Ομιλία στον πρός τιμήν του Αποστόλου Παύλου
Συγγραφέας: kantonopou στις 6 Ιουλίου, 2010
Εσπερινός Αποστόλων Πέτρου και Παύλου
( Εσπέρας 28ης /6/2010. Αγ. Γεώργιος Ξηροτάγαρου )
Είναι ιδιαίτερα ευλογημένη η Ελληνική γη – Σεβασμιώτατε Πάτερ, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί προσκυνητές- η οποία, χάρις στα ιεραποστολικά βήματα του μεγάλου Αγίου και Αποστόλου Παύλου, έγινε η πύλη διαμέσου της οποίας ο Ιησούς Χριστός και το Ευαγγέλιο Του, μπήκε στην γηραιά μας Ήπειρο. Στους Φιλίππους της Μακεδονίας εδραιώθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα της Ευρώπης. Στον βορρά ο Απόστολος Παύλος είχε διάφορες υποδοχές, άλλες θερμές και άλλες οδυνηρές. Αναγκάστηκε να φύγει προς την Αθήνα, την ένδοξη Πρωτεύουσα του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής παιδείας, και έτσι να μεταφέρει και εδώ στο «κλεινόν άστυ» το χαρμόσυνο μήνυμα του Ευαγγελίου του Ενός και Αληθινού Θεού.
Ο Απόστολος Παύλος, ακολουθώντας λοιπόν τη θαλάσσια οδό, μετά από ένα κουραστικό ταξίδι πέντε ημερών φθάνει πριν 1960 χρόνια, από την Βέροια εδώ στο Φάληρο.
Η αποβάθρα του λιμανιού βρισκόταν περίπου στο σημείο αυτό, στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, δίπλα στην σημερινή πολύβουη λεωφόρο Ποσειδώνος. Εδώ, αγκυροβολούσαν την εποχή εκείνη τα επιβατικά και εμπορικά πλοία. Βρίσκεται άλλωστε, δυο χιλιόμετρα εγγύτερα στην Αθήνα απ’ ότι το λιμάνι του Πειραιά, το οποίο τότε λειτουργούσε πιο πολύ ως στρατιωτικό λιμάνι.
Από εκεί κατευθύνεται προς την Αθήνα. Στο μέσον περίπου της διαδρομής, φτάνει σε ένα πηγάδι, όπου σταματούσαν οι οδοιπόροι για να ξεκουραστούν, εκεί που σήμερα βρίσκεται η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων. Έξω από την εκκλησία σώζονται ακόμα και σήμερα πεσμένοι κάτω, δυο Ιωνικοί κίονες, ενώ παλαιότερα υπήρχαν κι άλλοι.
Στο σημείο αυτό υπήρχε ένας βωμός «εν ω επεγέγραπτο ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ», ( ή κατά τον Παυσανία «τοις αγνώστοις Θεοίς» ) ο οποίος θα τραβήξει την προσοχή του Απ. Παύλου. Την επιγραφή αυτή « τω Αγνώστω Θεώ», θα χρησιμοποιήσει αργότερα στην ομιλία του στον Άρειο Πάγο, ως αφορμή για να μιλήσει στους Αθηναίους για τον αληθινό Θεό.
Οι Πράξεις των Αποστόλων μας διηγούνται τη διαμονή του Απ. Παύλου στην Αθήνα, σαν μια περιπέτεια. Η πόλη έδινε την εντύπωση ενός κόσμου ανάστατου και συγκεχυμένου. Ήταν γεμάτη από είδωλα, από θεότητες ελληνικές και ξένες, από φιλοσοφικές σχολές, με διδασκάλους και μαθητές, που συζητούσαν στις πλατείες, από εθνικούς εμπόρους και Ιουδαίους, από φοβούμενους τον Θεό, αλλά και από σκεπτικιστές και αμφισβητίες. Ο Παύλος δεν περιορίζεται στην Ιουδαϊκή κοινότητα. αλλά αντίθετα μιλούσε με όλους και κήρυττε αυτή που οι ακροατές του ονόμαζαν «τη νέα διδασκαλία».
Η Αθήνα ήταν γνωστή για τις φιλοσοφικές της σχολές. Οι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν δύο σπουδαιότερες, τη σχολή των επικούρειων και τη σχολή των στωικών, οι οποίες και οι δύο διακρίνονται για την –ως λίγο ως πολύ- υλιστική θεώρηση του κόσμου και της ζωής. Οι επικούρειοι πίστευαν στην ύπαρξη κάποιου θεού που δημιούργησε το σύμπαν, χωρίς πια να ασχολείται με την τύχη του. Με άλλα λόγια αρνούντο κάθε έννοια θείας πρόνοιας και την δυνατότητα οποιασδήποτε σχέσης του ανθρώπου με το θείο. Αυτές οι ιδέες τούς οδηγούσαν στην άρνηση κάθε σκέψης για μεταθανάτιο ζωή. Αντίθετα ομολογούσαν ένα ρυθμό ζωής, με επίκεντρο την αναζήτηση των ηδονών, ακολουθώντας ως πρόγραμμα το «carpe diem », (δηλαδή «απόλαυσε την ημέρα»), για να χαρούμε και να εκμεταλλευτούμε αυτή τη ζωή.
Οι στωικοί από την άλλη πλευρά, ήταν πανθεϊστές. Έθεταν τον άνθρωπο ως επίκεντρο της κλειστής θεώρησής τους για τον κόσμο, και αντιμετώπιζαν τον προορισμό τους με κυνική απάθεια και επιφανειακή ανωτερότητα. Δίδασκαν ότι το πεπρωμένο, ό,τι κι αν ήταν αυτό, ρύθμιζε όλα όσα επρόκειτο να συμβούν, αντίθετα με την αγιογραφική διδαχή για έναν προσωπικό Θεό, που ελέγχει όλη την ανθρώπινη ιστορία.
Ο Απ. Παύλος εισέρχεται μέσα σ’ αυτήν την πολυσύνθετη Αθηναϊκή κοινωνία. Λαμβάνοντας αφορμή από τον βωμό τον αφιερωμένο «στον άγνωστο Θεό», άρχισε αμέσως να υποδεικνύει αυτόν τον άγνωστο Θεό, ως τον Θεό των χριστιανών. Τον Θεό που έπλασε τον κόσμο, τον Κύριο του ουρανού και της γης, ο Οποίος δίνει σε όλους ζωή και πνεύμα και ο Οποίος δεν κατοικεί σε ναούς οικοδομημένους από ανθρώπους, ούτε μοιάζει σε χρυσά, ασημένια αγάλματα, και άλλα έργα τέχνης. Αυτός ο Θεός επιθυμεί να τον αναζητήσουν οι άνθρωποι «πηγαίνοντας ψηλαφώντας προς αυτόν, αν και δεν βρίσκεται μακριά από τον καθένα μας. Πραγματικά, σ’ αυτόν ζούμε, κινούμαστε και βρισκόμαστε» («ζητειν τον θεον ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν, και γε ου μακράν από ενός εκάστου ημών υπάρχοντα .ε ν αυτω γάρ ζωμεν και κινουμεθα και εσμεν.» Πραξ 17 27-28) διεκήρυξε με πάθος ο Παύλος. Δεν διατάζει δε να ανοίξει δρόμο επικοινωνίας με τους ακροατές, χρησιμοποιώντας στοιχεία από τον δικό τους πολιτισμό, αναφερόμενος ακόμη και στους Έλληνες ποιητές (Επιμενίδη και Άρατο): «Πραγματικά, εμείς είμαστε από το ίδιο γένος αυτού του Θεού» ( ως και τινες των καθ’ υμάς ποιητών ειρηκασιν, Του γάρ και γένος εσμεν.) Πραξ. 17.28
Επομένως, ο Παύλος διδάσκει ότι όλοι εμείς είμαστε δημιουργήματα του ζωντανού και αληθινού Θεού. Ωστόσο ο άνθρωπος δεν πρέπει να υποβιβάζεται και να τιμά ως εικόνα του Θεού τα υλικά πράγματα. Ο Παύλος είχε το θάρρος να προσκαλεί τους ακροατές του Έλληνες φιλοσόφους και μη, να εγκαταλείψουν «τον καιρό της άγνοιας» και να μεταστραφούν στην αληθινή γνώση του Θεού.
Στο σημείο αυτό ο Απόστολος Παύλος δείχνει το νόημα της ανθρώπινης ζωής, που δεν τελειώνει με τον θάνατο, αλλά περνά από μια μέλλουσα κρίση, όπου ο κάθε άνθρωπος οφείλει να δώσει λόγο για τα έργα του και να λάβει την δίκαια μισθαποδοσία.
Ο Θεός καθόρισε ως παγκόσμιο κριτή τον Υιό Του, τον οποίο ο ίδιος ο Θεός ανάστησε από τον θάνατο. Εδώ ο Απ. Παύλος εισάγει μια λέξη και κυρίως μια αλήθεια εκρηκτική: την ανάσταση των νεκρών, μια διδασκαλία πολυσυζητημένη στον ελληνικό κόσμο όπως και στον εβραϊκό. Μια αλήθεια υπερβολικά δεσμευτική για πολλούς ανθρώπους εκείνης της εποχής, φιλοσοφικά αβάσιμη για άλλους, αλλά και μια καλή είδηση, γεμάτη ελπίδα για όλους εκείνους, οι οποίοι θα την δεχθούν με πίστη.
Εμείς δεν βρισκόμαστε τοπογραφικά μακριά από τον Άρειο Πάγο, όπου ο Απ. Παύλος πριν από σχεδόν δύο χιλιετίες πρότεινε όχι μια αφηρημένη φιλοσοφία, αλλά τις θεμελιώδεις αλήθειες, που δίνουν νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη, και μπορούν να κάνουν ευτυχισμένους όχι μόνο τους σοφούς και φιλοσόφους, αλλά όλα τα ανθρώπινα όντα. Ο Παύλος μίλησε στους συγκεκριμένους ανθρώπους της εποχής του, αλλά όλο το πλούσιο μήνυμά του αντηχεί και σήμερα ως ιδιαίτερα επίκαιρο. Άλλωστε ο κόσμος μας είναι γεμάτος από αμφιβολίες και ελαττώματα, τα οποία ο Παύλος έπρεπε να αντιμετωπίσει στην ανθρώπινη κοινωνία της Αθήνας, της Κορίνθου, της Ρώμης και των άλλων πόλεων που τον οδηγούσαν τα ιεραποστολικά του βήματα, αλλά οι ίδιες αυτές αμφιβολίες συνεχίζουν να ταλανίζουν ακόμα τις σύγχρονες κοινωνίες.
Ο Παύλος μιλά και σ’ εμάς, και μας κεντρίζει. Μας ενθαρρύνει και μας προσκαλεί. Μας προτρέπει να ανακαλύψουμε στη ζωή μας την παρουσία του ζωντανού και αληθινού Θεού, του Δημιουργού του κόσμου και όλων των ανθρώπων. Αυτός ο Θεός δεν κατοικεί μακριά μας, στην κορυφή του Ολύμπου, αποχωρισμένος, αδιάφορος για τον άνθρωπο αλλά αντίθετα «Πραγματικά σ’ Αυτόν ζούμε και κινούμαστε και βρισκόμαστε» («ε ν αυτω γάρ ζωμεν και κινουμεθα και εσμεν» Πραξ. 17,28).
Αυτός ο Θεός αποκαλύφθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ο Παύλος συνάντησε το Χριστό όχι κατά την επί γης παρουσία Του. Τον συνάντησε πια Αναστημένο, στο δρόμο προς τη Δαμασκό και έκτοτε από διώκτης Σαούλ έγινε ο απόστολος Του, ο «υπέρ πάντα άλλον κοπιάσας» .
Η Ανάσταση του Χριστού είναι κατά τον Παύλο το θεμέλιο της πίστεως και της ελπίδα μας: «Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε η πίστη μας είναι μάταιη… Και αν δεν είχαμε ελπίδα στον Χριστό, παρά μόνο σ’ αυτή τη ζωή, είμαστε οι πιο αξιοθρήνητοι όλων των ανθρώπων(«Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών» (Α΄ Κορ. 15:14)). Τώρα όμως η πανανθρώπινη αλήθεια είναι ότι «ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, έγινε πρωτότοκος των νεκρών»,, έτσι έγραφε προς τους πιστούς της Κορίνθου.
Αυτός λοιπόν, ο Αναστημένος Κύριος, ενώνει τους πιστούς Του με τον εαυτό Του και μεταξύ τους σε ένα οργανικό σώμα, την Εκκλησία Του, του οποίου αυτός είναι η Κεφαλή.
Από τη στιγμή αυτή της συνάντησης του με τον Αναστημένο Κύριο, ο Παύλος επιδίδεται ολόθερμα και εργάζεται με όλη του την ύπαρξη «για την ανοικοδόμηση του σώματος του Χριστού» (Εφεσ. 4,12), το οποίο είναι η «Εκκλησία του Θεού» στις δύο της διαστάσεις: την τοπική διάσταση («την Εκκλησία του Θεού που δρα στην Κόρινθο (1 Κορ. 1,2), στους Φιλίππους, στην Αθήνα και σε άλλους τόπους, και την παγκόσμια Εκκλησία, δηλαδή αυτή που περιλαμβάνει όλους όσοι «σε κάθε τόπο επικαλούνται το όνομα του Κυρίου», εν πνεύματι αληθείας.
Μέλημα του Απ. Παύλου για τους Αθηναίους της εποχής του, που ακολουθούσαν διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα ήταν να τους εντάξει σε αυτό το Σώμα του Ενός Αναστάντος Θεού. Έτσι οι ακροατές του, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια προσωπική επιλογή και απόφαση, να ακολουθήσουν ή να στρέψουν την πλάτη στον Αναστάντα Κύριο και μόνο Αληθινό Θεό;
Όσο μακρινοί και αν φαίνονται οι είκοσι αυτοί αιώνες που μας χωρίζουν από το κήρυγμα του κορυφαίου Αποστόλου στην Αθήνα, πολλά πράγματα μέχρι σήμερα παραμένουν τραγικά όμοια. Υπάρχουν ακόμη πολλοί γύρω μας που ψάχνουν για τον “άγνωστο Θεό” χαμένοι μέσα σ’ έναν μπερδεμένο κόσμο και αυτούς ο λόγος του Απ. Παύλου τους καλεί να κάνουν την δική τους αποφασιστική επιλογή. Ίσως κάποιοι από αυτούς είναι έτοιμοι να ακούσουν και να πιστεύσουν. Ίσως κάποιοι άλλοι θα πάρουν την απόφαση τους κάποια άλλη στιγμή, άλλοι όμως θα παραμείνουν δυστυχώς αδιόρθωτοι “χλευαστές” του αποστολικού λόγου.
Εκείνο πάντως που παραμένει πάντα επίκαιρο είναι το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, το οποίο καλεί τους Αθηναίους στην Πνύκα και μαζί με αυτούς όλους εμάς και προαναγγέλλει: «ο Θεός, τανύν παραγγέλλει τοις ανθρώποις πάσι πανταχού μετανοείν, διότι έστησεν ημέραν, εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη» Πραξ. 17.30&31
Εύχεσθε Σεβασμιώτατε Πάτερ, να ακολουθούμε πάντα με ανανεωμένο ζήλο το παράδειγμα και τα διδάγματα του μεγάλου Αποστόλου των Εθνών, ο οποίος είναι και ο ιδρυτής της Εκκλησίας μας. Και ας προσευχηθούμε μαζί του όπως μας γράφει στην προς Εφεσίους Επιστολή του: « κατοικείσαι τον Χριστόν δια της πίστεως εν ταις καρδίαις υμών.» («για να κατοικήσει ο Χριστός στις καρδιές σας με την πίστη») (Εφεσ. 3,17).
Γένοιτο
Ἀρχιμ. π. Γεώργιος Ρουσάκης– ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.