Επιμνημόσυνος λόγος Χωρεπισκόπου Μεσαορίας στο Ετήσιο μνημόσυνο του Εθνομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Κυπριανού
Συγγραφέας: kantonopou στις 4 Ιουλίου, 2010
«Παρά το γαίμαν των πολλών εν κάλλιον του πισκόπου»
Επιμνημόσυνος λόγος Χωρεπισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου,
Παναγία Χρυσελεούσα Στροβόλου,
Κυριακή, 4 Ιουλίου 2010
Τούτες τις συγκλονιστικές και πλημυρισμένες από αλήθεια λέξεις ο ποιητής βάζει στο στόμα του Ενθομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού, του οποίου το μαρτύριο θυμούμαστε σήμερα και τιμούμε. Τιμούμε τον ίδιο και μαζί όλους εκείνους οι οποίοι, τις ημέρες του αιματωμένου Ιουλίου του 1821, θυσιάστηκαν για του «Χριστού την πίστη την Αγία και της Κύπρου μας την ελευθερία».
Των πανελλήνων την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό.
1453 άλωση της Βασιλεύουσας και 1571 άλωση της Αμμοχώστου και της Χώρας.
«Παρά το γαίμαν των πολλών εν κάλλιον του πισκόπου»… Αυτό το βίωμα και αυτή την εμπειρία ζει ο λαός μας μέσα στους αιώνες τους ασέληνους και ζοφερούς λόγω της πτώσεως και καταπτώσεως, αλλά και των ποικίλων τυράννων και κατοχικών αυτοκρατοριών της θαλασσοφίλητης μικρής μας πατρίδας. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης, έτη αργότερα από το μαρτύριο των Ιεραρχών της Εκκλησίας Κύπρου, στο ποίημά του «η 9η Ιουλίου 1821», διατραγωδεί τα γεγονότα που προηγήθηκαν καθώς και εκείνα που ακολούθησαν.
Σε κάθε αγώνα απελευθέρωσης και προάσπισης της πατρικής γης, της εδαφικής ακεραιότητας της μεγάλης πατρίδας και της εθνικής αξιοπρέπειας οι ολίγοι, μα ποτέ λίγοι Κύπριοι, δηλώνουν το δικό τους «παρόν» στο εθνικό κάλεσμα. Και σε αυτή την περίπτωση το ίδιο συμβαίνει.
Καλό είναι να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι η συμμετοχή των Κυπρίων συμπατριωτών μας στην επανάσταση του γένους ήταν σημαντική, αλλά και διακριτική. Τεκμήρια της στάσης τους αυτής ήσαν: η συμμετοχή τους στην Φιλική Εταιρεία, η συνεργασία τους με τον Ιωάννη Καποδίστρια, η συνεργασία και φιλοξενία του Κανάρη και τόσα άλλα, που μαρτυρούν αυτή τη σχέση.
Όπως επισημαίνει ο ερευνητής της Κυπριακής Εκκλησιαστικής Ιστορίας κ. Κωστής Κοκκινόφτας, «ο Aρχιεπίσκοπος Kυπριανός και άλλοι επιφανείς κληρικοί και προύχοντες του νησιού μυήθηκαν στη Φιλική Eταιρεία και στις δραστηριότητές της. Oι πολλαπλές δυσχέρειες, όμως, που πήγαζαν από τη μεγάλη απόσταση της Kύπρου από τις περιοχές της επικείμενης εξέγερσης και ειδικά η εγγύτητά της προς την Aίγυπτο και τη Συρία, όπου υπήρχαν συμπαγείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί και μεγάλη συγκέντρωση τουρκικών στρατευμάτων, η άμεση μεταφορά των οποίων στο νησί θα οδηγούσε σε ανώφελη αιματοχυσία, συνέτειναν ώστε να μη συμπεριληφθεί στον κεντρικό επαναστατικό σχεδιασμό» (Πρβλ Κ. Κοκκινόφτα, Το νόημα της ημέρας της 9ης Ιουλίου του 1821, Ιστοσελίδα Εκκλησίας της Κύπρου www.churchofcyprus.org.cy).
Συνεπώς, η δράση και αντίδραση των υπόδουλων Κυπρίων, είναι αυτή που υπαγορεύεται μέσα από αγώνες αιώνων για επιβίωση, κάτω από το πέλμα πολλών και ποικίλων κατακτητών. Να επιμένουν, δηλαδή, με αφοσίωση στις μεγάλες πανανθρώπινες αξίες και να σιωπούν διατηρώντας άσβεστη τη συνείδηση της Ορθόδοξης Χριστιανικής τους πίστεως και της υπερήφανης ελληνικής τους καταγωγής. Αυτά τα δεδομένα τους διαμορφώνουν σε πολίτες του οικουμενικού πολιτισμού και τούτο φέρνει ανησυχία στην Υψηλή Πύλη και τους εκπροσώπους της στη Χώρα της Κύπρου. Την ίδια στιγμή φαίνεται ότι οι Τούρκοι καταστρώνουν σχέδια, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, καταστέλλουν κάθε προσπάθεια επαναστατικής αντίδρασης για απόκτηση δικαιώματος ελευθερίας.
Πιστεύουν οι κατακτητές ότι δεν είναι δυνατόν να αντιδράσουν, μετά από 250 έτη (1571-1821), οι χωρικοί και καλοκάγαθοι άνθρωποι της Κύπρου. Δεν είναι δυνατόν να έχουν το σθένος, τα κίνητρα, την πίστη, το όραμα, την τόλμη να γευθούν το γλυκό κρασί της ελευθερίας.
Οι τοπικές Οθωμανικές Aρχές εφάρμοσαν σειρά από μέτρα, που αποσκοπούσαν στον αποκεφαλισμό της εκκλησιαστικής και πολιτικής ηγεσίας και στον εκφοβισμό του πληθυσμού. Tα γεγονότα της 9ης Ιουλίου αποτελούν την τραγικότερη πτυχή των μεγάλων δοκιμασιών του Eλληνισμού της Kύπρου, κατά τη διάρκεια των χρόνων της Tουρκοκρατίας. Oι εκκλησιαστικοί ηγέτες, με επικεφαλής τον Aρχιεπίσκοπο Kυπριανό και τους τρεις Mητροπολίτες Πάφου Xρύσανθο, Kιτίου Mελέτιο, και Kυρηνείας Λαυρέντιο, καθώς και μεγάλος αριθμός προκρίτων, εκτελέστηκαν και οι περιουσίες τους δημεύθηκαν. «Όταν το 1822 πέρασα για τελευταία φορά από τη Λάρνακα», έγραφε ο Σουηδός περιηγητής Γιάκοπ Mπέργκρεν, «ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού είχε περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό, που πολλά μεγαλοχώρια ήταν εντελώς ακατοίκητα. Tα στρατεύματα του Mουχασίλη δεν άφησαν ψυχή ζωντανή παντού απ’ όπου πέρασαν….. H Παναγία ντύθηκε παντού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν έρημα και πιτσιλισμένα με αίμα» (Πρβλ Κ. Κοκκινόφτα, Το νόημα της ημέρας της 9ης Ιουλίου του 1821, Ιστοσελίδα Εκκλησίας της Κύπρου www.churchofcyprus.org.cy).
Όλα αυτά διαμορφώνουν την ψευδαίσθηση ή την παρανόηση πάλιν και πολλάκις και σήμερα, αρχές του 21ου αιώνα, ενδεχομένως να αναφύεται στα μυαλά και τα εργαστήρια των δήθεν κηδεμόνων και φροντιστών του λαού μας, ότι οι καταστροφές, οι πολυετείς κατακτήσεις, οι πνευματικές και ηθικές καταπτώσεις έχουν αλλοιώσει τη ψυχοσύνθεση των Κυπρίων.
Όμως ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός επιβεβαιώνει, εκφράζοντας τη συνείδηση του λαού μας, δια του ποιητού: «το νιν αντα να τρώει την γην, τρώει την γην χαρκέται μα πάντα τζείνον τρώεται τζιαι τζείνον καταλυέται».
Ανά τους αιώνες πολλοί πίστεψαν ότι μπορούν να καταδυναστεύουν, να μειώνουν, να ταπεινώνουν εσαεί τούτο το λαό.
Και όμως τούτος ο λαός έχει το κάτι μέσα του που κανείς δεν μπορεί να το αποτιμήσει στις πραγματικές του διαστάσεις και κατ’επέκταση να το εκτιμήσει, εάν και ο ίδιος δεν το διαθέτει, δεν το ζει.
Κατά τη γνώμη μου, είναι ιστορικό σφάλμα να νομίζουμε ότι την ώρα της εθνικής έξαρσης, της αρμονικής και συντονισμένης επαναστατικής-ριζοσπαστικής αντίδρασης απέναντι στα κάθε λογής κεκτημένα της κατοχής, είναι όλα ρόδινα ή και τέλεια. Το 1821 δεν είναι η εποχή που ο άνθρωπος έφθασε σε ηθική τελείωση και άρα βρήκε το χρόνο να αγωνιστεί για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Θα ήθελα να επισημάνω ότι το Σεπτέμβριο του 1810 χηρεύει ο αρχιεπισκοπικός θρόνος της Κύπρου, μετά το θάνατο του πολιού, και εν πολλοίς αδικημένου Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσάνθου, ο οποίος άφησε μεγάλη παρακαταθήκη στους επιγόνους. Χάριν της ιστορίας, να σημειωθεί ότι κατά τη μακρόχρονη αρχιεπισκοπεία του, ο Κύπρου Χρύσανθος, οικοδόμησε Μοναστήρια και Εκκλησίες, ετοίμασε το πρώτο οργανωμένο Ελληνικό σχολείο, εξέδωσε βιβλία και ακολουθίες Κυπρίων Αγίων και τόσα άλλα. Πάνω σ’αυτά, και καλώς εποίησε, έκτισε και επέκτεινε σε όλους τους τομείς ο Κύπρου Κυπριανός.
Γίνεται λοιπόν, κάτω από τις συνθήκες που έγινε, αρχιεπίσκοπος ο περισπούδαστος και φέρελπις Κυπριανός Μαχαιριώτης. Το έργο της διατηρήσεως ζωντανής της συνειδήσεως του λαού μας ανέλαβε τώρα ο Κυπριανός, όπως ανέλαβαν όλοι οι προηγούμενοι αρχιεπίσκοποι.Ο Aρχιεπίσκοπος Kυπριανός ενήργησε με υπευθυνότητα φιλόπατρη ηγέτη και πνευματικού πατέρα, προσπαθώντας να κρατήσει λεπτές ισορροπίες, υποστηρίζοντας από τη μια την επανάσταση στην Eλλάδα και προστατεύοντας, με τις ενέργειές του, τον ντόπιο πληθυσμό από την άλλη. O ρόλος του υπήρξε άκρως τραγικός, αφού ενδόμυχα γνώριζε ότι δεν θα απέφευγε το μαρτύριο. Πιθανότατα μπορούσε να σώσει την πρόσκαιρη ύπαρξή του αν αποφάσιζε να διαφύγει ή ακόμη και να εξωμόσει, όπως έπραξαν… άλλοι κατά το παρελθόν.
Όπως σημειώνει ο Άγγλος περιηγητής Tζων Kάρνε, όταν τον ρώτησε, γιατί δεν μεριμνούσε για τη σωτηρία του, αφού η πολιτική κατάσταση ήταν τεταμένη και η ζωή του απειλείτο, ο μάρτυρας Aρχιεπίσκοπος του δήλωσε ότι θα παρέμενε για να προσφέρει κάθε δυνατή προστασία στους κινδυνεύοντες Xριστιανούς και πως είχε αποφασίσει, αν χρειαζόταν, να θυσιασθεί μαζί τους. Ο Bασίλης Mιχαηλίδης απέδωσε πολύ εύγλωττα την απόφαση αυτή του Kυπριανού, ο οποίος, απευθυνόμενος στον καλόψυχο Tούρκο Kιόρογλου, που τον προέτρεπε να ενεργήσει για τη σωτηρία του, δικαιολογεί την παραμονή του με τους στίχους: «Δεν φεύκω, Kιόρογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου / εν να γενή θανατικόν εις τους Pωμιούς του τόπου».
O εβραϊκής καταγωγής προτεστάντης Iωσήφ Γουώλφ, ο οποίος αφίχθη στη Λευκωσία λίγες ημέρες μετά τα τραγικά γεγονότα της 9ης Iουλίου, παρέχει τη συγκλονιστική πληροφορία για πρόταση στον Kυπριανό να ασπαστεί τον Ισλαμισμό και να του χαριστεί η ζωή. Όπως σημειώνει, ο Aρχιεπίσκοπος απέρριψε χωρίς δεύτερη σκέψη τα όσα του προτάθηκαν και προσήλθε στο μαρτύριο με τις φράσεις «Kύριε ελέησον, Xριστέ ελέησον», διδάσκοντας με το παράδειγμα της θυσίας του το μεγαλείο και την αλήθεια της Χριστιανικής πίστης.
Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, όπως και κάθε Κύπριος επίσκοπος, γνώριζε ότι δέν είναι μόνο προεστώς του Αγίου Θυσιαστηρίου της Βασιλείας του Θεού επί της γης, αλλά και φρουρός-παρεμβολή του λογικού ποιμνίου. Του περιούσιου λαού του Θεού.
Ιδού γιατί στο ποιήμα του Βασίλη Μιχαηλίδη «η 9η Ιουλίου 1821» την ώρα των διλημμάτων, ο Κυπριανός, ως γνήσιος Πρωθιεράρχης της μαρτυρικής Εκκλησίας της Κύπρου των αποστόλων Βαρνάβα, Παύλου και Μάρκου δηλώνει «παρά το γαίμαν των πολλών εν κάλλιον του πισκόπου». Γνωρίζει, ασφαλώς, ότι η θυσία αυτή δεν είναι ορμή προς το θάνατο, αλλά ορμή προς τη ζωή «γιατί πετάσσονται τριγύρω του τριακόσια παραπούλια».
Το ερώτημα παραμένει μετέωρο: τι έχει να πει σήμερα το μεγαλείο των μαρτύρων της πατρίδας μας; Στον 21 αιώνα που όλα ισοπεδώνονται κάτω από την μπότα της ελλάσσονος προσπαθείας και δυσκαμψίας στο να ανανήψουμε και σχεδόν όλοι περιορίζονται σε μια μεροκαματιάρικη σχέση με τη ζωή και τους ανθρώπους;
Διακόσια χρόνια μετά, οφείλει ο καθένας μας να κάνει την αυτοκριτική του με πνεύμα ταπείνωσης, αυτοπαραίτησης ενώπιον του Θεού και παραδοχής της ανθρώπινης αδυναμίας μας. Μόνον έτσι θα βρούμε την αυθεντική ταυτότητα που κρύβεται μέσα μας. Μόνον έτσι θα αντιληφθούμε ότι ο εντός μας θησαυρός, που μυστικά μάς τροφοδοτεί, είναι η πίστη στον Τριαδικό Θεό και τα ιδανικά της φυλής μας. Διατηρούμε τη Χριστιανική και Ελληνική μας ταυτότητα διότι έχουμε μιά μάνα, που όσο και αν την περιφρονούμε περιορίζοντάς την στις δικές μας αδυναμίες και ατέλειες, είναι η Αγία μας Εκκλησία. Είναι αυτή που μας περιέσωσε μέσα στους αιώνες και φθάσαμε στην ελευθερία και το κράτος μας, παρά τις σύγχρονες επιπολαιότητες και την κατοχή από τα τουρκικά στρατεύματα της μισής μας πατρίδας. Το γνωρίζουν όλοι. Ο λαός μας ως πλήρωμα της Εκκλησίας μας, σώμα με κεφαλή τον Χριστό, αγωνίστηκε και φθάσαμε στη διάσωση της συνειδήσεώς μας μέχρι σήμερα.
Αν κοιτάξουμε γύρω μας θα δούμε ξεριζωμένες ορθόδοξες κοινότητες, εξανεμισμένους χριστιανικούς λαούς στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Η Εκκλησία στέκει μέσα στα ερείπια των προσωπικοτήτων, όχι μόνο των ιερών τόπων και είναι εκεί, για να περιμένει την επιστροφή των πιστών. Το ίδιο συμβαίνει και με την τουρκοκρατούμενη γη μας.
Αυτή την αποστολή να είστε βέβαιοι ότι όλα τα μέλη της Ιεραρχίας, με επικεφαλής το Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπό μας, τη γνωρίζουμε και θα συνεχίσουμε τη διακονία του λαού μας κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ως αγνοούμενοι και επιγινωσκόμενοι, μαζί με το λαό μας και μέσα στο λαό μας, γιατί είμεθα κι εμείς από το λαό μας.
Σε πρόσφατο Μήνυμα η Ιερά Σύνοδος δηλώνει απερίφραστα τη συνείδηση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Κύπρου. Μεταξύ άλλων επισημαίνει:
«Η πάντοτε προμαχούσα και προκινδυνεύουσα υπέρ των εθνικών δικαίων Ορθόδοξη Κυπριακή Εκκλησία, που στην ιστορική της πορεία προέκρινεν αδιστάκτως την αγχόνην και την πυράν και την μάχαιραν του δημίου, εκφράζει την προσήλωσή της στα απαράγραπτα ανθρώπινα και εθνικά δικαιώματα του λαού μας και την ακλόνητη συμπαράστασή της στον δικαιότατο υπέρ της δικαιοσύνης και της ελευθερίας αγώνα του, μέχρι να κερδίσει τελικά η δικαιοσύνη, μέχρι δηλαδή να καρποφορήσουν οι προσπάθειες, που καταβάλλονται, για μια λύση στο εθνικό μας πρόβλημα, δίκαιη, λειτουργική, βιώσιμη και δημοκρατική, μια λύση συμβατή με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και το διεθνές δίκαιο, σύμφωνη με τις αρχές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας» (ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, 18 Μαΐου 2010).
Ιδού το επίκαιρον της φράσεως «παρά το γαίμαν των πολλών εν κάλλιον του πισκόπου»
Ας είναι στη συνείδησή μας αιώνια η μνήμη όλων όσων θυσιάστηκαν τον Ιούλιο του 1821, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό, τους Μητροπολίτες Πάφου Μελέτιο, Κιτίου Χρύσανθο και Κυρηνείας Λαυρέντιο. Τους ευχαριστούμε διότι μας άφησαν παραδείγματα και τεκμήρια αγωνιστικότητας.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.