kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Εἶναι ἆραγε δυνατὴ καὶ μὲ ποιές προϋποθέσεις ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας κατὰ τὸ ἀπόγευμα ἢ τὸ βράδυ τῶν Κυριακῶν, τῶν ἑορτῶν ἢ ἄλλων ἡμερῶν τοῦ ἔτους, ὅταν οἱ ποιμαντικὲς ἀνάγκες τὸ ἐπιβάλλουν;

Συγγραφέας: kantonopou στις 25 Νοεμβρίου, 2017

Σχετική εικόνα

Εἶναι ἆραγε δυνατὴ καὶ μὲ ποιές προϋποθέσεις ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας κατὰ τὸ ἀπόγευμα ἢ τὸ βράδυ τῶν Κυριακῶν, τῶν ἑορτῶν ἢ ἄλλων ἡμερῶν τοῦ ἔτους, ὅταν οἱ ποιμαντικὲς ἀνάγκες τὸ ἐπιβάλλουν;  (Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς Ἀπορίας, τ. Ε´ [565], Ἀθῆναι 2003, ἐκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας», σελ. 256-265)

.               Κατ’ ἀρχὴν ἡ τέλεση τῆς θείας λειτουργίας δὲν εἶναι συνδεδεμένη πρὸς καμία ἀπὸ τὶς ἐπὶ μέρους χρονικὲς στιγμὲς ἢ περιόδους τοῦ εἰκοσιτετραώρου. Κινεῖται ἐπάνω ἢ πέρα ἀπὸ αὐτές, τρόπον τινὰ μέσα στὴν ἄχρονη σφαίρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας δὲν εἶναι μόνο εἰκόνα καὶ σύμβολο, ἀλλὰ πραγματικὴ καὶ ἀληθινὴ παρουσία. Εἶναι ἐνδεικτικὸ ὅτι καμιὰ ἀπὸ τὶς εὐχές μας, σ’ ὅλες τὶς παραλλαγὲς τῶν λειτουργικῶν τύπων τῆς οἰκουμένης, δὲν προσδιορίζει συγκεκριμένο χρονικὸ σημεῖο τελέσεώς της, οὔτε στὶς εὐχὲς τῆς συνάξεως (ἀντιφώνων, εἰσόδου, τρισαγίου, εὐαγγελίου, ἐκτενοῦς, κατηχουμένων, πιστῶν), οὔτε στὶς καθ’ αὑτὸ λειτουργικὲς εὐχές, τῆς Ἀναφορᾶς καὶ τὶς πρὸ καὶ μετὰ εὐχὲς ποὺ τὴν περιβάλλουν. Αὐτὸ γίνεται ἐμφανέστερο, ἂν συγκρίνουμε τὴν πρώτη σειρὰ τῶν εὐχῶν μὲ τὶς παράλληλες εὐχὲς ἄλλων ἀκολουθιῶν καὶ συνάξεων, ὅπως τὶς εὐχὲς τοῦ Λυχνικοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου, τῶν Ὡρῶν, τοῦ Ἀποδείπνου καὶ τοῦ Μεσονυκτικοῦ, καθὼς καὶ μὲ τὶς εὐχὲς τῶν ἀρχαίων ἀσματικῶν ἀκολουθιῶν τῆς τριθέκτης καὶ τῆς παννυχίδος. Ὅλες αὐτὲς ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένα χρονικὰ σημεῖα τοῦ εἰκοσιτετραώρου καὶ συνδυάζονται πρὸς σωτηριολογικὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν κατ’ αὐτά, ἀναφέροντας καὶ τὰ ἀνάλογα πρὸς τὶς ὧρες αὐτὲς αἰτήματά μας. Ἰδιαιτέρως χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τῶν διακονικῶν, ὅπου στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου καὶ τοῦ ἑσπερινοῦ σαφῶς προσδιορίζεται ὁ χρόνος τῆς τελέσεως («ἑωθινὴν» – «ἑσπερινήν», «τὴν ἡμέραν» – «τὴν ἑσπέραν»), ἐνῶ στὴν Θεία Λειτουργία δὲν προσδιορίζεται («πληρώσωμεν τὴν δέησιν ἡμῶν τῷ Κυρίῳ»). Ἐπίσης, ἐνῶ στὶς ἀκολουθίες τῶν ὡρῶν Γ΄, ϛ΄ καὶ Θ΄ γίνεται συγκεκριμένη ἀναφορὰ στὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν κατ’ αὐτὲς (ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, σταύρωση, θάνατος τοῦ Κυρίου), στὴν Θεία Λειτουργία, ἐνῶ γίνεται μνεία τῶν γεγονότων αὐτῶν, δὲν συναρτῶνται πρὸς ἀντίστοιχες ὧρες τοῦ νυχθημέρου. Στὴν ἱστορία δὲ τῶν δύο χιλιάδων ἐτῶν τῆς τελέσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας συναντῶνται ὅλες οἱ δυνατὲς παραλλαγὲς ὡς πρὸς τὸν χρόνο τελέσεως τοῦ μυστηρίου. «Ὁ χρόνος δὲν ἐπιβάλλεται ἐπὶ τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀλλὰ ἡ Λειτουργία ἐπιβάλλεται ἐπὶ τοῦ χρόνου». Σ’ αὐτὸ τὸ συμπέρασμα καταλήγει μετὰ ἀπὸ ἐμπεριστατωμένη ἔρευνα καὶ μελέτη τοῦ θέματος σχέσεως θείας λειτουργίας καὶ χρόνου καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπαραίτητη ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὁ π. Ἀλκιβιάδης Καλυβόπουλος στὴν διατριβή του «Χρόνος τελέσεως τῆς θείας λειτουργίας», Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 218.

.           Ἤδη ὅμως ἀπὸ τὸν Δ΄ αἰώνα ὁ χρόνος τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας σταθεροποιήθηκε σὲ δύο βασικὰ χρονικὰ σημεῖα, χωρὶς νὰ παύσουν ποτὲ νὰ ὑπάρχουν κατὰ τόπους καὶ χρόνους ἢ καὶ νὰ συνυπάρχουν διάφορες παραλλαγὲς καὶ δυνατότητες. Οἱ ἐπιλογὲς τῆς ὥρας δὲν εἶναι τυχαῖες, ὄχι γιὰ τὸ θεολογικὸ νόημα ποὺ δόθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων γιὰ νὰ αἰτιολογήσει τὴν προτίμηση τῶν ὡρῶν αὐτῶν, ἀλλὰ γιατί ἐκφράζουν μιὰ σεβάσμια παράδοση αἰώνων, ποὺ εἶναι τὸ γέννημα τῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς πνευματικῆς καὶ πρακτικῆς σοφίας τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ τάξη ποὺ βαθμηδὸν παγιώθηκε ὄχι μόνο δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα αὐθαίρετης ἐπιλογῆς, ἀλλὰ ἔκφραση πίστεως, καὶ γι’ αὐτὸ συναρτᾶται πρὸς τὸ ὅλο σύστημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τῶν πιστῶν. Ὡς πνευματικὴ δὲ τράπεζα ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ ἡ αὐτονοήτως συνδεδεμένη μ’ αὐτὴν κοινωνία, παρέμεινε συνδεδεμένη, ὅπως κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ κατὰ τὶς εὐχαριστιακὲς συνάξεις τῶν πρώτων χριστιανῶν, μὲ τὴν ὑλικὴ τράπεζα. Ἡ διαφορὰ συνίσταται, στὸ ὅτι γιὰ λόγους εὐλαβείας ἡ πνευματικὴ βρώση καὶ πόση προηγεῖται τῆς ὑλικῆς καὶ ἡ δευτέρα αὐτὴ τράπεζα δὲν εἶναι πιὰ κοινή, ὅπως στὶς «ἀγάπες» τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, οὔτε παρατίθεται στὸν ναό, ἀλλὰ στὰ ἰδιωτικά μας σπίτια. Γιὰ λόγους ἐπίσης εὐλαβείας, ἡ τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ ἑπομένως καὶ ἡ κατ’ αὐτὴν κοινωνία, ἤδη ἀπὸ τὸν Δ´ αἰώνα ἂν μὴ καὶ ἐνωρίτερα, εἶχε ὡς προϋπόθεση τὴν λεγομένη «εὐχαριστιακὴ νηστεία», δηλαδὴ τὴν πλήρη ἀποχὴ τροφῆς καὶ ποτοῦ ἀπὸ τοῦ δείπνου ἢ ἀπὸ τοῦ μεσονυκτίου τῆς προηγουμένης ἡμέρας. «Ὥστε ἅγια θυσιαστηρίου, εἰ μὴ ἀπὸ νηστικῶν ἀνθρώπων, μὴ ἐπιτελεῖσθαι» (κανὼν μη΄ Καρθαγένης καὶ κθ΄ Πενθέκτης). Κατὰ τὴν τάξη αὐτή, ὅταν ἡ ἡμέρα εἶναι νήστιμος καὶ ἡ τράπεζα εἶναι μία, ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται πρὶν ἀπὸ αὐτήν, δηλαδὴ μετὰ τὴν ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας (3η μ.μ. μὲ τὸ σύγχρονό μας ὡρολόγιο). Ὅταν ἡ ἡμέρα εἶναι ἑορτάσιμος, ἢ ἐν πάσῃ περιπτώσει μὴ νήστιμος, τότε ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται πρὸ τοῦ γεύματος, δηλαδὴ μεταξὺ τρίτης καὶ ἕκτης ὥρας τῆς ἡμέρας (9ης π.μ. μέχρι 12ης μεσημβρινῆς, κατὰ τὸ ὡρολόγιό μας, περίπου). Ἡ τρίτη μὲ ἕκτη ὥρα τῆς ἡμέρας τελικὰ καθιερώθηκε ὡς ὁ πιὸ πρόσφορος γιὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας χρόνος καὶ θεολογικὰ δικαιώθηκε ὡς ὁ μόνος κατάλληλος, ἀφοῦ ἡ τέλεσή της προϋποθέτει τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Νεώτερα μάλιστα βυζαντινὰ κείμενα κακίζουν τοὺς Λατίνους, γιατί λειτουργοῦσαν πρὸ τῆς τρίτης ὥρας «ἐκ πρωΐας… καὶ οὐ κατὰ τὴν νενομισμένην τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὥραν». Παρὰ ταῦτα τὸ μοναχικὸ Τυπικὸ τοῦ ἁγίου Σάβα προβλέπει τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ ἐνωρίτερα τῆς τρίτης ὥρας, ὅταν προηγεῖται ἀγρυπνία «διὰ τὸν κόπον τῆς ἀγρυπνίας», κατὰ τὶς Κυριακὲς καὶ κατὰ τὶς μεγάλες ἑορτές. Ἔτσι συστέλλεται καὶ ὁ χρόνος τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας, ποὺ γίνεται μεγαλύτερος κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν νηστειῶν, μικρότερος κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν, ποὺ ἔχουν ἀγρυπνία, καὶ ἐνδιάμεσος κατὰ τὶς λοιπὲς μὴ ἑορτάσιμες ἡμέρες τοῦ ἔτους. Πρόκειται γιὰ ἕνα πολὺ σοφὰ διοργανωμένο σύστημα, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ χρόνος τῆς τελέσεως τῆς θείας λειτουργίας καὶ ἡ κατ’ αὐτὴν κοινωνία καὶ τὸ μῆκος τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας συντονίζονται πρὸς τὸ θέμα τῆς ἡμέρας καὶ τὸν ἑορτάσιμο, μὴ ἑορτάσιμο ἢ πένθιμο χαρακτήρα της.

.                Ἀντιθέτως πρὸς τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν, κατὰ τὶς ὁποῖες ἔχουμε σύντμηση τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας, κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν νηστειῶν ἡ εὐχαριστιακὴ νηστεία ἐπιμηκύνεται.

(Ἰω. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς Ἀπορίας, τ. Ε´ [565], Ἀθῆναι 2003, ἐκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας», σελ. 256-265)

.           Ἔτσι κατὰ τὶς καθημερινὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ θεία Κοινωνία εἶναι συνδεδεμένη ὄχι πιὰ μὲ τὸ λειτουργικὸ τέλος τῆς νήστιμης ἡμέρας, τὴν ἀκολουθία δηλαδὴ τῆς Θ´ Ὥρας, ἀλλὰ μὲ τὴν πρώτη ἀκολουθία τῆς ἑπομένης ἡμέρας, τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ἀκολουθεῖ ἡ μόνη τράπεζα, τὸ δεῖπνο. Σὲ ἡμέρες δὲ ἀκόμη αὐστηροτέρας νηστείας, ὅπως εἶναι ἡ παραμονὴ τοῦ Πάσχα (τὸ Μέγα Σάββατο), ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ ἡ παραμονὴ τῶν Θεοφανείων, ἂν δὲν συμπίπτουν πρὸς Σάββατο ἢ Κυριακή, τότε παραμένει μὲν ὁ σύνδεσμος Λειτουργίας-Κοινωνίας καὶ Ἑσπερινοῦ, ἀλλ’ ὁ Ἑσπερινὸς αὐτὸς συνάπτεται στὴν ἀκολουθία τῆς ἀγρυπνίας ὡς τὸ πρῶτο μέρος της. Ἔτσι ἡ λειτουργία τελειώνει, κατὰ τὶς σαφεῖς διατάξεις τῶν Τυπικῶν, τὴν δευτέραν ὥρα τῆς νυκτός, δηλαδὴ κατὰ τὶς 9-10 μ.μ. Αὐτὸ σημαίνει καὶ ἀνάλογη παράταση τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας.

.             Ὅλο αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ καὶ ἀκριβὲς σύστημα διασαλεύθηκε σὲ χρόνους δυσκόλους, ποὺ εἶχαν σοβαρὲς ἐπιπτώσεις ἀκόμη καὶ στὰ λειτουργικὰ ἔθη τῶν χριστιανῶν καὶ ἐν μέρει καὶ αὐτῶν τῶν μοναχῶν. Στὴν προηγουμένη ἀπάντηση εἴδαμε πὼς ἡ Προηγιασμένη τῶν νηστίμων ἡμερῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μετετέθη τὸ πρωΐ καὶ πὼς ἡ εὐχαριστιακή της νηστεία ἐξομοιώθηκε μὲ τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὶς ἑσπερινὲς συνάξεις, τὴν τέλεση τῆς θείας λειτουργίας καὶ τὴν κοινωνία κατὰ τὸ Μέγα Σάββατο καὶ κατὰ τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων. Κατὰ δὲ τὶς Κυριακὲς ἡ σύνδεση τῆς θείας Λειτουργίας μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου προκάλεσε τὴν ἐπιτάχυνση τῆς τελέσεώς της πρὶν ἀπὸ τὴν παραδεδομένη τρίτη ὥρα. Ὁ λόγος εἶναι προφανής. Δὲν ἦταν ἐξυπηρετικὴ γιὰ τὸν λαὸ ἢ καὶ δὲν ἦταν ἐπιθυμητὴ ἢ καὶ δυνατὴ πλέον ἡ τέλεση δύο χωριστῶν συνάξεων, μιᾶς γιὰ τὸν ὄρθρο, τὶς τελευταῖες ὧρες τῆς νυκτός, καὶ μιᾶς δευτέρας γιὰ τὴν θεία Λειτουργία, μετὰ τὴν τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας. Ὄρθρος καὶ Λειτουργία ἀπετέλεσαν οὐσιαστικὰ μία ἀκολουθία, ποὺ ἐτελεῖτο καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τελεῖται στὰ μέρη μας μέχρι σήμερα, κατὰ τὶς πρῶτες ὧρες τῆς ἡμέρας. Οἱ Σλαβικὲς Ἐκκλησίες ἀκολούθησαν ἄλλη πρακτικὴ πιὸ σύμφωνη πρὸς τὴν παλαιὰ παράδοση καὶ τὴν μοναχικὴ τάξη καὶ καταλληλότερη γιὰ τὶς ἰδιαιτερότητες τῶν βορείων κλιμάτων. Τὰ μοναστήρια ἂν δὲν κράτησαν πάντοτε τὴν παλαιὰ πρακτική, ἐπετάχυναν καὶ αὐτὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, ἀκόμη καὶ τῆς Προηγιασμένης, διατήρησαν ὅμως τὸν λειτουργικὸ τύπο, καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν θεία λειτουργία διαβάζουν τὶς ἀκολουθίες τῆς Γ´ καὶ ϛ´ Ὥρας. Ὁ τύπος ὑπενθυμίζει τὸ δέον, κάποτε, γενέσθαι. Πάντως εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σ’ ὅλες τὶς ὡς ἄνω κατ’ οἰκονομίαν μεταθέσεις παρέμεινε ὁ ἀρχικὸς σύνδεσμος εὐχαριστιακῆς νηστείας καὶ Λειτουργίας, ἔστω καὶ ἀρκετὰ συντετμημένος, ἰδίως κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν νηστειῶν.

.             Ἐδῶ καὶ μερικὲς δεκαετίες ἐπιχειρεῖται στὴν πράξη, ἰδίως στὶς μεγάλες πόλεις, μία ἀλλαγὴ ὡς πρὸς τὸν χρόνο τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ σπουδαιότητα καὶ ἡ ἔκταση τῆς ὁποίας δὲν ἔχει ἴσως δεόντως ἀκόμη ἀξιολογηθεῖ. Εἶναι κάτι ἀνάλογο καὶ παράλληλο πρὸς τὴν ἐπαναφορὰ τῆς Προηγιασμένης τῆς Τετάρτης στὴν παλαιὰ καὶ ὀρθὴ ἑσπερινὴ τέλεσή της, γιὰ τὴν ὁποία ἦταν ὁ λόγος στὴν προηγουμένη ἀπάντηση. Τὶς πρωτοβουλίες ἔλαβον κληρικοὶ μὲ ἔντονα ποιμαντικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ μὲ αἴσθηση τῶν νέων συνθηκῶν ζωῆς, ἰδίως τῶν νέων ἀνθρώπων, ποὺ δὲν διευκολύνονται ἀπὸ τὶς θεωρούμενες καὶ ἐπικρατοῦσες ὡς παραδοσιακὲς ὧρες λατρείας, ἰδίως κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν. Εἶναι γνωστὸ ὅτι, ὄχι μόνο ὅλες οἱ μνῆμες τῶν ἑορταζομένων μεγάλων ἁγίων, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἀπὸ τὶς μεγάλες δεσποτικὲς καὶ θεομητορικὲς ἑορτές, ὅσες ἀπὸ τὶς πρῶτες δὲν ἑορτάζονται σταθερὰ σὲ ἡμέρα Κυριακή, εἶναι ἡμέρες ἐργάσιμες. Γιὰ νὰ μείνουμε μόνο στὶς δεσποτικὲς καὶ θεομητορικὲς ἑορτές, κατὰ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τὰ Εἰσόδια, τὴν Ὑπαπαντή, τὴν ἀπόδοση τοῦ Πάσχα, στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, τὴν Μεταμόρφωση, γεμίζουν μὲν ἴσως οἱ ἐκκλησίες μας στὶς πολυάνθρωπες ἐνορίες τῶν μεγάλων πόλεων καὶ μᾶς δημιουργεῖται ἡ ψευδαίσθηση τοῦ «καλὰ λίαν», στὴν πραγματικότητα ὅμως τὸ ἐκκλησίασμα ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς λεγομένης τρίτης ἡλικίας, δηλαδὴ μὴ ἐργαζομένους. Ἡ μὴ δυνατότητα συμμετοχῆς στὶς ἑόρτιες αὐτὲς συνάξεις νέων ἀνθρώπων εἶναι κάτι τὸ ἰδιαίτερα σοβαρὸ γιὰ σήμερα, ἐγκυμονεῖ δὲ μακροπροθέσμως ἐμφανεῖς κινδύνους γιὰ τὸ μέλλον τῶν ἑορτῶν αὐτῶν. Τὸ ἴδιο δὲ καὶ γιὰ τὶς ἑορτὲς τῶν ἁγίων, ἀκόμη μερικῶς καὶ γιὰ τὶς συνάξεις τῶν Κυριακῶν.

.             Ἡ λύση ὑπῆρχε καὶ ἀναζητήθηκε ὀρθὰ πρὸς τὴν κατεύθυνση καὶ κατὰ τὸ πρότυπο τῆς μοναχικῆς πράξεως τῶν ἀγρυπνιῶν. Ἡ μοναστηριακὴ παράδοση πάντοτε ἐπηρέαζε τὴν ἐνοριακὴ πράξη, σήμερα δὲ τὴν ἐπηρεάζει ἀκόμη περισσότερο λόγω τῆς ἀνθήσεως τοῦ μοναχικοῦ βίου κατὰ τὴν ἐποχή μας. Ἐξ ἄλλου οἱ ὧρες τῆς νυκτερινῆς λατρείας ἦσαν καὶ εἶναι προσφιλεῖς στοὺς μοναχοὺς καὶ στοὺς εὐσεβεῖς χριστιανούς, οἱ νέες δὲ συνθῆκες ζωῆς τὶς ἔκαναν καὶ πιὸ ἐξυπηρετικὲς καὶ διευκολυντικὲς γιὰ τοὺς νέους ἀνθρώπους, περισσότερο τοὐλάχιστον ἀπὸ ὅσο τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες τῶν παραδοσιακῶν ἐνοριακῶν συνάξεων. Ἔτσι, μέσα σὲ λογικὰ γιὰ τὶς συνθῆκες ζωῆς τῶν ἐργαζομένων πιστῶν τῶν πόλεων χρονικὰ ὅρια, τελοῦνται «μικρὲς ἀγρυπνίες» κατὰ τὶς παραμονὲς τῶν ἑορτῶν ἢ καὶ ἀσχέτως πρὸς αὐτές, μὲ τὴν πρόνοια πάντοτε ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας νὰ ἐμπίπτει χρονικῶς στὴν νέα ἡμέρα, δηλαδὴ ἀπὸ τοῦ μεσονυκτίου καὶ ἑξῆς, ἀλλὰ καὶ νὰ παρέχεται ὁ ἀναγκαῖος χρόνος ἀναπαύσεως μετὰ τὴν λήξη τῆς ὅλης ἀκολουθίας στοὺς μετέχοντες σ’ αὐτὴν πιστούς.
.                 Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, τὴν τέλεση δηλαδὴ «μικρῶν ἀγρυπνιῶν», οὔτε ἡ εὐχαριστιακὴ νηστεία θίγεται οὔτε ἡ προσέλευση τῶν πιστῶν στὴν θεία κοινωνία παρακωλύεται. Ἀντιθέτως κατὰ τὸ πρότυπο τῆς πασχαλινῆς ἀγρυπνίας καὶ κοινωνίας, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν κατ’ ἀναλογίαν ἐφαρμογὴ τῆς σχετικῆς διατάξεως τοῦ Τυπικοῦ του ἁγίου Σάβα περὶ ἐπιταχύνσεως τῆς τελέσεως τῆς θείας λειτουργίας «διὰ τὸν κόπον τῆς ἀγρυπνίας», αἰσθητῶς διευκολύνεται.
.             Ἀντιθέτως ἡ ἄλλη λύση ποὺ προτείνεται καὶ ἀπὸ μερικοὺς προωθεῖται, ἡ τέλεση δηλαδὴ κατὰ τὸ πρότυπο τῆς προηγιασμένης, τελείας Λειτουργίας κατὰ τὶς ἀπογευματινὲς ἢ πρῶτες νυκτερινὲς ὧρες, μπορεῖ μὲν νὰ εἶναι ἐξυπηρετικὴ καὶ νὰ μὴν ἀντιφάσκει πρὸς τὸν ἀδέσμευτο χρονικῶς χαρακτήρα τῆς θείας λειτουργίας, ἀλλὰ σαφῶς συγκρούεται καὶ ἀνατρέπει τὶς περὶ εὐχαριστιακῆς νηστείας ἀρχαιότατες παραδόσεις. Γιὰ κάθε τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τὴν συμμετοχὴ στὰ μυστήρια ἰσχύει ἀπαραιτήτως ἡ διάταξη ὅτι τελοῦνται «ὑπὸ νηστικῶν ἀνθρώπων». Ἐν προκειμένῳ εἶναι ἰδιαίτερα διαφωτιστικὸς ὁ ΜΗ´ Κανὼν τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης τῆς Ἀφρικῆς, ποὺ προκειμένου νὰ γίνει ἡ ἐκφορὰ χριστιανῶν, ἀκόμη καὶ ἐπισκόπων, ποὺ πέθαναν «κατὰ τὸν δειλινὸν καιρὸν» καὶ ἔπρεπε λόγῳ τῆς θερμότητος τοῦ κλίματος, νὰ ταφοῦν ἀμέσως, νὰ μὴν τελεῖται, ὅπως ἐπέβαλλε ἡ τάξη, τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀλλὰ ἡ κηδεία νὰ γίνεται «μόναις εὐχαῖς», ἂν οἱ μετέχοντες καὶ μέλλοντες νὰ τελέσουν αὐτὴν «ἀριστήσαντες εὑρεθῶσι». Ὁ ὅρος τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας ἰσχύει ἀπολύτως καὶ ἰσχύει καὶ σήμερα. Τέλεση δὲ λειτουργίας χωρὶς συμμετοχὴ σ’ αὐτὴν διὰ τῆς θείας κοινωνίας τῶν λειτουργῶν, κατὰ δύναμιν δὲ καὶ κατὰ προαίρεσιν καὶ τοῦ λαοῦ, εἶναι τελείως ἀδιανόητη.

.      Βεβαίως γιὰ τὴν παράκαμψη τοῦ σκοπέλου αὐτοῦ προβάλλονται δύο δυνατότητες.

     Πρῶτον, νὰ ὁρισθεῖ ἕνα χρονικὸ ὅριο εὐχαριστιακῆς νηστείας βάσει ἰατρικο-φυσιολογικῶν δεδομένων, τὰ ὁποῖα θὰ προκαθορίζουν τὸν χρόνο λήψεως τροφῆς πρὸ τῆς θείας λειτουργίας-κοινωνίας, οὕτως ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ εἶναι «νήστεις», δηλαδὴ μὲ κενὸ τὸν στόμαχο κατ’ αὐτήν. Δεύτερον, νὰ ἰσχύει ὁ παραδοσιακὸς κανὼν τῆς ἀπὸ τοῦ μεσονυκτίου ἀφαγίας γιὰ τοὺς προαιρουμένους νὰ κοινωνήσουν, ὅσο βαρὺς καὶ ἂν φαίνεται ὁ ὅρος αὐτός. Καὶ οἱ δύο λύσεις εἶναι κατ’ ἀρχὴν ἀπαράδεκτες. Ὡς πρὸς τὸ πρῶτο, ἔχει ἐπιχειρηθεῖ κάτι ἀνάλογο στὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία, ποὺ ξεκίνησε μὲν ἀπὸ ἀγαθὸ σκοπό, τὴν διευκόλυνση δηλαδὴ κλήρου καὶ λαοῦ γιὰ τὴν τέλεση ἑσπερινῶν λειτουργιῶν καὶ τὴν προσέλευση στὴν κοινωνία, κατέληξε δὲ στὴν κατάλυση τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας. Τὸ νὰ ὁρισθοῦν βάσει τῶν ἰατρικῶν δεδομένων εἴδη τροφῶν καὶ ποτῶν, εἰδικὲς περιπτώσεις γιὰ παιδιά, γέροντες ἢ ἀσθενεῖς καὶ ὁδοιπόρους καὶ ὁ ἀνάλογος χρόνος γιὰ τὴν λειτουργία τῆς πέψεως, εἶναι πράγματα σχολαστικὰ καὶ ἀλλότρια πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ τὸ γράμμα τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας. Εἶναι, νομίζω, ἐκτὸς ἀμφιβολίας ὅτι πολὺ γρήγορα θὰ ὁδηγήσουν σὲ φθορὰ τῆς τάξεως καὶ σὲ ἀνεπιθύμητες καὶ ἀντιπαραδοσιακὲς ἐκτροπές.
Καὶ δεύτερον, ἴσως καὶ κυριότερο. Ἡ ἐπέκταση τῆς νηστείας σὲ μὴ νήστιμες ἡμέρες κωλύεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν παράδοση καὶ τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ἡ θεία Λειτουργία τελεῖται κατὰ τὰ ἀπογεύματα ἢ κατὰ τὶς πρὸ τοῦ μεσονυκτίου ὧρες τῶν Κυριακῶν καὶ τῶν ἑορτῶν καὶ τηρεῖται κατ’ αὐτὲς ἀπόλυτος εὐχαριστιακὴ νηστεία, οἱ χαρμόσυνες ἡμέρες μεταβάλλονται σὲ ἡμέρες πένθους καὶ κατανύξεως, ὄχι παρουσίας τοῦ νυμφίου, ἀλλὰ ἀναμονῆς καὶ προετοιμασίας. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας, ἡ δὲ ἐπιτάχυνση τῆς ὥρας τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας καὶ τῆς κατ’ αὐτὸ κοινωνίας κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν μεγάλων ἑορτῶν, ἡ ἐπιβράδυνση κατὰ τὶς μὴ ἑορτάσιμες ἡμέρες καὶ ἡ ἀκόμη μεγαλύτερη ἐπέκταση τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας κατὰ τὶς νήστιμες ἡμέρες, αὐτὸ ἀκριβῶς ἐκφράζουν καὶ ὄχι τὴν φυσιολογικὴ λειτουργία τοῦ πεπτικοῦ μας συστήματος. Αὐτὴ εἶναι, τρόπον τινά, αὐτονόητος. «Ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην (τὴν κοιλίαν) καὶ ταῦτα (τὰ βρώματα) καταργήσει» (Α´ Κορ. ϛ´ 13).

       Ὁ γράφων δὲν εἶναι οὔτε σὲ θέση οὔτε καὶ ἁρμόδιος νὰ σταθμίσει ἂν οἱ ποιμαντικοὶ λόγοι, ποὺ προβάλλονται γιὰ τὴν δικαίωση τῶν ἑσπερινῶν λειτουργιῶν, εἶναι τόσο ἰσχυροὶ καὶ οἱ ἀνάγκες γιὰ τὴν τέλεσή τους ἀναπόδραστες. Ἴσως καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τὶς ὑποτιμᾶ, νομίζοντας ὅτι στὴν γνωστὴ σ’ ἐμᾶς περιοχὴ δὲν δικαιώνονται. Ἴσως σὲ ἄλλα μέρη ὅπου οἱ συνθῆκες ζωῆς εἶναι διαφορετικές, ἡ δὲ συμβίωση μὲ ἀλλοθρήσκους ἢ ἀλλοδόξους λαοὺς ἐπιβάλλει τὴν ἐξεύρεση παρομοίων λύσεων, τὸ ζήτημα παίρνει ἄλλες διαστάσεις καὶ χρήζει ἄλλης ἀντιμετωπίσεως. Πάντως οὕτως ἢ ἄλλως πρόκειται γιὰ ἕνα πολὺ σοβαρὸ θέμα, ποὺ ἡ ἀντιμετώπισή του εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει ἐγκαίρως καὶ σοβαρῶς ἀπὸ τὰ ἁρμόδια ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα, μετὰ ἀπὸ ἐπισταμένη μελέτη τῆς παραδόσεως καὶ τῶν εἰδικῶν ποιμαντικῶν συνθηκῶν καὶ ἀπαιτήσεων κάθε περιοχῆς. Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ μόνο νὰ ἐπιμείνω ὡς πρὸς τὴν σοβαρότητα καὶ τὸ ἐπεῖγον τοῦ πράγματος. Ταπεινὰ δὲ κλείνοντας νὰ σημειώσω, κατὰ τὴν προσωπική μου πάντα κρίση, ὅτι οἱ ποιμαντικὲς ἀνάγκες δὲν εἶναι τέτοιες, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ κατάλυση ἤ, ἐπὶ τὸ ἐπιεικέστερο, ἡ ἀλλαγὴ μιᾶς ἀπὸ πολλῶν αἰώνων ὑφισταμένης πράξεως τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν εἰσαγωγὴ ἑσπερινῆς τελείας Λειτουργίας σὲ μὴ νήστιμες, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἑορτάσιμες ἡμέρες. Οἱ ἀνάγκες τῶν πιστῶν ἐπαρκῶς θεραπεύονται μὲ τὶς θεῖες λειτουργίες τῶν ἡμερῶν ἀργίας, τῶν Σαββάτων καὶ τῶν Κυριακῶν, καὶ μάλιστα μὲ τὶς λεγόμενες «μικρὲς ἀγρυπνίες» κατὰ τὶς παραμονὲς τῶν μεγάλων ἑορτῶν ἢ καὶ ἐκτάκτως ὑπὸ τῶν ὅρον πάντοτε νὰ μὴν λειτουργοῦν, τρόπον τινά, ἀνταγωνιστικῶς πρὸς τὴν μεγάλη σύναξη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Θεία Λειτουργία κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς.

https://christianvivliografia.wordpress.com/

Αφήστε μια απάντηση