kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Εκκλησία και κρατική εξουσία

Συγγραφέας: kantonopou στις 7 Δεκεμβρίου, 2017

Εκκλησία και κρατική εξουσία

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Οι Χριστιανοί ως μέλη της Εκκλησίας πολιτογραφούνται στην βασιλεία του Θεού. Η βασιλεία όμως του Θεού «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου»[1]. Και οι Χριστιανοί, ενώ βρίσκονται στον κόσμο αυτόν, έχουν το πολίτευμα στους ουρανούς[2]. Εκεί είναι ο τόπος της τελικής αναφοράς τους και από εκεί προέρχονται οι αρχές της επίγειας συμπεριφοράς τους. Χωρίς να παύουν να είναι πολίτες της επίγειας πατρίδας τους και να συναναστρέφονται με όλους τους ανθρώπους, είναι «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού»[3]. Η παράδοξη αυτή κατάσταση προσδιορίζει ανάλογα και την θέση τους απέναντι στην κρατική εξουσία.

Η θέση των Χριστιανών απέναντι στην κρατική εξουσία καθορίζεται σε γενικές γραμμές με την απάντηση που έδωσε ο Χριστός στο ερώτημα των Φαρισαίων και των Ηρωδιανών, αν επιτρέπεται να πληρώνουν φόρο στον Καίσαρα. Ο Χριστός, πριν απαντήσει στο ερώτημα, ζήτησε να του παρουσιάσουν ένα νόμισμα. Όταν το πήρε, ρώτησε: «Τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή»; Εκείνοι απήντησαν: «Καίσαρος». Τότε τους είπε: «Απόδοτε ούν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»[4].

Χαρακτηριστικό εδώ είναι ότι η απάντηση του Χριστού δεν καλύπτει μόνο την ερώτηση, αλλά επισημαίνει και κάποιο καινούργιο στοιχείο, που είναι προφανώς και το ουσιωδέστερο. Η ερώτηση που υποβλήθηκε περιοριζόταν στο θεμιτό ή μη της καταβολής φόρου στον Καίσαρα. Η απάντηση του Χριστού προχωρεί περισσότερο και επισημαίνει την υποχρέωση που υπάρχει απέναντι στον Θεό. Με τον τρόπο αυτόν προβάλλεται το ουσιωδέστερο· το «εν ου εστι χρεία»[5].

Εξετάζοντας αναλυτικότερα την απάντηση του Χριστού προς τους Φαρισαίους και τους Ηρωδιανούς παρατηρούμε τα εξής. Σε αυτήν χρησιμοποιείται το ρήμα «αποδίδωμι», που σημαίνει επιστρέφω κάτι στον κύριό του[6]. Ο άνθρωπος δηλαδή καλείται να επιστρέψει κάτι που δεν του ανήκει· κάτι που δεν είναι δικό του. Αλλά σε τελευταία ανάλυση ο άνθρωπος δεν έχει τίποτε δικό του. Ο Απόστολος Παύλος παρατηρεί: «Τι έχεις ο ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;»[7]. Όλα όσα έχει ο άνθρωπος προέρχονται από τον Θεό. Όταν λοιπόν προσφέρει κάτι στον Θεό, δεν το «δίδει», αλλά το «αποδίδει», δηλαδή το επιστρέφει στον Κύριό του. Αυτό κάνει και όταν προσφέρει στον Θεό ολόκληρη την ύπαρξή του, που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» του. Επιστρέφει το δημιούργημα στον Δημιουργό του. Αποδίδει την εικόνα στο αρχέτυπό της.

Στην απάντηση όμως του Χριστού γίνεται λόγος και για απόδοση πραγμάτων στον Καίσαρα. Εδώ άλλωστε αναφερόταν και η ερώτηση. Ποια είναι λοιπόν αυτά; Στην αφήγηση ως πράγματα του Καίσαρα παρουσιάζονται τα νομίσματα. Αυτά είναι που έχουν την εικόνα και την επιγραφή του. Έτσι δικαιολογείται και η καταβολή του φόρου. Αυτό όμως δεν είναι καινούργιο. Και αυτοί που ρωτούσαν τον Χριστό δεν αρνούνταν την καταβολή του φόρου. Το καινούργιο λοιπόν βρίσκεται στο «απόδοτε τα του Θεού τω Θεώ». Όλο το βάρος πέφτει στο δεύτερο αυτό σκέλος της απαντήσεως, με το οποίο και τοποθετούνται τα πράγματα στην σωστή τους θέση.

Βέβαια και το πρόβλημα της σχέσεως του ανθρώπου με την κρατική εξουσία δεν είναι ασήμαντο, ιδίως όταν πρόκειται για εξουσία που εκλέγεται και με την ψήφο του. Πρωταρχική όμως σπουδαιότητα έχει η σχέση με τον Θεό. Αυτή συνεπάγεται καθολική αυτοπροσφορά, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει ουσιαστική ελευθερία από κάθε συμβατική αρχή και εξουσία. Έτσι οι υποχρεώσεις προς τον Καίσαρα τοποθετούνται σε δεύτερη μοίρα. Είναι συμβατικές και παροδικές, όπως και η εξουσία του Καίσαρα. Εδώ λοιπόν δεν υπάρχει μόνο αναγνώριση αλλά και άρνηση της εξουσίας. Την αναγνώρισή της μαρτυρεί η αποδοχή πραγμάτων που ανήκουν στον Καίσαρα. Και την άρνησή της φανερώνει η τελική αναφορά των πάντων στον Θεό. Όλα ανήκουν στον Θεό, από τον οποίο και προέρχονται.

Η χρησιμοποίηση του χωρίου αυτού για την υποστήριξη της υποχρεώσεως των Χριστιανών να πειθαρχούν στην κρατική εξουσία αρχίζει με τους Απολογητές[8]. Η άποψη αυτή είναι βέβαια σωστή, αλλά δεν εξαντλεί το νόημα του χωρίου, ενώ η επίκλησή του για δικαιολόγηση της υποταγής της Εκκλησίας στο κράτος το παρερμηνεύει. Εφόσον όλα ανήκουν στον Θεό, σε αυτόν ανήκει και η εξουσία του Καίσαρα, όπως και ο ίδιος ο Καίσαρας. Δεν υπάρχει τίποτε, που να προέρχεται από άλλη αρχή και να μην ανήκει δικαιωματικά στον Θεό. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, παρατηρεί ο Τερτυλλιανός, ανήκει περισσότερο στους Χριστιανούς και όχι στους ειδωλολάτρες, εφόσον ο Θεός των Χριστιανών είναι ο Κύριος όλων, και αυτός παραχωρεί την εξουσία στον κόσμο[9].

Το κράτος υπάρχει για να υπηρετεί την κοινωνία και όχι για να την καταδυναστεύει

Ο Καίσαρας, δηλαδή ο φορέας της κρατικής εξουσίας, είναι κατά την χριστιανική διδασκαλία απλός διαχειριστής της εξουσίας που ανήκει στον Θεό. Αν δεν έχει την συναίσθηση αυτήν, τότε άρχει «κατά δόκησιν»[10]. Με την συναίσθηση της αναφοράς στον Θεό βοηθείται ο φορέας της κρατικής εξουσίας να παραμένει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, ενώ χωρίς αυτήν οι πιθανότητες για κατάχρηση και απολυταρχική άσκηση της εξουσίας είναι προφανείς. Όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, το κράτος έχει πάντα την τάση να ξεπεράσει τα όριά του και να γίνει ολοκληρωτικό. Η τάση για θεοποίηση του Καίσαρα είναι αιώνια. Εκδηλώθηκε στην μοναρχία, αλλά μπορεί να εκδηλωθεί εξίσου και στην δημοκρατία ή τον κομμουνισμό[11]. Οι κίνδυνοι που απορρέουν από την τάση αυτήν, όπως και οι αποπροσανατολισμοί που μπορούν να προκληθούν, είναι φανεροί.

Ξεχωρίζοντας ο Χριστός «τα του Καίσαρος» και «τα του Θεού» περιορίζει τον Καίσαρα και την εξουσία του μέσα στον κόσμο. Δηλαδή τα «εκκοσμικεύει». Με τον τρόπο αυτόν έχουμε την εκκοσμίκευση του κράτους, που έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα για τον χριστιανικό τρόπο θεωρήσεώς του. Η εκκοσμίκευση αυτή δικαιώνει την δημοκρατία, όπως και το «κράτος δικαίου», που μετά από πολλούς αιώνες διαμορφώθηκαν στην Δύση.

Η εκκοσμίκευση του κράτους έρχεται σε αντίθεση προς κάθε απολυτοποίησή του η θεοποίηση των αρχόντων του, που επικρατούσε στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Κύριος είναι μόνο ο Θεός. Η κρατική εξουσία είναι συμβατική και ανήκει στον κόσμο που θα καταργηθεί. Το ίδιο ισχύει και για τους κοσμικούς άρχοντες. Παραταύτα και χριστιανοί άρχοντες θέλησαν σε αρκετές περιπτώσεις να επέμβουν στα εκκλησιαστικά πράγματα, προκαλώντας έτσι την αντίδραση των εκπροσώπων της Εκκλησίας. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των εικονομάχων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, που προκάλεσαν την αντίδραση της Εκκλησίας απέναντί τους και την υπόμνηση των ορίων της εξουσίας τους[12]. Τέλος υπάρχουν και οι περιπτώσεις καπηλεύσεως της θρησκευτικής πίστεως για την επιβολή απολυταρχικής εξουσίας εν ονόματι του Θεού, που είναι και οι χειρότερες.

Η κρατική εξουσία παρουσιάζεται ως συνεκτικός δεσμός μέσα στην διασπασμένη ανθρωπότητα. Η άσκηση της εξουσίας προνοήθηκε από τον Θεό ως διακόνημα για τον περιορισμό του κακού και την προστασία του καλού[13]. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και οι επιμέρους άρχοντες είναι όργανα του Θεού. Το θέλημα του Θεού το εκφράζει η ύπαρξη της εξουσίας και όχι ο οποιοσδήποτε φορέας της[14]. Η θέση αυτή της Εκκλησίας στηρίζει την ελεύθερη και υπεύθυνη επιλογή των φορέων της εξουσίας, πράγμα που χαρακτηρίζει και το γενικότερο πνεύμα της δημοκρατίας, αλλά δεν τους βλέπει ως μεσσίες[15].

Το κράτος δεν ταυτίζεται με την κοινωνία. Υπάρχει ως θεσμός, για να την υπηρετεί και όχι να την καταδυναστεύει. Αυτό ισχύει ιδίως για το κράτος δικαίου, όπου κυριαρχούν το σύνταγμα και οι νόμοι. Κάθε θεσμός όμως προσλαμβάνει ως ένα βαθμό υπερβατικό χαρακτήρα. Έτσι άλλωστε λειτουργεί και ως συνεκτικός δεσμός στην κοινωνική ζωή. Η υπερβατικοποίηση μάλιστα του κράτους προβάλλεται μερικές φορές σε μεταφυσικές διαστάσεις. Αλλά και όταν αυτή περιορίζεται στην εγκοσμιότητα, δεν παύει να υπερβαίνει την κοινωνία. Και η υπεροχή του αυτή ερμηνεύει την τάση του προς απολυτοποίηση.

Ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τους Χριστιανούς να υποτάσσονται στην εξουσία, γιατί προέρχεται από τον Θεό[16]. Αυτό δεν σημαίνει εξαγιασμό της εξουσίας, αλλά παραδοχή της χρησιμότητάς της για την περιστολή του κακού. Όπως ο θάνατος παραχωρήθηκε από τον Θεό ως ευεργεσία, για να μη μένει ο άνθρωπος αιωνίως στην αμαρτία, έτσι παραχωρήθηκε και η εξουσία, για να μην υπάρχει αναρχία και ατομική αυθαιρεσία. Η εξουσία δεν εκχριστιανίζεται, όπως δεν εκχριστιανίζεται και ο θάνατος. Με τον Χριστό όμως νικιέται κάθε κοσμική εξουσία, όπως και ο θάνατος.

Ο Χριστός ελευθερώνει από την εξουσία, όπως και από τον θάνατο. Η ελευθερία αυτή έχει εσχατολογικό χαρακτήρα[17]. Όσο ο πιστός ξενοδοχείται στον κόσμο αυτόν που θα καταργηθεί, δεν ζεί με πληρότητα την ελευθερία, αλλά υπόκειται στην εξουσία, όπως και στον θάνατο. Ως πολίτης όμως της βασιλείας του Θεού είναι ήδη ελεύθερος από την εξουσία, όπως και από τον θάνατο. Η φύση της ελευθερίας του Χριστιανού προσδιορίζει και την φύση της υποταγής του στην κρατική εξουσία. Η υποταγή αυτή είναι σχετική. Ο Χριστιανός δεν είναι δούλος του κόσμου ή των αρχόντων του κόσμου. Είναι παιδί του Θεού και πολίτης της βασιλείας του. Τελικός κριτής του δεν είναι ο οποιοσδήποτε κοσμικός άρχοντας αλλά ο Θεός. Αυτό δεν μειώνει τις ευθύνες και υποχρεώσεις του στον κόσμο, αλλά στηρίζει την ελευθερία του. Η αναγνώριση κυριότητας ανθρώπου σε άνθρωπο είναι χριστιανικώς απαράδεκτη[18]. Οι κοσμικοί άρχοντες δεν δικαιούνται να είναι δυνάστες. Η εξουσία τους είναι περιορισμένη και συμβατική.

Οι αληθινοί Χριστιανοί «πείθονται τοις ωρισμένοις νόμοις, και τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους»

Η πειθαρχία στην κρατική εξουσία έχει τα όριά της. Νοείται ως υποταγή στις απαιτήσεις του κοινού καλού[19]. Η πειθαρχία αυτή δεν δικαιολογεί την καταστρατήγηση του θείου θελήματος. Όταν οι απαιτήσεις των κρατούντων έρχονται σε αντίθεση προς το θέλημα του Θεού, ο Χριστιανός οφείλει να πειθαρχεί στον Θεό και όχι στους ανθρώπους[20]. Έτσι ο καθορισμός των ορίων της κρατικής εξουσίας δεν εγκαταλείπεται στην αυθαιρεσία των φορέων της, αλλά ελέγχεται από τους πιστούς εν ονόματι του Θεού.

Ο Χριστιανός δεν εγκλωβίζεται στον σεβασμό των νόμων της κοινωνικής συμβιώσεως, αλλά τους υπερβάλλει. Το ιδεώδες του δεν είναι να γίνει «καλός καγαθός» πολίτης, αλλά να τελειωθεί κατά το πρότυπο του Χριστού και να γίνει θεός κατά χάρη. Η επιδίωξη του σκοπού αυτού δεν κατορθώνεται με την συμμόρφωση προς το φυσικό ή το θετικό δίκαιο, αλλά με την τήρηση των εντολών του Χριστού, που υπερβάλλουν κάθε δίκαιο. Οι αληθινοί Χριστιανοί «πείθονται τοις ωρισμένοις νόμοις, και τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους»[21]. Αν όμως παρόλα αυτά συμβαίνει να πολεμούνται και να διώκονται, οι διωγμοί και τα μαρτύρια γίνονται αφορμές ομολογίας και μαρτυρίας για την δόξα του Θεού[22].

Με την επικράτηση του Χριστιανισμού και την αναγνώριση της Εκκλησίας από το κράτος δόθηκαν σε αυτήν ορισμένα προνόμια και δημιουργήθηκαν ανάλογες υποχρεώσεις. Η Εκκλησία απέκτησε κεντρική θέση στην κοινωνική ζωή, πράγμα που είχε σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Η ζωντανή παρουσία της στην δημόσια ζωή εμπλουτίζει την κοινωνία με το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης και εμποδίζει την επικράτηση της βίας και της πολιτικής αυθαιρεσίας, πράγμα που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την πολιτική ζωή. Αλλά και η εκτροπή του πληρώματος ή των εκπροσώπων της από την αποστολή τους δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Η εκτροπή αυτή δεν πραγματοποιείται μόνο όταν η Εκκλησία συμπεριφέρεται ως όργανο της πολιτικής εξουσίας, αλλά και όταν επιχειρεί να την αντικαταστήσει, ή ακόμα και όταν εγκαταλείπει την κοινωνία στην πολιτική αυθαιρεσία.

Η αποφυγή των ακροτήτων αυτών είναι απαραίτητη και η ύπαρξή τους συχνά οδυνηρή. Όταν μάλιστα η Εκκλησία έρχεται σε αντίθεση με την εξουσία του κράτους, είτε καταγγέλλοντας άδικους νόμους είτε καυτηριάζοντας πολιτικές αυθαιρεσίες, οι εξωτερικοί όροι είναι άνισοι. Αλλά αυτό δεν πρέπει να την εμποδίζει να ελέγχει τα πράγματα, χωρίς να παύει να διακρίνει τα πρόσωπα και να τρέφει προς αυτά την χριστιανική αγάπη.

Γενική υποχρέωση των Χριστιανών είναι η υποταγή από αγάπη[23]. Αυτή πραγματοποιείται απέναντι στον Θεό, τον πλησίον και τους κοσμικούς άρχοντες. Η υποταγή στον Θεό πρέπει να είναι απόλυτη και καθολική, ενώ η υποταγή στον πλησίον και στους φορείς της κρατικής εξουσίας σχετική. Η υποταγή στον Θεό πρέπει να γίνεται για όλα. Η υποταγή αυτή βιώνεται σωστά ως υπακοή, δηλαδή ως αυτεξούσιος συντονισμός του θελήματος με το θείο θέλημα. Η υποταγή στον πλησίον χρειάζεται για την διατήρηση της αδελφικής αγάπης. Τέλος η υποταγή στους κοσμικούς άρχοντες και την κρατική εξουσία βιώνεται περισσότερο ως πειθαρχία, που έχει σκοπό την κοινωνική ευταξία[24].

Διάφορες εξάλλου είναι και οι μορφές με τις οποίες εμφανίζεται η κρατική εξουσία. Ο Max Weber διακρίνει τρεις βασικούς τύπους εξουσίας: α) Την νόμιμη ή γραφειοκρατική, β) την παραδοσιακή και γ) την χαρισματική. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της νόμιμης ή γραφειοκρατικής εξουσίας είναι ότι στηρίζεται στο θετικό δίκαιο και την γραφειοκρατία. Η διαμόρφωση της εξουσίας του τύπου αυτού συνδέεται με την εκλογίκευση της κοινωνικής ζωής και την εκβιομηχάνιση. Η παραδοσιακή εξουσία στηρίζεται στην ιερότητα του παρελθόντος. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα για τον τύπο αυτόν της εξουσίας έχουν τα ήθη, τα έθιμα, η ιερότητα των θρησκευτικών παραδόσεων κ.τ.λ. Τέλος η χαρισματική εξουσία στηρίζεται στο φυσικό χάρισμα που υπάρχει ή πιστεύεται ότι υπάρχει στο συγκεκριμένο πρόσωπο που ασκεί την εξουσία. Αυτονόητο βέβαια είναι ότι στην ιστορία δεν έχουμε ποτέ αμιγείς τύπους εξουσίας, αλλά επικράτηση των βασικών γνωρισμάτων του ενός ή του άλλου τύπου[25]. Οι δύο τελευταίοι τύποι εξουσίας κυριαρχούσαν στο παρελθόν, και αυτούς είχαν κυρίως υπόψη οι ιεροί συγγραφείς και οι Πατέρες της Εκκλησίας, ενώ ο πρώτος τύπος παρουσιάζεται περισσότερο κατά τους νεώτερους χρόνους. Γι’ αυτό είναι επόμενο να χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα για την ενεργοποίηση της προσωπικής ευθύνης μέσα στην σύγχρονη μορφή του κράτους.

«Όταν αφανίζεται το πρόσωπο, αφανίζεται η οικογένεια, η κοινωνία και μαζί της κάθε ηθική αρχή ή αξία»

Ο Διαφωτισμός, που επηρέασε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής, προκάλεσε και στον τρόπο θεωρήσεως της κρατικής εξουσίας βασικές αλλαγές, οι οποίες ενεργοποιήθηκαν κυρίως με την Γαλλική Επανάσταση. Έτσι καταργήθηκε η ελέω Θεού εξουσία, επικράτησε ο φιλελευθερισμός, προωθήθηκε ο αυτοπεριορισμός του κράτους και θεμελιώθηκε η έννοια του κράτους δικαίου, όπου κυριαρχεί ο νόμος και όχι το πρόσωπο που ασκεί την εξουσία. Βάσεις των νέων αυτών αντιλήψεων υπήρξαν οι χριστιανικές αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης με εκκοσμικευμένο πλέον χαρακτήρα, που είχε και σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις.

Την αναθεώρηση της κρατικής εξουσίας ώθησε στις έσχατες συνέπειές της η κομμουνιστική θεωρία, που είδε το κράτος ως εξουσιαστικό όργανο της κυρίαρχης τάξεως και θέλησε να δημιουργήσει την παγκόσμια αταξική κοινωνία, που δεν είναι τελικά τίποτε άλλο, παρά ένας εκκοσμικευμένος παράδεισος. Κι ενώ η απόλυτη αυτή αναζήτηση του κομμουνισμού οδήγησε στην δικτατορική εξουσία που τελικά κατέρρευσε, η επιδίωξη του φιλελευθερισμού, που είχε μεγαλύτερη ιστορική αντοχή, μετεξελίχθηκε στον σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό. Ο νεοφιλελευθερισμός, όπως άλλωστε και ο κομμουνισμός, δεν αποτελεί απλώς κάποια νέα οικονομική θεωρία, αλλά νέα ιδεολογία. Αυτή με την σειρά της οδήγησε σε έναν αδιόρατο απρόσωπο ολοκληρωτισμό, που διαδόθηκε με την παγκοσμιοποίηση και αποκάλυψε εξελικτικά τον απάνθρωπο χαρακτήρα της.

Ο νεοφιλελευθερισμός, παρά την δελεαστική σύνδεσή του με το όνομα της ελευθερίας, διαπνέεται από πνεύμα ανελευθερίας και πλήρους απαξιώσεως του προσώπου. Η ελευθερία που διατείνεται ότι προασπίζεται περιορίζεται στην ελευθερία της διακινήσεως του χρήματος και της λειτουργίας των αγορών. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του νεοφιλελευθερισμού είναι πρωτίστως η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σε βάρος της παραγωγικής οικονομίας, των κρατικών κυβερνήσεων, αλλά και των διεθνών ενοτήτων που υπερκαλύπτουν τα εθνικά κράτη, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση[26].

Η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση διαμορφώθηκε με την συμβολή δύο διαμετρικώς αντίθετων πολιτικών συστημάτων· του Κομμουνισμού και του Καπιταλισμού. Τα δύο αυτά συστήματα συμφωνούσαν σε κάτι· στον αφανισμό του ανθρώπου ως προσώπου. Γι’ αυτό, παρά τις διαμετρικά αντίθετες αφετηρίες τους, κατέληξαν στο ίδιο αποτέλεσμα· στην παγκοσμιοποίηση. Ήταν βεβαια αδύνατο να προσεγγίσει και πολύ περισσότερο να καταλήξει οποιοδήποτε από τα συστήματα αυτά στην παγκοσμιότητα· στην πραγματική δηλαδή ενοποίηση και συναδέλφωση των ανθρώπων.

Τελικά η παγκοσμιοποίηση της εποχής μας όχι μόνο δεν συνέβαλε στην ανοικοδόμηση μιάς πανανθρώπινης κοινωνίας, αλλά και συνετέλεσε στον ευρύτερο κατακερματισμο και την βαθύτερη αλλοτρίωσή της, γιατί προσέβαλε τον πυρήνα της, το ανθρώπινο πρόσωπο. Όταν αφανίζεται το πρόσωπο, αφανίζεται η οικογένεια, αφανίζεται η κοινωνία και μαζί της κάθε ηθική και κοινωνική αρχή ή αξία. Όλα γίνονται απρόσωπα, αυτόνομα και ανεύθυνα. Για καταστάσεις ή πράγματα που όλοι είναι συνυπεύθυνοι, κανείς δεν αναλαμβάνει ευθύνη. Και για όσα γίνονται μέσα στο σύστημα κανείς δεν μετανοεί. Η ηθική αποσπάται από το πρόσωπο και ανάγεται στις πρακτικές του συστήματος. Ακόμα περισσότερο, χρησιμοποείται ως μέσο και όργανο του συστήματος.

Με την προώθηση της παγκοσμιοποιήσεως και την εκχώρηση εθνικών δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων σε διεθνείς ενότητες αμβλύνοται εθνικές διαφορές, αλλά και προκαλούνται γενικότερες τριβές και αντιθέσεις. Παραμερίζονται τοπικές συνήθειες, αλλά και εισάγονται νέες άσχετες ή και αντίθετες προς τις τοπικές παραδόσεις. Το φαινόμενο αυτό δημιουργεί διπλή πρόκληση στην Εκκλησία. Την προκαλεί να μεριμνήσει από την μία μεριά για την ενότητα των ανθρώπων, και από την άλλη για την διάσωση της προσωπικής ιδιαιτερότητας και την διατήρηση της ταυτότητάς τους μέσα σε έναν κόσμο αστάθειας και αβεβαιότητας.

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

http://www.pemptousia.gr

……………………………………….

[1] Ἰω. 18, 36.
[2] Βλ. Φιλιπ. 3,20.
[3] Ἐφεσ. 2,19.
[4] Ματθ. 22,20-1. Μάρκ. 12,17. Λουκ. 20,25.
[5] Βλ. Λουκ. 10, 42.
[6] Βλ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον 70,2, PG 58,656.
[7] Α΄ Κορ. 4,7.
[8] Βλ. Ἰουστίνου, Ἀπολογία 1,17.
[9] Βλ. Τερτυλλιανοῦ, Ἀπολογητικὸς 33.

[10] Βλ. Μάρκ. 10,42.
[11] Βλ. Ν. Μπερδιάγιεφ, Βασίλειο τοῦ Πνεύματος καὶ βασίλειο τοῦ Καίσαρος (μετάφρ. Β. Γιούλτση), Θεσσαλονίκη 22002, σ. 90-91.
[12] «Οὐ βασιλέων ἐστὶ νομοθετεῖν τῇ Ἐκκλησίᾳ… Βασιλέων ἐστὶν ἡ πολιτικὴ εὐπραξία· ἡ δὲ ἐκκλησιαστικὴ κατάστασις, ποιμένων καὶ διδασκάλων». Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Περὶ εἰκόνων 2,12, PG 94,1296CD.
[13] Βλ. Ρωμ. 13,3 κ.ἑ.
[14] «Τὸ ἀρχὰς εἶναι, καὶ τοὺς μὲν ἄρχειν, τοὺς δὲ ἄρχεσθαι, καὶ μηδὲ ἁπλῶς καὶ ἀνέδην ἅπαντα φέρεσθαι, ὥσπερ κυμάτων τῇδε κἀκεῖσε τῶν δήμων περιαγομένων, τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας ἔργον εἶναί φημι. Διὰ τοῦτο οὐκ εἶπεν· οὐ γάρ ἐστιν ἄρχων εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ, ἀλλὰ περὶ τοῦ πράγματος διαλέγεται». Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους 23,1, PG 60,615.
[15] «Μὴ πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία». Ψαλμ. 145,3.
[16] «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω. Οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν». Ρωμ. 13,1. Πρβλ. καὶ Α΄ Τιμ. 2,1-2. Καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράφει: «Ὑποτάγητε οὖν πάσῃ ἀνθρωπίνῃ κτίσει διὰ τὸν Κύριον· εἴτε βασιλεῖ, ὡς ὑπερέχοντι, εἴτε ἡγεμόσιν, ὡς δι’ αὐτοῦ πεμπομένοις εἰς ἐκδίκησιν μὲν κακοποιῶν, ἔπαινον δὲ ἀγαθοποιῶν». Α΄ Πέτρ. 2,13-4.
[17] Βλ. Α΄ Κορ. 15,22-6. Πρβλ. καὶ Ματθ. 17,24-7.
[18] «Πῶς οὖν ἀλλοτρίας ζωῆς κύριος ὁ τῆς ἰδίας ἀλλότριος»; Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς Μακαρισμοὺς 1, ἔκδ. W. Jaeger, Gregorii Nysseni, Opera, τόμ. 8, 2, PG 44,1205D.

[19] Βλ. Ρωμ. 13,1 κ.ἑ.
[20] «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις». Πράξ. 5,29. Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς σημειώνει: «Οἱ ἀρχόμενοι μόνα τοῖς ἄρχουσιν ὀφείλετε πείθεσθαι, ὅσα μὴ τὴν ἐπηγγελμένην ἡμῖν ἐλπίδα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἀφαιρεῖται». Ὁμιλία 42,8, ἔκδ. Σ. Οἰκονόμου, σ. 14.
[21] Πρὸς Διόγνητον 5,10.
[22] «Μὴ γάρ τις ὑμῶν πασχέτω ὡς φονεὺς ἢ κλέπτης ἢ κακοποιὸς ἢ ὡς ἀλλοτριοεπίσκοπος· εἰ δὲ ὡς Χριστιανός, μὴ αἰσχυνέσθω, δοξαζέτω δὲ τὸν Θεὸν ἐν τῷ μέρει τούτῳ». Α΄ Πέτρ. 4,15-6.
[23] Βλ. Ἐφεσ. 5,21.
[24] «Ὑποτασσώμεθα καὶ Θεῷ καὶ ἀλλήλοις καὶ τοῖς ἐπὶ γῆς ἄρχουσι· Θεῷ διὰ πάντα, διὰ τὴν φιλαδελφίαν ἀλλήλοις, δι’ εὐταξίαν τοῖς ἄρχουσι· καὶ τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσῳπερ ἂν ὦσιν ἡμερώτεροι καὶ χρηστότεροι». Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 17,7, PG 35,972D-73A.
[25] Βλ. M. Weber, Wirtschaft und Gesellschaft, Tübingen 51972, σ. 124 κ.ἑ.

[26] Βλ. Π. Νικολόπουλου, «Νεοφιλελευθερισμὸς καὶ πνευματικὴ ἐλευθερία», Σύναξη 131(2014), σ. 34.

Αφήστε μια απάντηση