αυτές εικόνες.

Η μία: Το αμόλυντον και καθαρόν της Παρθένου. Μοναδικός άνθρωπος η Παναγία  στον κόσμο χωρίς μολυσμό, καθαρή, πεντακάθαρη.

Η άλλη: Το αμάραντον της Παρθένου. Όλα τα λουλούδια κάποτε μαραίνονται. Και μάλιστα γρήγορα, Και η ζωή του ανθρωπου ένα λουλούδι είναι που μαραίνεται. Και η επίγεια δόξα ένα άνθος είναι, που μαραίνεται (Ιακ. 1,10. Α’ Πέτρ. 1,24). Και το κάλλος τού σώματος και αυτό μαραίνεται. Ένα λουλούδι δύο χιλιάδες τώρα χρόνια παραμένει αμάραντο και θα παραμένει στους αιώνες: η Αειπάρθενος Παναγία. Ούτε ο χρόνος μπορεί να την μαράνει. Ούτε οι βλασφημίες των άσεβων μπορούν να την μολύνουν.

5.Ράβδος.

Είναι το μόσχυμα που ριζοβολεί από μόνο του.Στην Π.Δ.το ξερό ραβδί του Ααρών βλάστησε θαυματουργικά . «εξήνεγκεν βλαστόν και εξήνθησεν άνθη»(Αριθ.ιζ 23).Με αυτό τον τρόπο ο Θεός έδειξε στους Εβραίους ότι επιτρέπει μόνο στους απογόνους του Λευί να τον υπηρετυούν.Και αυτό το θαύμα είναι προτύπωση της γεννήσεως του Κυρίου από την Παναγία ,η οποία ενώ ήταν παρθένος γέννησε τον Υιό του Θεού.

6.Δένδρο.

Είναι η εξέχουσα μορφή του φυτικού κόσμου που υπερβάλλει σε ύψος,σε μεγαλοπρέπεια και διάρκεια ζωής και είναι πολυτιμότατο λόγω των παροχών του.

Η Παναγία χαρακτηρίζεται «Δένδρον αγλαόκαρπον¨»

7.Κλήμα.

Είναι η κληματαριά ,που σκιάζει και φιλοξενεί,που στολίζει και απλώνει τις κληματίδες της με τους γλυκύτατους βότρυες (τα τσαμπιά).Που αυτή μεν παράγει επίγειο κρασί ,που ευφραίνει τους ανθρώπους,ενώ Εκείνη (η Θεοτόκος) γεώργησε και ωρίμασε τον « βότρυν» που τας «ψυχάς ευφραίνει».

8.Στάχυς.

Ο ποιητής  βλέπει την Παναγία σαν ένα κομμάτι γης, στο οποίο βλάστησε το στάχυ του Θεού, χωρίς να δεχτεί σπορά, καλλιέργεια και φυσική περιποίηση και βροχή. Και φυσικά δεν ήταν αναίτια η βλάστηση εκείνη. Ήταν βλάστηση υπερφυσική που υπερέβαινε όλους τους νόμους και τους κανόνες, που παρατηρούνται στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Εκείνο που έλειπε από την ανήροτη γη, το αλέτρι και οι λοιπές άλλες συνθήκες, αναπλήρωσε με την παντοδύναμη χάρη του το Πνεύμα του Θεού, από το οποίο βγήκε και η φυσική τάξη των πραγμάτων. Έτσι συντελέστηκε η παράδοξη σοδειά του Θεού, ο διφυής στάχυς της Παρθένου και του Υιού του Πα­τρός, για να γίνει ψωμί που βαστάχθηκε στο τραπέζι της Παρθένου, ψωμί ζωής που έφαγε και χόρτασε το πεινασμένο γένος των ανθρώπων, που πεινούσε στη μακρινή χώρα της αποστασίας του, στα σκοτάδια της θανατερής λιμοκτονίας του.

9.Δένδρο.

Είναι η εξέχουσα μορφή του φυτικού κόσμου που υπερβάλλει σε ύψος,σε μεγαλοπρέπεια και διάρκεια ζωής και είναι πολυτιμότατο λόγω των παροχών του.

Η Παναγία χαρακτηρίζεται «δένδρον αγλαόκαρπον, ως παραγαγούσα τον αγλαόν καρπόν τον Κύριον ημών ,εξ ού τρέφονται οι πιστοί..»

Β.Από τον κόσμο ζώων-πτηνών.

1.Αμνάς.

Eίναι το θηλυκό νεογέννητο πρόβατο.Είναι ζώο με αθωότητα,άκακο ,άδολο και ήρεμο.Αυτά είχε υπόψιν του ο υμνωδός για να μπορέσει να τονίσει ότι η «Θεία Αμνάς» εκύησε τον «αμνό του Θεού τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου».

2.Περιστερά.

Το περιστέρι είναι σύμβολο της αγνότητας και της αθωότητας ,μετέφερε την ελιά ,το σύμβολο της «καταλαγής» μεταξύ Θεού και ανθρώπων μετά τον κατακλυσμό.(Γεν.8,8-22).Η Θεοτόκος «η περιστερά,η τον ελεήμονα αποκυήσασα» έφερε στον κόσμο την συμφιλίωση ,αφού γέννησε τον «Ελεήμονα» ,την τέλεια και μοναδική ειρήνη στον κόσμο και την «καταλαγή ημών προς τον Θεό¨.(Ρωμ.ε,11)

«Δάμαλις τον μόσχον η τεκούσα, τον άμωμον, χαίρε, τοις πιστοίς· χαίρε αμνάς κυήσασα, Θεού αμνόν τον αίροντα, κόσμου παντός τα πταίσματα· χαίρε θερμόν ιλαστήριον».

3.ΔάμαλιςΜόσχος.

Η δάμαλις είναι η μοσχίδα το θηλυκό νεογνό του είδους «βούς».

Η Θεοτόκος παρομοιάζεται με δάμαλι και αμνάδα ,που έφερε στον κόσμο τον μόσχο τον άμωμο και τον αμνό του Θεού,που σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου.

Η δάμαλις και ο μόσχος ήταν δύο ζώα που προσφέρονταν σαν εξιλαστήρια θυσια στο Θεό.Οι αρχαίοι Ισραηλίτες πίστευαν ότι στα ζώα αυτά που προρίζοντα για θυσία ( ο αμνός το Πάσχα και η δάμαλις στην εορτή του Εξιλασμού) ,μεταφέρονταν οι αμαρτίες εκείνων που τα πρόσφεραν στον Θεό,και έτσι οι αμαρτωλοί να συγχωρούνται .Ομως οι ζωοθυσίες αυτές ,δήλωναν την ανάγκη αφέσεως των αμαρτιών ,χωρίς στην πραγματικότητα να την παρέχουν.Ηταν προτυπώσεις μιάς μεγάλης θυσίας ,που πραγματικά θα αφαιρούσε τις αμαρτίες του κόσμου και θα απάλλασσε τους ανθρώπους από τιις αθροισμένες ενοχές του.Αυτό το μεγάλο Θύμα έφερε στον κόσμο η Παναγία ,που με την θεληματική θυσία του επλυνε με το αίμα του τις ψυχές όλων των ανθρώπων από τις πολλές τους ενοχές ,εδωσε άφεση αμαρτιών και εξιλέωσε τον αποστάτη άνθρωπο ενώπιον του Πατέρα ,από τον οποίο τόσο αλόγιστα ξεμάκρυνε στα όρη και τους γκρεμούςτης αμαρτίας.

Γ.Από τον γεωργο-ποιμενικό βίο.

1.Λειμών.

Είναι ο υγρός και ποώδης τόπος ,κατάλληλος για την βοσκή τωων ζώων.Είναι το λιβάδι,τόπος γόνιμος με υπέροχη βλάστηση.Η Παναγία  «αναθάλλει τον λειμώνα της τρυφής» δηλαδή ξαναβλάστησε τον Παράδεισο ,αφού κυοφόρησε τον «νέο λειμώνα» του Χριστού

2.Ανήροτος χώρα.

( =αγρός που δεν οργώθηκε ποτέ).Με την φράση αυτή ο ποιητής μας μεταφέρει στην αγεώργητον γή ,στην αρχή της δημιουργίας ,που χωρίς όργωμα και σπορά και μόνο με το πρόσταγμα του Θεού ,εβλάστησε.Ετσι και η Αειπάρθενος , χωρίς ανθρωπίνη μεσολάβηση ,με μόνη την επίσκεψη του Παναγίου Πνεύματος ,βλαστάνει το Θείο Φυτό ,τον Κύριο μας και Σωτήρα μας.

3.Πόκος.

Ο Γεδεών ήταν κριτής και ηγέτης του Ισραήλ.΄ταν κλίθηκε από τον Θεό να σώσει τους Ισραηλίτες από τους Μαδιανίτες και Αμαληκίτες ,που είχαν συνταχθεί στην κοιλάδα του Ισραήλ εναντίον των Ιουδαίων ,ζήτησε από τον Θεό ένα Θαύμα σαν απόδειξη ότι θα σωζόταν ο Ισραήλ.Το θαύμα που ζήτησε η΄ταν το εξής. «Ο πόκος ερίου(τούφα ακατέργαστου μαλλιού) ,που ο ίδιος θα τοποθετούσε στην ύπαιθρο ,το πρωί της επόμενης μέρας να έχει δροσιά και υγρασία ,ενώ παντού θα υπήρχε ξηρασία.Πράγματι την επόμενη μέρα ο Θεός συγκατέβει και επιτέλεσε το θαύμα .Το ποκάρι είχε τόση δροσιά,ενώ όλα γύρω έμειναν στεγνά, ,ώστε έστιψε ο Γεδεών τον πόκο και γέμισε μια λεκάνη με νερό.(Κριτ.στ 37-38)Ονομάζεται η Παναγία «πόκος ένδροσος »,διότι θαυματουργικά και υπερφυσικά συνέλαβε και γέννησε τον Χριστό,ο οποίος σαν ουράνια δροσιά κατέβηκε σ’ αυτήν ήσυχα και αθόρυβα χωρίς να προξενήσει φθορά στην παρθενία της.Απο τον πόκο αυτόν (Παρθένο) υφάνθηκε το ένδυμα της αφθαρσίας του Αδάμ ,που γυμνώθηκε με την παρακοή ,και των απογόνων του. Ο προφήτης Δαυίδ  σε Μεσσιακό ψαλμό λέει :

«Και καταβήσεται ως υετός επι πόκον και ωσεί σταγών η στάζουσα  επί την γήν».

«Προϊστορεί ο Γεδεών, τήν σύλληψιν, καί ερμηνεύει ο Δαυϊδ, τόν τόκον σου Θεοτόκε, κατέβη γάρ ως υετός επί πόκον, ο Λόγος εν τή γαστρί σου, καί εβλάστησας άνευ σποράς, γή αγία, τού κόσμου τήν σωτηρίαν, Χριστόν τόν Θεόν, η Κεχαριτωμένη

Από τον κόσμο της κτίσεως.

1.Θάλασσα.

Κατά τον Άγιο Αμβρόσιο, Επίσκοπο Μεδιολάνων, το όνομα Μαρία σημαίνει «πέλαγος» και λατινικά Maria σημαίνει «θάλασσα». Και τούτο είναι συμβολικό, διότι, όπως η θάλασσα περιέχει το σύνολο των υδάτων και όλοι οι ποταμοί χύνονται σε αυτή, έτσι και η πάναγνος κόρη της Ναζαρέτ ονομάσθηκε Μαρία, διότι αναδείχθηκε ταμείο των χαρισμάτων του Θεού και χώρεσε όλους τους ποταμούς των δωρεών του Θεού

Αλλά το πέλαγος και η θάλασσα είναι σύμβολα της αγαθότητας και της Χάριτος του Θεού, την οποία είχε η Θεοτόκος, συμπληρώνει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Και συνεχίζει ο Άγιος, ο οποίος πολύ ευλαβείτο την Κυρία των Αγγέλων: «καθώς γάρ ἡ θάλασσα καί τό πέλαγος περιέχει ἐν ἑαυτῷ πλῆθος ὑδάτων καί δέχεται ὅλους τούς ποταμούς, κατά παρόμοιο τρόπο καί ἡ Θεοτόκος περιέχει ἐν  Ἑαυτῇ πλῆθος χαρίτων καί ἐδέχθη ὅλους τούς ποταμούς τῶν δωρεῶν» (Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Κήπος Χαρίτων, ερμηνεία εις την ενάτην ωδήν).

2.Νεφέλη κούφη ,δηλαδή νεφέλη ελαφρά.

Ο προφήτης Ησαΐας (ιθ΄) είδε σε όραμα, ότι ο Κύριος κάθεται «επί νεφέλης κούφης και ήξει εις Αίγυπτον και σεισθήσεται τα χειροποίητα (είδωλα) Αιγύπτου». Αυτό είναι προτύπωση της Παναγίας, η οποία ονομάζεται νεφέλη ελαφρά, σαν ελεύθερη από κάθε βάρος προαιρετικής αμαρτίας μέχρι και ψιλής προσβολής εμπαθούς λογισμού. Πάνω σ’ αυτήν την εξαϋλωμένη νεφέλη «ήλθεν ο υπέρθεος Ιησούς» στη γη, η οποία ήταν γεμάτη από είδωλα, όπως η παλαιά Αίγυπτος, και κατέλυσε την πλάνη και το σκοτάδι, και οδήγησε τους ανθρώπους προς το φως της αληθινής θεογνωσίας και τους έσωσε.

3.Όρθρος φαεινός.

«Η αυγή για να σκοτώσει την νύχτα και να φέρει στον κόσμο το φως, χρησιμοποιεί τον όρθρο. Ο όρθρος είναι ο θάνατος της νύχτας, ο προάγγελος της αυγής.

….Πέντε είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του όρθρου.

Πρώτον είναι υπόσχεση φωτός, μέσα στον όρθρο υπάρχει η υπόσχεση της αυγής και η έλευση της ημέρας.Μέσα στον όρθρο μυστικά κυοφορείται ο ήλιος.

Δεύτερον, είναι ώρα νίκης, το σκοτάδι νικιέται το φως νικάει.

Το τρίτο είναι ότι είναι ώρα ελπίδος.Το φως που αχνολάμπει κουβαλάει την ελπίδα για την έλευση της ημέρας. Φως και ελπίδα συννοούνται. Το σκοτάδι είναι η απελπισία. Φως είναι η ελπίδα.

Τέταρτον, είναι ώρα ηρεμίας και ομορφιάς, είναι η ώρα που μπορείς ν’ ακούσεις τον σπόρο μες την γη, πως σκάει και πως ριζώνει. Είναι ώρα μυστικής ομορφιάς, είναι η ομορφιά της ασάφειας των σχημάτων.

Σε λίγο η αυγή θα μετατρέπει τους ψιθύρους σε κελαϊδισμούς και την ασάφεια σε καθαρή εικόνα.

Το πέμπτο είναι ότι είναι ώρα θανάτου της νύχτας, ο όρθρος. Ο όρθρος έρχεται μες τα βαθιά χαράματα και σακατεύει τις βεβαιότητες της νύχτας.

Έρχεται κατά τη νύχτας και την οδηγεί σε οδυνηρό θάνατο, μέσα σε απέραντη θάλασσα από φως.

Αυτοί είναι συσχετισμοί με την Παναγιά γιατί όρθρος είναι η Παναγία. Ο όρθρος διαλύει μαζί με την νύχτα και τους φόβους της. Η νύχτα, η ώρα των λύκων, καταλύεται μαζί με τους φόβους της.

Ο όρθρος φέρνει μαζί του την αυγή, η αυγή φέρνει την ημέρα, η ημέρα φέρνει τον ήλιο, ο ήλιος φέρνει την ζωή.

Αυτή που μπαίνει στην ζωή μας σαν γλυκοχάραμα είναι η Παναγιά. Η Παναγιά είναι ο όρθρος όπως λέει το Άσμα των Ασμάτων. Αυτή εμφανίζεται μέσα στην νύχτα της ιστορίας, ως γλυκοχάραμα. Πριν από την Παναγιά υπάρχει η νύχτα της Εύας, το σκοτάδι της αμαρτίας. Υπάρχει ο πένθιμος και σκοτεινός κόσμος της παρακοής του Αδάμ. Ο προ της Παναγίας άνθρωπος πορεύεται ψηλαφητά μέσα στις υπόγειες σήραγγες του χρόνου ολοσκότεινος, αναζητώντας κάποιο φως. Κάθε τόσο κάποιες φωτεινές στήλες υψώνονται στον ουρανό. Γράφουν, προτυπώνουν, προεικονίζουν το φως. Είναι οι προφητείες.

Οι προφήτες γράφουν, έρχεται φως, και η ελπίδα υποβόσκει και η προσδοκία αγρυπνεί. Φως όμως δεν έρχεται, απλώς ελπίδα για φως κυοφορείται.

Και ξαφνικά μπαίνει μέσα στην νύχτα του κόσμου η Παναγιά. Μπαίνει σαν όρθρος, σαν γλυκοχάραμα.

Έρχεται και αρχίζουν να γίνονται γαλακτεροί οι ορίζοντες του κόσμου. Αρχίζει να εμφανίζεται το φως, γκρίζο σκούρο ορθρινό, αλλά φως. Όλος ο όρθρος είναι προφωτική υπόσχεση φωτός. Είναι ο προάγγελος της αυγής.

Πριν απ’ τον όρθρο υπάρχει νύχτα. Αιώνες βουτηγμένοι στο σκοτάδι. Η ιστορία αρχίζει και συνεχίζεται με σκοτάδι, και με την Παναγιά, τον όρθρο, πνίγεται στο φως.

Ο απολογισμός της νύχτας γίνεται κάποιο χάραμα στις όχθες της Γεννησαρέτ. Εκεί ο Χριστός ναυτολογεί τους στρατιώτες του φωτός. Καλεί κοντά του κάποιους ψαράδες και τους υποδεικνύει να ξαναρίξουν τα δίχτυα τους.

Κατάκοποι εκείνοι λένε κάτι καταπληκτικό:

«Κύριε, δι΄ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν» μιλάμε για όλη την νύχτα της ανθρώπινης ιστορίας «δι’  όλης της νυκτός» και για τα αποτελέσματά της, «ουδέν ελάβομεν» ουδεμία καρποφορία, κανένα φως. Ολονύκτια μακραίωνα προσπάθεια όπου κοπίασαν οι άνθρωποι, με απόληξη το μηδέν.

Ολόκληρος ο ανθρώπινος μόχθος είναι μια απελπιστική, μια οδυνηρή διαπίστωση: Μηδέν.

Νύχτα κι μηδέν ο κόσμος πριν από τον όρθρο, ο κόσμος πριν από την Παναγιά.

Και τότε μπαίνει μέσα στην ιστορία ο όρθρος.

Μία νεαρή κοπελίτσα από την Ναζαρέτ, που θ’ ανατρέψει όλες τις νύχτες, θα κατεδαφίσει όλες τις σκιές, θ’ αναποδογυρίσει όλες τις βεβαιότητες της νύχτας και θ’ ανοίξει τους ορίζοντες στην αυγή, στο φως, στον ήλιο Χριστό στο καθαιρέτη κάθε ανθρώπινης νύχτας.

Μπαίνει μέσα στην ιστορία του κόσμου η Παναγιά, έχοντας όλα τα γνωρίσματα του όρθρου που είπαμε.

Μπαίνει στην ιστορία του κόσμου σαν ήρεμο γλυκοχάραμα, αλλά και νικήτρια γιατί στην αγκαλιά της κουβαλάει τον ήλιο που θα προκαλέσει τον οριστικό και αμετάκλητο θάνατο της νύχτας.

Το γνώρισμα του όρθρου είναι και γνωρίσματα της Παναγιάς. Πρώτον η Παναγιά είναι υπόσχεση φωτός, είναι το προσάναμα της αυγής της σωτηρίας του κόσμου. Μέσα στα σπλάχνα της κυοφορεί τον ήλιο, τον ήλιο Χριστό. Η Παναγία είναι ο όρθρος, η αυγή από την οποία θ’ ανατείλει ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο Χριστός ο Θεός ημών, δηλαδή το φως. «Εγώ ειμί το Φως».

Η Παναγιά – όρθρος είναι ο αστήρ ο εμφαίνων τον ήλιον, είναι η αυγή της μυστικής ημέρας, είναι η το φως αρρήτως γεννήσασα, η φωτοδόχος λαμπάδα τοις εν σκότει φανείσα, είναι η ακτίς του νοητού ηλίου, η αστραπή η τας ψυχάς καταλάμπουσα, είναι η τον πολύφωτον ανατέλουσα φωτισμόν. Όλα αυτά είναι από τον Ακάθιστο ύμνο παρμένα, που φανερώνουν ότι πράγματι η Παναγία είναι υπόσχεση φωτός.

Η Παναγία όμως υπερβαίνει τον όρθρο, γιατί την ώρα του ήλιου, ο όρθρος έχει πεθάνει ενώ η Παναγιά μπαίνει μέσα στην αυγή και γίνεται ένα με τον ήλιο.

Είναι η ίδια φως. Ο ποιητής του Άσματος των Ασμάτων δεν λέει ότι η Παναγιά είναι όρθρος αλλά «εκύπτουσα ωσεί όρθρος» δηλαδή κάτι σαν όρθρος.

Ο όρθρος έχει αρχή και τέλος, ενώ η Παναγιά μόνο αρχή.

Δεύτερον, η Παναγιά δεν είναι μόνο υπόσχεση φωτός και φως η ίδια, είναι και καταλύτρα του σκοταδιού.

Η Παναγιά είναι εκείνη «δι’ ης εγείρονται τρόπαια» τρόπαια κατά των δυνάμεων του σκότους «Χαίρε δι’ ης εχθροί καταπίπτουσι» είναι η νικήτρια του σκότους. Μέσα στο σκοτάδι της ψυχής έρχεται η Παναγιά και την βοηθάει να νικήσει τους Αβάρους. «Τη υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια» δηλαδή τους πειρασμούς τις σκοτεινές δυνάμεις που την πολιορκούν.

Έτσι η ψυχή καταβάλει τους εχθρούς, και εν συνεχεία αναγράφει στην Θεοτόκο «τη υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια». Πρέπει να υπάρχει βαθιά μέσα μας η βεβαιότητα ότι η Παναγιά νικάει τα σκοτάδια, τα νικάει πάντοτε και με απόλυτη υπεροχή, όπως η αυγή νικάει την νύχτα. Η Παναγία είναι ένας συμπαραστάτης στον αγώνα μας κατά των σκοτεινών δυνάμεων.

Τρίτον, η Παναγιά είναι και η μεγάλη μας ελπίδα.

Ο όρθρος με το φως ανοίγει τα παράθυρα στην ελπίδα. Η Παναγιά με τον Χριστό ανοίγει την ελπίδα της σωτηρίας. Είναι η «των απηλπισμένων μόνη ελπίς», είναι η «ετοίμη αντίληψις» δηλαδή η πρόθυμη κατανόησις. Είναι πάντων των Χριστιανών το καταφύγιο»(Γ.Σουρέλης)

4.Όρος αλατόμητον.

Λέγεται έτσι η Θεοτόκος ,επειδή όπως το βουνό δεν οργώνεται ,ούτε γεωργείται,ούτε σπέρνεται από ανθρώπους ,αλλά αυτοφυώς και αγεωργήτως βλαστάνει δένδρα ,θάμνους,χορτάρι έτσι και η Παναγία «ασπόρως» εβλάστησε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό .

Επίσης η  προφητική ρήση του βιβλίου του Δανιήλ «εθεώρεις έως ου ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρών» αναφέρεται στην Υπεραγία Θεοτόκο. Το βουνό, από το οποίο είδε ο Ναβουχοδονόσωρ να κόβεται το λιθάρι χωρίς χέρι ανθρώπου, προτυπώνει την Παναγία, η οποία ως όρος αλάξευτο έδωσε την καθαρή σάρκα της για να γεννηθεί ο Θεάνθρωπος. Αναφερόμενος στο περιστατικό αυτό ο Γερμανός Κων/λεως γράφει: «Χαίροις, το εκ Θεού πιότατον και κατάσκιον όρος, εν ώ λογικός αμνός εκτραφείς τας ημών αμαρτίας και τας νόσους εβάστασεν, εξού ο αχειρότμητος λίθος κυλισθείς, βωμούς ειδωλικούς συνέθλασεν και εις κεφαλήν γωνίας εν οφθαλμοίς ημών θαυμαστούμενος γέγονε». Η Θεοτόκος γέννησε το Σωτήρα του κόσμου, χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε ρήξη. Τόσον η σύλληψη όσον και η κύηση υπήρξεν άφθορη.

5.Το Κοχύλι.

«Ουρανών υψηλότερα, χαίρε γης το θεμέλιον, εν τη ση νηδύϊ, Άχραντε, ακόπως βαστάσασα· χαίρε κογχύλη, πορφύραν θείαν βαψασα, εξ αιμάτων σου τω βασιλεί των δυνάμεων».

Αν μελετήσει κανείς το ρόλο που έπαιξε και παίζει το κοχύλι στη ζωή του ανθρώπου, θα διαπιστώσει εύκολα ότι αυτό υπήρξε κοντά του σε κάθε στιγμή της πορείας του, από τη μακρινή αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Το όστρακο πέρασε κυρίως σαν σύμβολο ομορφιάς στην αρχαία Ελλάδα, σαν υλικό επεξεργασίας στη ρωμαϊκή εποχή, σαν θρησκευτικό σύμβολο στη βυζαντινή αυτοκρατορία, σαν οικονομική μονάδα στην προ-κολομβιανή περίοδο στην Αμερική και την Αφρική, σαν αντικείμενο Τέχνης και Αρχιτεκτονικής στην Αναγέννηση, (συμπεριλαμβανομένων και των εποχών Baroque και Rococo) και τέλος σαν βασιλικό και αριστοκρατικό προνόμιο στη βικτωριανή εποχή. Το κοχύλι βρέθηκε να παίζει ουσιαστικούς ρόλους στην ιστορία, στην οικονομία, στην αρχιτεκτονική, στις καλές τέχνες, στη θρησκεία, στη μουσική και το χορό, στη διακόσμηση, στη διαφήμιση, καθώς και στη μαγειρική.

Τον 15ο π.X. αιώνα στην Τύρο και τη Σιδώνα, ένα είδος οστράκου χρησίμευε για την πορφυρή βαφή των ενδυμάτων και αργότερα των χιτώνων των Ρωμαίων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Oι Τύριοι το ονόμασαν Murex purpura και η οικογένεια των oστράκων αυτών ονομάσθηκε Muricidae. Κατά τον Πλίνιο Γάιο η διαδικασία αφορούσε το βράσιμο κατακερματισμένων οστράκων και την εκχύλιση του χρώματος, σε συγκεκριμένους χώρους, τα “Πορφυρεία”.

Στην χριστιανική θρησκεία συμβόλιζε την αγνότητα, την ανάσταση, τη λύτρωση και τη συγχώρεση,

Η Παναγία χαρακτηρίζεται σαν κογχύλη που με το χρώμα της – τα αγνά της παρθενικά αίματα – έβαψε την πορφύρα, το βασιλικό φόρεμα του Υιού του Θεού, που φόρεσε φανείς άνθρωπος επί της γης. Η βασιλική αυτή αμφίεση ήταν η θεοϋπόστατη ανθρώπινη φύση που κυοφορήθηκε μέσα της με τη δύναμη του παναγίου Πνεύματος, η φύση η οποία, με τη σειρά της, έμελλε να βάψει με τα αίματά της το ζωοποιό ξύλο του σταυρού, για να το καταστήσει φοβερό στους δαίμονες, συντριπτικό των αντίθεων δυνάμεων της αποστασίας της φθοράς και του θανάτου. Στο αίμα του Υιού και του ανθρώπου υφαίνεται η σωτηρία και η δόξα του ανθρώπου. Το αγνό αίμα της Παρθένου, ως δυνατότητα καταβολής της φύσεως, και το άσπιλο αίμα του Υιού του Θεού στον άνθρωπο που ανέλαβε, ως δυνατότητα του μυστηρίου της λυτρώσεως, αποτελούν τα δύο ναι της άπειρης ευδοκίας του Θεού για τη σωτηρία του πεσμένου του πλάσματος.

6.Το μαργαριτάρι.

Το μαργαριτάρι είναι ένα πετράδι το οποίο παράγεται από όστρακα  και μπορεί να βρίσκεται σε θαλάσσιο ή γλυκό νερό.

Στο Ευαγγέλιο το μαργαριτάρι (δηλαδή ο μαργαρίτης) εμφανίζεται σε δυο φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις. Στο κατά Ματθαίον, κεφάλαιο 13, υπάρχει η παραβολή για εκείνον που βρήκε ένα πολύτιμο μαργαριτάρι (ευρών μαργαρίτην πολύτιμον) και πούλησε ό,τι είχε και δεν είχε για να τον αγοράσει.

Πάλι στο κατά Ματθαίον, στο έβδομο κεφάλαιο, υπάρχει η εντολή του Ιησού: Μη δώτε το άγιον τοις κυσίν μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μια φράση που έγινε παροιμιώδης.

Απόσπασμα. Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.

Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ, ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Εξήγηση της Θ΄ ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (+Α. Θεοδώρου, Καθηγ. Παν/μίου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 29 Μαρτίου 2012


«Άπας γηγενής, σκιρτάτω τω πνεύματι λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δε, αΰλωνΝόων φύσις γεραίρουσα, την ιεράν πανήγυριν της Θεομήτορος, και βοάτω· Χαίροις παμμακάριστε, Θεοτόκε, αγνή αειπάρθενε».

(Κάθε άνθρωπου που είναι πλασμένος και υπάρχει στη γη, ας σκιρτήσει το πνεύμα του, φέροντας τη λαμπάδα του Θεού. Και ας πανηγυρίζει στον ουρανό, η νοερά φύση των αγγέλων, ανυμνούσα την ιερή πανηγύρι της Θεομήτορος, και ας φωνάξει δυνατά· Να χαίρεις παμμακάριστε, Θεοτόκε, αγνή αειπάρθενε.)

Στον ειρμό της τελευταίας αυτής ωδής απευθύνεται καθολικό και παναρμόνιο μέλος στη Μητέρα του Θεού. Σ’ αυτό μετέχουν άνθρωποι και άγγελοι. Όλοι μαζί συνθέτουν ύμνο προς την αγνή Θεόπαιδα για τα θαυμαστά μεγαλεία της. Κάθε θνητός – λέγει – ας σκιρτήσει από ενθουσιασμό και θριαμβική χαρά, φέρνοντας αλλά και φωταγωγούμενος από τη λαμπάδα που άναψε στην Παρθένο η χάρη του Πνεύματος του Θεού. Ας πανηγυρίζουν δε συγχρόνως και τα τάγματα των Αγγέλων, διότι η χάρη της Θεομήτορος καταλάμπει και αυτών τη νοερή και άϋλη φύση, γιατί κατανοούν τρανότερα το μυστήριο της λυτρωτικής οικονομίας του Πλάστη τους. Όλοι μαζί, άνθρωποι και άγγελοι, ας ψάλλουν τον ύμνο της υπέρτατης αγάπης και χαράς: τον κύριον υμνείτε τα έργα και υπερυψώστε σε όλους τους αιώνες.

«Ίνα σοι πιστοί, το, Χαίρε κραυγάζωμεν, οι διά σου της χαράς, μέτοχοι γενόμενοι της αϊδίου, ρύσαι ημάς πειρασμού, βαρβαρικής αλώσεως και πάσης άλλης πληγής, διά πλήθος, Κόρη, παραπτώσεων, επιούσης βροτοίς αμαρτάνουσιν».

(Για να μπορούμε εμείς οι πιστοί, που γίναμε διά σου μέτοχοι της αΐδιας χαράς να σου φωνάζουμε δυνατά το χαίρε, σώσε μας από πειρασμό, από βαρβαρική άλωση και κάθε άλλη πληγή, που επισκέπτεται, κόρη, τους θνητούς για τα πολλά τους παραπτώματα, όταν αυτοί αμαρτάνουν.)

Οι πιστοί που μέσω της Παναγίας έγιναν μέτοχοι της αΐδιας χαράς, ζητούν την προστασία και την ενίσχυσή της για να μπορούν απρόσκοπτα να της απευθύνουν το χαίρε. Γιατί από μια θλιμμένη καρδιά είναι δύσκολο ν’ ακουστεί ύμνος δοξολογικός. Η περίσταση και η θλίψη, σε περίπτωση μάλιστα που είναι πληθωρικές στη ζωή, πιέζουν ασφυκτικά το πνεύμα και το εμποδίζουν ν’ αναχθεί προς τον Πλάστη και ν’ αναλυθεί σε ύμνο των θείων μεγαλείων του. Ζητούν, λοιπόν, από την Παρθένο να τους διαφυλάξει από τον πειρασμό, σύμφωνα και με το αίτημα της προσευχής του Υιού της: «Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πειρασμού», ο οποίος πειρασμός είναι παγίδα επικίνδυνη για την ευόλισθη προς το κακό φύση του ανθρώπου, εγκυμονώντας πτώση και ηθική κάκωση. Στη συνέχεια ζητούν σωτηρία από βαρβαρική άλωση, η ζοφερή προοπτική της οποίας φόβιζε έντονα το βυζαντινό λαό. Καθώς επίσης και σωτηρία από κάθε άλλη πληγή, που αφήνει ο Θεός να συμβεί στους ανθρώπους για το πλήθος των πολλών τους αμαρτιών. Φυσικά στις περιπτώσεις αυτές η ανοχή του Θεού είναι πάντοτε παιδαγωγική, που απορρέει από την αγάπη και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τον ηθικό σωφρονισμό των λογικών πλασμάτων του. Ο Θεός παραχωρεί τις κακουχίες και τις πληγές όχι για να εκδικηθεί τα πλάσματά του, αλλά για να τα συνετίσει και να τα παιδαγωγήσει, ώστε να συνέλθουν από το δηλητήριο και την παράλυση της αμαρτίας, που απειλούν ν’ αφανίσουν την ψυχή. Επειδή όμως η προοπτική των κακών αυτών είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε νέες πτώσεις τον ασταθή και κυμαινόμενο άνθρωπο, για τούτο απευθύνεται η δέηση προς την Παρθένο, για να λυτρώνει τους υμνολόγους της από αυτά τα κακά, να τους ασφαλίζει στην αρετή και την πίστη και να τους χαρίζει ευφορία ψυχής, ώστε απρόσκοπτα ν’ απευθύνουν σ’ αυτήν το, χαίρε.

«Ώφθης φωτισμός, ημών και βεβαίωσις όθεν βοώμεν σοι· χαίρε, άστρον άδυτον, εισάγον κόσμω τον μέγαν Ήλιον· Χαίρε Εδέμ ανοίξασα την κεκλεισμένην, Αγνή· Χαίρε στύλεπύρινε, εισάγουσα, εις την άνω ζωήν το ανθρώπινον».

(Φάνηκες φωτισμός και στερέωσή μας· για τούτο σου φωνάζουμε δυνατά· Χαίρε άστρο άδυτο, που εισάγεις στον κόσμο τον μεγάλο Ήλιο· Χαίρε Αγνή, συ η οποία άνοιξες την Εδέμ που έκλεισε η παρακοή· Χαίρε συ, στύλε πύρινε, που οδηγείς στην άνω ζωή το ανθρώπινο.)

Ο ποιητής επιμένει κατά τη συνήθειά του στην ανάδειξη του θαύματος της Θεοτόκου, ανατρέχοντας στην Π. Διαθήκη, όπου προσπαθεί να βρει τις ανάλογες εικονικές προτυπώσεις. Και πρώτα, χαρακτηρίζει την Παρθένο σαν ένα μικρό αστέρι, που εισήγαγε στον κόσμο τον μεγάλο Ήλιο της Δικαιοσύνης, τον Κύριον Ιησού Χριστό, που πρόβαλε από τον ορίζοντά της φωτεινός και ωραίος, για να φωτίσει τη σκοτεινιασμένη ανθρωπότητα με το φως της θεογνωσίας και να ζεστάνει την παγωνιά της με τη θαλπωρή της αγάπης του.

Ανατρέχει κατόπιν στη Γένεση, στο περιβόλι της τρυφής, όπου τοποθέτησε ο Θεός τον πρωτόπλαστο ν’ απολαμβάνει τις χάρες του. Βλέπει την Εδέμ κλειστή και τον άγγελο κρατώντας πύρινη ρομφαία να φυλάει την είσοδό της. Την Εδέμ την έκλεισε η Εύα, η κακή νοικοκυρά του Παραδείσου, με την απροσεξία και το σφάλμα της. Αυτή την κλεισμένη Εδέμ την άνοιξε η Μαρία, η κόρη της Εύας, η καλή νοικοκυρά της Βασιλείας. Το κλειδί το πήρε από τον Υιό της που κατοίκησε μέσα της· και ήταν το κλειδί αυτό η άκρα ταπείνωση, η υπακοή και η συγκατάθεση της Κόρης στο λυτρωτικό θέλημα του Πλάστη της. Και ενώ η Εύα με την παρακοή της γκρέμισε τον κόσμο στο χάος και την απελπισία, η νέα Εύα της χάριτος με την υπακοή της μάζεψε τον κόσμο από την εξορία της αμαρτίας και τον οδήγησε πίσω στο αρχικό σπίτι του, αφού παραμέρισε το φλογισμένο μαχαίρι του αγγέλου και άνοιξε την πόρτα που εμπόδιζε την είσοδο.

Χαιρετίζει κατόπιν την Παρθένο ως στύλο πύρινο που εισάγει το γένος των ανθρώπων στην άνω ζωή. Όπως παλαιά ο λαός του Θεού κατά την περιπλάνησή του στην έρημο, κατευθυνόταν στη γη των Πατέρων του από φωτεινή στήλη που του έδειχνε τη νύχτα το δρόμο, έτσι και η αγνή Κόρη του Θεού, σαν ένας άλλος φωτεινός στύλος, καθοδηγεί με τη λάμψη του θεομητορικού μυστηρίου της την ανθρωπότητα που πιστεύει στον Υιό της, στην πορεία της προς την Άνω Ιερουσαλήμ, την Πόλη του Θεού.

«Στώμεν ευλαβώς, εν οίκω Θεού ημών και εκβοήσωμεν Χαίρε κόσμου Δέσποινα· Χαίρε Μαρία, Κυρία πάντων ημών· χαίρε η μόνη άμωμος, εν γυναιξί και καλή· χαίρε σκεύος, μύρον το ακένωτον, επί σε κενωθέν εισδεξάμενον».

(Ας σταθούμε ευλαβικά στον οίκο του Θεού μας και ας φωνάξουμε δυνατά· χαίρε, Δέσποινα του κόσμου·χαίρε Μαρία, κυρία όλων μας· χαίρε, η μόνη άμωμος και καλή μεταξύ των γυναικών· χαίρε, σκεύος που δέχτηκε μέσα του το ακένωτο μύρο του Θεού (το Χριστό), που άδειασε επάνω σου.)

Ο υμνολογικός οίστρος του στιχουργού συνεχίζεται. Ας σταθούμε ευλαβικά – φωνάζει – στον οίκο του Θεού μας, την εκκλησία και ας φωνάξουμε δυνατά. Και σε όλα μεν τα μέρη της πλάσεως πρέπει να δοξάζει ο άνθρωπος το Θεό, γιατί ολόκληρο το σύμπαν είναι η κατοίκησή του. Στο ποίημα υπάρχει και ο ποιητής, στο κτίσμα ο κτί­στης. Όλα τα πλάσματα που βγήκαν από τη χάρη του Θεού συνθέτουν ναό, από τον οποίον αναδίδεται η παγκόσμια λειτουργία, ο καθολικός αίνος και η δοξολόγηση του Υψίστου. Η εκκλησία όμως είναι ο ιδιαίτερος χώρος στον οποίον κατοικεί ο Θεός. Είναι το αληθινό σπίτι του Θεού. Σ’ αυτό μένει διαρκώς ο Χριστός στα τίμια δώρα της ευχαριστίας, στο σώμα και το αίμα του. Η Εκκλησία είναι ντυμένη στη χάρη του Θεού. Εκεί ο πιστός συναντά και ενώνεται με το δημιουργό του.

Ας σταθούμε, λοιπόν, στον οίκο του Θεού μας κι’ από κει ας ανακράξουμε με ευλάβεια. Χαίρε Δέσποινα του κόσμου, Μαρία, Κυρία όλων μας. Η χάρη της Παναγίας δεσπόζει στην κτίση. Είναι η χάρη του ίδιου του Θεού, που σκήνωσε μέσα της. Και όπως ο Υιός, ο Θεάνθρωπος Ιησούς, δεσπόζει των απάντων, ως δημιουργός και σωτήρας του κόσμου, έτσι και η άχραντη Μητέρα που βρίσκεται πίσω από τον Υιό, είναι μαζί του Κυρία του κόσμου και της κτίσεως. Παράλληλα είναι και η οικοδέσποινα της Βασιλείας, των φωτεινών διαμερισμάτων του ουρανού, οι χάρες του οποίου περνούν από τις χάρες της Μεγάλης Δέσποινας. Σ’ αυτήν αναπαύεται ιδιαίτερα ο Θεός. Στο μυστήριο της πνίγονται οι άγγελοι από ευλογίες και δωρεές. Είναι το άφθαρτο ψωμί του ουρανού, ο γλυκασμός των αγγέλων και η χαρά των σωσμένων!

Στη συνέχεια το τροπάριο τη χαιρετίζει ως την μόνην «άμωμον εν γυναιξί και καλήν». Όχι, φυσικά, ότι δεν υπάρχουν άλλες γυναίκες άμωμες και καλές. Υπάρχουν πολλές, φιγούρες όμορφες της Εκκλησίας και της Βασιλείας. Αυτές όμως υπερβαίνει ασυγκρίτως η Μαρία. Η χάρη της είναι ιδιαίτερη, η ομορφιά της ασύγκριτη. Είναι η Μάνα του Θεού! Μόνο σ’ αυτή τη διάσταση, ως Θεομήτωρ, λέγεται ότι είναι η μόνη άμωμη μεταξύ των γυναικών και καλή. Γιατί εχρημάτισε το χρυσωμένο από το Πνεύμα του Θεού σκεύος, στο οποίο χύθηκε το ακένωτο μύρο της Τριάδος, ο αΐδιος βλαστός του Θεού, που μύρισε την Κόρη με την ευωδιά του· κι’ η κόρη με τη σειρά της μύρισε την πλάση ολόκληρη, την παστάδα του ουρανού, όπου τελέστηκαν οι μυστικοί γάμοι του Αρνίου με το σώμα των Αγίων του!

«Η περιστερά, η τον ελεήμονα αποκυήσασα, χαίρε Αειπάρθενε· οσίων πάντων χαίρε το καύχημα, των αθλητών στεφάνωμα·  χαίρε απάντων τε, των δικαίων, θείον εγκαλλώπισμα, και ημών των πιστών το διάσωσμα».

(Η περιστερά, που γέννησε τον ελεήμονα Θεό, χαίρε, Αειπάρθενε· συ που είσαι το καύχημα όλων των οσίων και το στεφάνωμα των αθλητών (της πίστεως). Χαίρε το εγκαλλώπισμα όλων των δικαίων και ημών των πιστών το διάσωσμα.)

Και η υμνολόγηση εξακολουθεί. Ο ποιητής παραβάλλει την Μαρία με περιστέρι καθαρό και πάλλευκο, από το οποίο συγκατατέθηκε να γεννηθεί ο ελεήμων Θεός. Με περιστέρι, γιατί το πουλί αυτό είναι άκακο, αγαθό και ειρηνικό. Έτσι και η Παρθένος ήταν το μοναδικό πλάσμα το καθαρό και αγνό, που μπορούσε να λειτουργήσει επάξια στο πάλλευκο θαύμα της σαρκώσεως του Λόγου.

Τη χαιρετίζει ως Αειπάρθενο. Μητέρα δηλαδή που γέννησε χωρίς να χάσει την ομορφιά της αγνείας της. Άνοιξε η μήτρα της για να περάσει η ανθρώπινη φύση του Υιού Θεού, χωρίς το γεγονός να καταλύσει την παρθενία της. Ω μυστήριο θείο και ακατάλυτο· πόσο χανόμαστε στη σαγήνη της απειρίας σου! Βλέπουμε και δεν κατανοούμε. Κι όμως στην αγνωσία μας, γνωρίζουμε το αδιάγνωστο στο εκστατικό φως της θείας μετουσίας.

Τη χαιρετίζει ως το καύχημα όλων των όσιων και των αθλητών το στεφάνωμα. Γιατί στο πρόσωπό της συγκλίνουν η άθληση και τα πνευματικά παλαίσματα των Αγίων. Σ’ αυτήν καταλήγουν τα αγωνίσματα της πίστεως. Είναι των δικαίων το θείον εγκαλλώπισμα, το στεφάνι και η ομορφιά της αρετής και της δικαιοσύνης. Γιατί στο θαύμα της καλύπτεται το θαύμα του Θεού, στη χάρη της η χάρη του ενανθρωπήσαντος Λόγου. Η Μαρία προηγείται του Λόγου, ο Λόγος στεφανώνει την Μαρία. Ω θεία και άρρητη συμπλοκή, στην οποίαν υπάρχει το διάσωσμα των ανθρώπων! Και ιδιαίτερα των πιστών, οι οποίοι αισθανόμενοι την απροσμέτρητη δωρεά και μη έχοντας τίποτε άλλο ν’ αντιπροσφέρουν προς την αινιγματική Μητέρα, ανοίγουν τα χείλη και τις καρδιές τους για να της ψελλίσουν ταπεινά το χαίρε του Αγγέλου!

«Φείσαι ο Θεός, της κληρονομιάς σου τας αμαρτίας ημών, πάσας παραβλέπων νυν, εις τούτο έχων εκδυσωπούσαν σε, την επί γης ασπόρως σε, κυοφορήσασαν, διά μέγα, έλεος θελήσαντα, μορφωθήναι Χριστέ, το αλλότριον.

(Συγχώρησε, Θεέ μου, τις αμαρτίες της κληρονομιάς σου (αυτών που έγιναν δικοί σου), παραβλέποντας αυτές και έχοντας προς τούτο εκδυσωπούσα σε αυτήν, που χωρίς ανθρώπινη σπορά σε κυοφόρησε, όταν θέλησες, για το μέγα σου έλεος, να μορφωθείς το αλλότριο, να λάβεις δηλαδή την ξένη προς τη φύση σου ανθρώπινη μορφή.)

Και κατακλείεται ο υπέροχος αυτός Κανόνας με αποστροφή προς τον Θεόν να συγχωρήσει τις αμαρτίες της κληρονομιάς του, των δικών του δηλαδή ανθρώπων, που πιστεύουν σ’ αυτόν εξαγορασμένοι με το αίμα του Υιού του. Και η αίτηση δεν είναι παράδοξη. Μπορεί μεν οι πιστοί να ανήκουν στο Θεό· αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και αναμάρτητοι. Η αμαρτία είναι ο καθολικός κλήρος της ανθρωπότητας. Ακόμα και οι Άγιοι, ενόσω εξακολουθούν να βρίσκονται στη ζωή, έχουν πάντοτε τη δυνατότητα της αμαρτίας. Και κυρίως αυτοί πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να προσεύχονται στο Θεό για την άφεση των παραπτωμάτων τους. Στη δέησή τους αυτή, οι πιστοί έχουν και τη συμμαχία της Παρθένου, η οποία χωρίς ανθρώπινη σπορά έγέννησε το Χριστό. Η Παρθενομήτωρ εκδυσωπεί τον Υιό για τα αμαρτήματα των ανθρώπων, ο οποίος, κινούμενος από το άπειρό του έλεος και θέλοντας να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, προσέλαβε από την ολοκάθαρη φύση της, το ξένο προς τη θεότητα στοιχείο, την ανθρώπινη φύση του.

(+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαίρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 68-76.) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η αρχαιότερη απεικόνιση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου!

Συγγραφέας: kantonopou στις 25 Μαρτίου 2012

Buna Vestire, icoana din catacombe
Των αρχαιότερη απεικόνιση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου την βρίσκουμε στην Κατακόβη της Πρισκίλλας,στην Via Salaria στα βόρεια της Ρώμης.Χρονολογείται από το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

«Χαίρε κιβωτέ, χρυσωθείσα τω πνεύματι. Χαίρε, θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε»

Συγγραφέας: kantonopou στις 23 Μαρτίου 2012

Η Υπεραγία Θεοτόκος αποτελεί την εκπλήρωση των προτυπώσεων της Παλαιάς Διαθήκης σχετικά με την Μητέρα του Θεού. Μία από τις πιο ωραίες προτυπώσεις είναι και η κιβωτός της Διαθήκης, όπου φυλάσσονταν οι πλάκες με τις Δέκα Εντολές, η μανναδόχος στάμνα, η ράβδος του Ααρών. Η κιβωτός ήταν επενδυμένη με χρυσό. Τις εντολές της κατασκευής της είχε δώσει ο ίδιος ο Θεός στον Μωυσή και κανείς δεν επιτρεπόταν να την αγγίξει, από τη στιγμή που μπήκε στα Άγια των Αγίων. Η χρυσωμένη κιβωτός της Διαθήκης προτυπώνει την Παναγία. Οι πέτρες που είχαν τις Δέκα Εντολές προτυπώνουν την Παναγία που έχει χαραγμένον στην καρδιά της τον ίδιο τον Δότη των Εντολών. Το μάννα που φυλάσσεται στην στάμνα της κιβωτού συμβολίζει το Χριστό που φυλάσσεται με άφθορη την θεότητα στην μήτρα της Παναγίας. Η ράβδος του Ααρών, η οποία βλάστησε συμβολίζει την Παναγία που γέννησε το Χριστό, βλάστησε δηλαδή χωρίς να τη μπολιάσει ανθρώπινο χέρι και ανθρώπινο σπέρμα. Και όπως η κιβωτός χρυσώθηκε και παρέμεινε ανέγγιχτη, έτσι και η Παναγία χρυσώθηκε από το Άγιο Πνεύμα, έγινε δηλαδή η πολυτιμότερη και λαμπρότερη και καθαρότερη ανθρώπινη ύπαρξη και παρέμεινε παρθένος «προ, κατά και μετά τον τόκον».
Η Παναγία διαφυλάττει στα σπλάχνα της το πρόσωπο του Χριστού. Στο πρόσωπό της όμως, όπως και στο πρόσωπο του Κυρίου η διαφύλαξη αυτή γίνεται συγκεκριμένη. Διαφυλάσσεται η σωτηρία του ανθρώπου από το κακό, την αμαρτία και τον θάνατο. Διαφυλάσσεται η παρακαταθήκη του Πνεύματος, δηλαδή η πίστη και η παράδοση. Διαφυλάσσεται «το χθες, το σήμερον και εις τους αιώνας το αυτόν» αναλλοίωτο πρόσωπο και ο αναλλοίωτος τρόπος ζωής που κηρύττει ο Χριστός και διασώζει το Ευαγγέλιο. Διαφυλάσσεται η ανθρωπιά και το συναίσθημα της μάνας. Διαφυλάσσεται η αρετή και ο αγώνας για εσωτερική ελευθερία. Διαφυλάσσεται η υπακοή στο θέλημα του Θεού και η νίκη κατά του ατομοκεντρισμού. Διαφυλάσσεται η ταπεινότητα, αλλά και ταυτόχρονα η αποφασιστικότητα της εν συνειδήσει κοινωνίας με το Θεό και τον άνθρωπο. Διαφυλάσσεται η κοινωνικότητα που κατανοεί τις ανθρώπινες ανάγκες, από την μετοχή στην εξωτερική χαρά των άλλων (η παρουσία της Παναγίας στο γάμο της Κανά), μέχρι και την επιθυμία για παράταση αυτής της χαράς (η παράκληση στον Υιό της να κάνει το θαύμα προσφέροντας το κρασί που λείπει). Διαφυλάσσεται η αίσθηση του ανήκειν σε ένα λαό, σε μία παράδοση, σε μία θρησκευτική κοινότητα ( η Παναγία που πηγαίνει το Χριστό για την περιτομή και για τον σαραντισμό), μέχρι και την υπέρβασή της με την πανανθρώπινη αγάπη (η Παναγία που γίνεται μάνα όλων των ανθρώπων).
Με μία φράση, στο πρόσωπο της Παναγίας που γίνεται κιβωτός διαφυλάσσεται η παρακαταθήκη της Εκκλησίας στον άνθρωπο, η σχέση που αυτή προτείνει στο Θεό. Και αυτή η παρακαταθήκη δεν νικιέται από τον χρόνο, την φθορά και τον θάνατο, αλλά παραμένει θησαυρός αδαπάνητος, που παρέχει την όντως Ζωή, δηλαδή τη σχέση με το Χριστό. Και αυτός ο θησαυρός μεταμορφώνει την καρδιά του ανθρώπου σε χώρο καθαρότητας, λαμπρότητας και αφθαρσίας, γιατί είναι χρυσός που λάμπει μέσα στο χωνευτήρι του Πνεύματος. Και τίποτε δεν μπορεί να σπιλώσει αυτόν τον θησαυρό, ούτε θλίψη, ούτε δοκιμασία, ούτε επίθεση από ανθρώπους, ούτε συκοφαντία, ούτε κακό, ούτε εσωτερική ανασφάλεια. Γιατί είναι η σχέση με το Χριστό που ανανεώνει την καθαρότητα, είναι η προσευχή και η ικεσία της Παναγίας που μας κάνει να γεμίζουμε αγαλλίαση και να αντέχουμε.
Ζούμε σε μια πραγματικότητα όπου έχουμε ουσιαστικά αποθέσει αυτήν την κιβωτό στο περιθώριο της ζωής μας. Αλλοτριωθήκαμε από άλλα ήθη και άλλες παρακαταθήκες, με αποτέλεσμα να δρέπουμε καρπούς σπιλωμένους και πικρούς. Και θεωρείται οπισθοδρόμηση να ξαναδούμε αυτή την Κιβωτό και την σημασία της. Παραδομένοι στα αλλότρια ρεύματα και στους ψεύτικους θησαυρούς των μοντέρνων ιδεών και του μοντέρνου τρόπου ζωής λησμονήσαμε τις καρδιές μας που πρέπει να έχουν κατεύθυνση προς τον Θεό για να ξεδιψάσουν αληθινά και να βρούνε νόημα. Αναζητήσαμε χαρά στα αντικείμενα, τα υλικά αγαθά, ξεχάσαμε τι σημαίνει να ανήκουμε και παραδοθήκαμε στην λατρεία του εαυτού μας. Και πληρώνουμε τον λογαριασμό, χωρίς να αισθανόμαστε έτοιμοι να ξαναβρούμε πυξίδα στην παρακαταθήκη της κιβωτού της Εκκλησίας, στον τρόπο της Παναγίας, στην παρουσία του Χριστού στη ζωή μας. Ας αφυπνιστούμε, εάν θέλουμε να φωτιζόμαστε από αυτήν την κιβωτό και να αισθανόμαστε την πανοπλία της την βάση για να αντισταθούμε σε κάθε ανελευθερία ήθους, ιδεών, φθοράς και προσωρινότητας. Γιατί η κιβωτός είναι η Εκκλησία, αλλά και τα πρόσωπα που την απαρτίζουν, όλοι δηλαδή εμείς. Ο καθένας μας φέρει την ευθύνη και την αποστολή να παλέψει να διασώσει τους θησαυρούς της. Και η Παναγία, ας είμαστε βέβαιοι, ότι θα μας στηρίζει με τις προσευχές και την αγάπη της. Όπως έκανε πάντοτε για τον λαό μας.
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 23 Μαρτίου 2012

http://themistoklismourtzanos.blogspot.com/2012/03/blog-post_22.html

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Εξήγηση της Η΄ ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (+Α. Θεοδώρου, Καθηγ. Παν/μίου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 22 Μαρτίου 2012

«Παίδας ευαγείς εν τη καμίνω ο τόκος της Θεοτόκου διεσώσατο· τότε μεν τυπούμενος νυνδε ενεργούμενος, την οικουμένην άπασαν αγείρει ψάλλουσαν· τον Κύριον υμνείτε τα έργα και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας».

(Τους ευσεβείς Παίδες στο καμίνι ο Τόκος της Θεοτόκου διέσωσε (από τις φλόγες). Και τότε μεν σαν προ­τύπωση, τώρα δε πραγματικά σώζει την οικουμένη, την οποίαν και συναθροίζει με ένα στόμα ψάλλουσα. Υμνείτε τον Κύριον όλα τα έργα του και υπερυψούτε αυτόν εις πάντας τους αιώνας.)

Ο ποιητής επανέρχεται και πάλι στη Βαβυλώνα, στην εικόνα τη χρυσή που έστησε ο ματαιόδοξος Ναβουχοδονόσωρ, και το καμίνι που πύρωσε ο θυμός του, στο οποίο διέταξε να καούν όλοι εκείνοι που δεν θα ήθελαν να την προσκυνήσουν, αναγνωρίζοντάς τον ως Θεό. Οι Τρεις Παίδες αρνήθηκαν να εκτελέσουν την εντολή του θεομάχου ηγεμόνα, ρίχτηκαν στο πυρωμένο καμίνι, από το οποίο τους έσωσε ο αληθινός Λόγος του Θεού. Η διήγηση αυτή της Βίβλου είναι από τις πιο σημαντικές. Σ’ αυτήν επανέρχεται ο ποιητικός στίχος. Σ’ αυτήν υπάρχει η προτύπωση του Λόγου στη λυτρωτική του ενέργεια στην παλαιά οικονομία. Την εκπλήρωσή της δε, βρίσκει στη λυτρωτική ενέργεια του ένσαρκου Λόγου, ο όποιος φάνηκε επί της γης πλήρης και τέλειος άνθρωπος, αφού πέρασε από την Πύλη της Παρθένου. Ο Λόγος στη νέα του λυτρωτική οικονομία, ως σαρκωμένος πλέον Θεός, τελεί “ενεργεία” εκείνο, το οποίο δήλωνε η προτύπωση της παλαιάς οικονομίας. Λύτρωσε τον κόσμο από το καμίνι των παθών και την αγριεμένη φλόγα της αμαρτίας, στην οποία είχε ρίξει το γένος των ανθρώπων ο νοητός Ναβουχοδονόσωρ, το αποστατικό πνεύμα της ακολασίας. Το έσωσε με τη δροσιά του Πνεύματος που κατέκλυσε σαν χείμαρρος ορμητικός την μήτρα της Πανάγνου και από κει άρδευσε τα σύμπαντα, αφού έσβυσε το πυρωμένο καμίνι της φθοράς και του θανάτου.

Η οικουμένη, λυτρωμένη από τη δροσιστική φλόγα του Θεού, συνεγείρεται σε ένα σώμα φωτεινό και ελεύθερο, συνέρχεται σε ένα πανηγύρι χαράς για να απευθύνει ευγνώμονα ύμνο προς τον Ευεργέτη του, ψάλλοντας τα μεγαλεία του στην άληκτη αιωνιότητα.

«Νηδύϊ τον Λόγον υπεδέξω, τον πάντα βαστάζοντα εβάσταξας, γάλακτι εξέθρεψας, νεύματι τον τρέφοντα, την οικουμένην άπασαν. Αγνή, ω ψάλλομεν τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας».

(Στη μήτρα σου, Αγνή, υποδέχτηκες αυτόν που βαστάζει τα πάντα. Έθρεψες με το γάλα σου αυτόν που με ένα νεύμα του τρέφει ολόκληρη την οικουμένη, προς τον οποίον ψάλλουμε· «Τον Κύριον υμνείτε τα έργα του και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας).

Το τροπάριο αυτό είναι πολύ σημαντικό. Σ’ αυτό ιστορείται κατά τρόπο πολύ ρεαλιστικό το άχραντο θεομη­τορικό μυστήριο. Δέχτηκες, Αγνή – λέγει προς τη Θεοτόκο – στη νηδύ σου αυτόν που είναι το θεμέλιο του κόσμου και βαστάζει τα πάντα. Και αφού τον δέχτηκες, τον γέννησες κατόπιν και τον έθρεψες με το μητρικό γάλα σου. Όπως όλες οι μάνες, τον βάσταξες στην αγκαλιά σου και τον θήλασες. Πόσο γλυκεία και ωραία είναι η περιγραφή στην απλότητα και την αλήθειά της! Πόσο αποστομωτική για τους αιρετικούς εκείνους, τους γνωστικούς για παράδειγμα, οι οποίοι μη θέλοντας να συνδέσουν τον Χριστό με οτιδήποτε το αισθητό και σωματικό, επειδή το θεωρούσαν κακό, έλεγαν ότι ο Χριστός είτε δεν πήρε τίποτε από τη Μαρία, αλλά πέρασε απλώς δι’ αυτής, όπως το νερό περνά από το σωλήνα, είτε ότι δεν γεννήθηκε καθόλου, αλλά φάνηκε ξαφνικά ενήλικος επί της γης. Ναι, ο Χριστός δέχτηκε το μητρικό γάλα, θήλασε από την πάναγνη Μητέρα του, γιατί ήταν αληθινός άνθρωπος, και είχε ανάγκη από φυσική τροφή για να ζήσει και να μεγαλώσει, φέροντας όλα τα αδιάβλητα πάθη της ανθρώπινης φύσεως, σωματικά και ψυχικά. Το μόνο που δεν έφερε, ήταν το στοιχείο της αμαρτίας σε οποιαδήποτε μορφή του, την εμπαθή αμαρτωλότητα και τα εκτροχιασμένα πάθη, τις άτακτες κινήσεις και ορμές της πεσμένης στην αμαρτία φύσεως. Αυτά δεν τα είχε ο Σωτήρας, δεν αμάρτησε ποτέ, αλλ’ ούτε μπορούσε ν’ αμαρτήσει!

Αυτόν τον Θεό μας, που, αν και τρέφει και ζωοποιεί τα σύμπαντα, δέχτηκε το μητρικό γάλα για να μεγαλώσει και να μας συναντήσει πραγματικά στο προσκήνιο της ζωής με σκοπό να μας σώσει από την αμαρτία, ανυμνεί ολόκληρη η κτίση, η οποία είναι στερεωμένη στους “λόγους” του, συγκροτείται και κινείται στη θεϊκή του ενέργεια, και τον υπερδοξάζει εις πάντας τους αιώνας.

«Μωσής κατενόησεν εν βάτω, το μέγα Μυστήριον του τόκου σου· Παίδες προεικόνισαν τούτο εμφανέστατα, μέσον πυρός ιστάμενοι, και μη φλεγόμενοι, ακήρατε αγία Παρθένε· όθεν σε υμνούμεν, εις πάντας τους αιώνας».

( Ο Μωϋσής κατενόησε στη βάτο, το μέγα και υψηλό      μυστήριο του τόκου σου. Αλλά και οι Παίδες (στο καμίνι) προεικόνισαν αυτό καθαρότατα, στεκάμενοι στο μέσο της φωτιάς και μη καιόμενοι, πανάχραντε αγία Παρθένε. Διά τούτο σε υμνούμε εις πάντας τους αιώνας.)

Ακόμη μια φορά ο ποιητικός κάλαμος του υμνωδού  ανατρέχει στην Π. Διαθήκη, για να πάρει από αυτήν εικονικά και προτυπωτικά παραδείγματα του μεγάλου θαύματος της Θεοτόκου. Βρίσκει δε αυτά στη φλεγόμενη και μη καταφλεγόμενη βάτο, που είδε ο Μωϋσής στο όρος και το φλεγόμενο καμίνι της Βαβυλώνας στο οποίο ο Ναβουχοδονόσωρ έριξε τους Τρεις Παίδες για να τους κάψει. Έτσι, όπως η βάτος εκείνη ήταν ζωσμένη από τις φλόγες χωρίς ωστόσο να κατακαίεται· και όπως οι ευσεβείς νέοι, οι ριγμένοι στο αναμμένο καμίνι δεν έπαθαν τίποτε από την αγριεμένη φωτιά, έτσι και η Θεοτόκος, δεχθείσα στη μήτρα της τη φωτιά του Θεού και γεννήσασα κατά τη σωματική φύση του τον Κύριο της δόξης, έμεινε ανέπαφη, διατηρήσασα την αφθορία και την παρθενία της. Αυτό το άχραντο θεομητορικό θαύμα. το άφθιτο και ανερμήνευτο μεγαλείο της Θεομήτορος οι ευσεβείς πιστοί υμνολογούν χωρίς σταμάτημα και τώρα και στην ατελεύτητη αιωνιότητα.

«Οι πρώην απάτη γυμνωθέντες, στολήν αφθαρσίας ενεδύθημεν, τη κυοφορία σου, και οι καθεζόμενοι, εν σκότει παραπτώσεων, φως κατωπτεύσαμεν, φωτός κατοικητήριον. Κόρη· όθεν σε υμνούμεν εις πάντας τους αιώνας».

(Εμείς που πριν γυμνωθήκαμε από την άπατη του διαβόλου, τώρα, με την κυοφορία σου, ντυθήκαμε την αστραφτερή στολή της αφθαρσίας. Και όσοι καθόμασταν στο σκοτάδι των παραπτώσεων, είδαμε το φως του Θεού, Κόρη, που έγινες η κατοικία του φωτός. Γι’ αυτό και σε υμνούμε εις πάντας τους αιώνας.)

Ο ποιητής μεταφέρεται νοερά στον κήπο της Εδέμ, το πρώτο εκείνο λαμπρό και όμορφο ενδιαίτημα του ανθρώπου.. Όλα άστραφταν από τη δόξα του Θεού, ο άνθρωπος και η πλάση ολόκληρη. Η πρώτη φύση έλαμπε από την ομορφιά του Θεού, όπως ο νεόκοπος ανδριάντας που μόλις βγήκε από το εργαστήρι του τεχνίτη. Είχε τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος, που την έκαναν να λάμπει από θεία ευγένεια και εύκλεια. Και ξαφνικά όλ’ αυτά χάθηκαν. Στον κήπο έκανε την εμφάνισή του ο μάστορας της αμαρτίας. Είπε λόγια απατηλά στην Εύα και την παραπλάνησε. Της υποσχέθηκε ισοθεΐα ο αποστάτης και πλάνος. Και το πλάσμα, έτσι αθώο και άκακο όπως ήταν, απατήθηκε. Πίστεψε στα ψεύτικα λόγια, παγιδεύτηκε και αμάρτησε. Οι συνέπειες από την απάτη εκείνη ήσαν τεράστιες για τον παραβάτη. Έχασε τη στολή την πρώτη, γυμνώθηκε από τα δώρα του Θεού. Ντύθηκε τη νέκρωση και τη διαφθορά και παραμορφώθηκαν οι χαρακτήρες της φύσεώς του. Έγινε αγνώριστος κάτω από τα σκοτεινά στολίδια της ψευτιάς. Ζούσε στο ψηλαφητό σκοτάδι της αγνωσίας και της πλάνης. Κατάντησε θέαμα αλγεινό και αξιοδάκρυτο!

Αυτόν τον κακομορφισμένο άνθρωπο συνάντησε ο Υιός του Θεού, όταν ήλθε στη γη, λαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση του στην άσπιλη μήτρα της Παρθένου. Τον καθάρισε από τα αίσχη της απάτης του, του έπλυνε την ακαθαρσία της παρακοής, έκανε και πάλι να λάμψει η αρχέγονη του ομορφιά, οι θεοειδείς χαρακτήρες της αληθινής του φύσεως. Του αφήρεσε το ένδυμα της νεκρώσεως και της φθοράς και τον στόλισε με τα ρούχα της άφθαρτης θείας ζωής. Και όλα αυτά έγιναν στη θεοχώρητη μήτρα της ταπεινής Παρθένου. Εκεί στο αστραφτερό ενδιαίτημα της Απειρογάμου, ο Θεός πήρε τον άνθρωπο, τον αγνό όμως και ολοκάθαρο, τον ένωσε βαθειά μαζί του και τον ανέβασε στο ύψος της θείας δόξας του, τον θεοποίησε. Από εκεί, με το θεοποιητικό αυτό μυστηρίο, σκόρπισε το άφθαρτο θείο φως και στους άλλους αμαρτωλούς ανθρώπους, δίνοντάς τους τη δυνατότητα ν’ ανέβουν κι’ αυτοί στο ύψος της θεωτικής αναβάσεως. Οι κουρασμένοι και σκοτισμένοι άνθρωποι είδαν το ευπρόσδεκτο φως, που έλαμψε στον κόσμο, φωτίζοντας το νου των καθήμενων «εν σκότει και εν σκιά θανάτου». Όσοι δε πιστεύουν στη λυτρωτική δύναμη της άφθαρτης φλόγας του Θεού που νικά τη νέκρωση και ντύνει τον κόσμο με το ένδυμα της αφθαρσίας, ανυμνούν τη Θεοτόκο στους αιώνες.

«Νεκροί διά σου ζωοποιούνται ζωήν γαρ την ενυπόστατον εκύησας· εύλαλοι οι άλαλοι, πρώην χρηματίζοντες, λεπροί αποκαθαίρονται, νόσοι διώκονται, πνευμάτων αερίων τα πλήθη, ήττηνται, Παρθένε, βροτών η σωτηρία».

(Οι νεκροί ψυχικά άνθρωποι λαμβάνουν διά σου ζωή, διότι γέννησες την ένυπόστατη ζωή· εκείνοι, που πριν έχασαν τη λαλιά τους, άρχισαν να προφέρουν λόγια πολλά. Οι λεπροί καθαρίστηκαν από τη λέπρα τους και νικήθηκαν τα πλήθη των εναέριων πνευμάτων (των δυνάμεων της αποστασίας). Και όλα αυτά έγιναν διά σου, Παρθένε, που είσαι η σωτηρία των θνητών ανθρώπων.)

Και στο τροπάριο αυτό ο εμπνευσμένος κάλαμος του ποιητή ψάλλει τα λυτρωτικά αγαθά του θεομητορικού θαύματος. Συ έγινες αιτία, Παρθένε – γράφει – ώστε οι άνθρωποι να λάβουν ζωή, διότι γέννησες την ενυπόστατη ζωή, δηλαδή το Χριστό, που είναι η πηγή κάθε άλλης ζωής, φυσικής και πνευματικής, και ο οποίος (ως Θεός), υποστατικά ενωμένος με τον άνθρωπο, τον έσωσε, στάζοντας στη φύση του κρουνούς ζωοποιητικούς. Όσοι δε έχασαν μέσα τους τις φωνές του Θεού, τις πήραν πάλι με το παραπάνω. Ακούστηκαν μέσα τους τ’ αλλοτινά τραγούδια, η πολύφωνη αρμονία της χάριτος και της χαράς. Και όσοι ήσαν φυσικά μουγγοί, βρήκαν και πάλι τη φωνή τους, όπως και οι σωματικά λεπροί καθαρίστηκαν από τη λέπρα τους. Οι αρρώστιες των ανθρώπων διώχτηκαν από το ζωηφόρο βλαστό της Παρθένου και του Θεού. Και παράλληλα τα πνεύματα της αποστασίας που περιφέρονται στον αέρα πολεμώντας το έργο του Θεού και ιδιαίτερα τον λογικό άνθρωπο, γνώρισαν διά σου ήττα οδυνηρή. Όλα αυτά τα θαύματα, η παροχή στον άνθρωπο ζωής φυσικής και πνευματικής, η ίαση της σωματικής νόσου και παράλληλα η συντριβή των πνευμάτων της ακαθαρσίας ανέδειξαν τη Θεοτόκο σωτηρία του γένους των βροτών, η οποία φυσικά συντελέστηκε στον άχραντο Τόκο της.

«Η κόσμω τεκούσα σωτηρίαν, δι’ ης από γης εις ύψος ήρθημεν, χαίροις Παντευλόγητε, σκέπη και κραταίωμα, τείχος και οχύρωμα, των μελωδούντων. Αγνή· τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε, εις πά­ντας τους αιώνας».

(Χαίρε Παντευλόγητε, που γέννησες τη σωτηρία του κόσμου, και διά σου, ανεβήκαμε στο ύψος της ένθεης ζωής. Χαίρε Αγνή, που είσαι σκέπη των ανθρώπων και κραταίωμα, τείχος και οχύρωμα όλων όσων μελωδούν· τον Κύριον υμνείτε τα έργα και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.)

Το ίδιο πνευματικό και ένθεο μελώδημα απηχείται και σ’ αυτό το τροπάριο. Χαιρετίζεται σ’ αυτό η παντευλόγητη Μητέρα του Θεού, η οποία έγέννησε τη σωτηρία και μας σήκωσε από τη χθαμαλότητα της αμαρτωλής ζωής στο νοητό ύψος της κοντά στο Θεό ζωής και τα πράγματα της θείας βασιλείας. Χαιρετίζεται παράλληλα ως σκέπη κραταιά, ως τείχος και οχύρωμα των ανθρώπων εναντίον των πολλών περιστάσεων του βίου, των πειρασμών και των θλίψεων, με τις οποίες είναι ζυμωμένη η καθημερινή μας ζωή και η πεσμένη στην αμαρτία φύση μας· ως προστατευτική ασπίδα στην οποία πέφτουν και σπάνε τα φαρμακερά βέλη του εχθρού με τα οποία προσπαθεί να τρυπήσει τη φύση μας ο πονηρός, στην προσπάθειά του να μας σκοτώσει πνευματικά, οδηγώντας μας μακριά από την πηγή της χαράς και της ευτυχίας μας, τον ζωοδότη Κύριο. Όλοι αυτοί που ζουν κάτω από την σκέπη της αγνής Θεομήτορος, της Βασίλισσας του ουρανού και της γης, μελωδούν με ευγνωμοσύνη και χαρά: τον Κύριον υμνείτε όλα τα έργα του, και υπερυψώστε σ’ όλους τους αιώνες.

(+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαίρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 60-67.) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Εξήγηση της Ζ΄ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (+Α. Θεοδώρου, Καθηγ. Παν/μίου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 20 Μαρτίου 2012

«Ουκ ελάτρευσαν τη κτίσει οι θεόφρονες παρά τον Κτίσαντα· αλλά πυρός απειλήν ανδρείως πατήσαντες, χαίροντες έψαλλον· Υπερύμνητε, ο των Πατέρων Κύριος και Θεός, ευλογητός ει».

(Οι θεόφρονες (Τρεις Παίδες) δεν θέλησαν να λατρεύσουν τα κτίσματα αντί του Κτίσαντος· αλλά αψηφίσαντες με ανδρεία την απειλή του τυράννου, με χαρά έψαλλαν· Υπερύμνητε Πατέρα, Κύριε και Θεέ, είσαι ευλογημένος.)

Ο ποιητής ανατρέχει στην Π. Διαθήκη για να συναντήσει εκεί τους αγίους Τρεις Παίδες και να δείξει τη δύναμη της πίστεως στον αληθινό Θεό, που κατακόβει και συντρίβει την ειδωλική μανία εκείνων που ειδωλοποιούν τον εαυτό τους, καταφρονώντας και βρίζοντας τον άγιο Θεό. Οι τρεις εκείνοι Ισραηλίτες νέοι, ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ (Ανανίας, Μισαήλ και Αζαρίας), ήσαν οι μόνοι που δεν γονάτισαν σε μια δεδομένη στιγμή να προσκυνήσουν την εικόνα τη χρυσή του Ναβουχοδονόσορα. Είχαν παραβεί το πρόσταγμα του τυράννου, πιστεύοντας και λατρεύοντας τον μόνον αληθινό Θεό των Πατέρων τους. Ο υπερφίαλος βασιλιάς γέμισε από θυμό για την αυθάδεια των Νέων. Και θέλησε να εφαρμόσει το νόμο που ο ίδιος έφτιαξε, σύμφωνα με τον οποίον κάθε ένας που θα παρέβαινε την προσταγή του να τον λατρεύσει ως Θεό, αρνούμενος να προσκυνήσει την εικόνα του, να ρίχνεται σε πυρωμένο καμίνι ζωντανός. Οι Παίδες ρίχτηκαν «στην κάμινο του πυρός την καιομένη». Ο ανόητος βασιλιάς είχε τη δύναμη να το κάνει. Εκείνο όμως που δεν μπορούσε να πετύχει ήταν να βλάψει τη ζωή των ευσεβών Νέων. Η φωτιά άναβε, ανέβαινε πέρα από το στόμιο της καμίνου· τα παιδιά όμως μέσα δεν κατακαίονταν. Η φωτιά δεν τα έβλαπτε. Άγγελος Κυρίου κατέβηκε στο καμίνι και μετέτρεπε τη φλόγα του σε πνεύμα δροσιάς, σε δροσερή αύρα, η οποία δρόσιζε τους γενναίους αθλητές, που πλημμυρισμένοι από χαρά έψαλλαν και δοξολογούσαν τον υπερύμνητο και ευλογημένο Θεό των Πατέρων τους. Το θαύμα ήταν συντριπτικό για τον ανόητο ηγεμόνα, ο οποίος τελικά αναγνώρισε την ανωτερότητα του αληθινού Θεού του Ισραήλ.

Το γεγονός φυσικά δεν ήταν άσχετο με το θεομητορι­κό θαύμα της Παρθένου. Όπως είδαμε και στην καιόμενη αλλά μη κατακαιόμενη βάτο, όπου το γεγονός προτύπωνε τον άφθορο Τόκο της Παρθένου, έτσι κι’ εδώ η φωτιά που έζωνε τους Τρεις Παίδες χωρίς να τους κατακαίει, προτύ­πωνε την άφθορη γέννηση του Χριστού, η οποία δεν κατέστρεφε την παρθενία της υπεραγίας Μητέρας του, δηλώνοντας παράλληλα τη συντριπτική δύναμη του αληθινού Θεού απέναντι στις  ειδωλικές δυνάμεις των ανθρώπων της πλάνης και της ανομίας.

«Ανυμνούμεν σε, βοώντες· Χαίρε όχημα, Ηλίου του νοητού· άμπελος αληθινή, τον βότρυν τον πέπειρον, η γεωργήσασα, οίνον στάζοντα, τον τας ψυχάς ευφραίνοντα, των πιστώς σε δοξαζόντων».

(Σε ανυμνούμε και σου φωνάζουμε δυνατά. Χαίρε όχημα Ηλίου του νοητού· αληθινή άμπελος, η οποία καρποφόρησε το ώριμο σταφύλι  που αποστάζει ζωή και γλυκαίνει τις ψυχές εκείνων που με πίστη σε δοξάζουν.)

Και η ανύμνηση συνεχίζεται. Η Παναγία χαιρετίζεται ως «όχημα Ηλίου του νοητού»· όχημα που χρησιμοποίησε ο «επί πτερύγων ανέμων φερόμενος», για να κατέβει στη γη και να συναντήσει τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο· όχημα θείο και αστραφτερό που καθοδηγούσε το άγιο Πνεύμα του Θεού.

Στη συνέχεια χρησιμοποιείται από τον ποιητή μία άλλη αναλογία πολύ εκφραστική του θείου μυστηρίου. Η Παναγία παρομοιάζεται με άμπελο αληθινή, από την οποία βλάστησε το σταφύλι το ώριμο, το τσαμπί, που καλλιέργησε ο Ίδιος ο Θεός στον αγρό της χάριτος της Υπερευλογημένης. Το σταφύλι από το οποίο βγαίνει το κρασί, το οποίο γλυκαίνει αυτόν που το πίνει, ευφραίνει την ψυχή του και τον οδηγεί σε θείους και άρρητους εκστασιασμούς, στη μέθη του πνεύματος που αρπάζει το νου στην άρρητη χαρά, στο συνεπαρμό των μυστηρίων της θείας βασιλείας. Και το σταφύλι αυτό που φύτρωσε στη μυστική άμπελο της Παρθένου είναι ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος Κύριος της δόξας. Που πήρε τα αγνά αίματα της Παρθένου για να στήσει τη δική του ανθρώπινη σκηνή, το δικό του αμπέλι και να μαζέψει σ’ αυτήν τα λογικά κλήματα, τους πιστούς, να τα περιποιηθεί και να τα συνάψει στο μυστικό σώμα της Εκκλησίας του. Να τους δώσει να πιουν το αίμα το, το ποτό της αθανασίας και της αιώνιας ζωής, που μεθάει τον άνθρωπο στην παράδοξη εκείνη εκστατική νηφαλιότητα, στην οποία ο άνθρωπος γλυκαίνεται, βγαίνοντας έξω από τις αισθήσεις του, συγκινείται και χάνεται στην απειρία του Θεού, γίνεται κι’ αυτός Θεός, πετυχαίνοντας το θεοδύναμο στόχο της υπάρξεώς του. Το κρασί του Χριστού είναι το θεμέλιο, η ζωή και η χαρά του σύμπαντος, γιατί σ’ αυτό συμπυκνώνεται ολόκληρη η λυτρωτική οικονομία του τριαδικού Θεού.

«Ιατήρα, των απάντων η κυήσασα, χαίρε θεόνυμφε· η ράβδος η μυστική, άνθος το αμάραντον, η εξανθήσασα· χαίρε Δέσποινα, δι’ ης χαράς πληρούμεθα, και ζωήν κληρονομούμεν».

(Χαίρε, Θεόνυμφε, συ που γέννησες τον ιατρό των ανθρώπων· συ που είσαι η μυστική ράβδος, από την οποία βλάστησε το αμάραντο άνθος· χαίρε, Δέσποινα, διά της οποίας γεμίζουμε από χαρά και κληρονομούμε την αιώνια ζωή.)

Ο φωτεινός χώρος της Υπεραγίας είναι το παγκόσμιο ιατρείο, στο όποιον η ασθενήσασα προς θάνατο φύση των ανθρώπων βρίσκει την ίαση και τη θεραπεία της. Νόσος είναι η αμαρτία, η όποια προκαλεί κακοπάθεια και θάνατο. Το δηλητήριο της παρακοής είναι δραστικότατο και σε περίπτωση που δεν αφαιρεθεί, θα οδηγήσει την ύπαρξη στην καταστροφή και το θάνατο. Είναι η φθορά που σιγά-σιγά κατατρώγει τη φύση και την οδηγεί σε αποδιοργάνωση και εξόντωση. Το ζήτημα είναι φοβερό και τεράστιο. Η αμαρτία είναι αυτό που χαλάει ό,τι έπλασε ο Θεός, αυτό που εναντιώνεται στην απειρόσοφή του ενέργεια και αφανίζει τη δημιουργία. Και όπως, για να ζήσει ο σωματικός οργανισμός πρέπει ν’ αφαιρεθεί απ’ αυτόν η αρρώστια που τον ταλαιπωρεί και τον βασανίζει, Έτσι για να ζήσει και η ψυχή πρέπει απαραιτήτως να απαλλαγεί από το ξένο και φθοροποιό σώμα της αμαρτίας, που κόλλησε στην πλάση από τότε που έγινε η αποστασία από τον Θεό. Ο ιατρός δε της φύσεως είναι ο Χριστός, που, για να γιατρέψει το πλάσμα του από τη νόσο της αμαρτίας, άφησε τον ουρανό και έστησε το ιατρείο του στη γη στα φωτεινά διαμερίσματα της Παρθένου. Εκεί μάζεψε τον άνθρωπο που ήταν πληγωμένος και ετοιμοθάνατος, καθάρισε τις πληγές του με τη δραστική δύναμη της χάριτός του και ενεφύσησε στο σχεδόν νεκρωμένο σώμα του και πάλι ζωή, πολύ ανώτερη και ομορφότερη από την πρώτη που είχε στον επίγειο Παράδεισο και έχασε στη συνέχεια με την τραγική περιπέτεια της αποστασίας του. Ιατρός, ιατρείο και φάρμακα συνιστούν το εσώτερο βάθος του θεομητορικού θαύματος.

Στη συνέχεια η Παρθένος παρομοιάζεται με «ράβδον μυστικήν, εξανθήσασαν ρόδον το αμάραντον». Η παρομοίωση είναι παρμένη από την Π. Διαθήκη και αναφέρεται στη ράβδο του Ααρών, την οποίαν κατ’ εντολή  του Θεού έθεσαν μαζί με ένδεκα άλλες στη Σκηνή του Μαρτυρίου, και η όποια αν και ξηρή, έβγαλε άνθος, σημείο ότι από τον οίκο Λευί ήθελε ο Θεός να λαμβάνεται το ιερατείο του Ισραήλ. Και η Παρθένος Μαρία χρημάτισε ράβδος νοητή, η οποία, αν και ακατέργαστη από ανθρώπινη δύναμη, έβγαλε τον ανθό της ζωής, το λουλούδι το αμάραντο, του οποίου η χάρη και η ομορφιά ανέδειξε τον Μέγαν Αρχιερέα της φύσεως, τον αρχηγό της πίστεως Ιησού, τον διφυή Υιό της Παρθένου και του Θεού, ο οποίος γεμίζει τη ζωή μας από χαρά και μας κάνει κληρονόμους της αιώνιας ζωής.

«Ρητορεύουσα, ου σθένει γλώσσα, Δέσποινα, υμνολογήσαί σε· υπέρ γαρ τα Σεραφείμ, υψώθης κυήσασα, τον Βασιλέα Χριστόν· ον ικέτευε, πάσης νυν βλάβης ρύσασθαι, τους πιστώς σε προσκυνούντας».

(Γλώσσα ανθρώπινη, Δέσποινα, και στο πιο μεγάλο ρητορικό της φτερούγισμα δεν μπορεί επάξια να σε υμνολογήσει· διότι, με το να γεννήσεις τον Βασιλέα Χριστόν, υψώθηκες πιο πάνω από τα Σεραφείμ. Αυτόν ικέτευε να σώσει τώρα από κάθε βλάβη αυτούς που με πίστη σε προσκυνούν.)

Το μυστήριο της Παρθένου είναι μέγα και υψηλό. Υπερβαίνει κάθε κτιστή δυνατότητα, γιατί είναι μυστήριο του Θεού. Όπως δε η ουσία του Θεού είναι άπειρη, απερίληπτη και απερινόητη, έτσι και το μυστήριό του είναι σε ίσο μέτρο ακατάληπτο και ακατανόητο. Ο ποιητής το ομολογεί απερίφραστα. Καμιά γλώσσα ανθρώπινη, καμιά λέξη και κανένα ρητορικό σχήμα, δεν μπορούν να σε υμνολογήσουν επάξια. Δέσποινα, ανακράζει, διότι, με το να γεννήσεις τον Χριστόν, υψώθηκες πιο πάνω και από τα Σεραφείμ, τα όποια αποτελούν τον άϋλο θρόνο του στον ουρανό. Και τα μεν Σεραφείμ φέρουν στα φτερά τους την άϋλη δόξα του Θεού, ανυμνώντας το μεγαλείο του και θαυμάζοντας τη μεγαλοπρέπειά του. Η Παρθένος όμως δεν φέρει άπλα μέσα της τη θεία ενέργεια, αλλά τον ίδιο τον Θεό, την άπειρη ουσία και υπόστασή του και το πλήρωμα της θείας του ενέργειας, σωματικώς, δηλαδή ενωμένες αδιάστατα και αδιάσπαστα στη μήτρα της με τον άνθρωπο, που της χάρισε το άπειρο Πνεύμα του Θεού. Η διαφορά είναι πραγματικά μεγάλη, γι’ αυτό και η Παναγία τιμάται υπέρ τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ, ως βασίλισσα των αγγέλων.

Ο ποιητής καταθέτει ταπεινά τα όπλα. Δηλώνει ότι, όχι μονάχα αυτός, αλλ’ ούτε και καμιά άλλη ανθρώπινη γλώσσα, και η πλέον προικισμένη με δύναμη ρητορική, δεν μπορεί να της προσφέρει ύμνο αντάξιο του μεγαλείου της. Αυτό που μπορεί να της προσφέρει είναι λίγα λόγια ταπεινά και φτωχικά, τα οποία εκφράζει η γλώσσα από μια καρδιά φλεγόμενη από αγάπη για την αγνή Θεομήτορα. Και τα οποία με τη σειρά τους στρέφονται σε προσευχή προς την Παναγία να ικετεύσει τον Υιό της να σώζει από κάθε βλάβη, σωματική και ψυχική, όλα τα παιδιά της που της απονέμουν τιμητική προσκύνηση και την υμνολογούν από το βάθος της καρδίας τους.

«Ικετεύομεν, οι δούλοι σου και κλίνομεν, γόνυ καρ­δίας ημών· κλίνον το ους σου, Αγνή, και σώσον τους θλίψεσι, βυθίζομένονς ημάς· και συντήρησον, πάσης εχθρών αλώσεως, την σην Πόλιν, Θεοτόκε».

(Σε ικετεύουμε οι δούλοι σου και κλίνομε μπροστά σου το γόνυ της καρδιάς μας. Άνοιξε το ους σου, Αγνή, και σώσε όλους εμάς που βυθιζόμαστε στις θλίψεις. Και προφύλαξε από κάθε άλωση εχθρική, τη δική σου πόλη, Θεοτόκε.)

Και στο τροπάριο αυτό επαναλαμβάνεται η ίδια ικεσία προς τη Θεοτόκο, να σώζει τα παιδιά της από τις θλίψεις της ζωής, στις οποίες καθημερινά βυθίζονται. Επίσης γίνεται δέηση να σώζει η Παναγία την Πόλη της, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη, από κάθε εχθρική άλωση. Ο Βυζαντινός Ελληνισμός είχε ζήσει πολύ έντονα τον κίνδυνο ποικίλων εχθρικών επιθέσεων κατά της Πρωτεύουσας του Κράτους, την οποίαν περικύκλωναν για να την κυριεύσουν. Σ’ ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο η βυζαντινή ψυχή στρεφόταν πάντοτε με ευλάβεια προς την υπέρμαχο Στρατηγό και της ζητούσε βοήθεια στις κρίσιμες εθνικές ώρες του. Σε μια τέτοια κρίσιμη ώρα που η Πόλη διαφυλάχτηκε από την επιβουλή των Αβάρων και Περσών, οι Έλληνες της Πόλεως απέδωσαν τη σωτηρία της και έψαλλαν τα νικητήρια στην υπέρμα­χο Στρατηγό, τη Μητέρα του Θεού.

(+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαίρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 53-59.) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Αρχιμ. Δαμιανός Ζαφείρης,Επτά Λόγοι στους Χαιρετισμούς – Ορθοδοξία και Eλληνισμός

Συγγραφέας: kantonopou στις 17 Μαρτίου 2012

Δυο δώρα προσφέρουμε κάθε Παρασκευή των Χαιρετισμών στην Παναγία. Δυό υπέροχα δώρα που είναι αντάξια της Μητέρας του Θεού, της Θεοτόκου, της τιμιωτέρας των Χερουβείμ και ενδοξοτέρας των Σεραφείμ. Τα θεσπέσια αυτά δώρα είναι ο Ακάθιστος Ύμνος με τους 24 Οίκους και ο Κανόνας με τις εννέα ωδές. Και τα δυό είναι αριστουργήματα της Βυζαντινής υμνολογίας που εξαίρουν το έργο και το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο υμνογράφος στον κανόνα χρησιμοποιεί για την Παναγία τις φράσεις: «ρόδον τό ἀμάραντον, μύρον πολύτιμον, στάχυν ἡ βλαστήσασα τόν θεῖον, εἴσοδος τῶν σωζόμενων, κλίμαξ, γέφυρα, ἱερόν καταφύγιον ἰσχύς καί ὄχυρωμα τῶν ἀνθρώπων, λιμήν, ἄνθος τό ἀμάραντον, τεῖχος καί ὄχυρωμα, ἄστρον ἄδυτον, τῶν ἀθλητῶν στεφάνωμα».

Όλα αυτά χαρακτηρίζουν την ξεχωριστή θέση που έχει η Παναγία στον κόσμο της αγιότητος της Εκκλησίας. Ως Μητέρα του Θεού είναι ο μοναδικός θησαυρός του πιστού, διότι προσφέρεται για την σωτηρία του κόσμου και γι’ αυτό αποκαλείται «κόσμου διάσωσμα». Η Παναγία είναι το καταφύγιο και το λιμάνι των πιστών, διότι σ’ αυτήν βλέπουν ασφάλεια και προστασία. Και στον Ακάθιστο Ύμνο αποκαλείται « ἀστήρ, ὁδηγός σωφροσύνης, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων, γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τό ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας, τό στέφος τῆς ἐγκράτειας, ὄχημα πανάγιον, οἴκημα πανάριστον, ἐλπίς ἀγαθῶν αἰωνίων, σκηνή τοῦ Θεοῦ καί λόγου, ἁγία ἅγιων μεῖζον, ἀσάλευτος πύργος, τό ἀπόρθητον τεῖχος». Όλα αυτά τονίζουν το μέγιστο έργο της Παναγίας για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Η τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξότερα των Σεραφείμ συνεχίζει το θείο έργο με τα πολυάριθμα θαύματα προς όσους προστρέχουν με πίστη και αγάπη στον Θεό.

Ιδιαίτερα ο Ακάθιστος Ύμνος είναι ευχαριστήριος Ύμνος και εγκώμιο στο πρόσωπο της Παναγίας για το μεγάλο θαύμα που έκανε το έτος 626 στην Κωνσταντινούπολη, νικώντας δυο μεγάλες στρατιές αλλοθρήσκων, τους Πέρσες και τους Αβάρους. Ο Ακάθιστος Ύμνος παρουσιάζει την βαθιά πίστη των προγόνων μας στο Θεό και στην πατρίδα. Αυτά τα δυό ήταν ενωμένα στην ψυχή του λαού του Βυζαντίου και εκφράζονται έντονα στον Ακάθιστο Ύμνο με το « Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε» και «τῇ ὑπερμάχω στρατηγῷ τά νικητήρια». Μέ τό «χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε» παρουσιάζεται το κοσμοσωτήριο έργο της Παναγίας και με το «τῇ ὑπερμάχω στρατηγῷ» τονίζονται τα θαυμαστά γεγονότα της ιστορίας του Βυζαντίου. Τα θρησκευτικά και τα εθνικά ιδεώδη συνυπάρχουν στο λαό του Βυζαντίου. Η έννοια της θρησκείας και της πατρίδος λαμβάνουν ιδιαίτερο χώρο στη συνείδηση του λαού αυτού.

Η εθνική και η θρησκευτική συνείδηση

Ὁ Ακάθιστος ύμνος μας καλεί να μαθητεύσουμε στην ιστορία των προγόνων μας, για να ωφεληθούμε από τα διδάγματά της για τους κοινούς θρησκευτικούς και εθνικούς αγώνες τους. Οι έννοιες της πίστεως και της πατρίδος συνυπήρχαν στην συνείδηση του λαού του Βυζαντίου. Η πίστη και η ελευθερία ήταν τα μοναδικά ιδανικά των και γι’ αυτά πολεμούσαν μέχρι θυσίας.

Η έννοια της πατρίδας ήταν συνυφασμένη με την έννοια της θρησκείας, διότι σ’ αυτήν υπήρχαν τα ιερά και όσια της πίστεώς των. Ακόμη και οι αρχαίοι πρόγονοί μας έδιναν μία ιερότητα στην έννοια της πατρίδος και αυτό το τονίζει ο σοφός Σωκράτης: «Μητρός τέ καί πατρός καί τῶν ἄλλων προγόνων ἁ πάντων τιμιώτερον ἐστιν ἡ πατρίς καί σεμνότερον καί ἁγιώτερον…» (=Και από την μητέρα και από τον πατέρα κι όλους γενικά τους άλλους προγόνους πιο πολύτιμο αγαθό είναι η πατρίδα και πιο σεβαστό και πιο ιερό…). Ο δε στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του έγραφε: « Γλυκύτερον πρᾶγμα δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν πατρίδα καί τήν θρησκεία». Και ο Κωστής Παλαμάς γράφει με τόλμη: «Δέν ζεῖ χωρίς πατρίδα ἡ ἀνθρώπινη ψυχή».

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι στην πατρίδα εμπιστευόμαστε τη ζωή μας, τη ζωή των παιδιών μας, την τιμή μας, τα ιερά και τα όσιά μας. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να αγαπάμε την πατρίδα μας και να έχουμε εθνική συνείδηση. Διότι η εθνική συνείδηση δηλώνει κοινούς αγώνες, κοινή γλώσσα και θρησκεία και κοινές παραδόσεις.

Η εθνική και η θρησκευτική συνείδηση πρέπει να πορεύονται μαζί, όπως η ενότητα ενός έθνους και η πίστη στο Θεό, η αρετή και το θείο. Και οι δυο μαζί οδηγούν στην ομόνοια ενός έθνους. Το παρελθόν της Ελλάδος είναι λαμπρό με τις ηρωικές μορφές της που την διέκριναν από όλα τα έθνη του κόσμου. Οι ιερές παραδόσεις εξυψώνουν την εθνική συνείδηση για νέους αγώνες και θυσίες.

Η πίστη στα υψηλά ιδανικά εμπνέει το πνεύμα της άμιλλας, της ενότητας και συνεργασίας που ξυπνά τον Έλληνα από τον λήθαργο της αδιαφορίας και της ατομικής ευμάρειας. Ας ξεχάσουμε τους φανατισμούς μας, τις μισαλλοδοξίες, τις αδικίες και τα μίση που διασπούν την ενότητά μας, διότι η ελληνική ιστορία μας έχει διδάξει ότι τίποτε καλό δεν έχουμε επιτύχει με τις διχόνοιες. Όπως προέτρεπε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τους Έλληνες, «να’ στε μονιασμένοι».

Ορθοδοξία και Ελληνισμός

Πάντοτε η Ορθοδοξία ήταν παράγοντας ενότητας, ειρήνης και συμφιλιώσεως των Ελλήνων, διότι κηρύττει την ελευθερία και την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. Βλέπει το ανθρώπινο πρόσωπο ως εικόνα του Θεού και το σέβεται προσφέροντάς του τα υψηλά ιδανικά και τις θεανθρώπινες αξίες του Χριστιανισμού. Η Ορθοδοξία στοχεύει να δημιουργήσει ώριμους και υπεύθυνους ανθρώπους με υψηλούς σκοπούς, ώστε να συμβάλλουν για μια καλύτερη κοινωνία, η οποία να εμφορείται από τις αξίες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της αγάπης.

Ως ορθόδοξοι χριστιανοί έχουμε την προσωπική ευθύνη για ορθόδοξο και ελληνικό ήθος. Και τα δυο μαζί να συμπορεύονται και να κατευθύνουν την ψυχή του Έλληνα σε νέους αγώνες και θυσίες. Είναι αλήθεια ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό τη μεγάλη αξία της θρησκείας και της πατρίδος.

Μπορεί να αισθανόμαστε αδύναμοι μπροστά στις δυνάμεις των μεγάλων εθνών, στις υπεράριθμες στρατιές άλλων χωρών, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι 12.000 στρατιώτες που είχαν μείνει στα τείχη της Κωνσταντινούπολης με τον πατριάρχη Σέργιο και τον φρούραρχο Βώνο πολέμησαν τις μυριάδες των Περσών και των Αβάρων , που κτυπούσαν αλύπητα τα φρούρια της Κωνσταντινούπολης από ξηρά και θάλασσα. Η νίκη των βαρβάρων ήταν σίγουρη, αλλά δεν είχαν υπολογίσει την πίστη των ολιγάριθμων χριστιανών. Η Παναγία έκανε πάλι το θαύμα της και ως Στρατηγός διηύθυνε το στράτευμα, προσθέτοντας την δύναμη του Θεού και κατατροπώνοντας τις εχθρικές δυνάμεις των Περσών και των Αβάρων. Η δύναμή μας είναι η πίστη μας στο Θεό και την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία ως Υπέρμαχος Στρατηγός θα οδηγήσει την Ορθοδοξία και τη μικρή Ελλάδα και σε άλλα θαύματα, αρκεί εμείς να είμαστε σταθεροί στην πίστη και στα ιδανικά μας.

Η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός πορευόμενοι μαζί δίνουν μήνυμα και πρόσκληση στον σύγχρονο κόσμο, προσφέροντας τις παραδόσεις και την πνευματική κληρονομιά της. Πάντοτε η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός υπήρξαν ενωμένοι και αυτό δηλώνεται με την σφραγίδα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Είναι οι δυό όψεις του αυτού νομίσματος.

Η κρίση των αξιών

Σήμερα ζούμε σ’ έναν κόσμο που η ελληνική κοινωνία απειλείται από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς και συγχρόνως διέρχεται κρίσεις, από τις οποίες κινδυνεύει να χάσει την ταυτότητά της. Ξεκινά από τη κρίση των αξιών και των ιδεολογιών και φθάνει μέχρι την κρίση του ανθρωπισμού, της ηθικής, της οικογένειας και της παιδείας. Αυτό που κυριαρχεί περισσότερο είναι η κρίση των ηθικών αξιών, από την έλλειψη της αγάπης και της προσφοράς. Ακόμη ένας αφανής κίνδυνος είναι η κρίση των συνειδήσεων των ανθρώπων, που νεκρώνονται εξαιτίας του ατομισμού και της μοναξιάς.

Σήμερα η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός δίνουν την δική τους μαρτυρία σε όλο τον κόσμο, προβάλλοντας τις πνευματικές τους αξίες στο δυτικό τρόπο ζωής, ο οποίος αποχαυνώνει το ανθρώπινο πρόσωπο και προξενεί μία νέα απαξία, του μηδενισμού και της στείρας λογικής. Η μεν Ορθοδοξία εκτός από μία μυστηριακή εκκλησιολογική ενότητα, δημιουργεί ένα συγκροτημένο άνθρωπο με ορθόδοξο ήθος. Ο δε Ελληνισμός με τον πολιτισμό του προσφέρει ένα κοινωνικό γίγνεσθαι στο σημερινό άνθρωπο, για να ξεφύγει από το λαβύρινθο των αδιεξόδων που μαστίζουν την κοινωνία. Η Ορθοδοξία προβάλλει τον εσταυρωμένο Ιησού Χριστό, ο Ελληνισμός την ακρόπολη των αξιών, την Δημοκρατία με όλα τα υγιή στοιχεία της. Η Ορθοδοξία με την λατρεία της ενώνει τον πιστό με τον Θεό, για να νικήσει τις δυνάμεις της αμαρτίας και να τον οδηγήσει πλέον στη θεία ζωή του καινού κόσμου του Θεού. Ο Ελληνισμός προβάλλει την αρετή του Σωκράτη, την ηθική του Πλάτωνα, την ανδρεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα υψηλά ιδανικά σοφών ανδρών.

Και σήμερα υπάρχουν πολλοί που επιβουλεύονται την ακεραιότητα της Ελλάδος, προσβάλλοντας την εθνική συνείδησή μας με το να αλλοιώνουν την ελληνική Ιστορία (όπως με την ονομασία της Μακεδονίας των Σκοπίων). Επίσης εσωτερικοί εχθροί που προσβάλλουν το ορθόδοξο φρόνημα του Ελληνικού λαού, προβάλλοντας ξενόφερτα πρότυπα ζωής, ιδέες και δοξασίες άλλων χωρών. Προσπαθούν με όλα αυτά να μειώσουν την δύναμη της Ελλάδος και να δεσμεύσουν την ελευθερία της πίστεως του λαού. Στην Ελλάδα γεννήθηκαν ο λόγος και η ελευθερία και η Ελλάδα μεγαλούργησε γιατί πίστευε σε υψηλά ιδανικά και αξίες που την διέκριναν από τις άλλες χώρες του κόσμου. Και σήμερα, αν αγαπάμε την πατρίδα και την Ορθοδοξία μας, είναι ανάγκη να υψώσουμε την φωνή μας τόσο σε ξένους επιβουλείς όσο και σ’ εκείνους που ζητούν να σκλαβώσουν την θρησκευτική πίστη μας είτε σε μια ταυτότητα ή σε ξενόφερτες παραθρησκείες και αιρέσεις που αλλοιώνουν την ορθόδοξη ελληνική παράδοση. Και πάλι η Παναγία θα κάνει το θαύμα της για να μας προστατέψει από εχθρούς, όπως την εποχή εκείνη, αρκεί η πίστη στον Θεό να είναι δυνατή και σταθερή.

Πηγή: Αρχιμ. Δαμιανού Ζαφείρη, Επτά Λόγοι στους Χαιρετισμούς, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1998, σελ. 47-54.

http://www.pemptousia.gr/

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Χαίρε το άνθος της αφθαρσίας, χαίρε το στέφος της εγκρατείας

Συγγραφέας: kantonopou στις 16 Μαρτίου 2012

Η επιθυμία του ανθρώπου να παραμείνει αθάνατος αγγίζει κάθε ύπαρξη. Δεν είναι μόνο η ομορφιά του κόσμου τούτου, στον οποίο ζούμε. Είναι και το ότι ο κόσμος αυτός είναι ο μοναδικά γνωστός για τον καθέναν μας. Όσες δυσκολίες κι αν υπάρχουν, εδώ γεννιόμαστε, εδώ μεγαλώνουμε, εδώ δημιουργούμε, εδώ χαιρόμαστε, εδώ λυπόμαστε, αυτές τις εικόνες και τις παραστάσεις έχουμε. Γι’ αυτό και η αίσθηση ότι θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο για να πάμε κάπου αλλού, δεν αποτελεί ευχάριστη παρηγορία στον άνθρωπο, ακόμη κι αν υπάρχει η βεβαιότητα ότι ο άλλος κόσμος είναι κάτι ανώτερο και ομορφότερο από τον εδώ. Το επέκεινα δεν παύει να παραμένει άγνωστο.
Το ερώτημα του θανάτου είναι λοιπόν ένα σκληρό ερώτημα. Συγκλονίζει υπαρξιακά την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Η απάντηση σ’ αυτό σχετίζεται με τα τρία πατερικά κίνητρα για τη ύπαρξη: τον φόβο, τον μισθό και την αγάπη. Ο φόβος για το άγνωστο γεννά την θρησκεία. Γεννά ενίοτε τον μηδενισμό και τον υλισμό, ο οποίος θεωρεί ότι η πέτρα του μνήματος αποτελεί το τέρμα της ύπαρξης. Η θρησκεία στηρίζεται στον μισθό. Εάν καταφέρουμε να ελκύσουμε την προσοχή του θεού, εξασφαλίζουμε ως ανταμοιβή την αιώνια ευτυχία και ανάπαυση κοντά του. Εάν πληρώσουμε για ό,τι δεν ευχαριστεί το Θεό σ’ αυτή τη ζωή, τότε, ελεύθεροι από χρέη, θα ζήσουμε καλά κοντά του. Εάν όχι, μας περιμένει η αιώνια τιμωρία ως συνέπεια και αμοιβή για την παρακοή μας. Υπάρχει και η αγάπη για τις αξίες, κυρίως για την δικαιοσύνη και ό,τι θεωρείται ότι εκφράζει την θρησκεία, όπως επίσης και η αγάπη και η καλοσύνη για τον άνθρωπο, που όποιος την βιώνει γίνεται αποδεκτός από μεγάλη μερίδα των ανθρώπων σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά και ελπίζει ότι θα βρει χαρά στον άλλο. Κι αν ακόμη δεν υπάρχει άλλος κόσμος, αφήνει καλό όνομα πίσω του και παρηγορείται ότι η μνήμη του θα παραμείνει ζωντανή. Σ’ αυτό βοηθά και το να αφήσει παιδιά, απογόνους, που διατηρούν τις καταβολές του και έτσι παρατείνεται κατά κάποιον τρόπο και η παρουσία του ιδίου. Αυτό αποτελεί μία μικρή παρηγοριά, χωρίς όμως να λύνει τη βαθύτερη αγωνία της ύπαρξης: γιατί να πεθαίνουμε;
Ο θάνατος είναι μία φυσική κατάσταση για τον άνθρωπο, αλλά και για κάθε ύπαρξη. Ό,τι έχει αρχή, δεν μπορεί να μην έχει και τέλος. Ό,τι εισέρχεται βιολογικά, πρέπει και να εξέλθει από τον βιολογικό χρόνο. Η φθορά της φύσεως είναι ακατανίκητη. Ο άνθρωπος μπορεί να την αναστείλει, να την αναβάλλει, να την αναπληρώσει, όχι όμως και να την διαγράψει. Υπάρχει όμως και μία άλλη φθορά, αυτή της προαιρέσεως. Είναι το κακό που ο ίδιος ο άνθρωπος κάνει στον εαυτό του, όταν τον αφήνει έκθετο στα πάθη, στο άγχος, στις καταχρήσεις, στην άσωτη ζωή, όταν εκμεταλλεύεται την φύση και υφίσταται τις συνέπειες αυτής της εκμετάλλευσης, όταν ο άνθρωπος παραδίδει τον εαυτό του σ’ αυτό που ονομάζουμε «ιδιοτέλεια» παντός είδους. Η Εκκλησία ονομάζει την φθορά της προαιρέσεως «αμαρτία». Χαρακτηριστικό αυτής της φθοράς η κυριαρχία του ανθρώπινου θελήματος, το οποίο αυτοθεοποιείται.
Η Παναγία χαρακτηρίζεται από τον υμνογράφο του Ακαθίστου Ύμνου ως «το άνθος της αφθαρσίας». Δεν αναφέρεται ο υμνογράφος στην φθορά της φύσεως. Δεν τον ενδιαφέρει. Δεν είναι το πρόβλημά του αυτό. Αναφέρεται στη φθορά της προαιρέσεως και μας λέει ότι η Παναγία είναι εκείνη που ανέτειλε ως λουλούδι από το δέντρο της αφθαρσίας. Η Παναγία νίκησε τη φθορά της προαιρέσεως με τη ζωή της, με τον αγώνα της, με τη σχέση της με το Θεό. Νίκησε δηλαδή την αμαρτία της ιδιοτέλειας, της ασωτίας, της κακίας. Νίκησε τον φόβο με την υπακοή στο Θεό. Νίκησε τον μισθό, με την άρνησή της να κατανοήσει το μυστήριο που συντελούνταν μέσα της μόνο με τον λογισμό και την λογική, και την συγκατάβασή της σε ό,τι ο Θεός της έδινε. Οικειώθηκε την αγάπη, τόσο αφήνοντας τον Χριστό να λάβει υπόσταση εντός της, όσο και αναλαμβάνοντας την ευθύνη να τον αναθρέψει, να τον ακολουθήσει, να τον συντροφεύσει εν ταπεινώσει στην επίγειο δράση Του, αλλά και στην Γολγοθά και στην Ταφή και να φτάσει μέχρι τον Τάφο συναντώντας Τον αναστημένο. Και εμπιστεύθηκε τον Υιό και Θεό της μέχρι την παραλαβή του πνεύματός της, αλλά και την μετάσταση του σώματός της, για να βρίσκεται δίπλα Του στην αιωνιότητα. Άφησε το θέλημά της στα χέρια του Θεού και κατέστη το άφθαρτο λουλούδι, το οποίο διδάσκει, στολίζει, ομορφαίνει τη ζωή του κόσμου. Και δεν μαραίνεται, όχι γιατί μένει απλώς στην μνήμη μας άφθαρτη, αλλά γιατί συνεχίζει να ζει. Η προσευχή της στον Υιό και Θεό της κάνει θαύματα για μας. Το βλέπουμε στο πλήθος των εικόνων της, αλλά και στη συνείδηση των ανθρώπων που πιστεύουν στη χάρη της και λαμβάνουν δύναμη, παρηγοριά, ίαση.
Για να γίνει όμως αυτό η Παναγία γίνεται η προσωποποίηση της εγκράτειας, της άσκησης. Χωρίς κόπο και ασκητικότητα, χωρίς προσευχή, χωρίς εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού, χωρίς νίκη κατά των λογισμών και των παθών, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί η φθορά της προαιρέσεως, που γεννά τον πνευματικό θάνατο. Και δεν είναι η ίδια μόνο η προσωποποίηση της εγκρατείας, της παρθενίας του νου, της καρδιάς και του σώματος. Είναι και αυτή που στεφανώνει όσους διαλέγουν αυτό τον δρόμο. Τους μοναχούς και τους ασκητές. Τους ανθρώπους που ζούνε εν τω κόσμω διαλέγοντας την εμπιστοσύνη και την αγάπη στο Θεό. Την πιστότητα στις σχέσεις τους με τους άλλους. Την πάλη κατά των λογισμών, της κακίας, της κατακρίσεως, του ψεύδους. Αυτούς που αγωνίζονται να νηστέψουν και σωματικά και πνευματικά. Αυτούς που καταβάλλουν τον μικρότερο ή τον μεγαλύτερο κόπο για το Θεό.
Και η Παναγία γίνεται το πρότυπο της νίκης κατά του θανάτου. Και η σχέση μας μαζί της μας παρηγορεί αληθινά, διότι μας δείχνει ότι νικώντας την φθορά της προαιρέσεως, θα καταργηθεί και για μας και η φθορά της φύσεως, η οποία είναι πρόσκαιρη. Θα έρθει η ανάσταση για τον καθέναν από εμάς, η οποία θα ξαναδώσει στην υπόστασή μας αιώνια ζωή, αλλά και την ίδια στιγμή το πνεύμα μας, η ψυχή μας, το πρόσωπό μας θα παραμένουν στην αγκαλιά του Χριστού προσδοκώντας την κοινήν ανάστασιν. Και δίπλα μας θα βρίσκεται η ίδια η Παναγία, το πρότυπό μας. Πρώτη ανάμεσα στους αγίους, θα καλεί και θα περιμένει τον καθέναν από εμάς, να την συντροφεύσουμε όχι απλώς λαμβάνοντας μία ανάπαυση από τους κόπους της ζωής, αλλά την χαρά της όντως αθανασίας και της κοινωνίας με τον Θεό της Αγάπης. Και η αγάπη δεν είναι παθητική ξεκούραση, αλλά ζωή, φως, χαρά, δημιουργία και εν τω νυν και εν τω μέλλοντι αιώνι.
Όλα αυτά δεν είναι απλώς ιδέες ή κατασκευάσματα ανθρώπων. Είναι η εμπειρία των αγίων της Εκκλησίας μας. Είναι η εμπειρία της πίστης ανά τους αιώνες. Στο χέρι του καθενός είναι να την γευτεί. Και η Παναγία δεν θα μας αφήνει.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 17 Μαρτίου 2012

http://themistoklismourtzanos.blogspot.com/2012/03/blog-post_15.html

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Εξήγηση της ΣΤ΄ ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (+Α. Θεοδώρου, Καθηγ. Παν/μίου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 16 Μαρτίου 2012

«Την θείαν ταύτην και πάντιμον τελούντες εορτήν οι θεόφρονες, της Θεομήτορος, δεύτε τας χείρας κροτήσωμεν, τον εξ αυτής τεχθέντα, Θεόν δοξάζοντες».

(Την θεία αυτή και πάντιμη εορτή της Θεομήτορος τελούντες οι θεόφρονες, ελάτε να κροτήσουμε τα χέρια, δοξάζοντες αυτόν που γεννήθηκε απ’ αυτήν.)

Οι πιστοί νοιώθουν βαθιά την ανάγκη να γιορτάζουν την Παναγία τους. Με θεόφρονα λογισμό και με χαρά πανηγυρική κροτούν τα χέρια, για να δοξάσουν τον εξ αυτής τεχθέντα Θεό. Μητέρα και Υιός βρίσκονται αδιάσπαστα ενωμένοι στην ευσέβεια και τη λατρεία της Ορθοδοξίας. Όχι βέβαια ότι η Παναγία λατρεύεται όπως και ο άναρχος Θεός. Αυτό θ’ αποτελούσε ειδωλολατρεία. Η Παναγία, παρά τη μεγάλη χάρη της, παρά το σημαντικότατο μέρος που διαδραμάτισε στο θεανθρώπινο μυστήριο, δεν παύει να είναι άνθρωπος, πλάσμα Θεού όπως και τα υπόλοιπα ανθρώπινα πλάσματα. Ο Χριστός λατρεύεται κατ’ αξίαν ως Θεός, ως ο απειροδύναμος πλάστης και Κύριος του σύμπαντος. Αυτόν προσκυνούν γη και ουρανοί, τα ορατά και τα αόρατα, ολόκληρη η πλάση. Την Παναγία όμως δεν τη λατρεύουμε όπως και τον Υιό της. Την τιμούμε όμως και τη δοξάζουμε, όσο τούτο μπορεί ν’ αποδοθεί σε πλάσμα πε­περασμένο και κτιστό. Η δόξα της Παρθένου είναι πάντοτε δόξα κατά μετοχήν. Είναι η ανάκλαση της δόξας του Θεού, το αντιφέγγισμα του θεανθρώπινου Τόκου της στη θεοχώρητη υπόστασή της. Η Μητέρα δόξασε τον Υιό, ως δούλη ταπεινή και υπηρέτης του θείου θαύματος. Και ο Υιός δοξάζει την Μητέρα, ως την απαστράπτουσα πύλη, από την οποίαν πέρασε για να εισέλθει στον κόσμο και να σώσει τον άνθρωπο. Ω δίδυμο θεοδύναμο, εόρτιας χαράς και πανηγύρεως! Αξίωσε και μας τους μηδαμινούς να βρίσκουμε στην καρδιά μας λόγους υμνητικούς του άφθιτου μεγαλείου σου και να μετάσχουμε, έστω και σε απειροελάχιστο βαθμό, στη μακάρια δόξα σου.

«Παστάς του Λόγου αμόλυντε, αιτία της των πόντων θεώσεως, χαίρε Πανάχραντε, των Προφητών περιήχημα· χαίρε των Αποστόλων, το εγκαλλώπισμα».

(Χαίρε, Πανάχραντε, γιατί αναδείχτηκες αμόλυντη παστάδα του Λόγου και υπήρξες θεωτική αιτία των πάντων. Χαίρε, συ που έγινες ο στόχος του προφητικού λόγου και το σεμνό εγκαλλώπισμα των Αποστόλων.)

Ένα θαυμάσιο τροπάριο, στο οποίο ο εμπνευσμένος ποιητής εκφράζει άριστα την καρδιά της λυτρωτικής πίστεως της Εκκλησίας. Αναπολεί την Παρθένο και ο κάλαμός του παίρνει φωτιά. Η καρδιά του φλογίζεται στο καμίνι της θείας αλήθειας και ο νους του απογειώνεται σε σφαίρες ένθεου λυρισμού. Χαιρετίζει την Πανάχραντη Κόρη. Την παραβάλλει με παστάδα στην οποίαν ο ουράνιος Νυμφίος παντρεύτηκε την Εκκλησία του, ενώθηκε μυστικά, αγάπησε και αγίασε το μυστικό σώμα του, την άφθαρτη σάρκα του. Στους γάμους αυτούς βλέπει τη θέωση του κόσμου, της οποίας την αιτία αποδίδει στην περίσεμνη Κόρη. Γιατί στην ένωση Θεού και ανθρώπου που έγινε στην ολοκάθαρη μήτρα της, γεννήθηκε η νέα πλάση, η πνευματική ανακαίνιση της κτίσεως, η οποία προβάλλει από την Παρθένο αγλαϊσμένη και άφθαρτη, χωρίς την ακαθαρσία και τη μελάνωση της φθοράς, αστράφτουσα τη φωτοειδή αίγλη της θείας ενέργειας. Γίνεται άνθρωπος ο Θεός και θεοποιείται ο άνθρωπος. Κατεβαίνει στη γη ο Πλάστης και ανεβαίνει στον ουρανό το πλάσμα του. Όλ’ αυτά δεν θα γίνονταν, αν δεν υπήρχε ο τόπος της συναντήσεως, τον οποίον καθόρισε η απειρόσοφη πρόνοια του Θεού, η παστάδα η ολοκάθαρη και αγνή για να τελεσθούν οι γάμοι του κόσμου με τον Θεό.

Στη συνέχεια ο ποιητής χαιρετίζει την Πανάχραντη Κόρη ως το περιήχημα των Προφητών και το εγκαλλώπισμα των Αποστόλων. Ως το επίκεντρο δηλαδή της παλαιάς και της νέας θείας οικονομίας. Γιατί ο προφητικός λόγος στόχευε στην ανάδειξη του μυστηρίου του Χριστού, στην καρδιά του οποίου καθόταν η περίσεμνη Κόρη, που ο Θεός θέλησε σαν απαραίτητη συνθήκη της θείας ενανθρωπήσεως. Και οι προφήτες τραγουδούσαν το θαύμα της Παρθένου, εκστασιαζόμενοι στην απειρία του μυστηρίου της εν ανθρώποις ευδοκίας του αποίητου τής κτίσεως.

Αλλά και στους Αποστόλους στους οποίους έφθασαν οι καιροί της θείας ευδοκίας, η απείρανδρη Κόρη απετέλεσε την ομορφιά και το στολίδι του έργου τους. Και αυτοί τίμησαν την Παναγία, τη Μητέρα του Πλάστη τους, τη Μάνα του θείου Διδασκάλου, τις χάρες της οποίας έζησαν στη γη και από την οποίαν αντλούσαν δύναμη στο έργο διακονίας του Επείρανδρου Τόκου της.

«Εκ σου η δρόσος απέσταξε, φλογμόν πολυθεΐας η λύσασα· όθεν βοώμεν σοι· χαίρε ο πόκος ο ένδροσος, ον Γεδεών, Παρθένε, προεθεάσατο».

(Από σένα έσταξε η δροσιά, η οποία έσβησε της πολυθεΐας τη φωτιά για τούτο σου φωνάζουμε δυνατά· χαίρε, Παρθένε, συ που είσαι ο πόκος (το μαλλί), τον οποίον προείδε ο Γεδεών)

Από τήν Παρθένο στάλαξε η δροσιά του παναγίου Πνεύματος, η οποία έσβυσε το πυρωμένο καμίνι της ειδωλολατρείας. Στην πολυθεΐα οδηγήθηκαν οι άνθρωποι μετά την απομάκρυνσή τους από τον αληθινό Θεό. Με τον Θεό συνομιλούσαν οι πρώτοι άνθρωποι στον Παράδεισο. Είχαν πνευματική επικοινωνία μαζί του. Τον γνώριζαν και τον λάτρευαν σαν Πατέρα. Αφότου όμως η Εύα λοξοδρόμησε και έστησε αφτί σε κάποιον ξένο, ξεχνώντας το Θεό, και αφότου τρύγησε το δέντρο της παρακοής, τρώγοντας τον καρπό της γνώσεως του καλού και του κακού, ο άνθρωπος αποτραβήχτηκε από τον Πλάστη του, ακούγοντας μέσα του άλλες ξένες και αλλότριες φωνές. Στράφηκε προς τα κτίσματα, στα οποία έθεσε την καρδιά του και τα λάτρεψε. Προσκύνησε είδωλα άψυχα και άφωνα, φτάνοντας έτσι στο αποκορύφωμα της έσχατης εξαθλιώσεως και αμαρτίας του. Η ειδωλολατρεία τον έζωσε με τις φλόγες της από παντού, κατατρώγοντας τις φθαρμένες σάρκες του. Του ζόφωσε τον νου, του σκότισε το μυαλό, θάμπωσε το αλλοτινό πλάσμα το ωραίο και θεόμορφο. Στην κατάσταση αυτή τον συνάντησε μια μέρα ο Θεός, ντυμένος τον άνθρωπο στην ταπεινή Κόρη του Ιωακείμ και της Άννας. Και εκεί, στη μήτρα της Πανάγνου, συντελέστηκε το μέγα θαύμα. Η βροχή της χάριτος που ανέβλυζε από την πηγή του Πνεύματος, η δροσιά του Θεού, έπεσε στο καμίνι της αμαρτίας το θεριεμένο και ανελέητο, έσβυσε τις τεράστιες φλόγες του, διέλυσε το φλογμό της πολυθεΐας, χαρίζοντας στον άνθρωπο και πάλι τη θεογνωσία, που είχε και έχασε, το φως της ζωής και της αλήθειας και της χαράς.

Τη δροσιά της χάριτος της Μαρίας προείδε ο Γεδεών στον πόκο (το μαλλί), που αν και ξηρός, γέμισε από δροσιά, σημείο δηλωτικό του θαύματος του Θεού. Ο ένδροσος πόκος ήταν συγχρόνως και προαγγελτικός του θαύματος της Παρθένου. Η μήτρα της, χωρίς καμία άλλη παρέμβαση, αλλά μόνο από το άρρητο θαύμα του Θεού, κατακλύστηκε από τη δημιουργική δρόσο της ενέργειας του παναγίου Πνεύματος, για να συλληφθεί μέσα της ο Θεός, ώστε η Παρθένος να γίνει Μητέρα, να δώσει ζωή στον ποιητή της ζωής και κτίστη των απάντων.

«Ιδού σοι, χαίρε κραυγάζομεν, λιμήν ημίν γενού θαλαττεύουσι, και ορμητήριον, εν τω πελάγει των θλίψεων, και των σκανδάλων πάντων, του πολεμήτορος».

(Να, σου φωνάζουμε δυνατά, χαίρε. Γίνε λιμάνι σε μας που δερνόμαστε στη θάλασσα της ζωής και ορμη­τήριο στο πέλαγος των θλίψεων και όλων των σκανδάλων, με τα οποία μας πολεμά ο εχθρός διάβολος.

Στο τροπάριο αυτό ο ποιητής ζητά τη βοήθεια της Θεοτόκου. Τη ζωή την παραβάλλει με θάλασσα αφρισμένη και άγρια, την οποία με κίνδυνο διαπλέουν οι άνθρωποι, και η οποία κάθε στιγμή απειλεί να ανατρέψει το πλοίο  της ζωής και να θάψει στα σκοτεινά βάθη της τους ναυαγούς. Την παρομοιάζει με πέλαγος θλίψεων, με τις οποίες είναι ζυμωμένη η ζωή μας από τη στιγμή που θ’ αντικρύσουμε το φως της ζωής, μέχρις ότου τούτο σβηστεί στα σκοτεινά τοιχώματα του τάφου. Και οι θλίψεις μεν είναι ωφέλιμες στη λυτρωτική οικονομία του Θεού, διότι «διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού», η δε θλίψη «υπομονήν κατεργάζεται, η υπομονή δοκιμήν, η δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει». Στον κόσμο θα έχουμε θλίψεις μας δήλωσε ο Σωτήρας. Παρά ταύτα η θλίψη, και σε όσες περιπτώσεις είναι υπερβολική, μπορεί να αφανίσει τον άνθρωπο, όπως τα κύματα του πελάγους μπορούν να καταπιούν τον άνθρωπο, όταν αυτός αφεθεί αβοήθητος στα υγρά τους εναγκαλίσματα.

Οι πιστοί βέβαια Χριστιανοί δεν φοβούνται τις θλίψεις· μάλιστα καυχώνται γι’ αυτές, σαν σημάδι της εύνοιας και της αγάπης του Θεού, γιατί πιστεύουν ότι μόνο μέσω αυτών θα εισέλθουν στη βασιλεία των ουρανών. Αγωνίζονται εναντίον των θλίψεων στο όνομα του Κυρίου, ο οποίος νίκησε τη μεγάλη θλίψη του κόσμου, έχοντας παράλληλα σύμμαχό τους και την αγία Θεοτόκο. Τη Μάνα, της οποίας την καρδιά διαπέρασε η ρομφαία της λύπης, και η οποία νοιώθει τον πόνο των παιδιών της και θέλει να τα βοηθήσει να τον ξεπεράσουν.

Παράλληλα με τις θλίψεις της ζωής και τους καθημερινούς περισπασμούς, οι άνθρωποι δοκιμάζουν και την πικρότητα των σκανδάλων, τα οποία ο εχθρός του Θεού σπείρει στη ζωή τους, με σκοπό να τους δηλητηριάσει και να τους αφανίσει. Υπάρχουν δε πολλά είδη σκανδάλων. Σκάνδαλα ατομικά, οικογενειακά, κοινωνικά, με απολογισμό ποταμούς αιμάτων και δάκρυα. Σκάνδαλα που συντρίβουν ατομικές υπολήψεις, οικογενειακές τιμές, ονόματα χρηστά· αναστατώνουν την Εκκλησία, σκοτώνουν την ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων μπλέκουν τον άνθρωπο σε περιπέτειες, τον απομακρύνουν από τον Θεό, τον οδηγούν σε ηθικές πτώσεις, τον κουρελιάζουν και τον εξευτελίζουν. Οι ευσεβείς και ενάρετοι πιστοί φοβούνται τα σκάνδαλα, τη φοβερή ώρα του πειρασμού, γιατί το διακυβευόμενο είναι η σωτηρία της ψυχής τους, η βασιλεία του Θεού. Και εδώ η Μητέρα του Θεού είναι η προστάτιδα των πιστών και η βοηθός. Και σ’ αυτήν απευθύνονται τα πνευματικά παιδιά της για να πάρουν ενίσχυση και δύναμη στις παγίδες και τα σκάνδαλα, που τόσο έντεχνα στήνει στη ζωή ο εφευρέτης του ψεύδους και της ανομίας· αυτός που πρώτος έστησε την παγίδα και σκανδάλισε την Εύα στο πρώτο ρόδισμα της ιστορίας της ανθρωπότητας.

«Χαράς αιτία χαρίτωσον, ημών τον λογισμόν του κραυγάζειν σοι· χαίρε η άφλεκτος βάτος, νεφέλη ολόφωτε η τους πιστούς απαύστως επισκιάζονσα».

(Εσύ που είσαι αιτία χαράς, γέμισε με χαρά το λογισμό μας για να σου φωνάζουμε δυνατά· χαίρε, άφλε­κτη βάτος, και ολόφωτη νεφέλη, που αδιάκοπα επισκιάζει τους πιστούς.)

Η Παρθένος Μαρία αναδείχτηκε η μεγάλη του κόσμου χαρά. Γέννησε την πηγή της χαράς, τον Υιό του Θεού, που είναι το θεμέλιο του κόσμου, η αρχή και το τέλος του σύμπαντος. Η μεγάλη χαρά ιδιαίτερα είναι η νίκη κατά της αμαρτίας, που είναι σώμα ξένο προς τη φύση που βγήκε από τα χέρια του Θεού καθαρή και άσπιλη, το καρκίνωμα της κτίσεως, στο οποίο υποδουλώθηκε τόσο ο άνθρωπος, όσο και η εξωτερική φύση, ο υλικός και ορατός κόσμος. Στην αμαρτία υπάρχει η πίκρα της φθοράς, η οδύνη του θανάτου, η νέκρωση, η δυστυχία και η αθλιότητα. Όταν δε αρθεί η αμαρτία, ο κόσμος βρίσκει τον κανονικό του ρυθμό, η φύση μπαίνει στην αληθινή της τροχιά· τη θέση της πίκρας και της οδύνης καταλαμβάνει η χαρά της ζωής, το ξαλάφρωμα της κουρασμένης και φορτισμένης ψυχής, το γέλιο της δικαιωμένης συνειδήσεως, η χαρά της σωτηρίας και της αναστημένης ελπίδας. Και όλα αυτά συνέβησαν στην ταπεινή Κόρη, όπου ο Θεός ανάστησε τον άνθρωπο για να είναι παντοτεινά γεμάτη η χαρά και η ευδαιμονία του.

Συμμετοχή στη μεγάλη αυτή χαρά της Παρθένου ζητούν οι πιστοί, οι οποίοι χαιρετίζουν το θαύμα της με εικονικές αναλογίες, παρμένες από την Παλαιά Διαθήκη. Τη χαιρετίζουν ως «άφλεκτον βάτον», που είδε ο Μωϋσής στο όρος Χωρήβ, και που, ενώ ήταν ζωσμένη από φλόγες, δεν κατεκαίετο. Έτσι και στη Θεοτόκο Μαρία, η φωτιά του Θεού, η οποία την περιέβαλε, δεν κατέστρεψε τη φύση της και δεν αλλοίωσε την ακεραιότητά της. Ούτε και ο Λόγος, ο οποίος προήλθε σωματικά απ’ αυτήν, κατέστρεψε την παρθενία της. Η απερινόητή του γέννηση κατέλειπε την τεκούσαν αδιάφθορη.

Την χαιρετίζουν επίσης ως «νεφέλην ολόφωτον». Έτσι, όπως η νεφέλη τον παλαιό καιρό οδηγούσε τους Εβραίους στη γη των Πατέρων τους, έτσι και η νεφέλη της Θεοτόκου, επισκιάζουσα τους πιστούς, τους καθοδηγεί στην πορεία τους προς την άνω Ιερουσαλήμ, την πόλη του Θεού, την πόλη των θείων υποσχέσεων και των επαγγελιών, που  ρέει το μέλι και το γάλα της θείας βασιλείας.

(+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαίρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 44-52.) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Εξήγηση της Ε΄ ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (+Α. Θεοδώρου, Καθηγ. Παν/μίου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 13 Μαρτίου 2012

«Εξέστη τα σύμπαντα επί τη θεία δόξη σου· συ γαρ, απειρόγαμε Παρθένε, έσχες εν μήτρα τον επί πάντων Θεόν και τέτοκας άχρονον Υιόν, πάσι τοις υμνούσι σε, σωτηρίαν βραβεύοντα».

(Όλος ο κόσμος έμεινε έκπληκτος για τη θεία δόξα σου· διότι συ, απειρόγαμε Παρθένε, αξιώθηκες να δεχτείς στη μήτρα σου τον Θεό που βρίσκεται πάνω σε όλα τα κτίσματα (και τα εξουσιάζει), και έχεις γεννήσει τον άχρονο Υιό του Πατρός, ο οποίος χαρίζει τη σωτηρία σαν βραβείο σε όσους με ευλάβεια σε ανυμνούν.)

Η έκσταση είναι ο συνεπαρμός της ψυχής που γεννιέται μπροστά στο θαύμα. Βλέποντας κάτι μεγάλο ο άνθρωπος, το οποίον υπερβαίνει τα κοινά μέτρα και τους νόμους της φύσεως, κάτι που δεν μπορεί να εξηγήσει με το λογικό οπλισμό της φύσεώς του, κάτι ακατανόητο και ακατάληπτο, μένει άφωνος, πέφτει σε έκσταση, καταπλήσσεται. Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν βλέπει το θαύμα του Θεού, κυριεύεται από ιερό τρόμο και θαυμασμό και ξεσπά σε ανύμνηση της θείας μεγαλειότητας και παντοδυναμίας.

Στη σειρά των θείων θαυμάτων, πρωτεύουσα θέση καταλαμβάνει ασφαλώς το θαύμα της Παρθένου. Πως δηλαδή η απειρόγαμος Κόρη, χωρίς να λειτουργήσουν σ’ αυτήν οι νόμοι της φυσικής συλλήψεως και της κυήσεως, μπόρεσε να συλλάβει και να γεννήσει. Η μεγάλη όμως στιγμή του θαύματος ήταν, το πως μπόρεσε να χωρήσει στη μήτρα της την άπειρη ουσία του Θεού, την ακατάληπτη, ακατάσχετη, και την ανέφικτη σε κάθε κτιστή δυνατότητα. Πώς μπόρεσε, αλήθεια, να χωρέσει ο αχώρητος και ακατάσχετος Θεός στο στενό χωρίο της Παρθένου; Μήπως είναι λήρος(παραμύ­θια) αυτά τα πράγματα; Για κείνους που κυριαρχούνται μονάχα από το λογικό, μπορεί να είναι. Αυτοί μένουν πίσω. Δεν έχουν δύναμη και αντοχή. Εγκλωβίζονται στα στεγανά διαμερίσματα του κριτικού λόγου, της διάνοιας. Πνευστιούν, πεθαίνουν. Ανεβαίνουν όμως εκείνοι που πιστεύουν στο θαύμα του Θεού, όσοι αποδέχονται με ταπείνωση και αφελότητα καρδιάς εκείνο που επίμονα αρνείται ο λογικός νους και η διάνοια. Αυτοί παθαίνουν τη θεοποιό έκπληξη, εναγκαλίζονται τον άπειρο Θεό! Σε ίσο μέτρο εκπληκτικό είναι και το πως ο άχρονος Υιός, αυτός που είναι έξω από τα φυσικά όρια του χρόνου, ο οποίος γεμίζει το χρόνο σε όλες τις ιστορικές του στιγμές και συγχρόνως υπέρκειται του χρόνου -που και αυτός προέρχεται από τη δική του άφθαρτη ενέργεια – μπορεί ως ουσία και υπόσταση να εισέλθει και να ζήσει στη χρονική των ανθρωπίνων πραγμάτων σκηνή. Και εδώ έχουμε μια φοβερή και άλυτη αντινομία, μια στιγμή τόσο φοβερά σκληρή για την ανθρώπινη διάνοια. Όσοι όμως μεγαλύνουν το όνομα της Παρθένου, δέχονται την αντινομία του θεομητορικού θαύματος, πιστεύοντας στον ανερμήνευτο Τόκο της, που τους σώζει από τις δυσκολίες της φθαρτής φύσεως και τους χαρίζει την αιώνια ζωή στην άρρητη μυσταγωγία της θείας βασιλείας.

«Οδόν η κυήσασα ζωής, χαίρε, πανάμωμε, η κατακλυσμού της αμαρτίας, σώσασα κόσμον· χαίρε Θεόνυμφε, άκουσμα και λάλημα φρικτόν· χαίρε ενδιαίτημα του Δεσπότου της κτίσεως».

(Χαίρε, πανάμωμε, συ που γέννησες την οδό που οδηγεί στη ζωή και έσωσες τον κόσμο από τον κατακλυσμό της αμαρτίας. Χαίρε, Θεόνυμφε, που είσαι λάλη­μα και άκουσμα φρικτό· χαίρε ενδιαίτημα του Δε­σπότου της κτίσεως.)

Ο Χριστός είναι η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Είναι ο ποιμένας ο καλός που παρέχει ασφάλεια στα πρόβατά του. Είναι η μυστική άμπελος, η οποία τρέφει με τους χυμούς της και ζωοποίει τα λογικά της κλήματα. Είναι ο άρτος της ζωής που παρέχει ζωήν αιώνια. Το νερό που σβύνει την πνευματική δίψα του ανθρώπου. Το φως που τον κατευθύνει στη λυτρωτική θεία αλήθεια. Μακριά από το Χριστό υπάρχει πυκνό σκοτάδι, πείνα και δίψα ψυχής, λιμοκτονία και θάνατος. Η Παρθένος Μαρία γέννησε την οδό της ζωής. Διά του μυστηρίου της οι άνθρωποι, κερδίζουν την υπόθεσή τους, εκείνο που αντιπροσωπεύουν στη γη, άσχετα αν πολλές φορές το αγνοούν, σιτιζόμενοι με τα χοιρώδη στοιχεία της φθοράς. Με τη Θεοτόκο άνοιξε ο δρόμος. Όποιος ελεύθερα τον ακολουθήσει θα βρει την αληθινή ζωή, θα γευθεί τον αιώνιο καρπό του δέντρου που φύτεψε ο Θεός στον Παράδεισο και τα κλωνάρια του οποίου εκτείνονται στη βασιλεία των ουρανών.

Χαιρετίζουμε την Παρθένο, γιατί με τη ζωή που γέννησε έσωσε τον κόσμο από τον κατακλυσμό της αμαρτίας. Όπως στους αλλοτινούς καιρούς, ο Θεός έσωσε στην κιβωτό τον Νώε από τον πνιγμό του κατακλυσμού που παρέσυρε και έπνιξε όλες τις αμαρτωλές σάρκες της αμαρτίας, έτσι και η νέα της χάριτος Κιβωτός, η απείρανδρη Κόρη, στα φωτεινά της διαμερίσματα έσωσε το γένος από τον πνιγμό της φθοράς και του πνευματικού θανάτου.

Χαιρετίζουμε τη θεόνυμφη Κόρη, εκείνην που αγάπησε υπερβολικά ο Θεός, ερασθείς του υπερκόσμιου κάλλους της, γιατί είναι άκουσμα και λάλημα φρικτό. Το άκουσμά της σκορπίζει δέος και ιερή φρικίαση στις πιστεύουσες καρδιές, γιατί είναι το ενδιαίτημα, η κατοικία του Δεσπότου της κτίσεως. Σ’ αυτήν δεν κατοικεί ο Θεός με τη χάρη του, όπως συμβαίνει στους άλλους ευσεβείς και ενάρετους, αλλά κατοίκησε ολόκληρος με την πληρότητα της φύσεως, της υποστάσεως και της θείας του ενέργειας. Και μπορεί μεν το μυστήριο να μη το κατανοούμε με την πενιχρή μας διάνοια, όμως ταπεινά το λατρεύουμε με την πι­στεύουσα καρδιά μας, νοιώθοντας τους γλυκασμούς του να ευφραίνουν και να ωραΐζουν τις ψυχές μας!

«Ισχύς και οχύρωμα ανθρώπων, χαίρε Άχραντε, τό­πε αγιάσματος της δόξης· νέκρωσις Άδου, νυμφών ολόφωτε· χαίρε των Αγγέλων χαρμονή· χαίρε η βοήθεια των πιστώς δεομένων σου».

(Χαίρε, Άχραντε, που είσαι η ισχύς και το οχύρωμα των ανθρώπων, τόπος άγιος της δόξας του Θεού·νέκρωση του Άδη και ολόφωτε Νυμφώνα· χαίρε, συ που είσαι η χαρά των Αγγέλων· χαίρε, η βοήθεια εκείνων που με πίστη σε επικαλούνται.)

Τα εγκώμια του υμνωδού συνεχίζονται. Χαιρετίζει την Παρθένο ως το οχύρωμα των ανθρώπων, επαναλαμβάνοντας εκείνο που είπε σε προηγούμενο τροπάριο. Την χαιρετίζει ως Άχραντη, που κανένας σπίλος αμαρτίας, κανένας ηθικός μολυσμός δεν σκιάζει την καθαρμένη από το Πνεύμα του Θεού συνείδησή της. Είναι η μόνη γυναίκα, η ωραία και καλή. Στην αγιασμένη και θεοχώρητη φύση της λάμπει ολοκάθαρη η δόξα του ουρανού, η λαμπρότητα της Θείας Βασιλείας. Μέσα στη μήτρα της νεκρώθηκε ο θάνατος, ηττήθηκε και καταργήθηκε η νέκρωση του Άδη, που κυριαρχούσε στα πεσμένα πλάσματα· και στήθηκε ο ολόφω­τος Νυμφώνας των ουρανών, όπου τελούνται οι γάμοι του Θεού και της Νύμφης, του σώματος των αγιασμένων και εξαγορασμένων διά του αίματος του Αρνίου, όπου πανήγυρη φαιδρή και ήχος καθαρός εορταζόντων, όπου χοροί Αγγέλων και πνευματικές ηδύτητες και γλυκασμοί· όπου το Δείπνο το Μέγα, η ευωχία της υπέρτατης και αδιάδοχης χαράς στα φωτεινά σκηνώματα της Βασιλείας. Η Μαρία είναι η χαρμονή των Αγγέλων. Η άϋλη φύση τους δονείται από τη χάρη του υπέρτατου μυστηρίου στο οποίον ήθελαν, αλλά δεν μπορούσαν να παρακύψουν. Το μυστήριο το σεσιγημένο και απόκρυφο, το κρυμμένο στην απειρόσοφη θεία βουλή, τώρα γίνεται φανέρωση, γίνεται πραγματικότητα, γίνεται τραγούδι που ανυμνούν τα πυρίμορφα τάγματα των αγγέλων, βλέποντας στην Κόρη της Βασιλείας το νόημα και τη χαρά του παντός, τον λόγο και της δικής τους υπάρξεως. Σκιρτούν, λοιπόν, από χαρά και γιορτάζουν, υμνώντας τη Μητέρα την οποία διάλεξε ο Θεός για να στήσει σ’ αυτήν τη δόξα της Βασιλείας του.

Η Μαρία είναι συνάμα και η βοήθεια όλων εκείνων που με πίστη προστρέχουν στη χάρη της για να βρουν χάρη και έλεος στις δυσκολίες και στη σκληρή πάλη τους κατά των σκοτεινών δυνάμεων της αμαρτίας και των πνευμάτων της ακαθαρσίας.

«Πυρίμορφον όχημα του Λόγου χαίρε Δέσποινα, έμψυχε Παράδεισε, το ξύλον, εν μέσω έχων ζωής τον Κύριον, ου ο γλυκασμός ζωοποιεί πίστει τους μετέχοντας και φθορά υποκύψαντας».

(Χαίρε, Δέσποινα, συ που εχρημάτισες όχημα πυρίμορφο του Λόγου και είσαι έμψυχος Παράδεισος που στο μέσο του έχει τον Κύριον της ζωής, του οποίου η γλυκύτητα ζωοποιεί αυτούς που με πίστη μετέχουν σ’ αυτό και οι οποίοι υπέκυψαν στη φθορά.)

Τα εγκώμια διαδέχονται το ένα το άλλο. Ο ποιητής είναι ανεξάντλητος, χρησιμοποιώντας όσες εικόνες γνωρίζει από τα ιερά κείμενα της Γραφής και όσες εφευρίσκει η εμπνευσμένη ποιητική φαντασία του.

Την Μαρία την παρομοιάζει με όχημα το οποίο βγάζει φωτιά, στο οποίο κάθησε ο Λόγος για να κατέβει στη γη. Το πυρίμορφο αυτό όχημα το ετοίμασε ο προπομπός του Λόγου, το Πνεύμα το άγιο, το οποίον ευλογεί και αγιάζει τη θεία ενανθρώπηση. Ενώ ο Λόγος πέμπει το Πνεύμα στον κόσμο, το Πνεύμα πέμπει με τη σειρά του τον Λόγο, ετοιμάζοντας το επίγειο σκήνωμά του, δημιουργώντας την ανθρώπινη φύση του και χρίοντας τη λυτρωτική θεία οικονομία του.

Την παρομοιάζει με έμψυχο Παράδεισο. Η αναλογία βρίσκεται στην παλαιά οικονομία, στην πρώτη αρχή της ζωής, τον επίγειο παράδεισο της Εδέμ, στο μέσο του οποίου ο Θεός φύτεψε το δέντρο της ζωής. Ο Παράδεισος της νέας οικονομίας, αντί του παλαιού δέντρου, έχει μέσα του ένα άλλο καινούργιο δέντρο ζωής, τον Κύριο, το οποίο ρίζωσε στην άχραντη μήτρα της Παρθένου, φούντωσε και με τα κλαδιά του σκέπασε τον κόσμο. Το δέντρο αυτό έχει καρπούς ζωοποιητικούς. Δεν είναι σαν το παλαιό δέντρο της παρακοής, από το οποίο οι άνθρωποι τρύγησαν τη νέκρωση και το θάνατο. Από τους καρπούς του πηγάζουν η ζωή και η αφθαρσία. Οι καρποί του δεν αλλοιώνονται ούτε χάνονται. Δεν τους αγγίζει η φθορά. Είναι δε καρποί εύχυμοι και γλυκείς. Γλυκαίνουν και ομορφαίνουν τις ψυχές εκείνων που πλησιάζουν στο νέο δέντρο της ζωής, απλώνοντας τα χέρια για να δρέψουν τον καρπό «τον καλόν του ιδείν και κατανοήσαι». Δεν προσέρχονται δε από ένοχη επιθυμία και περιέργεια, όπως η παλαιά Εύα, της οποίας η αλογιστία νέκρωσε τον κόσμο· προσέρχονται με πίστη στον έμψυχο Παράδεισο της Θεοτόκου, για να δρέψουν από το δέντρο της το ζωογόνο γλυκασμό των καρπών του θεομητορικού της θαύματος, αποβάλλοντας τη φθορά στην οποίαν υπέκυψαν από την αλογιστία της Προμήτορος. Η νέα Εύα της χάριτος νίκησε και μεταμόρφωσε την πρώτη Εύα της ζωής!

«Ρωννύμενοι σθένει σου, πιστώς αναβοώμεν σοι· Χαίρε πόλις του Παμβασιλέως, δεδοξασμένα και αξιάκουστα, περί ης λελάληνται σαφώς· όρος αλατόμητος, χαίρε βάθος αμέτρητον».

(Παίρνοντας σθένος από τη δική σου δύναμη, σου φωνάζουμε με πίστη· χαίρε η πόλη του Παμβασιλέως, για την οποίαν πολλά ειπώθηκαν δοξασμένα και αξιάκουστα. Χαίρε συ, που είσαι όρος που δεν λατομήθηκε ποτέ, και βάθος μυστηρίου αμέτρητο.)

Ο λυρισμός του Υμνωδού συνεχίζεται αμείωτος. Οι πιστοί, αντλώντας δύναμη από το σθένος της Θεοτόκου, την χαιρετίζουν ως πόλη του Παμβασιλέως, περί της οποίας πολλά λέχθηκαν – κυρίως από την παλαιά προφητεία – δοξασμένα και αξιάκουστα. Η περίσεμνη Κόρη υπήρξε το κέντρο της αρχαίας προφητείας. Σ’ αυτήν συνέ­κλιναν «ρήσεις προφητών και αινίγματα», υπεμφαίνοντα τη σάρκωση του άχραντου Τόκου της. Έτσι, χαρακτηρίζεται ως όρος αλατόμητο. Προσφυέστατη εικόνα με την οποία μπορεί να παραβληθεί ο υπερφυής Τόκος της, η άφθορη σύλληψη και η απαράφθορη γέννηση. Όπως δηλαδή σ’ ένα αλατόμητο όρος δεν έχει δουλέψει ποτέ χέρι ανθρώπου, δεν έχει αφαιρεθεί κανένα κομμάτι του, παραμένοντας ολόκληρο και ακατέργαστο, έτσι και στο όρος της Μαρίας δεν πλησίασε άνθρωπος για ν’ αφαιρέσει κάτι απ’ αυτό, αλλά συνέλαβε και γέννησε υπερφυώς, χωρίς να χάσει την παρθενία της ή να υποστεί οποιαδήποτε άλλη βιολογική αλλοίωση. Μόνο το Πνεύμα του Θεού άγγιζε με την πνοή του τον άχραντο ναό του Θεού, για να ετοιμαστεί να οικήσει σ’ αυτόν ο άπειρος Λόγος του Πατρός, ανοίγοντας μεν τη μήτρα της ευλογημένης, χωρίς ωστόσο να καταλύσει την παρθενία του μητροπάρθενου κλέους της. Αυτό ακριβώς το μητροπάρθενο κλέος, η μητέρα «η άνευ ανδρός τετοκυία», η Παρθενομήτωρ, συνιστά βάθος μυστηρίου αμέτρητο. Μυστήριο δηλαδή απρόσιτο στον ανθρώπινο νου, στον πυθμένα του οποίου αδυνατεί να φθάσει η ανθρώπινη διάνοια και φυσικά πολύ λιγότερο να το βυθομετρήσει.

«Ευρύχωρον σκήνωμα, του Λόγου χαίρε Άχραντε· κόχλος η τον θείον μαργαρίτην, προαγαγούσα, χαίρε πανθαύμαστε· πάντων προς Θεόν καταλλαγή, των μακαριζόντων σε, Θεοτόκε, εκάστοτε».

(Χαίρε, Άχραντε συ, που χρημάτισες το ευρύχωρο σκήνωμα του Λόγου. Χαίρε, Πανθαύμαστε, συ που είσαι το όστρακο από το οποίο προήλθε ο θείος μαργαρίτης. Συ Θεοτόκε, που είσαι η προς Θεόν συμφιλίωση και καταλλαγή αυτών που κάθε φορά σε μακαρίζουν.)

«Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Η σκήνωση του Θεού στον άνθρωπο έγινε στην ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ. Αλήθεια, πώς αλλιώς θα έμπαινε στην ιστορία των ανθρώπων; Πώς θα γινόταν αληθινός άνθρωπος με σάρκα, αίμα και οστά, αν δεν περνούσε πραγματικά από άνθρωπο, αν δεν γεννιόταν από μητέρα, αν δεν είχε αληθινή μάνα; Η απειρόσοφη βουλή του Θεού βρήκε την κατάλληλη λύση. Έδωσε μητέρα αληθινή στο Λόγο, όχι όμως και πατέρα. Μάνα, για να είναι αληθινός άνθρωπος, και όχι επίφαση ανθρώπου, φάντασμα. Όχι όμως και Πατέρα, για να κόψει το ρεύμα της φθοράς που διαιωνιζόταν με τη φυσική γέννηση, η οποία συνδεόταν με τη γεννήτρια της φθοράς, τη φύση του προπάτορα την πεσμένη στη φθορά και το θάνατο. Και το σκήνωμα του Λόγου ήταν ευρύχωρο. Μια μικρή μεν μήτρα γυναίκας στη βιολογική της διάσταση, μεγάλη όμως στο άπειρο μυστηριακό μέγεθος και το βάθος της. Μήτρα πλατυτέρα των ουρανών, για να χωρέσει μέσα της άνετα τον ποιητή των αιώνων, τον δημιουργό του παντός. Μήτρα πραγματικά θεοχώρητη, όπως την πλάτυνε στην απεραντοσύνη του το Πνεύμα του Θεού.

Στη συνέχεια η Μαρία παραβάλλεται με «κόχλον», όστρακο από το οποίον προήλθε το μαργαριτάρι του Θεού. Ωραία πραγματικά παρομοίωση τής θείας ενανθρωπήσεως. Όπως το μαργαριτάρι είναι σφηνωμένο στο όστρακο για να προέλκει απ’ αυτό μετά το άνοιγμά του, έτσι και ο Υιός του Θεού ήταν κρυμμένος στη μήτρα της Παρθένου για να προέλκει απ’ αυτή μετά τη γέννησή του. Με τη διαφορά βέβαια ότι το μεν όστρακο μετά το άνοιγμά του παραμένει πάντα ανοικτό· ενώ η μήτρα της Μαρίας άνοιξε μεν για να προέλ­θει εξ αυτής ο ένσαρκος Λόγος του Θεού, μετά τη γέννηση όμως Εκείνου έμεινε παντοτεινά κλειστή. Ήταν δε ο μαργαρίτης της Παρθένου σπάνιος και πολύτιμος, το στολίδι και ο πλούτος της ανθρωπότητας.

Η Θεοτόκος, προβάλλουσα το θείο μαργαρίτη, ομόρφηνε τον κόσμο, γιατί ο Τόκος της επέφερε την καταλλαγή των πάντων προς τον Θεό, τη συμφιλίωση του αποστατημένου παιδιού με τον Πατέρα του. Ένωσε τα σύμπαντα σε μια πελώρια φιλία, από την οποίαν αφαιρέθηκε το δηλητήριο της διασπάσεως, το κεντρί της έχθρας και της αποξενώσεως, που φύτρωσε στο μοιραίο κήπο της Εδέμ. Θεός και άνθρωπος έγιναν εκκλησία, ένωση αδιάσπαστη και αδιαχώ­ριστη, ένωση αληθινής φιλίας και αγάπης.

(+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαίρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 35-44.) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον• χαίρε, Παραδείσου θυρών ανοικτήριον.

Συγγραφέας: kantonopou στις 9 Μαρτίου 2012

Οι άνθρωποι συχνά αισθανόμαστε ότι έχουμε εχθρούς στη ζωή μας. Οι άλλοι, οι οποίοι όχι μόνο δεν μας καταλαβαίνουν, αλλά πράττουν αντίθετα με αυτό που εμείς θέλουμε, ο ίδιος μας ο εαυτός που δεν μας ακολουθεί σ’ αυτό που επιθυμούμε, το περιβάλλον και ο κόσμος που δε γεννούν τις προϋποθέσεις για να πετύχουμε τους σκοπούς μας. Ο σύγχρονος άνθρωπος όμως αγνοεί ότι έχουμε ακόμη έναν εχθρό, αόρατο αυτή τη φορά, που είναι ο διάβολος, και ότι χρειαζόμαστε κάποιο «αμυντήριο» στις επιθέσεις αυτού του εχθρού, που δεν είναι άλλο από την πίστη στο Χριστό, αλλά και την βοήθεια που μας παρέχει το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Ο διάβολος δεν πλάσθηκε από το Θεό κακός. Ο Θεός όμως δεν τον εμπόδισε να επιλέξει το κακό, δηλαδή να μην έχει κοινωνία μαζί Του και να διαπράττει αντίθετα με το θέλημά Του. Δεν τον εμπόδισε ο διάβολος να θεοποιήσει τον εαυτό του και το θέλημά του. Γιατί αν ο Θεός τον εμπόδιζε, τότε θα παραβίαζε την ελευθερία με την οποία προίκισε όλες τις υπάρξεις, τις οποίες δημιούργησε. Ο διάβολος δεν έχει ούτε και κάποια εξουσία επάνω μας. Όμως ο Θεός δεν τον εμποδίζει από το να επιτίθεται σε μας, όπως επίσης δεν εμποδίζει τον καθέναν από εμάς να υποτάσσεται στις επιθέσεις, με τις οποίες ο διάβολος θέλει να μας πείσει να θεοποιήσουμε τον εαυτό μας και να πράττουμε αντίθετα με το θέλημα του Θεού. Η επιλογή να είμαστε κοινωνοί του Θεού ή υποταγμένοι στον τρόπο του διαβόλου έχει να κάνει αποκλειστικά με μας.
Ο διάβολος μας πολεμά με τους λογισμούς και με το θέλημά μας, αλλά και με τις εξωτερικές επιδράσεις, είτε αυτές προέρχονται από τους άλλους ανθρώπους είτε από τον κόσμο και τον πολιτισμό μας, δηλαδή από τις χρονικές περιστάσεις και καταστάσεις. Οι λογισμοί προέρχονται είτε από την φύση μας, από την ανθρώπινη κατάσταση, είτε από την προαίρεσή μας, δηλαδή από τις επιλογές μας. Φυσικοί είναι οι λογισμοί που έχουν να κάνουν με τα αδιάβλητα πάθη μας, με την πείνα, την δίψα, την κόπωση, τον πόνο, τη χαρά, την λύπη. Οι λογισμοί της προαιρέσεως προέρχονται από τις επιλογές μας να δώσουμε τάδε ή δείνα απαντήσεις, σε ζητήματα που ανακύπτουν όχι μόνο γενικότερα στη ζωή μας, αλλά και συγκεκριμένα, κάθε ώρα και στιγμή. Και οι απαντήσεις αυτές στηρίζονται στις επιθυμίες μας. Γι’ αυτό και διαλεγόμαστε με τους λογισμούς μας. Γιατί συγκατανεύουν στις βαθύτερες επιθυμίες μας, τις υποθάλπουν και την ίδια στιγμή τις οδηγούν στο να γίνουν πράξη. Ο διάβολος παρωθεί τον εαυτό μας να υποταχτεί στους λογισμούς του, μας σπρώχνει να λειτουργήσουμε αντίθετα με το θέλημα του Θεού, όπως αυτό αποτυπώνεται στις εντολές του Ευαγγελίου και να χτίσουμε το δικό μας δρόμο προς την χαρά, ο οποίος όμως δεν έχει να κάνει με το Θεό, αλλά αποσκοπεί τελικά στην ατομική μας απόλαυση και επιτυχία. Στο δρόμο αυτό συναντιόμαστε με τους άλλους, οι οποίοι πολεμούνται από αντίστοιχους λογισμούς και θελήματα, αλλά και παρωθούνται από τον διάβολο να ζήσουν χωρίς Θεό. Την ίδια πορεία ακολουθούν και οι πολιτισμικές και κοινωνικές καταστάσεις, οι οποίες διαγράφουν τόσο το Θεό, όσο και τον διάβολο, από το εννοιολόγιο της ζωής μας.
Η Παναγία αποτελεί το αμυντήριό μας κατά των αοράτων εχθρών μας. Τόσο με το παράδειγμά της (πολέμησε τόσο τον λογισμό ότι «δεν είχε σχέσεις με άνδρα», όσο και το ανθρώπινο θέλημα να χαρεί τη ζωή και την οικογένεια με την υπακοή στο θέλημα του Θεού -«ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»-, αλλά και τις εξωτερικές συνθήκες και τον πολιτισμό, αρνήθηκε να υπολογίσει την ποινή της διαπόμπευσης και του λιθοβολισμού για μια άγαμη μητέρα, αλλά και το τι θα έλεγε ο προστάτης της Ιωσήφ για την εγκυμοσύνη της, εμπιστευόμενη το Θεό), όσο και με την προσευχή της στον Υιό και Θεό της, διότι βλέπει τις δυσκολίες που εμείς αντιμετωπίζουμε από τις επιθέσεις του διαβόλου και την δική μας αδυναμία, η Παναγία δεν μας αφήνει μόνους. Και γι’ αυτό κι εμείς της απευθύνουμε τον χαιρετισμό, δείχνοντάς της και τονίζοντας στον εαυτό μας, ότι πιστεύουμε πως Εκείνη μπορεί να μας βοηθήσει όντας δίπλα στον Υιό και Θεό της να μην αισθανόμαστε αδύναμοι σ’ αυτόν τον πόλεμο και μπροστά στην εχθρότητα του διαβόλου.
Και τότε εκείνη γίνεται το «ανοικτήριο των θυρών του Παραδείσου». Μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να γευθούμε την κοινωνία με τον Υιό και Θεό της, διότι αυτός είναι ο Παράδεισος, η σχέση μας με τον Χριστό. Μέσα από την πάλη κατά του διαβόλου, κατά των λογισμών και του θελήματός μας, όταν αυτό έρχεται σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού, μέσα από την απόφαση να μην υποταχτούμε στην κακία των άλλων, μπορούμε να συναντήσουμε αληθινά τον Χριστό. Και τούτο επιτυγχάνεται στη ζωή της Εκκλησίας, στη συνάντηση μεταξύ μας, που γίνεται αληθινός Παράδεισος από αυτήν εδώ τη ζωή.
Σ’ έναν κόσμο που θεοποιεί τα υλικά, αποδέχεται ως φυσικούς τους λογισμούς του, είναι πρόθυμος να υποταχτεί στα κάθε λογής «θέσφατα» του πολιτισμού μας και που παραθεωρεί ή δεν πιστεύει στους αοράτους εχθρούς, αλλά μόνο σε ό,τι βλέπει, χρειαζόμαστε, για να βρίσκουμε νόημα στο χρόνο και την ζωή μας, το αμυντήριο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ας χαιρόμαστε με την παρουσία της στη ζωή μας και ας την παρακαλούμε να ανοίγει για μας «τη θύρα της Παράδεισος» (Δ. Σολωμός).
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 9 Μαρτίου 2012

http://themistoklismourtzanos.blogspot.com/2012/03/blog-post_08.html

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Εξήγηση της Δ΄ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (+Α. Θεοδώρου, Καθηγ. Παν/μίου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 9 Μαρτίου 2012

«Ο καθήμενος εν δόξη, επί θρόνου θεότητος, εν νεφέλη κούφη, ήλθεν Ιησούς ο υπέρθεος, τη ακηράτω παλάμη και διέσωσε, τους κραυγάζοντας· Δόξα, Χρι­στέ, τη δυνάμει σου».

(Αυτός που κάθεται στην Τριαδική δόξα της θεότητος, ήλθε μέσα σε κούφη (ελαφριά) νεφέλη, ο Ιησούς ο υπέρθεος, ο οποίος με τη δύναμη της ακήρατης (αμόλυντης) παλάμης του έσωσε (από την αμαρτία) αυτούς που κραυγάζουν· δόξα, Χριστέ, στην θεία σου δύναμη.)

Η δόξα που απορρέει από τη θεία ουσία είναι κοινή και στα τρία πρόσωπα της  Αγίας Τριάδος. Κάθε θεία υπόσταση είναι σε ίσο μέτρο φορέας ολόκληρης της θείας δόξας, όπως και οι άλλες δύο υποστάσεις του τριαδικού Θεού. Ο Πατέρας δοξάζεται απαράλλακτα όπως ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον. Η όποια μείωση της θείας δόξας συνεπιφέρει μείωση και του τριαδικού των προσώπων αξιώματος, υποβάθμιση και κατάργηση της τάξεως και της ισοτιμίας στην Τριάδα.

Ο Χριστός ήλθε στη γη χωρίς να χάσει τίποτε από το τριαδικό του αξίωμα. Ήλθε ντυμένος ολόκληρη τη δόξα του, αν και αυτή κρυβόταν πίσω από το παραπέτασμα της σάρκας, την οποίαν αυτοβούλως προσέλαβε. Αυτή την έννοια είχε η κένωση του Λόγου στο πεδίο της θείας ενανθρωπήσεως: απόκρυψη της τριαδικής δόξας και παράλληλα αμφίεση της ταπεινώσεως της φτωχής και πρόσκαιρης ζωής. Σ’ αυτό το θεοδύναμο πλέγμα ανυψώνεται η ταπείνωση της γης, εγκεντρίζεται στην αιώνια δόξα του Θεού, ο φτωχός άνθρωπος γίνεται ομόθεος, εξυψώνεται και λαμπρύνεται η κτίση, ανακεφαλαιώνεται η πλάση ολόκληρη.

Ο Χριστός, ο ένδοξος Λόγος του Πατρός, ήλθε στη γη επιβαίνων στην κούφη (ελαφριά) νεφέλη της Παρθένου. Το όχημά του ήταν η ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ, την οποία δεν βάρυνε κανένα στοιχείο της φθοράς. Με αυτήν έκανε την είσοδό του στον κόσμο ο άϋλος και αναφής Θεός, ο πληρών και συνεχών “παλάμη” τα σύμπαντα. Και ήλθε μεν κατά τα φαινόμενα ως ένας ταπεινός και άσημος άνθρωπος, ντυμένος τη στέρηση και την κακοπάθεια του ανθρωπίνου πλάσματος· όμως παράλληλα ήταν και ο κραταιός δυνάστης και Κύριος, ο οποίος με τη ζωαρχική παλάμη του συνέτριψε τα κλείθρα της φθοράς, χαρίζοντας στον άνθρωπο, που αναγνωρίζει και ανυμνεί την άπειρη δόξα του, λύτρωση αψευδή, σώζοντάς τον από το θανατερό της αμαρτίας αγκάλιασμα.

«Εν φωναίς ασμάτων πίστει, σοι βοώμεν Πανύμνητε· Χαίρε πίον όρος, και τετυρωμένον εν Πνεύματι· χαίρε λυχνία και στάμνε, μάννα φέρουσα, το γλυκαίνον τα των ευσεβών αισθητήρια».

(Με άσματα δυνατά που βγαίνουν από την πιστεύουσα καρδία μας, σου φωνάζουμε Πανύμνητε· χαίρε συ που είσαι όρος εύφορο, το οποίον γέμισε με τη χάρη του αγίου Πνεύματος· χαίρε συ, που είσαι η επτάφωτη λυ­χνία και η στάμνα που έχει μέσα της το μάννα της ζωής, η γεύση του οποίου γλυκαίνει τα πνευματικά αισθητήρια των ευσεβών, που πιστεύουν στη δόξα σου.)

Με άσματα πολλά που δονούν τους θαλάμους της ψυχής τους, όσοι αποδέχονται το θεομητορικό θαύμα, όσοι πιστεύουν στο απερινόητο θεανδρικό μυστήριο, ξεσπούν σε ανύμνηση της Θεοτόκου. Την προσφωνούν σαν «όρος πίον και τετυρωμένον εν Πνεύματι». Σαν βουνό, το οποίον γέμιζε η χάρη του αγίου Πνεύματος. Και όπως το φυσικό γάλα μετά από κατάλληλη διεργασία πήζει και γίνεται τυρί, έτσι και στο θαύμα της Παρθένου, η υπόσταση της περίσεμνης Κύρης, αφού δέχτηκε το γάλα της Θεότητος μέσα της με την επίσκεψη του Παναγίου Πνεύματος, μετατράπηκε σε τυρί χάριτος και χαράς, που τρέφει και αυξάνει όσους με πίστη και ευλάβεια το γεύονται.

Την προσφωνούν επίσης σαν λυχνία, σαν την επτάφωτη χρυσή εκείνη που βρισκόταν στη Σκηνή του Μαρτυρίου, και σαν στάμνα που φέρει μέσα της το Μάννα της ζωής. Όπως δηλαδή στην παλαιά εποχή οι Ισραηλίτες κατ’ εντολή του Θεού διατηρούσαν σε ειδική στάμνα που λεγόταν «μανναδόχος», μέρος από το μάννα με το οποίον έτρεφε ο Θεός το λαό κατά την περιπλάνησή του στην έρημο, έτσι και η Θεοτόκος παρομοιάζεται με στάμνα που έχει μέσα της το μάννα του Θεού, τον προαιώνιο του Πατρός Λόγο, ο οποίος ήλθε και κρατήθηκε στο λαμπρό δοχείο της Παρθένου. Και όπως οι Ισραηλίτες δέχονταν από τον ουρανό το παλαιό μάννα που ήταν τροφή πολύ ευχάριστη και γευστική, ώστε να απορούν και να δοξάζουν το Θεό, έτσι και ο νέος της χάριτος Λαός, οι Ισραηλίτες της Νέας Διαθήκης γευόμενοι το νέο μάννα της ζωής, τον άρτο που κατέβηκε από τον ουρανό και γεωργήθηκε στη μήτρα της Απειρογάμου, αισθάνονται γλυκύτητα στα πνευματικά τους αισθητήρια, δοξάζουν το άπειρο θαύμα της ζωής, εκπλησσόμενοι για την ύψιστη και μεγάλη δωρεά!

«Ιλαστήριον του κόσμου, χαίρε, άχραντε Δέσποινα· χαίρε κλίμαξ γήθεν, πάντας ανυψώσασα χάριτι· χαίρε η γέφυρα όντως η μετάγουσα, εκ θανάτου πάντας προς ζωήν τους υμνούντάς σε».

(Χαίρε, άχραντε Δέσποινα, που είσαι το ιλαστήριο του κόσμου· χαίρε κλίμακα που με τη χάρη σου ανύψωσες όλους από τη γη στον ουρανό· χαίρε η γέφυρα που πραγματικά μεταφέρεις από το θάνατο στη ζωή όλους που με κατάνυξη και ευλάβεια σε ανυμνούν.)

Και πάλι εδώ η ιδέα του διά της Θεοτόκου εξιλα­σμού των ανθρώπων. Οι ιδέες αυτές είναι φυσικό να συνωθούνται στον κάλαμο του ποιητή και να επιζητούν την έκφρασή τους. Η Θεοτόκος είναι πραγματικά, ως Μητέρα του Θεού, εξιλαστήριο του κόσμου. Ο Υιός της εξιλέωσετον άγιο Θεό για τα πολλά του κόσμου παραπτώματα, για τα αμαρτήματα και τις ενοχές των ανθρώπων. Αυτό πέτυχε με το λυτρωτικό έργο του, το σεπτό πάθος και το θάνατό του, ανοίγοντας το δρόμο που οδηγεί πίσω στο Θεό.

Στη συνέχεια ο ποιητής παρομοιάζει την Παρθένο με κλίμακα και γέφυρα. Όπως η κλίμακα εκείνη που είδε στον ύπνο του ο Ιακώβ, το ένα της σκέλος είχε στη γη και το άλλο στον ουρανό, ενώνοντας με τον τρόπο αυτό τα δύο μέρη, και από την οποίαν ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι, υμνολογώντας τον Θεό, έτσι και η Παρθένος Μαρία, σαν άλλη νοητή κλίμακα, ανυψώνει με τη χάρη της από τη γη και μεταφέρει στον ουρανό όλο το γένος των ανθρώπων. Όμοια η περίσεμνη Κόρη είναι η νοητή γέφυρα που απλώθηκε στην άβυσσο που άνοιξε η αποξένωση της αμαρτίας και έστρωσε το χάσμα, από την οποία μπορούν οι αμαρτωλοί άνθρωποι να μεταφερθούν από τη σκοτεινή χώρα του θανάτου, που δημιούργησε το αλόγιστο πταίσμα του Αδάμ, στη φωτεινή χώρα της ζωής. Στην ολόφωτη χώρα του Θεού θα φθάσουν φυσικά όλοι εκείνοι που υμνολογούν τη Μητέρα της ζωής. Τη γεφύρωση, βέβαια, αυτή πέτυχε ο Χριστός στο θεανδρικό του πρόσωπο, ο οποίος άπλωσε τις παλάμες στο σταυρό και «ήνωσε τα το πριν διεστώτα», δηλαδή Θεό και άνθρωπο, τους οποίους αποξένωσε η αποστασία του Γενάρχη. Στο πρόσωπο του Χριστού συνήλθαν η θεότητα με την ανθρωπότητα σε μια ασύγχυτη και αδιάσπαστη ένωση, καταργήθηκε το φράγμα της εχθρότητας και ο άνθρωπος, παιδί πάλι του Θεού αγαπητό, γύρισε πίσω στον Πατέρα, που τον δέχτηκε με στοργή και αγάπη στο πατρικό σπίτι του.

«Ουρανών υψηλότερα, χαίρε γης το θεμέλιον, εν τη ση νηδύϊ, Άχραντε, ακόπως βαστάσασα· χαίρε κογχύλη, πορφύραν θείαν βαψασα, εξ αιμάτων σου τω βασιλεί των δυνάμεων».

(Συ που είσαι υψηλότερη από τους ουρανούς, χαίρε Άχραντε, που στη γαστέρα σου βάσταξες χωρίς κόπο αυτόν που είναι το θεμέλιο του κόσμου. Χαίρε, κογχύλη που με το αίμα σου έβαψες τη θεία πορφύρα, που φόρεσε ο βασιλιάς των δυνάμεων.)

Το μεγαλείο της Παρθένου είναι ασύγκριτο. Η δόξα της υπερβάλλουσα. Είναι η άνασσα των ουρανών, η βασίλισσα ολόκληρης της κτίσεως. Ο λόγος του άφθιτου αυτού μεγαλείου, της μεγάλης αυτής και αξεπέραστης δόξας, είναι το θεομητορικό θαύμα της. Ο υμνωδός τη χαιρετίζει ως οικοδομή, στην οποία χωρίς κόπο κατατέθηκε και χώρεσε το θεμέλιο του κόσμου, ο ποιητής του παντός. Ο Λόγος «δι’ ού τα πάντα εγένετο», στον οποίον υπάρχουν οι “λόγοι” όλοι του κτιστού σύμπαντος, ήλθε και χώρεσε μέσα σε μια μικρή μήτρα, σ’ ένα χωρίο ταπεινό και ολοκάθαρο. Και ήταν φυσικό η δόξα του Θεού, η τριαδική αίγλη και λαμπρότητα που ήταν αΐδιο και αναφαίρετο κτήμα του Υιού του Πατρός, να μεταφερθεί και να χωρέσει στην ευλογημένη Μητέρα, την οποίαν αυτόματα ανέδειξε κέντρο φωτοβόλο της μακάριας και άφθιτης τριαδικής δόξας. Το θαύμα δεν είναι μικρό, αλλά παμμέγιστο, παρ’ όλον ότι με τα φτωχικά μέτρα της πρόσκαιρης  φύσεώς μας αδυνατούμε να το συλλάβουμε και να το κατανοήσουμε. Το δεχόμαστε απλά με πίστη και το προσκυνάμε με ιερή φρικίαση και ευλάβεια.

Την χαιρετίζει επίσης σαν κογχύλη που με το χρώμα της – τα αγνά της παρθενικά αίματα – έβαψε την πορφύρα, το βασιλικό φόρεμα του Υιού του Θεού, που φόρεσε φανείς άνθρωπος επί της γης. Η βασιλική αυτή αμφίεση ήταν η θεοϋπόστατη ανθρώπινη φύση που κυοφορήθηκε μέσα της με τη δύναμη του παναγίου Πνεύματος, η φύση η οποία, με τη σειρά της, έμελλε να βάψει με τα αίματά της το ζωοποιό ξύλο του σταυρού, για να το καταστήσει φοβερό στους δαίμονες, συντριπτικό των αντίθεων δυνάμεων της αποστασίας της φθοράς και του θανάτου. Στο αίμα του Υιού και του ανθρώπου υφαίνεται η σωτηρία και η δόξα του ανθρώπου. Το αγνό αίμα της Παρθένου, ως δυνατότητα καταβολής της φύσεως, και το άσπιλο αίμα του Υιού του Θεού στον άνθρωπο που ανέλαβε, ως δυνατότητα του μυστηρίου της λυτρώσεως, αποτελούν τα δύο ναι της άπειρης ευδοκίας του Θεού για τη σωτηρία του πεσμένου του πλάσματος. Ω θεοχώρητο και άχραντο μυστήριο! Ποιά γλώσσα ανθρώπινη μπορεί, Παρθένε, να ανυμνήσει τα μεγαλεία σου, να πλέξει το εγκώμιό σου που αγγίζει και υπερβαίνει τους ουρανούς και αναλύεται στον άϋλο αιώνα του Υιού και Θεού σου;

«Νομοθέτην η τεκούσα, αληθώς, χαίρε Δέσποινα, τον τας ανομίας, πάντων δωρεάν εξαλείφοντα· ακατανόητον βάθος, ύψος άρρητον, απειρόγαμε, δι’ ης ημείς εθεώθημεν».

(Χαίρε Δέσποινα, συ που γέννησες αληθινά τον Νομοθέτη Κύριο, ο οποίος εξαλείφει χωρίς κανένα αντάλλαγμα τις ανομίες όλων των ανθρώπων· σε υμνούμε, απειρόγαμε, που είσαι βάθος ακατανόητο και ύψος ανέκφραστο και που έγινες η αιτία της δικής μας θεώσεως.)

Η παράβαση της εντολής του Θεού μάς κατέστησε όλους ένοχους ενώπιον της αγιότητας και της δικαιοσύνης του. Μας κατέστησε παραβάτες του νόμου του, υπεύθυνους τιμωρίας και κυρώσεων. Διότι ο Θεός είναι αληθινός και ακριβοδίκαιος νομοθέτης. Ο νόμος του εκφράζει το άγιο θέλημά του, τη θεία του ενέργεια, που ρυθμίζει, διέπει, κυβερνά και συνέχει όλα τα όντα και ιδιαίτερα τις λογικές φύσεις. Σ’ αυτές συγκαταλέγεται και ο άνθρωπος, ο οποίος πλάστηκε νοερός και ελεύθερος και στη λογική του συνείδηση ακούγεται η φωνή του Θεού. Σκοπός δε της ζωής του είναι να θέλει και να τελεί αβίαστα το θέλημα του Πλάστη του, που παίρνει τη μορφή νόμων που πρέπει αυτός με αγάπη και με ευλάβεια ν’ ακολουθεί. Αν δεν κάνει αυτό ο άνθρωπος, αν αντίθετα καταπατεί αναιδώς τη θεία νομοθεσία, παραβαίνοντας τις εντολές και τα προστάγματα του πλαστουργού του, καθίσταται ένοχος απέναντι στο θείο Νομοθέτη και φυσικά υπόλογος και τιμωρίας άξιος. Δεν υπάρχει άλλη διαφυγή. Όσοι «ανόμως ήμαρτον και ανόμως απολούνται». Η αλήθεια αυτή είναι το αλφαβητάρι της ηθικής της ζωής των ανθρώπων. Ο Θεός όμως δεν αντιμέτρησε το μέγεθος της αγάπης του με τη φύση και την έκταση των αμαρτημάτων των ανθρώπων. Γνωρίζοντας την ασθένεια του πλάσματος και ότι οι πολλές παραβάσεις του, αν μετριούνταν κατά λόγο δικαιοσύνης, θα το αφάνιζαν, ήλθε ο ίδιος και σήκωσε το προσωπικό βάρος της ενοχής όλων των ανθρώπων, έσχισε το χρεοφειλέσιο που υπέγραψε η Εύα στην Εδέμ, και έδωσε δωρεάν άφεση σε όλα τα πλάσματά του, που τα βάρυνε τόση κακοπραγία και αθλιότητα. Τιμωρήθηκε αυτός για κείνα, για να ζήσουν ελεύθερα πια στο φωτεινό χώρο της μεγάλης του θυσίας.

Αυτό φυσικά συνιστά ενέργεια του Θεού που δεν μπορεί να μετρηθεί και να εκτιμηθεί με τα κοινά μέτρα της ανθρώπινης διάνοιας. Συνιστά μυστήριο βαθύ και υψηλό που δεν μπορεί να εκφρασθεί με λόγια ανθρώπινα, μυστήριο ανεξιχνίαστο και ανερμήνευτο. Πίσω δε στο μυστήριο αυτό βρίσκεται η περίσεμνη Κόρη, προσφέροντας στην ανθρωπότητα τον άφθαρτο Τόκο της, ως δωρεάν του απύθ­μενου κλέους και της άφθαρτης δόξας της. Έτσι η Μάννα που αγάπησε τον Υιό της, αγαπά εξίσου και τα παιδιά Εκείνου που γέννησε στη μήτρα της χάριτός του, προστατεύοντάς τα με τον πλούτο  των ευλογιών του θεομητορι­κού της θαύματος. Η απειρόγαμος, τέλος, Μητέρα του Θεού δεν συνέργησε απλά στη συγχώρηση των αμαρτημάτων των ανθρώπων, αλλ’ έγινε συνάμα αίτια θεώσεως των ανθρώπων. Στο θαύμα της Παρθένου οι πιστοί, συνενούμενοι στενά και ζυμωνόμενοι με την άφθαρτη χάρη, γίνονται και αυτοί ζύμη θεότητας, ενέργεια Θεία και φως και αϊδιότητα ζωής στον άφθαρτο αιώνα του Θεού!

«Σε την πλέξασαν τω κόσμω, αχειρόπλοκον στέφανον, ανυμνολογούμεν· χαίρε σοι Παρθένε κραυγάζοντες, το φυλακτήριον πάντων, και χαράκωμα, και κραταίωμα και ιερόν καταφύγιον».

(Ανυμνολογούμε σε που έπλεξες για τον κόσμο στεφάνι που δεν το έφτιαξαν χέρια ανθρώπινα. Σου απευθύνουμε το χαίρε, Παρθένε, που είσαι το φυλακτήριο όλων, το χαράκωμα και το κραταίωμα και το ιερό (των ανθρώπων) καταφύγιο.)

Ο ποιητής επανέρχεται και πάλι στην ιδέα του παρθενικού Τόκου της Μαρίας. Τον παρομοιάζει με στεφάνι που δεν έπλεξαν χέρια ανθρώπινα, αλλ’ η δημιουργική ενέργεια του Πνεύματος του Θεού. Με το στεφάνι αυτό η Παναγία στεφάνωσε τον κόσμο, για να τον στολίζει, να τον ομορφαίνει και να μυρίζει τη ζωή του με τα λουλούδια της χάριτος και της χρηστότητας του Θεού. Γιατί ο Χριστός είναι η ομορφιά και η δόξα του κόσμου. Από αυτόν προήρθε και σ’ αυτόν καταλήγει η πλάση ολόκληρη. Είναι το άλφα και το ωμέγα της κτίσεως. Έξω από αυτόν ο κόσμος δεν έχει νόημα και σκοπό. Είναι μια μάζα σκοτεινή, άμορφη και αδιάγνωστη. Από τότε που άλλαξε στην Εδέμ η αρχέγονη θεομορφία του, έγινε σκοτεινός και αγνώριστος. Άλλαξε το στεφάνι του Θεού με το πυκνό στεφάνι του θανάτου, τα λουλούδια της αρχέγονης χάριτος με τα πικρά αγκάθια της φθοράς, την πρώτη του ομορφιά με την ασχήμια του διαβόλου. Η Μαρία όμως κατέβασε από την κεφαλή του κόσμου το παλαιό στεφάνι της παρακοής, που έπλεξε για τον κόσμο η προμήτωρ Εύα στην Εδέμ, και το αντικατέστησε με το νέο στεφάνι της χάριτος και της χαράς, το οποίον έπλεξε με τη δική της χάρη και υπακοή στη φωταύγεια του Πνεύματος του Θεού, με τον αΐδιο βλαστό του Θεού Πατέρα, συνταιριασμένο με τα άνθη του νέου κήπου της Εδέμ, που τόσο όμορφα βλάστησαν στη θεοχώρητη και θεοϋπόστατη μήτρα της.

Με αυτά τα αισθήματα οι πιστοί, θαρρούντες στις μεγάλες χάρες της Υπερευλογημένης, εξωτερικεύουν τα αισθήματα χαράς που πλημμυρίζουν την καρδιά τους, κραυγάζοντας προς την Θεοτόκο. Χαίρε Παναγία μας, που είσαι το φυλακτήριο των ανθρώπων, δηλαδή φυλάσσεις τους πιστούς από κάθε κίνδυνο και κακό, κυρίως από τις ασταμάτητες επιβουλές του νοητού δράκοντα· είσαι το χαράκωμα, μπροστά στο οποίο ξεσπά και διαλύεται η κακουργία των πνευμάτων της ακαθαρσίας, που με λύσσα πολεμούν τη χαρά και την ευτυχία των τέκνων σου· είσαι το κραταίωμα, η ενίσχυση όσων παλεύουν κατά της αμαρτίας και των δυνάμεων του σκότους και της ανομίας· είσαι τέλος το καταφύγιο, το υπήνεμο λιμάνι όπου καταφεύγουν οι πιστοί, που ανελέητα δέρνονται από τα μανιασμένα κύματα, τις θύελλες και τους άγριους άνεμους της ταραγμένης επίγειας ζωής.

(+Ανδρέα Θεοδώρου,Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαιρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 26-35.) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Εξήγηση της Γ΄ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (+Α. Θεοδώρου, Καθηγ. Παν/μίου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 6 Μαρτίου 2012

«Τους σους υμνολόγους, Θεοτόκε, ως ζώσα και άφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν στερέωσον· και εν τη θεία δόξη σου στεφάνων δόξης αξίωσον».

(Αυτών που σε υμνολογούν, Θεοτόκε, σαν πλούσια και ζωντανή πηγή δωρεών, στερέωσε τον πνευματικό θίασο που έχουν συγκροτήσει· και στη θεία δόξα σου αξίωσέ τους να λάβουν στεφάνια δόξας αμάραντης.)

Το σώμα των πιστών που προσκυνούν ευλαβικά το όνομα της Μητέρας του Θεού, είναι ευλογημένο από την υπεραγία Θεοτόκο. Διότι η Θεοτόκος είναι αέναη πηγή πνευματικών δωρημάτων. Από το θεομητορικό της μυστήριο αναβλύζουν χάρες πολλές. Και είναι φυσικό η Μητέρα του Θεού να προστατεύει το πνευματικό σώμα του Υιού της και να το στερεώνει στη χαρισματική του αύξηση και προκοπή. Ο ποιητής του Ειρμού διατυπώνει το αίτημα αυτό στην αγνή Θεομήτορα, με αισθήματα ευλαβικής ιεροπρέπειας. Και όχι μόνον αυτό. Ζητά παράλληλα και δόξα για τα παιδιά της από τη δοξασμένη Βασίλισσα του ουρανού και της γης, από την αρχόντισσα της θείας Βασιλείας, που είναι τόσο απλόχωρα γενναιόδωρη και μεταδοτική. Η άϋλη δόξα της Τριάδος, το άκτιστο φως του Χριστού, είναι ουσιοποιημένα στη φύση που αγίασε ο Θεός με τον ερχομό του στον κόσμο. Το εργαστήριο της Παρθένου ανακράθηκε ολοκληρωτικά με τη θεόμορφη ενέργεια του Πνεύματος του Θεού, πιο πολύ και πέρα από κάθε άλλη κτιστή φύση. Γι’ αυτό η Παναγία είναι πραγματικά «χαριτωμένη». Η χάρη της διαχέεται παντού, λάμπει στο πνευματοφόρο σώμα της Εκκλησίας, αστράφτει στο φωτοβόλο χώρο της θείας Βασιλείας και λαμπρύνει, στεφανώνοντας με τη δόξα της όλους εκείνους που αποδέχονται το άρρητο μυστήριο του Τόκου της και με συγκίνηση ψάλλουν τα άφθιτα μεγαλεία της!

«Στάχυν η βλαστήσασα τον θείον, ως χώρα ανήροτος σαφώς, χαίρε, έμψυχε τράπεζα, άρτον ζωής χωρήσασα· χαίρε του ζώντος ύδατος, πηγή ακένωτος. Δέσποινα».

(Χαίρε συ, που βλάστησες το θειο στάχυ, χωρίς να δεχτείς καλλιέργεια από δύναμη ανθρώπου. Χαίρε, Δέσποινα, συ που είσαι τραπέζι έμψυχο, που μπόρεσε να χωρέσει τον άρτο της ζωής· συ που είσαι πηγή του ζώντος ύδατος, που είναι αστείρευτη και ανεξάντλητη.)

Ο ποιητής εξακολουθεί το λυρισμό του. Βλέπει την Παναγία σαν ένα κομμάτι γης, στο οποίο βλάστησε το στάχυ του Θεού, χωρίς να δεχτεί σπορά, καλλιέργεια και φυσική περιποίηση και βροχή. Και φυσικά δεν ήταν αναίτια η βλάστηση εκείνη. Ήταν βλάστηση υπερφυσική που υπερέβαινε όλους τους νόμους και τους κανόνες, που παρατηρούνται στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Εκείνο που έλειπε από την ανήροτη γη, το αλέτρι και οι λοιπές άλλες συνθήκες, αναπλήρωσε με την παντοδύναμη χάρη του το Πνεύμα του Θεού, από το οποίο βγήκε και η φυσική τάξη των πραγμάτων. Έτσι συντελέστηκε η παράδοξη σοδειά του Θεού, ο διφυής στάχυς της Παρθένου και του Υιού του Πα­τρός, για να γίνει ψωμί που βαστάχθηκε στο τραπέζι της Παρθένου, ψωμί ζωής που έφαγε και χόρτασε το πεινασμένο γένος των ανθρώπων, που πεινούσε στη μακρινή χώρα της αποστασίας του, στα σκοτάδια της θανατερής λιμοκτονίας του. Δεν έδωσε δε μονάχα το ψωμί το θαύμα της Παρθένου· έδωσε και το ζωντανό νερό, που είναι σε ίσο μέτρο απαραίτητο με το ψωμί για τη ζωή του ανθρώπου. Το νερό που άλλεται, δηλ. που αναβλύζει, «την ζωήν την αιώνιον», το οποίον ξεδιψά αληθινά τον κουρασμένο άνθρωπο, σβήνει τους ενδόμυχους πόθους του, ό,τι ευγενές εξακολουθεί να υπάρχει μέσα του και δεν κατόρθωσε ακόμη να αφανίσει η αμαρτία. Και το νερό της Παρθένου, κρυστάλλινο και δροσερό, είναι ακένωτο· δεν σταματά ποτέ ούτε εξαντλείται η ροή του, γιατί είναι η αστείρευτη ροή του πνεύματος του Θεού, που δεν χάνεται, όπως δεν χάνεται και ο ίδιος ο Θεός!

«Δάμαλις τον μόσχον η τεκούσα, τον άμωμον, χαίρε, τοις πιστοίς· χαίρε αμνάς κυήσασα, Θεού αμνόν τον αίροντα, κόσμου παντός τα πταίσματα· χαίρε θερμόν ιλαστήριον».

(Χαίρε, η δάμαλις που γέννησες τον μόσχο τον καθαρό και αψεγάδιαστο· χαίρε, η αμνάδα που εκύησες τον αμνό του Θεού, που σήκωσε πάνω του τα πταίσματα όλου του κόσμου· χαίρε Συ, που αναδείχτηκες φλογισμένο από τη χάρη ιλαστήριο των ανθρώπων.)

Ο ποιητής προχωρεί βαθύτερα στον ένθεο λυρισμό του. Παρομοιάζει τη Θεοτόκο με δάμαλι και αμνάδα, που έφεραν στον κόσμο το μόσχο τον άμωμο και τον αμνό του Θεού, που σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Η δάμαλις, ο μόσχος και ο αμνός είχαν κάποια λειτουργικότητα στη λατρεία της Παλαιάς Διαθήκης. Ήσαν ζώα που προσφέρονταν ως θυσία εξιλαστήρια στο Θεό. Οι αρχαίοι Ισραηλίτες πίστευαν, ότι στα προς θυσία ζώα αυτά, μεταφέρονταν οι αμαρτίες εκείνων που τα πρόσφεραν στο Θεό, έτσι ώστε να τιμωρούνται αυτά αντί εκείνων για τις όποιες ενοχές τους, και έτσι οι αμαρτωλοί να συγχωρούνται, ελεούμενοι μπροστά στον άγιο Θεό. Οι αρχαίες όμως ζωοθυσίες – κυριότερες των οποίων ήταν η θυσία του Πασχάλιου αμνού και η μεγάλη θυσία της εορτής του Εξιλασμού – σήμαιναν, απλώς, χωρίς να μεταφέρουν στην πραγματικότητα το σημαινόμενο της τελέσεώς τους.

Δήλωναν την ανάγκην αφέσεως των αμαρτιών χωρίς όμως στην πραγματικότητα να την παρέχουν. Ήσαν προτυπώσεις απλές μιας άλλης μεγάλης θυσίας, η οποία πράγματι θα αφαιρούσε τις αμαρτίες του κόσμου και θα απάλλασσε το γένος από τις αθροισμένες του ενοχές (του αμαρτήματος του Προπάτορα και τις άλλες προσωπικές των ανθρώπων ενοχές). Αυτό το μεγάλο θύμα έφερε στον κόσμο η Μαρία. Σαν λογική δάμαλις και αμνάδα στην οποίαν έπνεε η χάρη και η ευλογία του Θεού, γέννησε το μόσχο και τον αμνό του Θεού τον καθαρό και αψεγάδιαστο, τον Υιό Του τον μονογενή, ο οποίος θεληματικά σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου, τις έφερε στο σταυρό στον οποίον, πεθαίνοντας, έπλυνε με το αίμα του τις ψυχές όλων των ανθρώπων από τις πολλές τους ενοχές, έδωσε άφεση αμαρτιών, και εξιλέωσε τον αποστάτη άνθρωπο ενώ­πιον του Πατέρα, από τον οποίον τόσο αλόγιστα ξεμάκρυνε στα όρη και τους γκρεμούς της αμαρτίας. Η Θεοτόκος ονομάζεται «ιλαστήριον των ανθρώπων» στην έννοια και στη σχέση αυτή· στην έννοια δηλαδή της θυσίας του Υιού του Θεού, στον οποίον έδωσε με τη δύναμη του παναγίου Πνεύματος την ανθρώπινη φύση του. Διότι στη διάσταση του χριστολογικού μυστηρίου πίσω από τον Υιό βρίσκεται πάντοτε η Μητέρα, αχώριστα δεμένη με τη λυτρωτική χάρη την οποίαν Εκείνος διακόνησε τον κόσμο.

«Όρθρος φαεινός, χαίρε η μόνη, τον ήλιον φέρουσα Χριστόν, φωτός κατοικητήριον· χαίρε το σκότος λύσασα, και τους ζοφώδεις δαίμονες, ολοτελώς εκμειώσασα».

(Χαίρε φαεινή αυγή, η οποία μόνη έφερες τον ήλιο (στον κόσμο) και αναδείχτηκες κατοικητήριο του (νοητού) φωτός. Χαίρε συ που αποδίωξες τα πνευματικά σκοτάδια και εκμηδένισες ολοτελώς τους ζοφερούς δαίμονες.)

Στο τροπάριο αυτό ο υμνωδός χρησιμοποιεί την αναλογική εικόνα του φωτός, που είναι τόσο προσφιλής στην αγιογραφική και αρχαία πατερική θεολογία, για να εικονίσει το μέγα μυστήριο του Χριστού και της άχραντης Μητέρας του. Στη θεοϋπόστατη σάρκα της Πανάγνου ρόδισε η αυγή του μεγάλου μυστηρίου. Διαγράφτηκε το προμήνυμα του υπέρλαμπρου γεγονότος. Και στον καιρό του φάνηκε ο Ήλιος στα φτωχικά χώματα της Βηθλεέμ από τον φωτεινό ορίζοντα της ταπεινής Κόρης, διαχέοντας τη φωτιστική λάμψη του σ’ ολόκληρη την κτίση. Ο Μέγας της δικαιοσύνης Ήλιος ήλθε σαν φως ντυμένος τη φωτεινή σάρκα της θεοχώρητης Νύμφης του, της Μητέρας που του ετοίμασε το Πνεύμα του, διά του οποίου Εκείνος πέμπεται και διαλάμπει στον κόσμο. Στο μυστήριο του Χριστού όλα είναι φωτοφάνεια και φωταύγεια. Όλα είναι φως, γιατί φως είναι η θεότητα και η δόξα του. Φως προχεόμενο αϊδίως από την άπειρη θεία ουσία του, φως ανέσπερο και αδιάδοχο, στο οποίο είναι κτισμένα και φέρονται τα σύμπαντα. Φως το Πνεύμα το άγιο· φως το ενδιαίτημα το άγιο του Υιού του ανθρώπου και του Θεού· φως ο άπειρος του Πατρός Λόγος ο ενοικήσας στην αμόλυντη σάρκα· φως η διδασκαλία του, το έργο του, η Βασιλεία του. Φως, παντού φως! Οι σκιερότητες και τα σκοτάδια της αμαρτίας χάθηκαν στη μεγάλη Ημέρα, στην Ανατολήν εξ ύψους. Η Θεοτόκος, στην οποία κατοίκησε σωματικά το φως, έλυσε τα σκοτάδια της αγνωσίας και της πλάνης. Οι άνθρωποι είδαν καθαρά και απροκάλυπτα την αλήθεια. Λευτερώθηκαν από το ψεύδος της ειδωλολατρείας, που τόσο ασφυκτικά καθόταν στο μάτι της ψυχής τους. «Οι καθήμενοι εν σκότει είδον φως μέγα». Είδαν τον Θεό, το όραμα του οποίου είχαν χάσει από το οπτικό πεδίο του πνεύματός τους, από την επενέργεια των σκοτεινών πνευμάτων της ακαθαρσίας και της πλάνης. Τους ζοφώδεις δαίμονες, που είναι οι εισηγητές της πνευματικής ζοφώσεως, του σκοτισμού του νου, και της πυκνότητας της πλανεμένης συνειδήσεως, εκμηδένισε ολοσχερώς η φωτοφόρος και φωτοδόχος λαμπάδα της Παρθένου, που με τη φωτιά του μυστηρίου της έλειωσε τις σάρκες του κολοσσού της πλάνης που φούντωσε στον κήπο τής Εδέμ, και από κει τύλιξε την ανθρωπότητα στα μελανά πέπλα του. Η Θεοτόκος καθάρισε το βιότοπο της ανθρώπινης ψυχής από τα σκοτεινά λύματα της αμαρτίας, που μόλυναν απτόητα τις πονεμένες καρδιές και μετέτρεπαν σε σκοτεινιασμένη κόλαση τη ζωή τους.

«Χαίρε πύλη μόνη ην ο Λόγος, διώδευσε μόνος η μοχλούς, και πύλας Άδου, Δέσποινα, τω τόκω σου συντρίψασα· χαίρε η θεία είσοδος των σωζωμένων πανύμνητε».

(Χαίρε, συ που είσαι η μοναδική πύλη από την οποίαν πέρασε μονάχα ο Λόγος· συ Δέσποινα, η οποία διά του καινοφανούς Τόκου σου συνέτριψες τους μοχλούς και τις βα­ρειές πύλες του Άδη. Χαίρε, συ πανύμνητε που είσαι η είσοδος από την οποία θα περάσουν οι σωζόμενοι.)

Ο ποιητής εδώ παρομοιάζει την Παρθένο με πύλη κλειστή, την οποίαν άνοιξε ο Λόγος του Θεού για να περάσει από αυτήν και να εισέλθει στον κόσμο. Την άνοιξε δε μονάχα αυτός και κανένας άλλος. Και όταν πέρασε από αυτήν, η πύλη ξανάκλεισε για να μείνει στο εξής παντοτεινά κλειστή. Μία πολύ ωραία εικόνα με την οποία η παλαιά προφητεία περιέγραψε την αειπαρθενία της Μαρίας. Διότι όπως παρθένος αγνή και άσπιλη συνέλαβε τον Χριστό χωρίς ανθρώπινη συνέργεια, έτσι και τον γέννησε, χωρίς ο τόκος να βλάψει τα σήμαντρα της παρθενίας της. Ούτε πάλι μετά τη γέννηση του Υιού της δέθηκε με άνδρα, για ν’ αποκτήσει μαζί του άλλα φυσικά παιδιά. Όπως παρθένος συνέλαβε, και παρθένος γέννησε και «μετά τόκον πάλιν παρθένος έμεινε». Στα λίγα αυτά λόγια συνοψίζεται θαυμάσια το μέγα και άφθαρτο μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. Μία παρθένος ταπεινή και σεμνή, μία κόρη πάναγνη και άσπιλη, ένα τρυφερό πλάσμα της οποίας η φωταύγεια κάλυπτε ολόκληρη την κτίση και θάμπωνε τους αγγελικούς οφθαλμούς, λειτούργησε στο κοινό θαύμα της θεανθρώπινης ζωής, στους νέους ρυθμούς της ανακαινίσεως της πλάσεως, της μεταρρυθμίσεως του σύμπαντος. Και σημείο του θαύματος ήταν η μοναδική παρθενία της Πανάγνου, η μοναδική χάρη της Παναγίας! Πόσο αδικημένοι πραγματικά είναι όσοι δεν μπορούν να δουν το θεομητορικό αυτό δόγμα στο εσώτερο βάθος του μυστηρίου του Χριστού, μένοντας εγκλωβισμένοι στην ορθολογική βιολογική θεώρηση αυτού που και οι άγγελοι ακόμη, αδυνατούντες να κατανοήσουν, ανυμνούν απαύστως την Υπερευλογημένη!

Το θεομητορικό θαύμα όμως εγκλείει μέσα του δύναμη απεριόριστη· εγκλείει θεοδύναμη ενέργεια, την πυρίτιδα του Θεού που μόλις μπήκε στον Άδη, μόλις ήλθε σε επαφή με τα μουχλιασμένα θεμέλια της φθοράς, ανατίναξε το φοβερό εκείνο κολοσσό του θανάτου, έσπασε τις σκουριασμένες πύλες του, συνέτριψε τους μουχλιασμένους προαιώνιους μοχλούς της φοβερής εκείνης μηχανής, η οποία άλεθε ανελέητα τις ψυχές των νεκρών. Και συντρίβοντας το απαίσιο οικοδόμημα του Άδη, κατάργησε τη δύναμη της νεκρώσεως, ανοίγοντας διάπλατα την πύλη της σωτηρίας για το φοβισμένο γένος των ανθρώπων. Η σωτηρία έγινε και πάλι βατή στον αποστάτη άνθρωπο, τον ελεεινό τρόφιμο της φθοράς και του θανάτου!

(+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαίρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 18-25.) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Εξήγηση της Α΄ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (+Α. Θεοδώρου, Καθηγ. Παν/μίου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 3 Μαρτίου 2012

«Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος και λόγον ερεύξομαι, τη βασιλίδι Μητρί· και οφθήσομαι, φαιθρώς πανηγυρίζων και άσω γηθόμενος ταύτης τα θαύματα».

(Θ’ ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίσει από Πνεύμα άγιο και θ’ απευθύνω λόγο προς τη βασίλισσα Μητέρα του Θεού· και θα με δουν να πανηγυρίζω με φαιδρότητα, ψάλλοντας με ευφρόσυνη χαρά τα θαυμαστά μεγαλεία της).

Ο προφορικός λόγος είναι η εξωτερίκευση του μυστικού ενδιάθετου λόγου. Εκφράζεται με τα όργανα ομιλίας· είναι λόγος στοματικός. Και οι δύο λόγοι  -ενδιάθετος και προφορικός- είναι εκδηλώματα της πνευματικής υποστάσεως του ανθρώπου, της εικόνας του Θεού, η οποία έχει την ικανότητα να διαλέγεται εσωτερικά με τον εαυτό της και τον Θεό και να επικοινωνεί εξωτερικά με τους άλλους ανθρώπους. Τα υπόλοιπα ζώα δεν έχουν λόγους. Έχουν μονάχα ένστικτα, φυσικές κινήσεις και ορμές.

Οι λόγοι που βγαίνουν από το στόμα του ανθρώπου εξωτερικεύουν το εσωτερικό περιεχόμενο της καρδιάς του. Η ποιότητά τους εκφράζει την ποιότητα του εσωτερικού ήθους της ψυχής. Έτσι από μια αγαθή καρδιά θα προέλθουν λόγοι καλοί και αγαθοί, λόγοι ήπιοι και ειρηνικοί, καθαροί και άγιοι· ενώ από μια πονηρή και σαλεμένη καρδιά θα προ­έλθουν λόγοι αγριεμένοι και σκληροί, βρωμεροί και αναίσχυντοι. Από την ευλογημένη από τον Θεό ψυχή θ’ ακουστούν λόγια οικοδομής, παρακλήσεως και αγάπης, λόγια σεμνά και εύφημα. Όσα αγνά και προσφιλή, «ει τις αρετή και ει τις έπαινος»· ενώ από μια ψυχή κυριαρχημένη από τα πνεύματα της ακαθαρσίας, που ζει μακριά από τον Θεό, θ’ ακουστούν κατάρες και βλαστήμιες, λόγια υβριστικά και συκοφαντικά, λόγια δόλια, πικρά και μοχθηρά, που τόσα κακά συσσωρεύουν στην κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Ο ποιητής του Ειρμού νιώθει κι αυτός βαθιά την ανάγκη ν’ ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει. Η καρδιά του κατακλύζεται από πλήθος ενδιάθετα λόγια, που συνωθούνται, ζητώντας να βρουν διέξοδο από το στόμα του. Επιθυμεί να εκφράσει τους εσωτερικούς του διαλογισμούς. Οι διαλογισμοί του όμως δεν είναι τυχαίοι και κοινοί. Είναι διαλογισμοί καρδιάς στην οποία κυριαρχεί το Πνεύμα του Θεού. Προτίθεμαι -λέει- ν’ ανοίξω το στόμα μου, το οποίο θα γεμίσει από το Πνεύμα του Θεού (όπως γεμάτη από το αυτό Πνεύμα είναι εσωτερικά και η ψυχή του). Προτίθεμαι δε να πω λόγια ανυμνητικά προς τη Μητέρα του Θεού, που είναι βασίλισσα του ουρανού και της γης, αλλά και μητέρα των πιστών, της Εκκλησίας και ολόκληρης της κτίσεως. Θα πω κι εγώ λόγια ανυμνητικά, σαν κι αυτά που λέγουν οι άγγελοι στην ολόφωτη Κόρη της θείας Βασιλείας! Θα είναι δε τόση η πνευματική ευφορία της καρδίας μου, τόσος ο συνεπαρμός της ψυχής μου, ώστε οι άνθρωποι θα διαπιστώσουν πάραυτα το σκίρτημα της χαράς μου, βλέποντάς με να πανηγυρίζω με φαιδρότητα και με ευχαρίστηση να συνθέτω ύμνους για να τραγουδήσω τα πολλά θαύματα που την στεφανώνουν, να μελωδήσω τις χάρες της στο πεδίο του χριστολογικού μυστηρίου, στο οποίον ο Υιός άξια τοποθέτησε την περίσεμνη Μητέρα!

«Χριστού βίβλον έμψυχον, εσφραγισμένην σε Πνεύματι, ο μέγας Αρχάγγελος. Αγνή, θεώμενος, επεφώνει σοι· Χαίρε χαράς δοχείον, δι’ ης της προμήτορος αρά ληθήσεται».

(Βιβλίο έμψυχο στο οποίο γράφτηκε ο Χριστός, βλέποντάς σε, Αγνή, ο μέγας Αρχάγγελος, σου φώναζε· Χαίρε δοχείο της χαράς, διά της οποίας θα λυθεί η κατάρα που επιβλήθηκε (από τον Θεό) στην προμήτορα (Εύα).)

Στο έμψυχο βιβλίο της Μαρίας, δηλαδή στην ανθρώπινη φύση της και ειδικότερα στο άχραντο και πανακήρατο σώμα της, γράφτηκε, δηλαδή καταχωρήθηκε, η ανθρώπινη φύση του Χριστού απ’ ευθείας από τη δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος, χωρίς την ανθρώπινη συνεργεία, που είναι απαραίτητη στη βιολογική διαδικασία κάθε άλλης φυσικής ανθρώπινης συλλήψεως. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ο υπηρέτης του θαύματος, είχε σταλεί από τον Θεό για να μεταφέρει το χαρμόσυνο μήνυμα στην ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ. Το θαύμα που αντίκριζε ο Άγγελος ήταν μεγάλο και παράδοξο. Από τη μια μεριά, έβλεπε μια Κόρη πάναγνη, γεμάτη από καλοσύνες και χάρες, απαστράπτουσα από αρετές και χαρίσματα, θέαμα που και για τον ίδιο ήταν πρωτόγνωρο, και που υπερέβαιναν σε καθαρότητα και αυτήν την πνευματική και άϋλη φύση του-  και από την άλλη, έβλεπε τον Πλάστη του, τον αχώρητο της κτίσεως δημιουργό, τον καλύπτοντα παλάμη τα σύμπαντα και συνέχοντα δρακί την κτίση, να σμικρύνεται τόσο, ώστε να χωρέσει στο φωτεινό χωρίο της Παρθένου! Μη μπορώντας δε να κατανοήσει το ακατανόητο, ξέσπασε στον ύμνο της χαράς που δονούσε την άϋλη φύση του, αναφωνώντας· χαίρε Κόρη πανύμνητε, που είσαι το δοχείο της χαράς τόσο του ουρανού, των νοερών δηλαδή ταξιαρχιών, όσο και της γης, των ανθρώπων της οδύνης, του μόχθου και της βιοτικής κακώσεως. Και ποιός είναι ο λόγος της τόσο μεγάλης χαράς; Διότι στο πρόσωπό σου, στο φωτεινό χωρίο σου, στη σκηνή σου την πνευματούφαντη και θεοχώρητη, θα καταργηθεί η κατάρα της προμήτορος. θα καταργηθεί εκείνο που η πρώτη φυσική μητέρα της ζωής, η Εύα, τόσο αλόγιστα και με τα ίδια της τα χέρια έπλεξε σαν βαριά κληροδοσία για το γένος των ανθρώπων ολόκληρο· η κατάρα που πήρε από τον Θεό για τη θλιβερή συνέντευξή της με το πνεύμα της αποστασίας, με την καταπάτηση της εντολής του Θεού, την παρακοή της, που γέμισε με πόνο το ανθρώπινο, με δάκρυα και στεναγμούς. Αυτή η λύση ήταν η μεγάλη αιτία της χαράς!

«Αδάμ επανόρθωσις, χαίρε Παρθένε θεόνυμφε, του Άδου η νέκρωσις· χαίρε, Πανάμωμε, το παλάτιον, του μόνου Βασιλέως, χαίρε θρόνε πύρινε, του Παντοκράτορος».

(Χαίρε συ Παρθένε, που είσαι η επανόρθωση (του πταίσματος) του Αδάμ και η νέκρωση του Άδη. Χαίρε συ Κόρη Πανάμωμε, που είσαι το αστραφτερό παλάτι του μόνου Βασιλέως (του Θεού), ο πύρινος θρόνος στον οποίο κάθεται ο Παντοκράτωρ Κύριος.)

Στην υπόθεση του ύμνου της χαράς προβάλλει τώρα και ο Αδάμ. Η χαρά της Παρθένου περιπτύσσεται και τον προπάτορα. Διά του ασπασμού του Αγγέλου δεν λυτρώνεται μονάχα η Εύα που πρωτοστάτησε, στην τραγωδία της Εδέμ, αλλά και ο Αδάμ, ο οποίος έμμεσα συνέργησε στο πτωτικό εκείνο δράμα. Άνδρας και γυναίκα, ο κορμός του δέντρου της ζωής, ήσαν αλληλέγγυοι στην τραγική περιπέτεια. Όπως μαζί γεννήθηκαν, έτσι μαζί και πέθαναν. Γύρω από αυτούς εκτυλίσσεται έκτοτε η τραγική υπόθεση της υπάρξεως, ο θάνατος και η ζωή, κουβαλώντας την αθλιότητα και τη φθορά της φύσεως.

Διά της Παρθένου συντελείται η επανόρθωση του Αδάμ. Αυτό που χάλασε στον Προπάτορα, διορθώνεται στην ολόφωτη και ταπεινή Κόρη. Το δράμα της αρχαίας Εδέμ βρίσκει τη λύση του στη νέα Εδέμ της Χάριτος, στην περίσεμνη νύμφη του Θεού. Η φύση που τόσο τραγικά έπεσε, αποβάλλοντας τη θεοείδεια και τη θεομορφία της, αναστηλώνεται τώρα, βρίσκοντας την παλαιά της ευγένεια και εύκλεια, την προπτωτική της καθαρότητα και ομορφιά, στη θεοχώρητη μήτρα της Παρθένου, όπου ο Θεός, ντυμένος τον άνθρωπο, οδηγεί την εικόνα του στην αρχαία της καθαρότητα, την οποίαν είχε μόλις βγήκε από τα χέρια του, πριν από τη μελάνωση της φθοράς και την ασχήμια του θανάτου.

Το θαύμα της Παρθένου είναι συνάμα η νέκρωση του Άδη. Η επανόρθωση της φύσεως αντιστοιχεί στη νέκρωση του Άδη, ο οποίος, ως χωρίο υποδοχής των νεκρών, μεταφορικά σημαίνει το θάνατο, είναι προσωποποίηση του θανάτου. Αν ο θάνατος, ως φθορά και αποσύνθεση της ζωής, είναι το τίμημα της αμαρτίας, το οποίο με τη σειρά του ήταν το αποτέλεσμα της παρακοής, διά της υπακοής της Παρθένου στο πρόσταγμα του Θεού και κατ’ επέκταση της κενωτικής υπακοής του Υιού της στην προαιώνια λυτρωτική βουλή του Θεού Πατρός, καταλύεται η αμαρτία και δι’ αυτής ο θάνατος, στα νικημένα λείψανα του Άδη. Ο Άδης ηττάται και στην πένθιμή του επικράτεια φυτρώνουν τα λουλούδια της χαράς. Η μήτρα τής Παρθένου γίνεται η νέα Εδέμ της χάριτος και της χαράς!

Είναι περαιτέρω το παλάτιο, το καθαρό και άμωμο, στο οποίον ευδόκησε να κατοικήσει ο μόνος Βασιλεύς, Είναι ο θρόνος ο πύρινος, ο φλογισμένος από τη φωτιά του Θεού, ο πυρωμένος από την ενέργεια της χάριτος, στον οποίο κάθεται εξουσιαστικά και αναπαύεται καταδεκτικά ο ποιητής και λυτρωτής του σύμπαντος. Δεν είναι μικρή η χαρά αυτή της Παρθένου, που έγινε το μελωδικό τραγούδι αγγέλων και ανθρώπων!

«Ρόδον τό άμάραντον, χαίρε, η μόνη βλαστήσασα· το μήλον το εύοσμον, χαίρε η τέξασα· το οσφράδιον, του πάντων Βασιλέως· Χαίρε απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα».

(Χαίρε συ που από τη θεοχώρητη σάρκα σου βλάστησε το ρόδο που δεν μαραίνεται· που γέννησες το μήλο που μοσχοβολά· η μυρωδιά του Βασιλέως των όλων. Χαίρε Συ, που έγινες μητέρα, χωρίς να γνωρίσεις γάμο, Συ που είσαι η σωτηρία του κόσμου.)

Ο κάλαμος του υμνωδού είναι ακατάσχετος, εξυμνών­τας τις χάρες της Πανάγνου. Πλημμυρίζει από αισθήματα ιερού ενθουσιασμού και χαράς. Εξακολουθεί να ψάλλει το απερινόητο θαύμα. Αλήθεια, μπορεί γλώσσα ανθρώπου να σταματήσει ποτέ, να βρει κατάληξη στην ανύμνηση των θαυμάσιων της Παρθένου; Μπορεί γλώσσα, και η πιο τρανή, να μελωδήσει επάξια τη χάρη Εκείνης; Ασθμαί­νει ο νους και πληγώνεται ο λόγος στην προσπάθειά του να υφάνει ύμνους «συντόνως τεθειγμένους», κατάλληλους να εξυμνήσουν την απειρία του μητροπάρθενου κλέους!

Στο τροπάριο ο στιχουργός προσπαθεί ν’ ανυμνήσει την Παρθένο, χρησιμοποιώντας εικόνες και εκφράσεις από τη φυσική του εμπειρία. Τί άλλο μπορεί να προσφέρει η φτωχική πέννα του; Μπορεί τάχατες ο νους να δρασκελίσει το θαϋμα, να φθάσει στους πυλώνες του μυστηρίου, ν’ ανοί­ξει το αβυσσώδες και απόκρυφο και να νοήσει το απερινόη­το και ακατάληπτο; Τί κατόρθωσε τάχα ο μέγας εκείνος Μωυσής στη φανέρωση του Θεού πάνω στο Όρος; Είδε, σκεπασμένος στην πέτρα, τα οπίσθια μόνον του Θεού που περνοϋσε από κοντά του, ένα μικρό μέρος όχι της ακοινώνητης θείας ουσίας του αλλά της κοινωνητής δόξας του.

Την χαιρετίζει ως βλαστήσασαν «ρόδον το αμάραντον»· τον αμαράντινο βλαστό που βγήκε από την ουσία του Θεού, που γεννήθηκε αϊδίως από τον Πατέρα, του οποίου φέρει απαράλλακτη την ουσία, είναι ισοστάσιος, ισότιμος καί ισοδύναμος με Εκείνον, και ποτέ δεν φθίνει ούτε μαραίνεται· ο οποίος, ως άφθιτος και αιώνιος, ζει εις τον αιώνα, έχει αθανασία, και της βασιλείας αυτού «ουκ εσται τέλος». Τη χαιρετίζει ως τέξασαν «μήλον το εύοσμον», τον ευωδιαστό καρπό της ουσίας του Πατρός, τον Υιόν του τον Μονογενή, τον γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων, που είναι ο χαρακτήρας και το απαύγασμα της δό­ξης του Γεννήτορος, ο «ομοούσιος τω Πατρί, δι’ ού τα πά­ντα εγένετο». Το οσφράδιον (το σώμα που αναδίδει ευωδία) του «πάντων Βασιλέως». Τη χαιρετίζει ως «απειρόγαμον», που δεν γνώρισε γαμική σχέση μέ άνδρα, ήταν «απείρανδρος», αν καί μνηστευμένη με τον Ιωσήφ, ο οποίος τηρούσε απλώς χρέη μνήστορος και όχι φυσικού συ­ζύγου της Μαρίας.

Είναι δε, τέλος, κόσμου διάσωσμα. Όχι ότι αυτή έσω­σε τον κόσμο, πράγμα που επιτέλεσε μόνον ο παντοδύνα­μος Θεός, αλλά διότι δευτερευόντως και έμμεσα συνήργησε στο λυτρωτικό θαύμα, ως παράσχουσα τη δυνατότητα της θείας ενανθρωπήσεως, τη μητρότητά της στον Υιό του Θεού, τον «απάτορα εκ Μητρός» και «αμήτορα εκ Πατρός».

«Αγνείας θησαύρισμα, χαίρε, δι’ ης εκ του πτώματος, ημών εξανέστημεν, χαίρε ηδύπνοον κρίνον, Δέσποινα, πιστούς ευωδιάζον· θυμίαμα εύοσμον, μύρον πολύτιμον».

(Χαίρε Συ, που είσαι ο ακένωτος θησαυρός της αγνεί­ας, Συ, που μας σήκωσες από τη δεινή πτώση μας στην αμαρτία. Χαίρε, Δέσποινα, που είσαι το ευωδιαστό κρίνο που μυρίζεις τους πιστούς· το εύοσμο θυμίαμα και το μύρο το πολύτιμο.)

Οι εικονικές εκφράσεις του στιχουργού συνεχίζονται. Χαιρετίζει την Παρθένο ως «αγνείας θησαύρισμα». Θησαυ­ρό χαρισμάτων ακένωτο, θήκη ακτινοβόλο αγνότητος καί ομορφιάς, πρωτόγνωρης στον φθαρτό αυτό κόσμο, του κάλλους της οποίας ηράσθη ο Βασιλεύς του παντός τόσο, ώστε ν’ ανοίξει την πύλη της για να περάσει από αυτήν στον κόσμο, την οποίαν (πύλη) κανένας άλλος δεν πρόκει­ται ν’ ανοίξει, αλλά θα παραμείνει «κεκλεισμένη» εις τον αιώνα.

Η πάναγνη Μητέρα του Θεού μας βοήθησε, με τη θέση της στο απερινόητο θαύμα τού Υιού της, να σηκωθούμε από τη δεινή πτώση μας στην αμαρτία, πράγμα που δεν μπορού­σαμε να πετύχουμε με τις δικές μας δυνάμεις όλοι εμείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Και η Παρθένος φυσικά ήταν άνθρωπος, φέρουσα καί αυτή την αμαρτία του Προπάτορα. Η χάρη όμως που είχε από το Πνεύμα του Θεού ήταν τέ­τοια, ώστε έσβησε την επαχθή κληρονομιά του Αδάμ κατά την ώρα του Ευαγγελισμού και της χάρισε τη σχετική εκείνη αναμαρτησία που μόνη αυτή αξιώθηκε να έχει μεταξύ των θνητών ανθρώπων. Μόνο σ’ ένα τέτοιο δο­χείο καθαρό και πάλλευκο μπορούσε να κατοικήσει ο Υιός του Θεού. Αν έλειπε η Μαρία, ως συνθήκη απαραίτητη της θείας ενανθρωπήσεως, θα μπορούσε άραγε να έλθει στον κόσμο ο Υιός του Θεού;

Στη συνέχεια η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως «κρίνον ηδύπνοον», ως λουλούδι που σκορπίζει γλυκεία κι ευχάρι­στη ευωδιά, που οι μυρωδιές του κατακλύζουν και ομορ­φαίνουν τις ψυχές των πιστών ως «θυμίαμα εύοσμον» και «μύρον πολύτιμον», που ευφραίνουν μυστικά τις καρδιές εκείνων, που έχουν κλείσει μέσα τους το θαΰμα της Παρθέ­νου και ανυμνούν εν σιγή τα άφθαρτα μεγαλεία της· εκεί­νων, που λαμβάνουν στα χείλη τους το όνομα της περίσεμνης Κόρης, όχι για να το κατακλύσουν με το βορβορώδη οχετό της βρωμερής καί αναίσχυντης ακαθαρσίας τους (Θεέ μου φύλαγε τον άνθρωπο, όχι μόνο να μην εκστομίζει, αλλά και να μην ακούει τις δαιμονικές κατά της Πανάγνου βλαστήμιες και, χωρίς να θέλει, να ζει τις πικρές ώρες μιας τό­σο μεγάλης και απύθμενης αναισχυντίας), αλλά να το τιμή­σουν και να το δοξάσουν, να μεγαλύνουν το πάνσεπτο όνο­μα της πανακήρατης Κόρης, που είναι τιμιότερο του ονό­ματος των Χερουβίμ και ασυγκρίτως ενδοξότερο της λαμπρότητος και αίγλης των Σεραφείμ!

(+Ανδρέα Θεοδώρου,Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαιρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Τα προοίμια του Ακαθίστου ύμνου.Ιστορικός και θεολογικός σχολιασμός

Συγγραφέας: kantonopou στις 2 Μαρτίου 2012

TA ΠΡΟΟΙΜΙΑ  ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ

πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.

Ο Ακάθιστος Υμνος είναι ένα από τα πιό σημαντικά φιλολογικά μνημεία της Βυζαντινής Υμνογραφίας και Μουσικής.

Είναι ενας “υμνος¨κοινώς γνωστό ως ‘Κοντάκιο” και ψάλλεται ολόκληρος κατά τον όρθρο του Σαββάτου της Ε’ Εβδομάδας των Νηστειών.

Ο ποιητής αρθρώνει τον Ακάθιστο Ύμνο σε 24 οίκους με αλφαβητική ακροστιχίδα Α-Ω.Η αλφαβητική ακροστιχίδα ταυτίζεται με τα λόγια του Κυρίου στην Αποκάλυψη «Εγώ (ειμί) το άλφα και το ω» (21,6) και ακόμα «Εγώ (ειμί) το άλφα και το ω ,ο πρώτος και ο έσχατος»(22,13).

Μερικά αξιόλογα ιστορικά στοιχεία.

Α.Χειρόγραφα-Εκδόσεις-Μεταφράσεις-Εργασίες

Τα χειρόφραφα με τα οποία μας παραδόθηκε ο Ύμνος είναι πάρα πολλά.Πρώτο τα κοντακάρια της Πάτμου ,του Σινά ,της Λαύρας ,του Βατοπαιδίου και πλήθος κωδίκων ,από τα οποία ο Σ.Ευστρατιάδης έλαβε υπόψιν οκτώ κατά την έκδοση του Ύμνου.

Η πρώτη έκδοση του Ακαθίστου Ύμνου έγινε από τον Άλδο Μανούτιο το 1502 για καθαρά φιλολογικούς σκοπούς.Φιλολογική έκδοση επεχείρησε ο καρδινάλιος Pitra από δυτικούς κώδικες το 1876 καθώς και ο Ματθαίος Παρανίκας(1894) που έλαβε υπόψιν κυρίως τον κώδικα 32 της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.

Η πληρέστερη έκδοση όμως έγινε από τον Σωφρόνιο Ευστρατιάδη το 1917 και βασίστηκε ,όπως αναφέραμε σε Αγιορείτικα χειρόγραφα.

Μέχρι σήμερα ο αριθμός των επιστημονικών εργασιών που εκδόθηκαν για τον Ακάθιστο Ύμνο ξεπερνούν τις εκατό (100).Από τις εργασίες αυτές επί πλέον αξιομνημόνευτες είναι οι εργασίες του Krumbacher(1897),του Α.Παπαδόπουλου-Κεραμέως (1903,1908 ,1909 ),του Ιωακείμ Ιβηρίτη(1928) Tρυπάνη (1960,1966 ,1968) ,του Ν.Β. Τωμαδάκη (1954,1965,1971,1983-4 ) ,του Φιλή ,της Αικ.Χριστοφιλοπούλου (1966),του Κ. Μητσάκη(1967,1969,1971 1979),του Goltz (1988), του Δετοράκη(1978,1992 ,2003) ,της L.Peltomaa (2001) και του καθηγητή Γρ.Παπαγιάννη (2003) κ.α.

Β.Η  φιλολογική έρευνα για τα προοίμια του Ακαθίστου.

Ο καθηγητής Γρηγόρης Παπαγιάννης  σημειώνει και τα εξής.

«Το πρώτο πρόβλημα του Ακαθίστου παρουσιάζεται ήδη στο προοίμιό του.Είναι βέβαια γνωστό ότι το αρχικό προοίμιο είναι το «Το προσταχθέν μυστικώς » ,το οποίο μετά από κρίσιμες για την πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους ιστορικές περιστάσεις ,αντικαταστάθηκε από το μεταγενέστερο «Τη υπερμάχω στρατηγώ» .Ωστόσο στην κριτική έκδοση ο Τρυπάνης δηλώνει ευθαρσώς ότι το πρώτο προοίμιο δεν παραδίνεται σε κανένα από τα γνωστά του χειρόγραφα και ο ίδιος το παίρνει από την Antologia των Christ-Paranikakas….Tόσο η μετάφραση του Χριστοφόρου όσο και ο Φιλής μόνο το «Τη υπερμάχω» έχουν υπόψιν ως προοίμιο.

Στην έκδοσή του ο Pitra μόνο το «Τη υπερμάχω» προτάσσει ,ενώ στο υπόμνημά του αναφέρει πως « στους κώδικες συνηθίζεται να προηγείται το αυτόμελον «Το προσταχθέν» ,το οποίο παρέλειψε ο Λάσκαρης …

Και η έκδοση Ευστρατιάδη αγνοεί το «Το προσταχθέν».

Aπό πλευράς κριτικής του κειμένου ας σημειωθεί σχετικά με τον στίχο «εξίσταμαι κραυγάζων σοι»,ότι στα λειτουργικά βιβλία υπάρχει διόρθωση της μετοχής κραυγάζων σε κραυγάζειν .(ξίσταμαι κραυγάζειν σοι)

Στο δεύτερο προοίμιο (Τη Υπερμάχω) ο Pitra αναφέρει  ότι σε δύο κώδικες(Vaticanus gr.341,Vaticanus Ottob 179)  υπάρχει υπάρχει η φράση

« ως λυτρωθείς εκ των δεινών…αναγράφω σοι ο δούλος σου ,Θεοτόκε » σε ένα  άλλο  χειρόγραφο(Vaticanus gr,1515 ,a.1382)  βρήκε την παραλλαγή «αναγράφω σοι οι δούλοι » και αλλού την γραφή « αναγράφω σοι η ποίμνη σου».

«Σωστά,νομίζω»,λέγει ο καθηγητής Γ.Παπαγιάννης « ο Goltz ερμηνεύει τις παραλλαγές αυτές ως αποτέλεσμα της προσπάθειας να γίνει γενικότερη η διατύπωση ,προκειμένου ο ύμνος να εκτελείται και από τις κοινότητες εκτός Κων/πόλεως.Πάντως η παραλλαγή «οι δούλοι σου» δεν έχει πιθανότητα να είναι ορθ’η ν,λόγω ασυμβατότητας με το υπόλοιπο τροπάριο από συντακτική άποψη(αριθμό,γένος)».

Τα προοίμια του Ακαθίστου.(κείμενα-σχόλια)

Τα προοίμια του Ακαθίστου Ύμνου είναι τρία .

Το πρώτο «Το προσταχθέν μυστικώς…» ,είναι και το αρχικό  και χαρακτηρίζεται και ως επιθαλάμιος ύμνος.

Το δεύτερο το γνωστό «Τη Υπερμάχω..¨» φαίνεται ότι γράφτηκε για να συνδέσει τον παλαιό ύμνο με τα ιστορικά γεγονότα του 626 μ.Χ.

Το τρίτο είναι το  «Ο παυόμεθα …..και  θεωρείται ότι  είναι μεταγενέστερη προσθήκη (Μητσάκης –Βυζαντινή υμνογραφία σελ.483)

“Ο παυόμεθα κατ χρέος νυμνοντες σε͵ θεοτόκε͵ κα λέγοντες· Χαρε͵ κεχαριτωμένη”.

Α.ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ.(επιθαλάμιος ύμνος)

χος πλ. δ´. Ατόμελον.

Τ προσταχθν μυστικς, λαβν ν γνώσει, ν τ σκην το ωσήφ, σπουδ πέστη, σώματος, λέγων τπειρογάμ· κλίνας τ καταβάσει τοςορανούς, χωρεται ναλλοιώτως λος νσοί. ν κα βλέπων ν μήτρ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ξίσταμαικραυγάζειν σοι· Χαρε, Νύμφηνύμφευτε!

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ.Όταν ο  Ασώματος (αρχάγγελος Γαβριὴλ), πληροφορήθηκε αυτὸ που με τρόπο μυστηριώδη του παραγγέλθηκε (απο το Θεό), παρουσιάστηκε αμέσως στην οικία του Ιωσήφ, λέγοντας σ᾿ αυτὴν που δε γνώρισε γάμο (στη Θεοτόκο)· Αυτὸς που με την κατάβασή Του (στη γη) χαμήλωσε τους ουρανούς, έρχεται να χωρέσει ολόκληρος χωρὶς καμιὰ αλλοίωση μέσα σου. Αυτὸν βλέποντάς Τον μες στην κοιλιά σου να παίρνει τη μορφὴ δούλου (να ταπεινώνεται και να γίνεται άνθρωπος) με καταλαμβάνει έκσταση και δέος και σου φωνάζω δυνατά· Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε.

Η φράση «ο κλίνας τη καταβάσει τους ουρανούς» είναι  εμπνευσμένη από τους Ψαλμούς. Ο Ψαλμός ιζ’ (στ. 10) λέγει ότι ο Θεός «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», εννοών ότι ο Θεός κατήλθε  από τους ουρανούς για να βοηθήσει  τον δούλο  Του Δαυΐδ. (Ιδέ και Ψαλμ. ρμγ’ , 5.) Αλλ’ αυτό ήταν  βεβαίως ποιητική έκφραση, ίσως δε και προφητικός υπαινιγμός. Ο Θεός πραγματικά  μία  φορά  χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβηκε στην γή  ,όταν έγινεν άνθρωπος εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου.

Η Παναγία ονομάζεται «Νύμφη ανύμφευτος»,γιατί  ενώ «κατέστη Θεόνυμφος Μήτηρ του Ιησού Χριστού» , έμεινε πάντοτε παρθένος και δεν γνώρισε  άνδρα-νυμφίο.

Είναι λοιπόν και «νύμφη», εφ’ όσον συνέλαβε και γέννησε Υιό  – πράγμα που προϋποθέτει «γάμον» – και «ανύμφευτος» , εφ’ όσον η σύλληψις του Υιού της έγινε  όχι με τον φυσικό βιολογικό τρόπο , αλλ’ εκ Πνεύματος Αγίου.

Η Αειπάρθενος υπήρξε «Νύμφη Κυρίου».

————- Β ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ

—————————-

«Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,

ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.

Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,

ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,

να κράζω σοι• Χαρε, Νύμφηνύμφευτε»

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ.

Σ’ εσένα Θεοτόκε την Υπέρμαχο Στρατηγό μ’ ευγνωμοσύνη η Πόλη σου αποδίδει τη νίκη. Και σου αναπέμπει θερμές ευχαριστίες επειδή (με τη δική σου επέμβαση) λυτρώθηκε απ’ τις συμφορές. Όπως όμως διατηρείς το κράτος ακατανίκητο, ελευθέρωσε κι εμένα από κάθε είδους κινδύνους για να σου αναφωνώ: Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε.

ΣΧΟΛΙΑ.

To προοίμιο αυτό δεν έχει καμμία σχέση με το ιστορικό η το θεολογικό μέρος του Ύμνου ,του οποίου έπρεπε να ήταν περίληψη σύμφωνα με ότι ισχύει συνήθως στους Ύμνους. «Όντως ακούεται ως παιάν τις προς την Μητέρα,ύμνος λυτρωτικός και νικητήριος προς την Στρατηγόν ,έχουσα απροσμάχητον κράτος ,δηλονότι ακατανίκητον δύναμιν.»(Ν.Τωμαδάκης).

Ο καθηγητής  της Βυζαντινής φιλολογίας Γρ.Παπαγιάννης γράφει : «Έχει βέβαια δικαιολογημένα τονιστεί ότι ο «περιστασιακός»  χαρακτήρας του προοιμίου «Τη υπερμάχω» (η αναφορά του σε συγκεκριμένους πολεμικούς κινδύνους της Πόλης) δεν συνάδει με το βιβλικό-θεολογικό περιεχόμενο των οίκων και ότι το προοίμιο αυτό δεν αποτελεί «περίληψη» των οίκων ,όπως θα περιμέναμε από το προοίμιο ενός συνηθισμένου κοντακίου.Δεν πρέπει ωστόσο να μας διαφύγει την προσοχή μας ότι και από τους οίκους δεν απουσιάζουν εντελώς οι αναφορές –αν και εντελώς γενικές –σε πολεμικές περιστάσεις:ιγ 12 λυτρωτήν αιχμαλώτοις-κα 9 ως βροντή τους εχθρούς καταπλήττουσα-κγ 13 της βασιλείας το απόρθητον τείχος-κγ 14 -15 δι΄ής εγείρονται τρόπαια-δι΄ής εχθροί καταπίπτουσι.Επίσης και η ικεσία στο τέλος του ύμνου (κδ 4) «από πάσης συμφοράς» δεν μου φαίνεται τόσο «αθώα» ,δηλαδή απόλυτα ταιριαστή σε ένα κοντάκιοπου (δήθεν) έχει μόνο εορτολογικό-θρησκευτικό χαρακτήρα και δεν αφορμμάται από συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός.Οπωσδήποτε δεν πλεονάζουν στον κυρίως ύμνο οι σαφείς αναφορές σε πολεμικά γεγονότα ,δεν έχει δηλαδή ο ύμνος σαφώς περιστασιακό χαρακτήρα ,αλλά δεν μπορώ και να δεχθώ την άποψη(Δετοράκη 1997,61 ) ότι « ο ύμνος είναι εξολοκλήρου ειρηνικός …χωρίς ούτε καν νύξη για παρούσα εχθρική απειλή και θαυματουργική σωτηρία » .

Μελετώντας το Β Προοίμιο διαπιστώνουμε ότι οι τρείς πρώτοι στίχοι έχουν πλήρως την υπόθεση για την οποία δημιουργήθηκε το προοίμιο αυτό. Δηλαδή την σωτηρία της Πόλης με την βοήθεια της Θεοτόκου.

Για  τους υπόλοιπους τρείς στίχους ο Νικήτας Χαβιαράς σε σχετικό άρθρο του (1912) σημειώνει τα εξής.

«Οι  μεν δύο πρώτοι φαίνονται φυσικώς απορρέοντες εκ των πρώτων και κανονικώς κατά τις απαιτήσεις της χριστιανικής υμνωδίας ποιηθέντες και συνδεθέντες μετά των πρώτων ,αλλά ο τρίτος ουδεμίαν σχέσιν έχει προς την υπόθεση …Παρατηρεί κάποιος δηλαδή ότι,ενώ η Πόλις αναγράφει νικητήρια τη ελευθερωσάση αυτήν Θεοτόκω και παρακαλεί όπως ελευθεροί αυτήν εκ παντοίων κινδύνων ,δια του τελευταίου στίχου υπισχνείται να ανακράζη «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε » ,ήτις επίκληση είναι παντάπασιν άσχετος προς τα ηγούμενα και ανάρμοστος τη περιστάσει τη εμπνευσάση και υπαγορεύσει τον ύμνον.Εγώ περιέμενον η Πόλις ίνα κράξη τη Θεοτόκω ,Χαίρε τείχος απόρθητον ,χαίρε πιστών προστάτις ,χαίρε στρατηγέ υπέρμαχε ,ή τι τοιούτον.

….Πας τις  δε παρατηρεί ότι το Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε είναι το εφύμνιον του επιθαλαμίου (πρώτου προοιμίου) και δεν διστάζει να πιστεύσει ότι το πρώτο προίμιο είναι αρχαιότερο του δευτέρου….

Ώστε αφού ο στίχος ούτος ελήφθη εκ του επιθαλαμίου είναι εύκολο να εννοήση τις ότι σκοπός της προσκολλήσεως αυτού εις το δεύτερο ύμνο ήτο, ίνα χρησιμεύσει οιονεί ως κρίκος συνδέσεως των δύο διαφόρων υποθέσεων ήτοι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και της πολιορκίας και διασώσεως της Πόλεως ….Θεωρούντες δε και δικαίως ότι η διάσωσις της Πόλεως ήτο και διάσωσις του Χριστιανισμού και επομένως ολοκλήρου της ανθρωπότητος ,δεν εδίστασαν να συνδυάσωσι το μέγα τούτο γεγονός προς τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου ως γεγονός της απελευθερώσεως του ανθρωπίνου γένους από της αρχαίας πλάνης.(Νικήτα Δ.Χαβιαρά –Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΦΩΤΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΚΆΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟς-Σάμος 1912). Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

«Ρόδον το αμάραντον και μήλον το εύοσμον» (Από τον Κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Μαρτίου 2012

«Ρόδον το αμάραντον, χαίρε, η μόνη βλαστήσασα· το μήλον το εύοσμον, χαίρε η τέξασα, το οσφάδιον του πάντων Βασιλέως»

Ο Χριστός το ρόδον

Ο ύμνος αυτός χρησιμοποιεί σαν εικόνες ένα λουλούδι και ένα δένδρο· το λουλούδι με το ωραιότερο άρωμα, και το δένδρο με το γλυκύτερο καρπό. Το λουλούδι είναι το ρόδο, η τριανταφυλλιά. Ο καρπός είναι το μήλο.

Με ρόδο και με μήλο ο ιερός υμνογράφος παρουσιάζει και τον Υιό και τη Μητέρα, και τον Ιησού Χριστό και την Παναγία Παρθένο. Η Μητέρα τιμάται, διότι υπάρχει ο Υιός. Αλλοίμονο, αν τιμάμε περισσότερο την Παναγία από όσο τιμάμε και λατρεύουμε τον Χριστό! Στην Ορθόδοξη Παράδοση η Παρθένος τιμάται, διότι είναι η Θεοτόκος, διότι γέννησε τον θεάνθρωπο Ιησού Χριστό.

Οι ύμνοι των Χαιρετισμών φαίνεται πως τιμούν την Παναγία. Κατ’ ουσίαν τιμάται ο Σωτήρας και Λυτρωτής και Κύριος μας, ο Ιησούς Χριστός. Γι’ αυτό το «ρόδον το αμάραντον» και «το μήλον το εύοσμον» είναι κατ’ αρχάς ο Χριστός. Τί λέγει άλλωστε ο ύμνος; «Χαίρε η βλαστήσασα ρόδον το αμάραντον» – «Χαίρε η τέξασα το μήλον το εύοσμον». Στη συνέχεια σε δεύτερο, πλάνο μπορούμε να πούμε, ότι και η Παναγία είναι «ρόδον το αμάραντον» και «μήλον το εύοσμον».

Υπάρχει τριαντάφυλλο χωρίς τριανταφυλλιά; Υπάρχει μήλο χωρίς μηλιά; Η Παναγία είναι η Τριανταφυλλιά, απ’ όπου βλάστησε το τριαντάφυλλο που λέγεται Χριστός. Είναι η μηλιά, απ’ όπου προήλθε το μήλο, η γλυκύτατη τροφή, που λέγεται Χριστός.

Η τραγωδία και η λύτρωση

Η τραγωδία του ανθρώπου, που λέγεται αμαρτία, έχει άμεση σχέση με το φυτικό βασίλειο, με τα δένδρα και τα λουλούδια του παραδείσου. Η εντολή του Θεού ήταν ρητή: «Από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού» (Γεν. 2,15). Ο άνθρωπος δυστυχώς παρήκουσε, νικήθηκε από τη λαίμαργη περιέργεια, παρέβηκε την εντολή της νηστείας, και έφαγε από το απαγορευμένο δένδρο.

Ο καρπός της παρακοής υπήρξε στυφός και πικρός. Μέσα του έκρυβε το σκουλήκι του θανάτου. Η ζωή του ανθρώπου έγινε πικρή.

Μόνο πικρή; Έγινε και οδυνηρή. Ήσαν άγνωστα τ’ αγκάθια μέσα στον παράδεισο. Μόνο άνθη ευωδιαστά στόλιζαν τον κήπο της Εδέμ. Μία παράδοση λέει, ότι τη στιγμή που κυλούσε το πρώτο δάκρυ από τα μάτια των πρωτοπλάστων κάτω στη γη, φύτρωσε το πρώτο αγκάθι. Και γέμισε η γη από αγκάθια, πόνους που αγκυλώνουν την καρδιά του ανθρώπου και τη ματώνουν. Η ζωή πλέον είναι πικρή και οδυνηρή.

Και κάτι ακόμη: Η ζωή είναι άσχημη και βρώμικη από τη δυσοσμία της αμαρτίας.

Ποιός θα έσωζε τον άνθρωπο από τις τραγικές συνέπειες της βρώσεως του ξύλου του Αδάμ; Άνθρωπος; Αδύνατον.

Μόνο ο Θεός μπορούσε να τον σώσει. Και ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Γίνεται Θεάνθρωπος, γιατί είναι φιλάνθρωπος. Κι έτσι σώζεται ο άνθρωπος.

Πώς; Διά ξύλου. Φυτό έβγαλε τον άνθρωπο από τον παράδεισο. Φυτό ξαναβάζει τον άνθρωπο στον παράδεισο. Ποιό το φυτό; Ο Σταυρός του Χριστού. «Διά ξύλου ο Αδάμ παραδεί­σου γέγονεν άποικος· διά ξύλου δε Σταυρού ο ληστής παράδεισον ώκησε».

Ποιό το φυτό; Ο ίδιος ο Χριστός. Ο Χριστός είναι το «μήλον το εύοσμον». Όποιος γεύεται το μήλο αυτό, όποιος απολαμβάνει τη γεύση του Χριστού, αυτός παίρνει το αντίδοτο του θανάτου, το φάρμακο της ζωής και της αθανασίας.

Ο Χριστός είναι «το ρόδον το αμάραντον». Όποιος πλησιάζει το Χριστό αισθάνεται μία ουράνια ευωδία. Το λέει ο απόστολος Παύλος: «Χριστού ευωδία εσμέν τω Θεώ εν τοις σωζομένοις» (Β’ Κορ. 2,15).

Έχεις αγκάθια στη ψυχή; Μόνο ο Χριστός μπορεί να στα βγάλει και να παύσεις να πονάς. Έχεις δυσοσμία απ’ τη βρωμιά της αμαρτίας; Ο Χριστός είναι το μοναδικό αποσμητικό, που μπορεί να κάνει τη ζωή σου να ευωδιάζει. Αυτά όχι σαν θεωρία, αλλά σαν πράξη. «Γεύσασθε και ίδετε…».

Εκ Παρθένου εβλάστησεν

Αλλ’ αν ο Χριστός είναι το ρόδον και το μήλον της ζωής, τιμή ανήκει στη γη, που βλάστησε τα δύο αυτά φυτά. Και η γη είναι η Παρθένος Μαρία. Κάποτε ήταν στείρα η γη. Κι ακούστηκε το μεγαλειώδες πρόσταγμα: «Βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ’ ομοιότητα» {Γεν. 1,11). Και το θαύμα έγινε. Άνθισε ο παρά­δεισος.

Ένα άλλο θαύμα, απείρως μεγαλύτερο, συνέβηκε με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Στείρα ήταν η ανθρωπότητα, από τη σωτηριώδη χάρη. Ανύπαρκτο το άνθος της σωτηρίας.

Και ξαφνικά ακούστηκε μεγαλειώδες το πρόσταγμα και ο χαιρετισμός του αγγέλου: «Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου… Και ιδού σύλληψη εν γαστρί και τέξη υίόν και κα­λέσεις το όνομα αυτού Ιησούν».

Ιησούς! Το ρόδον της σωτηρίας. Βλάστησε στη στείρα γη. Το θαύμα είναι απείρως μεγαλύτερο από το θαύμα της πρώτης βλαστήσεως στον παράδεισο. Ο Χριστός είναι ρόδο, τριαντάφυλλο, εκ Παρθένου. Τί σημαίνει αυτό; Και τα ωραιότερα λουλούδια της γης είναι μολυσμένα από το μόλυσμα της αμαρτίας. Ένα λουλούδι είναι απόλυτα αμόλυντο: Ο Ιησούς Χριστός. Και αυτό γιατί γεννήθηκε από Παρθένο, χωρίς το κληρονομικό μόλυσμα του προπατορικού αμαρτήματος.

Η Παναγία το ρόδον

Άρα και η Παρθένος Μητέρα είναι «ρόδον το αμάραντον» και «το μήλον το εύοσμον». Δύο έννοιες, δύο αλήθειες για την Παρθένο κρύβουν οι δύο αυτές εικόνες.

Η μία: Το αμόλυντον και καθαρόν της Παρθένου. Φαντασθήτε έναν άνθρωπο με ευαίσθητη όσφρηση. Ψάχνει να βρει τρόπο που να μοσχοβολά. Μα παντού δυσοσμία συναντά. Σαν από ανοιγμένους βόθρους αναδύεται συνεχώς βρωμιά. Αποστρέφει το πρόσωπό του. Ξαφνικά κάπου σταματά. Η όσφρησή του ευφραίνεται. Ένα λουλούδι, ένα και μοναδικό σ’ όλο τον τόπο, βρίσκει. Κι αυτό φυτρωμένο πάνω σ’ ένα βράχο. Σταματά κι ευχαριστείται…

Την πιο ευαίσθητη όσφρηση την έχει ο Θεός. Έψαχνε να βρει ευωδία στον κόσμο, μα πουθενά. Παντού η δυσοσμία της αμαρτίας. Αποστρέφει το πρόσωπό του. Και ξαφνικά, να, βρίσκει ένα λουλούδι. Είναι μοναδικό. Μοσχοβολά. Ήταν η Μαρία η Παρθένος. Μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο χωρίς μολυσμό, καθαρή, πεντακάθαρη. Παναγία. Ρόδο, τριαντάφυλλο , φυτρωμένο στο βράχο, από τη στείρα Άννα.

Ως φυτό την είδε ο Μωυσής. Είναι η «άφλεκτος βά­τος». Ως φυτό, που βλάστησε θαυματουργικά, την είδε ο Ααρών. Ως λουλούδι, ως ρόδο, την είδε η Σοφία του Θεού: «Ως άνθος ρόδων εν ημέραις νέων, ως κρίνα επ’ εξόδω ύδατος, ως ελαία αναθάλλουσα καρπούς, και ως κυπάρισσος υψούμενη εν νεφέλαις» (Σοφ. Σειρ. 50, 8-10). Την είδε ο Θεός και οσφράνθηκε το άρωμα της αρετής της. Γι’ αυτό λέγεται«το οσφράδιον του πάντων Βασιλέως»·

Η άλλη: Το αμάραντον της Παρθένου. Όλα τα λουλούδια κάποτε μαραίνονται. Και μάλιστα γρήγορα, Και η ζωή του ανθρωπου ένα λουλούδι είναι που μαραίνεται. Και η επίγεια δόξα ένα άνθος είναι, που μαραίνεται (Ιακ. 1,10. Α’ Πέτρ. 1,24). Και το κάλλος τού σώματος και αυτό μαραίνεται. Και ψάλλουμε στη νεκρώσιμη ακολουθία: «Ως άνθος μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται και διαλύεται πας άνθρωπος». Ένα λουλούδι δύο χιλιάδες τώρα χρόνια παραμένει αμάραντο και θα παραμένει στους αιώνες: η αειπάρθενος Παναγία. Ούτε ο χρόνος μπορεί να την μαράνει. Ούτε οι βλασφημίες των άσεβων μπορούν να την μολύνουν.

Το ροδόμηλον της Εκκλησίας

Το ρόδο το αμάραντο και το μήλο το εύοσμο τιμούμε: τον Κύριο Ιησού Χριστό και την Παρθένο Μητέρα του. Αλλά με τη χάρη του Χριστού και τις πρεσβείες της Παναγίας μπορούμε ο καθένας μας να γίνει ρόδο και .μήλο. Η περίοδος της αγίας Σαρακοστής αποβλέπει στο να ευωδιάσουμε. Αρκετή δυσοσμία αποκτήσαμε με την αμαρτία. Καιρός να ευωδιάσουμε. Πώς; Με τη μετάνοια και τη νηστεία. Ο ιερός Χρυσόστομος ονομάζει μύρο τη νηστεία: «Στήθι εγγύς του νηστεύοντσς και μετέλαβες αυτού ευθέως της ευωδίας· μΰρον γαρ έστιν ο νηστεύων πνευμα­τικόν, και διά των οφθαλμών, και διά της γλώττης, και διά πάν­των εμφαίνων την της ψυχής ευταξίαν» (Ε.Π.Ε. 32, 270).

Ρόδο και μήλο μαζί μας κάνουν το ροδόμηλο. Και υπάρχει τέτοιο δένδρο. Η Εκκλησία είναι μία ροδομηλιά. Μας προσφέρει το μήλο για να τρεφόμαστε, το ρόδο για να ευφραινόμαστε. Ρόδο οι εντολές του Θεού, το Εύαγγέλιο. Όποιος διαβάζει Αγία Γραφή, ευφραίνεται με θεία ευφροσύνη. «Τρυφήσωμεν παγκαρπίαν των θείων εντολών». Μήλο, τροφή γλυκύτατη, μάννα ουράνιο, η θεία Κοινωνία. «Γεύσασθε…».

Ας απολαύσουμε τα ρόδα και τα μήλα της χάριτος της Παρθένου Παναγίας, του Θεανθρώπου γλυκύτατου Ιησού και της γλυκείας ζωής της Εκκλησίας. Για να φθάσουμε στο γλυκύ παράδεισο. Αμήν.

(Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, «Στους Χαιρετισμούς», Αθήνα 1990) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Τα Άγια των Αγίων (Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 20 Νοεμβρίου 2011

Εορτάζουμε στις 21 Νοεμβρίου τα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου στο ναό του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. Και έρχεται αυτή η εορτή στην αρχή της πνευματικής μας προετοιμασίας για την μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων, κατά την οποία ο Χριστός θα εισοδεύσει στις καρδιές μας και στη ζωή του κόσμου με την ενανθρώπισή Του. Πριν Εκείνος λοιπόν εισοδεύσει στον κόσμο Του, το σκεύος της εκλογής Του που είναι η Υπεραγία Θεοτόκος, θα εισοδεύσει στο Ναό Του και μάλιστα, όπως διασώζει η παράδοση της πίστης μας, στα Άγια των Αγίων, στο άδυτο του Ναού, στα άδηλα και κρύφια για τους ανθρώπους της Παλαιάς Διαθήκης, εκεί όπου μία φορά το χρόνο ο αρχιερέας των Ιουδαίων μπορούσε να εισέλθει κατά την εορτή του Εξιλασμού. Ο αρχιερέας Ζαχαρίας ευλόγησε την Παναγία και της είπε: «Ο Κύριος εδόξασε το όνομά σου σε πάσα γενεά. Στο πρόσωπό σου θα αποκαλύψει κατά τις έσχατες ημέρες τη Λύτρωση που ετοίμασε για το λαό Του». Την έβαλε να καθήσει στο τρίτο σκαλί του θυσιαστηρίου και η Χάρη του Κυρίου από τότε την επεσκίασε. Σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει για να δείξει τη χαρά της. Όσοι ήταν εκεί παρόντες θαύμασαν το θέαμα που υποσχόταν μεγάλα θαύματα τα οποία ο Θεός επρόκειτο σύντομα να πραγματοποιήσει στο πρόσωπό της. Ήταν τριών χρονών τότε η Παναγία.

Τι έκανε στα Άγια των Αγίων η Υπεραγία Θεοτόκος;
Η Παναγία έφθασε στο ακρότατο σημείο προσέγγισης του Θεού που μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος. Τα Άγια των Αγίων δείχνουν εκείνο το χωροχρονικό σημείο που η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να τεντώσει τα όριά της, να ακούσει και να δει το Θεό, να αφεθεί στην αγάπη Του και να κάνει να σταματήσει εντός της η κυριαρχία που υφίσταται από τα βαρίδια του κόσμου τούτου: τα πάθη, οι ηδονές, οι μέριμνες, η συγγένεια με τους γονείς και τους οικείους, ο φόβος της επιβίωσης, το άγχος των ανθρώπινων σχέσεων αποτελούν στάδια στα οποία ο καθένας μας καλείται να αγωνιστεί, να λάβει θέση έναντί τους, να διακριβώσει ποιος είναι ο προσανατολισμός του, αλλά και κατά πόσον θα τον διακυβερνούν ως προτεραιότητες στη ζωή του. Όλα αυτά, χωρίς να είναι απορριπτέα από το Θεό, γιατί Εκείνος επέτρεψε να τα έχουμε και να τα αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας, να μας δίνουν χαρά ή να μας κάνουν να φέρουμε την λύπη τους, αποτελούν σημεία του χώρου στον οποίο ζούμε, αλλά και μας κάνουν να αγωνιζόμαστε εν χρόνω για να τους δώσουμε απαντήσεις. Τα Άγια των Αγίων αποτελούν όμως την αποταγή από όλα αυτά. Εκεί, μπροστά στο θυσιαστήριο, είναι ο άνθρωπος και ο Θεός και κανείς άλλος. Εκεί ο άνθρωπος καλείται να εναποθέσει «πάσαν βιοτικήν μέρμναν», να απλώσει τα υλικά κια τα νοητά του χέρια στο Θεό και να αφεθεί στην αγάπη Του, που προϋποθέτει τρεις δρόμους: την θυσία της αποταγής, την εμπιστοσύνη της προσευχής και την τροφή, το Μάννα του ουρανού που δεν είναι άλλο από το όνομα του Θεού και την παρουσία Του που φωτίζει την ύπαρξή, την πυρώνει εσωτερικά και την μεταμορφώνει. Η Παναγία έφθασε κεκλημένη από το Θεό στο ακρότατο αυτό σημείο.
Είχε την αποταγή που η παιδικότητα της καρδιάς της μπορούσε να δώσει με ενθουσιασμό και χαρά, γιατί ένιωθε ότι Πατέρας της πρωτίστως ήταν ο Θεός. Είχε τη χαρά της προσευχής καθώς βρισκόταν στον ιερό τόπο και ένιωθε την αγιότητα του χώρου, αλλά και την μεγαλοπρέπεια της παρουσίας του Θεού Τον οποίο εμπιστευόταν. Είχε και την ουράνια τροφή, που Άγγελος της την έφερνε, αλλά και ένιωθε την χάρη και το νόημα που η κοινωνία με το Θεό τής προσέφερε. Ἐτσι, εντρύφησε στην σχέση με το Θεό. Γιατί στα Άγια των Αγίων ο άνθρωπος δεν μένει μόνος του. Φτάνει την ύπαρξη στην υπέρβαση των ορίων της και εκεί βλέπει και αισθάνεται την ανταπόκριση του Θεού και την παρουσία Του. Ο Θεός φανερώνεται σε όσους Τον Αγαπούνε και Τον ζητούνε. Και γεμίζει την ύπαρξή τους, εισάγοντάς τους στο δικό Του χρόνο, που είναι η αιώνια κοινωνία μαζί Του και στο δικό Του χώρο που είναι η Εκκλησία, όχι μόνο ως υλικός ναός και τόπος, αλλά, πρωτίστως, ως κοινωνία αγάπης και ζωής.
Ζούμε σε μια πραγματικότητα που περιορίζει τη ζωή μας στον υλικό χωροχρόνο. Που δεν έχει άγια των Αγίων, δεν αναγνωρίζει την σημασία των ναών, που αρνείται το τάνυσμα της ύπαρξης στα έσχατα όρια της με σκοπό τη συνάντηση με το Θεό, γιατί αρνείται τελικά τον ίδιο το Θεό. Η ύπαρξη τανύεται στα όρια της γνώσης, της τεχνικής, της ηδονής, των παθών. Εκεί ο άνθρωπος θεωρεί ότι βρίσκει νόημα. Και όταν έρχεται ο θάνατος, τότε μπροστά του νιώθει ανίσχυρος. Λυπάται, γιατί δεν έχει ελπίδα. Ηττημένος από την ματαιότητα, δεν μπορεί να βρει τη χαρά του παιδιού που συναντά τον Πατέρα Του, γιατί δεν θέλει να Τον αναγνωρίσει ως Πατέρα. Έτσι, φαντάζει χωρίς νόημα η θυσία της αποταγής, έστω και κατ’ ολίγον με την ασκητικότητα, μπροστά στο δικαίωμα και την ηδονή που απορρέει από αυτό. Η εμπιστοσύνη της προσευχής, μπροστά στον ακτιβισμό και τη δράση εντός του χρόνου. Η ουράνια τροφή μπροστά στην ύλη και τα αγαθά. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος έχει απωλέσει την παιδικότητα της καρδιάς και της ύπαρξης. Και δυσκολεύεται να νοηματοδοτήσει κάθε γιορτή.
Ο Χριστός που έρχεται να εισοδεύσει στον κόσμο από τα άγια των Αγίων του ουρανού που κατέρχεται στη γη, ζητά η ύπαρξη του καθενός μας να φθάσει στα άκρα της, για να μπορέσει να την αγιάσει και να την μεταμορφώσει. Αυτός είναι ο δρόμος της Βασιλείας Του και ο δρόμος της κοινωνίας μαζί Του. Η Παναγία πρώτη τον άνοιξε, καθιστώντας τον εαυτό της πύλη. Ας την μιμηθούμε μέσα από την μικρότερη ή μεγαλύτερη αποταγή, μέσα από την λίγη ή την πολλή προσευχή, μέσα από την κοινωνία με το Χριστό στα μυστήρια της Εκκλησίας που είναι η θεία Ευχαριστία, η ακρόαση και μελέτη του λόγου του Θεού και η αγάπη, αφήνοντας τελικά Εκείνον να εισοδεύσει και στην δική μας ύπαρξη, δίδοντας νόημα και ζωή αληθινή στον εαυτό μας.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κέρκυρα, 21 Νοεμβρίου 2011

http://themistoklismourtzanos.blogspot.com/2011/11/blog-post_20.html

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Στην εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου

Συγγραφέας: kantonopou στις 20 Νοεμβρίου 2011

Νους ανθρώπινος δεν μπορεί να συλλάβει το έργο, μάλλον δε το θαύμα της θείας οικονομίας. Θεία οικονομία είναι ό,τι έκανε κι ό,τι κάνει η αγάπη κι η σοφία του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Σ’ έναν αναστάσιμο ύμνο της Εκκλησίας, έτσι επιγραμματικά γίνεται λόγος για το έργο και το θαύμα τούτο· «δι’ ημάς Θεός εν ανθρώποις· διά την καταφθαρείσαν φύσιν του γένους ημών· ο Λόγος σαρξ εγένετο…»· για μας ο Θεός ήρθε μεταξύ μας, για την ανθρώπινη φύση μας, που την ρήμαξε η αμαρτία, ο Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος. Το έργο και το θαύμα αυτό πραγματοποιήθηκε από τον Ιησού Χριστό, παραδίδεται από την Εκκλησία και κηρύσσεται στη θεία Γραφή από τους Ευαγγελιστές και τους Αποστόλους. Οι πιστοί το δέχονται «διά πίστεως», όχι δηλαδή σαν γνώση και φυσική ανακάλυψη, άλλα ως αποκάλυψη Θεού και ως ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Μέσα σ’ ένα τέτοιο ιερό κόσμο αποκαλύψεως του Θεού και παραδόσεως της Εκκλησίας τοποθετείται η σημερινή εορτή των Εισόδων της υπεραγίας Θεοτόκου. Ένας από τους ιερούς πατέρες της Εκκλησίας, ο άγιος Πρόκλος αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, γράφει για τη σημερινή εορτή ότι «αγνείας έχει υπόθεσιν, και του κοινού γένους των γυναικών καύχημα το τελούμενον»· η εορτή δηλαδή των Είσοδίων υπόθεση έχει την αγνεία και την ηθική καθαρότητα της γυναίκας, κι αυτό που γίνεται με τη σημερινή εορτή είναι για έπαινο όλων των γυναικών.

Όχι μόνο στην εορτή των Εισοδίων, αλλά και σε κάθε θεομητορική εορτή την γυναίκα εορτάζουμε και τον έπαινο της γυναίκας ψάλλει η Εκκλησία. Κανένας άλλος θεσμός, καμιά πολιτεία και καμιά κοινωνία δεν τίμησε και δεν σεβάστηκε τόσο πολύ τη γυναίκα όσο η Εκκλησία. Η γυναίκα για την Εκκλησία είναι η μητέρα μας, η αδελφή μας, η σύζυγος και ο σύντροφος της ζωής μας και η μητέρα των παιδιών μας.

Η γυναίκα, που παρασύρθηκε στην παρακοή και παρέσυρε μαζί της στην πτώση όλο το ανθρώπινο γένος, η γυναίκα πάλι είναι το όργανο στην οικονομία του Θεού, για να σηκωθεί και να σωθεί ο κόσμος. Η γυναίκα, η αγνή παρθένος Μαρία είναι η μητέρα του Θεού που ενανθρώπησε, η Μαρία είναι η Θεοτόκος.

Άλλο όνομα, όνομα μοναδικό, και σαν τίτλος τιμής και σαν θεϊκή πραγματικότητα, σαν το Θεοτόκος, δεν υπάρχει. Το έδωκε η Εκκλησία στην παρθένο Μαρία στην τρίτη οικουμενική Σύνοδο, όχι μόνο για να την τιμήσει, αλλά και για να εκφράσει το θείο γεγονός, ότι ο Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος και γεννήθηκε από τη Μαρία.

Κάθε θεομητορική εορτή σαν σήμερα μας δίνει πάντα την ευκαιρία να μιλήσουμε για την υπεραγία Θεοτόκο, άλλοτε σαν την αγνή παρθένο, άλλοτε σαν την υποδειγματική και μοναδική μητέρα, και πάντα σαν την γυναίκα, που είναι η «αγία αγίων μείζων», η τιμιότερη και ενδοξότερη από τους αγίους Αγγέλους. Αλλ’ ακόμα, σε σχέση μ’ εμάς τους πιστούς, η υπεραγία Θεοτόκος είναι η μεσίτρια προς τον φιλάνθρωπο Θεό και η προστασία με τα χίλια ονόματα, σε κάθε δύσκολη περίσταση, σε κάθε ανάγκη, σε κάθε κίνδυνο και σε κάθε συμφορά. Γιατί είναι η μητέρα του Χριστού, στον οποίο έχει παρρησία γιατί είναι η μητέρα μας, στην οποία έχομε το θάρρος και την ελπίδα μας.

Η Εκκλησία έχει φυλάξει για την ύπεραγία Θεοτόκο τις θερμότερες προσευχές και τους ποιητικότερους ύμνους, που είναι η έκφραση και το ξεχείλισμα των ιερών συναισθημάτων κάθε ευσεβούς ψυχής. Όχι μόνο στις θεομητορικές εορτές, αλλά σε κάθε εορτή και σε κάθε ιερή ακολουθία της Εκκλησίας είναι πάντα ζωντανή η παρουσία της Θεοτόκου στα τροπάρια εκείνα, που ειδικά λέγονται θεοτόκια. Το θεοτοκάριο επίσης είναι η υμνολογική συλλογή με τους καλύτερους ασματικούς Κανόνες προς την ύπεραγία Θεοτόκο.

Πού αλλού λοιπόν τιμήθηκε η γυναίκα, για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα, πού αλλού τιμήθηκε η γυναίκα όσο στην Εκκλησία από την Εκκλησία;

Στο σύγχρονο ψέμα, που είναι ο αγώνας της γυναίκας για την εξίσωσή της με τον άνδρα, ο αγώνας που πάει να διαλύσει και να ξεθεμελιώσει την οικογένεια και τον κοινωνικό βίο των ανθρώπων, στο σύγχρονο αυτό ψέμα του αγώνα της γυναίκας δεν θα θέλαμε να αντιτάξουμε τίποτ’ άλλο παρά την αποστολική περικοπή, που διαβάζεται στην ιερή ακολουθία του Γάμου. Μακάρι να την πρόσεχαν και να θέλανε να την καταλάβουν όσα ζευγάρια έρχονται να πάρουν την ευλογία της Εκκλησίας για να κάνουν σπίτι. Όχι εκείνοι που πιστεύουν στην ιερότητα της συζυγίας και στην αγιότητα του μεγάλου μυστηρίου του Γάμου, αλλά εκείνοι που έρχονται για να στεφανωθούν στην Εκκλησία από μια συνήθεια ή γιατί τους αναγκάζει ο πολιτικός νόμος. Σ’ αυτό το ιερό κείμενο, που η Εκκλησία διάλεξε να διαβάζεται στην ακολουθία του Γάμου, με θεόπνευστο τρόπο διαγράφεται το χρέος που έχουν αμοιβαία ο άνδρας και η γυναίκα να βοηθούν, να σέβονται και να αγαπούν ο ένας τον άλλον. Έπειτα από όσα λέει ο Απόστολος, δεν μένει περιθώριο για αγώνες και για δικαιώματα, όταν οι σύζυγοι είναι ένας άνθρωπος και ο ένας απέναντι στον άλλον βλέπει τον εαυτό του.

Μπροστά στην  παραφροσύνη των ανθρώπων, που ομαδικά πάνε να πέσουν στο γκρεμό, η Εκκλησία δεν έχει παρά να φωνάξει, κι ας φαίνεται πως δεν θέλει να ακούσει κανείς. Πάντα υπάρχει το «λείμμα»· είναι πάντα οι λίγοι, που βλέπουν και ακούνε σωστά. Σ’ αυτούς απευθύνεται το κήρυγμα, σαν μαρτυρία, της αλήθειας του Θεού, που σημαδεύει την παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο.

Η Εκκλησία πιστεύει πως δεν θα χαθεί ο κόσμος στη θάλασσα της πλάνης και της αμαρτίας, αφού γι’ αυτό ήρθε ο Υιός του Θεού, «ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού». Η Εκκλησία, κι όταν φαίνεται πως δεν μπορεί τίποτα περισσότερο, και τότε δεν παύει να ενσαρκώνει ένα υγιές πνεύμα αντιστάσεως, να είναι, καθώς είπε ο Ιησούς Χριστός, «το άλας της γης», που συγκρατεί τις ανθρώπινες κοινωνίες από την τελεία πνευματική και ηθική αποσύνθεσή τους. Σήμερα περνάμε μια κρίση, καθώς όλοι το ομολογούν, κι εκείνοι ακόμα που δεν πιστεύουν σε καμιά πνευματική πραγματικότητα. Αυτοί περιμένουν τη βελτίωση και τη σωτηρία ή από τη δική τους δύναμη και σοφία ή και από κάποια τύχη. Εμείς εργαζόμαστε κατά το θείο θέλημα και προσευχόμαστε να στείλει ο Σωτήρας Χριστός «ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου» το θείο φωτισμό του στον κόσμο. Αμήν.

(+Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, Διονυσίου, «Ο Λόγος του Θεού», τ. Α΄) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΕΙΣΟΔΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Συγγραφέας: kantonopou στις 18 Νοεμβρίου 2011

Μαζί με το χειμώνας, αδελφοί μου, που ξεκινά στο ημισφαίριο μας, ξεκινά και η Εκκλησία του Χριστού, η Εκκλησία μας τις προετοιμασίες της για να εορτάσει ένα ακόμα λαμπρό Πάσχα. Να μην παραξενευόμαστε ακούγοντας τον όρο αυτό γιατί έγινε πλέον δόκιμος και χρησιμοποιείτε από Θεολόγους και για  άλλα σημαδιακά γεγονότα στην ανθρώπινη πορεία στη γη ετούτη. Είναι το Πάσχα του χειμώνα, όπως αποκαλεί ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν τη Γέννηση του Χριστού. Βλέπεις τρεις από τις τέσσερις εποχές μας έχουν το Πάσχα τους. Η Άνοιξη το πρώτο, το Αναστάσιμο Πάσχα. Το καλοκαίρι το Πάσχα της Παναγίας μας, ο χειμώνας τούτο, που τώρα, από τις 14 του Νοέμβρη, ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε.

Πράγματι, αγαπητοί Χριστιανοί. Πρόκειται για Πάσχα. Μήνυμα ελπίδας μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Τούτο είναι μια πραγματικότητα που γίνεται βίωμα, προσωπική εμπειρία του κάθε πιστού που τρέφεται με τα νάματα της Ορθοδοξίας.

Αδελφοί μου.

Δυο γεγονότα κορυφώνονται με την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου στις 21 του Νοέμβρη.Για το πρώτο: «Χαίρει ο ουρανός και η γη τον ουρανόν τον νοητόν πορευόμενον ορώντες εις θείον οίκον ανατραφήναι σεπτώς»

Το πρόσωπο τής Παναγίας μας. Η κορυφαία προσφορά της ανθρωπότητας στο σχέδιο τής θείας οικονομίας. Το πρόσωπο της Παναγίας μας, ο καθαρώτατος νας το Σωτρος, πολυτίμητος παστς κα Παρθένος, τ ερν θησαύρισμα τς δόξης το Θεο, σήμερον εσάγεται, ν τ οκ Κυρίου, τν χάριν συνεισάγουσα, τν ν Πνευματι θεί· ν νυμνοσιν γγελοι Θεο. Ατη πάρχει σκην πουράνιος…

O άνθρωπος επιλέγει το θάνατο αντί της ζωής, και ο Θεός βοηθεί τον άνθρωπο να διαβεί το θάνατο στην αιωνιότητα. Κι αυτό Το πρόσωπο-κλειδί, λοιπόν, στην όντως παράδοξη ιστορία τής αγάπης τού Θεού είναι η Θεοτόκος, που τίκτει την αλήθεια και τη ζωή, στο πρόσωπο τού Ιησού Χριστού, και λαμβάνει την κορυφαία θέση στη γενεαλογία τού ανθρωπίνου γένους.Έτσι σήμερα με την ευλογημένη είσοδο της Παρθένου Μαρίας στο Ναό έχουμε και την απαρχή της πραγματοποιήσεως της προαιώνιας βουλής του Τριαδικού Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Στην υμνολογία της μεγάλης αυτής εορτής ψάλλουμε πως«Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις».

Η χαραυγή της λυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους από τη δουλεία της αμαρτίας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας εορτάζει λαμπρά το γεγονός.Το δεύτερο είναι ο πανηγυρικός Χριστουγεννιάτικος παιάνας που επίσημα πλέον αντηχεί από σήμερα στην απανταχού Ορθοδοξία. Οι καταβασίες των Χριστουγέννων. «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε…» Η πρώτη επίσημη αναγγελία της Γεννήσεως του Χριστού που ταιριάστηκαν εξαίσια μ’ αυτή τη μεγάλη Θεομητορική γιορτή της εισόδου της Θεοτόκου εις τα Άγια των Αγίων, αφού με την αφιέρωση αυτή της Μαριάμ υπογράφεται τρόπον τινά το συμβόλαιο ότι από αυτή θα γεννηθεί ο μεσσίας και μαζί η σωτηρία του ανθρώπου.
Αδελφοί μου!
Όλα και σ’ αυτή την περίοδο, υπηρετούν τον ίδιο σκοπό. όλα υπογραμμίζουν τη χαρά για τη σωτηρία.
Ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο δρακί την πάσαν έχων κτίσιν», η προσδοκία των εθνών, εκείνος για τον οποίο μίλησαν οι προφήτες, κατά ένα τρόπο μυστικό, «γεννάται εκ Παρθένου».

Ο π. Θωμάς Χόπκο, Ρώσος θεολόγος στο βιβλίο του ‘Χειμωνιάτικη Πασχαλιά» μας λέει:

«Ο Ιησούς βρίσκεται ως βρέφος στο σπήλαιο βασι­λεύοντος του Καίοαρος Αυγούστου έτσι, ώστε να δύναται να βρεθεί στον τάφο επί Ποντίου Πιλάτου. Καταδιώχθηκε από τον Ηρώδη έτσι, ώστε να μπορέσει να συλληφθεί από τον Καϊάφα. Τάφηκε στο βάπτισμα έτσι, ώστε να μπορέσει να φθάσει μέχρι το σταυρικό θάνατο. Τον προσκύνησαν οι μάγοι έτσι, ώστε ολόκληρη ή κτίση να μπορέσει να Τον προσκυνήσει κατά το θρίαμβο του επί του θανάτου. Το Πάσχα του Σταυρού Του προετοιμάσθηκε από το Πάσχα της ελεύσεως Του. Το Πάσχα της Αναστάσεως του ξεκίνησε με το Πάσχα της ενσαρκώσεως Του. Το Πάσχα της δόξης Του προαγγέλθηκε με το Πάσχα του Βαπτίσματος Του. Να τι εορτάζουν κάθε χρόνο οι Χριστιανοί σε εκείνο που πρώτος ο πατήρ Αλέξανδρος Σμέμαν αποκάλεσε «Πάσχα του χειμώνα.»Καλούμαστε και πάλι, αδελφοί μου, από σήμερα επίσημα και έντονα να γιορτάσουμε ή επί τα ακριβέστερο, να ζήσουμε αληθινά το μεγάλο γεγονός της σωτηρίας και της λυτρώσεως των ανθρώπων και του κόσμου από τα δεινά των κακών και του διαβόλου.

Καλούμαστε να δεχθούμε το μυστήριο της σαρκώσεως του Θεού και να γεμίσουμε με θεία χάρη και ευλογία.

Οι άγιοι Πατέρες μας καλούν να ανοίξουμε τα μάτια της καρδιάς και να μελετήσουμε το μεγάλο αυτό μυστήριο, που κυριολεκτικά άλλαξε τη μορφή του κόσμου.  Πριν από τη γέννηση του Κυρίου Ιησού ο κόσμος ζούσε στο σκοτάδι της απιστίας και της ειδωλολατρίας με φωτεινές εξαιρέσεις.  Όμως ο Θεός δεν εγκατέλειψε το πλάσμα του. Στον κατάλληλο χρόνο στέλνει στη γη τον μονογενή Του Υιό , για να σώσει τον κόσμο και τον άνθρωπο. «Ο Θεός επί γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (Βαρούχ γ’ 38). Ο αόρατος γίνεται ορατός, ο απρόσιτος προσιτός, ο Θεός μαζί  με τους ανθρώπους. Μέγα και παράδοξον το μυστήριον. Ήλθε στη γη όχι όπως αυτός μπορούσε, αλλά όπως εμείς μπορούσαμε να τον δούμε και να τον καταλάβουμε.

Γι’ αυτό έγινε άνθρωπος με σάρκα· για να επικοινωνήσει καλύτερα με μας. Ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει χαρακτηριστικά : «Πώς έγινε τούτο το εκπληκτικό και αξιοθαύμαστο; Ένεκα της δικής Του αγαθότητος και όπως ένας βασιλέας βγάζει την βασιλική στολή και σαν απλός στρατιώτης ρίχνεται στη μάχη, για να μη αναγνωρισθεί από τον εχθρό και έτσι πετύχει τη νίκη, έτσι και ο Χριστός ήρθε  με ανθρώπινη μορφή, για να μην αναγνωρισθεί και αποφύγει ο εχθρός τη σύγκρουση μαζί του, αλλά και για να μη φοβίσει τους ανθρώπους, γιατί ήρθε για να τους σώσει και λυτρώσει» «Χριστός γεννται, δοξάσατε∙     Χριστός ξ ορανν παντήσατε.Χριστός πί γς ψώθητε. σατε τ Κυρί πσα γ,και ν εφροσύν νυμνήσατε λαοί∙ τι δεδόξαστε»
Χριστός γεννάται∙ Από τα στόματα όλων ας ακουστεί δοξολογία.Εσείς οι άνθρωποι, μαζί με τους Αγγέλους, ενώστε τη φωνή σας και όλοι συμψάλλατε «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ και ἐπί γῆς εἰρήνῃἐν ἀνθρώποις εὐδοκίᾳ».Ο Χριστός έρχεται από τους ουρανούς, όλοι, σαν τους ποιμένες, σαν τους Μάγους, τρέξτε να τον υποδεχθείτε.Ο Χριστός φάνηκε πάνω στη γη. Στη Βηθλεέμ, στο σπήλαιο, στη Φάτνη, σπαργανωμένος, είναι ανάμεσα μας, είναι κοντά μας, είναι δίπλα μας∙  εσείς οι άνθρωποι ανεβείτε από τη γη στους ουρανούς. Ξεκολλήστε το νου, τη ψυχή, τη καρδιά σας, από τα γήινα και τα χοϊκά και ανεβείτε στα επουράνια, τα άφθαρτα, τα αιώνια.Όλοι οι λαοί, απ’ άκρο σ’ άκρο της γης, Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο, όλη η οικουμένη, άσατε, ανυμνήσατε, ψάλλατε άσματα  στον Κύριο με χαρά και ευφροσύνη, γιατί για σας Αυτός είναι ο πλέον δοξασμένος και από Αγγέλους και από ανθρώπους».Εδώ ο εμπνευσμένος και όντως Θεοφώτιστος ποιητής του πανηγυρικού αυτού κανόνος των Χριστουγέννων, θέλοντας να εκφράσει τη χαρά και τον ενθουσιασμό του για την μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων, τη Μητρόπολη των εορτών, παίρνει ένα πανηγυρικό λόγο, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που έτσι ακριβώς αρχίζει, τον κάνει ποίημα,  και πλέκει έτσι με το δικό του αριστοτεχνικό τρόπο, το χαρμόσυνο και πανηγυρικό αυτό ύμνο και τον κάνει το σήμα κατατεθέν της του Χριστού Γέννας.Οι ρήτορες όταν θέλουν να παρουσιάσουν ένα γεγονός περασμένο πιο έντονα, συνηθἰζουν να το αναφέρουν σαν να συμβαίνει τώρα. Έτσι και τώρα ο Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος στον πανηγυρικό του λόγο δεν αναφέρει «Χριστός εγεννήθη», αλλά «Χριστός γεννᾶται». Τώρα γεννιέται ο Χριστός. Αυτή τη φράση χρησιμοποιεί και ο ποιητής του κανόνος. ¨όμως το «Χριστός γεννᾶται», μπαίνει και για ένα άλλο λόγο. Η Γέννηση του Χριστού, το μέγα αυτό Μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού, συντελέστηκε βέβαια τότε, σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας, όμως στην Εκκλησία, συντελείται αέναα.

Ο Χριστός γεννιέται στη ψυχή μας πάντοτε. Σαρκώνεται μέσα στον καθέναν μας που πιστεύει και ελπίζει στην εν Χριστώ σωτηρία. Περιμένουμε τη μεγάλη γιορτή της γεννήσεως, αδελφοί μου! Ήδη πριν δυο βδομάδες περίπου έχει ξεκινήσει η νηστεία των Χριστουγέννων. Βέβαια λίγοι τη  θυμούνται, λιγότεροι την ασπάζονται και οι περισσότεροι αν δεν την κοροϊδεύουν, την αγνοούν και αδιαφορούν.

Όπως όμως και να το κάνουμε χωρίς νηστεία, χωρίς κάποια θυσία, δεν έχει καμιά αξία, δεν μας προκαλεί την παραμικρή συγκίνηση  η γιορτή, όταν θα έλθει, και το Χριστουγεννιάτικο, γιορτινό, οικογενειακό τραπέζι καμιά διαφορετικότητα· τίποτα το ξεχωριστό από όλες τις, άλλες ημέρες. Στις 21 του μηνός μαζί με τη γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, ξεκινούνΚαι ο Υιός του Θεού αναμένει την ανταπόκριση τη δικής μας. Μας αγάπησε, ζητά να τον αγαπήσουμε και μεις. Να του ανοίξουμε την καρδιά και τη ζωής μας. Να συνδεθούμε μαζί του. Σαν μια ελάχιστη συμμετοχή στις ημέρες αυτές και στη «Μητρόπολη των εορτών» που αναμένουμε, θα προσπαθήσουμε στις ομιλίες των ημερών τούτων να ακουμπήσουμε όσο μπορούμε το νόημα της εορτής. Ίσως κάποιο καμπανάκι χτυπήσει μέσα μας, ίσως κάνουμε κάτι για Χριστούγεννα με Χριστό.

π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΝΤΑΣ

http://ntprodromoy.blogspot.com/2011/11/blog-post_18.html

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Πόλεμος επικρατεί στον κόσμο, τρικυμία και χειμώνας. (Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 12 Νοεμβρίου 2011

Επειδή  τέτοιος είναι ο Κύριος μας, σ’ αυτόν ας καταφεύγουμε πάντοτε και αυτόν μόνο ας προσκαλούμε για βοηθό και θα τον βρούμε έτοιμο να μας σώσει. Διότι αν αυτοί που έπεσαν σε ναυάγιο και στηρίζονται σε μία σανίδα, φωνάζουν γρήγορα εκείνους που βρίσκονται μακριά για να τους πείσουν να δείξουν φιλανθρωπία, αν και δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους, αλλά αναγνωρίζονται μόνο από την συμφορά, πολύ περισσότερο Αυτός που είναι φιλάνθρωπος και έχει από τη φύση του την αγαθότητα, θα ελευθερώσει εκείνους που αντιμετωπίζουν συμφορές, εάν μόνο θελήσουν να καταφύγουν σ’ αυτόν και να τον επικαλεσθούν με ευθύτητα αφήνοντας τις ανθρώπινες ελπίδες. Όταν λοιπόν πέσεις σε κάποιο απροσδόκητο κακό μην απελπιστείς, αλλά αμέσως ύψωσε το φρόνημά σου και κατάφυγε στο ακύμαντο λιμάνι και τον απόρθητο πύργο, τη βοήθεια του Θεού.

Πόλεμος επικρατεί στον κόσμο, μάχη είναι οι καθημερινές υποθέσεις, τρικυμία και χειμώνας. Χρειαζόμαστε λοιπόν όπλα· και μεγάλο όπλο είναι η προσευχή… διότι πολλοί είναι οι καθημερινοί σκόπελοι και πολλές φορές το σκάφος προσκρούει και καταποντίζεται. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη από προσευχή, και μάλιστα πρωινή και νυκτερινή.

Οτιδήποτε κι αν πρόκειται να κάνουμε, να ασχοληθούμε με κάποια εργασία ή να ξεκινήσουμε για κάποιο ταξίδι, ας προσφέρουμε προηγουμένως στο Κύριο τη θυσία της προσευχής· και αφού Τον καλέσουμε σε βοήθεια, έτσι ας καταπιαστούμε με αυτά.

«Το πρωί θα ακούσεις τη φωνή μου» λέγει (Ψαλμ. 5,  4). Βλέπεις προθυμία και κατάνυξη ψυχής; Από την αρχή της ημέρας προσέφερε τις πρώτες στιγμές στο Θεό. Διότι λέγει ο Σολομών «να προλαβαίνουμε τον ήλιο στην ευχαριστία σου και πριν από την ανατολή του ηλίου να συνομιλούμε μαζί σου» (Σοφ. Σολ. 17, 28). Και συ, αν επρόκειτο για κάποιο βασιλιά δεν θα ανεχόσουν να προλάβει κατώτερος σου να τον προσκυνήσει πριν από σένα, ενώ τώρα που τον προσκυνεί ο ήλιος κοιμάσαι και αφήνεις την κτίση να σου πάρει τα πρωτεία και δεν την προλαβαίνεις, αφού έγινε όλη για σένα, ούτε του αποδίδεις τις ευχαριστίες, αλλά καθώς σηκώνεσαι πλένεις το πρόσωπο και τα χέρια σου και παραβλέπεις τη ψυχή αφήνοντάς την ακάθαρτη; Δεν γνωρίζεις ότι όπως το σώμα καθαρίζεται με το νερό, έτσι και η ψυχή με την προσευχή; Πλύνε λοιπόν πριν από το σώμα τη ψυχή. Έχει πάνω της προσκολλημένες πολλές ακαθαρσίες αυτές ας τις απομακρύνουμε με τις δεήσεις. Διότι αν έτσι περιτειχίσουμε το στόμα, θα βάλουμε καλό θεμέλιο για τις καθημερινές μας πράξεις.

Αυτός που πρόκειται να προσευχηθεί, δεν τολμά να πει τίποτε ανάρμοστο, ούτε την ώρα του φαγητού· και αν πει, το μετανιώνει γρήγορα. Γι’ αυτό πρέπει να ευχαριστούμε το Θεό και αρχίζοντας και τελειώνοντας το φαγητό.

Όσο για τα παιδιά, ένας αποτελεσματικός τρόπος που βοηθά τους νέους στο να διατηρήσουν την αγνότητά τους είναι να μαθαίνουν να προσεύχονται με πολύ ενδιαφέρον και κατάνυξη. Και μη μου πεις ότι το παιδί δεν θα μπορέσει ποτέ να δεχτεί κάτι τέτοιο· υπάρχει ένας λόγος παραπάνω να το δεχτεί, το ότι έχει καθαρό νου και εγρήγορση· επειδή είναι πολλά τα παρόμοια παραδείγματα στους παλαιούς, όπως του Δανιήλ, όπως του Ιωσήφ… Μη μου πεις ότι ο Ιωσήφ ήταν δεκαεπτά χρόνων, αλλά πριν από αυτό σκέψου από πότε είχε κατακτήσει την καρδιά του πατέρα του, περισσότερο από τα μεγαλύτερα αδέλφια του.

Και ο Ιακώβ δεν ήταν νεώτερος; Ο Ιερεμίας, ο Δανιήλ δεν ήταν δώδεκα χρόνων; Και ο Σολομών δεν ήταν επίσης δώδεκα χρόνων, όταν έκανε εκείνη τη θαυμαστή προσευχή; Και ο Σαμουήλ δεν δίδασκε τον δάσκαλό του, ενώ ήταν νέος; Ώστε να μην απογοητευόμαστε· αν κάποιος είναι νεώτερος στη ψυχή, τότε μόνον δεν τα δέχεται αυτά, όχι όταν είναι νεώτερος στην ηλικία. Ας εκπαιδεύεται λοιπόν το παιδί να προσεύχεται με πολλή κατάνυξη και να πηγαίνει, όσο είναι δυνατόν, στις αγρυπνίες. Επειδή αυτός που νηστεύει και προσεύχεται ενισχύεται πολύ στον αγώνα του για την αγνότητα.

Με πολλή ακρίβεια πρώτα από όλα να διώχνετε μακριά από τα παιδιά σας ό,τι έχει σχέση με ανηθικότητα. Γιατί το μεγαλύτερο κακό στις ψυχές των νέων το προκαλεί ο έρωτας. Και μάλιστα, πριν να γευτεί με την πείρα την ανηθικότητα, δίδαξε το παιδί σου να προσέχει, να γρηγορεί, να αγρυπνεί στις προσευχές και πριν από κάθε λόγο και έργο να σφραγίζεται με το σημείο του σταυρού.

Ο Ιώβ προσέφερε θυσίες για τα παιδιά του και έτσι τους ελευθέρωνε από τα αμαρτήματά τους· έλεγε: «Μήπως σκέφθηκαν κάτι κακό μέσα τους…» Έτσι φροντίζει κανείς για τα παιδιά του. Δεν είπε, όπως οι περισσότεροι, θα τους αφήσω κληρονομιά· δεν είπε θα τους δώσω δόξα ή θα φροντίσω με χρήματα να έλθουν στην εξουσία· δεν είπε, θα τους αγοράσω χωράφια, αλλά τί; «μήπως σκέφτηκαν κακά εναντίον του Θεού;» (Ιώβ 1, 5). Διότι ποιό είναι το όφελος από εκείνα; Κανένα, αφού μένουν όλα εδώ. Θα εξιλεώσω, λέγει, γι’ αυτούς τον βασιλιά των όλων, οπότε δεν θα τους λείπει τίποτε.

Έχω την αξίωση, αν και βρίσκεσθε μακριά, να μου παρέχετε τη συμμαχία των δυνατών προσευχών σας· γιατί αυτή η βοήθεια ούτε μαραίνεται με τον χρόνο, ούτε εμποδίζεται από την απόσταση, αλλά όπου και να διαμένει κάποιος που έχει παρρησία στο Θεό, όπως και σεις, μπορεί να βοηθά πάρα πολύ κι αυτούς που είναι μακριά.

Αυτοί που είναι ταπεινοί και ευθείς σαν τα παιδιά, εκείνοι κατ’ εξοχήν μπορούν να παρακαλούν το Θεό για τους υπευθύνους και ένοχους.

Λέγεται μεν ότι «η δέηση του δικαίου, έχει μεγάλη δύναμη» αλλά «και αποτελεσματικότητα» (Ιακ. 5, 16), δηλαδή όταν βοηθείται από την μετάνοια και την επιστροφή στη σωστή ζωή εκείνων για τους οποίους γίνεται. Σε εκείνους όμως των οποίων ο τρόπος είναι αμετανόητος και αδιόρθωτος, πώς μπορεί να συμπαρασταθεί, αφού οι ίδιοι τη (δέηση δικαίου) εμποδίζουν με τα έργα τους; Όταν δηλαδή συνεισφέρουμε ό,τι εξαρτάται από μας, τότε και η πρεσβεία των δικαίων μας ωφελεί πάρα πολύ.

(«Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΑΞΙΕΣ ΖΩΗΣ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Το θαύμα της Αγίας Σκέπης

Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Οκτωβρίου 2011

Ἡ Παναγία Μας σκέπασε τό ἔθνος μας στόν πόλεμο τοῦ 1940. Πάρα πολλοί στρατιῶτες μας Τήν εἶδαν ὁλοζώντανη νά τούς συμπαραστέκεται.
Εἰς ἔνδειξιν εὐγνωμοσύνης καί τιμῆς πρός τήν ‘Υπέρμαχο Στρατηγό τοῦ ἔθνους μας, μετά ἀπό ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (1952), μετατέθηκε ἡ ἑορτή τῆς Ἁγίας Σκέπης ἀπό τήν 1η Ὀκτωβρίου (κατά τήν ὁποία ἑορτάζεται πανορθοδόξως) στίς 28 Ὀκτωβρίου (ἡμέρα τῆς ἐθνικῆς ἐπετείου).
Τό θαῦμα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς ‘Υπεραγίας Θεοτόκου πού ἑορτάζουμε κάθε 28 Ὀκτωβρίου ἔγινε ὡς ἑξῆς:
Βρισκόμαστε στά μέσα τοῦ 9ου αἰ. στήν Κωνσταντινούπολη. Στό παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Σοροῦ πού βρίσκεται στόν ναό τῶν Βλαχερνῶν, γινόταν ὁλονυκτία. Στό παρεκκλήσιο αὐτό φυλάσσονταν ἡ ἐσθήτα, ὁ πέπλος καί μέρος τῆς ἁγίας ζώνης τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ πῆγε καί ὁ μακάριος Ἀνδρέας, ὁ «διά Χριστόν σαλός» κάνοντας τίς συνηθισμένες τρέλες του.
Ἡ «διά Χριστόν σαλότης» εἶναι μιά ἰδιαίτερη μορφή χριστιανικῆς ζωῆς, ἕνα εἰδικό χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ διά Χριστόν σαλοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι γιά νά κατακτήσουν τήν κορυφή τῆς ἁγιότητος αὐτοταπεινώνονται σέ ὕψιστο βαθμό κάνοντας τόν σαλό δηλ. τόν τρελλό. Δέν θέλουν νά ἔχουν καμμία ὑπόληψι, καμμία τιμή, κανένα ἔπαινο μέσα στόν κόσμο αὐτόν. Θέλουν καί ποθοῦν μάλιστα τήν ἀνυποληψία, τήν περιφρόνηση, τήν κατηγορία, τήν συκοφαντία, πράγματα πού τόσο ἀντιπαθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, οἱ τάχα λογικοί καί ἀξιοπρεπεῖς. Ἀρνοῦνται τίς τιμές, τίς ἐπίσημες θέσεις, τίς καλές συστάσεις γιά τόν ἑαυτό τους, τίς δόξες καί τούς ἐπαίνους ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἐπιθυμοῦν διακαῶς καί ζητοῦν ἐπιμόνως τήν καταφρόνηση τοῦ κόσμου, τήν κάθοδο στόν ἅδη τῆς ταπεινώσεως βιώνοντας τό ψαλμικό : «ἐγώ εἰμί σκώληξ καί οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καί ἐξουδένημα λαοῦ»Ψαλμ. κα’ 7). Ξεχωρίζουν ὄχι τόσο για τίς ὑπεράνθρωπες νηστεῖες καί τούς ἀπεριόριστους κόπους, γιά τίς πολύωρες ἀγρυπνίες καί τά ἀείρροα δάκρυα, γιά τήν ὑπερβολική σκληραγωγία καί ἄσκηση. Ξεχωρίζουν, γιατί σημάδεψαν πάνω στόν κεντρικώτερο στόχο τῆς πνευματικῆς ζωῆς: στήν ταπείνωση. Γνωρίζουν ὅτι γιά νά ἐπιτύχουν τήν τέλεια ταπείνωση πού εἶναι θεία δωρεά, πρέπει νά ἐξουδενώσουν ὁλοκληρωτικά τό «ἐγώ». Γιαυτό μέ προσποιητές τρέλλες καί ἀλλοπρόσαλλες ἐνέργειες ἐξουδενώνονται στά μάτια ὅλου τοῦ κόσμου. Κρύβονται ἐσκεμμένα, κρύβουν τήν ἀρετή καί ἁγιότητά τους κάτω ἀπό τόν ἐπίπλαστο μανδύα τῆς σαλότητας καί τῆς τρέλλας των. Οἱ ἅγιοι διά Χριστόν σαλοί παίζουν ἕνα ἱερό παιχνίδι. Ἐμπαίζουν τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου τούτου, τοῦ μάταιου καί φιλόδοξου. Ἐμπαίζουν τά κοσμικά σχήματα, τήν δῆθεν ἀξιοπρέπεια καί κοσμική εὐγένεια, τήν διπλωματία καί τήν ὑποκρισία, τήν πολιτική καί τήν ἐπιτήδευση, τήν ἐπίδειξη καί τόν φαρισαϊσμό. Ἐμπαίζουν αὐτό τό γελοῖο κοσμικό δόγμα ὡρισμένων, πού ἐκφράζεται μέ τό «τί θά πῆ ὁ κόσμος», μέ τό «πῶς θά φανῶ στόν κόσμο». Τελικά ἐμπαίζουν τούς ἴδιους τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι στό πρόσωπο τῶν ἁγίων σαλῶν βρῆκαν τούς ἰσχυρότερους ἀντιπάλους. Πρέπει ὅμως νά τονιστεῖ ὅτι γιά νά ζήσει κάποιος τή ζωή τοῦ σαλοῦ, πρέπει νά ἔχει κληθεῖ ἀπό τό Θεό στή ζωή αὐτή, διαφορετικά δέν ἐμπαίζει τόν κόσμο, ἀλλά ἐμπαίζεται ἀπ’ αὐτόν. Πρέπει νά ἔχει μέσα του ζωντανή τή φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, τούς ὁποίους τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τούς ἐνέπαιζαν, χλεύαζαν καί κορόϊδευαν σάν μεθυσμένους. Πρέπει νά ἔχει ἀπόκτήσει τό θεῖο ἔρωτα πρός τόν νυμφίο τῆς ψυχῆς του Χριστό σέ ὕψιστο βαθμό καί βέβαια νά ἔχει τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατρός γιά τό συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς.
Αὐτά τά εἶχε ὅλα ὁ ἅγιος πού προαναφέραμε, ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν σαλός. Τόν εἴχαμε ἀφήσει στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σωροῦ στό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. Ἦταν ἡ ὥρα περίπου τετάρτη νυκτερινή (μέ τό βυζαντινό ὡρολόγιο), ὁπότε βλέπει ὁ μακάριος Ἀνδρέας τή Θεοτόκο Μαρία νά προχωρῆ ἀπό τίς βασιλικές πύλες (οἱ κεντρικές πύλες τοῦ κυρίως ναοῦ) πρός τό θυσιαστήριο. Φαινόταν πολύ ὑψηλή καί εἶχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων ἁγίων. Ἀνάμεσά τους ξεχώριζαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί ὁ Θεολόγος Ἰωάννης, πού παράστεκαν δεξιά καί ἀριστερά τή Θεοτόκο. Ἀπό τούς λευκοφόρους, ἄλλοι προπορεύονταν καί ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν ψάλλοντας ὕμνους καί ἅσματα πνευματικά. Ὅταν πλησίασε στόν ἅμβωνα, εἶπε ὁ ὅσιος στόν Ἐπιφάνιο:
-Βλέπεις, παιδί μου,τήν Κυρία καί Δέσποινα τοῦ κόσμοῦ;
-Ναί ,τίμιε πάτερ, ἀποκρίθηκε ὁ νέος.
Ἡ Θεοτόκος ἐν τῷ μεταξύ εἶχε γονατίσει καί προσευχόταν γιά πολλή ὥρα. Παρακαλοῦσε τόν Υἱό Της γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί ἔρραινε μέ δάκρυα τό ἅγιο πρόσωπό Της. Μετά τή δέηση μπῆκε στό θυσιαστήριο, ἔβγαλε ἀπό τήν ἄχραντη κεφαλή τό ἀστραφτερό Της μαφόριο (Μαφόριο ἤ ἐσθήτα εἶναι τό ἔνδυμα τῆς Θεοτόκου πού μοιάζει μέ ἐσάρπα, ἀλλά καλύπτει καί τήν κεφαλή, καί εἰκονίζεται στήν ἁγιογραφία πάντοτε μέ βαθύ κόκκινο χρῶμα), μέ μιά κίνηση χαριτωμένη καί σεμνή, καί καθώς ἦταν μεγάλο καί ἐπιβλητικό, τό ἅπλωσε σάν Σκέπη μέ τά πανάγια χέρια της ἐπάνω στό ἐκκλησίασμα. Ἔτσι ἁπλωμένο τό ἔβλεπαν κι οἱ δυό τους γιά πολλή ὥρα νά ἐκπέμπει δόξα θεϊκή σάν ἤλεκτρο. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Κυρία Θεοτόκος, φαινόταν καί ἡ ἱερή ἐσθήτα νά σκορπίζει τή χάρι της. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό, ἄρχισε καί ἡ θεία Σκέπη νά συστέλλεται λίγο-λίγο καί νά χάνεται. Τό ἱερό αὐτό μαφόριο πού φυλασσόταν ἐκεῖ συμβόλιζε τή χάρι πού παρέχει ἡ Θεοτόκος στούς πιστούς.
Αὐτή τήν ὁπτασία τήν εἶδε καί ὁ Ἐπιφάνιος μέ τή δύναμη καί μεσιτεία τοῦ ὁσίου.
Μέ ἀφορμή αὐτό τό ὅραμα καθιερώθηκε ἠ ἑορτή τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου . Γιορτάζεται κανονικά τήν α’ Ὀκτωβρίου . Ἀλλά τό 1952 μετατέθηκε ὁ ἑορτασμός της στίς 28 Ὀκτωβρίου διότι ἡ νίκη τοῦ στρατοῦ μας στά 1940 ἀποδόθηκε στήν Θεοτόκο. Ἡ φήμη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα πέρασε καί στή Ρωσία. Ἄλλωστε ὁ ἅγιος ἦταν Σκύθης στήν καταγωγή. Ἐκεῖ γίνεται ὁ εἰσηγητής τῆς ζωῆς τῆς σαλότητας καί «πνευματικός δάσκαλος» τῶν ρώσων «Γιουροντίβι». Ἐπίσης καθιερώνεται καί στή Ρωσία ἡ γιορτή τῆς ἁγ. Σκέπης (Πόκροβ), ἡ ὁποία πῆρε ὄχι μόνο θρησκευτικές ἀλλά καί ἐθνικές διαστάσεις. Τό «Γιουροντστβο» γίνεται ἔνα «κίνημα» πολύ σεβαστό. Κάθε ρωσική πόλη τιμᾶ κι ἕνα «δικό της» σαλό ἅγιο.
Τό ὅραμα τοῦ ἁγίου Άνδρέα εἶναι μιά ἀποκάλυψη. Φανέρωσε τήν χάρη τῆς Θεοτόκου, τίς δακρύρροες προσευχές της, τήν ἀπέραντη ἀγάπη της γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί τήν παρρησία της στό Θεό. Εἶναι πράγματι ἡ ἀκαταμάχητη προστασία μας καί ἠ ἀκαταίσχυντη μεσίτρια μας πρός τόν Θεό Πατέρα. Εἶναι ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως. Συνέβαλλε ἀποφασιστικά στήν ἀνάπλαση τῆς πεσμένης ἀνθρώπινης φύσης· εἶναι Αὐτή πού δάνεισε τήν σάρκα Της στόν Χριστό καί συνήργησε στήν θέωση ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Κύριος Ιησούς Χριστός

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η Παναγία, Η Μυρτιδιώτισσα (24 Σεπτεμβρίου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 23 Σεπτεμβρίου 2011

Κανένα πρόσωπο, κανένας άγιος, δεν έχει τόσα ονόματα, όσα έχει η Μαρία η «Κεχαριτωμένη». Ονόματα, που αναφέρονται στην αρετή της: Άσπιλη, Αμόλυντη, Αγνή, Αγία, Παναγία. Ονόματα, που αναφέρονται στη θέση, που κατέχει τώρα στον ουρανό: Βασίλισσα, Παντάνασσα, Πλατυτέρα, Ενδοξότερα των Χερουβίμ. Ονόματα, που αναφέρονται στις εικόνες της: Πορταΐτισσα, Ρόδον το Αμάραντον, Γαλακτοτροφούσα, Δεομένη, Τριχερούσα. Ονόματα, που αναφέρονται στα σημεία και τα θαύματά της: Γρηγορούσα, Γοργοεπήκοος, Φανερωμένη, Ελεούσα, Γιάτρισσα. Ονόματα, που αναφέρονται στους τόπους, που τιμάται ιδιαιτέρως κάποια εικόνα της: Παναγία της Τήνου, Προυσώτιοοα, Χοζεβίτισσα, Μυρτιδιώτισσα.

Το τελευταίο όνομα έχει σχέση με τη σημερινή γιορτή. Είναι της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας. Η ίδια η Παναγία είναι παντού. Αλλά κάθε τόπος της δίνει και ένα όνομα, για να θυμίσει κάποιο γεγονός, κάποιο ή  κάποια θαύματα της Παναγίας. Σήμερα λοιπόν γιορτάζει η Μυρτιδιώτισσα. Πρόκειται για γιορτή δεμένη με το νησί των Κυθήρων, αλλά που ξαπλώνεται και σ’ ολόκληρο τον ορθόδοξο χώρο. Όπως το νερό, που βγαίνει μεν από μία πηγή, αλλά μετά γίνεται ρυάκι και ποτάμι και ποτίζει όλο τον κάμπο.

Δύο τα κυριότερα στοιχεία της γιορτής: Η εικόνα και το θαύμα. Μία εικόνα της Παναγία βρέθηκε θαυματουργικά στα Κύθη­ρα, ανάμεσα σε μυρσίνες, που μοσχοβολούσαν. Γι’ αυτό και ονομάστηκε «Μυρτιδιώτισσα». Και το δεύτερο στοιχείο είναι τα θαύματα, που έκανε η εικόνα αυτή. Βεβαίως οι άπιστοι δεν τα δέχονται αυτά, όπως επίσης και οι αιρετικοί, όπως οι Χιλιοστές και οι Προτεστάντες. Αλλά και από τους λεγόμενους ορθοδόξους μερικοί θεωρούν υπερβολές ευσέβειας το να τιμάμε μία εικόνα ή τα θαύματα κάποιας εικόνας. Υπερβολή υπάρχει, όταν τιμάμε την Παναγία περισσότερο από το Χριστό, τον Υιό και Θεό της. Η Παναγία είναι άνθρωπος, θεωμένος κατά χάρη. Ο Χριστός είναι «κατ’ ουσίαν» Θεός.

Εύρεση της εικόνας

Μία εικόνα λοιπόν τιμάμε, αλλά και το θαύμα της εικόνας. Θαύμα! Να κάτι, που αμφισβητούν οι άπιστοι. Και όμως, το θαύμα είναι η φυσική κατάσταση για το Θεό. Το θαύμα είναι μπροστά μας, αρκεί να έχουμε ανοικτά τα μάτια μας. Όπου κι αν στρέψεις τα μάτια σου, θα δεις θαύματα. Όλος ο κόσμος είναι ένα θαύμα. Όλος ο άνθρωπος είναι ένα θαύμα. Όλη η ιστορία είναι ένα θαύμα. Όλη η Εκκλησία είναι ένα θαύμα. Ο κόσμος και η ιστορία είναι ένα υφαντό, που κέντησε ο Θεός με τη βελόνα, που λέγεται θαύμα! Το ένα θαύμα ακολουθεί το άλλο. Και με θαύματα συρράπτεται όλη η ζωή μας. «Και θαύμα συνάπτεται θαύματι» (Χρυσόστο­μος. Ε.Π.Ε. 9,240).

Τρία θαύματα είναι συνδεδεμένα με την εικόνα της Μυρτιδιώτισσας.

1.Το πρώτο είναι η εύρεσή της. Παράξενο πράγμα φαίνεται να βρεθεί κατά θαυματουργικό τρόπο μία εικόνα; Αλλά σας ρωτώ; Π ο ιό είναι δυσκολότερο, να κατασκευαστεί μία εικόνα ή να δοθεί από τον κατασκευαστή της αυτή η εικόνα; Ασφαλώς το πρώτο. Ε, λοιπόν, ο Θεός, που έκανε το δυσκολότερο, δεν μπορούσε να κάνει το ευκολότερο; Το δύσκολο: Ο Θεός κατασκεύασε από ανθρώπινο υλικό την εικόνα, την ύπαρξη, που λέγεται Παναγία. Αυτός που έκανε το δύσκολο, έκανε και το πολύ εύκολο. Έκανε να βρεθεί η εικόνα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας.

Θαύμα γίνεται! Έχουμε την εύρεση αγίας εικόνας. Και, δόξα τω Θεώ, γίνονται τέτοια θαύματα, και είναι αυτά τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα. Αφού τέτοιες ευρέσεις γίνονται, η εύρεση της Μυρτιδιώτισσας δεν μπορούσε να γίνει;

2.Τό δεύτερο θαύμα της εικόνας της Μυρτιδιώτισσας έχει σχέση μ’ ένα παράλυτο, που θεραπεύτηκε. Δύσκολο; Όχι. Ο Χριστός ανέστησε τόσους παραλύτους και δεν θα μπορούσε να δώσει στη Μητέρα του τη χάρη να θεραπεύσει ένα παράλυτο, όταν ο ίδιος στους Μαθητές του είπε, ότι όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν «θα κάνει πολύ μεγαλύτερα απ’ αυτά»; (Ιωάν. 14,12).

Θαύμα παραλύτου. Τέτοιο θαύμα ζητάει και η εποχή μας. Ο Χριστός θεράπευσε παράλυτα σώματα με το θαύματά του. Το σπουδαιότερο, θεράπευσε παράλυτες ψυχές με το λόγο του.

3. Το τρίτο θαύμα της εικόνας της Μυρτιδιώτισσας έχει σχέση με φρούριο των Κυθήρων, που το έσωσε η θαυματουργή εικόνα από σεισμό. Φρούρια πολλά σείονται σήμερα. Κινδυνεύουν να πέσουν τα φρούρια, τα οχυρά της πίστεως, της ελπίδας, της αγάπης. Αν μπορούν όλα τα πολυβόλα και όλοι οι πύραυλοι του κόσμου να γκρεμίσουν τον ήλιο από τη θέση του, άλλο τόσο μπορούν οι βλασφημίες και οι ασέβειες να γκρεμίσουν τον Ιησού Χριστό από το θρόνο της θεότητας. Αλλά ο Χριστός δεν είναι παραμύθι. Είναι το ιστορικό πρόσωπο, που λάμπει μέσα στους αιώνες με το θεϊκό του μεγαλείο.

Το σπουδαιότερο θαύμα

Είδαμε ορισμένα από τα θαύματα, που έκανε και κάνει η Υπεραγία Θεοτόκος. Οι άνθρωποι επιζητούν θαύματα, για να πιστέψουν. Μικρά είναι αυτά που ζητούν. Το μεγάλο θαύμα δυστυχώς δεν το ζητούν. Κι όμως αυτό το θαύμα έχει γίνει εκατομμύρια φορές μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας. Είναι η αλλαγή των ανθρώπων. Αν εμείς οι χριστιανοί πιστέψουμε δυνατά στον Ιησού Χριστό και με τη χάρη του καθαριστούμε, μοσχοβολήσουμε σαν τις μυρτιές, θ’ αποτελούμε την καλύτερη διαφήμιση του Ευαγγελίου.

(Αρχιμ. Δ. Αεράκη, «Κλήματα της Αμπέλου» -αποσπάσματα)

Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »