Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Απριλίου, 2010
Του κ. Γεωργίου Ψάλλα, Συνταξ. Διδασκάλου
Εβδομάδα είναι χρονική μονάδα επτά (7) ημερών, η οποία περιλαμβάνει συνεχή ημερονύκτια, από την Κυριακή έως το Σάββατο.
Η χρονική αυτή διαίρεση οφείλεται στους Βαβυλώνιους, Αιγυπτίους και Εβραίους. Οι τελευταίοι έχουν συνδέσει την εβδομάδα, με τις θρησκευτικές τους δοξασίες, σύμφωνα με τις οποίες ο κόσμος δημιουργήθηκε σε έξι (6) ημέρες και την εβδόμη ο Πλάστης αναπαύθηκε. Γι’ αυτό και η τέταρτη εντολή, εκ των δέκα, που παρέλαβε ο Μωυσής, είναι: «Μνήσθητι την ημέραν του Σαββάτου, αγιάζειν αυτήν. Εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου! Τη δε ημέρα τη εβδόμη, Σάββατα Κυρίω τω Θεώ Σου».
Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι Έλληνες καθιέρωσαν την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, την Κυριακή, ως ημέρα αργίας, αντί του Σαββάτου. Έχουμε, όμως, κι θρησκευτικές εβδομάδες, όπως: τη Μεγάλη εβδομάδα των Παθών, την Καθαρά εβδομάδα, την εβδομάδα των Νηστειών και την εβδομάδα της Τυροφάγου.
Εμείς θα σταθούμε στη Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών και συγκεκριμένα στη Μεγάλη Πέμπτη. Μόνον, επιτρέψτε μου, μια μικρή αναδρομή:
1. «Τη Αγία και Μεγάλη Δευτέρα, μνείαν ποιούμεθα του μακαρίου Ιωσήφ του παγκάλου και της υπό του Κυρίου καταρασθείσης και ξηρανθείσης συκής». 2. Τη Αγία και Μεγάλη Τρίτη της των δέκα Παρθένων παραβολής, της εκ του ιερού Ευαγγελίου, μνείαν ποιούμεθα.
3. Τη Αγία και Μεγάλη Τετάρτη, της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός, μνείαν ποιείσθαι οι θεότατοι Πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του Σωτηρίου Πάθους, μικρόν τούτο γέγονε.
4. Τη Αγία και Μεγάλη Πέμπτη οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι θείοι Πατέρες, αλληλοδιαδόχως εκ τε των θείων αποστόλων και των ιερών Ευαγγελίων παραδεδόκασαν ημίν τέσσαρα τίνα εορτάζειν τον ιερόν Νιπτήρα, τον Μυστικόν Δείπνον, δηλαδή την παράδοσιν των καθ’ ημάς φρικτών Μυστηρίων, την υπερφυά Προσευχήν και την προδοσίαν αυτής.
Εδώ κάνουμε στάση. Είναι η μεγάλη στιγμή κατά την οποίαν ο Κύριος ημών, τρώγοντας μετά των μαθητών του ξαφνικά είπε: «Αμήν λέγω υμίν ότι εις εξ υμών παραδώσει με». Οι μαθητές άρχισαν να διερωτόνται. Τελευταίος δε, ερώτησε και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ειπών: «Μήτι εγώ ειμί Ραββί;» Ο δε αποκριθείς είπε: «Συ είπας». Τα υπόλοιπα είναι γνωστά: Το φίλημα, η προδοσία, η σύλληψη, τα μαρτύρια, η Σταύρωση.
Ποιος ήταν όμως ο Ιούδας ο Ισκαριώτης; Πώς έγινε μαθητής του Κυρίου; Σε τί απέβλεπε; Γιατί, τέλος, προέβη σ’ αυτό το απονενοημένο διάβημα; Τι τον έσπρωξε; Το εβραϊκό αυτό όνομα που σημαίνει «ύμνος» το έφεραν:
α) Ο τέταρτος γιος του Ιακώβ
β) Ένας από τους Αποστόλους, γνωστός με το επίθετο Λεβαίος και Θαδδαίος γ) Ιουδείθ. Ηρωίδα των εβραίων την εποχή των Κριτών και
δ) Ιούδας ο Ισκαριώτης. Πήρε το επίθετο αυτό από τον τόπο καταγωγής του. Ις, στην εβραϊκή σημαίνει άνθρωπος και Καριώθ λεγόταν το χωριό του. Κατήγετο από πλούσια οικογένεια. Μεγάλωσε, θα λέγαμε, στη χλιδή και στην πολυτέλεια, φορτωμένος στο μετάξι και στην πορφύρα. Ο πατέρας του, ο γέρος Σανάς, είχε αμέτρητο βιός. Ήταν ένα από τα πιο αυστηρά και σεβαστά μέλη, της τάξεως των Φαρισαίων και όλοι σκύβανε το κεφάλι τους μπροστά του. Ζούσαν σε μέγαρο γύρω από το οποίο υπήρχαν δένδρα τα οποία, σ’ όλες τις εποχές ανέδιναν μυρωδιές και αρώματα. Είχε και μία αδελφή, λίγο μεγαλύτερη απ’ αυτόν, πολύ όμορφη, σπάνια καλλονή, ένα θαύμα, γι’ αυτό και ο ίδιος ο πατέρας της, είχε καταντήσει άβουλος, χωρίς καμία εξουσία πάνω της.
Έδινε ο γερο-Σανάς, στα παιδιά του τα πάντα, χωρίς να τους αρνείται το παραμικρό. Τους έκανε όλα τα χατίρια, χωρίς να τους εμποδίζει σε τίποτε. Όταν, όμως, κατάλαβε πόσο κακό έκαμνε στα παιδιά του, ήταν, πλέον αργά. Ο κατήφορος είχε ήδη αρχίσει. Ο γερο-Σανάς του είχε κόψει το επίδομα. Και η αδελφή του, είχε παντρευτεί έναν πλούσιο προβατέμπορο και έφυγε για τις δυτικές επαρχίες. Όλα αυτά και μερικά άλλα, έκαναν τον Ιούδα να πάρει τα μάτια του και να ‘ρθει να ζητήσει καταφύγιο σιμά στον Ιησού. Με τον τρόπο αυτό, πίστευε ότι είχε εξασφαλίσει την τύχη του.
Στην διάρκεια των τριών ετών που έμεινε στο πλευρό του Διδασκάλου, η δουλειά του ήταν να εκμεταλλεύεται τα πάντα. Κι’ όταν ο Διδάσκαλος έστελνε δύο – δύο τους μαθητές του ν’ αναγγείλουν το καλό και το χαρμόσυνο μήνυμα, τους έλεγε: «Να μην παίρνετε ούτε χρυσάφι, ούτε ασήμι, ούτε χάλκινα νομίσματα, μήτε ραβδί, μήτε υποδήματα», ο Ιούδας χαμογελούσε λέγοντας: «Αλίμονο αν παίρναμε, κατά γράμμα, αυτά που μας λέει ο αγαπημένος μας Ραβί.
Ο κόσμος αγαπούσε το Χριστό για τις καινούργιες ιδέες, για αγάπη και αδελφοσύνη. Είχε, όμως, και εχθρούς. Τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους. Ο Ιούδας ήξερε πως οι Φαρισαίοι δεν τολμούσαν να πειράξουν το Χριστό, από φόβο μην εξερεθίσουν το λαό, ο οποίος είχε δει τα’ αλλεπάλληλα θαύματά του. Μόνον ο ίδιος δεν τα είχε δει. Προσπαθούσε να γεμίσει το κεμέρι του. Κι’ όταν είδε ότι, ο Ιησούς δεν ήρθε στον κόσμο να κηρύξει την επανάσταση και να γίνει ο πραγματικός , ο επίγειος βασιλιάς των Ιουδαίων, προκάλεσε τη σύλληψή του, με τη βεβαιότητα πως θ’ αντιστεκόταν και θ’ άναβε, έτσι, η σπίθα της επανάστασης.
Ήταν συμφεροντολόγος. Αγαπούσε το χρυσάφι και η ψυχή του ήταν βουτηγμένη στην αμαρτία. Τα κηρύγματα του Διδασκάλου δεν τον είχαν αγγίξει. Όταν ο Κύριος μιλούσε, το μυαλό του έτρεχε αλλού. Η λέξη «μετάνοια» ήταν άγνωστη σ’ αυτόν, τότε.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Έτρεξε στους Γραμματείς και Φαρισαίους και αντί τριάκοντα αργυρίων τον πρόδωσε, φιλώντας τον. Νόμιζε ότι μια φυλάκιση, λίγο μαστίγωμα και θα ξανάστελναν τον «ξυλουργό» στο εργαστήρι του.
Όταν, όμως, τον οδήγησαν το Χριστό στο πραιτώριο κι’ έμαθε ότι η απόφαση ήταν: «Άρον, Άρον, Σταύρωσον Αυτόν» (τα ίδια χέρια χειροκροτούσαν, τα ίδια χέρια κτυπούσαν τα καρφιά). Τότε είδε τί κακό έκαμε στο Διδάσκαλό του. Τότε αυτομαστιγώθηκε. Τότε έτρεχε, σαν τρελός μέσα στη νύχτα. Τότε πέταξε τα τριάντα ασημένια νομίσματα στο Μεγάλο Αρχιερέα και αυτοκατηγορήθηκε.
– Αμάρτησα, που παρέδωσα αίμα αθώο … Και πετώντας τα χρήματα μέσα στο ναό, πήγε ν’ απαγχονισθεί. Ήταν όμως αργά. Πολύ αργά για δάκρυα. Πολύ αργά για μια, εκ βαθέων, συγγνώμην!!!
Οι Άγιοι Πατέρες της εκκλησίας μας, οι Υμνογράφοι, έγραψαν αληθινά αριστουργήματα, γεμάτα σοφία και αποτελούν πραγματικούς θησαυρούς γύρω απ’ την προδοσία του Ιούδα και τη Σταύρωση του Κυρίου.
Παραθέτω, μόνον, δύο στίχους από τα «εγκώμια» τα οποία ψάλλονται το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής:
• «Δολοφόνε, δεύρο, μιαρέ μαθητά και τον τρόπον της κακίας σου δείξον μοι, δι’ όν γέγονας προδότης του Χριστού».
• «Τριβόλοι και παγίδες, οδοί του τρισαθλίου, παράφρονος Ιούδα».
Η ΕΡΕΥΝΑ 24 Απριλίου 2008, αρ. φύλλου 14889, σελίδα 26
Υποβλήθηκε στις 1 Απριλίου, 2010 στις 12:00 μμ και βρίσκεται κάτω από ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ.
.
Μπορείς να παρακολουθείς τα σχόλια για το άρθρο χρησιμοποιώντας RSS 2.0 τροφοδότης (feed).
Μπορείς να πας στο τέλος και να αφήσεις σχόλιο. Το Pinging προσωρινά δεν επιτρέπεται.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.