ΤΑ ΣΤΕΡΝΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΑ.
Συγγραφέας: kantonopou στις 26 Ιανουαρίου, 2009
H κυρα-Διονύσαινα – όλοι στο χωριό το μολογάνε – είναι άνθρωπος του Θεού! Αγαπάει την Εκκλησία και είναι πρόθυμη σε καλοσύνες. Όμως η μεγάλη της αρετή είναι που, ενώ νέα χήρεψε κι είχε καλή περιουσία, έμεινε πιστή και πέρα από το θάνατο του στο σύντροφο της ζωής της, το δραστήριο όσο και καλοκάγαθο Διονύση της.
-Κυρα-Βασιλική μου, καλημέρα σου.
-Καλημέρα, Ευγενία μου, και Κυριακή σήμερα, λειτουργηθήκαμε, έγώ η ανάξια και κοινώνησα, μπορεί να μην είναι καλή και πάγκαλη η ημέρα;
-Καλή και άγια η ήμερα, κυρα-Διονύσαινα, το νέο είναι κακό και ανάποδο. Βασανίσθηκα αν έπρεπε να σ? το πω, άλλα το τολμάω. Καλύτερα να το μάθεις από μένα, που την καρδιά μου την ξέρεις.
-Τι συμβαίνει, Ευγενία μου; Και μίλα ελεύθερα.
-Μιλάω. Από προχτές, λέει, ήρθε στο χωριό- δηλαδή τον έφεραν κι είναι κατάκοιτος, έχει πάθει ημιπληγία κι είναι καταμόναχος και κανείς δεν πήγε να τον δει.
-Ποιος, Ευγενία μου;
-Ποιος; Ο καταραμένος, ο φονιάς!
-Φονιάς τίνος;
-Του Διονύση σου, κυρα-Βασιλική!
-Τον δυστυχή! Ο παπάς το ξέρει;
-Δε θα το ξέρει και πως να του το πουν, που αυτός μεγάλος κακούργος και το σπίτι του παπα το έχει αδικήσει;
-Και είναι έρμος και μοναχός και άρρωστος! Τα παιδιά του βρίσκονται στην Αυστραλία.
-Ναι, και τ? ανίψια του φτωχαδάκια στην Αθήνα, είπαν – το άκουσαν όλοι στην αγορά του χωριού – εμείς ο,τι μπορούσαμε το κάναμε, ολόκληρο χωριό ας τον βοηθήσει.
-Χριστέ μου, βόηθα με. Τι να κάμω;
Στάθηκε αντίκρυ στη φωτογραφία του ανδρός της.
-Διονύση μου, του είπε, το πόσο σε αγαπώ το ξέρεις. Κάθε φορά και σήμερα ο παπάς μας σε μνημόνεψε μπροστά στα Τίμια Δώρα, μπροστά στον σταυρωμένο, αναστημένο και δοξασμένο Χριστό μας. Τώρα, βόηθα και συ με τις δεήσεις σου να σου κάμω κι εγώ η αμαρτωλή άλλο μνημόσυνο. Το Άγιον Πνεύμα δίνει παραγγελία, λέει ο παπα-Δημήτρης: «Εάν πεινά ο εχθρός σου, ψώμιζε αυτόν, εάν διψά, πότιζε αυτόν». Θα τον αναλάβω, Διονύση μου, και ο άγιος Θεός βοηθός.
Δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα της και μια και δυο στου εχθρού της το σπίτι. Με χτυποκάρδι χτύπησε την πόρτα. Δεν πήρε απάντηση. Με τα χέρια τρεμάμενα άνοιξε την πόρτα και προχώρησε στο πρώτο δωμάτιο με την ολάνοιχτη πόρτα. Ο κατάκοιτος ανασήκωσε το κεφάλι.
-Ποιος είναι;
-Καλημέρα, Γιώργη. Από την εκκλησία έρχομαι. Σήμερα έχω κοινωνήσει, εμπιστέψου με και μη βάλεις κακό με το μυαλό σου.
-Ποια είσαι συ;
-Είμαι η Βασιλική η Διονύσαινα.
-Εσύ; Κι ήρθες να δεις την κατάντια μου, να χαρεί η καρδιά σου και να εκδικηθείς;
-Όχι, Γιώργη, δεν ήρθα να σ? εκδικηθώ. Ήρθα να σου πω ότι είμαστε όλοι μας βαφτισμένοι Χριστιανοί. Ότι όλοι έχουμε μεγάλο μας αδελφό το Χριστό και Πατέρα μας το Θεό. Ακόμη οι άνθρωποι όλοι μας είμαστε με τα λάθη μας, αν θέλεις με τα εγκλήματα μας, και όλους μας καλεί ο Θεός να μετανοήσουμε, για να σωθούμε και μην καταλήξουμε στην Κόλαση με τους αμετανόητους δαίμονες. Λοιπόν, δώσε προσοχή στο λόγο μου. Σου ?φερε κανείς φαγητό σήμερα;
-Σήμερα? ούτε χτες.
-Καλά, θα σου φέρω εγώ φαγητό. Θα φροντίσω να ?χεις και συντροφιά. Άνθρωποι, είπαμε, είμαστε, αδέλφια είμαστε?
Επιστράτεψε δύο – τρεις κυρίες και του συμμόρφωσαν το σπίτι. Αυτή καθημερινά του πήγαινε περιποιημένο φαγητό.
Το χωριό βούιξε. Η κυρα-Διονύσαινα νοσοκομεί και γεροκομεί το δολοφόνο τ? ανδρός της! Καθένας προθυμοποιήθηκε να κάμει το καθήκον του.
Είχαν περάσει δεκαπέντε – είκοσι μέρες που ο Γιώργης, ο φονιάς ο μισητός, είχε γίνει ο αγαπητός του χωριού. Και ο ίδιος απορούσε. Κι ένα μεσημέρι που του πήγε το φαγητό η Διονύσαινα, αποφασιστικός της λέει:
-Βασιλική, υπάρχει Θεός, εσύ μου το απόδειξες ότι υπάρχει δίκαιος και σπλαχνικός Θεός. Πήγαινε, σε παρακαλώ, και φώναξε τον παπα-Δημήτρη να ?ρθει να με ξομολογήσει?
Το ίδιο εκείνο μεσημέρι βρέθηκε πλάι του ο ιερέας του Θεού του υψίστου. Ο Γιώργης ο φονιάς με δάκρυα και λυγμούς είπε τα κρίματά του τα πολλά και βαριά. Κέρδισε τη συγχώρηση των ανομιών του. Το επόμενο πρωινό κοινωνούσε Σώμα και Αίμα Χριστού. Προς το μεσημέρι, που τον είχε επισκεφθεί η τροφοδότριά του της είπε:
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.