kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Κατά τοκιζόντων

Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Ιουλίου, 2010

 treisierarxes3.jpg

ΚΑΤΑ ΤΟΚΙΖΟΝΤΩΝ

Από τον πάντα επίκαιρο λόγο του  Μεγάλου Βασιλείου

Δημοσιεύουμε κατωτέρω αυτούσιο τόν λόγο τού Μεγάλου Βασιλείου, πού άν καί γράφηκε πρίν 16 αιώνες παραμένει πάντα επίκαιρος, εύστοχος, εποικοδομητικός καί διδακτικός γιά πρόσωπα, οικογένειες, κοινωνίες καί κράτη.

*

Επειδή ο προφήτης ήθελε νά περιγράψη μέ τόν λόγο του, εκείνον πού πρόκειται νά βαδίση τήν σταθερή ζωή, απαρίθμησε μεταξύ τών κατορθωμάτων καί τό εξής: “Νά μή δανείζη τά χρήματά του μέ τόκο”. Σέ πολλά μέρη τής Γραφής κατηγορείται η αμαρτία αυτή. Καί ο Ιεζεκιήλ τοποθετεί μεταξύ τών μεγάλων κακών τό νά παίρνη κανείς τόκο καί πλεόνασμα, καί ο νόμος απαγορεύει κατηγορηματικά: “Ουκ εκτοκιείς τώ αδελφώ σου καί τώ πλησίον σου”. Καί πάλι λέγει: “Δόλος επί δόλω, καί τόκος επί τόκω”. Αλλά καί γιά τήν πόλη πού είναι πλούσια σέ πλήθος αμαρτιών τί λέει ο Ψαλμός; “Ουκ εξέλιπεν εκ τών πλατειών αυτής τόκος καί δόλος”. Καί τώρα ως χαρακτηριστικό τής τελείωσης τού ανθρώπου ο προφήτης θεώρησε αυτό τό ίδιο λέγοντας: “Τό αργύριον αυτού ουκ έδωκεν επί τόκω”. Πράγματι κρύβει υπερβολική απανθρωπιά, ο μέν ένας νά στερήται καί τά απαραίτητα γιά τήν ζωή καί νά ζητάη δάνειο γιά νά παρηγορηθή στήν ζωή του, ο δέ άλλος νά μήν αρκήται στό κεφάλαιο, αλλά νά επινοή νέα κέρδη γιά τόν εαυτό του από τίς συμφορές τού φτωχού καί νά συνάγη πλούτο. Ο Κύριος, λοιπόν, σαφέστατα μάς διατάσσει λέγοντας: “Καί τόν θέλοντα από σού δανείσασθαι, μή αποστραφής”.

Ο φιλάργυρος όμως ενώ βλέπει κάποιον άνδρα νά λυγίζη από τήν ανάγκη, νά τόν ικετεύη μπροστά στά πόδια του, νά κάνη κάθε τι ταπεινό, νά λέγη τό πάν, δέν τόν ελεεί παρ’ όλον ότι κάνει πράξεις αναξιοπρεπείς δέν σκέπτεται τήν φύση του, δέν υποχωρεί στίς ικεσίες, αλλά παραμένει άκαμπτος καί αμείλικτος, δέν υποχωρεί στίς παρακλήσεις, δέν λυγίζει στά δάκρυα, επιμένει στήν άρνηση καί ορκίζεται καί καταριέται τόν εαυτό του ότι βρίσκεται σέ παντελή έλλειψη χρημάτων καί ψάχνει καί αυτός, δήθεν, μήπως βρή κάποιον από τούς δανειστές καί βεβαιώνει μέ όρκους τό ψέμα του, αποκτώντας ως πρόσθετο κακό εμπόρευμα τής απανθρωπιάς τήν επιορκία.

Όταν όμως εκείνος πού ζητάει τό δάνειο υπενθυμίση τούς τόκους πού θά πληρώση καί μιλήση γιά υποθήκες, τότε ο δανειστής κατεβάζει τά φρύδια του καί χαμογελάει καί ίσως τότε νά θυμηθή κάποια πατρική φιλία καί νά αποκαλέση τόν έχοντα τήν ανάγκη γνώριμο καί φίλο. “Θά δούμε, λέει, εάν έχω κάπου φυλαγμένα χρήματα. Υπάρχει κάποια παρακαταθήκη ενός φίλου μου άνδρα, ο οποίος μού τήν παρέδωσε γιά νά τήν τοκίσω. Αλλά εκείνος, βέβαια, όρισε βαρείς τόκους γι’ αυτό εγώ όμως θά τούς ελαττώσω κατά τι καί θά σού τά δώσω μέ χαμηλότερο τόκο”.

Μέ τέτοια φτιαχτά λόγια καί μέ τέτοιες κολακείες ξεγελά τόν ταλαίπωρο, δεσμεύοντάς τον μέ γραμμάτια, καί εκτός από τήν φτώχεια πού τόν κατατυραννεί, αφού αφαιρέσει επί πλέον καί τήν ελευθερία τού ανδρός, φεύγει. Διότι εκείνος πού κατέστησε τόν εαυτό του υπεύθυνο σέ τόκους τούς οποίους δέν είναι σέ θέση νά πληρώση, έγινε δούλος μέ τήν θέλησή του σέ όλη του τήν ζωή. Πές μου, χρήματα καί κέρδη ζητάς από τόν φτωχό; Αλλά, εάν μπορούσε νά σέ κάνη πλουσιότερο, γιά ποιό λόγο νά ζητά νά έρθη στήν θύρα σου; Ήρθε γιά νά βρή σύμμαχο καί βρήκε εχθρό. Ζητούσε αντίδοτο καί πέτυχε δηλητήριο.

Αφού δέ ο πτωχός λάβη τά δανεικά χρήματα, τήν πρώτη μέρα είναι λαμπρός καί χαρούμενος, καί επιχρισμένος μέ ξένο μέταλλο φανερώνει τήν αλλαγή τής ζωής του. Διότι τό τραπέζι είναι γεμάτο, τό ένδυμα πολυτελέστερο, οι δούλοι μέ αλλαγμένη τήν εμφάνιση πρός τό λαμπρότερο, κόλακες, συμποσιαστές, αμέτρητοι κηφήνες στά σπίτια.

Όμως καί τά χρήματα σιγά-σιγά φεύγουν, καί ο χρόνος προχωρεί καί αυξάνει συγχρόνως τούς τόκους. Τότε δέν τόν αναπαύουν πλέον ούτε οι νύκτες, ούτε η λαμπρή ημέρα, ούτε ο ευχάριστος ήλιος, αλλά δυσανασχετεί γιά τήν ζωή, μισεί τίς ημέρες, διότι τόν οδηγούν πρός τήν προθεσμία, φοβάται τούς μήνες, διότι είναι πατέρες τών τόκων. Καί όταν ακόμη κοιμάται, βλέπει στόν ύπνο του τόν δανειστή νά στέκη πάνω από τό κεφάλι του σάν κακό όνειρο.

“Πίνε ύδατα από τών σών αγγείων”, δηλαδή, τίς δικές σου αφορμές νά εξετάζης, νά μή βαδίζης σέ ξένες πηγές, αλλά από τά δικά σου λιβάδια νά παρηγορής τόν εαυτό σου στήν ζωή. Έχεις εργαλεία, ένδυμα, ζώον, σκεύη παντός είδους; Αυτά νά αποδώσης γιά νά ξεχρεώσης όλα νά προτιμήσης νά τά χάσης, εκτός από τήν ελευθερία σου. Αλλά, λέει, ντρέπομαι νά τά βγάλω σέ δημοπρασία. Τί, λοιπόν, θά κάνης, όταν ύστερα από λίγο άλλος θά τά μεταφέρη καί θά τά ξεγράψη από σένα καί μπρός στά μάτια σου θά τά πουλήση σέ φθηνή τιμή; Μήν βαδίζης σέ ξένες θύρες. Διότι πραγματικά “φρέαρ στενόν τό αλλότριον”.

Είναι καλύτερο νά παρηγορή κανείς τήν ανάγκη του λίγο λίγο μέ διάφορες επινοήσεις, παρά αφού υψωθή διά μιάς μέ ξένα, ύστερα νά απογυμνωθή από όλα τά υπάρχοντά του. Εάν, λοιπόν, έχης γιά νά τά επιστρέψης, γιατί τότε δέν ικανοποιείς τήν παρούσα ανάγκη μέ αυτά πού έχεις; Εάν όμως δέν έχης πόρους γιά νά πληρώσης τό χρέος σου, θεραπεύεις τό κακό μέ τό κακό. Νά μήν καταδεχθής νά σέ πολιορκή δανειστής. Νά μήν ανεχθής νά σέ αναζητούν καί νά ψάχνουν τά ίχνη σου σάν κάποιο άλλο θήραμα. Τό δάνειο είναι αρχή ψεύδους. Είναι αφορμή αχαριστίας, αγνωμοσύνης, επιορκίας. Άλλα λέει ο δανειζόμενος καί άλλα ο δανειστής.

Εάν, λοιπόν, είναι φίλος ο δανειστής, μή βλάψης τήν φιλία εάν είναι εχθρός, μήν πέσης στά χέρια τού εχθρού. Αφού χαρής λίγο μέ τά ξένα, ύστερα θά χάσης καί τά πατρικά. Φτωχός είσαι τώρα, αλλά ελεύθερος. Μέ τό νά δανεισθής όχι μόνο δέν γίνεσαι πλούσιος, αλλά χάνεις καί τήν ελευθερία σου. Δούλος τού δανειστή είναι ο δανειζόμενος καί μάλιστα δούλος μισθωτός πού φέρνει σέ πέρας κατ’ ανάγκην τήν υπηρεσία του.

Διότι τό δάνειο δέν σέ απαλλάσσει εντελώς, αλλά δίνει μικρή αναβολή στήν αμηχανία σου. Άς υποφέρουμε σήμερα τίς δυσκολίες τής στέρησης καί μήν τίς φορτώσουμε στό αύριο. Εάν δέν δανεισθής θά είσαι τό ίδιο φτωχός καί σήμερα καί στό μέλλον εάν όμως δανεισθής θά βασανίζεσαι σκληρότερα, διότι ο τόκος θά σού αυξήση τήν φτώχεια. Καί τώρα μέν κανείς δέν σέ κατηγορεί πού είσαι φτωχός, διότι τό κακό ήρθε χωρίς τήν θέλησή σου εάν όμως καταστής υπεύθυνος γιά τόκους, δέν υπάρχει κανείς πού δέν θά σέ κατηγορήση γιά τήν απερισκεψία σου.

Δέν προξενεί καμμιά ντροπή η φτώχεια. Γιατί, λοιπόν, νά προσθέτουμε στούς εαυτούς μας τούς ονειδισμούς εξ αιτίας τού χρέους; Κανείς δέν θεραπεύει τά τραύματα μέ τραύμα, ούτε γιατρεύει τό κακό μέ τό κακό, ούτε επανορθώνει τήν φτώχεια μέ τούς τόκους.

Πλούσιος είσαι; Μήν δανείζεσαι. Φτωχός είσαι; Μήν δανείζεσαι. Διότι, εάν είσαι ευκατάστατος, δέν έχεις ανάγκη από τό δάνειο εάν τίποτε δέν έχης, δέν θά εξοφλήσης τό δάνειο. Μήν σκέπτεσαι γιά τήν ζωή μέ υστεροβουλία, μήπως τότε μακαρίσης τίς πρίν τό δάνειο ημέρες.

Σέ ένα πράγμα διαφέρουμε οι φτωχοί από τούς πλούσιους, στήν ξεγνοιασιά. Καί τούς κοροϊδεύουμε, όταν ξαγρυπνούν, ενώ οι ίδιοι κοιμόμαστε. Καί όταν αυτοί πιέζονται πάντοτε από μέριμνες καί φροντίδες, εμείς είμαστε αμέριμνοι καί ήσυχοι. Διότι εκείνος πού χρωστάει καί φτωχός είναι καί πολλές φροντίδες έχει άυπνος είναι τήν νύχτα, άυπνος τήν ημέρα, πάντοτε σκεπτικός.

Εάν κτυπήσης τήν θύρα, ο χρεοφειλέτης κρύβεται κάτω από τό κρεββάτι. Μπήκε κάποιος ξαφνικά; Η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Γαυγίζει ο σκύλος; Περιλούζεται από τόν ιδρώτα καί καταλαμβάνεται από αγωνία καί κοιτάζει από πού νά φύγη. Όταν πλησιάζη η προθεσμία, σκέπτεται τί ψέμα νά πή, μέ ποιά πλαστή πρόφαση νά αποφύγη τόν δανειστή. Διότι, όπως παρουσιάζεται ο πόνος σέ εκείνη πού πρόκειται νά γεννήση, έτσι παρουσιάζεται καί η προθεσμία στόν χρεοφειλέτη.

Τόκος επάνω στόν τόκο είναι πονηρό γέννημα πονηρών γονέων. Αυτά νά λές γεννήματα εχιδνών, τά γεννήματα τών τόκων.

Ελεύθερος βλέπεις τόν ήλιο. Γιατί φθονείς τήν παρρησία τής ζωής σου; Κανένας πυγμάχος δέν αποφεύγει τόσο τά κτυπήματα τού αντιπάλου του όσο ο χρεοφειλέτης τίς συναντήσεις τού δανειστή, κρύβοντας τήν κεφαλή στήν σκιά τών κιόνων καί τών τοίχων.

Πώς, λοιπόν, λέγει, θά συντηρηθώ; Έχεις χέρια, έχεις τέχνη, δούλευε επί μισθώ, νά διακονής. Πολλά μπορείς νά επινοήσης στήν ζωή, πολλές ευκαιρίες υπάρχουν. Δέν μπορείς νά εργασθής; Ζητιάνευε από εκείνους πού έχουν. Αλλά είναι ντροπή νά ζητιανεύης; Αλλά είναι περισσότερο ντροπή νά μήν επιστρέφης τό δανεικό. Πάντως αυτά τά λέω χωρίς νά έχουν κύρος νόμου, αλλά υποδεικνύω ότι όλα είναι πιό υποφερτά από τό δάνειο.

Καί όμως δανείζονται όχι εκείνοι πού στερούνται τά αναγκαία (διότι δέν τούς έχουν εμπιστοσύνη), αλλά δανείζονται άνθρωποι, οι οποίοι επιδίδονται σέ άσωτες δαπάνες καί ανωφελείς πολυτέλειες, οι οποίοι έγιναν δούλοι τών γυναικείων απαιτήσεων. Εγώ, λέει, θέλω ένδυμα πολυτελές καί χρυσαφικά, τά παιδιά στολισμένα ενδύματα όπως πρέπει σέ αυτά, αλλά καί οι δούλοι μέ λαμπρές καί ποικίλες στολές, τό τραπέζι μας πλούσιο. Αυτός πού υπηρετεί τέτοιες απαιτήσεις τής γυναίκας έρχεται στόν τραπεζίτη καί προτού χρησιμοποιήση αυτά πού πήρε, αλλάζει τόν έναν δεσπότη κατόπιν τού άλλου, καί αλλάζοντας πάντοτε τούς δανειστές μέ τήν συνέχιση τού κακού αποφεύγει τόν έλεγχο τής φτώχειας.

Ώ, πόσους κατέστρεψαν τά ξένα αγαθά; Πόσοι αφού πλούτισαν στό όνειρο, απόλαυσαν σέ υπερβολικό βαθμό τήν δυστυχία; Αλλά, λέει, ότι πολλοί πλούτισαν από τά δάνεια. Νομίζω όμως ότι οι περισσότεροι κρεμάσθηκαν. Εσύ βλέπεις μέν εκείνους πού πλούτισαν, δέν μετράς όμως εκείνους πού αυτοκτόνησαν, οι οποίοι, επειδή δέν υπέφεραν τήν ντροπή νά τούς ζητούν τά χρέη, προτίμησαν τόν δι’ αγχόνης θάνατο από μιά ζωή ντροπής.

Εγώ είδα αξιοθρήνητο θέαμα, παιδιά ελεύθερα νά σύρονται γιά νά πουληθούν πρός εξόφληση τών πατρικών χρεών. Δέν έχεις χρήματα γιά νά αφήσης στά παιδιά σου; Μήν τούς αφαιρής τήν ευγένεια. Ένα τουλάχιστον κράτησε γιά αυτούς τό κτήμα τής ελευθερίας, τήν παρακαταθήκη πού παρέλαβες από τούς γονείς σου. Κανείς δέν κλήθηκε σέ δικαστήριο γιά τήν φτώχεια τού πατέρα του χρέος όμως πατρικό οδηγεί σέ φυλακή. Μήν αφήσης γραμμάτιο τό οποίο ως κατάρα πατρική φτάνει μέχρι τά παιδιά καί τά εγγόνια.

Εάν όμως υπακούατε στόν Κύριο, ποιά η ανάγκη τών λόγων αυτών; Ποιά είναι, λοιπόν, η συμβουλή τού Δεσπότου; “Δανείζετε παρ’ ών ουκ ελπίζετε απολαβείν”. Καί τί δάνειο, λέει, είναι αυτό, μέ τό οποίο δέν συνδέεται η ελπίδα τής επιστροφής; Κατανόησε τήν σημασία τού ρητού καί θά θαυμάσης τήν φιλανθρωπία τού νομοθέτη. Όταν πρόκειται νά δώσης χρήματα στόν φτωχό σύμφωνα μέ τήν εντολή τού Κυρίου, αυτό είναι συγχρόνως καί δώρο καί δάνειο. Δώρο μέν διότι δέν ελπίζεις στήν επιστροφή, δάνειο δέ διότι η μεγαλοδωρεά τού Δεσπότη θά πληρώση τό χρέος αντί εκείνου αυτός, ενώ έλαβε λίγα διά μέσου τού φτωχού, θά σού αποδώση πολλά αντί τών λίγων. Διότι, “ο ελεών πτωχόν, δανείζει Θεώ”. Δέν θέλεις νά έχης γιά τόν εαυτό σου υπόλογο τόν Δεσπότη τών πάντων γιά τήν εξόφληση; Ή γιατί, εάν κάποιος από τούς πλούσιους τής πόλης σού εγγυηθή τήν εξόφληση γιά άλλους, δέχεσαι τήν εγγύησή του; Τόν Θεό όμως, πού πληρώνει μέ τό παραπάνω γιά τούς φτωχούς, δέν τόν δέχεσαι εγγυητή.

Δώσε τό χρήμα σου πού κάθεται άχρηστο, χωρίς νά τό επιβαρύνης μέ τούς τόκους καί θά είναι ωφέλιμο καί γιά τούς δύο.

(Εκδ. Μερετάκη, Επιμέλεια Παναγ. Χρήστου, Μετάφραση … Ψευτογκά, μεταφορά Ρ.Κ.)

«Εκκλησιαστική Παρέμβαση» Ιούνιος 2010

Αφήστε μια απάντηση