Συγγραφέας: kantonopou στις 22 Ιανουαρίου, 2011
Η Προσευχή
Μία ακόμα θαυματουργική επέμβαση του Κυρίου, περιγράφεται στο σημερινό Ευαγγελικό κείμενο, αγαπητοί μου αδελφοί. Ο Χριστός, εισερχόμενος στην Ιεριχώ, συναντά έναν εκ γενετής τυφλό, οποίος ζητεί, μετ’ επιτάσεως, να τον ελεήσει. Ο Χριστός πρώτα διαλέγεται μαζί του. Τον ερωτά τί θέλει, ενώ, ως παντογνώστης, γνωρίζει τον πόθο της ψυχής του. Δεν επεμβαίνει πριν ο άνθρωπος εκφράσει την βούληση και την επιθυμία του. Και τότε, επιβραβεύοντας την πίστη του, τον θεραπεύει.
Το σημείο στο οποίο θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας είναι η προσευχητική ικεσία του εκ γενετής τυφλού: Ιησού, Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με 1. Ο τυφλός προσεγγίζει τον Θεό προσευχόμενος. Δέεται, αναγνωρίζοντας την παντοδυναμία Του. Προσεύχεται αφήνοντας τον εαυτό του στα χέρια του Θεού. Αποκαλύπτει τη δύναμη και τα αποτελέσματα της έντονης και ειλικρινούς προσευχής. Η προσευχή του τυφλού είναι σχεδόν ταυτόσημη με την σύντομη και περιεκτική προσευχή που καλλιεργείται κυρίως στον μοναχικό κόσμο, αλλά και μεταξύ των Χριστιανών, οι οποίοι, με έναν μονολόγιστο τρόπο, προσπαθούν να κρατούν τον νου συνδεδεμένο με τον Θεό: Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν.
Η ερμηνεία αυτής της καρδιακής και μονολόγιστης προσευχής, δίδεται από τον αγιασμένο σύγχρονο Αγιορείτη Γέροντα Αιμιλιανό τον Σιμωνοπετρίτη, έναν άνθρωπο που έκανε την προσευχή τρόπο και λόγο ζωής. Λέγει ο π. Αιμιλιανός: «Με την βοερή κραυγή «Κύριε» δοξολογούμε τον Θεό, την ένδοξη μεγαλειότητά Του, τον Βασιλέα του Ισραήλ, τον Δημιουργό της ορατής και αόρατης κτίσεως, μπροστά στον Οποίον φρίττουν τα Σεραφείμ και τα Χερουβίμ. Με την γλυκύτατη επίκληση και πρόσκληση «Ιησού» μαρτυρούμε ότι είναι παρών ο Χριστός, ο Σωτήρας μας και με ευγνωμοσύνη Τον ευχαριστούμεν, διότι μάς ετοίμασε ζωή αιώνια. Με την τρίτη λέξη «Χριστέ» θεολογούμε, ομολογώντας ότι ο Χριστός είναι αυτός ο Υιός του Θεού και Θεός. Δεν μάς έσωσε κάποιος άνθρωπος, ούτε ένας άγγελος, αλλά ο Ιησούς Χριστός, ο αληθινός Θεός. Στη συνέχεια, με την ενδόμυχη αίτηση «Ελέησόν με», προσκυνούμε και παρακαλούμε να γίνει ίλεως ο Θεός, εκπληρώνοντας τα σωτήρια αιτήματά μας, τους πόθους και τις ανάγκες των καρδιών μας. Και εκείνο το «με», τί εύρος έχει! Δεν είναι μόνον ο εαυτός μου. Είναι όλοι όσοι πολιτογραφήθηκαν στο κράτος του Χριστού, στην Αγία Εκκλησία, είναι όλοι αυτοί που αποτελούν μέλος του δικού μου σώματος. Και, τέλος, για να είναι πληρέστατη η προσευχή μας, κατακλείουμε με την λέξη «τον αμαρτωλόν», εξομολογούμενοι καθώς εξομολογούνταν και όλοι οι άγιοι και γίνονταν υιοί φωτός και ημέρας»2.
Στην εποχή μας εντοπίζεται, συχνά, η άποψη ότι η προσευχή είναι ενέργεια ανθρώπων μειωμένων διανοητικών προσόντων, οι οποίοι, επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα ν’ αντεπεξέλθουν, με τις δυνάμεις τους, στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της ζωής, καταφεύγουν σε μία ανώτερη δύναμη, που ονομάζουν Θεό, προσδοκώντας βοήθεια. Την άποψη αυτή αντιμετωπίζει ριζικά ο μεγάλος επισήμων – βιολόγος Αλέξης Καρρέλ, ο οποίος απαντώντας επισημαίνει ότι «διά της προσευχής, ο άνθρωπος συναντά τον Θεό και ο Θεός ενοικεί στον άνθρωπο. Η προσευχή είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη του κρατίστου μέρους της οντότητός μας. Δεν πρέπει, λοιπόν, να θεωρούμε την προσευχή σαν μια πράξη στην οποία επιδίδονται μόνον οι αδύναμοι κατά το πνεύμα, οι πτωχοί και οι άνανδροι. «Είναι ντροπή να προσευχόμεθα», έγραφε ο Νίτσε. Στην πραγματικότητα δεν είναι περισσότερο ντροπή να προσευχόμεθα από το να τρώμε, να πίνουμε, να αναπνέουμε. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τον Θεό, όπως έχει ανάγκη από το νερό και το οξυγόνο»3.
Επειδή, λοιπόν, η προσευχή είναι η φυσική ροπή της ψυχής που φλέγεται από την αγάπη του Θεού και πιστεύει σ’ Αυτόν, η άγνοια και η άρνησή της αδικούν και προσβάλουν αυτή την ίδια την ανθρώπινη φύση. Ο Γέροντας Αιμιλιανός και στο σημείο αυτό είναι σαφής και κατηγορηματικός και επισημαίνει: «Αντιλαμβάνεστε ότι ένας άνθρωπος που δεν ξέρει να προσευχηθεί, στην πραγματικότητα είναι ένας ξοφλημένος άνθρωπος. Δεν υπάρχει ενδεχόμενο να πετύχει στη ζωή του. Και μοναχός να είναι, θα μείνει πάλι ένας επίγειος άνθρωπος και δεν θα γίνει ποτέ ένας ουράνιος άνθρωπος. Ακόμη περισσότερο, δεν θα γίνει ένας άγγελος, εφόσον δεν ξέρει να χρησιμοποιεί πολύ καλά αυτό το μέσο πορείας και πλεύσεως, την προσευχή»4
Ας κάνουμε, λοιπόν, αδελφοί, την προσευχή τρόπο πλεύσεως προς την αγάπη του Θεού. Και να είμαστε βέβαιοι, ότι θα καταφέρουμε να θεραπεύσουμε την πνευματική τυφλότητα, που απειλεί την ουσία της ζωής μας, μιμούμενοι τον αναγεννημένο τυφλό της περικοπής. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
Αναγνώσματα: Απόστολος: Α΄ Τιμ. α΄,15 – 17. Ευαγγέλιο: Λουκ. ιη΄, 35-43
(Εωθινόν 2ο, Ήχος β΄)
1.Λουκ. 18,39
2. «Περί Θεού λόγος αισθήσεως», σελ. 59 (η αρχική γλωσσική μορφή του κειμένου απλουστεύθηκε)
3.«Η προσευχή», Αθήνα 1944
4.όπ. π. σελ. 9
Υποβλήθηκε στις 22 Ιανουαρίου, 2011 στις 8:25 μμ και βρίσκεται κάτω από ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ.
.
Μπορείς να παρακολουθείς τα σχόλια για το άρθρο χρησιμοποιώντας RSS 2.0 τροφοδότης (feed).
Μπορείς να πας στο τέλος και να αφήσεις σχόλιο. Το Pinging προσωρινά δεν επιτρέπεται.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.