ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΜΑΡΚΟΣ(25 Απριλίου ή Τρίτη ημέρα του Πάσχα)
Συγγραφέας: kantonopou στις 25 Απριλίου, 2009
Ο Ευαγγελιστής Μάρκος ονομαζόταν Ιωάννης “το δε όνομα Μάρκος είναι ρωμαϊκόν επώνυμον, το οποίον προσετέθη κατόπιν εις το κύριον όνομα Ιωάννης”. Στο σπίτι της μητέρας του, όπου “συνηθροίζοντο” και ελάτρευαν τον Θεόν οι πρώτοι Χριατιανοί”, γνωρίστηκε με τον Απόστολο Πέτρο ο οποίος, όπως φαίνεται, ήταν διδάσκαλος και πνευματικός του πατέρας, γι’ αυτό και τον αποκαλεί υιό του. “Ασπάζεται υμάς … Μάρκος ο υιός μου” (Α’ Πέτρ. ε’, 13). Αυτή η σχέση τους φαίνεται και από το ότι ο Ευαγγελιστής Μάρκος στο Ευαγγέλιό του διέσωσε το κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου, του οποίου ονομάζεται και ερμηνευτής. “Όταν ο Απόστολος Πέτρος εκήρυξε στην Ρώμη η διδασκαλία του προκάλεσε τον θαυμασμό και οι εκεί πιστοί θέλησαν να τα έχουν και γραμμένα τα όσα άκουσαν, γι’ αυτό και παρακάλεσαν τον Μάρκο που ήταν μαζί του να τους τα γράψη” (Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης).Συνεργάζεται και με τους Αποστόλους Βαρνάβα και Παύλο. Του πρώτου ήταν και ανεψιός “ή από αδελφόν ή από αδελφήν, ίσως όμως ανεψιός να σημαίνη και πρώτος εξάδελφος”. Τον βλέπουμε μαζί με τους δύο αυτούς Αποστόλους στην Κύπρο. Στην συνέχεια, όταν αυτοί μεταβαίνουν στην Μικρά Ασία, τους εγκαταλείπει και γυρίζει στα Ιεροσόλυμα. Το γεγονός αυτό γίνεται αιτία να διαφωνήσουν έντονα οι δύο Απόστολοι. “Εγένετο ουν παροξυσμός, ώστε αποχωρισθήναι αυτούς απ’ αλλήλων”. Ακριβώς, επειδή τους εγκατέλειψε, ο Παύλος αρνείται να τον δεχθή στην δεύτερη Αποστολική περιοδεία. Ο Βαρνάβας επιμένει, αλλά ο Παύλος με κανένα τρόπο δεν δέχεται τον “αποστάτη” και έτσι οι δρόμοι τους χωρίζουν. Ο Βαρνάβας με τον Μάρκον πηγαίνουν στην Κύπρο, ενώ ο Παύλος μαζί με τον Σίλα “διέρχεται την Συρίαν και Κιλικίαν επιστηρίζων τας Εκκλησίας” (Πράξ. ιε’, 41). Ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζοντας το περιστατικό αυτό λέγει μεταξύ άλλων: “Και στους προφήτες βρίσκομε να υπάρχουν διάφορες γνώμες και διάφοροι χαρακτήρες· όπως, ο Ηλίας ήταν αυστηρός, ο Μωϋσής πράος. Και εδώ λοιπόν ο Παύλος είναι αυστηρότερος… Εάν κάποιος από αυτούς εξοργιζόταν επιζητώντας το δικό του και την τιμή για τον εαυτό του, σωστά θα ήταν αυτό κακό, εάν όμως θέλοντας ο καθένας να παιδεύση και να διδάξη ο μεν ένας βάδιζε αυτόν τον δρόμο, ο δε άλλος εκείνον, ήταν κακό αυτό; Πολλές ενέργειές τους γίνονταν και με ανθρώπινη σκέψη, διότι δεν ήταν λίθοι ή ξύλα… Διαφωνία έντονη συνέβηκε όχι έχθρα ούτε φιλονικία. Τόσο και μόνο κατόρθωσε η διαφωνία, το να αποχωριστούν. Εγώ έχω την γνώμη ότι ο χωρισμός έγινε και με σύνεση και λέγοντας αναμεταξύ τους· επειδή εγώ δεν θέλω να ρθή μαζί μας, συ δε θέλεις, για να μη φιλονεικούμε, ας διαμοιράσομε τους τόπους. Ώστε αυτό το έκαναν δείχνοντας μεγάλη υποχώρηση ο ένας προς τον άλλο. Διότι ήθελε ο Βαρνάβας να πραγματοποιηθή η επιθυμία του Παύλου, γι’ αυτό και αναχώρησε· ήθελε και ο Παύλος όμοια να γίνη το θέλημα εκείνου, γι’ αυτό και αυτός κάνει το ίδιο και αναχωρεί.Δύο άνθρωποι με διαφορετικούς χαρακτήρες, νοοτροπία και συνήθειες είναι κατά πάντα φυσικό να διαφωνούν σε κάποια θέματα και ίσως αυτή η διαφωνία να εκφράζεται, καμμιά φορά, και με τρόπο έντονο. Αυτό που είναι παρά φύσιν είναι η μνησικακία και ο φθόνος που δημιουργούν οι εντάσεις και οι διαφωνίες. Οι Άγιοι, επειδή αγαπούν αληθινά, δεν μνησικακούν και η φιλία τους δεν διακόπτεται. Αντέχει σε όλες τις δοκιμασίες σαν το χρυσάφι μέσα στην φωτιά το οποίο μάλιστα γίνεται καθαρότερο και λαμπρότερο. Έτσι οι αγαθές σχέσεις μεταξύ του Αποστόλου των Εθνών και του ιδρυτή και προστάτη της “κατά την Αλεξάνδρειαν” Εκκλησίας παραμένουν. Είναι πάντα φίλοι και συνεργάτες. Κατά την πρώτη φυλάκιση του Αποστόλου Παύλου στην Ρώμη ο Ευαγγελιστής Μάρκος είναι κοντά του. Και η παρουσία του του είναι τόσο ευχάριστη και χρήσιμη, ώστε κατά την δεύτερη φυλάκισή του γράφει στον μαθητή του Τιμόθεο: “Μάρκον αναλαβών άγαγε μετά σεαυτού· έστι γαρ μοι εύχρηστος εις διακονίαν” (Β’ Τιμ. δ’, 13).Εδώ θα πρέπη να προσθέσουμε ότι για να υπάρχη φιλία χρειάζεται να υπάρχη ανταπόκριση και από τις δύο πλευρές. Έχει πολύ σωστά γραφεί ότι, για να είμαστε φίλοι με κάποιον πρέπει και αυτός να το θέλει και να δείχνη την ανάλογη στάση, όμως για να τον αγαπούμε δεν είναι απαραίτητο να υπάρχη ανταπόκριση από μέρους του, αφού η αληθινή αγάπη, που “ουδέποτε εκπίπτει” (Α’ Κορ. ιγ’, 8), αγκαλιάζει και τους εχθρούς. Άλλωστε δεν θα δώσουμε λόγο για το αν μας αγαπούσαν οι άλλοι, αλλά για το αν εμείς αγαπήσαμε τους άλλους αληθινά και ανυπόκριτα.
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.