Οι πιστοί φωτολήπτες και φωτοδότες( Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής ΙΕ΄Ματθαίου)
Συγγραφέας: kantonopou στις 4 Σεπτεμβρίου, 2010
«ὁ Θεός ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ.» (Β΄ Κορ. δ΄ 6)
Ἡ ζωή, ἀγαπητοί ἀδελφοί, μακράν τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ βαθύ σκοτάδι. Ἀντίθετα, ἡ ζωή κοντά στό Θεό ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στό φῶς καί καθιστᾶ παράλληλα τή ζωή του γεμάτη φῶς. Οἱ πρωτόπλαστοι ἔζησαν στήν ἀρχή τῆς ζωῆς τους μέσα στό φῶς. Γρήγορα ὅμως παρεσύρθησαν ἀπό τά ψεύδη τοῦ διαβόλου, ἀπομακρύνθησαν ἀπό τό Θεό καί ἔπεσαν στό σκοτάδι. Οἱ γενεές τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖες ἀκολούθησαν, «ἐλάτρευσαν τήν κτίσιν παρά τόν κτίσαντα», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στά τροπάρια τῶν καταβασιῶν.
Ἡ ἀνάγνωση τῶν πρώτων στίχων τοῦ πρώτου βιβλίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῆς Γενέσεως, μᾶς ὑπενθυμίζει ἀκριβῶς ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου, δηλαδή ὅλων ὅσα βλέπουμε καί δέν βλέπουμε. Δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ καί τό φυσικό καί πεπερασμένο φῶς. Ἡ Γραφή λέγει: «εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καί ἐγένετο φῶς». (Γεν. α΄ 3) Ὁ ἄνθρωπος ὅταν ζεῖ μέσα καί κάτω ἀπό τό φυσικό φῶς χαίρεται, ἐργάζεται καί εἶναι εὐχαριστημένος. Τό σκοτάδι ὅμως τοῦ δημιουργεῖ δυσθυμία, τοῦ προκαλεῖ κατάθλιψη, φόβο καί διώχνει τή χαρά ἀπό μέσα του. Τήν μέν ἡμέρα τόν πλανήτη τῆς γῆς φωτίζει ὁ ἥλιος, κατά δέ τή δέ νύχτα ὑπάρχει τό ἀμυδρό φῶς τῆς σελήνης καί τῶν ἀστέρων. Παράλληλα ἔχουμε τό ἠλεκτρικό φῶς καί ἄλλους τρόπους φωτισμοῦ, τούς ὁποίους ἐφεῦρε ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Ἡ παρουσία, ἡ δύναμη, ἡ διάρκεια καί ἡ ἀποτελεσματικότητα ὅλων αὐτῶν τῶν εἰδῶν τοῦ φωτός ἔχει μιά σχετικότητα.
Ἄν τώρα τολμήσει κάποιος νά μιλήσει γιά «τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης», δηλαδή τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τά πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Ἡ χαρά τήν ὁποία γεννᾶ ἡ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, δέν εἶναι δυνατό καί εὔκολο νά διατυπωθεῖ μέ λόγια, τά ὁποῖα ἐκφράζει ὁ ἄνθρωπος. Ἡ δέ ἀνακαινιστική δύναμη, τήν ὁποία ἔχει ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ στίς καρδιές, τήν ψυχή καί τό νοῦ τῶν ἀνθρώπων, δέν εἶναι δυνατό νά κατανοηθεῖ μέσα στά ἀνθρώπινα πλαίσια καί σχήματα. Ἡ δέ διάρκεια τῶν θείων ἐνεργειῶν, τίς ὁποῖες ἐκπέμπει «τό μέγα φῶς» ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐξάγει τά πλήθη, τά ὁποῖα ζοῦν μέσα στό σκότος καί τή σκιά τοῦ θανάτου καί τά εἰσάγει στή χώρα τοῦ φωτός, δηλαδή τήν Ἐκκλησία.
Μέλη τῆς Ἐκκλησίας πολιτογραφούμεθα ἀφοῦ δεχθοῦμε τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν εἴσοδο στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Εὐθύς ἀμέσως μέ τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος μᾶς προσφέρεται ἡ θεία Χάρη, ἡ ὁποία μᾶς χαριτώνει μέ τά δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στή συνέχεια ἡ Ἐκκλησία τρέφει τά νεοφώτιστα μέλη της μέ τή θεία Εὐχαριστία, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἀπό τή στιγμή αὐτή τό κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τό προνόμιο νά ζήσει μέσα στό φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: «φῶς ὁ Πατήρ, φῶς ὁ Λόγος, φῶς καί τό Ἅγιον Πνεῦμα».
Ὁ Κύριος εἶπε γιά τόν ἑαυτό του: «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὀ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ’ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς.» (Ἰωαν. η΄ 12). Ὁ ἴδιος ὅμως ἀπευθυνόμενος πρός τούς Μαθητές καί τούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων εἶπε: «Ὑμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε΄ 14). Ἐκεῖνος ἀποτελεῖ τήν πηγή τοῦ φωτός. Εἶναι ὁ μόνιμος φωτοδότης. Ἐμεῖς τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἴμεθα δέχτες τοῦ φωτός τῆς θείας Χάριτος. Μέ τόν τρόπο αὐτό καθιστάμεθα φωτολῆπτες. Παραμένοντας δέ μέσα στό φῶς ἔχουμε τή δυνατότητα παρ’ ὅλο πού δέν εἴμεθα αὐτόφωτοι, νά ἀποβοῦμε φωτοδότες καί πομποί τούτου τοῦ φωτός.
Τό τελευταῖο φέρνει στή μνήμη τά ἀνεπανάληπτα λόγια τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὁ ὁποῖος, στόν Ἀπολογητικό λόγο του τῆς φυγῆς εἰς τόν Πόντο, διετύπωσε τά ἀκόλουθα: «καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι· σοφισθῆναι, καί οὕτω σοφίσαι· γενέσθαι φῶς, καί φωτίσαι· ἐγγίσαι Θεῷ, καί προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι, καί ἁγιάσαι· χειραγωγῆσαι μετά χειρῶν, συμβουλεῦσαι μετά συνέσεως.» (Λόγος Β΄ ΕΠΕ 1, 164) Στά ἁπλά ἑλληνικά μᾶς λέγει: Πρέπει νά καθαρίσουμε πρῶτα τόν ἑαυτό μας, ἔπειτα νά καθαρίσουμε ἄλλους. Νά ἀποκτήσουμε σοφία καί ἔπειτα νά κάνουμε καί τούς ἄλλους σοφούς. Νά γίνουμε φῶς, γιά νά φωτίσουμε. Νά πλησιάσουμε τόν Θεό οἱ ἴδιοι, γιά νά φέρουμε κοντά καί τούς ἄλλους. Νά ἁγιασθοῦμε, γιά νά ἁγιάσουμε. Νά πιάσουμε καί νά ὁδηγήσουμε μέ τά χέρια, νά συμβουλεύσουμε μέ σύνεση. Αὐτή παραμένει ἡ ἀποστολή τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Νά εἶναι δέχτες καί πομποί τοῦ θείου φωτός. Ἀμήν!
Ελληνορθόδοξη Κοινότητα Απ. Βαρνάβα
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.