Συγγραφέας: kantonopou στις 4 Οκτωβρίου, 2008
Στο πρόσφατο απαράδεκτο τελεσίγραφο που, εμμέσως πλην σαφώς, απέστειλε προς το ΠΑΣΟΚ ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Αλέκος Αλαβάνος και στο οποίο «αραδιάζει», με πρωτοφανή προχειρότητα, έξι προτάσεις γιά (δήθεν) προγραμματική συνεργασία, περιλαμβάνεται και ο περίφημος «χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους».
Είναι το δεύτερο υπ? αριθμόν ζήτημα που θέτει στην πρόταση-τελεσίγραφο ο κ.Αλαβάνος. Με αφορμή το παραπάνω, αλλά και διάφορες ενδιαφέρουσες συζητήσεις που διαβάζω τόσο στον Τύπο όσο και σε ιστολόγια, παραθέτω ορισμένες σκέψεις επί του θέματος, μακριά από μουχλιασμένες θρησκοληψίες αλλά και αντιεκκλησιαστικές εμμονές:
1. Πρώτον, η έκφραση «χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους», από μόνη της, είναι λανθασμένη. Και αυτό διότι οι αρμοδιότητες του κράτους είναι συνταγματικώς διαχωρισμένες από τις αντίστοιχες της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, πρέπει να μιλάμε γιά «επαναπροσδοιορισμό των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας» και όχι περί χωρισμού. Επαναπροσδοιορισμός που ως βάση του πρέπει να είναι η απαρέκλητη εφαρμογή των θρησκευτικών ελευθεριών οι οποίες άλλωστε προστατεύονται ποικιλοτρόπως – ο καθένας είναι ελεύθερος να τελέσει πολιτικό γάμο, πολιτική κηδεία ή να μη βαφτίσει το παιδί του.
Προς αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλε, ασφαλώς, θετικά και η απάλειψη του θρησκεύματος από τις ταυτότητες.
2. Αρκετοί ζητούν πλήρη αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Το γεγονός, όμως, ότι ως επικρατούσα θρησκεία της χώρας αναφέρεται η Θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού δεν περιορίζει την ελευθερία έκφρασης άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων ή αθεϊσμού. Άλλωστε, η συνταγματική έννοια της «επικρατούσας» θρησκείας σημαίνει όχι επίσημη ή κρατική θρησκεία (όπως π.χ. στην Αγγλία, τη Νορβηγία ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες) αλλά θρησκεία της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού (Ευ.Βενιζέλος, ομιλία στον Δ.Σ.Α, 8.6.2008 & Αναστάσιος Μαρίνος, Εφημ. «Εστία», 12.5.2005). Προς τι λοιπόν οι φωνές περί αναθεώρησης ή και κατάργησης;
3. Η μισθοδοσία των κληρικών – το σημαντικότερο ίσως ζήτημα. Επικρατεί – ορθώς – η άποψη ότι η μισθολογική εξάρτηση των κληρικών από το κράτος δημιουργεί ένα «δημοσιουπαλληλικό status quo». Καμία αντίρρηση. Στο άρθρο 13, παράγραφος 3 του Συντάγματος, όμως, αναφέρεται χαρακτηριστικά πως οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντι της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας – δηλαδή, ίση αντιμετώπιση των λειτουργών κάθε γνωστής θρησκείας. Σημειώνεται πως ο Μουφτής της Κομοτηνής είναι δημόσιος υπάλληλος και πληρώνεται από την τσέπη των φορολογουμένων. Ίση αντιμετώπιση, λοιπόν, δε σημαίνει αναγκαστικά διακοπή της μισθοδοσίας του κλήρου – μπορεί να ερμηνευτεί και ως επέκταση, σε βάθος χρόνου, της μισθοδοσίας και σε κληρικούς άλλων γνωστών θρησκειών.
Ακόμη όμως κι αν αποφασιστεί η πλήρης διακοπή της μισθοδοσίας του ορθόδοξου κλήρου, ποιός εγγυάται ότι η ηγεσία της Εκκλησίας δε θα ζητήσει απ το κράτος να της επιστραφεί μέρος της περιουσίας (κτιριακής υποδομής) που του είχε δωρίσει: π.χ. η Ακαδημία Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εθνική Βιβλιοθήκη, Ασκληπείο Βούλας, Νοσοκομείο Παίδων, Νοσοκομείο Συγγρού, Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Μαράσλειος Ακαδημία, Γεννάδειος βιβλιοθήκη, Αιγινήτειο Νοσοκομείο, Αρεταίειο Νοσοκομείο, Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης, ΠΙΚΠΑ Βούλας, Ιπποκράτειο Νοσοκομείο κλπ.. Επομένως όταν μιλούν ορισμένοι, καλό είναι να λαμβάνουν όλα τα δεδομένα υπ? όψιν.Δικαιοσύνη ή απαξίωση;
4. Με την παρούσα νομοθεσία η Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου – ο «χωρισμός κράτους-εκκλησίας», με την έννοια που του δίνουν ορισμένοι, σημαίνει την μετατροπή της Εκκλησίας σε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, δηλαδή ισάξιο σωματείου. Αξίζει να θυμηθούμε όμως πως ΝΠΔΔ είναι και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο όπως και οι κατά τόπους κοινότητες του στην Ελλάδα (συνολικός πληθυσμός περί τους 5.500), ενώ μέχρι πριν από λίγα χρόνια και η Καθολική Εκκλησία Ελλάδος χαρακτηρίζονταν ΝΠΔΔ.
5. Η παρούσα νομοθεσία, όπως αυτή κατοχυρώνεται από την αρ. 2601/1998 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, επιτρέπει σε όποιον δεν επιθυμεί να ορκιστεί στο Ευαγγέλιο να μην το πράξει. Παρ? όλα αυτά, χάρην του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους και της προάσπισης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, είναι νομίζω επιβεβλημένη η καθιέρωση του πολιτικού όρκου ως υποχρεωτικού. Ο θρησκευτικός όρκος θα μπορούσε βεβαίως να ισχύει προαιρετικά, για όσους το επιθυμούν.
6. Ακούω και διαβάζω γνώμες γιά κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών και άλλες γιά αναπροσαρμογή του μαθήματος, από Θρησκευτικά σε Θρησκειολογία. Το άρθρο 16, παράγραφος 3 του Συντάγματος μας λέει: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την […] ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλαση τους σε ελεύθερους πολίτες». Σύμφωνα με το Συνήγορο του Πολίτη, «η άσκηση του δικαιώματος απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών δεν μπορεί να συνοδεύεται από αξίωση απόκαλυψης, έστω και αρνητικής, των θρησκευτικών πεποιθήσεων». Επομένως σε αυτό το σημείο έχουμε δύο, αντικρουόμενα μεταξύ τους, ζητήματα: από τη μιά τη διαφύλαξη του δικαιώματος στη μη αποκάλυψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων και από την άλλη την εξασφάλιση του δικαιώματος των γονέων να αποφασίζουν αυτοί γιά την εκπαίδευση των ανήλικων παιδιών τους.
Ως εκ τούτου, η μέση λύση βρίσκεται στην καθιέρωση ως υποχρεωτικού του μαθήματος της Θρησκειολογίας (σύμφωνο με το Σύνταγμα) και ως μαθήματος προαιρετικής επιλογής τα Θρησκευτικά με τη σημερινή τους μορφή.
7. Η φορολόγηση της αξιοποιούμενης εκκλησιαστικής περιουσίας, όπως την πρότεινε πρόσφατα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπανδρέου, αποτελεί ένα σωστό μέτρο. Φορολόγηση η οποία βεβαίως πρέπει βρίσκεται σε αρμονία με την ισχύουσα νομοθεσία φορολόγησης της Εκκλησίας, μέσω των εσόδων των Ιερών Ναών (περίπου 20% νομίζω), αλλά και της ανάλογης φορολόγησης των κληρικών ως δημοσίων υπαλλήλων.
8. Τελευταίως ορισμένοι συγχέουν, είτε από άγνοια είτε επιτηδευμένα, τα πρόσφατα απεχθή οικονομικά σκάνδαλα Μονών του Αγίου Όρους με την Εκκλησία της Ελλάδος. Άλλο πράγμα το Άγιο Όρος, άλλο η Εκκλησία της Ελλάδος (Ιωάν. Κονιδάρης, 22.9.2008, Alter). Καθότι, ως γνωστόν το Άγιο Όρος δεν υπάγεται, ποιμαντορικά, στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών αλλά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ως εκ τούτου, η αναπροσαρμογή των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους (ή ακόμη, υποθετικά, και η πλήρης κατάργηση της Εκκλησίας της Ελλάδος) δε θα επηρέαζε στο ελάχιστο τις όποιες δραστηριότητες Μονών του Αγίου Όρους οι οποίες και δική τους διοίκηση διαθέτουν και πλήρη αυτονομία δράσης.
Συμπέρασμα; Ο χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους ουσιαστικά υπάρχει. Αυτό που είναι αναγκαίο, τόσο γιά το κράτος όσο και γιά την Εκκλησία, είναι ο επαναπροσδοιορισμός των διακριτών ρόλων τους σε μιά ευνομούμενη κοινωνία πλήρους θρησκευτικής ελευθερίας. Ούτε η Εκκλησία να αναμειγνύεται στην πολιτική, ούτε η πολιτική στην Εκκλησία. Θα συμφωνήσω επομένως πλήρως με τα γραφόμενα του Συνταγματολόγου και βουλευτή Ανδρέα Λοβέρδου πως «δεν υπάρχουν θέματα θρησκευτικής ελευθερίας που να μας σπρώχνουν στο χωρισμό κράτους-εκκλησίας. Επιθυμώ η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως επικρατούσα στη χώρα μας θρησκεία, να έχει την αναγνώριση του άρθρου 3 του Συντάγματος, με κριτήριο του τι ασπάζεται η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών. Αυτό καταλήγει σ? ένα ζήτημα Πρωτοκόλλου κατά βάση σε ότι αφορά στην Εκκλησία και τίποτε άλλο» (Ελεύθερος Τύπος, 21.6.2000). Ποιοί είναι αυτοί, λοιπόν, που διακαώς διασταυρώνουν τα ξίφη τους γιά τον περίφημο «χωρισμό» του Κράτους από την Εκκλησία; Η πρώτη κατηγορία είναι πιθανόν όσοι αγνοούν τις διατάξεις του Ελληνικού Συντάγματος και των νομοθετικών ρυθμίσεων που από μόνες τους προσδοιορίζουν τους διακριτούς ρόλους της κοσμικής και θρησκευτικής ηγεσίας.
Τις υπόλοιπες δύο τις περιγράφει σε σχετικό άρθρο με το δικό του, ξεχωριστό τρόπο, ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς:«Oι μεν θέλουν, με νόμους και θεσμούς, να επιβάλουν στο κοινωνικό σώμα τον ιδεολογικό («προοδευτικό» όπως πιστεύουν) αντικληρικαλισμό τους, αποκύημα μεταπρατικού «μοδέρνου» μηδενισμού. Θέλουν ο πολιτισμός να είναι μόνο ψυχαγωγία χωρίς σχέση με «νόημα» βίου. Θέλουν τους νόμους και τους θεσμούς να υπηρετούν στυγνά ατομοκεντρικές (ατομικών δικαιωμάτων), όχι κοινωνιοκεντρικές προτεραιότητες. Oι άλλοι, του εκκλησιαστικού γεγονότος οι αλλοτριωμένοι διάκονοι, θέλουν να κατοχυρώσουν, επίσης με νόμους και θεσμούς, εξουσιαστικές προνομίες αρχιερέων και ιερέων «επικρατούσης θρησκείας». Να επιβάλλεται η «επικρατούσα θρησκεία» σαν κυρίαρχη κρατική ιδεολογία, ώστε να απολαμβάνουν κύρος κρατικών αξιωματούχων οι κληρικοί της και μονοπωλιακά δικαιώματα οι «αρχές» της. Να μισθοδοτείται από το κράτος το ιερατείο για τη χρηστική ωφελιμότητα του έργου του, να διαχειρίζεται επιχορηγήσεις και «κοινοτικά προγράμματα» για πρωτοβουλίες κοινωνικής πρόνοιας».(«Καθημερινή», 5.2.2006)
Όποιος έχει διαφορετική, ή και παρόμοια άποψη, είναι ευπρόσδεκτος να την εκφράσει ελεύθερα. Ο διάλογος, άλλωστε, δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.
Υποβλήθηκε στις 4 Οκτωβρίου, 2008 στις 8:26 μμ και βρίσκεται κάτω από ΜΑΘΗΜΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ.
.
Μπορείς να παρακολουθείς τα σχόλια για το άρθρο χρησιμοποιώντας RSS 2.0 τροφοδότης (feed).
Μπορείς να πας στο τέλος και να αφήσεις σχόλιο. Το Pinging προσωρινά δεν επιτρέπεται.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.