«Παραβιάζοντας» τον Θεό
Συγγραφέας: kantonopou στις 13 Απριλίου, 2010
Στην τόσο θερμή και ζωντανή περιγραφή από τον ευαγγελιστή Λουκά της πορείας προς Εμμαούς, όταν ό Κύριος το από γεύμα της ημέρας της Αναστάσεως του πήρε να οδοιπορεί με τους δύο μαθητές του προς το χωριό εκείνο πού απείχε δύο ωρών δρόμο περίπου από τα Ιεροσόλυμα, υπάρχει μία λεπτομέρεια πολύ χαρακτηριστική μια αλήθεια τολμηρή!
Ήταν όταν κόντευαν να φτάσουν στο χωριό οι τρεις. Ό άγνωστος συνοδοιπόρος των δύο μαθητών είχε τόσο θερμάνει και ανακουφίσει τις καρδιές τους τις ταραγμένες από όλα τα συμβάντα των ήμερων εκείνων, τη σύλληψη, καταδίκη, θανάτωση και ταφή, καθώς και την απουσία του σώματος του λατρευτού τους Διδασκάλου από το μνήμα. Τα λόγια του είχαν πέσει σα βάλσαμο μέσα στις ψυχές τους και τις γλύκαναν, τις ειρήνευσαν. Και τώρα κάπου εκεί υπήρχε ένα σταυροδρόμι, και οι δύο έπρεπε να στρίψουν. Ό άναστάς Κύριος έκανε πώς συνεχίζει το δρόμο του. Κι αμέσως τό τε εκείνοι άρχισαν να Του απευθύνουν έντονες, θερμές παρακλήσεις. «Μείνε μαζί μας», Του έλεγαν ικετευτικά. Έξαλλου πού θα πάς τέτοια ώρα; Πήρε να βραδιάζει, και σε λίγο το σκοτάδι θα απλώ σει το πέπλο του στη γη. «Μεΐνον μεθ’ ημών», επαναλάμβαναν. Και μ’ αυτά και τέτοια λόγια προσπαθούσαν να Τον εξαναγκάσουν, να Τον πείσουν να μείνει κοντά τους.
Και τα κατάφεραν. «Παρεβιάσαντο αυτόν», σημειώνει ό ιερός ευαγγελιστής. Με τις επίμονες παρακλήσεις τους Τον υποχρέωσαν να μείνει μαζί τους και λίγο αργότερα να τούς φανερωθεί! Ό άναστάς Κύριος, ό λατρευτός τους Διδάσκαλος! (βλ. Λουκ. κδ’ 13-35).
«Παρεβιάσαντο αυτόν»!
Το πρώτο πού αξίζει να υπογραμμι σθεί είναι ή συμπεριφορά του Κυρίου. Έκανε πώς θέλει να συνεχίσει το δρόμο του. Άραγε το ήθελε πραγματικά; Μα ό λόγος για τον οποίο ήλθε κοντά τους ήταν για να τούς φανερωθεί τελικά, να τούς πιστοποιήσει την Ανάσταση του. Αυτό ή θελε. Έδειξε όμως ότι θα αποχωριζόταν από κοντά τους (όπως και θα έκανε, αν δεν συναντούσε επιμονή)· γιατί; Ακρι βώς για να τούς κάνει να εκδηλώσουν την άρνηση τους να φύγει, την επιθυμία τους να μείνει. Και να την εκδηλώσουν με σφοδρότητα. Ό Χριστός ήθελε να Τον εκβιάσουν oil μαθητές του, να Τον εξαναγκάσουν. Κι αυτοί το έκαναν. Και λοιπόν απήλαυσαν όλες τις ευλογίες της παρουσίας του κοντά τους.
Αύτη είναι ή τολμηρή αλήθεια: ότι ό Κύριος θέλει να Τον «παραβιάζουμε», να Τον υποχρεώνουμε να έλθει στη ζωή μας! Γι’ αυτό κάποτε «προσποιείται» (Λουκ. κδ’ 28) και σε μας, όπως και τότε, ότι δεν έχει τέτοιο σκοπό, ότι δεν ακούει τις παρακλήσεις πού Του απευθύνουμε, ότι δεν θα μας δώσει αυτό πού Του ζη τούμε.
Προσποιείται! Το αντίθετο θέλει, αλλά δείχνει έτσι, διότι θέλει να Τον εξαναγκάζουμε να έλθει στη ζωή μας. Όπως τότε οι μαθητές.
Και λοιπόν είναι δυνατόν ποτέ να εξαναγκασθεί ό Θεός;
Βεβαίως ό Θεός είναι απολύτως ελεύθερος, και δεν υπάρχει τίποτε πού να μπορεί να Τον εξαναγκάσει. Όμως λόγω της άπειρης αγάπης του προς εμάς, δέχεται να δείξει κι αυτό, ότι τρόπον τινά υποχρεώνεται στο πλάσμα του. Και μάλιστα ό Ίδιος μας έχει διδάξει τούς τρόπους, με τούς οποίους μπορούμε να Τον υποχρεώνουμε να κάνει φανερή την πα ρουσία του στη ζωή μας.
Το πρώτο πού μας έχει πει να κάνουμε είναι να Τον «ενοχλούμε» διαρκώς. Να επιμένουμε στο αίτημα μας. Το είπε με την παραβολή του αδίκου κριτού και της χήρας, ή οποία, αν και ό κριτής, ό δικαστής ήταν άδικος, δεν έπαψε να τον ενοχλεί με τις συνεχείς πιεστικές της πα ραστάσεις προκειμένου να της δώσει το δίκιο πού της το καταπατούσαν. Μέχρι πού ό κριτής αγανάκτησε και είπε ότι θα της κάνει αυτό πού ζητεί, γιατί δεν την άντεχε άλλο! Κι ό Κύριος κατέληξε λέγοντας πώς αν ένας άδικος κριτής φτάνει να ικανοποιήσει το αίτημα της πιεστικής χήρας, πόσο μάλλον ό Θεός τα αιτήματα των παιδιών του, όταν δεν παύουν να ζητούν με «βοή», έντονη ικεσία προς Αυτόν! (βλ. Λουκ. ιη’ 1-8).
Το δεύτερο πού κάνει τον Θεό να αποδεχθεί το αίτημα μας – και πού συνδέεται άμεσα με το πρώτο – είναι ή πίστη. Ό Ίδιος μας έχει πει πώς αν Του ζητήσουμε με πίστη, θα λάβουμε (βλ. Ματθ. κα’ 22). Κανένας πού ζητεί με πίστη δεν φεύγει άπερριμμένος απ’ τον Θεό. Ή πίστη είναι μια δύναμη πού εκβιάζει τρόπον τινά τον Θεό, Τον υποχρεώνει να ανταποκριθεί στο αίτημα μας. Το θεωρεί υποχρέωση του, δέσμευση του να ανταποκριθεί, διότι διαφορετικά θα αποδειχθεί ανακόλουθος προς τις ίδιες τις υποσχέσεις του. Πίστη όμως σαν κι εκείνη της αίμορροούσης, ή όποια σκεφτόταν ότι και μόνο αν ακουμπούσε το ιμάτιο του Χριστού, θα γινόταν καλά. Γι’ αυτό και προσήλθε με τέτοια διάθεση και σαν να «έκλεψε» τη θεραπεία της από τον Χριστό (βλ. Μάρκ. ε’ 25-34).
Υπάρχει κι ένα τρίτο πού υποχρεώνει τον Θεό: Ή ταπείνωση στις ικεσίες μας. Σαν αυτή της Χαναναίας. Της γυναίκας εκείνης πού ενώ παραδέχτηκε πώς ήταν ένα σκυλάκι απέναντι Του, εντούτοις αυτό δεν την έκανε να απομακρυνθεί, αλλά ακόμα πιο πολύ να πλησιάσει. Αυτό το φρόνημα κάνει τον Θεό να «λυγά» στο αίτημα του άνθρωπου. Το φρόνημα ότι είμαι ένα σκουπίδι, ένας άξιος να απορ ριφθώ από το πρόσωπο του, αλλά δεν θα απορριφθώ, γιατί το έλεος του είναι αμέτρητο και οι οικτιρμοί του ανεξάντλη τοι!
Να ενοχλείς με επιμονή τον Θεό, να Τον ενοχλείς με πίστη, να Τον ενοχλείς με ταπείνωση. Έτσι Τον εξαναγκάζεις να έλθει στη ζωή σου. Να έλθει και να σου δώσει τις ευλογίες του. Σαν κι εκείνες πού απήλαυσαν οι δύο μαθητές, οι οποίοι στο δρόμο προς Εμμαούς «παρεβιάσαντο αυτόν»..
Περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.