kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Ηλίας Χρ. Φραγκόπουλος, Περί το χαρακτήρα του θρησκευτικού μαθήματος . Σχολιασμός της απάντησης των 44

Συγγραφέας: kantonopou στις 5 Νοεμβρίου, 2009

98ii.jpgΠερί το χαρακτήρα του θρησκευτικού μαθήματος Σχολιασμός της απάντησης των 44

Του Ηλία Χρ. Φραγκοπούλου,Θεολόγου-Φιλολόγου, Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της ΠΕΘ

από το περιοδικό της ΠΕΘ «ΚΟΙΝΩΝΙΑ», τεύχος 3, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2009

Διάβασα πριν από λίγο καιρό ένα άρθρο πού χαρακτήριζε το μάθημα των Θρησκευτικών« πολύπαθο». Φαίνεται ότι ο χαρακτηρισμός αυτός δεν μπορεί πια να θεωρηθεί «ιστορικός», αλλά αξίζει να τον βλέπουμε και σαν «προφητικό». Αφού είναι ευδιάκριτες οι μελλοντικές του περιπέτειες. Όπως άλλωστε και της ελληνικής εκπαίδευσης, πού απ’ τη δεκαετία του 1960-70 συνεχώς μεταρρυθμίζεται, αλλά δεν κατάφερε ακόμα να ρυθμισθεί. Θα πείτε ότι ο κόσμος μας συνεχώς μεταβάλλεται, «οι εποχές αλλάζουν». Άλλ’ εγώ ο «συντηρητικός» νομίζω πώς υπάρχουν στον κόσμο κάποιες σταθερές, που αγγίζει τα όρια του παραλόγου να τροποποιούνται κάθε τετραετία, ή κάποτε και κάθε διετία, ακολουθώντας άλλης κατηγορίας μεταβολές. Και μια τέτοια είναι η παιδεία, η γνωστική, διανοητική, πνευματική και ηθική καλλιέργεια των παιδιών μας, και η διαμόρφωση τους σε αξίες προσωπικότητες της κοινωνικής ζωής.

Στα τέλη του περασμένου Μαΐου αναρτήθηκε στο Διαδίκτυο μια «απάντηση εκπαιδευτικών θεολόγων σε επιστολή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου». Ο τίτλος της ήταν: «Τα Θρησκευτικά ως αίτημα παιδείας και όχι συντεχνίας».

Θα θέλαμε με τα ακολουθούντα να επισημάνουμε και σχολιάσουμε κάποια σημεία απ’ τα διαλαμβανόμενα στην «απάντηση των 44», αφού άλλωστε ρητώς αναφέρεται και στην Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), αλλά και να εκφράσουμε και τις δικές μας σχετικές απόψεις στο κεντρικό θέμα της «απάντησης», πού είναι ο χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών (ΘΜ).

1. Κατ’ αρχήν η «απάντηση» δίνεται σε επιστολή    της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, τουλάχιστον τυπικά, αφού ξεκαθαρίζεται ότι η Δ.Ι.Σ. «διαβιβάζει πορίσματα μιας ημερίδας της ΠΕΘ». Έτσι  η «απάντηση» απευθύνεται κατ’ ουσίαν στην ΠΕΘ. Ξεχνούν όμως, ή μάλλον  σκόπιμα αγνοούν οι 44 υπογράφοντες ότι την ημερίδα συνδιοργάνωσαν μαζί με την Ένωση μας (την ΠΕΘ),   και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας   της Ελλάδος  και οι δυο Θεολογικές  Σχολές    των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Και    έλαβαν μέρος   σ’αυτήν  από μέρους  της πρώτης, ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος  Αθηνών, μαζί με πλειάδα Αρχιερέων, από δε τις Θεολογικές Σχολές  και οι δύο Κοσμήτορες και αρκετοί Καθηγητές, πού μίλησαν βεβαίως με εξαιρετικά σημαντικές θέσεις. Έτσι, για να παίρνουν τα πράγματα τα πραγματικά τους μεγέθη. Πάντως πρέπει να λάβουν όλοι υπόψη ότι η ΔΙΣ με την επιστολή της προς τον κ. Υπουργό φαίνεται ότι κρίνει ως «θετικές» τις προτάσεις της ημερίδας, εφ’ όσον ζητά την υλοποίηση τους από το ΥΠΕΠΘ.

2. Αναφέρει η «απάντηση» ότι η επιστολή  της Δ.Ι.Σ. προς τον  κ. Υπουργό με τον τρόπο της «ευνοεί λαθεμένες και συγχυτικές αντιλήψεις…» Όσον άφορα στις λαθεμένες   αντιλήψεις γύρω   απ’ το ΘΜ, αυτό θα το δείξει ο χρόνος και οι κοινωνικές εκδηλώσεις των ερχομένων  γενεών, αφού η ιστορία δεν φαίνεται ικανή να διδάξει  μερικούς. Άλλα για το θέμα της σύγχυσης θα θέλαμε να σημειώσουμε: Η «απάντηση» έχει τίτλο πού δείχνει την περί το μάθημα σύγχυση.

Τα «θρησκευτικά» παρουσιάζονται αφ’ ενός ως αίτημα παιδείας και εννοείται έτσι η αντίληψη του θρησκειολογικού χαρακτήρα του μαθήματος (το ονομάζουμε έτσι, γιατί προς αυτή κλίνει η όλη αντίληψη της «απάντησης», χωρίς πάντως να αγνοούμε τις διευκρινιστικές σκέψεις πού αναφέρονται στην 4η και 6η παράγραφο της).

Απ’ την άλλη χαρακτηρίζονται ως αίτημα συντεχνίας και εννοείται μ’ αυτό η αντίληψη του ομολογιακού μαθήματος (πάλι ο ορός γενικά χωρίς διευκρινίσεις. Για να συνεννοούμαστε).

Εδώ ακριβώς υπάρχει η σύγχυση. Ποιος χαρακτήρας διδασκαλίας εκφράζει συντεχνιακή αντίληψη; Ο «θρησκειολογικός» πού αποβλέπει στο να διαμορφώσουμε ένα μάθημα πού θα είναι δυνατό να διδάσκεται σ’ όλους, και στους αλλόθρησκους, και στους μη πιστούς, μόνο για να τους έχουμε όλους στην τάξη, χωρίς να τους καλούμε στην πίστη και την αγάπη του Χριστού; Αυτός πού αποβλέπει μόνο στη γνώση και στην ικανότητα των μαθητών «να κάνουν πολλές ερωτήσεις γύρω από τη θρησκευτικότητα, να αναπτύσσουν προσωπικές θρησκευτικές συζητήσεις… να ελέγχουν και να κατανοούν κριτικά τη θρησκευτική γνώση…» και όσα άλλα αναφέρονται στην παράγραφο 6; Αυτά δεν είναι συντεχνιακά;

Και είναι συντεχνιακή η αντίληψη του «ομολογιακού» μαθήματος, η όποια, πέρα από τα πολλά στοιχεία γνώσεων – πού είναι κοινά και στις δυο αντιλήψεις – αποδέχεται, ως αναπόδραστη έστω συνέπεια, την περίπτωση να διδάσκεται άλλο θρησκευτικό μάθημα σε κάποια παιδιά από θεολόγο πάντως, που θα μπορούσε ίσως σε κάποιες περιπτώσεις να μη είναι ορθόδοξος; Είναι συντεχνιακή η αντίληψη (του ομολογιακού ΜΘ), πού θέλει στα ορθόδοξα παιδιά μας να θέτει τους προβληματισμούς όχι μόνο της γνώσης, αλλά και της ζωής, και του αγώνα της ηθικής συμπεριφοράς κατά τα αιτήματα της διδασκαλίας του Χριστού; Νομίζουμε ότι το λεγόμενο «ομολογιακό» μάθημα στηρίζεται σε αρχές πνευματικές και όχι στην – κατ’ αρχήν – εξυπηρέτηση του κλάδου των θεολόγων καθηγητών.

Ποια απ’ τις δυο τάσεις είναι η συντεχνιακή και ποια η παιδευτική – παιδαγωγική; Ας το σκεφτούν οι 44 αγαπητοί συνάδελφοι. Κάποτε πρέπει να σταματήσει η σύγχυση και προπαντός η προσπάθεια συγχύσεως, η όποια τελικώς ζημιώνει όλους. Έκτος και αν δεν θεωρούν συντεχνιακό το δικό τους αίτημα (ένα θρησκειολογικό-πολιτιστικό-ιστορικό μάθημα), επειδή ένα τέτοιο μάθημα θα μπορούσε (και πιθανώς θα έπρεπε), να διδάσκεται από διδάσκοντες πού προβλέπει και συνιστά η υπ’ αριθμ. 1720 του 2005 Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης στις Κυβερνήσεις των Ευρωπαϊκών χωρών με τις παραγράφους 14.5 και 14.6, στις όποιες ορίζεται ότι «πρέπει να είναι δάσκαλοι ενός πολιτιστικού ή λογοτεχνικού προγράμματος». Και κάνει μόνο την «υποχώρηση» να προσθέσει ότι «εν τούτοις οι ειδικοί σε ένα άλλο κλάδο/πρόγραμμα θα μπορούσαν να γίνουν αρμόδιοι γι’ αυτήν την εκπαίδευση» (Recommandation 1720/2005 με τίτλο Education and Religion).

3.Στη δεύτερη παράγραφο της «απάντησης» δηλώνουν οι 44 ότι στόχος τους είναι η «υποχρεωτική διδασκαλία του ΘΜ σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές ανεξαρτήτως της θρησκευτικής τους – ή μη – δέσμευσης». Και, συνεχίζουν, ότι επειδή το ομολογιακά σχεδιασμένο μάθημα δεν μπορεί να διδάσκεται σ’ όλους γι’ αυτό (θα) προτείνουν τον επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα και των στοχεύσεων του ΘΜ.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι ναι μεν είναι γνωστό ότι έχουν έλθει στα ελληνικά σχολεία παιδιά πού οι οικογένειες τους ανήκουν σε άλλες θρησκείες ή ομολογίες. Άλλ’ αυτό το γεγονός, πέρα απ’ το ότι τα παιδιά αυτά αποτελούν ιδιαιτέρως μικρό ποσοστό στο συνολικό αριθμό των μαθητών όλων των ελληνικών σχολείων, δε μπορεί να μας οδηγήσει (πολύ περισσότερο να μας υποχρεώσει) σε ουσιαστικές μεταβολές του περιεχομένου της δικής μας – της ελληνικής – εκπαίδευσης. Η αποδοχή των 44 ότι «στις σχολικές μας τάξεις δεν φοιτούν πλέον αποκλειστικά Ορθόδοξοι μαθητές» είναι υπερβολική και απλώς μεγαλοποιεί τα πράγματα, επειδή παρουσιάζεται σε λίγες σχετικά περιπτώσεις.

Στο κάτω – κάτω δεν θα εγκαταλείψουμε εμείς το δικαίωμα πού έχουμε (έχουμε, ξέρετε, και εμείς – οι ορθόδοξοι Έλληνες, δικαιώματα στον τόπο τούτο), να διδάξουμε την πίστη μας, την πίστη των πατέρων μας, στα παιδιά μας.

Θα υπενθυμίσω τις σχετικές με τα δικαιώματα των μεταναστών δηλώσεις του αυστραλού πρωθυπουργού Kevin Rudd (Σημ. Παραθέτουμε μικρό τμήμα για κατατοπισμό του αναγνώστη. Δήλωσε: «Αν ο Θεός σας προσβάλλει, σας προτείνω να βρείτε άλλο μέρος του κόσμου για να ζήσετε, διότι εμάς ο Θεός είναι μέρος της κουλτούρας μας. Θα δεχτούμε αυτά πού πιστεύετε, χωρίς ερωτήσεις. Αυτό πού ζητάμε είναι να δεχθείτε κι εσείς αυτό πού πιστεύουμε εμείς και να ζήσετε μαζί μας με αρμονία, χαρά και ειρήνη». (Από την «Ενημέρωση» Πελοποννήσου).

Άλλ’ ας μη γελιώμαστε. Και στο θέμα αυτό δεν φταίνε οι μετανάστες και η όποια θρησκευτική τους πίστη. Άλλωστε οι ορθόδοξοι, (Έλληνες, Σλάβοι κ.α.) έχουμε αποδείξει στην Ιστορία της ανθρωπότητας ότι δεν είμαστε μισαλλόδοξοι. Αν προσέξουμε το κείμενο της «απάντησης των 44» θα δούμε μια λεπτομέρεια πού αποδεικνύει από που κυρίως προέρχεται η επιδίωξη της μεταβολής του χαρακτήρα του ΘΜ. Γράφει πώς το ΘΜ θα πρέπει να διδάσκεται σ’ όλους ανεξαιρέτως, ανεξαρτήτως της θρησκευτικής – ή μη – δέσμευσης. Οι έχοντες όποια θρησκευτική δέσμευση – πίστη – δεν αντιδρούν, παρά ελάχιστα, στη διδασκαλία του λεγόμενου ομολογιακού μαθήματος. Εκείνοι (οι γονείς βέβαια) πού θέλουν να το καταργήσουν, για να μη διδάσκεται ούτε στα παιδιά των Ορθοδόξων Ελλήνων, είναι «οι μη έχοντες θρησκευτική δέσμευση», ή οι αποβλέποντες στο να μην έχουν «θρησκευτική δέσμευση» οι σύγχρονοι και οι μελλοντικοί Έλληνες.

Το σημείο όμως στο όποιο πρέπει ιδιαιτέρως να διαφωνήσουμε με τους 44 είναι η άποψη τους ότι «η ανθρωπιστική και η μορφωτική αρετή του ΘΜ. δεν έγκειται στο εγγενές και απαράβατο περιεχόμενο του εκτός τόπου και χρόνου, αλλά στον τρόπο με τον οποίο υλοποιείται εδώ και τώρα». Δηλαδή η αξία του ΘΜ. βρίσκεται όχι στο διαχρονικό του περιεχόμενο, αλλά στη μέθοδο με την οποία προσφέρεται. Άλλα, αγαπητοί, η αξία του μαθήματος μας είναι ακριβώς αυτό το περιεχόμενο του, δηλ. ο Χριστός, η πίστη σ’ αυτόν ως Θεό και Σωτήρα και η αποδοχή και εφαρμογή της διδασκαλίας του. Την αξία του τρόπου προσφοράς κανείς δεν την αρνείται. Σίγουρα ο τρόπος αυτός (και η υλοποίηση του) μπορεί και πρέπει, και πράγματι κατά καιρούς μεταβάλλεται.

Άλλα το περιεχόμενο του  ήταν, είναι και θα είναι   αυτό τούτο. Και στον 21ο και στον 27ο αιώνα και πάντοτε. Ο χριστιανός άνθρωπος μ’ αυτή τη διδασκαλία θα μορφωθεί. Αυτό το πρότυπο θα μιμηθεί. Αν θέλει να είναι χριστιανός. Εμείς οφείλουμε να το διδάξουμε – να το δείξουμε στα παιδιά μας. Και να τα οδηγήσουμε σ’ αυτό. Αν μας ενδιαφέρουν τα παιδιά μας, τα παιδιά των Ελλήνων, και η πορεία τους στη ζωή. Στα άλλα παιδιά, όσα «προερχόμενα από άλλη θρησκευτική παράδοση», πού οι συνθήκες της ζωής έφεραν κοντά μας, φυσικά δεν θα τα υποχρεώσουμε. Μπορούμε σ’ αυτά να προσφέρουμε το ευρύτερο «θρησκειολογικού» τύπου μάθημα πού προτείνουν οι θιασώτες του χαρακτήρα αυτού για το ΘΜ.

4.Τούτο ακριβώς, η ρύθμιση με υποχρεωτικό «ομολογιακό» μάθημα για όλους τους Έλληνες ορθοδόξους μαθητές, και παράλληλο «θρησκειολογικό» για όλους τους άλλους, αποκλείει την ασάφεια, σύγχυση και υποτίμηση, πού αναφέρει η «απάντηση» στο τέλος της δεύτερης παραγράφου.

Βεβαίως υπάρχει το ενδεχόμενο αίτημα των άλλων θρησκειών ή δογμάτων για αντίστοιχη «ομολογιακή» διδασκαλία, οπού είναι η πλειοψηφία ή έστω ισχυρή μειοψηφία. Άλλ’ ήδη γνωρίζουμε τί γίνεται με τους Μουσουλμάνους της Θράκης και με τους Ρ/καθολικούς των Κυκλάδων. Ας μη επισείουμε λοιπόν φόβητρα για την Πολιτεία.

Και για να ολοκληρώσουμε το θέμα τούτο. Διατυπώνεται στην «απάντηση» (παράγραφο 3η) ότι οι δεχόμενοι το ομολογιακό ΘΜ χρησιμοποιούν «άκριτα» το επιχείρημα της εφαρμογής της ομολογιακής θρησκευτικής διδασκαλίας σε χώρες της Ευρώπης (κυρίως στη Γερμανία). Πέρα από τη μεγάλη διαφορά του μεταναστευτικού πληθυσμού στις χώρες αυτές, πρέπει να σημειώσουμε και τούτο. Σ’ εμάς εδώ στην Ελλάδα, με επικρατούσα θρησκεία (κατά το Σύνταγμα) την Ορθόδοξη χριστιανική, το ελληνικό κράτος επεδίωκε με τη δημόσια εκπαίδευση να μορφώνει τον Έλληνα πολίτη σαν χριστιανό ορθόδοξο. Και δεν υπήρχε πρόβλημα. Όταν όμως διαμορφώνεται πληθυσμός με διαφορετικές θρησκείες, ή όταν διαμορφώνεται (πιο σωστά επιδιώκεται να διαμορφωθεί), πολιτεία – κράτος χωρίς επικρατούσα θρησκεία (βλ. Χωρισμός Κράτους – Εκκλησίας), τότε ποιος θα εμπιστεύεται τη θρησκευτική μόρφωση και την καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησης των παιδιών του σ’ αυτό το Κράτος και την εκπαίδευση του;

Μοιραία λύση θα καταστεί αυτό πού αναγράφει η «απάντηση», δηλ. η εκχώρηση της ευθύνης για ΘΜ. στις θρησκευτικές κοινότητες. Και μη ξεχνάμε, στη Γαλλία με την άθρησκη δημόσια εκπαίδευση, σήμερα τα ιδιωτικά σχολεία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, πού προσπαθούν να συμπληρώσουν το κενό, επιδοτούνται οικονομικά από το Κράτος.

5.Πρέπει ακόμα να προσθέσουμε ότι  αποδεχόμενοι τον ομολογιακό χαρακτήρα δεν αποκλείουμε πλήρως   τη διδασκαλία θρησκειολογικού μαθήματος. Η περί των άλλων θρησκευτική γνώση είναι απαραίτητη. Άλλα και η σύγκριση και η υπογράμμιση διαφορών και η συγκριτική αξιολόγηση διδασκαλιών. Ο προβληματισμός και η κρίση ανήκει στον άνθρωπο πού καλλιεργούμε στο μάθημα μας. Αυτόν, πού το σύνολο σχολείο οφείλει να τον κάνει  ικανό να σκέπτεται λογικά και τίμια, και να επιλέγει το πιο αξιόλογο για τη ζωή.

6.Στην   5η παράγραφο της «απάντησης των 44», παρουσιάζεται επιχείρημα πού φαίνεται ότι φέρνει πολύ κοντά την άποψη του «θρησκειολογικού» με την άποψη του «ομολογιακού» μαθήματος. Γιατί υποστηρίζει ότι με την πρόταση τους (δηλ.   του «θρησκειολογικού») θα διευκολύνονται «οι μαθητές να αναγνωρίσουν πόσο ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία ιδιαίτερα επηρέασε και συνδιαμόρφωσε τον ελληνικό πολιτισμό,   ως παράδοση, ως τέχνη, ως ήθος, ως στάση ζωής…». (η υπογράμμιση δική μας). Όμως εδώ ακριβώς υπάρχει η ουσιαστική διαφορά μας.

Η παραπάνω φράση της «απάντησης των 44 » βλέπει, αντιλαμβάνεται το Χριστιανισμό και την Ορθοδοξία από καθαρά και μόνο ιστορική παρουσία (:επηρέασε, συνδιαμόρφωσε) και σαν πολιτιστικό μέγεθος (:παράδοση, τέχνη), και ίσως λίγο περισσότερο πνευματικά, αλλά πάλι στην ιστορική τους, όπως φαίνεται, διάσταση σαν κοινωνική συμπεριφορά (:ήθος, στάση ζωής). Και ακριβώς τούτο δεν μπορεί να είναι αποδεκτό. Το να τίθεται η πίστη και η αποδοχή της στο ίδιο σημείο με όλες τις άλλες θρησκείες, όχι μόνο ως προς τον πολιτισμό, τέχνη, ήθος, στάση ζωής, αλλά και την αποδοχή της θείας Αποκαλύψεως στο πρόσωπο, το έργο και τη διδασκαλία του Χριστού.

Κι’ εμείς πού επιδιώκουμε το «ομολογιακό», επιδιώκουμε και τα τρία στοιχεία. Δεν θέλουμε μόνο το τρίτο στενά και φανατισμένα, όπως θέλουν μερικοί να μας παρουσιάσουν, αλλά ξεκινώντας – βάζοντας βάση αυτό το τρίτο σημείο, τη θεία αποκάλυψη, να οικοδομήσουμε και τα δύο προαναφερόμενα, ή μάλλον τα μόνα αναφερόμενα στο υπόμνημα των 44.

Το να μη ενδιαφέρονται γι΄ αυτό το τρίτο σημείο, τη θεία Αποκάλυψη, είναι πού μας προβληματίζει. Εμείς πάντως το ΘΜ το βλέπουμε και ως «γνωστικό» αντικείμενο, και ως «ομολογιακό». Διαφορετικά, ως απολύτως γνωστικό θα μπορέσουν, να το συρρικνώσουν και να το αφαιρέσουν από τους θεολόγους.

7.Η 6η παράγραφος της «απάντησης» αναφέρεται κυρίως στην αντίληψη τους για το προτεινόμενο ως «θρησκειολογικό» μάθημα. Θα έπρεπε να σχολιαστούν περισσότερες ίσως εκφράσεις. Όμως εμείς θέλουμε να μείνουμε στις παρακάτω: Λέγεται απ’ τους 44 ότι θέλουν οι μαθητές «να κατανοούν κριτικά τη θρησκευτική γνώση και όχι να υποτάσσονται σε δεδομένες παραδοχές». «Παραδοχή» βεβαίως είναι το δόγμα, η πίστη μας. Θα το απορρίψουμε, και θα ερμηνεύσουμε τις χριστιανικές αλήθειες κατά τη δική μας άποψη, εντελώς προτεσταντικά; Αλλά είναι «δεδομένη παραδοχή» και «υποταγή» σ’ αυτήν η πίστη στην ενσάρκωση – ενανθρώπιση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος και η ανάσταση Του; Θα τη λέγαμε μάλλον «προτεινόμενη πίστη» προς «αποδοχή». Εμείς αυτό θέλουμε και σ’ αυτό στοχεύουμε.

Η πρόταση των 44 ότι οι μαθητές μας θα πρέπει να οδηγούνται απ’ το ΜΘ ώστε «να αναπτύσσουν προσωπικές θρησκευτικές αναζητήσεις και όχι να αποδέχονται θεσμοποιημένες βεβαιότητες, και όχι να υποτάσσονται σε δεδομένες παραδοχές», αλλά «να διαμορφώνουν τις δικές τους υπεύθυνες απόψεις και στάσεις ζωής γύρω από τη θρησκευτική πίστη (αυτό τίθεται γενικά) και το Χριστιανισμό (δηλ. εννοεί τη χριστιανική πίστη)». Η πρόταση αυτή ιδιαιτέρως πρέπει να μας ανησυχεί. Διότι ανοίγει το δρόμο της άρνησης ή και της αίρεσης, αφού μάλιστα δεν θα έχει προηγηθεί η αποδοχή και στερέωση της χριστιανικής πίστης στα παιδιά μας.

Θα μας αντιτείνουν ότι αυτό θα το έχει κάνει ήδη η οικογένεια και η Εκκλησία.

Άλλα αγαπητοί, σε ποια εποχή ζείτε; Πόσο η σημερινή οικογένεια, ακόμα και η απλώς πιστή στο Χριστό οικογένεια, πού αγωνίζεται για τη ζωή της (και των παιδιών της) θα το πετύχει τούτο μόνη της; Ή πόσο δεν το απαιτεί απ’ το σχολείο, το ελληνικό σχολείο, στο όποιο στέλνει τα παιδιά της;

Και η Εκκλησία της Ελλάδος τί δυνατότητες έχει στη σημερινή πραγματικότητα να οδηγήσει τα παιδιά των Ελλήνων στην πίστη και τη στερέωση της, ώστε να μπορούν μετά να ανοίξουν τη σκέψη τους σε κάθε είδους θρησκειολογικό θρησκευτικό – φιλοσοφικό λογισμό;

Το ΘΜ το θέλουμε για τις ανάγκες, τις πραγματικές, των Ελλήνων, της Ελλάδος του σήμερα, και του αύριο.

8.Για τον αριθμό των ωρών διδασκαλίας δεν θα  εκταθούμε. Θα θυμίσουμε μόνο τα όσα έχουν κατά καιρούς τονισθεί και γραφεί για τη δίωρη διδασκαλία του ΘΜ, αλλά και κάθε μαθήματος, και ένα σημείο   θέλω να τονίσουμε. Η περικοπή πού έγινε το 1982 στο ωράριο του ΘΜ του Λυκείου ήταν η πλέον πρόχειρη, αψυχολόγητη και ανεπιτυχής. Περικόπηκε στο ήμισυ (έγινε μιας ώρας η διδασκαλία) το μάθημα της χριστιανικής ηθικής. Ίσως αυτό πού πρωτίστως χρειάζεται να διδαχθεί η σύγχρονη νεολαία. Περικόψαμε αυτό και όχι ένα οποιοδήποτε άλλο θρησκευτικό μάθημα (π.χ. την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης).9.Όσον άφορα στη διδασκαλία του ΜΘ., από θεολόγους στα Δημοτικά Σχολεία. Το αίτημα αυτό είναι πάλι απότοκο των αναγκών της σύγχρονης πραγματικότητας. Αποδεχόμενοι  την  ψυχοπαιδαγωγική προϋπόθεση της σχέσης του δασκάλου με το παιδί της ηλικίας αυτής, υποχρεωνόμαστε να ζητήσουμε την παραπάνω ρύθμιση, επειδή πλήθυναν οι περιπτώσεις δασκάλων πού «παραβλέπουν» την διδασκαλία του ΘΜ. Και βεβαίως είναι ορθή η πρόταση της ανάγκης κατάρτισης των δασκάλων  στα παιδαγωγικά τμήματα των Πανεπιστημίων.  Την ίδια πρόταση έχουμε κάνει πολλές φορές. Και έγγραφα   προς το ΥΠΕΠΘ επανειλημμένως   υποβάλαμε για το διορισμό ειδικών καθηγητών Διδακτικής των Θρησκευτικών στα τμήματα αυτά. Πάντως σήμερα   μόνο σε   ένα υπάρχει τέτοιος. Οι διαμορφούμενες   ανάγκες είναι   πολλές φορές εκείνες πού υπαγορεύουν ανάλογες ενέργειες και δράσεις. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις  είναι καλές, αλλά σε  περιπτώσεις προβληματικών πραγματικών καταστάσεων, οδηγούν σε διαιώνιση των προβλημάτων. Κάποτε ίσως και αυτό επιδιώκουν.

10.Στην 8η παράγραφο η «απάντηση των 44» αγγίζει το πιο σημαντικό σημείο πού την υπαγόρευσε. Οφείλουμε να το δούμε:Κατ’ αρχήν ανησυχεί γιατί η κοινοποίηση της επιστολής της Δ.Ι.Σ. στον κ. Υπουργό «δημιουργεί την αίσθηση στην κοινή γνώμη και στους θεολόγους ότι η Ποιμαίνουσα Εκκλησία υιοθετεί τις προτάσεις της ΠΕΘ ως θετικές…» Αυτό ίσως τους ενοχλεί. Άλλ’ υπενθυμίζουμε αυτό πού σημειώσαμε στην αρχή (παρ. 1 δική μας).

Το δεύτερο πού ανησυχεί τους 44 είναι μήπως θεωρηθεί πώς «όλες αυτές οι προτάσεις συνιστούν «εξέλιξη» για το ΘΜ».   Και το συνδέουν αυτό με «στερεότυπες παρανοήσεις γύρω   από τη   θρησκευτική εκπαίδευση στην Ελλάδα». Θα πρέπει όμως να ρωτήσουμε αν «εξέλιξη» για το ΘΜ  στα σχολεία μας θα ήταν η μετατροπή του σε θρησκειολογικό – πολιτιστικό – ιστορικό   και κυρίως   σε αποκλειστικά και μόνο γνωστικό με την περικοπή, τη διαγραφή, την απάλειψη κάθε προσπάθειας διδακτικού, μορφωτικού, ανθρωποπλαστικού χαρακτήρα των νέων Ελλήνων.

Αυτή ακριβώς την πρόταση εξέλιξης δηλώνουμε σαφώς και απεριφράστως ότι δεν θέλουμε. Γιατί πιστεύουμε και αποδεχόμαστε την ανθρωποπλαστική και διαμορφωτική της προσωπικότητας δύναμη της ορθόδοξης πίστης μας και της διδασκαλίας του Χριστού μας. Αυτό ακριβώς δεν θέλουμε να αποκλειστεί. Από κει και πέρα πολλά αλλά, ιδίως όσα αφορούν στο γνωστικό πεδίο, είναι όχι μόνο αποδεκτά, αλλά και εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενα.

Και στο σημείο αυτό χρειάζεται ο διάλογος. Πού δεν ξέρω αν «χρειάζεται να ξαναρχίσει», αφού ποτέ δεν θυμάμαι να έγινε. Ενώ θυμάμαι αρκετούς αποφασιστικούς μονόλογους.

11.Τελειώνοντας θα αναφερθούμε στον ομορφογραμμένο πράγματι επίλογο της «απάντησης των 44». Δεν θα σχολιάσουμε την διακήρυξη της πάλης «για ένα υποχρεωτικό… μάθημα».

Όμως θα υπογραμμίσουμε την άποψη του Brumer, με την οποία κλείνεται η όλη απάντηση. Πράγματι «μυριάδες αντι-σχολεία ανταγωνίζονται το σύγχρονο σχολείο». Κι αν το σχολείο εγκαταλείψει την προσπάθεια να διαμορφώνει πνευματικές προσωπικότητες και αντ’ αυτού αφήσει να διαμορφωθεί σε εργαστήριο πού θα δημιουργεί ανθρώπους οι οποίοι θα είναι «ρεζερβουάρ γνώσεων», όπως λέγει ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννης Κογκούλης, τότε οι πολίτες του μέλλοντος δεν είναι δύσκολο να φαντασθούμε πού θα οδηγηθούν απ’ τα «αντι-σχολεία». Έχουμε ήδη γνωρίσει την αρχή της πορείας αυτής. Θα κλείσουμε με την αντιπαραβολή των δυο οραματισμών:

Οι 44 (1) φαίνεται ότι οραματίζονται ένα σχολείο με καθαρά γνωστικό ΘΜ, στο όποιο «το κάθε παιδί θα πρέπει να γίνει ένας θρησκευτικά εγγράμματος και συνειδητοποιημένος πολίτης πού (να) έχει εκπαιδευτεί να σέβεται και να συνυπάρχει με τον όποιον «άλλον».

Εμείς οραματιζόμαστε ένα ΘΜ πού θα οδηγεί το κάθε παιδί να γνωρίσει και να εκτιμήσει και να αγαπήσει το Χριστό και την αγάπη Του και τη διδασκαλία Του. Και αυτό θα τον κάνει να γίνει συνειδητοποιημένος χριστιανός πολίτης πού πράγματι θα σέβεται, θα συνυπάρχει και προπαντός θα αγαπά τον όποιον άλλον.

Να γιατί θεωρούμε αυτούς πού αποδέχονται το λεγόμενο «ομολογιακό» μάθημα πολύ περισσότερο συναινετικούς στον όποιο σχετικό διάλογο. Ενώ αυτούς πού διαρρήδην το απορρίπτουν και το αρνούνται, πολύ περισσότερο «δογματικούς» και με διάθεση απόλυτης επιβολής των απόψεων τους.

Περιμένουμε να δούμε αν θα γίνει σχετικός διάλογος και ποια μορφή θα πάρει αυτός. Και στο χώρο της Πολιτείας και των οργάνων της. Και στο χώρο της Διοικήσεως της Εκκλησίας. Και στο χώρο αυτής ταύτης της Εκκλησίας γενικώς.(2

)Υποσημειώσεις

(1). Για την Ιστορία και για να είναι τίμια και καθαρή η θέση όλων μας στα μεγάλα θέματα που διαλαμβάνονται στα προηγηθέντα, σημειώνουμε εδώ ότι οι 44 συνάδελφοι πού υπογράφουν την «απάντηση» είναι οι παρακάτω, με τη σειρά πού αναγράφονται στο κείμενο τους: Αγγελάκη Δήμητρα, Αμπατζίδης Θεόφιλος, Ανδριόπουλος Παναγιώτης, Βολάκης Παναγιώτης, Γιαννόπουλος Ανδρέας, Γκαλίτσιος Πρόδρομος, Γκαργκάνα Σουλτάνα, Γριζοπούλου Όλγα, Γώγου Βάσω, Δαμαλής Γιάννης, Ζωχιού Μαρία, Καζλάρη Πηγή, Καλαϊτζίδης Παντελής, Καραγιάννης Παναγιώτης, Κατσούδας Κώστας, Κετικίδης Γιώργος, Κρανιώτης Μιχάλης, Κυριακίδου Άννα, Λίλιας Πέτρος, Λίτσιος Γιάννης, Μαλεβίτης Ηλίας, Μάλφας Γεώργιος, Μαραθιά Διονυσία, Μασσαράς Θεοχάρης, Μαυροκωστίδης Γρηγόρης, Μιχαηλίδης Κώστας, Μπέλος Ζήσης, Μουντζουρίδης Γεώργιος, Μπάρλος Αποστόλης, Νευροκοπλής Θανάσης, Σεβαστίδου Γεωργία, Στυλιδιώτης Ηλίας, Παλμός Νεκτάριος, Παπαθανασίου Γιαννούλα, Παπαθανασίου Θανάσης, Παπασωτηρόπουλος Χριστόφορος, Πεϊνιρτζή Κατερίνα, Ρούσσος Ηλίας, Ρούσση Βάσω, Τσανανάς Γιώργος, Φακός Βασίλης, Φου-ντούλης Μιχάλης, Φωτόπουλος Χρήστος και Χλωρός Γιώργος.

(2). Σχετικά υπενθυμίζουμε και το άρθρο του κ. Ηλία Μπάκου «Το ποιμαντικό (- κοινωνικό) έργο της Εκκλησίας και η αξιοποίηση των νέων πτυχιούχων θεολογίας. Η συμβολή του εθελοντισμού», στο προηγούμενο τεύχος της «Κοινωνίας» 2 (2009, σελ. 139 -150)

Πηγή:http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=2179&Itemid=1

Αφήστε μια απάντηση