kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Η Θεοτόκος ως πρότυπο ζωής. (Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 6 Αυγούστου, 2009

panagia12.jpgΣτην σημερινή μου ομιλία, όσο μπορώ σύντομα και απλά, θα προσπαθήσω να αναπτύξω το θέμα: «Η Θεοτόκος ως πρότυπο ζωής», γιατί η Παναγία, όπως τονίζουν όλοι οι άγιοι Πατέρες δεν είναι μόνον η αιτία της εναθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, αλλά και ο τύπος του ανθρώπου που θέλει να βρη τον σκοπό της υπάρξεώς του και το νόημα της ζωής, καθώς επίσης είναι και ο τύπος του εσχατολογικού ανθρώπου, όπως θα είναι ο άνθρωπος στην μέλλουσα ζωή. Το ένα συνδέεται στενά με το άλλο, γιατί όποιος αποκτήσει νόημα ζωής, δηλαδή ξέρει γιατί ζή, αυτός μπορεί να βιώση και τις εσχατολογικές καταστάσεις του αναγεννημένου ανθρώπου.

Μιλώντας, βέβαια, για πρότυπο ζωής, γνωρίζω ότι η ζωή είναι δύσκολο να ορισθή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καθηγητής Μάριος Μπέγζος λέγει ότι, ενώ το ερώτημα τί είναι η ζωή είναι δύσκολο, εν τούτοις η απάντηση στο τί είναι η ζωή έχει σχέση με το αποτέλεσμα, αφού «τό φαινόμενο της ζωής τεκμαίρεται, τεκμηριώνεται, αποδεικνύεται με επιστημονικά τεκμήρια, δηλαδή με αδιάψευστα στοιχεία, όταν υπάρχουν δύο δεδομένα: η σχέση και η ενέργεια». Κάθε ζωντανός οργανισμός ενεργεί και σχετίζεται, δηλαδή εκπέμπει ενέργεια και έρχεται σε μια σχέση και επικοινωνία με άλλα όντα. Βλέπουμε τον άλλον, τον ακούμε και λέμε ότι ζή. Ο νεκρός άνθρωπος δεν εκπέμπει ενέργεια και δεν μπορεί να σχετισθή με άλλους, γι’ αυτό λέμε ότι σταμάτησε η καρδιά να κινήται, δεν υπάρχει πίεση, δεν κυκλοφορεί το αίμα, δεν έχει θερμότητα, αφού πάγωσε το σώμα και βεβαίως δεν μπορεί να ανταποκριθή στις ερωτήσεις μας, και τις ανάγκες μας να μιλήσουμε μαζί του. Αυτό αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος δεν έχει ζωή, πέθανε. Οπότε, ο ζωντανός άνθρωπος εκπέμπει ενέργεια και σχετίζεται με τους άλλους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι «η ζωή είναι ένα σύνολο ενεργουμένων σχέσεων».

Ό,τι συμβαίνει στα βιολογικά, αυτό συμβαίνει και στα πνευματικά. Πνευματική ζωή έχει εκείνος που ενεργεί και σχετίζεται, πρωτίστως με τον Θεό και στην συνέχεια με τους ανθρώπους. Αυτός έχει νόημα ζωής. Όπως θα δούμε στην συνέχεια, η Παναγία είχε την αληθινή ζωή γιατί ήταν η Μητέρα της Ζωής και στην συνέχεια έγινε και γίνεται πρότυπο ζωής για όλους μας.

1. Το θεολογικό ερώτημα

Το βαθύτερο ερώτημα που απασχολεί τον άνθρωπο είναι το θεολογικό. Μελετώντας τα ερωτήματα που αναπτύσσονται στον άνθρωπο από την ημέρα που γεννιέται μέχρι την ημέρα που πεθαίνει βλέπουμε ότι το πρώτο ερώτημα που αναπτύσσεται είναι το θεολογικό και καταλήγει η ζωή του με αυτό.

Στην πρώιμη ηλικία του ο άνθρωπος, από τα παιδικά του χρόνια, ασχολείται με τον Θεό. Το μικρό παιδί αγαπά τις εικόνες, κάνει τον σταυρό του, κυρίως αρχίζει με το ερώτημα τί είναι ο Θεός, ποιός τον έκανε, πού ζή. Αυτό το ερώτημα μας κάνουν συνήθως τα μικρά παιδιά. Ύστερα στην ηλικία των 7-10 ετών απασχολεί τα παιδιά το ερώτημα του θανάτου, όπως απέδειξε ο μεγάλος Ελβετός παιδαγωγός Πιαζέ, αφού στην ηλικία αυτή τα παιδιά αποκτούν την έννοια της μη ανατρεψιμότητος του θανάτου. Έπειτα, κατά την εφηβική ηλικία απασχολούν τον άνθρωπο τα υπαρξιακά και ψυχολογικά ερωτήματα. Αργότερα ενδιαφέρεται για τα κοινωνικά, γιατί θέλει μια αποκατάσταση και κατοχύρωση μέσα στην κοινωνία. Στην μέση ηλικία αναπτύσσονται πάλι τα υπαρξιακά ερωτήματα και προς την γεροντική ηλικία αρχίζει και πάλι να απασχολήται ο άνθρωπος με το ερώτημα περί του Θεού.

Αυτό δείχνει ότι τα προβλήματα του ανθρώπου διαγράφουν ένα κύκλο, ήτοι αρχίζουν με το θεολογικό πρόβλημα, προχωρούν στα υπαρξιακά, έπειτα φθάνουν στα κοινωνικά και τέλος επιστρέφουν και πάλι στα υπαρξιακά – ψυχολογικά και θεολογικά.

Η Παναγία έλυσε πλήρως το θεολογικό ερώτημα, αφού με την έλευση του Παναγίου Πνεύματος και την σύλληψη του Χριστού μέσα της κατάλαβε ότι ο Θεός δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα, ούτε ένα ανύπαρκτο όν, αλλά πρόσωπο, που ενεργεί και σχετίζεται με τον άνθρωπο. Η έννοια του προσώπου στον Θεό είναι πολύ καθοριστική, γιατί το πρόσωπο αγαπά και ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο. Η ιδέα δεν αγαπά και δεν σχετίζεται με τον άνθρωπο.

Και εμείς με την Γέννηση του Χριστού από την Παναγία μάθαμε και βεβαιωθήκαμε ότι ο Θεός είναι Τριαδικός, αφού το Δεύτερο Πρόσωπο ενηνθρώπησε, το Πρώτο Πρόσωπο, ο Πατέρας, ηυδόκησε την ενανθρώπηση του Υιού Του και το Άγιον Πνεύμα συνήργησε στην ενανθρώπηση.

Επίσης μάθαμε εκ πείρας, όπως βεβαιώνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και άλλοι Πατέρες ότι, μπορούμε και εμείς να γίνουμε μητέρες του Χριστού πνευματικά. Η Παναγία γέννησε τον Χριστό σωματικά άπαξ, αλλά αυτό γίνεται πνευματικά σε αυτούς που αγαπούν τον Θεό και θέλουν να ενωθούν μαζί Του. Οπότε, ο Θεός δεν είναι κάτι το αφηρημένο, μια αόρατη και αφηρημένη δύναμη που κυβερνά τον κόσμο, αλλά πρόσωπο που συνδέεται με τον άνθρωπο στενά. Επίσης, ο άνθρωπος μπορεί να γεννήση τον Θεό πνευματικά και όλοι εμείς μπορούμε να γίνουμε μητέρες του Χριστού – Θεού.

2. Το εκκλησιολογικό θέμα

Αυτή η σχέση και κοινωνία με τον Χριστό γίνεται μέσα στην Εκκλησία, η οποία είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως.

Το ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού αναφέρεται στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, πράγμα το οποίο ήταν καρπός προσωπικής εμπειρίας του Αποστόλου. Στην προς Κορινθίους Επιστολή γράφεται: “Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους”. Και στην συνέχεια περιγράφει τα χαρίσματα τα οποία υπάρχουν μέσα στην Εκκλησία: “Και ούς μεν έθετο ο θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών” (Α’ Κορ. ιβ’ 27-28).

Την φράση ότι η Εκκλησία είναι κοινωνία θεώσεως χρησιμοποιεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς για να δηλώση ότι μέλη της Εκκλησίας δεν είναι απλώς εκείνοι που βαπτίσθηκαν, αλλά εκείνοι που με την μέθεξη της Χάριτος του Θεού και τον προσωπικό τους αγώνα αγιάζονται καθημερινώς, μεταμορφώνονται από δόξης εις δόξαν. Οι άγιοι αυτοί στην γλώσσα της πατερικής θεολογίας ονομάζονται θεούμενοι.

Οι δύο φράσεις “η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού” και “κοινωνία θεώσεως” δείχνουν ότι η Εκκλησία είναι ένας ευλογημένος θεσμός μέσα στον οποίο επιπολάζει το χαρισματικό στοιχείο. Επομένως, μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι με τα άγια μυστήρια και την άσκηση αισθάνονται κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό εν προσώπω Ιησού Χριστού.

Πρώτη η Παναγία μας γεύθηκε το γεγονός ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως. Από αυτήν προσέλαβε σώμα ο Χριστός και καθ’ όλη την διάρκεια της κυοφορίας του η Παναγία είχε στενό σύνδεσμο και στενή επαφή και κοινωνία μαζί Του και εβίωσε την κατά Χάριν θέωση.

Κατά την διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του «σάρκα Εκκλησίας προσέλαβε». Η Παναγία ήταν το αποκορύφωμα όλων των καθαρμών των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, ήταν το καλύτερο άνθος όλης της ανθρωπότητος. Επίσης, η Παναγία που έχει στην αγκαλιά της τον Χριστό συμβολίζει καθαρά την Εκκλησία. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας γράφει: “υμνούντας την αειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι την αγίαν Εκκλησίαν”.

Αυτό φαίνεται έντονα στην κόγχη του ιερού Βήματος. Όπως είναι γνωστόν η κόγχη του ιερού Βήματος ενώνει τον τρούλλο όπου εικονίζεται ο Παντοκράτωρ, με την γη όπου βρίσκονται οι άνθρωποι. Η Πλατυτέρα που εικονίζεται στην κόγχη του ιερού Βήματος ενώνει τον ουρανό με την γή. Και στην κόγχη ζωγραφίζεται η Παναγία έχουσα στην αγκαλιά της τον Χριστό και περιβαλλομένη από τους αγγέλους. Η εικονογραφία αυτή δείχνει τί είναι η Εκκλησία. Εκκλησία είναι ο σύνδεσμος μεταξύ Νυμφίου Χριστού, νύμφης του Χριστού και φίλων του νυμφίου Χριστού.

Αυτό δείχνει και μερικές άλλες αλήθειες. Όπως ο Χριστός βρίσκεται στην αγκαλιά της Παναγίας έτσι και κέντρο της Εκκλησίας είναι ο Χριστός. Όπως δεν μπορούμε να εννοήσουμε την Παναγία εκτός του Χριστού, γιατί αυτό που την εδόξασε δεν ήταν απλώς οι αρετές της, αλλά το ότι έγινε Μητέρα του Χριστού, έτσι και δεν μπορούμε να εννοήσουμε την Εκκλησία ως μια ανθρώπινη – κοινωνική οργάνωση, αλλά ως έχουσα στο κέντρο της τον Θεάνθρωπο Χριστό. Όπως ο Χριστός ενηνθρώπησε από την Παναγία, έτσι και μπορούμε να τον συναντήσουμε μέσα στην Εκκλησία, και όχι εκτός αυτής.

3. Το ανθρωπολογικό πρόβλημα

Ένα από τα βασικά προβλήματα που απασχόλησαν πάντοτε τον αρχαίο και νεώτερο φιλοσοφικό λόγο ήταν, τί είναι ο άνθρωπος, ποιό είναι το πνευματικό του μέγεθος, από πού προήλθε, πού υπάγει, ποιός είναι ο σκοπός και το νόημα της ζωής του. Στο ερώτημα αυτό προσπάθησαν να απαντήσουν διάφορα φιλοσοφικά, θρησκευτικά και ουμανιστικά συστήματα. Η μεγαλύτερη απάντηση στο ερώτημα τί είναι ο άνθρωπος, ποιά είναι η οντολογία και ποιός είναι ο σκοπός της ζωής του, είναι το πρόσωπο της Παναγίας.

Η Παναγία αναζήτησε τον Θεό, γιατί γνώριζε ότι Αυτός την δημιούργησε και δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Αυτού. Πέρα από τον πόθο Της για την εύρεση του Θεού, συγχρόνως ακολούθησε και μια ειδική μέθοδο, που λέγεται ησυχαστική. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύει ότι η είσοδος της Παναγίας στα άγια των αγίων δηλώνει την ιερά ησυχία, ήτοι την αποβολή όλων των ανθρωπίνων λογισμών, την απελευθέρωση του νοός από την φαντασία και την προσφορά της στον Θεό. Με την καθαρότητα αυτή, που εξασφαλίζει η νοερά προσευχή και η ιερά ησυχία βρήκε τον Θεό, εισήλθε στα άγια των αγίων της θεολογίας και της θεώσεως, συνέλαβε τον Χριστό, τον γέννησε, έγινε κέντρο του κόσμου και της Εκκλησίας και στην συνέχεια με την δύναμη του Χριστού και ως Μητέρα του Χριστού νίκησε και τον θάνατο.

Η Παναγία δείχνει καθαρά ποιός είναι ο σκοπός του ανθρώπου και με αυτόν τον τρόπο γίνεται πρότυπο ζωής για όλους μας, ιδίως σήμερα σε μια εποχή συγχύσεως πνευματικής και ανισορροπίας εσωτερικής. Βλέποντας το πρόσωπο της Παναγίας μπορούμε να δούμε ποιά είναι η οντολογία μας και ποιός είναι ο σκοπός της ζωής μας.

Ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού. Πρότυπο της δημιουργίας του είναι ο Λόγος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Οποτε, ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να αναπαυθή εάν δεν ανταποκριθή στις υψηλές προδιαγραφές με τις οποίες δημιουργήθηκε.

Ο Θεός που τον δημιούργησε του έπλασε το σώμα και του ενεφύσησε ψυχή. Έτσι ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό όν, αφού αποτελείται από ψυχή και σώμα. Όμως για να είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος θα πρέπη να λάβη και το Άγιον Πνεύμα. Όπως η ψυχή είναι η ζωή του σώματος έτσι και το Άγιον Πνεύμα είναι η ζωή της ψυχής.

Η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό εν Πνεύματι γίνεται μέσα στην Εκκλησία, όταν ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μια ειδική μέθοδο που λέγεται ησυχαστική. Πρόκειται για τον τρόπο εκείνο δια του οποίου ελευθερώνεται ο άνθρωπος από την τυραννία της λογικής και των λογισμών, αναπτύσσεται η νοερά ενέργεια, λαμβάνει το Άγιον Πνεύμα και γίνεται κατά Χάρη θεούμενος.

Φθάνοντας ο άνθρωπος σε αυτήν την κατάσταση που μας υποδεικνύει η ζωή της Παναγίας μας, υπερβαίνει όλα τα κοινωνικά και ψυχολογικά ζητήματα. Δεν τον απασχολούν τα θέματα της καθημερινότητος, παρά το ότι τα αντιμετωπίζει, γιατί ζη από την ζωή αυτήν την ανάστασή του. Με τον τρόπο αυτό υπερβαίνει τον θάνατο, όπως το βλέπουμε στην ζωή των αγίων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τον θάνατο ως ένα πέρασμα από την βιολογική ζωή στην αληθινή ζωή, από τα πρόσκαιρα στα αληθινά, από την ξενιτεία στην πραγματική πατρίδα. Οι άγιοι βλέπουν τον θάνατο να έρχεται και χαίρονται, όπως χαίρεται ο ξενητεμένος επιστρέφοντας στην Πατρίδα, όπου θα συναντήση τους αγαπητούς του ανθρώπους. Πατρίδα είναι ο χαμένος Παράδεισος, όπου βρίσκονται όλοι οι προπάτορές μας.

Ζώντας σε μια εποχή στην οποία υπάρχει μεγάλη σύγχυση στα κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματα, που ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα επιλύση μόνος του και χρησιμοποιεί διάφορα φιλοσοφικά ζητήματα, η Παναγία δείχνει ποιός είναι ο σκοπός μας, ποιό είναι το νόημα της ζωής μας, πώς θα αποκτήσουμε την εσωτερική, ψυχική ηρεμία που το έχουμε τόσο πολύ ανάγκη, πώς θα συναντήσουμε τον Θεό, πώς θα υπερβούμε το μεγάλο πρόβλημα του θανάτου.

4.Η ζωή της Ρωμηοσύνης

Η Παναγία μας είναι και η έκφραση της Ρωμηοσύνης. Όταν κάνουμε λόγο για Ρωμηοσύνη εννοούμε την ζωή της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην οποία ήταν στενά συνδεδεμένος ο ελληνικός πολιτισμός με τον αποκαλυπτικό λόγο και στην οποία πρότυπο ήταν οι θεούμενοι άγιοι.

Πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού Κράτους ήταν η Νέα Ρώμη η ονομασθείσα Κωνσταντινούπολη, από το όνομα του ιδρυτού της. Όταν βλέπη κανείς την Πόλη αυτήν, θυμάται την Πλατυτέρα, την εικόνα της Παναγίας που έχει στην αγκαλιά της τον Χριστό.

Ολόκληρη η Πόλη ήταν αφιερωμένη στην Παναγία. Γνωστό είναι το Κοντάκιο του Ακαθίστου ύμνου: «Τη Υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…». Αυτό το τροπάριο ήταν ο εθνικός ύμνος των Ρωμηών – Βυζαντινών. Ο ύμνος του Ελληνικού Κράτους είναι το ποίημα του Διονυσίου Σολωμού στο οποίο γίνεται λόγος για την ελευθερία. Όμως οι Ρωμηοί – Βυζαντινοί ως εθνικό ύμνο είχαν τον ύμνο της Παναγίας η οποία γέννησε τον Χριστό και έτσι ελευθερώθηκε το ανθρώπινο γένος από τον θάνατο, την αμαρτία και τον διάβολο.

Κέντρο της Πόλεως ήταν ο Ναός της Αγίας Σοφίας, που ήταν αφιερωμένος όχι στην μάρτυρα Σοφία, αλλά στον Χριστό που είναι η αληθινή Σοφία του Θεού. Και είναι σημαντικό ότι, όλες οι χιλιομετρικές αποστάσεις των πόλεων και των χωρίων της Χριστιανικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετριόνταν με αφετηριακή αρχή τον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας, δηλαδή στην πραγματικότητα τον Χριστό.

Επομένως, η Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη, που ήταν αφιερωμένη στην Παναγία και το κέντρο της ήταν η Αγία Σοφία – ο Χριστός, εικονίζει ανάγλυφα και παραστατικά την εικόνα της βρεφοκρατούσης Παναγίας.

Αυτό είναι το πρότυπο του Ορθοδόξου Χριστιανού, του Ρωμηού. Μέσα από αυτό το πνευματικό σύμπλεγμα Χριστού και Θεοτόκου μπορούμε να δούμε όλη την θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων και όλη την ζωή της Ρωμηοσύνης. Το κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν ήταν οι φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές θεωρίες, αλλά το Πρόσωπο του Χριστού συνδεδεμένο με το πρόσωπο της Παναγίας. Εκεί πρέπει να κατατείνη κάθε άνθρωπος.

Ακριβώς γι’ αυτό ο Ρωμαίικος – Βυζαντινός πολιτισμός έχει μια διαχρονική αξία και σπουδαιότητα. Αυτό φαίνεται στην εικονογραφία, στην μουσική, την ναοδομία, την υμνογραφία, όλες τις λειτουργικές τέχνες, την ησυχαστική παράδοση, ακόμη και την διοίκηση της Πολιτείας. Όλα είχαν επηρεασθή από το θεανθρώπινο ήθος όπως εκφράζεται στην σύνθεση της Πλατυτέρας της κόγχης του ιερού Βήματος.

5.Τα Μοναστήρια μας

Το ήθος αυτό που περιγράψαμε προηγουμένως είναι αυθεντικό και αυτό μόνον αναπαύει την ψυχή του ανθρώπου. Ακριβώς γι’ αυτό και οι ευσεβείς Ρωμηοί κτίζουν Μοναστήρια προς τιμήν της Παναγίας μας, που υπήρξε η αιτία της αναδημιουργίας και σωτηρίας μας. Μέσα στην μητρική Της αγκαλιά αισθάνονται αναπαυμένοι.

Πόσο δεν νοσταλγούμε την μητέρα μας και πόσο δεν θα θέλαμε να είμαστε στην αγκαλιά της και να αισθανόμαστε την μητρική της στοργή και θαλπωρή! Αυτό αναπληρώνεται με την αγάπη μας στην μεγάλη πνευματική μας Μητέρα, την Παναγία, αφού ζούμε μέσα στην αγκάλη Της. Μόνον τα μητρόθεα σπλάγχνα μας αναπαύουν. Βλέπουμε εικονισμένη την Παναγία στις ιερές εικόνες, αλλά αισθανόμαστε την κοινωνία μαζί Της και την στοργική Της αγκαλιά ανεικονίστως. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο οι Χριστιανοί κτίζουμε ιερές Μονές και τις επισκεπτόμαστε, γιατί θέλουμε να βρισκόμαστε μαζί με τον Υιό Της μέσα στην Θεομητορική της αγκαλιά. Επομένως, οι προσκυνηματικές εκδρομές στα Μοναστήρια και μάλιστα σε εκείνα που είναι αφιερωμένα στην Παναγία μας, φανερώνουν την θεολογική μας αναζήτηση…………….

Θα ήθελα να κλείσω την σύντομη αυτή ομιλία μου επαναλαμβάνοντας τους λόγους του ιερού υμνογράφου: “Προς τίνα καταφύγω άλλην, Αγνή; πού προσδράμω λοιπόν και σωθήσομαι; πού πορευθώ; ποίαν δε εφεύρω καταφυγήν; ποίαν θερμήν αντίληψιν; ποίαν εν ταις θλίψεσι βοηθόν; εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι, και επί σε θαρρών κατέφυγον”. Αμήν.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

Αφήστε μια απάντηση