kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Άγιος Πολύδωρος ο Λευκωσιάτης

Συγγραφέας: kantonopou στις 4 Σεπτεμβρίου, 2010

Ο βίος του

Από έκδοση του Ιερού Ναού Αγίας Βαρβάρας Καϊμακλίου μαθαίνουμε ότι ο νεομάρτυρας Πολύδωρος γεννήθηκε κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας στη Λευκωσία. Οι γονείς του Χατζηλουκάς και Λουρδανού ήταν θεοσεβούμενοι και ευσεβείς και του έδωσαν χριστιανική μόρφωση.

Ο Πολύδωρος μεγαλώνοντας έγινε έμπορος και λόγω της δουλειάς του έκανε πολλά ταξίδια. Σ’ ένα απ’ αυτά, στην Αίγυπτο, γνωρίστηκε με έναν πλούσιο εξωμότη (αρνησίχριστο) από τη Ζάκυνθο και δούλεψε κοντά του.

Ένα βράδυ, ενώ διασκέδαζε με φίλους του, ο Πολύδωρος μέθυσε και παρακινούμενος από Τούρκους και Αιγύπτιους αλλαξοπίστησε και έγινε μωαμεθανός.

Σύντομα, όμως, άρχισε να νιώθει τύψεις και ξεκίνησε από την Αίγυπτο για να πάει στη Βηρυτό να συναντήσει το Δεσπότη. Ο Δεσπότης τού σύστησε να πάει σε κάποιο μοναστήρι για λίγο καιρό ώστε να απομακρυνθεί από τις παλιές του συναναστροφές. Μετά από πολλές περιπλανήσεις κατέληξε στη Χίο όπου εξομολογήθηκε, ξαναχρίστηκε με Άγιο Μύρο και κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια.

Ακολούθως, πήγε στην Έφεσο της Μικράς Ασίας όπου αποκάλυψε ότι είναι Χριστιανός. Μετά από πολλά βασανιστήρια οι Τούρκοι τον εκτέλεσαν δι’ απαγχονισμού στις 3 Σεπτεμβρίου 1794. Το λείψανο του νεομάρτυρα ενταφιάστηκε κοντά στους τάφους των Αρμενίων.

Το σπίτι του Αγίου στη Σόλωνος

Η Αγνή Μ. Μιχαηλίδη, στο βιβλίο της «Χώρα, η παλιά Λευκωσία», περιγράφει το σπίτι της οικογένειας του Αγίου Πολυδώρου που βρισκόταν στην οδό Σόλωνος στην εντός των τειχών πόλη: «Στην αρχή της οδού Σόλωνος προς το νότιο τμήμα του τείχους, υπήρχε, ίσαμε πριν τριάντα χρόνια, το σπίτι του Χατζηλουκά και της Λουρδανούς. Στο σπίτι τούτο γεννήθηκε περί το 1740 ο ευσεβής τους γυιος, ο Άγιος Πολύδωρος. Σήμερα τίποτα δεν θυμίζει το διώροφο παλιό αρχοντικό, που είχε σαράντα δωμάτια, κελλάρια, μεγάλους ηλιακούς και στάβλους. (…) Στο μέσο της αυλής υπήρχε ένας μεγάλος χασνές με έξι βρύσες: Για να πίνουν και να δροσίζονται οι περαστικοί και να μακαρίζουν τους νοικοκύρηδες.

Πιθανότατα το πέτρινο τούτο σπίτι ήταν αρχικά φράγκικο. Κρατήθηκε στέρεο για τρακόσια χρόνια, χωρίς να πάθει ούτε ρωγμή. Η κυρά Ζωίτσα του Ρώσσου και η αδελφή της, το Ελεγκάκι, μακρινές συγγένισσες του Αγίου, ήσαν οι τελευταίες που κατοίκησαν εδώ. Το Ελεγκάκι, μια χαμηλή καμπουριασμένη γυναίκα, με το κεφάλι τυλιγμένο σε μια μαύρη μαντήλα, συντηρούσε πάντα πως μοναδικός σκοπός της ζωής της ήταν να τον μνημονεύει. Επισκεπτόταν καθημερινά τα γειτονικά σπίτια, κρατώντας στο χέρι ένα πήλινο καπνιστήρι με αγιασμένα φύλλα ελιάς πάνω σε πυρωμένα κάρβουνα. Θυμιάτιζε τους πάντες, σιγοψάλλοντας το τροπάριο του Αγίου:

Μέγα καύχημα της Λευκωσίας, μέγα στήριγμα πέλεις Εφέσου, μέγα κλέος τε των δύο πόλεων, της μεν γαρ γόνος απτός εχρημάτισας, την δε τα σα επορφύρωσαν αίματα, αλλά πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, Πολύδωρε, ίνα ρυσθώμεν κινδύνων και θλίψεων.

Από χρόνια τώρα το Ελεγκάκι πέθανε, κι από τότε κανένας πια δεν λέει στις γειτονιές το τροπάριο του Αγίου. Μόνο ο παπάς της εκκλησίας του Τρυπιώτη το ψάλλει μια φορά το χρόνο την ημέρα της γιορτής του.

Όταν γκρέμιζαν το σπίτι, δούλεψαν πολλοί εργάτες επί τρεις μήνες να το κατεδαφίσουν. Στη θέση του παλιού έκτισαν τέσσερα ευρύχωρα σπίτια, που δεν έχουν καμιά σχέση με την αρχική οικοδομή. Ο Άγιος όμως δεν λησμόνησε τα πατρογονικά του κατατόπια. Ο ίσκιος του πλανιέται γύρω από τις γειτονιές, που γεννήθηκε, και φανερώνεται συχνά σε εκείνους που τον θυμούνται και τους παραστέκεται στους δύσκολους καιρούς».

Η κάρα του Αγίου στην Αθήνα

Κατά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) έφευγε κυνηγημένος ένας ιερομόναχος, ο Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Εφέσου, Κύριλλος Ψύλλος. Με κίνδυνο της ζωής του πήρε την αγία κάρα του Αγίου Πολυδώρου για να τη σώσει. Η μανία των Τούρκων ενάντια στους κληρικούς ήταν απίστευτη και στρεφόταν ακόμη κι ενάντια στους ναούς και τα ιερά κειμήλια. Όταν ανακάλυπταν κληρικούς ή άλλα πρόσωπα να κρατάνε εικόνες, λείψανα κ.ά. τους έσφαζαν. Ο Πρωτοσύγκελος ντύθηκε σαν γερόντισσα, πήρε μαζί του την κάρα και προχώρησε. Σαν έφτασε στο τούρκικο φυλάκιο για την έρευνα, ο κληρικός έσφιξε στην αγκαλιά του τον θησαυρό του και ψιθύρισε μέσα του: «Άγιε Πολύδωρε, σώσε με». Και τον έσωσε.

– Γκιτ πε χανούμ (Γκρεμίσου χανούμισσα), φώναξε ο Τούρκος και τον έσπρωξε μπροστά. Σε λίγο ο ιερομόναχος βρισκόταν στη βάρκα σωτηρίας. Όταν έφτασε στην Αθήνα, κατέθεσε την κάρα στον Ιερό Ναό της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα. Εκεί βρίσκεται και σήμερα. Δεκάδες πιστών περνάνε κάθε μέρα για να την προσκυνήσουν και χιλιάδες κάθε χρόνο στις 3 του Σεπτέμβρη, που είναι η μέρα της γιορτής του Αγίου.

Στις 2 Σεπτεμβρίου θα τελεσθεί στον υπό ανέγερση ναό εσπερινός, χωροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Χρυστοστόμου Β΄.

Εκκλησία Κύπρου –  Γράφει ο Γιώργος Κωνσταντίνου.

Απολυτίκιον

Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον

Μετανοίας τοις δάκρυσι προεκάθηρας είτα στίγμασι μάκαρ του Μαρτυρίου σαυτόν, ως εν ακτίσι φαειναίς κατελάμπρυνας. Όθεν ως Μάρτυρα στερρόν, και παθημάτων κοινωνόν, Χριστού του Θεού εν ύμνοις, Πολύδωρε αθλοφόρε, σε ευφημούντες μεγαλύνομεν.

Κοντάκιον

Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω

Της ημετέρας γενεάς το ακροθίνιον, δεύτε συμφώνως οι πιστοί ανευφημήσωμεν, τον πανένδοξον Πολύδωρον τον εκ Κύπρου, εν Εφέσω δε τη Νέα εναθλήσαντα, και τους Άγαρ απογόνους καταισχύναντα, και δοξάσαντα, το Χριστού θείον όνομα.

Αφήστε μια απάντηση