Από την αγωνία στην κατάνυξη
Συγγραφέας: kantonopou στις 4 Μαρτίου, 2010
Η άσκηση σε καταδύσεις βάθους, αν δεν έχει κάποιο προβολέα, ένα δυνατό μεταφυσικό φως, είναι καταδικασμένη σε τραγική αποτυχία και σε θάνατο, μέσα στις σκοτεινές αβύσσους του όντος. Όποιος θέλει απόδειξη, ας διαβάσει την άφωτη και άσωτη – σε αρκετά μεγάλο μέρος της – μοντέρνα φιλοσοφία, θα δει, το δίχως άλλο, μια διάλυση των πάντων, σ’ ένα φοβερό χάος, δίχως τις σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας, μα και δίχως μια λευκή φτερούγα ενός Αγγέλου, να θερμαίνει την όποια πορεία τους. Θυμούμαι τους «Έρωτες θείων ύμνων» του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, ενός απ’ τους μεγαλύτερους Μυστικούς της Ορθοδοξίας. Χαρακτηρίζει εκεί με δύο στίχους του (λόγος 51) ακριβώς αυτή την κατάσταση:
Οι σκότος ως ιμάτιον όντες ενδεδυμένοι
εν αίσθήσει αναίσθητοι ζωής νεκροί εν μέσω…
(όσοι είναι ντυμένοι με το ρούχο του σκοταδιού ζουν σαν αναίσθητοι νεκροί)
Η αγωνία, λοιπόν, είναι υπόθεση «σκοτεινού εσωτερικού χώρου». Αυτό χαρακτηρίζεται από έλλειψη εσωτερικής ειρήνης, από απουσία ασφάλειας και βεβαιότητας για την πορεία μας, για το μέλλον της πνευματικής ζωής μας. Στο Χριστιανισμό, αυτό το σκοτάδι, που για τους πολλούς είναι μια απλή άγνοια του καλού, έχει άλλες ονομασίες. (Φεύγουμε πια από την ορολογία των θύραθεν). Η κύρια ονομασία του είναι: Αμαρτία. Η αμαρτία είναι το σκοτάδι και η ομίχλη της ψυχής, η οποία είναι μπλεγμένη στα δίχτυα των πονηρών εννοιών, λόγων και πράξεων. Και δεν είναι καθόλου Μεσαίωνας, όταν αναγνωρίζει κανείς το πνευματικό σκοτάδι, σαν κατάσταση αμαρτωλότητας, με οποιαδήποτε μορφή. Το κάλυμμα του σκότους που επιθέτει στη ψυχή η αμαρτία, θολώνει το «λογιστικό» και το «θυμικό» και διαστρέφει τις ροπές του «επιθυμητικού». Έτσι οι αισθήσεις αδυνατούν να ακουμπήσουν τον πνευματικό ήλιο, το Θεό – όπως οι τυφλοί δεν μπορούν να δουν το φως του ήλιου. Kαι αυτό είναι που έχει σε διαρκή ανησυχία τη ψυχή του ανθρώπου. Το σκοτάδι της αγωνίας του τον σπρώχνει σε δρόμους με σκοτεινά φώτα· μα στο τέλος βρίσκεται και εκεί σε αδιέξοδο.
Εκεί στο σκοτάδι το βαθύ, ακούει ένα Δαβίδ που παρακαλεί με δάκρυα: «Φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον!» Και η ψυχή διψάει πολύ για φως, γιατί βρίσκεται σ’ ένα θανατερό σκοτάδι. Δεν βρίσκεται κοντά στο Θεό: αυτό είναι η αιτία της δίψας και του σκότους. Ας θυμηθούμε το θείο λόγο, απ’ το Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Όποιος θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει στον αιώνα» (δ’ 14). Όποιος, όμως, δεν ξεδιψάσει μ’ αυτό το Νερό, θα διψάει αιώνια και θα τρέχει σε νύχτες σκοτεινές, που κρύβουν τις πηγές και αφήνουν έκθετες τις φοβερές παγίδες του θανάτου: «εάν η αληθινή ζωή της ψυχής είναι θείο φως, και ο θάνατος της είναι σκοτάδι γεμάτο πόνο» (αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς). Δεν νομίζω, πως χρειάζεται να προσθέσω τίποτ’ άλλο, για το τι πιστεύω πως οδηγεί στην έξοδο από την αγωνία. Όποια ονόματα και να δώσουμε στην αγωνία του ανθρώπου, όταν δεν φωτίζεται από το θείο φως, δεν πρόκειται να τη λυτρώσουμε, όση ειλικρίνεια και αν διαθέτουμε. Είναι θέμα προσωπικού φωτισμού και σωτηρίας. Και η «σωτηρία», κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη «δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη θέωση· η δε θέωση είναι η αφομοίωση και ένωση με το Θεό».
(Π. Β. Πάσχου, «Από την αγωνία στην κατάνυξη»- απόσπασμα)
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.