Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Συγγραφέας: kantonopou στις 9 Ιανουαρίου, 2009
ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ιστορία μας τη διηγείται ο Παλλάδιος.
Στη γυναικεία μονή της Ταβέννης, που μόναζαν την εποχή εκείνη περισσότερες από τετρακόσιες καλόγριες, έλαμψε με την αρετή της και η παρθένος Ισιδώρα.
Αυτή η μακαρία, για την αγάπη του Χριστού υποκρινόταν την σαλή, εξευτελίζοντας κάθε μέρα τον εαυτό της.
Φορούσε κουρέλια κι έκανε τις πιο ταπεινωτικές δουλειές του Μοναστηριού, εξυπηρετώντας σαν αγορασμένη δούλη, όλες τις αδελφές, χωρίς εξαίρεση.
Εκείνες πάλι, σαν να γύρευαν μ? αυτό να την ανταμείψουν, την περιφρόνησαν τόσο, που κι από την τράπεζα κι από την Εκκλησία ακόμη την έδιωχναν.
Έτσι η Ισιδώρα έτρωγε τ? αποφάγια που περίσσευαν στα πιάτα, ζαρωμένη στο τζάκι του μαγειριού κι άκουγε την ακολουθία της χειμώνα-καλοκαίρι στα σκαλοπάτια της Εκκλησίας.
Ήταν αδύνατο να περάσει ημέρα χωρίς να τη βρίσουν, να την κτυπήσουν, ή το λιγότερο να την περιπαίξουν οι άλλες καλόγριες.
Κι αυτή τα δεχόταν όλα αυτά, σαν δροσάτη ανθοδέσμη με την οποία έπλεκε το αμάραντο στεφάνι της δόξης της.
Ποτέ δεν αντιλόγησε, δε φιλονίκησε, δεν έδειξε σημάδι ανυπομονησίας.
Θα ήταν αυτό ίσως αφορμή που του ήλθε κάποτε λογισμός: Άραγε είναι άλλος σ? αυτό τον τόπο που να σε φτάνει στην αρετή;
Την νύχτα είδε στον ύπνο του Άγγελο Κυρίου.
Ο Αββάς Πιτηρούν δεν έχασε καιρό. Μόλις ξημέρωσε, πήρε το ραβδάκι του και τράβηξε για το γυναικείο Μοναστήρι.
Οι καλόγριες του έκαναν μεγάλη υποδοχή, γιατί είχε φήμη Αγίου σ? όλον εκείνο τον τόπο.
Ο Αββάς πήγε στην Εκκλησία και ζήτησε από την Προεστώσα να του παρουσιάσει όλες τις αδελφές, να τις γνωρίσει προσωπικά.
Του έγινε αμέσως η επιθυμία. Μία-μία περνούσαν μπροστά απ? τον Αββά όλες οι καλόγριες, έβαζαν μετάνοια και στέκονταν στα στασίδια τους.
Εκείνος παρατηρούσε προσεκτικά, μα δεν έμεινε ευχαριστημένος. Δεν είδε ανάμεσα τους εκείνη, που του είπε ο Άγγελος, και λυπήθηκε.
– Αδύνατον, είπε ζωηρά ο Αββάς. Πρέπει να υπάρχει ακόμα μία. Εκείνη, χάριν της οποίας έκανα όλη αυτή την οδοιπορία.
Ας έλθει κι αυτή, είπε ο Αββάς.
Το παλιομάντηλο που σκέπαζε την κεφαλή της και που οι αδελφές της το αηδίαζαν, έλαμψε στα μάτια του σαν ολόχρυση κορώνα.
Ύστερα έπεσε στα γόνατα και της είπε, με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση:
– Ευλόγησε με, Οσία.
– Εσύ ευλόγησε με, Άγιε Πάτερ.
Εκείνος όμως τις κατακεραύνωσε με το αυστηρό του βλέμμα:
– Σεις όλες είσθε σαλές και ανόητες.
Αυτή εδώ είναι πολύ ανώτερη κι από σας κι από μένα.
Της αξίζει να λέγεται Αμμάς.
Είθε να μας αξιώσει ο Θεός να βρεθούμε στο πλευρό της στη Δευτέρα Παρουσία.
Σαν τ? άκουσαν οι καλόγριες, έπεσαν στα γόνατα κι εζήτησαν συγχώρηση από την Αδελφή τους κι εξομολογήθηκαν στον Όσιο τα μαρτύρια που ως τη στιγμή εκείνη της είχαν κάνει.
Άλλη την κοροϊδευε από το πρωϊ ως το βράδυ, άλλη την περιέλουζε με ακάθαρτα νερά, άλλη της έτριβε τη μύτη με σινάπι.
Δεν βρέθηκε ούτε μία, που να μην την είχε με κάποιο τρόπο βασανίσει.
?Ύστερα γύρεψε την Οσία Ισιδώρα να την παρακαλέσει να δώσει κι αυτή τη συγχώρηση στις Αδελφές της, μα δεν την βρήκαν πουθενά.
Πρόλαβε κι έφυγε κρυφά από το Μοναστήρι, για ν? αποφύγει τον ανθρώπινο έπαινο, και κανείς δεν έμαθε ποτέ πού τελείωσε τη ζωή της.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.