Συγγραφέας: kantonopou στις 23 Φεβρουαρίου, 2015
Η αρχή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής συνοδεύεται από την υπενθύμιση από την πλευρά της Εκκλησίας των λόγων του Χριστού προς όσους θέλουν να νηστέψουν. Ο Χριστός αποδέχεται την αξία της νηστείας στον καινούργιο κόσμο της Βασιλείας των Ουρανών. Της προσδίδει όμως ένα καθαρά εσωτερικό περιεχόμενο. Την συνδέει με τον κρυπτό της καρδίας άνθρωπο (Α’ Πέτρ. 3,4). Ζητά την αποφυγή της υποκρισίας- «μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί» (Ματθ. 6, 16)- , δηλαδή να μην δηλώνουν οι άνθρωποι ότι νηστεύουν με την εξωτερική σκυθρωπότητα, την παραμόρφωση του προσώπου τους, την επίδειξη στους άλλους ότι νηστεύουν. Και είναι υποκρισία η στάση αυτή διότι δεν λειτουργεί η νηστεία ως ευκαιρία αγώνα για την καλή αλλοίωση της ύπαρξης, αλλά για την λήψη μισθού από τους ανθρώπους. Είναι μία κίνηση προς το θεαθήναι. Μοιάζει με το έργο του ηθοποιού, ο οποίος υποδύεται έναν ρόλο. Εδώ ο υποκριτής που νηστεύει υποδύεται το ρόλο του υπάκουου στο Θεό, που δεν περιμένει όμως τον μισθό του Θεού για το έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί, αλλά το χειροκρότημα των ανθρώπων. Δεν είναι ο μέσα άνθρωπος που αναλαμβάνει τον αγώνα της νηστείας, αλλά ο έξω. Και γι’ αυτό ο λόγος του Χριστού είναι ξεκάθαρος: «αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών» (Ματθ. 6, 16). Έχουν λάβει ήδη το μισθό τους.
Αντίθετα, για τον Χριστό η νηστεία αποτελεί την ευκαιρία του αγώνα για απέκδυση της υποκρισίας και ένδυση του «εν τω κρυπτώ αγωνίζεσθαι». Δεν γίνεται υποκριτής ο άνθρωπος, αλλά βλέπει τον εαυτό του. Νηστεύει για να δει πόσο μπορεί να αφήσει κατά μέρος τους θησαυρούς στους οποίους η καρδιά του ρέπει να ανήκει. Νηστεύει από την τροφή, για να πολεμήσει τις ηδονές της τροφής και της γαστριμαργίας, οι οποίες αποκοιμίζουν τον άνθρωπο πνευματικά και τον καθιστούν ευάλωτο στους λογισμούς, αλλά και στις σαρκικές ηδονές. Νηστεύει από τα πάθη, από την κατάκριση, τον θυμό και την οργή προς τον αδελφό του, η οποία πηγάζει από την ελλιπή αγάπη, από την αίσθηση ότι εμείς έχουμε το δικαίωμα και την βεβαιότητα να θεωρούμε τους εαυτούς μας ανώτερους από τους άλλους, για να τους υποδείξουμε τι θα έπρεπε να κάνουν ή το πώς θα θέλαμε να είναι. Νηστεύει πρωτίστως από μία ψεύτικη εικόνα του εαυτού του, η οποία μεταδίδεται υποκριτικά προς τον πλησίον. Ο άνθρωπος που κάνει στάση στον εαυτό του, εν ησυχία και προσευχή, οι οποίες απαραίτητα συνοδεύουν τη νηστεία, βλέπει την εσωτερική του κατάσταση, βλέπει τι του λείπει και δεν προσποιείται ότι είναι αληθινός. Γιατί όταν εν τω κρυπτώ βλέπουμε τον έσω άνθρωπο, βλέπουμε ποιος είναι ο Θεός και ποιοι είμαστε εμείς, τότε διαπιστώνουμε το πόσο υστερούμε στην υπακοή στο θέλημά Του, στην αγάπη τόσο προς Εκείνον όσο και προς τον πλησίον μας, αλλά και στο εκκλησιαστικό φρόνημα, στην διάθεσή μας δηλαδή να είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού, να αντέξουμε τους ποικιλότροπους πειρασμούς τους οποίους ο διάβολος μας υποβάλλει σε σχέση με τους άλλους, όπως επίσης και σε σχέση με τα πάθη και τις αδυναμίες μας.
Ο υποκριτής δεν πιστεύει ότι κάτι του λείπει. Έχει ταυτίσει τον εαυτό του με τον ρόλο τον οποίο υποδύεται. Έχει μία αίσθηση ότι με τον τρόπο που συμπεριφέρεται, με τον τρόπο που προβάλλει τον εαυτό του αναδεικνύεται η πληρότητά του, το ξεχωριστό του, το δικαίωμά του οι άλλοι να αναγνωρίζουν την παρουσία του, η αυθεντία του. Ζει ουσιαστικά μία δαιμονική κατάσταση, διότι αυτοθεοποιείται και καλώς γνωρίζουμε ότι το γένος των δαιμόνων δεν πολεμείται και δεν εξέρχεται από τον άνθρωπο «ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17,21). Ο υποκριτής δεν είναι ταπεινός. Και γι’ αυτό η νηστεία από την υποκρισία αποτελεί βήμα προς την αλήθεια. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να αποκαλύπτει τα πραγματικά του συναισθήματα προς τους άλλους, όταν αυτά είναι αρνητικά, αλλά να δείχνει ότι αγωνίζεται για να πάψουν να είναι. Γιατί στο όνομα της αλήθειας και της ειλικρίνειας, γκρεμίζουμε την δυνατότητα καλλιέργειας ουσιαστικών σχέσεων, τέτοιων που να υπερβαίνουν τα πάθη μας, αγνοώντας ότι ο άνθρωπος διαμορφώνει τα συναισθήματά του εν χρόνω. Σήμερα μπορεί να είναι αρνητικά, αλλά αν η αγάπη νικήσει, τότε πολλά μπορούν να αλλάξουν. Η υπέρβαση της υποκρισίας τελικά έρχεται όταν ο άνθρωπος γίνει ένας αγωνιζόμενος εαυτός. Και σ’ αυτή την οδό βοηθά η νηστεία.
Ζούμε σε μία κατεξοχήν εποχή υποκρισίας. Η σκέψη μας είναι να παρουσιάζουμε τον κόσμο όπως τον θέλουμε και όπως μας συμφέρει. Την ίδια στιγμή και στην κατά Θεόν ζωή μας η υποκρισία ελλοχεύει. Είναι δύσκολο να είμαστε ταπεινοί. Να βλέπουμε σε τι υστερούμε όχι μόνο στον δρόμο της αρετής, αλλά και στον τρόπο που διαχειριζόμαστε ή ζούμε τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Ας είναι η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η ευκαιρία να δούμε τον εαυτό μας αληθινά, να ταπεινωθούμε, να εργαστούμε νηστεύοντας τόσο από τις τροφές όσο και από τα πάθη, αλλά και την ψεύτικη εικόνα την οποία έχουμε για τον εαυτό μας και το Θεό, για να είναι η περίοδος αληθινά γόνιμη. Ας αντισταθούμε στον τρόπο ζωής που μας κλέβει χρόνο από το Θεό και την αγάπη. Και κυρίως, ας τολμήσουμε να δούμε την αλήθεια για τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Όχι για να τον απορρίψουμε. Αλλά για να αγωνιστούμε και αυτός να είναι πιο αληθινός, μέσα και από τον δικό μας αγωνιζόμενο να βρει νόημα και σκοπό εαυτό. Οι τροφές ευκολότερα αλλάζουν. Δυσκολότερα η εγωιστική επιθυμία να αναγνωριστούμε ως αυθεντίες, να δείξουμε ότι δε μας λείπει τίποτα, να βάλουμε τον εαυτό μας στο κριτήριο του Θεού.
Κέρκυρα, 22 Φεβρουαρίου 2015
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Υποβλήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου, 2015 στις 6:34 μμ και βρίσκεται κάτω από ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ.
.
Μπορείς να παρακολουθείς τα σχόλια για το άρθρο χρησιμοποιώντας RSS 2.0 τροφοδότης (feed).
Μπορείς να πας στο τέλος και να αφήσεις σχόλιο. Το Pinging προσωρινά δεν επιτρέπεται.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.