Η Κατάνυξη, το Πένθος και τα Δάκρυα. Πόσα είναι τα είδη τους και ποιες οι διαφορές τους.
Συγγραφέας: kantonopou στις 13 Φεβρουαρίου, 2010
Του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου
Η ΚΑΤΑΝΥΞΗ εμφανίζεται με πολλές μορφές (πνευματικής) ωραιότητας. Γι’ αυτό και ο “Ιερεμίας λέει: «Διαμερισμός υδάτων κατήγαγεν ο οφθαλμός μου» (πρβλ. Θρ. Ιερ. 3:47). Δύο πάντως είναι τα σπουδαιότερα είδη της κατανύξεως: “Όταν ή ψυχή διψάσει το Θεό, αισθάνεται κατάνυξη πρώτα από το φόβο κι έπειτα (κατάνυξη) από τον πόθο. Πρώτα δηλαδή λιώνει τον εαυτό της με τα δάκρυα, καθώς θυμάται τις αμαρτίες της, και νιώθει φόβο, μήπως εξαιτίας τους ριχθεί στην αιώνια κόλαση. και αφού ταλαιπωρηθεί πολύ από τη λύπη, τότε ή δειλία παύει, και μέσα στην ψυχή γεννιέται θάρρος και κάποια βεβαιότητα για τη συγχώρηση. Στο έξης ή ψυχή θερμαίνεται από τον πόθο της ουράνιας χαράς και αυτή που πρώτα έκλαιγε από το φόβο της καταδίκης, αρχίζει υστέρα να κλαίει πάλι πικρά, επειδή βρίσκεται ακόμα μακριά από τη βασιλεία (των ουρανών). Γιατί, αφού καθαρθεί ο νους, βλέπει πια καθαρά ποιοι είναι οι χοροί των αγγέλων και ποια ή κοινωνία τους, ποια είναι ή λαμπρότητα και ή μεγαλοσύνη των μακαρίων πνευμάτων και ποια ή θεωρία αυτού του ίδιου του Θεού.
Του αγίου Έφραίμ
Αρχή του πένθους είναι ή αυτογνωσία. και το πένθος μας ας μην είναι ανθρώπινο, ούτε «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις» (Ματθ. 23:5), αλλά όπως το θέλει ο Θεός, πού γνωρίζει τα απόκρυφα της καρδιάς μας, για να μακαριστούμε άπ’ Αυτόν. “Ας έχουμε λοιπόν χαρούμενο το πρόσωπο, όταν συναντάμε άλλους ανθρώπους, ως προς το φρόνημα όμως ας κλαίμε και ας πενθούμε. Γιατί το πένθος είναι προϋπόθεση, αλλά και εξασφάλιση της πνευματικής εργασίας· το πένθος ξεπλένει την ψυχή με τα δάκρυα και την αποκαθιστά καθαρή· το πένθος γεννάει τη σωφροσύνη, ξεριζώνει τις ηδονές, κατορθώνει τις αρετές. και τι περισσότερο να πω; Το πένθος από το Θεό μακαρίζεται (βλ. Ματθ. 5:4. Λουκ. 6:21) και από τους αγγέλους επαινείται.
Του αββα Ησαΐα
Τα έργα εκείνων πού αληθινά πενθούν είναι: το ν’ απομακρύνουν το νου και τις αισθήσεις από τα γύρω φαινόμενα· το να μην κρίνουν τον πλησίον – γιατί εκείνος πού ασχολείται μόνο με τις δικές του αμαρτίες, αποφεύγει να κρίνει το πλάσμα του Θεού· το να μην εκδικούνται αυτόν πού τους κάνει κακό· το να μη λυπούνται για όσα έγιναν από το συγκάτοικο τους χωρίς τη δική τους γνώμη· το να μην κάνουν το θέλημα τους· το να μη λένε για οποιονδήποτε ότι είναι καλός ή κακός, γιατί το θεωρούν ντροπή τους να μάθουν πώς υπάρχει κάποιος αισχρότερος άπ’ αυτούς· το να μη θέλουν να γνωρίζουν πράγματα, πού δεν τους ενδιαφέρουν το να μην αντιδρούν, όταν τους χλευάζουν το να μη λυπούνται, όταν τους παραβλέπουν στη γενική διανομή· το να μην ταράζονται, όταν συκοφαντούνται για πράγμα πού δεν γνωρίζουν, αλλά να λένε αμέσως το “συγχώρησαν”· το να μην αποδέχονται τους επαίνους, πού τυχόν τους λέει κανείς· το να μη συγχύζονται όταν βρίζονται· το να μην κυνηγούν τη φιλία των ισχυρών του κόσμου· το να μη θέλουν να επιβάλουν τη γνώμη τους, ακόμα κι όταν έχουν δίκιο, ούτε να φιλονικήσουν για οτιδήποτε. Αυτά και όσα σχετίζονται μ’ αυτά, αν υπάρχουν σ’ έναν άνθρωπο, φανερώνουν ότι έχει το αληθινό πένθος, ότι με τα νοερά του μάτια γνώρισε τον εαυτό του και την αδυναμία του, ότι κατάλαβε ποιο είναι το θέλημα του Θεού και ότι συνειδητοποίησε πώς δεν μπορεί ν’ αρέσει στο Θεό όπως ο ίδιος νομίζει. Γι’ αυτό και αρκείται στη δική του λύπη, κλαίει για τον εαυτό του και δεν ασχολείται με το πλάσμα του Θεού, πού μέλλει εκείνος να κρίνει. Έτσι διατηρεί ακέραιη την (πνευματική) οικοδομή, πού έχτισε μέσα του το πένθος. Γιατί ή κατά Θεό λύπη, πού του κατατρώει την καρδιά, μπορεί να εξουσιάσει τις αισθήσεις- και ακόμη, αν αντιστέκεται με νίψη, τότε διατηρεί σώα και τα αισθητήρια του νου. Δεν μπορεί λοιπόν ο άνθρωπος να είναι αμέριμνος ούτε να εμπιστευθεί τον εαυτό του, πριν βρεθεί μπροστά στο κριτήριο και ακούσει την απόφαση και μάθει που θα τοποθετηθεί (ή ψυχή του). και γι’ αυτό, όσο βρίσκεται μέσα στο σώμα, οφείλει να κοπιάζει ακατάπαυστα.
Μακάριοι είναι εκείνοι πού δεν στήριξαν το θάρρος τους στα έργα τους, σαν ευάρεστα τάχα στον Κύριο, και γι’ αυτό ντρέπονται να τον αντικρίσουν. Αυτοί πραγματικά θα δρουν ανέκφραστη παρηγοριά, επειδή πενθούν ακατάπαυστα για τους εαυτούς τους, πού δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν στην εντέλεια το θέλημα του Θεού, όπως ακριβώς Εκείνος θέλει. Όταν οι επουράνιες δυνάμεις θα δώσουν τη μαρτυρία τους γι’ αυτούς, ότι δηλαδή πέρασαν (νικηφόρα) τους άρχοντες της αριστερής μερίδας, (τα εναέρια τελώνια), τότε πια θα μνημονεύονται κι αυτοί μαζί με τους κατοίκους του ουρανού.
Oσο όμως γίνεται ακόμα πόλεμος, ο άνθρωπος νιώθει φόβο και τρόμο -θα νικήσει ή θα νικηθεί σήμερα; Θα κερδίσει ή θα χάσει αύριο; Γιατί ο αγώνας σφίγγει από παντού την καρδιά. Μόνο ή απάθεια δεν επηρεάζεται από τον πόλεμο, επειδή έχει πάρει το βραβείο (της νίκης) και έχει ησυχάσει, αφού ειρήνευσαν μεταξύ τους κι έγιναν ένα τα τρία χωρισμένα, δηλαδή ή ψυχή, το σώμα και το πνεύμα, σύμφωνα με τον απόστολο (Α’ Θεσ. 5:23). και Όταν αυτά τα τρία γίνουν ένα με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορούν πια να χωριστούν, αφού ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε και «ουκέτί αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6:9). Ό θάνατος Του μας εξασφάλισε τη σωτηρία, επειδή ή αμαρτία νεκρώθηκε με το θάνατο, και ή ανάσταση Του εξασφάλισε την αιώνια ζωή σε όλους, όσοι πιστεύουν σ’ Αυτόν.
Του αββα Ισαάκ
Υπάρχουν δάκρυα πού μαραίνουν και δάκρυα πού ζωογονούν και τα πρώτα έχουν αιτία το φόβο, ενώ τα δεύτερα την αγάπη. Τα πρώτα λοιπόν, αυτά δηλαδή πού τρέχουν για τις αμαρτίες, αναβλύζουν με πόνο και στεγνώνουν το σώμα και το μαραίνουν. Τα δεύτερα όμως – στα όποια καταλήγει κανείς αφού πρώτα χύσει αρκετά από τα προηγούμενα και μέσω αυτών ξεπλύνει, με το έλεος του Θεού, τις αμαρτίες του – αναβλύζουν αβίαστα και με (πνευματική) ηδονή, επειδή ή ψυχή έχει γευθεί τη θεία χάρη. Τότε ο άνθρωπος χύνει δάκρυα χωρίς να δοκιμάζει (ψυχικό) πόνο, με χαρά και δίψα (θείας) αγάπης. Αυτά και το σώμα ωφελούν και αναζωογονούν, και την όψη του άνθρωπου αλλοιώνουν, σύμφωνα με το γραμμένο: «Καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει, εν δε λύπαις ούσης σκνθρωπάζει» (Παροιμ. 15:13). “Αν λοιπόν ποθούμε να φτάσουμε στα δεύτερα (δάκρυα), ας επιδιώξουμε με ζήλο τα πρώτα, (τα δάκρυα δηλαδή της μετάνοιας), και τότε, με τη χάρη του Θεού, σύντομα θα τ’ αποκτήσουμε κι εκείνα.
Από τον άγιο Βαρσανούφιο
Κάποιος αδελφός ρώτησε τον άββά Ιωάννη:Πώς μπορώ να κόψω την παρρησία και να συγκρατώ τη γλώσσα μου;
Με το πένθος, αποκρίθηκε ο γέροντας.
Kαι πώς μπορώ να διατηρήσω το πένθος, ξαναρώτησε ο αδελφός, όταν έχω δοσοληψίες με ανθρώπους και μεριμνώ για τις εργασίες των διακονητών; Έπειτα, υπάρχει καρδιακό πένθος χωρίς δάκρυα;Δεν γεννιέται το πένθος από τα δάκρυα, απάντησε ο γέροντας, αλλά τα δάκρυα γεννιούνται από το πένθος. και εκείνος πού βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους αποκτά το πένθος, αν κόβει το δικό του θέλημα και δεν κοιτάζει τα σφάλματα των άλλων. Γιατί έτσι συμμαζεύονται οι λογισμοί του. Και όταν συμμαζευτούν, γεννούν στην καρδιά την κατά Θεό λύπη. Και ή λύπη φέρνει τα δάκρυα.
Από το Γεροντικό
Σ’ όλη του τη ζωή, όποτε καθόταν στο εργόχειρο του, ο αββάς Αρσένιος είχε ένα πανί στον κόρφο του, για (να σκουπίζει) τα δάκρυα πού έτρεχαν συνεχώς από τα μάτια του. Βλέποντας αυτό το πράγμα ο ξακουστός ανάμεσα στους μοναχούς (αββάς) Ποιμήν, του έλεγε:Είσαι μακάριος, Αρσένιε, γιατί δεν θα έχεις ανάγκη από δάκρυα στην άλλη ζωή, μια και πένθησες για τον εαυτό σου σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Άμμωνα:
Πες μου ένα λόγο, για το πώς (μπορώ) να σωθώ.Πήγαινε, απάντησε ο γέροντας, και σκέψου όπως σκέφτονται οι κακοποιοί, πού βρίσκονται στη φυλακή. Εκείνοι δηλαδή ρωτάνε τους ανθρώπους πού τους πλησιάζουν: Που είναι ο δικαστής; και πότε έρχεται;. και με την αναμονή της δίκης και των τιμωριών, κλαίνε. Έτσι κι εσύ, οφείλεις να προσέχεις πάντα την ψυχή σου και να λες: Αλίμονο μου! Πώς θα παρουσιαστώ στο φοβερό βήμα του αδέκαστου Κριτή; και τι θα Του απολογηθώ; Αν σκέφτεσαι έτσι ακατάπαυστα, μπορείς να σωθείς.
Ό αββάς Λογγίνος είπε:
Ή νηστεία ταπεινώνει το σώμα. Ή αγρυπνία καθαρίζει το νου. Ή ησυχία φέρνει το πένθος. και το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο (στα δάκρυα του) και τον κάνει αναμάρτητο.
Ό άββάς Μωυσής είπε:
Νικηθήκαμε σωματικά από κάποιο πάθος; Ας μην παραμελήσουμε τη μετάνοια και το πένθος για τον εαυτό μας, πριν μας προλάβει το πένθος της Κρίσεως.
Ό ίδιος (άββάς) είπε:
Οι αμαρτίες συγχωρούνται με τα δάκρυα. Όταν όμως κλαις, μη στενάξεις δυνατά· και «μη γνώτω ή αριστερά σον», δηλαδή ή κενοδοξία, «τι ποιεί η δεξιά σον» (Ματθ. 6:3).
Ένας αδελφός ρώτησε τον άββά Μωϋσή:
Τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος σε κάθε πειρασμό πού τον βρίσκει ή σε κάθε λογισμό πού του σπέρνει ο εχθρός; Και ο γέροντας αποκρίθηκε:Πρέπει να κλαίει μπροστά στην αγαθοσύνη του Θεού για να τον βοηθήσει· και αν παρακαλεί με επίγνωση, σύντομα βρίσκει ανάπαυση. Γιατί είναι γραμμένο: «Εγγύς Κύριος πάσι τοις έπικαλουμένοις αυτόν» (Ψαλμ. 144:18) και τα υπόλοιπα.
Ό άββάς Ισαάκ διηγήθηκε:
Κάποτε, Όταν βρισκόμουνα κοντά στον άββά Ποιμένα, τον είδα να πέφτει σε έκσταση και κατάνυξη. Επειδή λοιπόν είχα θάρρος μαζί του, του έβαλα μετάνοια και τον παρακάλεσα: “Πες μου, που ήσουνα;”. Κι εκείνος, κάτω από την πίεση μου, μου είπε: “Ό λογισμός μου ήταν εκεί, οπού ή αγία Θεοτόκος Μαρία στάθηκε και έκλαιγε – δίπλα στο Σταυρό του Σωτήρος. Ήθελα κι εγώ πάντα έτσι να κλαίω”.
Ό άββάς Θεόδωρος διηγήθηκε:
Στα Κελιά κατοικούσε κάποιος αδελφός, πού είχε αποκτήσει το χάρισμα της κατανύξεως. Τον ρωτήσαμε λοιπόν για τα δάκρυα – γιατί άλλοτε έρχονται μόνα τους και άλλοτε δεν μπορεί κανείς να τα προκαλέσει ούτε με έμπονη προσπάθεια; και ο γέροντας απάντησε: “Τα δάκρυα είναι όπως ή βροχή, και ο άνθρωπος είναι σαν το γεωργό. “Όταν λοιπόν έρχονται (τα δάκρυα), αυτός πού καλλιεργεί την καρδιά του πρέπει ν’ αγωνίζεται για να μη χαθεί τίποτε από τη βροχή, αλλά να μαζευτεί όλο το νερό στον κήπο του και να τον ποτίσει. Σας λέω, παιδιά μου, ότι πολλές φορές μια μέρα βροχής είναι αρκετή για όλο το χρόνο και σώζει όλους τους καρπούς. Γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε· και όταν καταλάβουμε ότι έρχεται, ας αγωνιστούμε να φυλάξουμε τους εαυτούς μας κι ας αφοσιωθούμε σε επίμονη ικεσία του Θεού. Γιατί δεν ξέρουμε αν θα δρούμε και άλλη μέρα τη βροχή εκείνη”.
Τότε τον ξαναρωτήσαμε: και πώς διατηρεί κανείς την κατάνυξη, όταν έρχεται; Και αποκρίθηκε ο γέροντας: Εκείνη την ημέρα ή για όσο διάστημα ενεργεί μέσα του το πένθος, πρέπει να προσέξει τα έξης:
Να μην επισκεφθεί άνθρωπο· να φυλαχτεί ακόμη από τη γαστριμαργία και την υψηλοφροσύνη, ώστε να μη φανταστεί καθόλου ότι κλαίει και να μην κατακρίνει κανένα ν’ αφοσιωθεί, τέλος, στην προσευχή και τη μελέτη. Πάντως, όταν έρθει το πένθος, αυτό θα μας διδάξει ποια είναι εκείνα πού το ωφελούν και το συντηρούν και ποια (είναι εκείνα πού) το αντικόβουν. Να, ξέρω λ.χ. έναν αδελφό, πού καθόταν στο κελί του και, καθώς έκανε το εργόχειρο του, του ερχόταν το πένθος. Μόλις λοιπόν άρχιζαν να τρέχουν τα δάκρυα, σηκωνόταν να προσευχηθεί μα τότε αμέσως σταματούσαν. Έπιανε πάλι το εργόχειρο, συμμάζευε το νου του, και παρευθύς ξανάρχονταν τα δάκρυα. Το ίδιο (γινόταν) και στη μελέτη: Όταν διάβαζε, έπεφτε σε κατάνυξη· αλλά μόλις σηκωνόταν να προσευχηθεί, δεν είχε (δάκρυα). Μόνο όταν ξανάσκυβε πάνω από το βιβλίο, άρχιζε πάλι να δακρύζει. Τότε λοιπόν κατάλαβε ο αδελφός την αιτία αυτής της διαφοράς, και συλλογίστηκε, ότι καλά είπαν οι Πατέρες, πώς το ίδιο το πένθος είναι δάσκαλος· αυτό δηλαδή διδάσκει τον άνθρωπο όσα τον συμφέρουν. Έχω τη γνώμη, ότι για δύο αιτίες έχανε ο αδελφός το πένθος την ώρα της προσευχής. Ή πρώτη είναι, ότι δεν είχε αποκτήσει ακόμα προσευχή καθαρή, χωρίς περισπασμούς. Ρεμβάζοντας και τρέχοντας με το νου του εδώ κι εκεί, δεν διατηρούσε την αρχική κατάνυξη, αυτή πού γεννιόταν μέσα του στο εργόχειρο και στη μελέτη, επειδή, όταν έκανε τα τελευταία, είχε πιο συγκεντρωμένο το νου του. και ή δεύτερη αιτία είναι τούτη: Για να μη νομίσει, ότι από το δικό του αγώνα και τη δική του προσευχή κατόρθωσε ν’ αποκτήσει το πένθος, αλλά να καταλάβει ότι του δόθηκε από το έλεος και τη χάρη του Θεού, έτσι ώστε και σε ευχαριστία του Ευεργέτη του να παρακινηθεί και ταπείνωση μεγαλύτερη ν’ αποκτήσει, και να δυναμώσει μ’ αυτά περισσότερο το πένθος μέσα του. και σε μας λοιπόν, αν κάποτε συμβεί κάτι τέτοιο, αν μας γεννηθούν δηλαδή κατάνυξη καρδιάς και θερμά δάκρυα, ας τα παραβλέψουμε όλα, ας τρέξουμε στην προσευχή και ας επιμείνουμε καρτερικά σ’ αυτήν, ώσπου να νιώσουμε την καρδιακή φωτιά ν’ ανάβει μέσα μας. Γιατί ίσως να μην ξαναβρούμε τέτοια ευκαιρία”.
Ένας γέροντας είπε:
Όπως κουβαλάμε μαζί μας παντού την κακία μας, δηλαδή τα πάθη και τις αμαρτίες μας, έτσι πρέπει να έχουμε συνεχώς μαζί μας, όπου κι αν βρισκόμαστε, το πένθος και την κατάνυξη.
Άλλος γέροντας είπε:
Όπως κάθε αμαρτία πού θα κάνει ο άνθρωπος βρίσκεται έξω από το σώμα του, ενώ αυτός πού πορνεύει, αμαρτάνει στο ίδιο του το σώμα (Α’ Κορ. 6:18), γιατί απ’ αυτό βγαίνει ή ακαθαρσία, έτσι και κάθε έργο (αρετής) πού θα κάνει ο άνθρωπος βρίσκεται έξω από το σώμα του εκείνος όμως πού χύνει δάκρυα, καθαρίζει (μ’αυτά) την ίδια του την ψυχή και (το ίδιο του) το σώμα γιατί τα δάκρυα, καθώς κυλούν από πάνω (προς τα κάτω), πλένουν και αγιάζουν ολόκληρο το σώμα.
Είπε ένας άλλος γέροντας:
Αν δεν έχεις κατάνυξη, μάθε ότι πάσχεις είτε από κενοδοξία είτε από φιληδονία γιατί αυτές είναι πού δεν αφήνουν την ψυχή να νιώσει κατάνυξη.
Είπε πάλι (ο ίδιος γέροντας):
Αν υπάρχουν μνήματα στον τόπο πού κατοικείς, πήγαινε εκεί συχνά και φέρνε στο νου σου όσους είναι θαμμένοι σ’ αυτά, προπαντός όταν έχεις σαρκικό πόλεμο. και όταν μάθεις ότι κάποιος αδελφός βρίσκεται στα τελευταία του, πήγαινε και μείνε κοντά του, για να δεις πώς χωρίζεται ή ψυχή από το σώμα· γιατί κι άπ’ αυτό αποκτάς κατάνυξη.
Είπε πάλι (ο ίδιος):
Απ’ όλα (τα πάθη) περισσότερο ο θυμός εξαφανίζει την κατάνυξη και την ταπείνωση της ψυχής.
Πηγή:http://www.gerontas.com/content/view/470/171/
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.